Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΒΕΛΛΕΡΟΦΟΝΤΗΣ

Το κινητό μου γλίστρησε από τα χέρια  κι έπεσε  στην άσφαλτο ανάμεσα σε λάστιχα και ρόδες, το έβλεπα εκεί πέρα να κείτεται στο δρόμο κι από πάνω του να περνούν αμάξια και μοτοσικλέτες με ταχύτητα μανιασμένη σα να το στόχευαν,  παράτησα το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο κι έτρεξα να το μαζέψω προτού το τσαλαπατήσει κανένα αυτοκίνητο, σήκωσα το χέρι για να κάνω σήμα, μερικοί σταμάτησαν, ένα μηχανάκι με αγνόησε σα να μην υπήρχα και πέρασε με φόρα από δίπλα μου, έσκυψα κάτω από ένα παρκαρισμένο αμάξι, εκεί όπου το είδα να κυλάει , από κει κάτω φαίνονταν οι μεταλλικές κοιλιές των αυτοκινήτων, τα πόδια των πεζών,  σε μια μεριά κείτονταν το τηλεφωνάκι μου, σύρθηκα και το μάζεψα γρήγορα- γρήγορα ανάμεσα σε κόλαση από κορναρίσματα όλων εκείνων που δεν καταλάβαιναν τι στην οργή έψαχνα, το κράτησα στα χέρια μου,  η οθόνη φαίνονταν εντάξει, από θαύμα είχε μείνει άθικτο.

Το είχα νιώσει στη τσέπη μου να χτυπά και δοκίμασα να το βγάλω, αυτό ήταν λάθος βέβαια, η τσέπη ήταν στενή και με δυσκόλευε, όπως προσπαθούσα να το τραβήξω με το ένα χέρι μου έφυγε, όταν είσαι πάνω σε δυο ρόδες δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα. Καθώς δεν υπήρχαν λεωφορεία για πάνω από μια βδομάδα χρησιμοποιούσα το ποδήλατο, είναι λέει η καλύτερη γυμναστική όμως ήταν πολύ κουραστικό ειδικά στην αρχή μέχρι να συνηθίσουν τα πόδια το πεντάλ που πρέπει να δουλεύει συνέχεια . Ένα κάρο δρομολόγια έπρεπε να κάνω από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη, οι ανηφόρες ήταν σκέτος σακατεμός, πιτσιρικάδες γυμνασμένοι με προσπερνούσαν κι εξαφανίζονταν, μια φορά μου βγήκε η αλυσίδα κι έτρεχα σ’ ένα συνεργείο να μου διορθώσουν το σύστημα με τις ταχύτητες και τα γρανάζια, έπρεπε να συνεχίσω το πρόγραμμα μου με κάποιο τρόπο, δε γινόταν διαφορετικά . Δεν ήξερα πως θα τα έβγαζα πέρα, πως θα έκανα όλα όσα είχα να τελειώσω, είχα πάντα μια καταραμένη αίσθηση ότι έμενα πίσω και τα πράγματα με προσπερνούσαν, σ’ ένα σημείο κάπου ανατολικά χρειάστηκε να περάσω από την αριστερή στη δεξιά μεριά του δρόμου, όπως ήμουν αφηρημένος δεν έλεγξα καλά πίσω κι ένας ταξιτζής κορνάρισε τρελαμένος ‘’Τι κάνεις εκεί ρε φίλε!’’ φώναξε από το ανοιχτό παράθυρο .

Αν συνεχίζονταν για μερικές μέρες ακόμα η απεργία δεν θα άντεχα, κάθε πρωί έβγαζα σηκωτό το ποδήλατο από το σκοτεινό υπόγειο όπου το κλείδωνα μη το πάρει κανένας, στο τέλος θα έκανα και μπράτσα! Κείνη την ώρα ο βενζινάς της γειτονιάς άνοιγε την αλυσίδα για να μπουν τα αμάξια στο πρατήριο του κι εγώ ξεκινούσα για το χάος της πόλης, μια φορά όπως περνούσα από τα έργα του μετρό ένα φορτηγό με στρίμωξε στις μπάντες, σχεδόν τις άγγιξα, μ έπιασε πανικός, αν χτυπούσα εκεί πέρα θα μ’ έπαιρναν παραμάζωμα όσοι έρχονταν από πίσω. Και σα να μην έφτανε που έτρεχα παντού με το ποδήλατο είχα και το αφεντικό που δε με πλήρωνε, μου είχε σπάσει τα νεύρα, όλη μέρα όσο δουλεύαμε σα μαύροι ήταν όλα καλά, το βράδυ που ήταν να δώσει το μεροκάματο έβρισκε ένα κάρο δικαιολογίες, σου μιλάω κάθε φορά η ίδια δουλειά, ‘’Ήρθε η ΔΕΗ και δεν μπορώ , μετά ήταν το ενοίκιο, η εφορία, η δόση, - άι στο διάβολο !’’ Μου την έδωσε, πες μου κάτι καινούριο ρε φίλε, όλη την ώρα το ίδιο τροπάρι, ένα βράδυ τον πήρα παραμάζωμα, τον έστειλα στον αγύριστο, δε καταλάβαινα τίποτα, αμέσως τσακίστηκε να βρει τα χρήματα, μου έδωσε και ρεπό στο καπάκι!

Μια παύση ήταν απαραίτητη αλλιώς θα γινόμουν κομμάτια, ήθελα να βγω καμιά βόλτα να δω λίγο τι κάνει ο κόσμος γύρω μου, έβρεχε συνέχεια εκείνες τι μέρες όμως το μεσημέρι έκανε μια ζέστη ασυνήθιστη. Το καλοκαίρι πλησίαζε φουριόζικο, το ένιωθες στην ατμόσφαιρα, τα μανάβικα φόρτωναν τους πάγκους με κεράσια τεράστια, κατακόκκινα απ’ τον Κολινδρό, στα σούπερ μάρκετ έφερναν καρπούζια απ’ την Πελοπόνησσο και στις λαϊκές πουλούσαν σαρδέλα μαγιάτικη που είναι η καλύτερη που υπάρχει όλο το χρόνο κατά πως λένε. Οι γυναίκες φορούσαν παντόφλες με χώρισμα στο μεγάλο δάχτυλο, άλλες ήταν ντυμένες μ’ αθλητικά ρούχα και άσπρα παπουτσάκια κι άλλες με παντελόνια δροσερά και φούστες χρωματιστές που ανέμιζαν γύρω απ’ τη μέση τους. Πολλές φορές σταματούσα στο μαγαζί κάποιου φίλου να πάρω μια ανάσα, είχε μαγαζί κάπου στη Βενιζέλου, μου έλεγε ότι κάτω από το δρόμο βρήκανε λέει μια τεράστια μπάλα από ψευδάργυρο, μαζεύτηκε εκεί κάτω από τα χαλκουργεία και τα εργαστήρια που υπήρχαν στην περιοχή από το Βυζάντιο, τον χρησιμοποιούσαν αιώνες πολλούς για να καθαρίσουν το ασήμι και τ’ άλλα μέταλλα από τις προσμείξεις, είχε κυλήσει με τα χρόνια και είχε μαζευτεί όλη η ποσότητα σε μια μάζα ενός τόνου κοντά που είναι τοξική κι επικίνδυνη και πρέπει λέει να την αποδομήσουν, ‘’Τι σημαίνει αυτό;’’ ρώτησα ‘’ Να την απομακρύνουν’’ μου είπε, τα είχε μάθει όλα αυτά από έναν μηχανικό που δούλευε εκεί πέρα .

Καλά εκείνα τα άτιμα τα έργα για το μετρό δεν έλεγαν να τελειώσουν, θα τραβούσαν για καιρό ακόμα μέχρι να ξεφορτωθούν τον ψευδάργυρο και να λύσουν όλα τα θέματα με την αρχαιολογία. Τα πράγματα δε πήγαιναν καλά στην αγορά, ο δικός μου έδειχνε ανήσυχος, πάντα έτσι νευρικός κι αδύνατος ήτανε βέβαια γι’ αυτό και δεν έβαζε κιλό. Είχε ένα παράστημα ωραίο, ένα στυλ περίεργο που μου άρεσε, δούλευε λαχειοπώλης κάποτε, τον πετύχαινα κάπου -κάπου τα καλοκαίρια στα στενά να πουλά ιδρωμένος τα λαχεία του ενώ γύρω επικρατούσε ερημιά κι αυτός έμοιαζε σα στοιχειό μες το καταμεσήμερο. Είχε παρατήσει πλέον τα λαχεία κι έφτιαχνε φερμουάρ και κουμπιά εκεί μέσα στην παλιά αγορά με τους θόλους, τις αψίδες και τις στοές, έκανε παράπονα ότι δεν είχε δουλειά, το μετρό και η κρίση τους είχαν σκοτώσει. Όσο μιλούσαμε καθισμένοι στον καναπέ που είχε στο μαγαζί  για να κοιμάται λίγο τα μεσημέρια, ο Βελλεροφόντης, ο τεράστιος γκρίζος γάτος του με την απαλή γούνα, άνοιγε τα τεράστια μάτια του και με κοιτούσε σα να έλεγε ‘’Τώρα τι θέλει αυτός εδώ πέρα!’’ Έπειτα ερχόταν στον καναπέ και πλάγιαζε ήσυχα ακουμπώντας τα μαλακά άσπρα ποδαράκια του στα γόνατα μου ‘’Μόνο σε σένα το κάνει αυτό!’’ μου έλεγε πάντα φίλος μου.


Μιλούσαμε περιμένοντας μήπως ο αέρας που ερχόταν από τη θάλασσα μας δροσίσει λιγάκι, ένα κτίριο με κόκκινα τούβλα κατάλοιπο λουτρών απ’ την τουρκοκρατία, φύτρωνε στη μέση του δρόμου κι έκοβε το ρεύμα. Άπειρες φορές είχαμε χαζέψει ανεπαίσθητα τα κεραμίδα, τα τούβλα, τα τοξωτά παράθυρα, τους αρμούς, όλες τις λεπτομέρειες από κείνο το κτίσμα που ήταν κάποτε λουτρά. Όλος εκείνος ο χώρος γύρω από την παλιά αγορά μου άρεσε, είχε κάτι γραφικό με τα προποτζίδικα όπου οι ρωσοπόντιοι κι οι Αλβανοί έπαιζαν κίνο και στοίχημα, έξω από τα πολυκατάστημα τα κορίτσια άνοιγαν κιβώτια ένα σωρό με καλλυντικά κι μπιχλιμπίδια διάφορα, γέμιζαν κατόπι τα ράφια με δαύτα, με τις βροχές το διπλανό παρκάκι είχε ξανανιώσει, περιστέρια που έψαχναν όλη την ώρα κάτι μες τα τριφύλλια και τις δροσοσταλίδες, δέντρα πράσινα φύλλωναν ανάμεσα στις πολυκατοικίες κι αν προχωρούσες λίγο παρακάτω μπορούσες να δεις στο βάθος την ασημένια η θάλασσα, όπως ήμουν ταλαιπωρημένος κι ένιωθα τα πόδια μου πιασμένα ευχαρίστως θα καθόμουν εκεί όλη μέρα.


Το διάλειμμα με το φίλο με είχε χαλαρώσει τόσο που μου βγήκε όλη η κούραση, τα πόδια μου άρχισαν να κόβονται όμως δεν είχα τελειώσει ακόμα! Υπήρχε το καθήκον της μέρας, έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο να δω τι γίνεται η μάνα μου που έπνεε τα λοίσθια εδώ και καιρό και δεν ήξερα τι θ’ απογίνονταν, ευτυχώς δεν την είχαν πάει μακριά, η κλινική της ήταν κάπου στο κέντρο κι η διαδρομή ήταν εύκολη. Στην είσοδο του νοσοκομείου δυο έλατα με βελόνες καταπράσινες, ολόφρεσκες, κι ένας ευκάλυπτος ξεραμένος απ’ την παγωνιά, δεν είχα ξανα πάει εκεί πέρα και δε μπορούσα να βρω που την είχαν μεταφέρει, σ’ εκείνο το κτήριο έχανες τον προσανατολισμό σου. Ανέβηκα κάτι ορόφους με το ασανσέρ, δοκίμασα να τηλεφωνήσω, δε λειτουργούσε τίποτα, ρώτησα κάτι νοσοκόμες, δε ξέρανε, κατέβηκα ξανά στο ισόγειο και πήγα στην υποδοχή όπως ήταν υπερυψωμένο το κτίριο ο ήλιος από τη θάλασσα με χτυπούσε κατευθείαν στο πρόσωπο και με τύφλωνε, καθώς χαμήλωνε προς τη δύση ερχόταν αντίκρυ κι όλα γινόταν ένα κουβάρι μπροστά στα μάτια , οι άνθρωποι, η θάλασσα, τα καράβια, οι σιδερένιοι γερανοί του λιμανιού, όλα μπερδεύονταν μες το μυαλό και γίνονταν ένα συνονθύλευμα. Ύστερα από ώρα την ανακάλυψα τη μάνα μου σ’ ένα θάλαμο, είχε αδυνατίσει αλλά ήταν σε καλή διάθεση, μιλούσαμε φωναχτά, ήθελα να τη δω καλά, ποιος ξέρει τι θα μας έβγαζαν εξετάσεις της και πως θα την έβρισκα την επομένη, δυο γιατροί μπήκαν και μας είπαν να μη φωνάζουμε, η μάνα μου έδειχνε ήσυχη κι εγώ είχα αρχίσει να ηρεμώ.


Τα πόδια μου εξακολουθούσαν να είναι κομμένα, το μόνο καλό ήταν ότι ο δρόμος από το νοσοκομείο για το σπίτι ήταν κατηφορικός, ξεκούραστος, το ποδήλατο κυλούσε μόνο του. Περνούσα ξυστά από τα πλαϊνά των αυτοκινήτων, πάνω από φρεάτια που προεξείχαν και σε τράνταζαν απότομα, αυτά ήταν και τα πιο επικίνδυνα, στις στροφές το μόνο που είχα να κάνω ήταν να γέρνω το σώμα προς τη μια μεριά έχοντας το νου μου στα φρένα μη βγει ξαφνικά κανένας βλάκας από τα στενά και καρφωθώ απάνω του. Κυλώντας στην άσφαλτο σκεφτόμουν τι με περίμενε , έπρεπε να ξεκουραστώ με κάθε τρόπο και να πλαγιάσω νωρίς, ποιος ξέρει τι θα έβγαζαν οι γιατροί για τη μάνα μου την άλλη μέρα. Όσο ήμουν στο νοσοκομείο  είχε ψιχαλίσει, οι δρόμοι ήταν μουσκεμένοι και γυάλιζαν αντανακλώντας τα κόκκινα και τα πράσινα φανάρια, σε μια διασταύρωση οι οδηγοί περίμεναν ανυπόμονα τους απέναντι να περάσουν προτού ξεχυθούν με φόρα προς όλες τις κατευθύνσεις, ονειρευόμουν ένα ζεστό μπανάκι, είχα ιδρώσει κι ο αέρας πάγωνε τον ιδρώτα στο σώμα μου, ένα κρυολόγημα τώρα θα ήταν ότι χειρότερο, όπως έτρεχα προσπαθώντας να συμβαδίζω με το ρεύμα των οχημάτων  έσφιξα το μπουφάν πάνω μου με το ένα χέρι όταν ακούστηκε το στρίγκλισμα κάποιων φρένων  κι  ένας όγκος τεράστιος από λαμαρίνα σκέπασε τα μάτια μου.

Δε θυμάμαι πολλά απ’  όσα έγιναν κατόπι, κάτι άνθρωποι μαζεύτηκαν   από πάνω μου, μερικοί φορούσαν  φόρμες και ήθελαν  να με βάλουν σ’ ένα φορτηγάκι, ‘’Είμαι καλά!’’ φώναξα  κι ας πονούσα παντού, δε φάνηκαν να πείθονται. Μετά βρέθηκε από κάπου εκείνος ο φίλος μου που έφτιαχνε φερμουάρ και με πήρε στο μαγαζί του, ξάπλωσα στον καναπέ του και  μου έφερε μια πορτοκαλάδα ή μια λεμονάδα κάτι τέτοιο κι ύστερα μου είπε ‘’Περίμενε λίγο, θα σε πάω εγώ σπίτι.’’Προσπαθούσα να καταλάβω τι  είχε συμβεί, γιατί δε μπορούσα ν’  ανακαλέσω τίποτα, τι είχα πάθει,  ήταν σαν κάποιος να  είχε αδειάσει ένα κομμάτι απ’  το μυαλό μου, κάτι είχε πάθει η μάνα μου αλλά  δεν ήξερα τι, ήπια λίγη πορτοκαλάδα νιώθοντας  ότι κάποιος με παρακολουθούσε,  ήταν  ο Βελλεροφόντης που με κοίταζε συνεχώς με τα τεράστια μάτια του...

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΣΧΑΣΗΣ

Μας είχε πιάσει  μια τέτοια πείνα που φάγαμε με μια ανάσα όλες τις σαλάτες και τα τυριά, ήπιαμε όλα τα νερά και τα ποτά προτού μας φέρουν τα κανονικά  πιάτα, δεν κρατιόμασταν ρε φίλε!

Και ήταν λογικό μετά από τέτοια  ταλαιπωρία, είχαμε ξεκινήσει το απόγευμα για να πάμε  στο  πανηγύρι, είχαμε καθυστερήσει  κι  ο ηλίθιος ο Χ καθόταν εκεί μια ώρα να καθαρίσει το καταραμένο το παρμπρίζ του που είχε γεμίσει σκοτωμένα μυγάκια, έψαχνε   νερό και πανιά σα να το έκανε επίτηδες ενώ ήξερε ότι βιαζόμασταν!  Κανονικά  έπρεπε να οδηγεί ο Νάσος  αλλά ο άλλος  που ήθελε  ν’ ανακατεύεται παντού  πετάχτηκε και ζήτησε να πάρει  το τιμόνι  ο ίδιος γιατί ήξερε λέει το δρόμο,  είχε πάει κάποτε υποτίθεται προς τα κει. Δεν τον χώνευα καθόλου τον Χ, μόνο που τον έβλεπα μου ανέβαινε η πίεση όμως οδηγούσε πραγματικά καλά που να τον πάρει,  μπορεί και να προλαβαίναμε να φτάσουμε προτού νυχτώσει. Στο δρόμο ο Νάσος έβαλε το JPS και μας καθοδηγούσε, το διαβολεμένο το μηχάνημα μας έλεγε που να στρίψουμε, προς τα πού να πάμε, πόση απόσταση έμενε, ήταν σαν κάποιος  να μας παρακολουθούσε από ψηλά.

Με το Νάσο ήξερα ότι θα περνούσαμε καλά, ήταν φοβερή παρέα. Είχα χρόνια να τον δω, μόλις είχε επιστρέψει  απ’ τη Γαλλία όπου είχε πάει  να πουλήσει κάτι πίνακες σε μια έκθεση, ζωγράφος ήτανε.  Δε τη γούσταρε καθόλου τη Γαλλία και ειδικά τη νότια , ‘’Όλοι σοβινιστές χαμένοι είναι κατά κει!’’  έλεγε. Θα περνούσαμε καλά  όπως  τότε που ήμασταν στο πανεπιστήμιο,  τότε που κολλούσαμε αφίσες και κάναμε φασαρίες κι άλλα  χαζά, εγώ τα είχα ξεχάσει αυτός όμως μου έλεγε ότι ήμουν αφασία και στον κόσμο μου, άκου να δεις τώρα. Εκείνον τον καιρό ήμασταν  αχώριστοι, κάθε βράδυ συναντιόμασταν σ’  ένα καφέ λίγο παρακμιακό μαζί με κάτι άλλους και τα λέγαμε για ώρες. Όταν τον είχα πρωτογνωρίσει ήξερε  τη πιάτσα, από  δεκάξι χρονών ήδη  ήταν στα μέσα και στα έξω, γνώριζε  όλες τις φίρμες κι όλους τους τυπάδες που κυκλοφορούσαν εκεί γύρω απ’  τη παραλία τότε που τα μαγαζιά φουλάριζαν από κόσμο μέχρι το ξημέρωμα, ‘’Τέσσερα μαγαζιά δούλευαν κάργα!’’ μου έλεγε αναφέροντας  ονόματα από ιδιοκτήτες,  πορτιέρηδες, γκόμενες της εποχής  κι αυτούς με τους οποίους είχε πλακωθεί κατά καιρούς, πολλοί από δαύτους  είχαν γίνει μεγάλοι και τρανοί, τους έβλεπες και στη τηλεόραση τα βράδια.

Ήταν ευχάριστο να τα θυμάμαι ξανά όλα αυτά, κι ακόμα πιο ευχάριστο  να βλέπω  ότι ο φίλος μου δεν είχε αλλάξει με τα χρόνια, ήταν όπως τον ήξερα, αυτό που δε  μπορούσα να καταλάβω ήταν  γιατί είχαμε πάρει μαζί μας τον Χ, μια χαρά θα περνούσαμε χωρίς αυτόν τον χαμένο!  Ευτυχώς είχαμε  τη γυναίκα του Νάσου, μια  εντυπωσιακή τύπισσα  που δε χάριζε κάστανα, μόλις ο βλάκας άρχισε να λέει  χαζομάρες  του   έβαλε τις φωνές, μιλάμε του έβαλε κάτι γκάζια, τον έπιασε απ’ το λαιμό, τον πήρε παραμάζωμα, δε καταλάβαινε τίποτα! Αυτός δεν την ήξερε, στην αρχή  τα έχασε, μετά τα χρειάστηκε, σου λέει τι ‘’Γίνεται εδώ, ποια είναι αυτή;’’ ,τρόμαξε, συγχύσθηκε , έτοιμος να πεταχτεί από το κάθισμα ήτανε.  Του έβαλε χέρι κανονικό, του τάχωσε για τα καλά,  μέσα μου σκεφτόμουν ‘’Πάρτα τώρα ιλίθιε !’’ μα μας είχε πρήξει, σιγά μη τον λυπόμουν, μετά με πιάσανε τα γέλια, με το ζόρι συγκρατιόμουν και  πρόσεχα μη με δει απ’ τον καθρέφτη,  ήθελα να του πω ‘’Φίλε βρήκες το μάστορα σου!

Από κείνη τη στιγμή ο άλλος έπαψε να μιλά και ησυχάσαμε, καλά που είχε φέρει ο Νάσος τη γυναίκα του, τώρα μπορούσα να κοιτάξω έξω από το αυτοκίνητο,  δεν είχα πάει ποτέ σ’  εκείνα τα  μέρη αλλά μου άρεσε το σκηνικό, μες απ’  τα χορτάρια πετάγονταν βράχοι επιβλητικοί, μια σανσιβιέρια τεράστια είχε φυτρώσει σ’ ένα ξέφωτο  προβάλλοντας τα άγρια αγκάθια της. Το καλοκαίρι βρισκόταν τις αρχές του, δεν είχαν πιάσει ακόμα εκείνες οι ζέστες οι καταραμένες που σε πεθαίνουν. Είναι  ωραία εποχή πραγματικά, οι ορίζοντες παίρνουν  να θολώνουν κι ο ήλιoς  δε σ’  αφήνει να δεις μακριά, μια διάθεση σα μελαγχολία σκορπάει  στην ατμόσφαιρα, τουρίστες κυκλοφορούν παντού στην πόλη με τα καπελάκια τους, μαυροπούλια τσιμπολογούν χοροπηδώντας στα γρασίδια, σκύλοι αδέσποτοι ξαπλώνουν στην άσφαλτο κι άλλοι περνούν αμέριμνα το δρόμο. Λένε ότι ο Μάιος είναι ο πιο ωραίος μήνας , όλα πρασινίζουν και λουλουδιάζουν και γίνονται υπέροχα,  εγώ πάλι τον φοβόμουν πάντα τον Μάιο γιατί  ακολουθεί  το καλοκαίρι που όλα είναι στον αέρα, δε ξέρεις τι θα προκύψει, που θα σε βρει, πως θα τελειώσεις, πως θ’ αντέξεις. Ήταν κι εκείνο που  είχα ακούσει κάπου  ότι τα άστρα λέει προέβλεπαν  περίεργα πράγματα αυτήν την εποχή κι όχι για καλό, μπορεί να μην είναι για  σένα  μα για κάποιον δικό σου,  δεν είναι να εφησυχάζεις, από κάπου θα σε χτυπήσει...

Στη διαδρομή έμαθα ένα κάρο νέα που αγνοούσα, η ώρα περνούσε ευχάριστα, στο χωριό όπου πήγαμε όλα ήταν πολύ καθαρά, στην επαρχία οι άνθρωποι είναι πολύ πιο νοικοκυρεμένοι από μας στις βρωμερές μας πόλεις. Στο εκκλησάκι όπου γινόταν το πανηγύρι όλα ταχτοποιημένα ήτανε, τα μάρμαρα γυαλισμένα στα πατώματα, τριαντάφυλλα και γκαζόν είχαν φυτέψει στο προαύλιο, πιο δίπλα κτήματα με κερασιές φορτωμένες κι άλλα δέντρα γεμάτα καρπό, ο απογευματινός αέρας φυσούσε δροσερά κι  όλο το τοπίο ξεκούραζε το μάτι.  Όταν νύχτωσε ο ουρανός δε  σκοτείνιασε,  παρέμεινε  φωτεινός όπως γίνεται το καλοκαίρι γύρω στο σούρουπο, κείνη την ώρα που υποχωρεί  η ζέστη,  όλα γίνονται πιο γλυκά,  μπορείς   επιτέλους ν΄  ανασάνεις…

Είχαμε όλοι ωραία διάθεση,  τελικά ήταν πολύ καλή ιδέα εκείνο το πανηγύρι, δεν το είχαμε μετανιώσει διόλου. Και μετά μας έπιασε απότομα μια τέτοια πείνα που δεν βλέπαμε μπροστά μας , θα πρέπει να δώσαμε κακή εντύπωση στους γύρω μας αλλά δεν κρατιόμασταν! Αφού ηρεμήσαμε  κάπως ο Νάσος έπιασε να μας μιλά για την ιστορία εκείνης της περιοχής, πότε είχε κατακτηθεί από του Τούρκους,  πότε είχαν περάσει οι Σλάβοι.  Είχε ψώνιο με την ιστορία,  μιλάμε ένα φοβερό πράγμα, ήξερε τα πάντα  ειδικά σε ότι αφορούσε  το μεσαίωνα, θυμόταν όλους τους βασιλιάδες, τους  βυζαντινούς ηγεμόνες και τους τοπικούς αξιωματούχους, άμα άρχιζε να μιλάει γι’  αυτά δε σταματούσε, μπορούσε να σου  αραδιάσει εκεί επί τόπου όλες τις δυναστείες κι όλες τις λεπτομέρειες , ποιος ήταν ωραίος, ποιος ήταν άσχημος, ποιος παντρεύτηκε ποια, βιβλία ολόκληρα είχε στο μυαλό του μιλάμε!

Κανονικά έπρεπε να είχε γίνει ιστορικός αλλά  για κάποιο λόγο  ακολούθησε τη ζωγραφική, όμως πάντα είχε τρέλα με τα ιστορικά, τελικά όμως είχε πάει να σπουδάσει στη Γαλλία μαζί με τη γυναίκα του,  αυτή  που  είχε πάρει παραμάζωμα τον Χ και μας είχε απαλλάξει από τις βλακείες του.  Η γυναίκα του ήταν μια ξανθιά,  όχι πολύ ψηλή αλλά μ’ ένα ταμπεραμέντο απίστευτο,  εκρηκτικό κι  άκου τώρα  να δεις πως την είχε γνωρίσει.  Ένα βράδυ που ήμασταν σε μια ταβέρνα κι είχαμε πιει λίγο καθόμασταν παράμερα σ’  ένα παγκάκι σκοτεινό, κάτω από κάτι δέντρα και μιλούσαμε. Εγώ είχα πάει μέχρι το περίπτερο να πάρω κάτι κι όταν γύρισα ο Νάσος  μου είπε ‘’Δε θα το πιστέψεις τι έγινε μόλις τώρα, όπως καθόμουν στα σκοτεινά ήρθε μια γυναίκα και με φίλησε,  φίλε ήταν υπέροχο,  ήταν τόσο απαλή,  τόσο γλυκιά,  τόσο  δροσερή, η ανάσα της μοσχοβολούσε. Με τύλιξε με τα μπράτσα της, χάιδεψε το λαιμό μου,  κι ύστερα έφυγε απότομα σα να την κυνηγούσαν, δε πρόλαβα να δω παρά  μόνο τη σιλουέτα της όπως έφευγε,  δε μπορώ να καταλάβω, πρέπει να με πέρασε για κάποιον άλλον,  νομίζω ότι τρόμαξε και λίγο’’’

Όλο το βράδυ  είχε χαλάσει τον κόσμο για να τη βρει, καθώς δεν την είχε δει καθαρά σχημάτιζε με το μυαλό του ότι ήθελε,  ότι του άρεσε  ρωτούσε παντού,  κοίταζε όλες τις κοπέλες στην ταβέρνα μήπως του θυμίσουν κάτι,  δεν ήταν  σίγουρος,  κι όταν νόμιζε ότι την είχε ανακαλύψει  δεν του άρεσε ‘’Δεν μπορεί να ήταν  αυτή!’’ έλεγε ‘’Είναι πολύ χάλια ρε φίλε !’’ Μέρες μου είχε φάει τ’ αυτιά να μου μιλά για κείνη, είχε σκάσει, ρωτούσε τους γνωστούς έναν προς έναν, εκείνη η κοπέλα η άγνωστη του είχε γίνει έμμονη ιδέα.  Στο τέλος είχε απελπιστεί, είχε κουραστεί, δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο και μια μέρα καλοκαιρινή που ο τόπος έβραζε , όπως διέσχιζε την άσφαλτο ένα μηχανάκι πέφτει απάνω του και τον ρίχνει κάτω , καθώς είναι ξαπλωμένος στο δρόμο ακούει μια φωνή ‘’Είστε καλά, συγνώμη δεν πρόσεχα!’’ ανασηκώνεται νιώθει ότι πονά κάπου στο πόδι , γυρνά,  βλέπει μια φιγούρα γυναικεία από πάνω  του να σκύβει και θυμάται ότι  το σκουλαρίκι που φορά, ένα κόκκινο ποτηστηράκι με πράσινο λαιμό, αυτό το σκουλαρίκι φορούσε εκείνη η γυναίκα που  τον φίλησε στην ταβέρνα.

Του φάνηκε ότι αυτό όλο ήταν γραφτό, δε γίνονται τυχαία  αυτά τα πράγματα, κάποια δύναμη ανώτερη πρέπει να τα είχε φτιάξει έτσι ώστε να συναντιώνται κάθε φορά με τον πιο απροσδόκητο τρόπο κι όταν όλα είναι κανονισμένα από κάπου εσύ δε μπορείς να κάνεις τίποτα ακολουθείς μόνο. Από τότε άρχισε να την κυνηγά παντού,  αυτήν ήταν από κείνες τις γυναίκες τις σκληρές που δε νοιάζονται καθόλου για τούς άντρες κι αυτό τους προκαλεί περισσότερο, εμένα δε μου άρεσε,  δε μπορούσα να καταλάβω τι της έβρισκε,  ίσως ήταν καλή στο κρεβάτι. Ο Νάσος από κείνη τη μέρα έχασε πια το μυαλό του, τον είχαμε χάσει, την ακολουθούσε παντού κι όταν αυτή είχε αποφασίσει να πάει στη Γαλλία πήγε μαζί της μολονότι δε ήθελε  με τίποτα να φεύγει στο εξωτερικό.

Το πιο δύσκολο ήταν στην αρχή όταν  του ζητούσε να της στείλει κάτι βιβλία για τις σπουδές της γιατί δε  μπορούσε λέει  να  τα βρει εκεί πέρα.  Μερικές φορές έπρεπε  να περιμένει ώρες ολόκληρες στα ξένα αεροδρόμια για ν’  αλλάξει αεροπλάνο, δεν ήξερε ποιον  να ρωτήσει,  όλα του φαίνονταν παράξενα,  αλλόκοτα,  οι άνθρωποι, οι ομιλίες, ο καιρός, τα κτήρια, ένα πιάνο που είχαν βάλει στη μέση του πουθενά σε μαι αίθουσα αναμονής,  του είχε φανεί το πιο παράξενο. Καθόταν εκεί  χαζεύοντας το πιάνο που στέκονταν βουβό,  για να περάσει η ώρα άνοιγε τα βιβλία της γυναίκας που σπούδαζε φυσική ή κάτι τέτοιο,  προσπαθούσε να καταλάβει τι λέγανε οι λέξεις των βιβλίων που  χόρευαν μπροστά στα μάτια του,  δεν μπορούσε να εννοήσει  εκείνους  τους όρους τους επιστημονικούς που λέγανε για αποσύνθεση των πυρήνων, για τα θραύσματα σχάσης, τις ενέργειες των νετρονίων,  τα εναλλασσόμενα μπλοκ ουρανίου, την κρισιμότητα του αντιδραστήρα.  Όλα έμοιαζαν τεράστια, κρύα, περίεργα,  ήταν σα να πήγαινε ταξίδι στον άλλο κόσμο, φοβόταν,  ήθελε να γυρίσει πίσω όπως ήτανε, να τα παρατήσει όλα και να φύγει από κει, τελικά το συνήθισε….

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...