Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΒΑΝΙΛΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Το κράτος δείχνει να διαλύεται. Στη ΔΕΗ το πρωί  οι υπάληλοι πάνε ότι ώρα θέλουν, βαριούνται πολιτικολογούν, τα ριχνουν όλα στην Αθήνα μες το κέντρο, στις εφορίες όλοι γκρινιάζουν, ουρές ατέλειωτες, ένας κλέβει στη σειρά , κάποιος του βάζει τις φωνές, άλλοι μιλούν στα κινητά ασταμάτητα, στα υπόγεια φάκελλοι πεταμένοι, μια γυναίκα λέει ψέμματα ότι είναι πρώην εφοριακός και τσακίζονται να την εξυπυρετήσουν, στον ΟΕΚ- Νίκο δε σε βλέπω καλά- στέλνουν τους υπαλήλους σ' άλλες υπηρεσίες, τους ξαναφέρνουν πίσω, κάτι οδηγοί δεν πάνε στη δουλειά τις Παρασκευές, στα σχολεία κάποιοι καθηγητές έχουν κυρήξει λευκή απεργία, τα παιδιά, κάνουν βόλτες , ένας τύπος μου τηλεφωνεί απ' τα ΕΛΤΑ  κάτω στην Αθήνα, ψάχνει μια διεύθυνση κάπου στο ραδιοομέγαρο για να δώσει ένα βιβλίο που έστειλα '' Χάρη σου κάνω που σου τηλεφωνώ'' μου λέει, ο  Καστανίδης μου στέλνει μύνημα  να πάω σε μια συγκέντρωση - ατύχησες Χάρη- ο Μπαμπινιώτης τα βάζει με τη Διαμαντοπούλου - καλύτερα να κάθονταν στα λεξικά του - ο Καμένος εμφανίζεται με το ιδιωτικό του ελικόπτερο ως σωτήρας - άλλο κακό να μη μας βρει- ένας γιδοβοσκός κρύβει ένα άγαλμα στη στάνη του - μπορεί να ήταν φιλότεχνος ο άνθρωπος εκεί πάνω στα βουνά- ο Μάκης  φαίνεται πιεσμένος κάτω στην πρωτεύουσα- Μάκη μη μασάς- ο Τάκης φοβάται ότι θα τον σουτάρουν απ' τη δουλειά του, ο κ. Περικλής έχει βαρεθεί να βλέπει πελάτες με τα μούτρα κατεβασμένα να μπαίνουν στο μαγαζί του, κάποιος  άλλος θέλει να βγάλει κέρδος οπωσδήποτε μες τη κρίση- αυτόν πρέπει να τον προσέχουμε- ο Δημήτρης τσάκισε το ποδαράκι του,  στο Χατζή γίνονται απεργίες- πάνε τα εκμέκ κανταίφια με το βουβαλίσιο γάλα- τα applebees έκλεισαν - με τέτοιες τιμές τι περίμεναν- μονάχα οι Ζητάδες δεν αφήνουν να περάσει τίποτα καθώς ο Χρυσοχοίδης φτιάχνει το προφίλ του για το μέλλον όταν θα καεί κι ο Βενιζέλος. Ο κώστας με φωνάζει ''κατέβα στη Τσιμισκή έχουν πλακώσει κάτι καλά''  κατεβαίνω λοιπόν φρεσκοκουρεμένος μια ματιά ενός κοριτσιού, καθρέφτης, μου λέει ότι είμαι εντάξει βλέπω κοπέλλες με κόκκινα σουτιέν, κίτρινα κοντομάνικά μπλουζάκι, μάυρα μαλιά και γυαλιά,ψαράκια και σκορπιοί στερεωμένα με αλυσιδίτσες στο λαιμό και στα χέρια κρατούν παγωτά βανίλια με σοκολάτα. Κάποια μου τηλεφωνεί, μια γλυκιά φωνή, κάτι Βαλκάνιοι  φυσσούν χάλκινα ασταφτερά, στη στοά του ODEON αφίσσες ταινιών , δίπλα υπήρχε ένα μαγαζί όπου φορώντας τα ακουστικά άκουγα μια σειρήνα να σφυρίζει στην '' Πριγγηπέσσα''  βλέποντας κάτι  παράθυρα και καμάρες ψηλά στους ξενώνες της Αγίας Θεοδώρας κι άλλα τραγούδια άκουγα εκεί τις '' Τυφλές ελπίδες'' που μου θύμιζαν ένα λιμανάκι κάπου στη Χαλκιδική με πλοία σιδερένια που  έριχναν τη σκιά τους στα νερά δίπλα σε μια προβλήτα όπου έβλεπες ψάρια και χελιδόνια να περνούν κάτω απ' τις κολόνες, κι ένα άλλο τραγούδι άκουγα στο δισκάδικο που  υπήρχε έναν καιρό  στο ισόγειο του εμπορικού κέντρου, αυτό που δεν το χόρταινα κάποτε σαν βούιζε μες τ' αυτιά μου μια καλοκαιρινή μέρα,  κάπου στην Καλαμαριά  τότε που άκουγα τη γλυκιά φωνή να φωνάζει τ' όνομά μου αλλά δεν μπορούσα να βρω από που έρχονταν, μόνο πόρτες έβλεπα να κλείνουν αργά στα μπαλκόνια και λαχειοπώλες αξύριστους να τριγυρνούν σα στοιχειωμένοι μες τη θολούρα.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

ΠΥΡΟΜΑΝΙΑ

Κάποιες φορές πρέπει ν' αφήσεις κάποιους πίσω. Μπορεί νάναι φίλοι που πήραν άλλον δρόμο, ή γυναίκες που δε σε γουστάρουν πια,  ή συγγενείς, αδέρφια και ξαδέρφια που πιστεύουν ότι πήρες πολύ αέρα, ή κάποιοι άλλοι τύποι που απλά δε σε πάνε βρε αδερφέ κι είναι φθορά να επιμένεις να συνυπάρχεις μαζί τους γιατί θα επιμείνουν ως το τέλος του κόσμου στις θέσεις τους , λογικές ή παράλογες τι σημασία έχει και καλά είναι να καθαρίζεις τα πράγματα από νωρίς. Όλο αυτό σου αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα  σα να κατάπιες κάποιο φάρμακο και σου μένει μια μελαγχολία αλλά συνηθίζεις, κοιτάς μπροστά κι όποιος σε προλάβει.
Ευτυχώς που είναι κι ο Χρήστος  το βράδι για να σου φτιάξει το κέφι. Είναι υπερκινητικός και δεν κάθεται στ' αυγά του. Θέλει να κάνει μάθημα ξαπλωμένος στο κρεβάτι,όλη την ώρα δικιμάζει στον καθρέφτη κάτι σκουλαρίκια σαν αυτά που φορούν οι Ζουλού, ύστερα εμφανίζεται με μια φόρμα τεράστια του μπαμπά του που μοιάζει απάνω του σα μπούργκα ολόσωμη, ανάβει φωτιές μ' έναν αναπτήρα στο αέριο του  αποσμητικού  του και φοβάσαι πως θα το ανατινάξει,  ύστερα καίει ένα μαχαίρι που έχει στο συρτάρι του και το μετατρέπει σε φλεγόμενο ξίφος, μετά καίει τις τρίχες στα μπράτσα του κι ανατριχιάζει αλλά του αρέσει, του λές΄΄Ρε χρήστο κάτσε καλά'' σου απαντά '' εντάξει ρε μαλάκα''  εσύ  ''όχι και ρε'' και σιγά- σιγά υσηχάζει κι αρχίζει να σου διηγείται ιστορίες απ' την κατασκήνωση όπου είχε το προαίσθημα ότι κάτι θα του συμβεί τότε που προσγειώθηκε μια τσακμακόπετρα στο κεφάλι του απ΄το πουθενα κι αυτός σκέφτονταν ΄΄ Τώρα τί είναι πάλι αυτό'' καθώς πήγαινε να πιάσει το κεφάλι του και τα χέρια του γέμιζαν αίματα και για τότε που ένα τσογλάνι κλώτσησε μια γάτα στη θάλασσα, αυτή έτρεχε παπανικόβλητη και συγχυσμένη να  βγει απ' τα νερά, μια γυναίκα πετάχτηκε από ένα παράθυρο κι άρχισε να βρίζει το Χρήστο που  ήταν παρών στη σκηνή, αυτός της απάντησε βρίζοντάς την φυσικά, της είπε πως αν ήταν εκεί ο πατέρας του θα την είχε πλακώσει κι ας φώναζε η γυναίκα πως ήταν παιδαγωγός. Κι άλλα θα σου πει ο Χρήστος ότι δεν τα φτιάχνει με κορίτσια απ' την πρώτη γυμνασίου - αυτός πάει στη δευτέρα- για να μη τον πουν παιδεραστή και για ένα ξέφωτο σ' ένα νησί όπου είχαν πάει διακοπές κι είχε ακούσει πως σ' ένα μέρος με δυο πέτρες  σε σχήμα Ε αντικριστές,  που έβγαζαν ενέργεια μαγνητική  μαζεύονταν κάτι τύποι αλόκοτοι  κι  έκαναν τελετές φρικιαστικές κι άλλες ιστορίες  ακατάλληλες για ενηλίκους που έχουν να κάνουν με κοριτσάκια όχι και τόσο αθώα. Θα σου πει και για  τότε που έβαλε φωτιά στην αυλή του σπιτιού του όταν έλειπαν οι δικοί του κι απ΄το σπιτάκι του ο Ρόκυ ''Ο δαίμονας'' όπως φώναζαν ένα τρομερό μαύρο Ροντβάιλερ, αυτό που  φοβόταν η γειτονιά ολόκληρη κάπου στο Μελισσοχώρι,  γιατί σε  όποιον έβλεπε έκανε κάτι κινήσεις πίσω απ' την πόρτα σα να τον είχε στήσει κάτω στο χώμα και τον ξέσκιζε, ''Ο δαίμονας'' λοιπόν είχε ζαρώσει σε μια γωνιά και κοιτούσε τις φλόγες που είχε ανάψει ο Χρήστος καθώς στο στόμα του πυρομανή πιτσιρικά ένα χαμόγελο παράξενο ζωγραφίζονταν.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΕΡΑ ΣΠΟΡ

Η  Ελένη θέλει να φύγει για Καναδά. Η καλύτερη της φίλη είναι εκεί πέρα εδώ και χρόνια και παρόλο που έπαιρνε ψυχοφάρμακα στην αρχή τώρα έχει στρώσει και περνά καλά αλλά το ξέρει καλά ότι δεν πρόκειται να μείνει για πάντα σ' εκείνη τη χώρα. Ο φίλος της  Ελενης, ο υδραυλικός έφυγε για Αυστραλία να δουλέψει ''μαύρα'',  χωρίς να δηλωθεί,  μπορεί να μείνει έτσι μέχρι τέσσερις μήνες, και της ράγισε τη καρδιά. Ήταν στο Μέγαρο Μουσικής προχτές στον Κραουνάκη κι από κει στο ''Χάραμα''  για τα καλά γούστα. Ένας άλλος φίλος της   που φτιάχνει γυψοσανίδες, της τηλεφωνεί μια φορά το χρόνο και  τη ρωτά αν παντρεύτηκε '' Σ' αυτόν θα καταλήξεις της λέω''.  Θέλει να κοινωνήσει για το Πάσχα μα δε νιώθει καθαρή, βρίζει πολύ. Ένας τύπος μας πλησιάζει σε μια καφετέρια όπου πίνουμε καφέ, αυτόςπου είχε φύγει Ισπανία και σέρβιρε σ' ένα μαγαζί ποτά ''μπόμπες'' για να του πεί κάποιος με πολλά δαχτυλίδια στο χέρι ότι αν του ξανασερβίρει κάτι τέτοιο θα του φέρει το μπουκάλι στο κεφάλι. Τον είχα υπ' όψιν  αυτόν όταν ήθελα να βγάλω το βιβλίο μου, αλλά αυτός είχε πάντα μεγάλα σχέδια  τον καιρό που τον είχα συναντήσει σ' ένα γραφείο κάπου στο Βαρδάρη σ' ένα γυάλινο  κτήριο όπου κάποιοι έτρεχαν σε διαδρόμους το βράδι κοιτάζοντας τα φώτα των αυτοκινήτων. Προσπαθούσε τότε να φτιάξει μια εταιρεία μεγάλη με τρόφιμα αλλά έπεσε πάνω στους καρχαρίες του χώρου που τον έλιωσαν. Μου έλεγε τότε για ένα ατύχημα που είχε έξω απ ' την Καβάλα με μια Μερσεντές ενός φίλου του που έγινε κομάτια πάνω σε  κάτι βράχια αλλά αυτοί δεν είχαν πάθει τίποτα, μονάχα ο φίλος του έκλαιγε για το στραπατσαρισμένο αμαξάκι του και του είχε δώσει ο δικός μου  ένα εκατομύριο δραχμές τότε. Μου λέει γιατί δεν του ξανατηλεφώνησα για το βιβλίο και του δίνω ένα αντίτυπο. Η Ελένη είναι λίγο πεσμένη έχει χάσει τη λάμψη της λίγο, της γράφω μια αφιέρωση για την κορμάρα της και γελάμε. Δέχεται μύνημα από έναν μπασκετμπολίστα που έχει καφετέρια στην Κρήνη  μα δεν θέλει ούτε να τον δει γιατί κι αυτός θέλει να φύγει.
 Όλοι θέλουν να φύγουν. Ο Θοδωρής  σκέφτεται να πάει στο Λονδίνο, ο Κώστας στην  Τουρκία για να κάνει εμπόριο με μοσχάρια απ' την Κομοτηνή γιατί οι μουσουλμάνοι τρώνε πολύ βοδινό, κάποιος άλλος θέλει να ασχοληθεί με τα μελίσσια. Οι εφημερίδες γράφουν για ένα εκατομύριο νέους που θέλουν να πάνε επαρχία και να ασχοληθούν με τα βιολογικά- εμείς τότε  είχαμε ταράξει τα φυτά στο λίπασμα , πολύ χημικό μιλάμε έπεφτε- κι άλλοι βάζουν αρωματικά φυτά- απ ' αυτά δεν ξέρω πολλά, ξέρω όμως από άλλα αρώματα των ζώων που εκτρέφαμε στους στάβλους μας- άλλοι ενδιαφέρονται για σαλιγκάρια - κι αυτά τα  ξέρω , τα μαζεύαμε αλλά τα σιχαίνομαι λίγο- όλοι θέλουν να φύγουν απ' τις πόλεις κι απ' τη χώρα κι ο μπάρμπα Γιάννης το βράδυ στην ΕΡΑ ΣΠΟΡ στέλνει χαιρετίσματα στο  Γιώργο , κάπου στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας, στον Αντώνη στο Άμστερναμ με τα κανάλια, στον Αντρέα στο Λος Άντζελες με τους  ξανθούς και μελαχρινούς αγγέλους, στο Θανάση το Μιχαλακόπουλο στη Μελβούρνη της Αυστραλίας,  στο Τζιμάρα στο Σίδνευ που οδηγεί το ταξί κάτω απ' το κτήριο της όπερας, στον Αργύρη το Τζαβέλλα στο Περθ, στο Μιχάλη στη Νεα Ζηλανδία στο Βαγγέλη στην Τανσμανία, στο Βασίλη στην Παπούα Νέα Γουϊνέα, στον Αβραάμ στο Σαντιάγκο, στον Αχιλλέα στο Κέηπ Τάουν εκεί κάτω, μακριά, πέρα απ' τις θάλασσες του σκότους.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΜΠΛΟΚΑΡΙΣΜΑ

Xτες το βράδυ με πήρε ο Γιάννης Ξανθούλης για να μου πει ότι του άρεσε πολύ  το βιβλίο μου . Είχα σακατευτεί να γράφω αφιερώσεις σε ογδόντα  βιβλία για να τα στείλω σε επωνύμους, έπρεπε να τα κλέισω σε φακέλλους προπληρωμένους, να τα κουβαλώ στο ταχυδρομείο, εκεί κάτι αργόστροφες γυναίκες έκαναν μια μέρα ώσπου να καταλάβουν τι ήθελα, γέροι περίμεναν για να παραλάβουν ένα επίδομα, τελικά τα έστειλα με χίλιους κόπους για να μάθω ότι έγινε κάποιο λάθος και μετά από ένα μήνα μου τάστειλαν πίσω , άντε ξανά στα ταχυδρομεία αλλά τελικά άξιζε το κόπο. Ο Γ. Ξανθούλης μου είπε ότι δεν συνηθίζει να τηλεφωνεί σε νέους συγγραφείς αλλά του θύμισα τον Σκαμπαρδώνη. Τον ρώτησα πως είναι εκεί κάτω τα πράγματα , ''χάλια'' μου είπε , δεν γράφει τίποτα αυτή τη στιγμή από τότε που έκλεισε η Ελευθεροτυπία, μόνο στη LIFO κάτι κείμενα.
Ήταν μια δύσκολη μέρα χτες, το μυαλό μου ήταν μπλοκαρισμένο όπως συμβαίνει όταν αλλάζουν οι εποχές, ξύπνησα νύχτα για να πάω στην εκκλησία αποδείχτηκε ότι έκανα λάθος  στη μέρα, πάντως ήταν ωραία στις στάσεις ο κόσμος κρατούσε κουλούρια , τυρόπιττες και καφέδες , στον αέρα μύριζε ψωμί φρεσκοψημένο. Το μεσημέρι πάλευα να γράψω ένα κομάτι, πάτησα κάτι λάθος, το κέιμενο εξαφανίστηκε , άντε ξανά απ' την αρχή κι ύστερα έτρεχα να προλάβω τα μαθήματα παίρνοντας ταξί.
Σ' ένα σπίτι ένα παιδί  μου έλεγε ότι ο μπαμπάς του δεν τρώει καλαμάρια και χταπόδια που τα λέει φίδια της θάλασσας, με βαρούσε μπουνιές όταν τον ρωτούσα αν αγαπάει ακόμα τη Μαρία, κατόπιν κρέμονταν απο τα κάγκελα του σιδερένιου διπλού  κρεβατιού του, περνούσε το σώμα μέσα από τα χέρια του και προσγειώνονταν στο πάτωμα. Σ' ένα άλλο σπίτι ένας πιτσιρικάς επέμενε να κάνει μάθημα φορώντας μια μαύρη κουκούλα σα Φραγγισκανός μοναχός, κάτι βιβλία από το Άουσβιτς όπου οι Γερμανοί είχαν κουβαλήσει τους Εβραίους παππούδες του. Γύρισα για λίγο στο σπίτι να μαζέψω κάτι κοινόχρηστα, είχα ξεχάσει τα κλειδιά μου κάπου - δυο φορές το μήνα τα ξεχνώ μες το σπίτι κι έχω ένα εφεδρικό κρυμένο κάπου- μπήκα με το εφεδρικό κι όταν βγήκα κατάλαβα ότι το είχα αφήσει κι αυτό μέσα,έτρεξα στον κλειδαρά, ευτυχώς ήταν εκεί, με μια ζελατίνα που την πέρασε στη σχισμή άνοιξε σε ένα λεπτό, μου έιπε ότι πρέπει να αγαπούσα τον παππού μου όπως είχε διαβάσει στο βιβλίο μου κ αυτός έχασε τον πατερα του και στο καπάκι το θείο του κάτω στη Μάνη που ήταν  παππάς '' έχεις δει ποτέ αδύνατο παππά; '' με ρώτησε, ο θείος του είχε εγχειριστεί και τον έιχε δει σε τέλεια φόρμα το Καλοκαίρι στη Πελοπόνησσο για να μάθει ότι πέθανε από παρενέργειες μετεγχειρητικές. Το βράδυ ένα άλλο μάθημα μια μαμά που θέλει να μάθει Αγγλικά για τη δουλειά της το Καλοκαίρι μαζί και η κόρη της που παίρνει δεκάρια στην Ιατρική σε κάτι μαθήματα παλούκια - συγνώμη για την έκφραση- σ' ένα άλλο σπίτι μια άλλη μαμά μου λέει για τον δικό της θείο στην Κρήτη που ήταν πανέξυπνος αλλά του τά φαγε όλα μια Ουκρανή που είναι ακόμα όμορφη, της λέω ότι οι πανέξυπνοι την πατάνε από κάτι τέτοιες, η κόρη της που είναι δαίμονας σωστός μου λέει ότι '' τότε  εσείς κύριε δεν πρόκειται να τη πάθετε από Ουκρανή'' και νομίζω ότι μου κάνει κοπλιμέντο, το βράδυ το τηλέφωνο απ' τον Ξανθούλη για κάποιο λόγο με πιάνουν ξαφνικά τα γέλια, κάτι γκομενάκια νόστιμα με κοιτάνε- συγνώμη αλλά είμαι λίγο ευτυχισμένος.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

IN JEOPARDY

Tώρα τελευταία μου γίνονται κάτι προξενιά κι ενώ παλιότερα αρνιόμουν τώρα σκέφτομαι γιατί όχι. Η μάνα μου μ' έχει φάει δε με ρωτά αν είμαι καλά αλλά πότε θα παντρευτώ ''ρε μάνα'' της λέω ''ρώτα πως είμαι μπορεί νάχω πάθει κάναν τέτανο'' αλλά αυτή είναι κολημένη.   Πάω λοιπόν στα σπίτια και βλέπω κάτι κορίτσια  να ενθουσιάζονται κι ύστερα να σε κόβουν αν θα σ' έχουν του χεριού τους, η ίδια πάντα ιστορία.
Παλιά τό  ΄παιρνα σοβαρά. Μια ανισόρροπη με έιχε κάνει άνω κάτω. Προσπαθούσα να αποκτήσω γράμωση για το καλοκαίρι, έκανα κάμψεις, κάποιος μου είχε προτείνει να στήσω μια μπάρα και να ανεβοκατεβαίνω σαν το Σίσυφο, άλλος μου σύστηνε να πάω σε κάνα γυμναστήριο και να φτιάχνω τόξα με το σώμα ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα σαν κάτι κακομοίρηδες που βλέπω. Ύστερα η ανισόρροπη  μου είχε ζητήσει να κάνω εξετάσεις σε γιατρούς . Μια παθολόγος μου είχε πει ''Όλα εντάξει μωρό'' - σ' αυτήν την παθολόγο θα ξαναεξεταστώ οπωσδήποτε. Ένας άλλος γιατρός όταν του είπα γιατί κάνω τις εξετάσεις  αγρίεψε και μούπε να πω στο πρόσωπο να διαβάζει COSMOPOLITAN, κάτι καρδιολόγοι μ' έβαλαν να τρέχω πάνω σ' ένα διάδρομο με το φανελάκι και ίδρωναν όπως με κοιτούσαν κι άλλα τέτοια κουφά. Ύστερα το πρόσωπο δεν ήθελε να πάμε σινεμά γιατί δεν ήθελε να ξεστραβωθεί ώσπου μια ωραία πρωία τη βαρέθηκα μιας και σε μένα οι έρωτες φεύγουν όπως έρχονται στο φτερό. Θύμωσε και πολύ το διασκέδασα που ήμουνα ήρεμος ενώ αυτή χτυπιόταν, μου είχε στείλει και κάτι μυνήματα δηλητηριώδη αλλά χαιρετίσματα.
Οι μαθητές μου  μου δίνουν συμβουλές '' κύριε γιατί δεν φοράτε σκουλαρίκι '' κύριε γιατί δεν κάνετε τατουάζ''.  Αυτοί έχουν τα δικά τους. Σε κάποιον η κοπέλλα του του είπε πως φούσκωσε λίγο η κοιλιά της, η μαμά του ανεβάζει πίεση πάνω απ τα 20 λέει ότι είναι αξιοπρεπής οικογένει και δεν θ' αφήσουν το κορίτσι μοναχό του ο μάγκας έχει αλλάξει δεκαπέντε χρώματα, τον ρωτώ σχετικά με την επέλαση και τη διείσδυση, η μαμά θέλει να πάει να πνιγεί και τελικά αποδείχνεται ότι η κορασίδα ήθελε να παίξει και δεν έγινε τίποτα σε κάτι κατσάβραχα κάπου στην Πυλαία.
Ωραίοι είναι οι πιτσιρικάδες. Στις εκδρομές πίνουν αργιλέ και πηδούν στις πισίνες κατευθείαν απ' τα μπαλκόνια, αν τύχει κι έχουν νεύρα με τον μπαμπα  κοπανούν κάνα ποτήρι κόκα κόλα στο κεφάλι τους, σε μια φίλη τους που δεν καταλαβαίνει τίποτα και είναι τούβλο κάτι κορίτσια πάνω από ένα μπαλκόνι που κρατούν μια κατσαρόλα με μακαρόνια την αδειάζουν  σ' ένα άτυχο κεφάλι, αν ο καθηγητής τους σηκώσει στον πίνακα και δεν μπορεί ν΄αποφασίσει ποια ρίζα θέλει να του βρουν του πετούν την κιμωλία, όταν τους παρατηρούν γιατί καπνίζουν ρωτούν τους διευθυντές τους '' πως μπορείτε να μας το ζητάτε την ώρα που εσείς καπνίζετε;'' ξυπνούν στις εξίμιση για να φτιάξουν το μαλί κι ύστερα κοιμούνται στην τάξη.
Εμείς τότε πηγαίναμε σε κάτι τρύπες που τις είχαν κάνει ντισκοτέκ, τις βλέπω τώρα κι απελπίζομαι, ακούγαμε  το''  Lost in the night'' και το ''In jeopardy'' που το χόρευε μια γκόμενα φοβερή και τρομερή με κάτι άσπρα αθλητικά παπούτσια πολύ τύπισσα μιλάμε, που την αγαπούσα κι εγώ, αυτή που τα είχε πάρει όλα σβάρνα ώσπου έμπλεξε με κάτι σατανιστές κι έμεινε έγγυος κι ο ξεροκέφαλος πατέρας της δεν ήθελε να τη δει κι ύστερα χάλασε το σώμα  και το πρόσωπό της  και ρήμαξαν όλα.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

ΓΚΑΖΙ

Τα βράδια της Κυριακής οι φοιτητές επιστρέφουν απ' την επαρχία και πλημμυρίζουν τα αστικά κουβαλώντας τάπερ και τσάντες απ' την Κατερίνη κι απ' τη Λάρισσα που η αγορά της λέει είναι παρόμοια μ' αυτή της Θεσσαλονίκης -πρέπει νάχει πέσει πολύ επδότηση κατά κει.
 Κάτι άλλα παιδιά επιστρέφουν από εκδρομές πενταήμερες και τριήμερες έχοντας μαζί τους φωτογραφίες που δείχνουν κορίτσια μελαχρινά να ποζάρουν μπροστά σε ενυδρεία με σαλάχια γιγάντια κι αγόρια με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος, το κεφάλι γερμένο και  τα μαλιά τραβηγμένα πίσω σε άψογο στυλ. Τα μελαχρινά κορίτσια είναι αυτά που έχουν κάνει  τατουάζ παράξενα, ψηλά στο γοφό  κι έχουν τρυπήσει τα χέρια τους στο σημείο ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα σ' έναν τύπο κάπου στο Ναυαρίνο. Αυτά που φωτογραφίζονται στα πάρκα και σε κοιτάζουν άμα ξεχάσεις ανοιχτό  το πουκάμισο, αυτά που φιλιούνται σε κάτι σκοτεινές γωνίες των Δυτικών συνοικιών με αγόρια γεμάτα αυτοπεποίθηση.
Σιγά σιγά η πόλη ξαναβρίσκει το ρυθμό της. Τα ξημερώματα οι γέροντες στέκονται στην ουρά έξω από τα ιατρεία του ΙΚΑ  κάπου κοντά στο Ιπποκράτειο με τους έρημους διαδρόμους , εκεί κοντά όπου έμενε ένα παιδί που δουλεύει τώρα στον Ευαγγελισμό αυτό που σου χάρισε κάποτε ένα ψυγείο γιατί πήρε το Lower.  Aγόρια ξενυχτισμένα κοιμούνται στις αγγαλιές των κοριτσιών στα παγγάκια, κάτι φανάρια γερμένα από ένα τρακάρισμα, λάδια, ροκανίδια και γυαλιά σκόρπια στην άσφαλτο. Στα goody's  φέρνουν ντομάτες μεγάλες κόκκινες σα μήλα μαζί με μαϊντανούς και στις στροφές των δρόμων τα λάστιχα των αυτοκινήτων έχουν ζωγραφίσει μαύρες καμπύλες.
Καθώς πλησιάζει το καλοκαίρι κάποιοι ετοιμάζουν τροχόσπιτα για την Ολυμπιάδα κι ο Κώστας ονειρεύεται τον Ιούλιο που θα κλείνει το μαγαζί κατά τις πέντε για να πάει στο Πολύχρονο- εκείνη την ώρα κόβει κάπως η κίνηση- και στο Παλιούρι όπου ένας φίλος του παίζει μουσική σ' ενα μαγαζί.
           Ύστερα θα πάει στη Ίο όπου έχει ωραίες Ιταλίδες,  θα μαλώνει με το φίλο του τον Αρειανό για το ποδόσφαιρο και μια γριά θα ωρύεται για τους παλαβούς Σαλονικιούς, αυτούς που δε γουστάρουν τους ξενέρωτους Αθηναίους στη Μύκονο, τους Αθηναίους που κοιτάζουν τα κορίτσια απ' το Βορρά να χορεύουν στις πίστες, τους Αθηναίους που μας έχουν πλημηρίσει τις τηλεοράσεις και τα περιοδικά με τύπους πυροβολημένους κι αποτυχημένους,  τους Αθηναίους που δεν μπορούν να καταλάβουν τους παλαβούς Σαλονικιούς σαν πανυγηρίζουν όταν τρώει γκολ ο ''θρύλος'' σε κάτι σπίτια στην Αθήνα όπου μαζεύονται,   ούτε τα  παλαβά παιδιά των  Σαλονικιών  απ΄τα Διαβατά που αποφεύγουν τα άλλα παιδια αν τύχει και συναντηθούν  στις εκδρομές των σχολείων γιατί ξέρουν ότι είναι ζόρικα μιας κι έχουν μεγαλώσει σε κάτι γειτονιές με παρατημένα , σκουριασμένα τραίνα γεμάτα γκράφφιτι  απ' 'οπου βλέπεις τα αεροπλάνα να καταποντίζονται κατα τη Φλώρινα, σε κάτι γειτονιές όλο τσιμέντο και σύριγγες πεταμένες, εκεί όπου τα απογεύματα μυρίζει σα να ξέχασε  κάποιος το γκάζι ανοιχτό και χρειάζεται ένα σπίρτο  μονάχα για να τα μπουμπουνίσει όλα. 

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

ΖΑΛΟΓΓΟ

;Eνας φίλος μου λέει ότι τα βράδια κόπηκαν τα ουίσκι, όλοι πλέον παίρνουν μπύρα και πατατάκια. Στη Κοζάνη μου λέει, του άρεσαν κάτι πεζόδρομοι με κορίτσια καθισμένα σε καθίσματα ψηλά σα μονοστηλίτες,  στο Κιλκίς φάγανε καλά κρεατικά στη ''Λαδόκολλα'', στην Καβάλα ετοιμάζονται να δεχτούν Ρουμάνους, στο Ναύπλιο φέρνουν Ρωσσίδες πανύψηλες, πανέμορφες, η Θεσσαλονίκη ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στην Πάργα όπως πέρσι το Καλοκαίρι, στην Αθήνα ένας φίλος του Ματατζής είναι όλο νεύρα γιατί τους δίνουν 700 ευρώ και τους βάζουν να σκοτώνονται με τους αναρχικούς.
 Στην Αίγινα γίνεται μια εκδρομή σ' ένα μοναστήρι- πάλι δεν θα μπορέσω να πάω -ένα κοριτσάκι θέλει να δει το χωριό της γιαγιάς του στον Έβρο όπου υψώνουν τείχη γαι τους μετανάστες, εμείς έναν καιρό βάζαμε νάρκες για να τους τινάξουν στον αέρα, ένα άλλο κοριτσάκι λαχταρά τη Χαλκιδική όπου κοιμάται τα ξημερώματα και ξυπνά το απόγευμα για να πάει να κολυμπήσει, μια γυναίκα μου λέει ότι πρέπει να πάω οπωσδήποτε στη Νότια Κρήτη με τους τρύπιους βράχους, απ' όπου αντικρύζεις το Λιβυκό πέλαγος και τις πετρελαιοπηγές του μακαρίτη του Γκαντάφι να καίγονται, ο Κ. Παύλος ξέρει να φτιάχνει κεφτεδάκια γιατί είχε καφενείο κάπου στο  Δομοκό., στη Μεγαλόπολη βγάζουν λιγνίτη από δάση αρχαία που έπεσαν μέσα σε μια λίμνη πριν εκατομύρια χρόνια , στη Σκύδρα οι εργάτες δουλεύουν με 500 ευρώ κι οι συνάδελφοι τους στη Γερμανία,στην ίδια εταιρεία γελούν γιατί κονομάνε με την κρίση στην Ελλάδα, ο Παναθηναικός χάνει απ' τη Μακάμπι, ο Λαζόπουλος κάνει ελεεινά αστεία με βιντεάκια της πλάκας , ο Κραουνάκης θαυμάζει την Κανέλλη ( μακριά από μας),  o Λάλας τόχει ρίξει στην τέχνη, ανάθεμά με αν ξέρει που παν τα τέσσερα, το δεύτερο πρόγραμα έχει κολήσει στη δεκαετία του '80 , το τρίτο πάει για κλείσιμο,ο Πορτοκάλογλου βάρυνε , ο Μάλαμας στέρεψε, ο Λ. Παπαδόπουλος γέρασε, ο Δεληβοριάς μας απογοήτευσε, στον Νταλάρα πετούν γιαούρτια, η Αυριανή στηρίζει τον Βενιζέλο -εγώ θα είχα χάσει τον ύπνο μου -ο Σαμαράς πλέει κατά δεξιά -καλό κατευόδιο- ,ένας φίλος απ' το παλιό ΚΚΕ εσ. δεν πάει τον Κουβέλη ούτε με σφαίρες, ο Ανδριανόπουλος παριστάνει τον  γκουρού των  Ασιατικών χρηματηστηρίων,ο Χατζηνικολάου συνεχίζει το εμπόριο σταγόνων γαι τις αλεργίες της Άνοιξης, ο Πρετεντέρης διασκεδάζει με τη κατρακύλα, ο Ευαγγελάτος νοσταλγεί την εποχή του Σορίν Ματέι, ο ακροαριστερός Καραμπελιάς μαζί με τον μαζοχιστή Χριστιανόπουλο παρουσιάζουν ένα  βιβλίο για το Ζάλογγο και κάνουν κυρήγματα εθνικοφροσύνης, ένας τρελλός στη γαλλία τρώει τρακόσιες σφαίρες αφού μακέλεψε ότι βρήκε μπροστά του κι ο  Ματατζής της Αθήνας που φορά  άσπρο κράνος κι από κάτω ακούει τους ΜΕΤΑLLIKA, αυτός που έπαιζε κάποτε κάτι άγρια ηλεκτρονικά παιχνίδια, έχει βάλει στο μάτι έναν αναρχικό με μια  μάσκα τυφλοπόντικα σε μια διαδήλωση  κι ετοιμάζεται για τη στιγμή που θα ανάψουν τα αίματα, τα φλας θα αστράψουν κι όπως δεν τον κοιτάζει κανείς θα πλησιάσει τον τυφλοπόντικα για να του λιώσει το κρανίο.

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

FERRARI

Όπως μπαίνει η  Άνοιξη οι γυναίκες βγάζουν έξω τους ώμους, φορούν παντελόνια σκισμένα, αφαιρούν ρούχα από πάνω τους θέλω να δω τι θάχει απομείνει ως το Καλοκαίρι. Τα κορίτσια τρυπούν τα χείλη , τ' αυτιά,τη μύτη,τα φρύδια, στα Mac Donald's προσφορές για τη νηστεία με γαρίδες σάντουιτς και γαρίδες σαλάτα -πολύ γαρίδα- οι δρόμοι γεμίζουν με Ισπανίδες και Γαλιδούλες φοιτήτριες.  Στα κιόσκια   εφημερίδες ακροδεξιές , ακροαριστερές, προαναγγέλουν χαλασμό,  επιστροφή στη δραχμή, επιστροφή στη δεκαετία του  '80, στον καιρό της αλλαγής, στη δεκαετία του  ΄70 με τους BONEY'' M,  στη δεκαετία του '60 με τον ανένδοτο αγώνα - πάντα αγώνες ανένδοτοι- στην δεκαετία του '50 με την Ουγγρική επανάσταση, πίσω, πάντα πίσω. Στο τρίτο σώμα στρατού τρομπέτες και τρομπόνια παίζουν κάποιο εμβατήριο  μες τη λιακάκαδα , ένας ταξιτζής ακούει Jefferson airplane, ένας άλλος έχει στο κινητό μια φωτογραφία του Καποδίστρια, είναι υπέρ της χούντας, του λέω ότι τότε τα τανκς ήταν μαζεμένα στην Αθήνα κι οι Τούρκοι μπορούσαν να μπουκάρουν απ' τον Έβρο, δεν έχει τίποτα να μου απαντήσει. Στην Μητροπόλεως γυναίκες ψωνίζουν απ' τον ''Καλογήρου'' κάτι παπούτσια για ένα σκασμό λεφτά ,άλλες αγοράζουν τσάντες ψεύτικες από μαύρους γνήσιους άλλες σταυροκοπιούνται έξω από παρεκκλήσια, μια καλογριά παίρνει τη θέση από ένα γέρο μες το αστικό, ένας χλωμός σαν ετοιμοθάνατος σηκώνεται να παραχωρήσει τη δική του. Βούλγαροι ψάχνουν μες τους κάδους ανακύκλωσης,  Αφρικανοί αποθρασύνοται στη Τσιμισκή, Έλληνες γεμάτοι νεύρα στα ταχυδρομεία όπου πας να παρεις κάτι δέματα που γράφουν ''Αζήτητα'', κάποια γκρινιάζει γιατί της πήρε τη θέση μια έγγυος, τα βάζει με κάποιον άλλον ''Μήπως κι ο κύριος είναι έγγυος;''. Στην ΙΚΕΑ ένας παππούς παίρνει για πρωινό τρια μπολ φασόλια και δυο τυρόπιττες,  μέσα απ' τα καλάθια σε λοξοκοιτούν δράκοι πράσινοι, λιοντάρια αγριεμένα, τίγρεις που βρυχώνται κι ο διάβολος της Τανσμανίας που θέλει να τα φάει όλα. Στην παραλία λοφοι από χώμα εμφανίζονται, μπουλντόζες συσωρεύουν μπάζα ,πολλά μπάζα όλων των ειδών μας έχουν κατακλύσει, παρελάσεις ετοιμάζονται να ματαιωθούν σκύλοι κοιμούνται και το σώμα τους συσπάται, βγάζουν ήχους υπόκωφους σα να βλέπου όνειρα, στα δικαστήρια  κατεβάζουν κρατούμενους δεμένους με χειροπέδες σε μια καταπακτή κάποιοι τρυπούν το δρόμο  κάθετα σα να ετοιμάζουν χαρακώματα, ένας με μουστάκι κουβαλά ένα σπαθί των Σαμουράι στην πλάτη του μέσα σε μια θήκη ξύλινη κι εύχεσαι να μη το βγάλει κάποια στιγμή κι αρχίσει να το στριφογυρνά στον αέρα. Στο ίντερνετ καφέ τα παιδιά βρίζουν ακατάπαυστα, στο Facebook όλοι βρίζουν τους πολιτικούς, ένας λέει ότι πρέπει να πεθάνει κάποιος από δαύτους, ο Παναγιώτης βρίζει τις τράπεζες,τάχει παρατήσει όλα,   πληρώνει μονάχα χρέη,  μια γυναίκα δουλεύει βάρδια νυχτερινή στα μπισκότα του Παπαδόπουλου, δεν έχει χρόνο να δει το άρρωστο παιδί της,  ο άντρας της, έναςτύπος με μάτια κόκκινα,  δουλεύει στην αποθήκη του ΚΤΕΛ της Δράμας, γυρνά στο σπίτι για να κοιμηθεί, αυτή είναι η ζωή του.  Σ' ένα μέρος ένας χοντρός ανοίγει μια τρύπα στη ταράτσα μιας πολυκατοικίας για να βγάλει το κλιματιστικό του,λαμαρίνες σκουριασμένες στη Χαλυβουργική του Πάππα, εκέι που κάποτε ένας γέρος δουλεύε ένα κλαρκ, κάποιος πηδά τα κάγγελα στη Μοναστηρίου και μια Ferrari κόκκινη που βγαίνει απ τον Δενδροπόταμο καταπίνει την απόσταση σα να θέλει  να τον φτάσει  και να τον κολλήσει σα χαλκομανία  στην άσφαλτο.

NΟΡΒΗΓΙΔΕΣ

Μια εποχή έτρεχα στις τράπεζες. Έκλεινε μια απ' αυτές κι έπρεπε να κουβαλήσω κάτι λεφτά σε μια άλλη, αυτή με τις ψηλές μαρμάρινες κολόνες. Γίνονταν διάφορα τότε.Οι γριές έπαιζαν τις συντάξεις τους στο χρηματηστήριο, άλλοι ήθελαν να παίξουν όλα τα χρήματα από κάποιο δάνειο και δεν έκλειναν μάτι όλη νύχτα όπως το σκέφτονταν, ένα κορίτσι έκλεβε εν ψυχρώ λεφτά από ένα σπίτι και  τά έκρυβε  κάτω από κάτι χαλιά, κάποιος την περίμενε πως και πως να το ξανακάνει, στα πάρκα έβρισκες τσάντες ξεγυμνωμένες, τύποι περίεργοι περπατούσαν στους δρόμους ουρλιάζοντας ονόματα εταιρειών.
 Κάποιος είχε κάνει τότε μια ατασθαλία με τις καταθέσεις του  παππού μου κι έτρεχα  να  τον καλύψω. Είχα βρει λεφτά από δεξιά κι αριστερά και τελικά έδειξα το βιβλιάριο στον παππού μου μ' ένα νούμερο κοντά σ' αυτό που έπρεπε να υπάρχει. Δεν κατάλαβε και πολλά , ήταν και στα τελευταία του τότε  κι υσηχάσαμε αλλά αυτός που είχε κάνει τη λαδιά έπεσε  έκτοτε στα μάτια μου ,δεν μπορούσα να τον δω όπως πριν, κάτι είχε σπάσει μέσα μου.
Με κυνηγούσε εκείνη την εποχή κάποιος που με θυμόταν απ' τον καιρό που πουλούσα εισητήρια της ΚΝΕ στην πλατεία Αριστοτέλους. Ο τύπος είχε θυμώσει  γιατί είχαμε συνεργαστεί παλιότερα  με τους δεξιούς- εγώ ποτέ δεν είχα πρόβλημα μ' αυτά -και είχε άγριες διαθέσεις. Με πετύχαινε παντού στο κέντρο, στο δρόμο,  στα goody's τον φοβόμουν ώσπου ανακάλυψα ότι ο παππούς μου τον ήξερε και τον βαστούσε όποτε σωριάζονταν, γιατί ήταν σεληνιακός, καθώς μάλωνε με γέροντες εκεί στην Αριστοτέλους και μια φορά είχε σπάσει τα γυλιά κάποιου εξίσου εριστικού.
 Ο Σάκης  ένα ψηλό παιδί με ωραίο προφίλ,μούγραφε τότε τους στίχους απ' το wish you were here - έχω ακόμα το χαρτάκι -σε κάτι βαρετές  συνελεύσεις της ΚΝΕ και θυμάμαι και μια φίλη του που είχε πάει σε μια χαρτορίχτρα κάπου στο Κορδελιό,  σ' ένα σπίτι ερειπωμένο για να της πει ότι θα κάνει δυο αγόρια ένα ξανθό κι ένα μελαχρινό.
Πηγαίναμε μετά τις συνελεύσεις σ' ένα μαγαζί με φλιπεράκια όπου η ασημένια μπάλλα κυλούσε ανάμεσα στα φωτάκια και στα αυλάκια, πανω στο τζάμι κι όταν πήγαινε να ξεφύγει ο Σάκης σήκωνε ολόκληρο το μηχάνημα που έδειχνε''tilt''.
 Κάναμε κι  άλλα τότε . Με τον Ροδόπουλο και το Σάκη πηγαίναμε σε κάτι συναυλίες αυτοσχέδιες σ' ένα σπίτι και βουτούσαμε απάνω στον μακρυμάλη τραγουδιστή όπως γίνεται με τους διάσημους. Ο Σάκης ήταν πολύ περπατημένος, έιχε πάει ένα φεγγάρι και στη Νορβηγία για να  φέρει κάτι χαρτονομίσματα πλαστά. Πήγαινε και στο Βαρδάρη στις πόρνες. Είχα πάει και γω μαζί του κι όλο το σκηνικό μου φάνηκε απίστευτα μίζερο κάτι χοντρές γυναίκες, κάτι άλλες γριές μαζί τους  κι έπειτα δεν μπορούσα να καταλάβω πως γίνεται να πλαγιάζεις με μια γυναίκα με την οποία έχει πλαγιάσει κάποιος άλλος πριν, φαίνεται ότι πολλοί δεν έχουν πρόβλημα. Είχαμε πάει και στο'' Ήλιον''- ότι πιο σιχαμερό έχω δει στη ζωή μου- όπου σύχναζε κάποτε ο Χριστιανόπουλος, αυτός  που θέλουν να τον κάνουν ακαδημαικό τώρα με το ζόρι.
 Tελικά ο Σάκης κοιμήθηκε με μια Νορβηγίδα στη Ρόδο  κόλησε μια αρρώστεια τρομαχτική και  το σώμα του γέμισε  με κάτι μαύρα σημάδια. Τον είχαν στο Παπανικολάου όπου είχα πάει να τον δω, είχα φτάσει μέχρι το διάδρομο, μα φοβήθηκα να μπω μέσα- είχα ακούσει τόσα άλλωστε γι αυτήν την αρρώστια- αλλά δεν ξέρω πως έγινε,  με κατάλαβε και σηκώθηκε να με δει κι είδα ότι είχε απομείνει απ' τον φίλο που θυμόμουν.
 'Ετσι έχω ακόμα έναν εφιάλτη να με κυνηγάει τα βράδια.


Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

ΛΕΝΤΙΟΝ

Χτες έχασα το κινητό μου. Αντίο στα μυνήματα που μου είχε στείλει ο Βασίλης από μια νυχτερινή σκοπιά στον Πόρο και κάτι άλλα απ' τη Λέρο απέναντι απ τα Τουρκικά παράλια όπου υπητετούσε τη θητεία του, αντίο στα μυνήματα της Μυρτώς απ' την Ισπανία, αντίο σε κάτι άλλα μυνήματα που έγραφαν ''Σαγαπώ'', και σε κάτι άλλα κοροιδευτικά και σε κάτι άλλα με θαυμαστικά πολλά από κάποια που έχασα για πάντα αυτό πια το ξέρω καλά. Τα μυνήματα που έστελνα εγώ τα είχα σβήσει όλα γιατί δεν μου έλεγαν τίποτα. Αντίο σε κάτι φωτογραφίες που μου είχαν τραβήξει κάτι κοριτσάκια σ' ένα δωμάτιο κάπου στην Ηλιούπολη με το φως να μπαίνει απ τις κουρτίνες και να σκορπά στο χώρο - άντε να ξαναβγείς ξανά καλές φωτογραφίες.  Αντίο και σε κάτι κομάτια  από Γουέστερν που είχα κατεβάσει και τα είχα για σήμα ώσπου ένας οδηγός πετάχτηκε ως την οροφή με το που ακούστηκε ο πυροβολισμός του Κλιντ Ήστγουντ, αντίο και στον άνθρωπο με τη φυσαρμόνικα απ το ''once upon a time in the west'' δεν ξανακατεβάζω τίποτα.
Έψαξα για το κινητό μήπως τόχα πετάξει στα σκουπίδια το έχω κάνει αυτό μια φορά όταν είχα κρατήσει τα σκουπίδια και είχα πετάξει το βιβλίο του Νίκου Παπανδρέου - δεν το διάβαζα εγώ- μαζί με κάτι μαύρα γυαλιά ακριβά.  Ο Κουν λέει ότι άφηνε χιλιάρικο στο περίπτερο απ όπου έπαιρνε τσιγάρα κι έφευγε με χέρια αδειανά, χαμένος στις σκέψεις του έχω κάνει και γω διάφορα.
Μπήκα στο λεωφορείο που είχα πάρει και ρώτησα μια όμορφη οδηγό αν της είχαν φέρει τίποτα αλλά ατύχησα και μου την έδωσε γιατί έψαχνα το κινητό και δεν μπορούσα να κοιτάξω κάτι κορίτσια με άσπρο λαιμό και φουρκέτες πίσω από το αυτί που είχαν εκείνη τη χαρακτηριστική μύρωδια των φρεσκοπλυμένων ρούχων και μια άλλη γλυκιά οσμή που με ζαλίζει.

Γενικά δεν είναι ωραίο να χάνεις πράγματα και προσπαθώ να μη δένομαι μ' αυτά. Η φίλη μου η Χριστίνα μου είχε πει για τότε που  έκλεψαν απ το σπίτι της  ένα σακάκι δερμάτινο και κάτι κοσμήματα ασημένια. Είχα διαβάσει και μια ιστορία κάποτε για κάποιον που μπήκε σ' ένα διαμέρισμα απ ' το μπαλκόνι κι έψαχνε στα συρτάρια τις φωτογραφίες και τα έγγραφα κι όταν μπήκε η ιδιοκτήτρια,  μια νοσοκόμα που σχολούσε απ' τη δουλειά της, την περίμενε πίσω απ' την πόρτα, την αιφνιδίασε και της ζήτησε να τον καλύψει για να βγει  απ' το κτήριο.
Σ' εμένα η πρώην γυναίκα μου  είχα μπει κάποια στιγμή που έλειπα και είχε αφήσει επιδεικτικά κάτι βιβλία πεταμένα, τις ντουλάπες ανοιχτές κι ένα τασάκι με ένα τσιγάρο σβησμένο- υσήχασα κι απ ' αυτά πια. Όταν γύρισα σοκαρίστηκα λίγο αλλά ύστερα μ' έπιασαν τα γέλια.

Σήμερα το πρωί πήγα και πήρα καινούριο κινητό , τον αριθμό ευτυχώς δεν τον χάνεις.  Και ποιος με πήρε μόλις συνδέθηκα με τον κόσμο; Ο Λεντιόν από τις φυλακές της Πάτρας για τον οποίο είχα γράψει ένα κοματάκι στο βιβλίο μου που το διάβασε εκεί κάτω  και και με ρωτούσε γιατί δεν έβαλα ολόκληρο το όνομά του. Αυτός κι αν ξέρει από κλοπές κινητών κι άλλα που γίνονται στις φυλακές αλλά δεν θέλω να μιλήσω τώρα. Μου είπε ότι με την κρίση έσπασαν και οι δουλειές στη διακίνηση ναρκωτικών κι ο ένας καρφώνει τον άλλο, ίσως καθαρίσει λοιπόν ο τόπος. Μου είπε και για την πρώτη άδεια που πήρε ύστερα από έξι χρόνια στη φυλακή όπου έχασε τα μαλιά του και γέρασε. Όπως περνούσε  τη γέφυρα του Ρίου που κρέμεται στον ουρανό νόμιζε ότι όλα ήταν ένα όνειρο και σε κάποιο σταυροδρόμι της Εθνικής Οδού  εκείνος ο χοντρός αστυνόμος που ο Λεντιόν είχε πυροβολήσει όντας χαπακωμένος, αυτός που τον κυνηγά σ' όλα τα εφετεία και του εχει υποσχεθεί ότι θα τον σκοτώσει θα τον περίμενε για να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

ΠΥΛΗ ΑΞΙΟΥ

Μια φίλη πήγε  στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε λέει τέλεια. Μια Τουρκάλα τραγουδίστρια απ 'τον Πόντο, έγγυος, τραγούδησε το '' Σουμέλα λεν την Παναγιά... '' κι όλοι έκλαψαν ,ήπιαν καφέ σε μια καφετέρια με θερμαινόμενη πισίνα βλέποντας το Βόσπορο όπου καράβια ανεβοκατέβαιναν κατά τον Εύξεινο Πόντο και κατά το Αιγαίο, τη νύχτα οι Τούρκοι φύτευαν λουλούδια , οι τοίχοι ήταν πεντακάθαροι, ο φίλος μου που γλεντά κάθε βράδυ τους τρέλλανε στα ανέκδοτα όλα ήταν τέλεια. Μου έφερε μια σοκολάτα πικρή με το νταμάρι της Ακρόπολης και τη Μύκονο απάνω, δεν πήρε τίποτα Τουρκικό απ' την αγορά του Μέρτε.
Με το που ήρθαν αυτή και η παρέα της  στην Ελλάδα οι παραστάσεις άλλαξαν.
 Στο δρόμο είδαν παιδιά  να σηκώνουν το κεφαλάκι απ ' το μπροστινό κάθισμα, άλλα να αγκαλιάζουν σφιχτά το μπαμπά όπως έπαιρνε μια στροφή με τη μηχανή, οι μαμάδες έσπρωχναν τα καροτσάκια με τα μωρά  ανάμεσα στα αμάξια, γάτες κι άνθρωποι σκάλιζαν μέσα σε κάδους, κάποιος πηδούσε τα κάγγελα στον Περιφερειακό, στη στροφή της Ανδιανουπόλεως που λένε πως έχει ανάποδη κλίση, ένα αυτοκίνητο καρφώνονταν στις μπάρες,  , η άσφαλτος κυμάτιζε σχηματίζοντας αυλάκια βαθιά, παντού υπήρχαν λακούβες ατέλειωτες, το  βάθρο του αγάλματος του βασιλιά ήταν λερωμένο με συνθήματα μαύρα και κόκκινα, Ρώσοι μιλούσαν στα Ελληνικά με Κινέζες, ένας γερανός στριφογύριζε σαν έλικα  πάνω απ ' τα κτήρια , κάτι εργάτες με κράνη κίτρινα  σκαρφάλωναν απειλητικά πάνω απ' τις διαχωριστικές λαμαρίνες του μετρό για να προπηλακίσουν έναν πολιτικό που κατέλυε στο ΚΑΨΗΣ, κάποιος ήταν έξαλλος μ' αυτούς που έχουν μοιράσει τις γειτονιές πουλώντας λαθραίο πετρέλαιο, άλλος πίστευε ότι χρειάζονταν ένα σύστημα κολχόζ για να στρώσουν τα πράγματα , η κ. Αλέκα απηυδησμένη έφευγε απ' το δημόσιο που δεν την εκτίμησε , μια άλλη γυναίκα που κάθονταν στον ήλιο περιμένοντας νάρθει το μεσημέρι σε κάποια υπηρεσία έβριζε το κράτος, ο κ. Άγγελος που έτρεχε για το ΠΑΣΟΚ το '80 τώρα ήθελε να το μαυρίσει γιατί ότι έκανε το έκανε με τα μπράτσα του και τώρα τον έχουν στριμώξει.
 Απ την ευθεία της Νέας Εγνατίας κοίταζαν τον πύργο του Π[αιδαγωγικού και πιο πίσω τον πύργο του Τριγωνίου, στο Λευκό Πύργο άνθρωποι κινούνταν ανύσηχα πίσω απ τις πολεμίστρες, στο Ναυαρίνο  νεαροί έσερναν τις αρβύλες τους, στα Λαδάδικα κορίτσια αμέριμνα έπιναν καφέ μιλώντας στα κινητά.

Το βράδυ στην ''Πύλη Αξιού'' τρεις χοντροί, ανάμεσά τους ένας πρώην παλαιστής, χόρευαν  βαριά, κάποιος τραγουδούσε ΄΄Σικέ όλα σικέ σικέ- σικέ και μιλημένα''  κάπου σε μια εκκλησιά γίνονταν μια αγρυπνία, ένας παππάς μιλούσε για τον δυτικόφιλο Βαρλαάμ και για τους ζηλωτές που ρήμαξαν τη πόλη, στον αέρα υπήρχε μια ανυσηχία κι ένας φόβος, οι σκύλοι σήκωναν τα κεφάλια κι ούρλιαζαν σπαραχτικά, πίσω από κουρτίνες που σάλευαν μάτια γυάλιζαν στο σκοτάδι.
 Κατά το Βόρρα αστραπές έκοβαν σα κρύσταλλο που σπάει τον ουρανό, κάπου στα Γιαννιτσά ο Μουράτ ο Β'  συγκέντρωνε τους γενίτσαρους,   τύποι άγριοι απ 'ολες τις γωνιές της γης αδημονούσαν για  τα λάφυρα και το χάος που θα ακολουθολούσε, φωτιές άναβαν παντού, τα άλογα χλιμίντριζαν μανιασμένα  κι ο Βαρδάρης έφερνε στ' αυτιά τον αχό απ' το ποδοβολητό των καβαλάρηδων που ετοιμάζονταν να γκρεμίσουν τις πύλες.

AΒΥΣΣΟΣ

Κάπου δυτικά μια ομάδα ανθρώπων έχει κλείσει το δρόμο Ένα καπάκι όρθιο στημένο σε μια κολώνα. Ρωτώ και μου λένε ότι κάποιος έχει βουτήξει απ ' το μπαλκόνι σ' ένα στενό κατηφορικό απ' όπου μπορείς να δεις τον ήλιο που δύει μέσα στην ασημένια θάλασσα  μακριά στο βάθος.

Παλιότερα με απασχολούσε το θέμα από περιέργεια ίσως ήταν και εποχές ακραίες . Διάβαζα τότε ένα βιβλίο που περιέγραφε περιπτώσεις ανθρώπων που στο γκαράζ τους είχαν συνδέσει την αξάτμιση μ' ένα σωλήνα και πήγαν αδιάβαστοι - αυτό δεν θα μπορούσα να το κάνω  με τίποτα  είναι πολύ περίπλοκο, ούτε ένα καρφί να καρφώσω ίσια στον τοίχο είμαι ικανός.
Κι άλλα βιβλία τέτοια διάβαζα τότε, έιπαμε ακραίες εποχές, για το πως νιώθουν οι άνθρωποι που έχουν σκοτώσει και πως φτάνεις να κάνεις κάτι τέτοιο. Έλεγαν εκείνα τα βιβλία για βετεράνους του Βιετνάμ που τους έτρωγε ο  πυρετός σε κείνα τα καταραμένα μέρη όπου οι Βιετ- Κονγκ πετάγονταν μέσα από τρύπες και ορύγματα σα φαντάσματα. Αυτοί οι στρατιώτες έβλεπαν τις ίδιες σκηνές κάθε βράδυ και κάποιοι δεν άντεξαν, άλλοι όμως ήταν ψυχροί  και συνέχιζαν κανονικά τη ζωή τους, ότι κι αν είχαν κάνει σα να μη συνέβαινε τίποτα άβυσσος ηψυχή του ανθρώπου και κάλύτερα να μη κοιτάξεις εκεί μέσα γιατί θα δεις κι αυτήν να σε κοιτά με μάτια ορθάνοιχτα.
Σ' ένα φυλάκιο είχα δει δυο παιδιά να παίρνουν κάτι χαπάκια κι άρχισα να ψάχνω το θέμα. Είχα δια βάσει τότε βιβλία για κάποιους που προσπαθούσαν να κόψουν τα ναρκωτικά κλεισμένοι μέσα σε σπίτια σκοτεινά, κρυμένοι μέσα σε υπόγεια και πίσω από κάδους τρελλαμένοι, κοιτάζοντας ένα πιάνο που αγαπούσαν κάποτε και που είχε μείνει σιωπηλό, με τα κόκαλα  τους να πονάνε.

Στο Ανατόλια είχα βρει ένα βιβλίο που περιέγραφε πως ξέθαβαν κάποτε τους νεκρούς κι άλλοτε πως σκότωναν κακομοίρηδες για να τους πουλήσουν στα νεκροτομεία και για μούμιες παιδιών κάπου στη Νότια Αμερική και για νεκρόφιλους κι άλλα σχετικά άντε να το ζητήσεις ένα τέτοιο βιβλίο . Έτσι το είχα βάλει κάτω απ το σάκάκι μου και το έβγαλα - δεν είχε τότε μηχανήματα ηλεκτρονικά στις εισόδους.

Βέβαια και τώρα που έχει,  έγώ τόβγαλα το c. d της Νίνας Σιμόν με το Εβραϊκό τραγούδι για τη γη από όπου ρέει μέλι και γάλα-  που στο καλό έινα αυτή η γη να πάμε και μεις. Σε κείνη τη φάση ήμουν αφηρημένος και βιαστικός όπως πάντα κι όταν πέρασα σα σίφουνας από τα πορτάκια με τα φωτάκια που αναβόσβηναν  δεν ακούστηκε τίποτα- λέω να το ξαναδικιμάσω κάποια φορά.
Μια άλλη φορά διάβαζα για τρομοκράτες που παρακολουθούσαν ανθρώπους για να τους απαγάγουν και να τους κλέισουν σε κάτι δωμάτια χτισμένα σε διαδρόμους μυστικούς και για άλους δύστυχους που κλείστηκαν σ' ένα αγρόκτημα κι απ 'εξω είχαν μαζευτεί όλα τα αστυνομικά αυτοκίνητα της Ιταλίας και για κάτι άλλους που εκπαιδεύονταν σε στρατόπεδα της Λιβύης και της Παλαιστίνης κι άλλοτε ταξίδευαν μαζί με τύπους που φορούσαν χάντρες πολύχρωμες και σανδάλια στα υψίπεδα της Ινδίας και του Πακιστάν, εκεί ψηλά στη στέγη του κόσμου.
Απ' 'ολα αυτά τα μυστήρια βιβλία, που δε μου λένε πια τίποτα, μου έχει μείνει ένα που σαπίζει σε κάποιο πατάρι αυτό που λέει για κάτι παιδια με μαλιά σε μια ακτή τα οποία  πήγαν να δοκιμάσουν άσπρη σκόνη που τους είχε φέρει ένας ανάπηρος, μαύρος γέρος. Δοκίμασαν λέει λίγο κι όταν δεν ένιωσαν τίποτα κατέβασαν όλη την ποσότητα που υπήρχε πανω σ' ένα τραπεζάκι  και καθώς ο μαύρος χαμογελούσε ξάπλωσαν στο καναπέ για να δουν ένα φαράγγι απύθμενο να ανοίγεται στη μέση του δωματίου κι από κάτω τους να χάσκει η άβυσσος.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

ΦΡΟΖΖΥ

Έχω φάει τόσα πολλά σουτ στη δουλειά μου που έχω χάσει πια το μέτρημα. Σε κάποια μητέρα είχα πει ότι οι γυναίκες μετά τα σαράντα γίνονται αγνώριστες και φυσικά δεν έχασε καιρό. Αλλά εγώ είχα δει συμφοιτήτριες μου που τις έβλεπα έναν καιρό να έχουν τέτοια αλαζονία τι να σας πω,  ντρεπόμουν να τις αντικρύσω τότε που ερχόμουν απ' την επαρχία , τις έχω δει λοιπόν αυτές να μαραζώνουν και να γίνονται αγνώριστες και δεν το πίστευα . Ο Νίκος μούλεγε ότι έκανα μεγάλη βλακεία με κείνη τη σαραντάρα μα εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν  λάθος. Μια άλλη μαμά με σούταρε γιατί πίστευε πως εγώ έφταιγα που κόπηκε ο γιος της αλλά μπορούσες να νιώσεις το φόβο εκείνου του παιδιού στον αέρα όπως ίδρωναν οι παλάμες κι ο λαιμός του, μια άλλη ήθελε να με πείσει για την ανωτερότητα των γυναικών αλλά η πραγματικότητα έκρυβε πολύ κόμπλεξ, σ' ένα άλλο σπίτι τα πάντα ήταν διαλυμένα, τι να σώσεις και πάει λέγοντας.
Παλιότερα είχα δεχθεί απορρίψεις άλλου είδους   από ένα κορίτσι που τάκανε όλα άνω κάτω, φλέρταρε δεξιά,  τάριχνε αριστερά, στη δουλειά της τα είχε διαλύσει όλα, γίνονταν απεργίες έπεφταν μαχαιρώματα πισώπλατα, ήθελαν να τη λυντσάρουν είχε χάσει τη μπάλλα το άτομο. Μια άλλη που της είχα ζητήσει να βγούμε ήθελε  να το σκεφτεί κι ύστερα από μια βδομάδα μου είπε ''ξέρεις δε θέλω'' αλλά εγω το ήξερα ήδη δεν χρειάζονταν και δεύτερη μαχαιριά, άντε να συνέλθεις.

Πάντα μου άρεσε να εκτίθεμαι σαν τους γέρους προπονητές που δεν μπορούν μακριά απ' την πίεση των γηπέδων κι ας τους βρίζουν οι οπαδοί κι ας χάνουν κι ας κάνουν λάθη κι ας στριμώχνονταιι στον τοίχο κι ας αναψοκοκκινίζουν, αυτοι ξέρουν ότι θα βγουν ζωνυτανοί, θα το παλέψουν ως την τελαυταία στιγμη, θα δοκιμάσουν όλα τα κλειδιά στη αρμαθιά ως το τελαυταίο που μπορεί νάναι το σωστό κι ορκίζομαι ότι έτσι είναι μα ποιος αντέχει μέχρι εκεί.

Όλη αυτή  η ιστορία βέβαια μπορεί να σε σακατέψει και κάποιοι απλά δεν αντέχουν. Δεν προλαβαίνεις να χαλαρώσεις,  κουτουλάς με το μυαλό τρύπιο σαν κόσκινο, αποκτάς αντα νακλαστικά περίεργα  αποφεύγοντας ανθρώπους με αύρα αρνητική - έχει γεμίσει ο τόπος απ' αυτούς-αποφεύγεις αυτοκίνητα εν κινήσει  και σταματημένα γιατί αυτά λειτουργούν πια κι από μόνα τους, οι πόρτες ανοίγουν μοναχές τους χωρίς να πεις ''Σουσάμι άνοιξε '',  τα νερά τρέχουν μόλις σε εντοπίσουν τα φωτοκύταρα, φωτιές ανάβουν στις βιτρίνες των εστιατορίων, υπόγειες αποθήκες βενζίνης  εκρηκτικές μπροστά στο σπίτι σου, θέλεις να κοιμηθείς για να μη σκέφτεσαι, σίγουρα θα έχεις κάποιες απώλειες αμυχές και γρατζουνιές στο μυαλό, ένα χερι ή ένα ποδάρι λιγότερο. Στο τέλος γίνεσαι σκληρός, χοντρόπετσος, αδιάφορος ,ξεπερνάς διλλήματα χωρίς δισταγμό, δε γίνεται αλιώς.
Τώρα πια εκτίθεμαι στο διαδίκτυο. Παράθυρα και πόρτες ανοίγουν, σύνδεσμοι και   μονοπάτια περίεργα, λαβύρινθοι ατέλειωτοι,  ένας Μινώταυρος  με κέρατα σα φίδια ,τρομαχτικός στα σκοτεινά κάπου στο βάθος, γυναίκες γυμνές σα σειρήνες έτοιμες να σε κατασπαράξουν, κάτι παιδιά με αλογοουρά ξενυχτισμένα απο δίπλα, κορίτσια μιλούν σε παράθυρα με τύπους αλόκοτους και σε μια γωνία κάθεται η  Φρόζζυ μια κουκλάρα με\κάτι σκουλαρίκια τεράστια  στα αυτιά και μήλα κόκκινα στα μάγουλα. Είναι ''τριαντάρα'' που σημαίνει ότι έχει βγάλει τριάντα επίπεδα στο LOL και πια κινείται σε άλλα επίπεδα ανώτερα,  συμετέχοντας σε κάτι δικαστήρια που αποβάλουν πιτσιρικάδες απ το παιχνίδι γιατί έκλεψαν σε κάτι''μαγείες' 'κάνοντας  κάποιους πολεμιστές αρχαίους να προχωρούν  σε αργή κίνηση κι άλλα τέτοια μυστήρια.
 Θα την πλησίαζα τη Φρόζζυ αλλά έχω ορκιστεί να μη ξαναφάω χυλόπιτα. Είνα  και κείνο το παγωμένο της βλέμμα κι εκείνο το σημάδι που έχει στο προσωπο από  τότε που καβαλώντας τη μεγάλη σαν άλογο μηχανή  της,  εδώ στο φανάρι της Μαρτίου όπως κοιταζε αφηρημένη κάπου,  ένας ντελιβεράς με μαλιά   που άνέμιζαν κάτω από το κράνος καρφώθηκε απάνω της και την έστειλε με το κεφάλι στην τζαμαρία των goody's που την έκανε θρύψαλλα.

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

ΦΟΝΙΚΑ ΟΠΛΑ

Παλιά έβλεπα πολύ τηλεόραση τώρα ούτε που την ανοίγω. Το X -files  μου άρεσε τότε με τους σκοτεινούς τύπους που έκρυβαν μυστικά φρικιαστικά κάτω από κρεβάτια ή  απειλούσαν γυναίκες τις νύχτες  σε κάτι ζοφερές επαρχιακές πόλεις ή σέρνονταν μέσα σε υπονόμους κι έμπαιναν στα σπίτια από καμινάδες για να σκορπίσουν το φόβο. Μου έχει μείνει ένα επεισόδιο με κάτι Μορμόνους που είχαν ένα κόλπο για να τραβούν τις γυναίκες  χρησιμοποιώντας φερομόνες κι η Σκάλι είχε ενδώσει σ' έναν τύπο - πολύ παλαβοί αυτοί οι Μορμόνοι που έψαχναν τη γη της επαγγελίας στις ξεραίλες και στις αλμυρές λίμνες.
Μετά είχα πάθει ψύχωση με το ''Νόμος και τάξη'' κι έβλεπα τον Τζέρυ  Όρμπαχ  σε κάτι παλιά επεισόδια - ωραίος ήταν  ο μακαρίτης. Είχαν και δικαστική εξέλιξη εκείνα τα επεισόδια και θυμάμαι μια μελαχρινή δικηγόρο που έψαχνε στοιχεία  κι οι κακομοίρηδες οι ντετέκτιβ έπρεπε να ξαναγυρίσουν σε τόπους παράξενους, σε λίμνες και ποτάμια και αποθήκες ξεχασμένες. Καλά ήταν και τα άλλα επεισόδια με τον Βίνσεντ Ντ' Ονούφριο και θυμάμαι μια σκηνή όπου ανακαλύπτει έναν Σέρβο με τατουάζ στα μπράτσα ξέροντας ότι στο κινητό του έχει για σήμα τη μουσική απ' το ''Μπονάτσα'' που έβλεπε κάποτε στην πατρίδα του. Είχε και μια ξανθιά μαζί του  ο Ονούφριος  πολύ ζόρικη.
Καλό ήταν και το NYPD μ' εκείνον το φαλακρό με το μουστάκι που έτρεχε στις φτωχογειτονιές με τα γκράφιττι και τις εξωτερικές  μεταλικές  σκάλες  κινδύνου που κρέμονταν έξω από τα σαραβαλιασμένα κτήρια παρέα μ' έναν μελαχρινό Λατίνο- ωραίος και κείνος ο ηθοποιός.
Κλό ήταν και το LOSΤ  με κείνους τους περίεργους Αφρικανούς που δεν μπορούσες να αντέξεις το βλέμα τους και τον Ινδό με το εκφραστικό πρόσωπο όλους μαζί σ'  ένα νησί στον Ειρηνικό να πηγαινοέρχονται μπρος πίσω στο χρόνο σπρώχνοντας ένα μαγγανοπήγαδο στο βάθος μιας σπηλιάς -τι σκηνή κι αυτή!
Το περασμένο Καλοκαίρι έβλεπα στο STAR έναν κοκινομάλλη με μια κοπέλλα Περσικής καταγωγής νομίζω και θυμάμαι ένα επεισόδιο όπου αυτή συναγωνίζεται στο ποτό μ΄έναν γκαγκστερ κι έχει καθαρό μυαλό ως το τέλος για να  τον στριμώξει αλλά μετά καταρέει το μωρό μου.  Στο τελαυταίο επεισόδιο φάνηκε ότι ο κοκινομάλλης την πήγαινε αν και έκανε τον αδιάφορο, πρέπει να το θυμάμαι αυτό.
 Κι άμα πεις για ταινίες  μου είχε αρέσει η τριλογία του Μπορν που πάλευε στις στέγες των χαμηλών σπιτιών κάπου στη  Βόρεια  Αφρική κι άλλοτε στροφάριζε με το παιδικό  εκείνο αυτοκινητάκι παίρνοντας σβάρνα τους δρόμους του Παρισιού κι άλλλοτε μ' ένα διαλυμένο αμάξι αλώνιζε τα στενα και τις υπόγειες στοές της Μόσχας με τον καρβουνιασμένο αέρα απ' τις φωτιές και τα πετρέλαια που καίνε για να ζεσταθούν εκεί πάνω κι άλλοτε έτρεχε σε κάτι σκάλες με το μηχανάκι έχοντας πίσω του όλα τα στοιχειά της κόλασης. Μ ' αρέσει που ο Ντέιμον είναι εσωστρεφής και δεν λέει πολλά  όπως κι ο άλλος φίλος μου ο  Κρίστιαν Μπέηλ.
Κι ο Ντάνι Γκλόβερ είναι καλός στο ''Φονικό όπλο'' καλύτερος σίγουρα από τον Γκίμπσον με τα αμετροεπή κλισσέ του όπως και σε μια άλλη ταινία που πρέπει να δώ οπωσδήποτε  κάποια στιγμή όπου  καταδιώκεται απ' τον  αποτυχημένο τον Ντένις Κουέιντ  σε κάτι δρόμους ορεινούς και σε κάτι βουνά έρημα σαν αυτά όπου περιπλανιούνταν  οι Μορμόνοι κάποτε, κουβαλώντας ένα μαχαίρι φονικό,  τεράστιο μαζί του και παίρνει στη διαδρομή ένα παιδί όμορφο  που κρύβεται κι αυτό από κάτι και το μάτι του μαύρου γυαλίζει σαν κοιτάζει λοξά το παιδί σ ένα μπαρ με τύπους που  διψούν για καυγά για να σκοτώσουν τη πλήξη τους κι ύστερα ο Γκλόβερ βγάζει εκέινο το μαχαιράκι κι ύστερα ξαναπαίρνουν τους δρόμους στη μέση του πουθενά.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

TO ΓΙΕΤΙ

Τα όνειρα του Κουροσάβα τα είχα δει στο ΒΑΚΟΥΡΑ  δυο φορές τη δεύτερη φορά καθισμένος στη πρώτη σειρά κι ο λαιμός μου είχε πονέσει  όπως διάβαζα τους τεράστιους υποτίτλους από κει μπροστά. Μου είχε αρέσει το όνειρο με τις ανθισμένες ροδακινιές και τα πρόσωπα που έβγαιναν με μορφές αλεπούδων ύστερα απ' την Ανοιξιάτικη βροχή, και το άλλο όνειρο με τον ορειβάτη που νιώθει μια φιγούρα σκοτεινή να τον πλησιάζει όπως είναι ξαπλωμένος στο χιόνι για να τον πατήσει πάνω στο στήθος και να του πάρει τη ζωή. Τόχω νιώσει και γω αυτό το αίσθημα τότε που ήμουν παιδί και είχα μια βαριά πνευμονία μετά από  μια πτώση σε μια στέρνα παγωμένη.Μου είχε αρέσει και το άλλο όνειρο με τον νεαρό που κοιτάζει να ζωντανεύουν οι πίνακες του Βαν γκογκ , αυτός με τα κοράκια στο χωράφι κι αυτός που δείχνει μια γέφυρα κόκκινη κάτω απ την οποία οι γυναίκες πλένουν ρούχα σ' ένα ποτάμι.
 Μα πιο πολύ μου είχε αρέσει το άλλο όνειρο με τον αξιωματικό που γυρνά μοναχός στο χωριό του και σε μια σήραγγα ακούει  τα βηματα των στρατιωτών του που έχουν όλοι σκοτωθεί μα δεν ήθαλαν να πεθάνουν κι αυτός τους διατάζει να γυρίσουν πίσω εκεί που ανήκουν στον κόσμο των νεκρών. Κι ύστερα εμφανίζεται ένας σκύλος άγριος που τον γαβγίζει δείχνοντας τα δόντια του- τον έβλεπα πολλές νύχτες εκείνον τον σκύλο στον ύπνο μου.
Μ' έναν τέτοιο σκύλο είχε παλέψει κάποτε ο παππούς μου στο Πανόραμα κι ένας παρόμοιος με κυνηγά μέσα απ' την αυλή του σπιτιού του κάπου στα Πεύκα.Ένας άλλος σηκώνει το κεφάλι του και ουρλιάζει σα λύκος κι ένα μικρό Πομερανίας είχε χώσει βαθιά στη γάμπα μου τα κοφτερά του δόντια. Οι ιδιοκτήτες μού  λεγαν ότι ήταν εμβολιασμένος αλλά εγώ από τότε ούτε να τα δω θέλω αυτά τα σκυλιά. Κάποιοι άλλοι σκύλοι με περίμεναν γαυγίζοντας απ' το μπαλκόνι για να τους πάω βόλτα κι έναν τον είχα χάσει κάποτε για να μάθω ότι επέστρεψε έπειτα από μέρες. Ένας μικρός σκύλος κοιμόταν στα πόδια της κυρίας Γιολάντας κι όταν τον πήγαινα στο πάρκο δε μασούσε τίποτα και γαύγιζε σ' ότι έβρισκε μπροστά του - πήγε από αμάξι αυτός.
Κατά καιρούς προσέχω και τα αδέσποτα σαν αυτά που αραδιάζονται ξαπλωμένα το χειμώνα στην παραλία για να μαζέψουν ήλιο κι άλλοτε τα βλέπεις τα ξημερώματα στην Αριστοτέλους να μασούν κόκαλλα προιστορικά και να επιτίθενται σε αμάξια κι ανθρώπους. Κάτι μαύροι άγριοι ορμούν στα γατάκια  που ταίζουν οι γυναίκες για να τους πάρουν το φαί τους και κάποιοι  άλλοι έλιωσαν απ ' το κρύο όλο το χειμώνα κάτω από κάτι δέντρα στο Φίλυρο. Στην Καβάλα μια φορά μου είχε επιτεθεί ένα τσούρμο απ αυτά που είχαν γίνει αγέλη κανονική κι ήταν αρκετά τρομαχτικά και στην παραλία, κοντα στον ιστιοπλοϊκό είχα δει ένα μπόξερ να βουτά ξανά και ξανά, τρελαίνονταν για το νερό. Ο κύριος Γιώργος μου λέει ότι ξυπνά κάθε πρωί κατά τις πέντε για να ταίσει κάτι αδέσποτα κάπου στην Περαία , ενώ το Καλοκαίρι περπατα τα πρωινά στην άμμο μαζί μ' ένα λυκόσκυλο.Έχω ακούσει και μια ιστορία για έναν σκύλο λυσσασμένο που δάγκωσε ένα παιδάκι σ' ένα χωριό κι από τότε τους φοβάμαι και τους χαιδεύω σπάνια όπως έναν με τραχύ δέρμα σ' ένα παγκάκι κάποτε κι ένα μικρό όμορφο με μαλακό τρίχωμα εδώ στο ίντερνετ καφέ.
Το πιο τρομερό πάντως πούχω συναντήσει είναι ένα γιγάντιο μαλλιαρό  ο Μπρούνο, κάπου στο αεροδρόμιο σ' ένα σπίτι μ' έναν τοίχο ψηλό γύρω- γύρω. Πήγαινα σ' ένα παιδί που μούσπαγε τα νεύρα πιτσιλώντας με μ' άνα νεροπίστολο και τούχα αδειάσει ένα ποτήρι χυμό στο πρόσωπο. Έτρεχε τότε να σκουπιστεί μ' έναν τεράστιο αρκούδο που είχε στο δωμάτιό του. Εκείνος ο σκύλος έμοιαζε με το Γιέτι το μαλιαρό τέρας που λένε ότι βλέπουν οι ορειβάτες να βγαίνει μέσα απ' τα χιόνια ψηλά στα Ιμαλάϊα
Είχα δει ένα ντοκιμαντέρ κάποτε που έλεγε για τέτοια  περίεργα πραγματα , ανθρώπους που αυτοαναφλέγονταν, καταιγίδες που έριχναν σε κήπους μήλα και ψάρια, πουλιά που κουβαλούσαν στις φωλιές τους νομίσματα χρυσά, τον Μεγαλοπόδαρο που είχαν δει κάποιοι στα δάση της Αμερικής και το Γιέτι.
Ο Μπρούνο παραλίγο να φάει το χέρι μου όταν πήγα να τον ταίσω  κάποτε κι ένα βράδι που είχα ανοίξει την πόρτα του μεγάλου τοίχου μου είχε σκίσει μια μπλούζα. Τελικά έμαθα ότι τόσκασε και γυρνούσε στα χωριά έξω απ' τη Θεσσαλονίκη ρημάζοντας τα κοτέτσια - κάποιοι τον είχαν δει κοντά στη Γαλάτιστα, ώσπου βρήκε ένα  κοπάδι άγρια σκυλιά κι έφυγε μαζί τους κατά το Βορρά.

ΜΗ ΤΟ ΖΟΡΙΖΕΙΣ

Κάθε μέρα έρχονται καινούριοι λογαρασμοί. Είμαι και διαχειριστής στην πολυκατοικία μου κι έχω κι άλλα στο κεφάλι μου. Άμα είσαι διαχειριστής σε φωνάζουν να δεις ένα μπαούλο που βρέθηκε στην ταράτσα και μπορεί κάποιος να κρύβεται μέσα του ανάμεσα στα δορυφορικά πιάτα, τα στερεωμένα με καρφιά και σύρματα που κουβαλούν ειδήσεις για καταστροφές και τραγωδίες ανα τον κόσμο- το δικό μου πιάτο θα τα κρατήσει όλα μέσα του γιατί δεν πρόκειται να φτιαξω τον χαλασμένο αποκωδικοποοιητή.
 Άνθρωποι αλλάζουν σπίτια μετακομίζουν , αρρωσταίνουν πεθαίνουν κοινόχρηστα δεν πληρώνονται φάκελλοι εξακολουθούν να έρχονται  φίλοι αναζητούν ανθρώπους εξαφανισμένους, τα ρολόγια του ρεύματος καίγονται, κάποιοι δεν μπορούν να  λουστούν μετά τη δουλειά, άλλοι βαριούνται ν'  αλλάξουν μια λάμπα έξω απ' την πόρτα τους, πρέπει να τρέξεις για όλα.
 Πάντα μου άρεσε να διευθετώ και να πληρώνω λογαριασμούς , αρκεί να μην έρχονται όλοι μαζί , γιατί αποδεικνύω ότι είμαι ικανός να εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου . Ευτυχώς που δεν έχω και παιδιά αν και θα μου άρεσε να μεγαλώνω ένα σαν τον Ντάστιν Χόφμαν ,να μου δείχνει ο πιτσιρικάς πως φτιάχνουν πρωϊνό κι ύστερα να τον καρτερώ να σχολάσει απ' το σχολειό του.
 Ακούω ότι ένας τύπος με μαγαζιά γλεντά και χορεύει κάθε βράδι παρόλο που οι δουλειές του δεν πάνε καλά- ωραίος πρέπει νάναι αυτός. Εμένα με τρομάζει λίγο η στενωπός του Καλοκαιριού τότε που δεν θάχει πολύ δουλειά αλλά φέτος λέω να χτυπήσω καμια εκδρομή στην Αίγινα και την Πελοπόνησσο όπου έχει λέει κάτι ωραία Μοναστήρια άσε που δεν θα αφήσω εσπερινό και λειτουργία και θα πάω και στο Άγιο Όρος να ξενυχτήσω σε καμιά αγρυπνία σε τίποτα σκήτες μια ανάσα απ' το πέλαγος.
Όπως και νάχει αυτή η κρίση δεν συγκρίνεται με μια άλλη τότε που είχαμε έναν άρρωστο βαρειά, κάποιος με κοίταζε με αγωνία  ρωτώντας με τι να  κάνουμε και γώ έπρεπε να σπάσω το κεφάλι μου για να βρω μια απάντηση να δώσω μια διέξοδο για να μην έχουμε κι άλλα θύματα. . Κρίσιμη ήταν για μένα και μια εποχή που έχανα τη γη κάτω απ' τα πόδια μου περιμένοντας μηνύματα από κάποια κι έπρεπα ύστερα να τα αποκωδικοποιώ χρησιμοποιώντας κέντρα τηλεφωνικά ψάχνοντας πίσω από κλίσεις και φραγές κι άλλα παράξενα ιδεογράματα και αριθμούς κάτι Σαββατόβραδα Ανοιξιάτικα.

Αυτή τη φορά   ονειρεύομαι στα παιδικά δωμάτια με το κάστρο της Χιονάτης σ' ένα αυτοκόλητο να υψώνεται σ΄ένα βράχο κάθετο σαν τη Σ ιμωνόπετρα και σε  άλλα δωμάτια κοριτσιών με κρεβάτια που έχουν πόμολα επίχρυσα ,κάτι σχέδια με ρόδακες στα κάγγελα και κάτι λουλούδια απο σιντόνιες κι αμυγδαλιές στο πλάι, εκεί που βλέπεις φωτογραφίες κοριτσιών με πρόσωπα οβάλ κι άσπρα ρούχα από γάμους όπου οι νύφες φορούν γοβάκια κίτρινα σαν τα παπούτσια των κοριτσιών που πήραν απ ' το ΒSΒ για να ξεχωρίζουν. Εκεί που βλέπεις φωτογραφίες από εκκλησίες με γέρους ψάλτες να ψέλνουν γλυκά , ένα παιδί με λίγα γένια να γονατίζει μπροστά στον παππά με τα ασημένια γυαλιά κι οι γυναίκες να σηκώνουν τα μάτια κατά τον ουρανό όπου ήχοι και καπνοί τυλίγονται ανάμεσα σε αψίδες και καμάρες και τέμπλα πέτρινα.

Αυτή τη φορά ότι και να γίνει δεν πρόκειται να χαλάσει τη διάθεση μου  ούτε το στριμωξίδι στο αστικό της Κρήνης όπου μια γιαγιά σκοντάφτει και παραλίγο να τσακιστεί, ένας τρελλός με ρωτά ''ποδοσφαιριστής δεν είστε;'' οι γυναίκες σφίγγουν απάνω τους τις τσάντες καθώς μπάινει ένας τύπος χοντρός με πληγές στις αρθρώσεις των δαχτύλων, οι ουρανοί των αυτοκινήτων ασπρίζουν σε μια στιγμή σα να χιόνισε, μια σειρά από φωτάκια φαίνονται αντίκρυ κατά την Περαία , το λεωφορείο στρίβει αργά μετά το νοσοκομείο της παραλίας κι ένας γενειοφόρος τραγουδά ''Εφτά σε παίρνει αριστερά- μη το ζορίζεις'' με το αριστερό χέρι κολημένο στα ακόρντα που γεμίζουν τον ηχητικό χώρο σκορπώντας νότες στον αέρα.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

NYXTEΡΙΔΕΣ

Τέτοια εποχή, αρχές  Άνοιξης, βγαίναμε με τον αδερφό μου  να ψάξουμε για σαλιγγάρια σε κάτι μέρη γεμάτα πέτρες που τις ανασηκώναμε για να βρούμε από κάτω σαρανταποδαρούσσες, φίδια χελώνεςότι μπορείς να φανταστείς κι άλλοτε πάλι ψάχναμε για αυτά τα μικρά, άσπρα πλασματάκια ανάμεσα σε κάτι φυτά που έβγαζαν ένα υγρό σαν γάλα αν κόβονταν. Σαλιγγάρια  υπήρχαν πιο παλιά άφθονα σε κάτι βραχώδεις πλαγιές μα οι άπληστοι άνθρωποι τα ξεπάστρεψαν μαζεύοντάς τα τη νύχτα κρατώντας κάτι φαναράκια ενώ από πάνω τους πετούσαν νυχτερίδες.
 Τώρα πια καταλαβαίνω την Άνοιξη από τα δεντράκια που ανθίζουν σε κάτι ακάλυπτους χώρους κι απ' τα καινούρια γυναικεία  ρούχα που βγάζει ο φίλος μου στο μαγαζί του, με τα χρώματα τα ανοιχτά.
Ταξιδεύει πολύ αυτός ο φίλος για να παίρνει ιδέες. Πηγαίνει στο Παρίσι όπου μου λέει ότι τα ρούχα έχουν πολλά κόλπα, επωμίδες φερμουάρ, τσέπες ζώνες και βλέπεις κάτι μπότες να πιάνουν το γόνατο μέχρι ψηλά σαν τις περηκνημίδες του Άι Γιώργη. Αυτός προτιμά πιο απλά ρούχα σαν αυτά που φορούν τα όμορφα μελαχροινά κορίτσια στην Ιταλία αν και έχει πάντα μια προτίμηση προς τις ξανθιές. Στη Μπολόνια μου λέει του κόλλησε μια Κινέζα , έχει γεμίσει η Ιταλία απ' αυτές, και βιάστηκε να τη σκαπουλάρει γιατί δεν πάει τις Ασιάτισσες. Κάποιες φορές πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη με γκρούπ για δουλειές υποτίθεται, αλλά τη νύχτα πάνε σε κάτι μαγαζιά με κάτι τραγούδια σα Ποντιακά και το ξημέρωμα πάνε για πατσά δίχως τις γυναίκες που το σκάνε μόλις νιώσουν τη χαρακτηρηστική μυρωδιά. Στην Αίγυπτο που πήγε με τη μητέρα του αυτή τους τρέλλανε στα παζάρια.
Κι άλλα μου λέει ο φίλος για τη νυχτερινή ζωή εδώ στη πόλη στο wild west δυτικά κατά την Ευκαρπία και κατά τον Εύοσμο όπου έχει κάτι τύπισσες που ''ρολλάρουν'' παίζοντας σε πολλά ταμπλώ  και πρέπει νάχεις το νου σου γιατί δε θέλουν και πολύ έξυπνους άντρες αλλά γενικά έχει'' πολλά καλά''.
Μου δείχνει ο φίλος και κάτι μπουκαλάκια με κρασιά απ' την Ελβετία και μου λέει κάτι συνταγές για σαλάτα με ρόκα, παρμεζάνα και στήθος από κοτόπουλο όπου βάζεις μια σος με μπαλσάμικο ελαιόλαδο και λίγο μέλι. Εγώ πάλι δεν είμαι και τόσο δύσκολος με το φαγητό όπως τρέχω σα παλάβός και δεν προλαβαίνω ούτε να αρρωστήσω .Κάποτε είχα βρει ένα τάπερ σε μια στάση και χτύπησα αλύπητα το περιεχόμενό του , καλό ήτανε μονάχα λίγο αλατάκι χρειάζονταν.
Θυμάμαι ότι στην Αγγλία δεν μπορούσα να φάω τίποτα κι είχα σκίσει όλα τα φαγιά που ετοίμαζε για κανα μήνα η μάνα μου για να τα πάρω εκεί πάνω στον αδερφό μου μαζί με κάτι σαλιγγάρια καλή ώρα.
Πολύ βροχή εκεί πέρα και στο αεροδρόμιο κοιμόμουν σε κάτι σιδερένια καθίσματα καρτερώντας την πτήση μου. Κάτι ξανθιές φεύγανε για Μαγιόρκα και μια γυναίκα που είχα μαζί μου γύριζε σα φάντασμα στα μαγαζιά που ηπήρχαν εκεί μέσα - να μη σου τύχει φίλε μου. Διάβαζα τότε το βιβλίο ενός τύπου , το μοναδικό που μου αρεσε απ' όσα είχα δει. Ήταν επιζών του πρώτου παγκόσμιου πολέμου κι έλεγε για τη ζωή πριν εκατό χρόνια τότε που δούλευε σ΄ένα καμπαναριό και τον χτύπησε ένας κεραυνός κι άλλοτε δούλευε στις στοές στο Bath εκεί που έχει κάτι Ρωμαϊκά λουτρά κι αργότερα στον πόλεμο προτιμούσε να πέφτει ανάσκελα στα χαρακώματα για να βλέπει κατάματα τις οβίδες που έπεφταν απάνω του από ψηλά .
 Έλεγε και για μια νοσοκόμα που είχε βρει πως να μη λιποθυμά στις εγχειρίσεις και στους ακρωτηριασμούς, απλά δεν έπρεπε να βλέπει την αρχική τομή με το μαχαίρι.
 Ο τύπος την παντρεύτηκε τη νοσοκόμα αυτή και καθόλου δεν τον ενοχλούσε μια βέρα που κρατούσε σε ένα ποτήρι από τον πρώτο άντρα της ένα παλληκάρι που είχε σκοτωθεί σε κείνον τον καταραμένο πόλεμο.
 Γιατί τότε οι γυναίκες δεν ''ρολλάρανε'' και δεν σου λέγανε '' Δεν θέλω να διαβάζεις το βιβλίο του ''Οzzy'' αυτουνού που έφαγε μια νυχτερίδα.
Αλλά τις έχουμε δει και τις άλλες ''νυχτερίδες''.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

LEAGE OF LEGENDS

 Τα παιδιά μου λένε όλη την ώρα  για το   leage of legends το ηλεκτρονικό παιχνίδι  που παίζουν μέρα νύχτα κι έχει λέει τριάντα επίπεδα. Ένα απ' αυτά μου λέει ότι  ο αγαπημένος του παίχτης είναι ο κλόουν που τρέχει με τους αγκώνες λυγισμένους πετώντας μαχαιράκια δεξιά- αριστερά. Σε κάποια απ' αυτά τα παιχνίδια που είχα δει κάτι τύποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε τοπία σκοτεινά κάπου ση Ρωσία , γεμάτα ραδιενέργεια από εργοστάσια που  εξερράγησαν σκορπίζοντας αέρια  και ραδιενέργεια που ταξιδεύει αόρατη για να  σου δηλητηριάσει το σώμα.
Υπάρχουν φορές που νιώθω πως είμαι μέσα σ' ένα lol  όπως το λένε από τα αρχικά του.
 Στα Πανεπιστήμια,  από μια κάμαρα βγαίνουν νεαροί με ξύλα στο χέρι φορώντας παντελόνια κολλητά αρβύλες και κασκόλ, ένας Τάταρος με σκαιό  ύφος στέκεται φρουρός κάπου κλέινοντας μια πόρτα , ομίχλη από δακρυγόνα κάπου στο κέντρο , ταξί και αστικά αραδιασμένα σα φίδια σ' όλο το μήκος της Εγνατίας, η πόρτα από ένα αμάξι ανοίγει σκοτώνοντας ένα παιδί που έτυχε να περνά, γυναίκες δηλητήριο σε περιμένουν στη γωνιά μιλώντας όλη την ώρα στα κινητά σα δαιμονισμένες, κούκλες σαλεύουν στις βιτρίνες των μαγαζιών, ένας χείμαρρος κατεβάζει νερά απ ' την Άνω Πόλη ανοίγοντας τρύπες στην άσφαλτο κάτω απ' την οποία κάποιοι λέει έχουν φτιάξει στοές που βγάζουν ως τον Εύοσμο, μια Τουρκάλα βλέπει τα χαρτιά στους Αμπελόκηπους, πολλές μαύρες γάτες κατά τη Πολίχνη και  στη Στρατού ακόμα ένα ψυχοβγάλσιμο ώσπου να τη διασχίσεις μες τη βροχή.
Ξανά έμεινες πίσω, ξανά πρέπει να τρέξεις, ακόμα ένας γύρος αιμάτινος, ακόμα ένα εμπόδιο μπροστά σου όπως τρέχεις παρά τη χαμηλή ψυχολογία και κόντρα στο ένστικτο του φόβου, ακόμα ένα επίπεδο να ανέβεις εκεί όπου παραμονεύουν κάτι τύποι κρατώντας λυσσασμένα ένα κομμάτι ψωμί που νομίζουν ότ θες να τους το πάρεις.
Πιτσιρικάδες ανακατεύονται με τους Πυρήνες της φωτιάς, ένα σπίτι τρομοκρατών κάπου στα Κάστρα αφίσσες εμπρηστικές προτρέπουν σε φόνο,  στο πεζοδρόμιο βλέπεις τη σκιά της βενζίνης που εξατμίζεται, ένας τοίχος γκρεμίζεται και πλακώνει ένα παιδι με μούσια, στα αστικά οι πόρτες κλέινουν παγιδεύοντας το πόδι κάποιου, οι κάμερες δεν δουλεύουν, οι καθρέφτες σπασμένοι, ένας άνθρωπος σέρνεται πίσω από ένα λεωφορέιο. Φίλοι μεταμορφώνονται από ζήλεια μπροστά σου για να δεις το πραγματικό τους πρόσωπο και να σου σηκωθεί η τρίχα, παιδάκια βλέπουν θρίλλερ ματοβαμένα και γελούν, σώματα ναρκομανών  κρέμονται στα παγκάκια,  γραφεία τελετών παντού,  χώροι χτίζονται για να σου κόψουν τον ήλιο και τον αέρα, βιβλιαράκια κόκκινα επικίνδυνα κάτω από κρεβάτια σκληρά, κάποιοι σου λένε ιστορίες για τιν Αντίοχο που σταύρωσε ένα εκατομύριο Εβραίους πριν από δυο χιλιάδες χρόνια, ένα  καλώδιο σα φιτίλι έξω από ένα γυράδικο που είναι να ανατιναχτεί, καρκίνοι παραμονεύουν ύπουλα σε μια γωνιά του εγκεφάλου για να δαγκώσουν σα σκορπιοί και κάπου στην Τριανδρία κάτι Κούρδοι έχουν μαζέψει σ' ένα υπογειο  ρουκέτες και βόμβες κι οβίδες και σφαίρες για να ανατινάξουν το σύμπαν.

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

ΑΡΔΕΝΝΕΣ

Έναν καιρό είχα μανία μεγάλη με τα ρούχα. Ο φίλος μου ο Δημήτρης φορούσε αθλητικά τότε και μου άρεσε το στυλ του. Πάντα μου άρεσαν οι άνθρωποι με στυλ , αυτό το πράγμα που το καταλαβαίνεις στον τρόπο που μιλούν ή περπατούν ή ρίχνουν πίσω τα μαλιά κάτι σαν τον Νίκολας Γκέητζ στα νιάτα του. Παρεπιμπτώντως μ΄αρέσει η σκηνή σε μια ταινία όπου ο  Γκέητζ βλέπει το μέλλον , δυο τρία λεπτά πιο μπροστά και προσπαθεί να μαντέψει πως θα ρίξει ένα κορίτσι όμορφο. Τελικά το κόλπο που πιάνει είναι να κάνει το θύμα για να τον λυπηθεί το κορίτσι -πάντα αυτό το μητρικό με τις γυναίκες που με γοητεύει.
Ο Δημήτρης λοιπόν είχε στυλ με κάτι μακριά μαλιά και γυαλιά και πάντα μου ανέλυε τα συστήματα με τα οποία θα έπαιζε ο ΠΑΟΚ για να κερδίσει άσχετα αν συνήθως έχανε τότε. Ήταν ψηλός και τυπάς κι έπρεπε νάμαι συγκεντρωμένος  για να χτυπήσω και γω καμιά γυναίκα -εκείνο το ξανθό το μικρό δεν έπρεπε να μου είχε ξεφύγει.
Απ' τον Δημήτρη είχα μάθει να φορώ παπούτσια New Balance που λένε ότι τα συνιστούν κι οι ορθοπεδικοί. Συνήθως αντέχουν για ενάμιση μήνα περίπου γιατί μ΄αυτά οργώνω τους δρόμους και δεν τα βγάζω ποτέ,παρα μόνο στον ύπνο μου αν και καμιά φορά πέφτω ξερός φορώντας τα. Παλιά είχα δοκιμάσει κάτι Element ωραία, πράσινα,  πολύ τα γούσταρα αυτά. Ένα παιδί μου είχε πει ότι ήταν για σκέητ μπορντ κι αυτό τα φορούσε σαν έτρεχε στην παραλία με τα πατίνια του κάτω από το άγαλμα του καβαλλάρη που τώρα τό πνιξαν τα μπάζα. Ο Δημήτρης μου είχε δείξει και τα Diesel  που πρέπει νάναι στενά στην αρχή γιατί ανοιγουν γρήγορα κι έτσι άφησα τα Levi's του Γάλλου με τα καραβόπανα πούφτιαχνε παντελόνια για τους χρυσοθήρες κάποτε στην Αμερική. Γλύτωσα έτσι κι από κέινο το κορίτσι που γελούσε περιμένοντας πότε θα τα κοντύνω σαν τον Michael Jackson. Βρήκα και κάτι μαύρα πουκάμισα Diesel   πάντα μικρό νούμερο που μούρχονταν γάντι.
Το καλοκαίρι πάθαινα αμόκ με τα μπλουζάκια που δεν μπορούσα να τα βρω όπως τα ήθελα ώσπου ανακάλυψα κάτι Harley Davidson απέναντι από το ΚΑΛΑΜΑΡΙ. Στο ''Φωκά'' πάντα με ψάρωναν τα αστραφτερά κορίτσια πίσω απότις κολόνιες και τα κραγιόν και φοβόμουν εκείνες τις αιχμηρές αυτόματες σιδερένιες σκάλες. Είχα δικιμάσει ένα μπλουζάκι energie   και μια  τύπισσα με κοιτούσε στο ταμείο σα να επικροτοούσε. Θυμάμαι ότι στο ασανσέρ υπήρχε η ασπρόμαυρη αφίσσα μιας ξανθιάς κοπέλλας  πολύ όμορφης και γω ήθαλα να τη φιλήσω όταν έμεινα μόνος εκεί μέσα.

Και τώρα άμα τύχει κι έχω χρόνο μπορεί να ρίξω μια ματιά στα ΙNTERSPORT  και να δοκιμάσω κανένα μπουφανάκι Champion σαν αυτά που φορά ο Γιάννης ο μαθητής μου με τα κορδόνια που γίνονται ακουστικά για να μην τον καταλαβαίνει ο καθηγητής του. Ξέρω πια με κλειστά μάτια αν είνα καλό απάνω μου ένα παντελόνι ή ένα παπούτσι ύστερα από όλα αυτά που πέταξα όλα αυτά τα χρόνια. Μόνο θέλω σιγά σιγά να δοκιμάσω και κανένα κουστουμάκι σαν αυτά που φορούν κάτι τύποι κι είναι σα να γεννήθηκαν μέσα τους. Η ανηψιά μου η Μυρτώ μούχει δώσει ένα σακάκι ωραίο, εφαρμοστό, όπως το θέλω από τα zara  όπου δούλευε και μου μένουν τα υπόλοιπα. Ελπίζω κάποτε να μοιάσω στον παπού μου με τα καλοραμένα παλτά και τα άσπρα παπούτσια το καλοκαίρι,  τότε που περπατούσε γυμνός από τη μέση και πάνω μ' ένα σορτσάκι και πάντα ξυπόλυτος στα πλακάκια για να δροσίζεται,φορώντας μοναχά το χρυσό του ρολόι -κι αυτός είχε πολύ στυλ
. Εγώ πάλι είχα ένα ασημένιο ρολόι που τόχασα σε μια άσκηση πυρός και κίνησης στο στρατό τότε που πυροβολούσαμε με πραγματικά πυρά σ΄ένα δάσσος σαν αυτό των Αρδεννών, ένας βλάκας πυροβόλησε κατάλάθος ένα παιδί που τούχαν πεταχτεί τα μάτια απ΄τον τρόμο σαν είδε το αίμα να πετάγεται και μείς τρέχαμε τρελλαμένοι μες τη σκόνη σε κάτι ξερολιθιές που τις έκαιγε ο ήλιος μήπως τον σώσουμε.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΨΑΛΙΔΙΑ

Στην Αριστοτέλουςκάτι περιστέρια τσαλαβουτούν μέσα σε μια λακούβα με νερό της βροχής. Καθόμαστε και τα κοιτάμε κι ένας γέρος μας λέει ότι κι αυτός είχε κάποτε περιστέρια πολλά κάπου στην Τούμπα. Λέει ότι το κρέας τους είναι τρυφερό σαν αυτό των τρυγονιών κι άμα είναι μεγαλύτερα σε ηλικία μπορείς να τα βράσεις στη χύτρα όπου και τα πιο σκληρά τραγιά μαλακώνουν. Καθώς μιλάμε άλλα περιστέρια ορμούν σαν καταδιωκτικά από την οροφή του ''Ολύμπιον'' μόλις δουν κάποιον να πετά σπόρους ή ψίχουλα .
Στην πολυκατοικία μου τα βλέπω που φωλιάζουν δίπλα στον καυστήρα της γειτόνισσας όλο το Χειμώνα για να αντέξουν τις παγωμένες νύχτες-έτσι εξηγούνται τα καμένα τους πόδια.
Και μεις είχαμε περιστέρια που εφορμούσαν στοκοτέτσι μας από τη στέγη του σπιτιού του γείτονα σαν ρίχναμε καλαμπόκι στα κοτόπουλά μας. Είχαμε πιάσει με παγίδα κάμποσα απ'αυτά  τότε, τους είχαμε βγάλει τα φτερά και τα είχαμε στο στάβλο κάμποσες μέρες για να τα ψήσουμε σ' ένα μαντρί που είχαμε , κρυφά μη μας πάρει χαμπάρι ο γείτονας,ένα μεσημέρι. 'Ομως το κρέας τους 'ηταν σκληρό κάτι είχαμε κάνει λάθος και μονάχα ο μεγάλος μου αδερφός το πάλευε μασουλώντας τα καημένα τα πουλάκια.
Σ' εκείνο το μαντρί είχαμε τις αγελάδες που αναστέναζαν τη νύχτα γιατί είχαν φάει του σκασμού. Ο πατέρας μου δεν δίσταζε να τις βάζει στα ξένα χωράφια με το βαθυπράσινο τριφύλλι. Όποτε γύριζα από τη βοσκή κοίταζε το προφίλ από τις κοιλιές τους για να δει αν είχαν χορτάσει καλά. Κι αν δεν συνέβαινε αυτό έφερνε τριφύλλι που είχε κλέψει από τα χωράφια  όπου πήγαινε να θερίσει με το χορτοκοπτικό του.  Στα χωράφια ξάπλωνε τα ψαλίδια στο έδαφος  και καθάριζε γύρω- γύρω όλη την έκταση ώσπου να φτάσει στο κέντρο απ' όπου πετάγονταν φίδια αλεπούδες και λαγοί τρομαγμένοι ξεφεύγοντας από τα θανατηφόρα ψαλίδια και τα μαχαίρια στο φτερό. Μια φορά με είχε πάρει και μένα μαζί του σ' ένα μέρος με κάτι τοίχους εγκαταλειμένους όπου έχασκαν θάμνοι και πουρνάρια άγρια, εκεί όπου πηγαίναμε να κόψουμε κισσούς για τα στεφάνια της Εικοστής Πέμπτης Μαρτίου και τα άλλα παιδια φορούσαν για προστασία απο τη βροχή ένα τσουβάλι πλαστικό από λίπασμα, σκισμένο στη μέση που γίνονταν τέλειο αδιάβροχο. Εκεί όπου κάποτε διάβαζα σε αναγνωστικά πεταγμένα παλιότερων ετών κάτι ποιημτάκια ''Που πας καραβάκι με τέτοιον καιρό''κι αργότερα διαβαζα την ιστορία του Πλασκοβίτη θαρρώ για τον Μπεναρδή Χαρίτο που κυνηγούσε παπιά και είχε κολήσει μια νύχτα σ΄ ένα βάλτο αναλογιζόμενος την μέχρι τότε ζωή του. Σ' εκείνο το μέρος που είχε αμπέλια και δέντρα και ρόδια που μοιάζουν με κόκκινες χειροβομβίδες και πουλιά πετούσαν νευρικά ανάμεσα στα φυλλώματα.
 Τα συζητάμε όλα αυτά στο μαγαζί  ενός πατριώ τη μου   κάπου στη Δελφών βλέποντας τα μαυροπούλια να κατακλύζουν τα  πάρκα  τώρα τη Άνοιξη. Μου λέει και για τον τυφλό πατέρα του που πήγαινε να δει νιόπαντρη τότε η μάννα μου   σ' ένα σπίτ με μπαλκόνια πάνω από ένα ρέμα όπου κάποτε γκρεμίστηκε ένα μωρό που ξέφυγε της προσοχής των γονιών του.
Έχει φέρει κι ένα κρέας μαλακό,  μοσχαράκι μου λέει που έβρασε σε μισή ώρα τόσο τρυφερό ήτανε. Όπως τρωμε σκέφτομαι και τα μοσχαράκια που είχαμε εμείς κάποτε αυτά που περιμέναμε όλο το βράδυ να γεννηθούν από τα  ζώα που κοιλοπονούσαν . Θυμάμαι μάλιστα κι ένα βράδυ ατέλειωτο όταν για κάποιο λόγο το μοσχαράκι δεν έβγαινε κι αναγκαστήκαμε να το δέσουμε στο τρακτέρ για να το τραβήξουμε μα σαν βγήκε κουνήθηκε λίγο , πήρε λίγες ανάσες με αγωνία κι ύστερα ξεψύχησε.

TO KOKKINO ΔΩΜΑΤΙΟ

Κάτι κορίτσια φεύγουν από το σχολείο τους. Τα βλέπω μες το το αστικό να φορούν κάτι φόρμες με κουκούλες που βγαίνουν σα γιακάδες πάνω από τα άσπρα μπουφάν τους. 'Ενα απ' αυτά έχει μαλιά γαλάζια και πράσινα , γυαλιά μοτοσυκλετιστή με χοντρά πλαίσια , κάτι επάργυρα κοσμήματα στ' αυτιά και στα δάχτυλα, σακάκι με κουμπιά και ζώνη κι ένα γυαλάκι σφηνωμένο πλάι στο μάτι. 'Ενα άλλο ρίχνει το κεφάλι πίσω, κάτι μπαλάκια γυαλιστερά βγαλμένα από στρείδια για σκουλαρίκια, μαλιά μαύρα, βλέμα όλο υπόσχεση, χείλια κατακόκκινα πάλι θα κολαστώ. Στο Βαρδάρη ένας Πακιστανός μ' ένα περίεργο φόρεμα, ανοιχτό πράσινο, τα μαλιά τραβηγμένα ωραία πίσω και μουστάκι θυμίζει Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ένας γέρος έχει στήσει μια κλούβα έξω από μια εκκλησία και πουλά καρύδια ολόκληρα, καρυδόψιχα , αμυγδαλόψιχα αυγά, ραδίκια φασόλια μεγάλα και μικρά, φακές και ρεβύθια σε σακούλες, κολοκύθια κίτρινα , μακρουλά, ντομάτες, μήλα κόκκινα και πράσινα , σκληρά. Σ ένα άλλο μέρος ένας τύπος με σκούφο και κομένο πόδι ψηλά στο γοφό, ένας μουσάτος κι ένας ακόμα κερνούν τσιγάρο σ' έναν τρελλό, μεθυσμένο κι αυτός φωνάζει '' Γερά ρε μη μασάτε''. Ύστερα πλησιάζει τις ανυποψίαστες γυναίκες και τις τρομάζει. Οι άλλοι γελούν. Στη Φράγγων ένας αξύριστος με πράσινο αδιάβροχο στέκεται βουβός πουλώντας κάτι φυτά ελεϊνά,  αποτρελαμένος κι αυτός δεν μπορεί ν' αφήσει το πόστο του και κάτι φαίνεται να λέει παραμιλώντας λόγια ακατάληπτα. Στο Φοίνικα, εκεί που στρίβουν τα αμάξια για το carefour μια συκιά που επισκεπτόμουν το καλοκαίρι. Ένα πλάτωμα σε βγάζει στο μεγάλο σούπερ μάρκετ με τα σκοτωμένα ζωα που στάζουν αίμα στις βιτρίνες των ψυγείων. Από την Καλαμαριά κατεβαίνουν με φόρα αυτοκίνητα φωτισμένα. Ψηλά εκεί πίσω το Πανόραμα ένα σπίτι  όπου πήγαινα μ' ένα κόκκινο δωμάτιο σαν αυτό του Ματίς. Κατι νταμάρια έχει εκεί πάνω κατά το Χορτιάτη κι έναν δρόμο φιδωτό που τα λεωφορεία κατεβαίνουν γρήγορα και βλέπεις από κάτω τα φώτα της πόλης. Στην Κρήνη ζαχαροπλαστεία κι οθόνες λαμπερές όπου τρέχουν κάτι τύποι με κοντά παντελονάκι πάνω στο πράσινο χορτάρι. Κάποιος μου λέει για τον καιρό στην Ευρώπη και για τα πολιτικά εγώ έχω χαθεί πια. Μια αλάνα απέραντη κάπου και κάτι εστίες πνιγμένες στο νερό. Λάσπες παντού σαν αυτές που πατούσαμε σε μια άσκηση νυχτερινή στο στρατό. Ένας σκύλος με κεφάλι μυτερό βγαίνει από μια γωνιά και με τρομάζει αλλά είναι ύσηχος. Νερό τρέχει σ' ένα αυλάκι πλάι στο δρόμο , νερανζιές με χρωματιστούς καρπούς ανάμεσα στα φύλλα φράχτες από λεβάντες κλαδεμένες στους κήπους. Παίρνω ένα ασανσέρ, οι πόρτες κλείνουν πίσω μου με θόρυβο  και φοβάμαι όπως πάντα πως δεν θ' ανοίξουν ξανά, καφέδες αποτσίγαρα και σκουπίδια σ' ένα καρτοτηλέφωνο,  ένα πιάνο δονείται μέσα από τα ακουστικά στο αυτί μου, Ιεχωβάδες κρατούν περιοδικά για τον Αρμαγεδώνα και το τέλος του κόσμου κι ένας τύπος με κουμπωμένο σφιχτά το σακάκι περπατά σ' ένα δρόμο λοξό, αυτός που κάποτε τηγάνιζε ψάρια ξυπόλητος κι ο πατέρας του του επετέθηκε γιατί τον ζήλευε για μια ιστορία παλιά, πάει να κοιμηθεί σ΄ένα σπίτι ξένο μιας και δεν αντέχει εκείνο το κόκκινο δωμάτιο από τότε που μια γυναίκα έφυγε για πάντα μα η φωνή της σφυρίζει μες τα μηλλίγγια του μυαλού του ασταμάτητα.

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ΛΕΜΟΝΤΣΕΛΟ

Όποτε περνώ απ' τη σήραγγα που βγάζει στο σταθμό θαρρώ πως είμαι πάλι μέσα σε μια ταινία. Τα μαύρα μάρμαρα αντικατοπτρίζουν τα φώτα της οροφής κι εγώ πατώ απάνω τους. Ο αέρας μπαίνει από τις εισόδους δεξιά κι αριστερά, άνθρωποι σέρνουν τσάντες κι αποσκευές, μια κοπέλα με κοιτά με την άκρη του ματιού της. Πιο πέρα μαγαζιά με ηλεκτρονικά παιχνίδια και φώτα που αναβοσβήνουν, άνθρωποι πίσω από πάγκους κι ένα κορίτσι καπνίζει ένα τσιγάρο ηλεκτρικό. Έξω απ' το κτίριο γερανοί κατοπτεύουν το έδαφος, ένας γέρος σε μια γωνία ξεχασμένος λύνει ένα σταυρόλεξο μες στη βροχή. Παίρνω το αστικό και περνώ απ' την Πολίχνη για να βγω στα Μετέωρα. Ένα ρέμα χτισμένο και κάτι πολυκατοικίες σαν γκρεμοί με παράθυρα. Σε μια στάση ένας μικρός με περιμένει και με οδηγεί από μια κατηφόρα στο σπίτι του. Η μαμά του θέλει να μάθει αγγλικά για να μιλά με Άγγλους και Ρώσσους το καλοκαίρι στο μαγαζί της, στη Σάνη. Έχει άγχος και γεμίζει το τετράδιό της με γραμμές για να εκτονωθεί. "Λεμοντσέλο" θα είναι το όνομα του μαγαζιού από ένα λικέρ που φτιάχνει και μου δίνει ένα ποτήρι με ένα ποτό στο χρώμα των ακτίνων του ήλιου που έχει μέσα κάτι παγάκια. Γήπεδα μπάσκετ φωτισμένα κι έρημα κι εκεί πάνω καθώς φεύγω και στη στάση ο ήχος της βροχής στις λακούβες θυμίζει τον ήχο των τελευταίων πλήκτρων του πιάνου. Ένα αεροπλάνο που πετά από πάνω με τα πλαϊνά φώτα του αναμμένα διαπερνά την ομίχλη σαν καράβι που σκίζει τα μαύρα νερά. Σ' ένα σημείο όλα σκοτεινά πίσω απ' το τζάμι, τι να βρίσκεται άραγε εκεί έξω; Ένας παππούς δίπλα μου με το αυτί σφραγισμένο βγάζει ένα μπουκάλι τετράγωνο μ' ένα ποτό κάτω απ' το σακάκι του κι ένας άλλος τύπος μου λέει ότι οι γιατροί ανακάλυψαν στην ίριδα του ματιού του ένα πρόβλημα που είχε στο κομπιουτεράκι του εγκεφάλου του κι από τότε σταμάτησε να διορθώνει τα άλλα κομπιούτερ όπου δούλευε. Κάπου στο κέντρο κάτι μαλλιάδες παίζουν κιθάρα σ' ένα σημείο όπου τέλειωσα ένα κομμάτι καβαλώντας έναν τοίχο κι απλώνοντας τα χαρτιά μπροστά μου. Σιγά σιγά το μυαλό δείχνει να ξεμπλοκάρει κι όλα μπαίνουν στη θέση τους. Φώτα και φρούτα και λουλούδια έξω απ' τα μαγαζιά κι είναι ώρα για λίγο ύπνο ώστε να λαδωθούν τα γρανάζια στο μηχανάκι μέσα στο κεφάλι μου. Στο σπίτι ένα συρτάρι σαν αυτό που είχε κάποιος άλλος για να ρίχνει χαρτάκια διάφορα  για να τα  βγάλει όταν ξεμείνει από ιδέες. Όλη τη νύχτα το ραδιόφωνο   ανοιχτό με την κασσέτα μέσα έτοιμη μήπως παίξει κάτι καλό που δεν πρέπει να χάσω. Καμιά φορά πατάω το κουμπί και ξεχνώ να το σταματήσω. Η κασέτα γράφει όλη νύχτα κάτι πράγματα μπερδεμένα με ήχους και φωνές παράξενες. Στον ύπνο μου κάτι όνειρα μ' έναν πύργο πελώριο , ασπρο που έχει κηλίδες πράσινες από τρεχούμενα νερά.  Σ ' ένα σταθμό κάτι ιστορίες για καλόγερους που λένε κάτι ύμνους περίεργους γονατισμένοι στο πάτωμα κάποιας εκκλησίας κι έπειτα κατεβαίνουν σε κάτι στοές σαν κατακόμβες , κάθονται γύρω από ένα τραπέζι ξύλινο, τρώνε ένα ψωμί άσπρο με κάτι σφραγίδες πάνω του και πίνουν ένα ποτό διάφανο σα ''Λεμοντσέλο''

ENA ΣΙΔΕΡΟ ΑΝΑΜΜΕΝΟ

Όταν είμαι στα κάτω μου ακούω πολλα λαϊκά. Θυμάμαι κάτι περιπτώσεις όπως κάποτε σ' ένα ταξί που άκουγα  Μαργαρίτη '' Μια ζωή συμβιβάζομαι και τα λάθη σου σβήνω ...'' με τον ταξιτζή να έχει κρεμάσει το χέρι του μέχρι την άσφαλτο της Αγίου Δημητρίου. 'Αλλοτε σ' ένα λεωφορείο παλιό που μύριζε τσιγάρο, μ' εκείνες τις ασήκωτες πόρτες άκουγα ''Απονιά μου δείχνεις και φαρμάκι ρίχνεις..'' κι ο οδηγός τραγουδούσε αλλάζοντας ταχύτητες και μια άλλη φορά ένας οδηγός έξω από ένα στρατόπεδο στη Σταυρούπολη άκουγε στο ραδιοφωνάκι το ''Φταις εσύ...''. Για κάποιο λόγο που δε θυμάμαι τώρα ήμουν χώμα τότε.
Σ' ένα τραίνο που μας πήγαινε στην Αθήνα κάτι παιδιά είχαν μεθύσει κι άκουγαν το ''μη τολμήσεις νάρθεις στη Θεσσαλονίκη...'' κι ύστερα δεν μπορούσαν να κοιμηθούν όλη νύχτα δίπλα στον οπλοβαστό όπου τη νύχτα κλειδώνονταν και ξεκλειδώνονταν όπλα με κρότο  κι όταν ήταν να φυλάξουν σκοπιά στον τελευταίο όροφο ενός στοιχειωμένου κτηρίου κοιμόταν όρθια με την πλάτη στον τοίχο και δεν άκουσαν κάποιον που ανέβαινε αθόρυβα τα σκαλιά. Στον Έβρο, σ' ένα φυλάκιο που έμοιαζε με μοναστήρι κι είχε μια εικόνα θαμπή του κρυφού σχολειού στην είσοδο ακούγαμε Καζαντζίδη ''Άσε με να ζήσω μοναχός έγινα στο πόνο μου γιατρός'' βλέποντας στην τηλεόραση  τον '' Εξολοθρευτή'' να ανατινάζει φορτηγά κι αυτοκίνητα. Σ' ένα θάλαμο στην Πλάτη εκεί πάνω, από μια μεριά έπαιζε το ''μούκανες τη νύχτα μέρα και τη μέρα συμφορά ακατάληλη αγάπη ...'' κι από την άλλη το Magic bus από τις Τρύπες. Θυμάμαι και το ''Ένα σίδερο αναμένο που ο Β. Β. (Βασίλης Βασιλειάδης)  που τό γραψε  λέει ότι το άκουσε περνώντας από τα Καμένα Βούρλα σ' ένα ηλεκτρόφωνο  τσακίστηκε να γυρίσει πίσω γιατί του είπαν ότι γίνονταν χαλασμός μ' αυτό το τραγούδι.
Καζαντζίδη άκουγε κι ένας τύπος που κουβαλούσε σε μια σακούλα πλαστική ρετσίνες διάφανες κιτρινωπές, κάπου στην Άνω Πόλη '' Δεν αξίζει γι αυτήν πια να κλαίω...'' σ'ενα σπίτι δίχως παράθυρα ακούγαμε ένα βράδυ'' Απόψε ζούμε στα παραμύθια'' έχοντας αντίκρυ κάτι φώτα χλωμά και στο Λονδίνο είχα μαζί μου κάτι C.D. με Ινδούς που έπαιζαν  κρουστά κι ήταν σα να έβγαζαν μπουρμπουλήθρες, μαζί μ' ένα μπουζούκι απίστευτο. Μια καινούρια τραγουδίστρια έλεγε το '' όμως τώρα δεν μπορώ''και γω είχα δει τόσο πολλούς Ινδούς εκεί πάνω που είχα αρχίσει να νιώθω ότι ήμουν στη χώρα τους. Είχα και τη Βιτάλη εκεί  ''λιγο φως μες τα σκοτάδια αναζητούσα'' και κοίταζα τα άσπρα αγάλματα να λιώνουν από νοσταλγία ύστερα από αιώνες ξενιτιάς.
Ο Κοντογιάννης μ'έχει σώσει σε κάτι γιορτές και το C. D. του τοχω διαλύσει πια . Πάντα μ' άρεσε αυτός είτε τραγουδούσε ένα τουρκικό το ''Ογλάν ογλάν'' που το χόρευε η Νικολέτα με το θανατηφόρο κορμί γελώντας είτε τραγουδούσε Γιώργο Ιωάννου '' Πίσω μου σφαγεία φουλ λεωφορεία- πέρα στη πλατεία άδεια καφενεία'' Λαϊκά ωραία ακουγε κι ένας ταχυδρόμος χοντρός που δεν έζησε πολύ σ' ένα μαγαζί κάπου στη δεκαετία του Εβδομήντα και κάποιος άλλος Έλληνας μετανάστης τα χόρευε σε μια πίστα της Αλεξανδρούπολης.  Παλιά λαϊκά είχα ακούσει και στο Μινουί, ένα σκοτεινό υπόγειο με κάτι τραγουδίστριες κουρεμένες πολύ κοντά και κάτι τύπους με χρυσά δοντια που περιφέρονταν τρεκλίζοντας και κρατώντας κάτι πλάσματα περίεργα με παλτά που είχαν σχέδια λεοπάρδαλης απάνω τους.
Κι είχα ακούσει και μια ιστορία για ένα παιδί που έφερε κάποτε ένα μπουζούκι σ' ένα ψυχιατρείο κι ένας γαλανομάτης με μουστάκι τραγουδούσε το ''Αυτή ηνυχτα μένει '' σα να ήταν πραγματικά εκείνη η νύχτα η τελαυταία του, ενώ γύρω οι τρελλόι μουρμούριζαν κι ακλαιγαν προσπαθώντας να χορέψουν μα δεν μπορούσαν γιατί είχαν πάρει εκείνα τα χαπάκια τα άσπρα και τα πορτοκαλιά που δοκίμασα κάποτε και κόντεψα να σαλτάρω.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

BΕΝΖΙΝΗ

Κάποιοι λένε ότι θα πέσει πείνα και συγκεντρώνουν τρόφιμα όπως έκαναν κάτι γέροι στο χωριό μου που μάζευαν σακιά με αλεύρι και τενεκέδες με λάδι κι άλλα φαγώσιμα σ' ένα κελάρι μυστικό , υπόγειο. Στην Τσιμισκή κάτι τύποι  με κοστούμια φωνάζουν και βρίζουν μιλώντας στα κινητά, στα γραφεία άνθρωποι καταρέουν πάνω στα χαρτιά τους εξαντλημένοι κι ένα μαγαζί πέτρινο, καταραμένο κάπου κοντά στη Δωδεκανήσσου δε λέει να σταυρώσει ενοικιαστή. Γυναίκες οδηγούν αμάξια μεγάλα σαν άρματα, είναι μακιγιαρισμένες άψογα και φορούν γυαλιά μαύρα όπου μπορείς να τσακίσεις το βλέμα σου αν τυχει και τις κοιτάξεις. Στις εισόδους των τραπεζών κάτι κλουβιά που φοβάμαι ότι δεν θα ανοίξουν και θα με κρατήσουν στα σαγόνια τους κάποια στιγμή, στα ταμεία τα χαρτονομίσματα στοίβες και μια γυναίκα χτυπά με δύναμη τα ρέστα πάνω στον πάγκο.  Σ' ένα αστυνομικό τμήμα κάποιοι ψάχνουν ένα πορτοφόλι κλεμένο. Διάδρομοι στρωμένοι με μωσαικό , τοίχοι βρώμικοι, κάποιος που θέλω να αποφύγω οπωσδήποτε και κάπου στη γωνία πρέπει να βρίσκονται τα όπλα όπως στο στρατό. Στο δρόμο μια ξανθιά μ' ένα σακίδιο - μακριά απ' αυτήν-τύποι χοντροί τρέχουν να μαζέψουν τα διπλοπαρκαρισμένα  αυτοκίνητλα τους, κάποιοι άλλοι τους βρίζουν , ένας ζητιάνος τυλιγμένος μ' ένα σεντόνι στέκεται κάπου στην Ερμού και μια γριά έχει ένα πρόσωπο τόσο χαραγμένο σα να πρόκειται να τεμαχιστεί. Μέσα στα αστικά κάποιος φοβάται να καθήσει μπροστά σ' ένα γυάλινο χώρισμα από τότε που έσπασε σε ένα άλλο αστικό και τα κρυσταλλάκια σκόρπισαν πάνω του με δύναμη. Ο φωτεινός πίνακας τάχει παίξει και δείχνει αριθμούς και σύμβολα σαν ιερογλυφικά ακατανόητα. Τα αμορτισέρ έχουν γίνει σμπαράλια και μας τραντάζουν σε κάθε λακούβα. Τα βράδια γήπεδα μπάσκετ φωτισμένα κι έρημα,  σκοτεινοί διάδρομοι στο Ιπποκράτειο,περιπτεράδες ξενυχτισμένοι κρατούν από τα ρέστα σου για την ταλαιπωρία που τραβούν όλη νυχτα, ένα πρεζόνι περνά σα χαμένο ανάμεσα στα αυτοκίνητα κοιτάζοντας ψηλά προς  μια εκκλησία και κάνοντας το σταυρό του. Βενζίνη έχει πέσει στα πάτωμα του αστικού σαν κάποιος να θέλει να μας κάψει, τα παράθυρα ανοίγουν γιατί η μυρωδιά είναι ανυπόφορη και μπορείς να δεις το φεγγάρι από το οποίο έχει απομείνει μια κυρτή άσπρη γραμή.  Στα κομωτήρια γυναίκες με αλουμινόχαρτα στο κεφάλι σα να πρόκειται να μπουν στο φούρνο και σ ένα άλλο μέρος ένα κορίτσι που φορά ένα γιλέκο πράσινο, μαλακό, βελούδινο με κοιτά με κάτι μάτια σα χάντρες γαλάζιες. Ένα τηλέφωνο χτυπά κι έχει για σήμα ένα τραγούδι παλιό'' η αγάπη αυτή με πεθαίνει ''. Όντως. 

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

ΜΕΓΑ ΚΟΡΑΛΙΟΓΕΝΕΣ ΦΡΑΓΜΑ

Έχω μια μανία να κοιτώ πάντα μπροστά και να κάνω σχέδια. Άμα τύχει κι ερωτευτώ καμιά κοπέλλα- πλατωνικά κατα κανόνα- κάνω σχέδια και προγράματα για το πως θα είμαστε μαζί και πως θα ταξιδεύουμε σε θάλασσες κι ακτές και δρόμους ατέλειωτους. Θέλω να είμαι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά και να ζω από πρίν ότι μπερέσω, ότι προλάβω. Τα χριστούγεννα τα ζω από το Νοέμβριο, το Πάσχα κανένα μήνα πιο μπροστά και το Καλοκαίρι από τον Μάιο ή  κι από τον Μάρτιο. Έτσι τώρα σκέφτομαι το Καλοκαίρι σ' ένα λιβάδι ξεχασμένο στους πρόποδες κάποιου βουνού, με τα καρπούζια μέσα στο τρεχούμενο  νερό για να μείνουν δροσερά, εκεί όπου κάποιοι βόσκουν άλογα κι αγελάδες που για να ξεδιψάσουν χώνουν τα ρουθούνια τους στις γούρνες κάνοντας μπουρμπουλήθρες. Το καλοκαίρι με τη μυρουδιά του κομένου χόρτου στα θερισμένα τριφύλλια, και τα φαράγγια από όπου βλέπεις τα κοπάδια από ψηλά να χάνονται μες τη σκόνη καθώς ο ήλιος ανατέλει πίσω σου σα φλεγόμενος δίσκος
Το καλοκαίρι που κάποιες πέφτουν από τα πλοία όπως κατεβαίνουν τις σκάλες κι ενα σκοινί μπερδεύεται στο πόδι τους για να βυθιστούν στο διάφανο νερό κοιτάζοντας μια τσίχλα που μασούσαν να κυλά αργά προς το βυθό.
. Το καλοκαίρι με τα ανοιχτά μπαλκόνια από όπου πέφτουν νερά τη νύχτα στις γάτες που κλαίνε,  τότε που οι λαχειοπώλες γυρίζουν σα στοιχειά στα στενά, τα γυφτάκια κοιμούνται στο τσιμέντο έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό, κάτι τύποι με μεγάλα μαχαίρια για να σκίζουν τα αλουμινένια κουτάκια ψάχνουν τους κάδους,τότε που κάποιοι άλλο τύποι  καθισμένοι σ' έναν πάγκο πίνοντας κρύα μπύρα  σου λένε ιστορίες για τον Κολτρέιν που έκανε πρόβες μοναχός του όλη νύχτα σκαρφαλωμένος πανω στη γέφυρα του Μπρούκλιν.
Το καλοκαίρι που τα παιδιά διαβάζουν στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας με τη θάλασσα και τα Πιέρια απέναντι κι όταν σημάνει η τρομπέτα από το τρίτο σώμα για την υποστολή της σημαίας, το βραδάκι ένα απ' αυτά σηκώνεται όρθιο και χαιρετά όπως στο στρατό και τ' άλλα παιδιά γελούν. Τότε που διαβάζεις για τα μυαλά αυτών που βγήκαν από το Χάρβαρντ, σαν τον Μακναμάρα που λενε πως  το ο εγκέφαλος του δούλευε σα μηχανάκι κι άμα είχε υσηχία μπορούσες ν' ακούσεις τα γρανάζια να δουλεύουν ασταμάτητα. Τα μυαλά αυτών των σοφών που σκέφτηκαν και διέταξαν βομβαρδισμούς με φλογοβόλες βόμβες στις ζούγκλες της Ινδονησίας κι αλλοτε δοκίμαζαν πυρηνικά στον Ειρηνικό στα μέρη εκείνα από όπου πέρασαν κάποτε θαλασσοπόροι τολμηροί για να κολήσουν στο μέγα κοραλιογενές φράγμα έξω από τα νερά της Αυστραλιανής Ηπείρου για την οποία μπορείς να διαβάσεις τραγούδια των Αβορίγινων που περιγράφουν ψάρια και νερά κι άλλα στοιχεία της φύσης. Μπορείς εκει πέρα να διαβάσει το Έπος του Γκίλγκαμες με τον άνθρωπο που είχε τα πόδια στην ποτίστρα για να δροσίζεται. Αυτόν που ανέλαβε να μυήσει στα μυστικά της ζωής μια γυναίκα -  πάντα έτσι γίνεται-κι έπειτα παλεψε με το μαύρο τέρας μέσα στο δάσος με τους ψηλούς κέδρους την εποχή προτού τον κατακλυσμό. Μπορείς να διαβάσεις για χρονιές δίχως καλοκαίρι εξαιτίας μιας έκρηξης εξωπραγματικής σ'ένα ηφαίστειο , για εποχές που πάγωναν τα ποτάμια στη Βόρεια Ευρώπη και για τα ταξίδια των Βάσκων ψαράδων τα καλοκαίρια σαν έψαχναν τα κοπάδια των μπακαλιάρων στον Ατλαντικό.
 Κι άμα θέλεις μπορείς να κοιτάξεις και τα τραγούδια των Ινδιάνων με τα απειλητικά νανουρίσματα όπου ο γέρο Τσάμπιο τρομάζει τα παιδιά που δεν υσηχάζουν ή τα άλλα, τα πολεμικά με τους πολεμιστές που πεθαίνουν στα χωράφια τα καυτά καλοκαίρια τραγουδώντας
'' Δέ μου μένει καιρός πια να ζήσω. Μάνα μπορείς να με κλάψεις''.

KOYKΛΑΡΕΣ

Με ζάλισεη φίλη μου εκεί πέρα. Η ανηψιά της στη Γερμανία είναι λέει δεκαεπτά  χρόνων,  είναι πανέμορφη κι έρχεται τα Καλοκαίρια να συναντήσει το αγόρι της κι η κόρη της φίλης της είναι ένας άγγελος και αριστούχος στο πανεπιστήμιο και κάτι άλλες γνωστές της που ζουν στην Αγγλία δεν παίζονται λες και σ'εκείνον τον τόπο οι κουκλάρες φυτρώνουν από το χώμα. Έτσι απόφάσισα να πάω να δω τι γίνεται κατά κει .
 Στα ΚΤΕΛ σ'εκείνη την κατασκευή με τα πλεγμένα σίδερα ο ήλιος εμπαινε από τα παράθυρα ψηλά και παντού διαχέονταν χρώματα κόκκινα και πορτοκαλιά. Τρεις αστυνομικοί με στολές μαύρες κοίταζαν τα χαρτιά μερικών ναρκομανων που κινούνταν σαν υπνωτισμένοι και κάτι Κινέζοι έπιναν καφέ καθισμένοι σε καρέκλες σιδερένιες. Πάνω στο λεωφορείο ο ήλιος χρύσιζε τα μαλιά μιας ξανθής κοπέλλας και γω άκουγα στο καινούριο mp3 μου κάτι ανάσες κοφτές να τραγουδούν ''I can't stop thinking of you..''. To SONY φαίνονταν ναδουλεύει καλά. Στη θάλασσα κάτι κηλίδες σκοτεινές διάσπαρτες παντού κι ένα ατέλειωτο τούνελ στο Σύμβολο σε οδηγεί θαρείς στον κάτω κόσμο αλλά στην έξοδό του φαίνεται η Θάσσος κι έχεις την εντύπωση από κει ψηλά, από τον Άγιο Ανδρέα ότι  το όχημα μπορεί να πετάξει μέχρι τη Θάσσο απέναντι. Ο ήσκιος του λεωφορείου σαν πολιορκητικός κριός ανοίγει δρόμο πάνω στην άσφαλτο,κάτι μισογκρεμισμένα αρχαία παρατηρητήρια αχνοφαίνονται μακριά καθώς τα φώτα ανάβουν στην Εθνική οδό στις εξήμιση και κάποιοι κλαδεύουν ελιές κι αμπέλια. Στο εργοστάσιο με τα φωσφωρικά της Καρβάλης φωτισμένες μεταλικές σκαλωσιές εκεί από όπου βγαίνουν τα χημικά για να γεμίσουν τη γη και τις πηγές και τα ποτάμια και τις θάλασσες.

Όταν πάω στην επαρχία νιώθω σα να είμαι σ' άλλον πλανήτη. Όλα κινούνται αργά, στου τοπικούς σταθμούς ακούς Καζαντζίδη ''μου έκανες πάλι ζημιά και γω την πέρασα στο ντούκου'' κορίτσια βαμένα ανεβαίνουν στο λεωφορείο για το νυφοπάζαρο του Σαββάτου στα νυχτερινά μαγαζιά με τακούνια θεόρατα,  κάτι φορέματα με την πλάτη ανοιχτή κι ο οδηγός με ρωτά αν κάνω το επόμενο νυχερινό δρομολόγιο.
Εκει όπου κοιμήθηκα ένα σπιτάκι εγκαταλειμένο απέναντί μου από το παράθυρο του οποίου ένας ανάπηρος κάποτε είδε ένα μωρό να πέφτει σε μια γούρνα,  φώναξε ένα κορίτσι που άπλωνε ρούχα στην αυλή κι αυτό με κρύο μυαλό το έβγαλε , το απόθεσε στο χώμα για να αδειάσει το νερό από μέσα του κι ύστερα το άφησε κάτω για να φέρει κάτι και να το καθαρίσει . Έναςτύπος που περνούσε με το ποδήλατο είδε τη σκηνή, θάυμασε τηνψυχραιμία του κοριτσιού κι αναπαράστησε τη σκηνή στους γείτονες.
Τα κοκόρια λαλούν στις τρεισίμιση κι ύστερα στις έξι και τέταρτο για να μας ξυπνήσουν και να πάμε μ΄ ένα παιδί ανάπηρο στην εκκλησία. Κάθομαι στο πίσω κάθισμα δίπλα στις ρόδες από το καροτσάκι του και κοιτώ στον καθρέφτη τα άσπρα δόντια του όπως χαμογελά. Ένας παππάς βγαλμένος από τους πίνακες του Ρουμπλιώφ μας λέει για τον Λουκά που δεν μπορούσε να κοιτάξει την Παναγία κατα πρόσωπο κι αυτή στάθηκε δίπλα στη λίμνη για να τη ζωγραφίσει από τον καθρέφτη του νερού. Ο Σταύρος από τον Ίασμο μου 'δειξε πως περνάμε από την ύφεση του κε στη δίεση του ζω για να βγούμε σε άλλους τρόπους και ήχους και μέλη αρχαία ατέλειωτα όπου δεν πρέπει να χάνεις ποτέ το ρυθμό.
Για τις κουκλάρες που έχει κατα κει θα πω άλλη φορά, πάντως γνώρισα ανθρώπους εξαιρετικούς και τον Θοδωρή που βουτούσε έξω από το Αγίασμα για να ψαρέψει με ψαροντούφεκο. Μου είπε για έναν άλλο δύτη που έπαθε ανακοπή γιατί έπαιρνε αντιφλεγμονώδη. Ο Θοδωρής τον φορτώθηκε και τον έβγαλε με κίνδυνο της ζωής του κι ύστερα τού κανε τεχνητή αναπνοή για μισή ώρα αλλα ο άλλος είχε φύγει πια.Ο Θοδωρής μου είπε ότι είχε προαισθανθεί κάτι κακό γιατί όπως ο ήλιος χτυπούσε λοξά τη θάλασσα του φάνηκε κάτι να σαλεύει αδιόρατα κάτω απ'ο τα σκοτεινά νερά σα να παραμόνευε ο θάνατος εκεί κάτω και δεν βούτηξε. Από τότε λέει,ξέρει πως είναι να πεθαίνεις.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΣΑΛΤΟ ΜΟΡΤΑΛΕ

Στο ίντερνετ καφέ όπου πάω έχει κάτι τύπους περίεργους. Ένας κάθεται και μιλά στο φέισμπουκ με μια γυναίκα ξανθιά που είναι κάπου στο Βέλγιο. Του λέω να μη φωνάζει κι αυτός μου λέει '' Αδερφέ υπάρχει αίσθημα άμα θες άλλαξε θέση΄΄.  Η ανάσα του μυρίζει αλκοόλ. Χαμογελώ και σκέφτομαι '' αυτός είναι δκός μας''. Σε μια γωνιά σκοτεινή, στο πίσω μέρος κάτι παιδιά καπνίζουν. Ένας τύπος με πολλά δαχτυλίδια στα χέρια σα σιδερογροθιά, μου δείχνει πως να κατεβάσω ένα κομάτι. Ένα άλλο κορίτσι ξενυχτισμένο που η ανάσα του μυρίζει καφέ και με στρεσάρει μου λέει κάτι για τα σίξτις αλλά δεν ξέρει και πολλά. Μια άλλη γυναίκα ψάχνει κάτι αγγελίες και μου λέει για τα τρία της κοριτσάκια . Συγκρατώ το όνομά της γιατί είναι αυτό της αδερφής μου.
 Ότι δεν προλαβαίνω να τελειώσω στο καφέ το συνεχίζω στα σπίτια των μαθητών μου. Στον υπολογιστή της Θεανώς μια φωτογραφία της  ανάμεσα σε μαξιλάρια άσπρα , η προσωποποίηση της αθωότητας μ' εκλεινο το παιδικό βλέμμα, αν κι εγώ ξέρω ότι δεν είναι τόσο αθώα. Έχει και μια άλλη φωτογραφία τραβηγμένη στον καθρέφτη της ντουλάπας της καθισμένη στο πάτωμα ανάμεσα σε κόκκινα θολά χρώματα- πως το κάνει αυτό το πράγμα; O Γιάννης μου δείχνει το καινούριο κινητό αφής και συναγωνιζόμαστε στο τρέξιμο έξω από το σπίτι του. Με περνά για λίγο στο τέλος αλλά ο φίλος κάνει προπόνηση κάθε μέρα με την ομάδα του ενώ εγώ εξασκούμαι κυνηγωντας τα αστικά.  Ένας σκύλος σα δαίμονας έξω από το σπίτι του με γαυγίζει και ταυτόχρονα γλείφεται σαν του πετώ κανένα κομάτι τοστ. Κοτσύφια με κίτρινα ράμφη κουνούν τις ουρές τους νευρικά ανάμεσα στα δέντρα εκεί πάνω  και στις κατηφόρες του Φιλύρου κάτι σκύλοι αδέσποτοι έλιωσαν από το κρύο όλο το Χειμώνα. Κρύσταλλα κρέμονται από βράχους και κάτι παιδιά από το παιδικό χωριό κρέμονται από τον οδηγό που γελά ενώ η άσφαλτος γυαλίζει. Στο σπίτι της Χριστίνας αυτή μου λέει για το καλοκαίρι που θα χορτάσει κολύμπι ήλιο και θάλασσα με την καινούρια βάρκα που πήρε ο πατέρας της κι ακόμα ότι θα παίζει όλη μέρα ρακέτες στην αμμουδιά.
Ο Παναγιώτης στα Μετέωρα θα μου πει  για το χωριό του στο Κιλκίς όπου χιόνισε και ήταν υπέροχα αλλά δεν μπόρεσε να τραβήξει φωτογραφίες γιατί η μαμά του έβαλε στο πλυντήριο το κινητό μαζί με το παντελόνι του. Μου λέει όμως ότι έριξε κάμποσες τουφεκιές με το όπλο του πατέρα του την τελευταία μέρα του κυνηγιού και πέτυχε όλους τους στόχους  κάτι μαύρες σακούλες. Μου δείχνει και το μελανιασμένο του μπράτσο από το σημείο που χτυπούσε το όπλο προς τα πίσω καθώς έριχνε. Μου λέει ακόμα ότι στην Ιταλία όπου πήγαν εκδρομή η πόλη και τα αρχαία είχαν μια μυρωδιά ιδιαίτερη και μάλλον κάθε χώρα θα έχει μια διακιά της μυρωδιά κι ακόμα ότι στο καράβι που διέσχιζε την Αδριατική δε σταμάτησε να παίζει ηλεκτρονικά σε κάτι φωτεινά μηχανήματα.

Στο δωμάτιο του Σήφη  ακούμε παράξενα τραγούδια με βρισιές για κάτι μηχανάκια πειραγμένα Καλαματιανά που κάνουν κόντρες πάνω στις ράγιες των τρένων τη νύχτα. Ο Σήφης μου λέει ότι όταν πάει στρατό θα εμφανιστεί με βερμούδες και φραπέ και θα τους πει να πάνε να πνιγούν. Τέλος σαν πάω στη Γεωργία , εκεί κάτω στην Ιωνία πρέπει να μαι προσεχτικός γιατί δεν σηκώνει και πολλά.  Μου λεει παντως για τα νυχτερινά μαγαζιά όπου πάνε φωρώντας τα δωδεκάποντα τακούνια και δεν τρώνε για να μη φαίνονται οι κοιλιές τους κι ανεβαίνουν στα τραπέζια όταν βγαίνει ο Καρράς μετά τις δύο. Μου λέει και για το σάλτο μορτάλε της τότε που γλύστρησε από μια υδατοδεξαμενή σ' ένα εγκαταλειμένο στρατόπεδο. Έβλεπε τότε στον αέρα την τσάντα της να πέφτει μαζί της και σκέφτονταν ότι έπρεπε να καλύψει το κεφάλι της. Έπεσε με τα χέρια τσακίζοντάς τα κι έκανε γκελ στο τσιμένο για να σπάσει και τη μέση της. Και δεν έκλαψε ούτε μια στιγμή, δεν ξέρω πως γίνεται αυτό, σαν πήρε τηλέφωνο τη μαμά της για να τη μαζέψει  κι έσπασε μονάχα όταν ο γιατρός μετά τις εγχειρίσεις της ζήτησε να κουνήσει το ποδαράκι της.

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

AΚΟΥΣΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

Ώστε πάει λοιπόν η κυρία Ελένη που μού δειχνε πως να φτιάχνω μανέστρα και στραπατσάδα και φακές και μας είχε δώσει μια συνταγή για αρνί στη γάστρα με την οποία ο Νίκος είχε τρελλαθεί και μού λεγε '' μήν τη χάσεις''. Η κυρία Ελένη που έφτιαχνε τα Χριστουγεννιάτικα κρέατα με γιαούρτι για να τα αλαφρώσει και κανταίφια σαν αυτά της μάνας μου. Αυτή που καθόμουν γονατιστός - πως αλλιώς μπορείς να σταθείς απέναντι σ' έναν τέτοιον άνθρωπο- για να της εξηγήσω τη γραματική γιατί σαν ξεκινούσε τα μαθήματα ύστερα από καιρό δεν πατούσε καλά κι έπρεπε να μαι προσεχτικός και υπομονετικός. Αυτήν για την οποία έψαχνα κάτι λεκάνες πήλινες για να ζυμώνει το ψωμί μέσα τους και κάτι χάλκινα ταψιά για να ψήνει πίτες και που είχα πάει στο Δεκαβάλα για να μου φτιάξει μια κιθάρα κοματιασμένη που ήθελε να την κάνει δώρο στα γενέθλια της  κόρης της.  Η κυρία Ελένη με το αρχοντικό προφίλ και την μαλακή φωνή που μου λεγε να μη στεναχωριέμαι γαι μια γυναίκα  γιατί ο θεός φροντιζει για όλα τα πουλιά του ουρανού κι ότι ο έρωτας με έρωτα περνάει. Κι όταν το χρειαζόμουν μου είχε πει να της τηλεφωνώ οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας, έτσι είναι οι φίλοι. Αυτή που μου είχε εμπιστευθεί κάτι κέιμενα κρυμένα σ' ένα  πατάρι και κάθονταν απέναντι στον κύριο Γιώργο για να μας πει ο τελευταίος για το φροντηστήριο'' Η βάση''που είχε κάποτε κι οι μαθητές έκαναν ουρές στα σκαλοπάτια του. Ο Κύριος  Γιώργος που είχε κλειστεί στο Πολυτεχνείο εδώ στη Σαλονίκη  μ΄άλλα παιδιά στη  δικτατορία κι άκουσε έναν τύπο με αστρα και κορώνες στον ώμο να φωνάζει ''βγείτε και δεν θα σας ακουμπήσουμε στο λόγο της στρατιωτικής μου τιμής'' κι ήταν αυτός ο αστεράτος που τον σκότωσε πρώτος στο ξύλο. Πάει  η κυρία Ελένη με τον στρατιώτη του Τσαρούχη στον τοίχο αυτή που τρελαίνονταν για τις θυγατέρες της κι όταν ήταν χάλια έβαζε τα ακουστικά αυτοκτονίας , όπως έλεγε κάτι θανατηφόρα τραγούδια της Βιτάλη. Κι αυτό που μου τη δίνει πιο πολύ απ' όλα είναι ότι ένας ένας φεύγουν από κοντά μου ανθρωποι άξιοι κι αγαπημένοι παίρνοντας ένα κομάτι από πανω μου για πάντα την ίδια στιγμή που κάτι ραμολιμέντα στέκονται γαντζωμένα με μανία  στη μίζερη ζωή τους . Δεν είναι δίκαιο.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

ΓΚΝΤΑΝΣΚ

Βαρέθηκα το Χειμώνα κι ακόμα έχει κρύο γιατί ο Μάρτης όπως λένε κι οι παλιοί μπορεί να βγάλει βροχές παγωνιές και χιόνια και να μαρμαρώσει γριές και γέρους τσομπάνηδες με τα κοπάδια τους που τα βλέπεις να χάσκουν έξω από χωριά ανάμεσα σε βράχια  και πουρνάρια. Χάλασε και το Μp3 κι ακόμα ένα μηχανηματάκι  όπου έγραψα ένα σωρό κομάτια, πεταμένο στο συρτάρι. Πάει κι ο Τonwεs  Van Zandt  με το '' sometimes I don' t know where this dirty road is taking me. . .'', πάει κι ο J. J. Cale με το '' ... that lonesome old highway seems to be our way no doubt..''.
Στην τηλεόραση μαμάδες κλαίνε για τα παιδιά τους που μαγειρεύουν και γέροι δακρύζουν ακούγοντας τραγούδια από τα μέρη τους όπου απόμειναν μονάχα τοίχοι κι αγριόχορτα. Στα έργα του μετρό δουλεύουν τη νύχτα πίσω από παραπετάσματα σιδερένια και βλέπεις κράνη μόνο και στολές φωσφορίζουσες σαν κάποιοι να περιεργάζονται ένα UFO που έπεσε στην πόλη σα μετεωρίτης τη νύχτα και το είδε ένα παιδί μονάχα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί νόμιζε ότι κάτι θα βγει από τη ντουλάπα του.
Άντε νάρθει η Άνοιξη για να πλυμμηρίσουν τα πάρκα από μαυροπόυλια με καφετιά στιγματα κι η Μεγάλη Παρασκευή με τους Γάλλους τουρίστες να σε ρωτούν στον Άγιο Δημμήτριο για τα μάρμαρα , τα λείψανα και τις αγιογραφίες. Η Άνοιξη με τους επιτάφιους και τις βιόλες που μαζεύαμε από τον κήπο της κυρα Χριστοδουλιάς  που μας χαμογελούσε δείχνοντας τα χρυσά της δόντια, τότε που πηδούσαμε από γιαπιά πάνω σε σωρούς άμμου κι ανακατεύαμε σιμιγδάλι κίτρινο σ' ένα ταψί πάνω από τη φωτιά για να γίνει χαλβάς. Άντε νάρθει η Άνοιξη εκεί κάτω στα Αλώνια όπου παίζαμε μπάλλα με κάτι βράχους όρθιους για εστίες, κοντά στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων, τους πολεμιστές με τους θώρακες και τις ασπίδες, εκεί που έχει κερασιές και μια γέφυρα όπου ο Νίκος έμπλεκε τα πόδια σε κάτι κάγκελα κι έριχνε το κεφάλι του στο κενό ενώ εγώ έψαχνα για μέντα με τα βιολετιά λουλουδάκια που φύτρωνε ανάμεσα σε πέτρες κόκκινες, εκέι όπου υπηρχαν πλέγματα για να κρατούν τις σαθρές πέτρες και κάτι φούρνοι αρχαίοι με πέτρες στρογγυλεμένες, εκεί όπου βάζαμε αεροζόλ μέσα στα τεράστια λάστιχα των τρακτέρ για να τα δούμε από μακρια να ανατινάζονται με κρότο στον αέρα.
Κι ύστερα νάρθει το Καλοκαιράκι με τα πανηγύρια στον Αι Γιάννη όπου από το ξημέρωμα έβραζαν κρέατα στα μπακιρένια καζάνια κι έψηναν πατάτες σε μεγάλα ταψιά κι έφερναν σταφύλια από τα αμπέλια κάτω εκεί στα Μπουργκάζια. Το καλοκαίρι που μαζεύονταν στο καφενείο κάτι τύποι αξύριστοι, έπιναν ούζο από το πρωί κι ύστερα καβαλούσαν κάτι γαλάζια τρακτέρ θεόρατα ενώ τη νύχτα έπαιζαν στα χαρτιά τα λεφτά των επιδοτήσεων.
Το καλοκαίρι που ο ήλιος δέρνει ανελέητα  το Βορινό μου διαμέρισμα και τα κοράκια σκοτώνουν τα παραδείσια πουλιά μέσα στα κλουβιά τους το ξημέρωμα εκεί σ' ένα μπαζωμένο ρέμα στην Ηλιούπολη. Το καλοκαίρι που ο ήλιος φλέγει τα Φλογητά κι ο κύριος Μηνάς στο μαγαζί του εκεί στο Βαρδάρη μας λεει ιστορίες για τότε που πήγαινε στη Σουηδία μέσω Δανίας μ' ένα κάρο προμήθειες κι οι τελωνειακοί έψαχναν σαλταρισμένοι  μέσα στα τάπερ και τις πετσέτες κι άλλοτε ήθελε να πάει στην Στοκχόλμη για να δουλέψει στο'' ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ ''όπου τραγουδούσαν οι ΑΒΒΑ Κι ο Ροντ Στιούαρτ και δοκίμασε το δρόμο μέσω Γκντανσκ, το λιμάνι με τα ναυπηγεία όπου δούλευε ο Βαλέσσα  εκεί πάνω στη Βαλτική Θάλασσα για να καταλήξει στο Ανατολικό Βερολίνο με κάτι τρένα προιστορικά που έκαιγαν κάρβουνο, όπου τον ανάκριναν τρία μερόνυχτα σ' ένα κελί εφιαλτικό κάτι ξανθοί τύποι και παραλίγο να τον κρατήσουν πίσω από το παραπέτασμα για πάντα.

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...