Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

ΣΕ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΠΡΟΜΑΝΤΕΜΑ

 

Το βράδυ που σχολούσε από τη δουλειά  έβλεπε κάτι κορίτσια  ερωτευμένα  που χάιδευαν τ’  αγόρια τους, φορούσαν  τζιν με τσέπες φαρδιές κι είχαν σακίδια στη πλάτη, της άρεσε πολύ να βλέπει κοπέλες  χαρούμενες,  παρατηρούσε τις κινήσεις τους τις χορευτικές, τα δάχτυλά τους,  τον τρόπο που μιλούσαν, τις εκφράσεις του προσώπου τους. Κάθε φορά που έμπαινε η άνοιξη τα κορίτσια γίνονταν πιο ζωηρά, η φύση γύρω  που βρισκόταν σε οργασμό επηρέαζε και τα παιδιά που έσπευδαν να ερωτευτούν  όπως οι δεκαοχτούρες που φλερτάριζαν φτερουγίζοντας στα μπαλκόνια. Μαζί με τα άλλα ζευγαράκια που κυκλοφορούσαν τη νύχτα έβλεπε κι ένα παράξενο, δυο παιδιά που ήταν  σίγουρα ναρκομανείς, το καταλάβαινες από τη ρουφηγμένη τους όψη  κι από τα τατουάζ που είχαν στα χέρια τους.  Το αγόρι ήταν ξανθό, πολύ όμορφο κι ευγενικό μ’ ένα βλέμμα χαμένο, όποτε έμπαινε καμιά γριά ή κανένας παππούς σηκωνόταν λέγοντας «θέλετε να καθίσετε;» Το κορίτσι ήταν κι εκείνο ξανθό κι  έμοιαζε να έχει μεγαλώσει πριν την ώρα του, χανόταν κι οι δυο τους στις πίσω θέσεις και ψιθύριζαν λόγια ακατανόητα  όλη την ώρα, έμοιαζε σα να προσπαθούσε  το κορίτσι να κανακέψει  το σύντροφό της και να τον  ηρεμήσει από κάτι,   ύστερα κοιμόταν  αγκαλιασμένοι  και με κάποιον περίεργο τρόπο ξυπνούσαν ακριβώς την ώρα που το λεωφορείο έφτανε στη στάση τους,  σηκώνονταν τότε κι έτρεχαν να κατεβούν φωνάζοντας στον οδηγό «μπορείτε να περιμένετε λίγο ;»

 Γελούσε μ’ εκείνο το ζευγαράκι και προσπαθούσε, ν’  ακούσει τι στο καλό λέγανε.  Ανέκαθεν έτρεφε μια συμπάθεια  για τους τύπους τους περιθωριακούς,  ένιωθε μια έλξη, ήθελε να τους μελετήσει, να τους κατανοήσει να τους νιώσει, άλλωστε κι η ίδια  ήταν  πάντα ενάντια στους καθώς πρέπει,  πάντα αμφισβητούσε το κατεστημένο, ποτέ δεν πήγαινε με τη νόρμα. Τους συμπαθούσε τους περιθωριακούς αλλά τους  φοβόταν κιόλας όταν έμπαιναν τις νύχτες αγριεμένοι στο αστικό,  ιδίως μια ξανθιά ξεβαμμένη μ΄ ένα σωρό δαχτυλίδια στα δάχτυλα που τη φοβόταν, είχε  κάτι νύχια μεγάλα και κάτι μάτια  βαμμένα που σε κοιτούσαν αλλόκοτα , σίγουρα σε μια άλλη ζωή θα ήταν μάγισσα ! 

Ένα βράδυ  το λεωφορείο ήταν γεμάτο φοιτητές, κατέβαιναν στα μαγαζιά του κέντρου για το βραδινό γλέντι κι είχαν πιάσει όλες τις θέσεις,  δεν τους χώνευε  αυτούς  γιατί ήταν φωνακλάδες κι αγενείς, έτσι πήγε στις πίσω θέσεις, εκεί που ήταν το ζευγαράκι,  και κάθισε μπροστά τους  προσπαθώντας να καταλάβει τι στο καλό ψιθύριζαν.  Όταν κατέβηκαν έριξε μια μάτια στο κάθισμα τους  και είδε ένα χαρτάκι,  το πήρε και διάβασε « για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου – μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια» της φάνηκε πολύ όμορφο, γύρισε το χαρτάκι από την άλλη μεριά όπου έγραφε  «μόνο γι αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο- κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα- σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα ». Κράτησε το χαρτί στα χέρια  της, τα συμπαθούσε εκείνα τα παιδιά αλλά  δεν το περίμενε ότι  θα μπορούσαν να εκφράζονται έτσι, με τόση λεπτότητα, όλη τη νύχτα σκεφτόταν τα στιχάκια   ακούγοντας τη βροχή που έπεφτε σε μια μεταλλική κατασκευή της ταράτσας  φτιάχνοντας ένα ήχο τραγουδιστό. 

Τέτοια εποχή συνήθως έπιαναν  βροχές που κρατούσαν βδομάδες, ο ουρανός γέμιζε με σύννεφα που σκοτείνιαζαν την πόλη όμως αυτό ήταν ωραίο, εκείνης τουλάχιστον  της άρεσε, δεν θα είχε πρόβλημα αν συνεχίζονταν για μερικές βδομάδες ακόμα,  ήταν σαν ένα ‘’καλοκαιριού προμάντεμα’’ όπως έγραφε το στιχάκι που είχε διαβάσει,  σαν  να  έκανε ένα διάλειμμα ο καιρός προτού μπει το καλοκαίρι φουριόζικο μ’ εκείνες τις ζέστες τις πρώιμες που καίνε τον τόπο.  Η βροχή έδινε στην πόλη ένα  χρώμα ιδιαίτερο που έμοιαζε με φόντο  ζωγραφικού πίνακα, ο τόπος   γέμιζε με άγρια πουλιά που έβοσκαν ανάμεσα στο χορτάρι  των πάρκων, εκεί κάτω από τα παλιά τείχη  όπου μια υδρορροή έτρεχε  χρόνια τώρα και κανένας δεν ασχολούνταν να τη διορθώσει,  είχαν φυτρώσει μάλιστα φυτά υδρόβια και είχαν μεγαλώσει, λίγο ακόμα και θα γινόταν μια μικρή ζούγκλα εκεί πέρα. Όταν έβρεχε όλα άλλαζαν όψη, οι είσοδοι των πολυκατοικιών  έμοιαζαν με σπηλιές χωμένες μέσα στα βράχια, οι κάθετες επιφάνειες ανάμεσα στα κτήρια  θύμιζαν γκρεμούς απότομους κι  ανάμεσα στις πολυκατοικίες σχηματίζονταν κοιλάδες  που ανοίγονταν  πέρα μακριά κατά τον ορίζοντα ως εκεί όπου έφτανε το μάτι…

«Τα κεράσια θα χαλάσουν με τόσες  βροχές» ακούστηκε να λέει μια γυναίκα και γύρισε να  δει ποια ήτανε. Τελειώνοντας τη βάρδια της αισθάνονταν την ανάγκη να κοιμηθεί για έναν αιώνα, έγειρε  πίσω στο κάθισμα της κι έκλεισε για λίγο τα μάτια όταν άκουσε  έναν κρότο πολύ δυνατό και ξύπνησε τρομαγμένη. Ο οδηγός σταμάτησε το όχημα καθώς ο δρόμος είχε μπλοκαριστεί,  κι όλοι οι επιβάτες κατέβηκαν να δουν τι συνέβη.  Περίεργη όπως ήταν πάντοτε πλησίασε  κι εκείνη  το σημείο όπου είχε γίνει η  έκρηξη και είδε κόσμο μαζεμένο έξω από μια σπασμένη βιτρίνα.  Κάτι είχε ανατιναχτεί εκεί μέσα κι από κάπου ακούγονταν φωνές σα να γίνονταν φασαρία μεγάλη,  άνοιξε χώρο ανάμεσα στο πλήθος  και είδε το παιδί που έπαινε ναρκωτικά   να παλεύει με κάποιον,  κανείς άλλος δεν πλησίαζε μονάχα κοιτούσαν όλοι σα να έβλεπαν κάτι στην τηλεόραση,  ο  ναρκομανής   ήταν μικρόσωμος αλλά είχε μια δαιμονισμένη ενέργεια και κοπανούσε τον άλλον που φαίνεται ότι ευθύνονταν για την έκρηξη,  έναν  τύπο ψηλό  με κουκούλα, που δεν μπορούσες να δεις το πρόσωπο του. Δεν το περίμενε ποτέ ότι  το ξανθό παιδί θα είχε  έχει τόση δύναμη,  ο ψηλός είχε αιφνιδιαστεί κι έμοιαζε να μην ξέρει τι να κάνει ενώ ο ναρκομανής τον βαστούσε γερά και τον  κοπανούσε σα να είχε μπει στο σπίτι του. Ο εισβολέας   προσπαθούσε απελπισμένα  να ξεκολλήσει από το άρπαγμα του και τελικά μ’ ένα απότομο τράβηγμα κατάφερε να ελευθερωθεί  και να τρέξει σπρώχνοντας τον κόσμο. Όπως περνούσε δίπλα της εκείνη  άπλωσε λίγο το πόδι της ασυναίσθητα κι ο κλέφτης σκόνταψε άσχημα κι έπεσε  άγαρμπα πάνω στα πλακάκια του δρόμου όμως πετάχτηκε αμέσως σαν γάτος κι άρχισε να τρέχει για να χαθεί μέσα  στη νύχτα.

Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα κι εκείνη προσπαθούσε να καταλάβει την αλληλουχία των γεγονότων,  πως είχε προκληθεί η έκρηξη, τι γύρευε εκεί  ο τύπος με την κουκούλα, γιατί το παιδί που έπαιρνε ναρκωτικά του είχε επιτεθεί έτσι άγρια ; Ρώτησε κάποιον δίπλα της όμως κι εκείνος δεν είχε ιδέα μονάχα κοιτούσε  τα περιπολικά της αστυνομίας που εμφανίστηκαν με τις σειρήνες τους  να βογκούν. Το ξανθό παιδί  βιάστηκε να φύγει από τη σκηνή και να χωθεί στο πλήθος,  ποιος ξέρει τι φοβούνταν. Για να πάει στο σπίτι της τώρα  έπρεπε να πάρει ένα άλλο αστικό,  βρήκε ένα κάθισμα στο βάθος του οχήματος και κάθισε «Κυρία!» άκουσε ένα ψίθυρο  δίπλα της και τρόμαξε,  «μπορείτε να μου πείτε που θα κατέβω, έχω ένα πρόβλημα, όταν ταράζομαι το μυαλό μου κάτι παθαίνει σα να μπλοκάρει,  είναι σα να βρίσκομαι  σ’ έναν εφιάλτη, δεν μπορώ να θυμηθώ που πάω και τι θέλω, δεν μπορώ να βρω τι μέρα είναι και τι πρόγραμμα έχω, οι γιατροί μου λένε ότι είναι ψυχοπαθολογικό, να τώρα δεν έπρεπε να μπλεχτώ στη φασαρία όμως δεν άντεξα, γιατί να πειράξει το μαγαζί του κυρίου ο κλέφτης, τι του έφταιξε ο άνθρωπος, όμως τώρα το μυαλό μου έχει σταματήσει να δουλεύει,  ξέρετε είναι πολύ δύσκολο να μη θυμάσαι ποιος είσαι και τι θέλεις να κάνεις, πολλές φορές οι άνθρωποι θυμώνουν όταν τους ζητώ να μου πουν που βρισκόμαστε και τι μέρα είναι, όταν έχω την κοπέλα μου  μαζί είναι όλα καλά όμως όταν είμαι μόνος φοβάμαι πολύ,  αχ είναι πολύ δύσκολο!»

«Μη φοβάσαι αγόρι μου» του είπε νιώθοντας μια στοργή απέραντη για το νεαρό «θα σου πω εγώ  που θα κατέβεις, κάθε βράδυ σε βλέπω και ξέρω τη στάση σου,  ησύχασε» καθώς σκεφτόταν « αχ πουλάκι μου  τι τραβάς κι εσύ, που να ναι άραγε η μανούλα σου;». «Εδώ είσαι!¨»  του φώναξε  σε λίγο και το παιδί της απάντησε  «σας ευχαριστώ»  κοιτάζοντας την μ’  εκείνο το χαμένο βλέμμα που ξυπνούσε μέσα της τον οίκτο και το μητρικό ένστικτο, «στην ευχή του θεού να πας αγόρι μου και να προσέχεις !»  του φώναξε καθώς τον έβλεπε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Η δική της στάση δεν αργούσε κι έσπευσε να πατήσει το κουδούνι, είχε αρχίσει να ψιχαλίζει πάλι κι έβγαλε  την ομπρέλα της,  κοίταξε κάτω στο βάθος της λεωφόρου όπου φαινόταν φωτισμένη η θάλασσα. Η  βροχή της πήγαινε σίγουρα της πόλης γι αυτό και τα ζευγαράκια διάλεγαν τούτη την εποχή για να ερωτευτούν.  Όπως περπατούσε  της ήρθε στο μυαλό εκείνο το στιχάκι που είχε βρει γραμμένο  στο χαρτί « για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου – μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια»…  

Που θα περνούσε άραγε το ξανθό παιδί τη νύχτα,  ποιος θα του θύμιζε κάθε φορά που να πάει και τι να κάνει,  πως θα επιβίωνε στην πόλη το καλοκαίρι που η ατμόσφαιρα γινόταν  αποπνικτική κι η άσφαλτος των δρόμων έλιωνε ; Είχε μεγαλώσει σ’ εκείνο μέρος όμως μερικές φορές σκεφτόταν ότι μοναχά ένας σεισμός θα την  έσωζε τη πόλη,  άλλωστε μη ξεχνάς ότι το σχέδιο της  είχε γίνει μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά , τότε που είχε καεί το μεγαλύτερο κομμάτι της, κι έτσι ξαναφτιάχτηκε από την αρχή σύμφωνα με τα σχέδια σοφών αρχιτεκτόνων. Τότε όμως τα σπίτια ήταν ξύλινα γι αυτό και καίγονταν για μέρες,  τώρα που να τα γκρεμίσεις αυτά τα θηρία από τσιμέντο, κι έπειτα ήταν κι οι άνθρωποι. Πως θα γινόταν να πέσουν τα κτήρια και να σωθούν οι άνθρωποι- σαν το ξανθό παιδί και το κορίτσι του- που ζούσαν μέσα τους, έπρεπε να συμβεί ένα θαύμα.  Θα μπορούσε για παράδειγμα να γίνει ένας σεισμός προειδοποιητικός ώστε να  εκκενωθούν τα σπίτια,  κι ύστερα ένας μεγάλος να τα αποτελειώσει, να τα γκρεμίσει,  όμως και πάλι πως θα γινόταν να μην πέσουν τα πιο ωραία κτίσματα  με τα κρηπιδώματα στη βάση τους  και τα σχέδια στα παράθυρα και στις πόρτες,   πως μπορούσαν να σωθούν μόνο εκείνα και τα’  άλλα τα απαίσια να γκρεμιστούν, να εξαφανιστούν,   σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος.

 

 

 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...