Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΔΟΡΥ ΤΟΥ ΟΝΤΙΝ

‘’Έβαζα στη στάχτη το κρέας τυλιγμένο σε λαδόκολλα κι όλη νύχτα ψήνονταν, γινόταν λουκούμι,  άλλες φορές πάλι έφτιαχνα μια συνταγή με ρεβίθια και κόκαλα που μου είχαν μείνει,  δεν πετούσα τίποτα, τα μαγείρευα σ’ ένα σκεύος  για ώρες πολλές μέχρι που  γινόταν ένα φαγητό φοβερό!’’ ο Γιάννης που είχε μια ψησταριά κάπου στην παραλία μας έλεγε για φαγητά χειμωνιάτικα , καθώς είχε σφίξει ο καιρός ακουγόταν ευχάριστα, έλεγε  για σούπες,  φασολάδες με καρότα,  φακές με ξύδι φρέσκο, φάβα με λεμόνι και κάπαρη, μιλούσε  για τσίπουρα που βγαίνουν τέτοια εποχή απ’  τα καζάνια, Η Δώρα που ήταν στην παρέα είπε  μια συνταγή για κουνέλι με  σάλτσα από  πορτοκάλι και μουστάρδα, ‘’Δεν τα μπορώ αυτά τα γλυκόξινα !’’ πετάχτηκε  ο Χρήστος ο υδραυλικός ‘’  κι ούτε  μ’ αρέσουν  συνταγές με σταφίδες ή  αρνί με κάστανα, εμείς τα κάστανα τα σχίζαμε για να μην ανατιναχτούν και τα βάζαμε πάνω στην ξυλόσομπα, ήταν τέλεια, εγώ  προτιμώ τα παραδοσιακά, είμαι της παλιάς σχολής πατσάδες, μαγειρίτσες,  κρέας  στα κάρβουνα!’’

‘’Ξέρεις να τρως ρε φίλε !’’ συμπλήρωσε ενθουσιασμένος   ο Γιάννης  ‘’  το κάρβουνο είναι που  κάνει νόστιμες τις μπριζόλες,  τις παντσέτες και τα λουκάνικα,  άλλοι πάλι λένε ότι το διοξείδιο  το άνθρακα που βγάζει όταν καίγεται  είναι  επικίνδυνο και να σου πω,  πολλές φορές κι εγώ νιώθω ζαλισμένος μετά  από ώρες πάνω απ’  τη σχάρα  όμως  εμένα το ψητό μόνο έτσι μ’  αρέσει,  όχι πάνω στην πλάκα την ηλεκτρική!’’, το καλύτερο ήταν ένα   καλοκαίρι  που την είχα βγάλει ζάχαρη σ’ ένα  νησί με κάτι  φίλους,   με φιλοξενούσαν και περνούσαμε τι να σου πω,  όλο κατσίκι μας  τάιζαν, πόσα κατσίκια είχαν ρε φίλε,  κι εγώ  μόνο το κρέας που ψήνανε στον παλιό φούρνο  έτρωγα,  τόση μανία το είχα,  ούτε πατάτες, ούτε μακαρόνια , σημασία δεν τα έδινα,  στα νησιά λέει τα κατσίκια έχουν  μια  γεύση ιδιαίτερη επειδή το χορτάρι που  τρώνε έχει την αρμύρα της θάλασσας,  με τους νοτιάδες  και  τις δροσιές που πέφτουν όλη την ώρα έχουν  μεγάλη περιεκτικότητα σε χλωριούχο νάτριο, ούτε αλάτισμα δεν θέλουν, πολλές  φορές βρίσκουν στην ακροθαλάσσια την ποσότητα που χρειάζονται  για να λειτουργήσει ο οργανισμός τους,  άσε που κάποιοι λένε ότι έχουν δει κατσίκια να πίνουν  θαλασσινό νερό!’’

Μια φωνή ακούστηκε ξαφνικά από κάπου και πεντέξι μαυριδεροί που πουλούσαν τσιγάρα λαθραία  άρχισαν να τρέχουν σε μια στοά για να κρυφτούν, οι υπάλληλοι κι οι   μαγαζάτορες κοίταζαν αδιάφορα όμως μέσα τους  όμως υπήρχε  φόβος  για το τι έκαναν εκείνοι  οι μαυριδεροί που δεν τους πείραζε κανείς  μόνο τους  είχαν αφήσει έτσι αδέσποτους να γυρνούν, ένα κοπάδι γλάρων   που  άκουσε την φασαρία  ξεχύθηκε απ τη θάλασσα κι άρχισε να πετά πάνω από ένα παλιό κτίριο  της τουρκοκρατίας  κρώζοντας, μια γριά αδύνατη που ζητιάνευε ακούμπησε σ’ έναν  τοίχο αποκαμωμένη κι Δώρα που δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους που υπέφεραν  έτρεξε  να τη ρωτήσει  μήπως χρειάζεται βοήθεια, η γριά φάνηκε να συνέρχεται κι έφυγε κατά το τέρμα των λεωφορείων,  όλα ησύχασαν όπως και πριν κι εμείς  επανήλθαμε στα δικά μας. Ήμασταν εκεί στην ψησταριά  του Γιάννη πολλές ώρες,  μιλούσαμε βλέποντας έξω  την  ομίχλη που απλώνονταν  παντού στην πόλη, στα ψηλά θα χιόνιζε σίγουρα, δεν εξηγούνταν αλλιώς το ξαφνικό  κρύο, ο κόσμος  έτρεχε  να γεμίσει τα ντεπόζιτα με πετρέλαιο,  μερικοί απ’  την παρέα έλεγαν ότι  γουστάρουν το κρύο επειδή λέει  σκοτώνει τα μικρόβια , όπως και να είχε μετά την παρατεταμένη ανομβρία έβρεχε  επιτέλους καθαρίζοντας  τους δρόμους κι η  βρώμικη πόλη έδειχνε πάλι όμορφη, είχαμε  συνηθίσει την καλοκαιρία όμως ρε φίλε ο καιρός είχε περάσει, Δεκέμβριος πλησίαζε, γιορτές, έπρεπε να πέσει λίγο η θερμοκρασία,  να καταλάβουμε χειμώνα.

 Ήταν ωραίος ο χειμώνας όμως όχι για τον υδραυλικό που  δεν είχε σπίτι και  κοιμόταν από δω κι από κει,  κάποτε είχε πολλά λεφτά όμως  καθώς έκανε όλο βλακείες στη ζωή του είχε μείνει άστεγος, το καλοκαίρι ήταν  εύκολα, κοιμόταν στα παγκάκια, είχε δροσιά, άντε λίγο ψυχρούλα τη νύχτα όμως το χειμώνα είναι άλλη φάση, δυσκολεύουν τα πράγματα,  δεν τον βλέπαμε καλά.  Σταματούσε κάθε βράδυ στα προποτζίδικα να ζεσταθεί και να δει κανέναν αγώνα, να περάσει η ώρα κι ύστερα χανόταν, κανείς δεν ήξερε που, ο Γιάννης που τον ήξερε από παλιά του είχε παραχωρήσει  ένα υπόγειο κι ο άλλος είχε βαλθεί να το καθαρίσει   πετώντας  όλη τη σαβούρα, είχε γεμίσει το χώρο δίπλα στον κάδο με ότι μπορείς να φανταστείς, κουτιά,  τενεκέδες,  καρέκλες, σωλήνες, ο  Γιάννης που τον είχε πετύχει εκεί πέρα φώναξε στους περαστικούς   ‘’Έχετε το νου σας   μήπως βγάλει και κανένα πτώμα  από κει μέσα!’’

Για τον υδραυλικό αυτή η εποχή ήταν η πιο δύσκολη,  έκανε ακόμα κάτι δουλειές και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα αλλά ήταν μυστήριος ρε παιδί μου, δύσκολος άνθρωπος, κλειστός, έλεγαν διάφορα γι αυτόν, ότι ένα διάστημα είχε περάσει κάπου σ’  ένα μοναστήρι με κάποιον  καλόγερο που μιλούσε στα ζώα  κι έκανε πολλά  κουφά.  Όλο μόνος του δούλευε, δεν μπορούσε να βρει κάποιον βοηθό η συνεργάτη,  μια φορά που έφτιαχνε  τις βρύσες σ’ ένα ρετιρέ παραπάτησε κι έσπασε το πόδι του,  έμεινε εκεί στο ρετιρέ μοναχός για ώρες,  καθώς ήταν καλοκαίρι δεν υπήρχε ψυχή στο κτίριο  και την είχε άσχημα, ευτυχώς  πέρασε ένας παππούς,  τον βρήκε  να φωνάζει  βοήθεια και φώναξε ασθενοφόρο. Μια άλλη φορά που διόρθωνε το καζανάκι σ’ ένα πατάρι κάπου στην αγορά  χρησιμοποιούσε ένα ασανσέρ  κάπως αρχαίο, όπως ανεβοκατέβαινε όλη την ώρα κάποια στιγμή   το συρματόσκοινο βγήκε από τον τροχό που γύριζε κι ο τύπος  έμεινε στον αέρα μετέωρος, δοκίμασε να ανεβεί  ή να κατέβει, όλοι γελούσαν από κάτω καθώς τον έβλεπαν έτσι  ψηλά στο κενό,  αφού είχε δει το χάρο με τα μάτια του  τελικά  κατέβηκε από ένα σκοινί που είχαν εκεί πέρα για τέτοιες περιπτώσεις,  άμα  σκεφτείς τη σκηνή σούρχεται να γελάσεις  όμως το πράγμα ήταν σοβαρό,  μπορούσε ο φουκαράς  να πέσει και να γκρεμιστεί…

 ‘’Άντε γεια μας !’’ πρότεινε  σηκώνοντας το ποτήρι του ο Γιάννης που είχε όρεξη και τσούγκρισε με τον υδραυλικό, έπειτα συνέχισε σα να παραμιλούσε,  ήταν από κείνους τους ανθρώπους που μπορούν να κουβεντιάζουν  για ώρες αρκεί να έχουν  κάτι να τσιμπολογούν κι ένα ποτηράκι να πίνουν.  Ο χειμώνας και το κρύο ήταν το   στοιχείο του, από το μαγαζί του έβλεπε όλη την ώρα τη θάλασσα και την ομίχλη που σκέπαζε τα καράβια, είχε μεγαλώσει  σε χωριό ορεινό κι όλο μας έλεγε ότι  ήθελε να γυρίσει εκεί πέρα αλλά δεν μπορούσε γιατί είχε μπλέξει με το μαγαζί,  νοσταλγούσε το σπίτι του το παλιό με τις φλοκάτες και την σόμπα, τον στάβλο με τα ζώα που έβγαζε ζέστη το πρωί όταν άνοιγες την πόρτα, την αποθήκη με τις ζωοτροφές  που του φαινόταν σαν ένας χώρο μαγικός γεμάτος παράξενα αντικείμενα, κρεμασμένα στους τοίχους,  δρεπάνια, παγούρια ξύλινα, ταψιά,  κόσκινα. Είχε συμπληρώσει πάνω από μισό αιώνα στην πόλη κι όμως ποτέ δεν την είχε νιώσει σαν τον τόπο του ‘’Θυμάμαι ρε παιδιά… ‘’είπε σε μια στιγμή ‘’την εποχή που είχα έρθει  εδώ , τέτοια εποχή ήτανε, ομίχλη και υγρασία παντού,  σταματούσα στα πατσατζίδικα όπου έτρωγαν κάτι πιάτα περίεργα που δεν τα είχα ποτέ δοκιμάσει,  δεν τρελαινόμουν και τόσο τότε για τέτοια πιάτα, ύστερα τα έμαθα’’

Αφού είπε κι αυτά ο ταβερνιάρης έπαψε, κανείς δε μιλούσε για λίγη ώρα σα να υπήρχε λόγος να γίνει ένα διάλειμμα και τότε από κει που δεν το περίμενε κανείς  πήρε το λόγο  ο υδραυλικός  ‘’Δεν τη μπορώ την ομίχλη μουρμούρισε, όταν ήμουν στη Γερμανία  την είχα σιχαθεί, κάθε μέρα το χειμώνα δεν έβλεπες τίποτ’  άλλο,  ομίχλη και υγρασία  σα μια θάλασσα που σκέπαζε τα πάντα, μια μέρα, δούλευα συγκολλητής σ’ ένα λιμάνι ψηλά στην Βόρεια Θάλασσα, όπως έκανα διάλειμμα σ’ ένα πάγκο βλέπω πέρα από μια προβλήτα να έρχεται ένα ψηλός γίγαντας  με μια μπέρτα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί σαν ακόντιο αρχαίο, δε μπορούσα να καταλάβω από πού είχε ξεφυτρώσει, στάθηκε από πάνω μου με τα πόδια ανοιχτά, φορούσε  κάτι μπότες μέχρι τα γόνατα, έσκυψε και μου  μίλησε ελληνικά, το καταλαβαίνεις εκεί πάνω στη μέση του πουθενά μου μίλησε στη γλώσσα μου  και ξέρεις τι μου είπε ‘’ Απόψε κάποιος δικός σου θα πεθάνει’’ ύστερα χάθηκε μες τους ατμούς πάλι κι εγώ να έχω μείνει εκεί κόκαλο, το βράδυ με παίρνει ο αδελφός  μου και μου λέει ‘’Η μάνα πέθανε, έλα γρήγορα κάτω!’’ λέω την ιστορία σ’ ένα Γερμανό  φίλο  και  τι μου λέει,  ‘’Αυτός  που είδες ήταν ο Οντίν, ο θεός των Σκανδιναβών και των Βίκινγκ,  αυτός  προφητεύει  το μέλλον  κι αυτό που κρατούσε ήταν το δόρυ του που δεν σπάει ποτέ,  μ αυτό θάβονταν οι πολεμιστές παλιά...  ’’  από τότε  όποτε έχει ομίχλη δεν θέλω να βγαίνω  έξω, θυμάμαι εκείνον με τις μπότες και με πιάνει ανατριχίλα. ’’

 Μόλις τέλειωσε ο υδραυλικός έγινε πάλι  ησυχία,  κανείς  δεν ήξερε τι να πει, όλοι έβλεπαν με τη φαντασία τους εκείνον τον ψηλό με τις μπότες, ευτυχώς  η Δώρα που πάντα μας έσωζε πετάχτηκε ζωηρή ‘’Θέλετε κανένα κομματάκι σοκολάτα, τα έχω  φέρει  απ’  το σούπερ μάρκετ, έχω   όλες τις   γεύσεις, λάιμ και πράσινο τσάι,  ρόδι,  μύρτιλλο,πορτοκάλι,  όλοι απλώσαμε τα χέρια να πάρουμε κάτι γλυκό  σα να νιώσαμε ότι αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν,  όπως δαγκώναμε τις σοκολάτες   εμφανίστηκε σα φάντασμα   ο Ρούντι, το τεράστιο ροντβάιλερ  της Δώρας,  τον έφερνε κάθε φορά ο άντρας της καθισμένο   μπροστά στα πόδια του, στο μηχανάκι, ο σκύλος που μύρισε το κρέας βρισκόταν σε υπερδιέγερση , ο Γιάννης  πήγε να του δώσει ένα μεζέ   αλλά η Δώρα  τον σταμάτησε,  ‘’ Όχι δεν κάνει, είναι μέσα στα μπαχαρικά  και μπορεί να του κάνει ζημιά  …’’ το σκυλί σα να δυσανασχέτησε κι άρχισε να γαβγίζει σα να ζητούσε επίμονα κάτι , η Δώρα   τον αγρίεψε όμως εκείνο δεν καταλάβαινε τίποτα,  όλοι φοβηθήκαμε καθώς το σκυλί γινόταν επιθετικό κι απ τα σαγόνια   του άρχισαν να τρέχουν υγρά,  ‘’Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ έτσι’’ είπε  η Δώρα που δεν έβλεπε πουθενά τον άντρα της,  όλοι μαζευόμασταν μη μας δαγκώσει κανένα πόδι όμως  ο υδραυλικός πλησίασε το ροντβάιλερ,  έβαλε τα χέρια  στις δυο μεριές του κεφαλιού  του και πίεσε κάποιο σημείο, το πελώριο σκυλί έγινε μια μάζα ξαπλώθηκε κάτω κι άρχισε να βγάζει κάτι ήχους  σα να έκλαιγε…

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

ΡΟΗ ΝΕΤΡΟΝΙΩΝ

Ένα κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί κι όλοι το ψάχνανε, ένα μελαχρινό, όμορφο, παντού στο δρόμο έβλεπες φωτογραφίες του κολλημένες, οι τηλεοράσεις έλεγαν όλη την ώρα γι αυτό κι ένα σωρό άνθρωποι ήταν σίγουροι ότι το είχανε δει όμως δεν είχε βρεθεί, η μητέρα κι ο πατέρας του είχαν τρελαθεί, όλοι ξενυχτούσαν στις τηλεοράσεις, προσφέρονταν και μια αμοιβή μεγάλη για όποιον έδινε οποιοδήποτε στοιχείο για το παιδί.

Είχε δει κι αυτός τις φωτογραφίες του παιδιού καθώς βολτάριζε στη πόλη, δεν δούλευε εκείνη τη μέρα στην είσοδο μια πολυκατοικίας μια ανάπηρη γυναίκα του ζήτησε να τη βοηθήσει για να μπει στο ασανσέρ, το πάτωμα ήταν υπερυψωμένο και δεν μπορούσε να βάλει τα ροδάκια, έπιασε το καροτσάκι από κάτω, προσπάθησε να το σηκώσει αλλά ήταν βαρύ, η γυναίκα χρησιμοποίησε κάτι κουμπιά με τα οποία το κινούσε μπρος πίσω πάλι όμως ήταν αδύνατο, ‘’Όχι, δε γίνεται!’’ είπε και τον παρακάλεσε να δει αν υπήρχε κάποιος δικηγόρος στον πέμπτο όροφο για να του παραδώσει έναν φάκελο και να πάρει κάτι άλλο που θα του έδιναν, την κοίταξε λίγο έτσι μικροκαμωμένη που ήταν και στριμωγμένη στην καρέκλα της , τη λυπήθηκε ‘’Εντάξει!’’ είπε ‘’ Περίμενε με, δεν θ' αργήσω’’

Δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι η ανάπηρη γυναίκα θα είχε καμιά σχέση με το κοριτσάκι όμως όταν άνοιξε τον φάκελο κατευθείαν εκεί πήγε το μυαλό του, έβλεπε ένα σωρό λεπτομέρειες για την υπόθεση, πρέπει να ήταν αναφορές της αστυνομίας, σαν είδε τα αποκόμματα των εφημερίδων αμέσως κατάλαβε , τον έπιασε μια περιέργεια τρομερή να μάθει τι στο καλό λέγανε τα χαρτιά, ο δικηγόρος μιλούσε πάλι με κάποιον στο τηλέφωνο φωνάζοντας χωρίς να προσέχει γύρω του κι είχε αφήσει ανοιχτό το φάκελο, αυτός δήθεν αδιάφορα τον γύρισε προς το μέρος του κι έριξε μια ματιά, σ’ ένα έγγραφο έλεγε ότι είχαν βρει ένα αυτοκίνητο σε κάποιο μέρος ερημικό, στα παράθυρα υπήρχαν λέει κάτι αυτοσχέδια κουρτινάκια σαν κάποιος να κοιμόταν εκεί μέσα, μαζί μ’ ένα σωρό αντικείμενα είχαν βρει και τα παπούτσια του παιδιού όμως τίποτα άλλο που να μπορεί να βοηθήσει στην ανακάλυψη του, τι στο δαίμονα είχε συμβεί, ήθελε να δει κι άλλα χαρτιά που υπήρχαν πιο κάτω στο φάκελο αλλά φοβόταν κι έτσι κάθισε και περίμενε τον δικηγόρο που εξακολουθούσε να μιλά οργισμένος στο τηλέφωνο.

Ο δικηγόρος, ένας νεαρός σχετικά μ’ ένα σκουλαρίκι σαν καρφίτσα στο αυτί του, τον είχε χαιρετήσει ήρεμα, πήρε τον φάκελο, τον άνοιξε αδιάφορα και του έγνεψε να περιμένει μια στιγμή γιατί έπρεπε να μιλήσει στο τηλέφωνο, απ’ το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου φύσηξε ένα αεράκι και σκόρπισε τα χαρτιά του φακέλου, ο δικηγόρος δεν είχε πάρει χαμπάρι κι αυτός έσκυψε να τα μαζέψει, τότε μόνο είδε τις φωτογραφίες από τις εφημερίδες και κατάλαβε, ώστε λοιπόν η ανάπηρη γυναίκα είχε σχέση με το εξαφανισμένο κορίτσι, καθώς τον είχε πιάσει μια έξαψη φοβερή, διάβαζε πολύ γρήγορα, απ’ ότι καταλάβαινε η αστυνομία κάτι είχε βρει, μάλλον κάποιος το είχε απαγάγει και το είχε κρύψει σ’ ένα υπόγειο, κανονικά δεν θα έπρεπε να τα ήξερε όλα αυτά όμως έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα ήθελε να δει λίγο παρακάτω, έπρεπε ν’ ανοίξει τον φάκελο αλλά δεν γινόταν, δε μπορούσε ρε φίλε ο δικηγόρος να φύγει για λίγο για να μπορέσει να διαβάσει με την ησυχία του ;

Έξω από το γραφείο ακούγονταν όλη την ώρα γαβγίσματα, κάπου εκεί πρέπει να υπήρχε ένας σκύλος που χαλούσε τον κόσμο, ολόκληρη η πολυκατοικία έμοιαζε περίεργη, όπως ανέβαινε με το ασανσέρ που έτριζε, είχε ανοίξει απότομα την πόρτα και δυο γυναίκες που στέκονταν από πίσω τρόμαξαν, του φώναξαν ότι παρά λίγο να τις έριχνε στις σκάλες, ζήτησε συγγνώμη κι ύστερα έψαξε για το γραφείο που του είπε η γυναίκα, ησυχία επικρατούσε παντού μόνο στο βάθος ενός διαδρόμου κάτι ήχοι ακούγονταν σαν κάποιος να έσκιζε χαρτιά όλη την ώρα, όπως έστριψε δεξιά σε μια γωνιά είδε σιδεριές μπροστά από έναν χώρο σαν αποθήκη, ένας σκύλος μαλλιαρός, αυτός που χαλούσε τον κόσμο τώρα, στέκονταν πίσω απ’ τα κάγκελα και του γαύγισε, τρόμαξε και βιάστηκε να φύγει από κει πέρα πριν τον ρωτήσει κανένας περίεργος τι στο διάβολο έψαχνε , σε κανένα από τα ονόματα που έβλεπε πάνω στις πόρτες δεν υπήρχε αυτό που του είχε πει η γυναίκα, ο διάδρομος μπροστά του τελείωνε κι αν δεν έβρισκε τίποτα μέχρι το τέλος του θα γυρνούσε πίσω στο κορίτσι να του δώσει τον φάκελο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα τηλέφωνο χτύπησε από κάπου και είδε μπροστά του το όνομα του δικηγόρου που έψαχνε χαραγμένο σε μια χρυσή ταμπελίτσα, χτύπησε την πόρτα κι όταν δεν του απάντησε κανείς γύρισε το πόμολο και μπήκε σ’ ένα γραφείο χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, το μόνο που σου τραβούσε την προσοχή ήταν μια φρουτιέρα πολύ όμορφη γεμάτη πορτοκάλια, μήλα και ρόδια που υπήρχε πάνω στο γραφείο, του έκανε εντύπωση, δεν κολλούσε με το σκηνικό...

Είχε σχεδόν τελειώσει, ήταν τόσο απορροφημένος που είχε ξεχαστεί εντελώς, ξαφνικά ο δικηγόρος έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε προς το μέρος του, περίμενε να του πει κάτι σαν ‘’Tι στο διάβολο κάνεις εκεί ρε φίλε!’’ όμως ο άλλος δεν του έδωσε σημασία, ‘’Περίμενε λίγο !’’ είπε και χάθηκε κάπου σ’ ένα δωμάτιο, είχε πλέον όλο το χρόνο να ταχτοποιήσει και να κλείσει ξανά τα χαρτιά, ‘’Μα τι ηλίθιοι που είναι !’’ούρλιαξε με το που εμφανίστηκε ξανά απ’ το δωματιάκι ο δικηγόρος ‘’Κάθονται εκεί πέρα και δεν βγαίνουν να ψάξουν, πρέπει να φύγετε αμέσως, εγώ έχω μια υπόθεση επείγουσα στα δικαστήρια και δεν μπορώ να έρθω’’ του είπε και του έδωσε ένα χαρτί με μια διεύθυνση, αυτός ήθελε να πει στον τύπο με το σκουλαρίκι ότι δεν είχε σχέση, ότι απλά περνούσε από κει και είδε την ανάπηρη γυναίκα αλλά δεν είπε τίποτα μόνο πήρε το ξεχαρβαλωμένο ασανσέρ που έτριζε περισσότερο αυτή τη φορά, ‘’Έχει πλάκα να σταματήσει και να με μπλοκάρει εδώ μέσα !’’έκανε τη σκέψη. Στο ισόγειο η γυναίκα τον περίμενε ζαρωμένη στο καρότσι της, πρέπει να είχε παγώσει τόση ώρα μες την υγρασία ‘’Τι έγινε του είπε κι όταν της έδωσε το σημείωμα του πρότεινε αμέσως ‘’Θα πάρεις αμοιβή αν με βοηθήσεις, σε παρακαλώ, πρόκειται για το παιδί μου!’’ ‘’Εντάξει!’’ της απάντησε και πήγαν εκεί δίπλα σ’ ένα αμάξι όπου βοήθησε τη γυναίκα να μπει στη θέση του οδηγού, βόλεψε το καρότσι στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησαν.

Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο  αμάξι διαμορφωμένο για άτομα που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους, όποτε ήθελε να φρενάρει η γυναίκα τραβούσε μαλακά  ένα μοχλό   κι όλα τα συστήματα ήταν προσαρμοσμένα στα χέρια της. Από το τζάμι του αυτοκινήτου μπορούσε να δει μια πλατεία ανοιχτή, στα μαγαζιά γύρω άνθρωποι μαζεμένοι τρώγανε, πίνανε και συζητούσαν αμέριμνοι για όποιο δράμα μπορεί να διαδραματίζονταν κάπου εκεί έξω, ένας μεθυσμένος καθόταν σ’ ένα κολονάκι απέναντι στον ήλιο να συνέλθει, πιο εκεί μια λαϊκή σχολούσε κι οι καθαριστές μάζευαν τα απορρίμματα ενώ μια υδροφόρα σκορπούσε νερό να καθαρίσει την άσφαλτο. Στις γωνιές της πλατείας είχαν στοιβαχτεί απ’ τον αέρα φύλλα από κάποιο δέντρο κι από ένα  άλλο είχαν πέσει και είχαν σκορπίσει στο δρόμο  κάτι φρούτα πράσινα  που κανένας δεν έτρωγε. Ο καιρός ήταν γλυκός, φθινοπωρινός, του άρεσε πολύ αυτός ο καιρός, όλες τις  δύσκολες αποφάσεις τέτοια εποχή τις έπαιρνε,   ήταν η καλύτερη φάση  καθώς το καταραμένο  καλοκαίρι είχε μείνει πίσω και υπήρχαν τόσοι μήνες πλέον μέχρι την άνοιξη. Οδηγώντας βγήκαν από την πόλη και φτάσανε σ’ ένα παλιό εργοστάσιο με κάτι καμινάδες τσιμεντένιες που προεξείχαν μέχρι ψηλά στον ουρανό ‘’Εκεί! ‘’ είπε η γυναίκα που είχε κοκκινίσει από την αγωνία,’’ Έχουμε ξανάρθει εδώ , είχαμε μια πληροφορία, πίσω από κείνο το παράπηγμα υπάρχει ένα υπόγειο, εκεί πρέπει να είναι !’’

Κατέβηκε πηδώντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν προς τα κάτω, στον πάτο της γης, και βγήκε σ’ ένα σκοτεινό χώρο όπου δεν έβλεπε  τίποτα.  Άναψε τον φακό του κινητού του και κοίταξε να δει που βρίσκεται. Παντού υπήρχαν μπάζα και σκουπίδια, ο χώρος όλος ήταν τόσο ακατάστατος  σα να είχε περάσει από κει πέρα ένας ανεμοστρόβιλος, προχώρησε στο βάθος του υπογείου όπου ανοίγονταν μια στοά όπως αυτές στα ορυχεία, φοβόταν μη του έρθει κανένα χτύπημα από  καμιά γωνιά, ίσως δεν ήταν τόσο προσεκτικός όσο έπρεπε, ίσως έπρεπε να καλέσει την αστυνομία, κι αν πάθαινε τίποτα ποιος  ο λόγος, δεν ήταν δική του υπόθεση, δεν έπρεπε  να μπλεχτεί,  όλα αυτά όμως δεν είχαν σημασία τώρα, εδώ που είχε φτάσει χωρίς  να το σκεφτεί δεν μπορούσε  να φύγει άπραγος. Προχώρησε στην στοά που γινόταν όλο και πιο στενή, δεν έβρισκε τίποτα αλλά για κάποιο λόγο είχε πεισμώσει και συνέχιζε ώσπου  άκουσε έναν ήχο σαν ανάσα, φώτισε κατά κει με το φακό του και είδε μια σκιά, εστίασε καλύτερα την δέσμη του φωτός και τότε  το είδε να τρέμει όρθιο σε μια γωνιά, δεν μιλούσε σα να είχε πετρώσει,  τα μάτια του ήταν γουρλωμένα σα να έβλεπε το πιο αλλόκοτο πράγμα που υπήρχε, το πλησίασε ήρεμα κι εκείνο μαζεύτηκε, έμοιαζε ταλαιπωρημένο κι εξαντλημένο σα να μην πίστευε αυτό που γινόταν, το πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να περπατά προς την έξοδο από κείνον τον τάφο, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά  του υπογείου  είχε την αίσθηση ότι  αναδύονταν από τον κάτω κόσμο, το φως της μέρας του φάνηκε  τόσο δυνατό σα να   τον χτυπούσε μια λάμψη από πυρηνική έκρηξη όπου  τα νετρόνια  έρρεαν με ταχύτητα τρομακτική, αυτό τον τύφλωσε για μερικά δευτερόλεπτα.  

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...