Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΜΗ ΤΟ ΓΡΑΨΕΙΣ

Εντάξει δε πρόκειται να τη γράψω εκείνη την ιστορία όπως μου είπες, ούτε την άλλη, τη πιο πρόσφατη, ξέρεις  για τι μιλώ , ούτε πρόκειται να το πω πουθενά, θα στα λέω συνθηματικά για να μη μας καταλάβουν οι άλλοι.

Όμως όλα τ άλλα δε μου είπες να μη τα γράψω, μπορώ λοιπόν να πω για τo ότι κάθε ανάσταση όταν  όλος ο κόσμος είναι χαρούμενος  και γελά εσύ κλαις, και για κείνο το καημένο το μογγολάκι (εντάξει το παιδί με το σύνδρομο Ντάουν) δε μου είπες να μη γράψω , αυτό  που είδες σε μια καθολική εκκλησιά να σηκώνεται και να περπατά ανάμεσα στα καθίσματα κι ύστερα να στέκεται μπροστά στο παπά κι είχες την εντύπωση ότι ήταν ο Χριστός ο ίδιος, τι σκηνή κι αυτή!

Ίσως θα πρεπε αυτά ακριβώς να  μου πεις να μη γράψω, αυτά που εμένα μ αρέσουν περισσότερο, αλλά εσύ νομίζεις ότι κάποιες ιστορίες είναι δικές σου κι εγώ πρέπει να το σεβαστώ όπως έκανα μ εκείνη τη τσάντα που κουβαλούσα σε τόσο δρόμο κι ούτε που την άνοιξα, πως θα μπορούσα άλλωστε! Δεν έχω πρόβλημα, μπορώ να κουβαλήσω μια βαλίτσα μ ένα εκατομμύριο μέσα της χωρίς να μπω στο πειρασμό να δω τι περιέχει, σιγά το πράμα, πολύ μ αρέσουν κάτι τέτοιες δοκιμασίες άλλωστε ! Όμως εκείνη η άλλη, ξέρεις τώρα, την άνοιξε ρε, και το ήξερα ότι θα τόκανε, σιγά μην άντεχε, ήταν φανερό, ούτε καν έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, είχε σκάσει να δει τι κουβαλώ, την έφαγε η ζήλια για μας, άστην να πάει στον αγύριστο!

Εδώ πέρα λίγο χαμός, δε προλαβαίνουμε να πλήξουμε, στη παρέα χτες κάποιος μου είπε: ''Μη μιλάς εσύ!'', τα πήρα, δε φαντάζεσαι πως άναψα, οργίστηκα, δεν άντεξα, δε τους μπορώ αυτούς που το παίζουν εξουσία κι αυταρχισμός, ξέρεις, αν σε είχα το ξέρω ότι θα με υπερασπιζόσουν ακόμα κι αν έκανα βλακεία, θα με κάλυπτες όπως έχουμε πει ότι θα κάναμε,  εδώ δεν είχες διστάσει να πάρεις το μέρος εκείνης της γυναίκας και να πας κόντρα σ όλους, νομίζω ότι έτσι θάκανα κι εγώ, ίσως όχι  τόσο έντονα, εσύ δε παίζεσαι!  Άμα ακούσεις ρε το τι βλακείες λένε στις παρέες θα πάθεις πλάκα, απεραντολογίες απέραντες και χαζομάρες και πράγματα ασόβαρα εντελώς , τα ίδια και τα ίδια όλη την ώρα, πολύ πρήξιμο μιλάμε, οι δήθεν λογικοί άγονται και φέρονται απ τα αισθήματα τους, το οικοδόμημα των επιχειρημάτων τους σαθρό εντελώς, παραβλέπουν   στους άλλου το δοκάρι που βγάζει μάτι   και  βγάζουν τα  στραβά  τους στα δικά σου μικροπαραπτώματα, άστα να πάνε !

Τα πήρα μ εκείνο το τύπο, σηκώθηκα να φύγω, τα νεύρα μου, αυτά τα κόβεις στη ρίζα, επί τόπου, δε τους αφήνεις να πάρουν ανάσα, εσύ  το είπες ότι ή θα φέρνω ηρεμία ή θα  τα κάνω λαμπόγυαλο  αλλά τι να κάνω, δεν αντέχω, ο φθόνος  δε κρύβεται με τίποτα, ''Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι!'' μου είπε ένας δικός μου, '''...θα τους διώξεις όλους έτσι όπως πας!'', αλλά ρε συ δε τους μπορώ, δεν το σηκώνω αυτό το στυλ, ''Σώπα εσύ, δε ξέρεις, εμείς είμαστε οι ειδικοί για όλα τα προβλήματα!''.  Μιλούν ατελείωτα, δε σ αφήνουν να σταυρώσεις κουβέντα, δράμα,  μου φαίνεται περίεργο, δε ξέρω τι γίνεται στις άλλες παρέες, δεν είχα και πολλές, γιατί ρε είναι έτσι αυτοί, τι γίνεται εδώ πέρα, παθαίνω φρίκη κάθε φορά με το πόσο λάθος τα κάνουν όλα, με το πόσα λάθη  γίνονται εκεί έξω...

Ευτυχώς υπάρχει κανένας που λέει τίποτα ευχάριστο,  για το παππού του, κάπου στις Σέρρες, σ ένα χωριό, το γέρο που ήταν όλη μέρα στ αμπέλι,  κάτι σταφύλια  έβγαζε κατακόκκινα, με  ρώγες μικρές, χυμό γεμάτες , κρασοστάφυλα ιδανικά, κι άλλα σταφύλια είχανε που φύονταν χαμηλά στο χώμα κοντά , επιτραπέζια, τα τρώγανε στα τέλη του Αυγούστου κι ύστερα είχαν τα πατητήρια για το μούστο και πιο μετά έπρεπε να κουβαλήσουν τα βαρέλια με το κάρο για τη πόλη .....

Α και το άλλο να μη ξεχάσω που δε μου είπες να μη το γράψω, αυτό με τα μικρά που είδες  να πλένονται στη σκάφη,  που τα κοιτούσες καθισμένη σε κάτι σκαλιά καθώς τραγούδι παιδικό έπαιζε,  σου ήρθαν  δάκρυα,  μου είπες αυτό μπορώ να το γράψω έτσι,  , ούτε το άλλο δε μου είπες να μη το γράψω κι ελπίζω να μη βρω το μπελά μου τώρα, για τα παιδιά που αγαπάς πιο πολύ όσο είναι μικρά, μέχρι τα πέντε το πολύ, τα κορίτσια ειδικά που πονηρεύουν πιο γρήγορα ενώ ως τότε είναι αθώα σαν αγγελούδια, ούτε που τόχα σκεφτεί, ποτέ δε θα το έβλεπα όπως το βλέπει μια γυναίκα, εγώ τα προτιμώ πιο μετά, τότε που μπορούν να σκεφτούν και ν ανταλλάξουν  καμιά κουβέντα σωστή  μαζί σου, τότε που δε παίρνουν μονάχα μα  δίνουν κιόλας κάτι , πάλι  δε ξέρω , εγώ τα προτιμώ λίγο πιο μεγάλα . Και για κείνο το τραγούδι που γουστάρεις δε μου είπες να μη γράψω, το ''Απελπιστικά διαθέσιμη'' και για το άλλο ''...σ αυτήν εδώ τη σκοτεινιά...''  αλλά και για την αγαπημένη σου εποχή, το χειμώνα, στην Ελλάδα βέβαια,  που τον προτιμάς δίχως χιόνι, θυμάσαι, σ ένα χωριό τον φαντάζεσαι, κρύο, ένα καφενείο  όπου καίει μια σόμπα με  καυσόξυλα δρύινα κι άλλα τετράγωνα από οξιά κι όλα τριζοβολούν και πυρώνουν κι ο αέρας λυσσομανά τρελαμένος γύρω...

Αυτή που σου έλεγα  την άνοιξε τη τσάντα,  σ ένα ξενοδοχείο τη συνάντησα, κάτι κορίτσια  από κάτι αγώνες κολυμβητικούς εκεί πέρα , μάλλον σερβάκια ή απ τη Κροατία, όλα με σώματα σκέτος θάνατος,  όλη την ώρα έδειχναν στη μαμά   τα μετάλλια που κέρδισαναπ το κινητό τους.

Αυτή  μου το είπε επιτέλους εκείνο που περίμενα τόσο καιρό, έστω κι έτσι  είχε μεγάλη αξία για μένα , έπρεπε να της το βγάλω με τρόπο, το υποψιαζόμουν αλλά είναι αλλιώς όταν σου το λέει ο άλλος, δεν είναι δικιά σου αντίληψη,  δε μπορούσε να το αρνηθεί, το κατάλαβα αμέσως,  προσπάθησε να τα μασήσει , ξέρεις ότι κάνω το βλάκα μαζί της, άστη να νομίζει ότι είναι πιο έξυπνη, αυτό θα τους φάει στο τέλος, η αλαζονεία τους, ο μικρομεγαλισμός τους, μα πόσο χαζοί,  δε γίνεται διαφορετικά όμως, τη χρειάζομαι ακόμα, με πιάνεις έτσι;

Και μετά την άφησα κι έφυγα κι ήμουν μοναχός, θα μπορούσα να μείνω ακόμα λίγο μαζί της, δε χρειαζόταν να βολοδέρνω ξανά σα την άδικη κατάρα, αλλά  προτιμώ να ζοριστώ, να χτυπηθώ κάτω, να κόψω το κεφάλι μου,  να σκυλ ιάσω  παρά να της δείξω ότι τη χρειάζομαι, ας τα ξεχάσει αυτά, πάει περάσανε!

Κατά τ άλλα εδώ πολύ βροχή, στα Πεύκα πάνω ποτάμια κατεβαίνουν όταν πιάνουν οι μπόρες, τύποι κακομοίρηδες με τα μηχανάκια τους στέκονται κάτω από γέφυρες   μαζί με   άστεγους, στο περιφερειακό κοντά, περιμένουν   να σταματήσει η νεροποντή. Στην έξοδο του τούνελ κατά τη Τούμπα σκοτώνονται αβέρτα κουβέρτα εκεί όπου ο δρόμος έχει φτιαχτεί με κλίση ανάποδη, τ αυτοκίνητα φεύγουν στις μπάρες, κόσμος σκοτώνεται αβέρτα κουβέρτα .

Η πόλη ολόκληρη έχει πρασινίσει, κάποιος παίζει ένα σαξόφωνο μες τη βροχή κάτω απ τις καμάρες της Αριστοτέλους, έξω στην ύπαιθρο οι λίμνες έχουν φουλάρει με νερό, οι υπόγειες δεξαμενές γέμισαν κι αυτές, στις λαϊκές ο κόσμος κάνει ουρές στους πάγκους με τις φράουλες τις ανοιξιάτικες,  κατά το αεροδρόμιο τα εροπλάνα  όπως χαμηλώνουν για μια στιγμή είναι σα να στέκονται στον αέρα και να ζυγίζονται προτού γκρεμιστούν προς τα κάτω.  Στους τοίχους των εκκλησιών οι αγιογραφίες σαλεύουν όλη την ώρα, οι γυναίκες κοιτάζουν τις εικόνες της Παναγίας που κάθεται σ ένα θρόνο ψηλά στον τρούλο και κλαίνε σαν ακούν το '' ... συ δε αγνή, τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου!

Στα σινεμά μαμάδες ντυμένες άψογα  παραλίγο να σε κομπλάρουν, σέρνουν τα μικρά τους τ απογεύματα του Σαββάτου,  άλλες  γυναίκες τρέχουν να κρυφτούν στα μαγαζιά με τα καλλυντικά, τ αρώματα και τ άλλα μυστήρια τα γυναικεία. Τριγυρνούν γύρω γύρω σαγηνευτικά, από τη γλώσσα του σώματος τους κι απ τη γωνία που στέκονται το ξέρεις ότι δεν τους είσαι αδιάφορος αλλά δε κάνουν καμιά κίνηση. Εγώ πάλι δε βιάζομαι, δεν είμαι σαν εσένα, με ξέρεις, τις κοιτάζω να με γυροφέρνουν και δε κάνω κίνηση ούτε κι εγώ, δε μου βγαίνει ρε, ίσως αν επέμεναν λίγο ακόμα, δε θέλω να το παίξω δύσκολος, θα μπορούσα ν ασχοληθώ, δεν είναι ανάγκη να τα παρατούν τόσο γρήγορα, μακάρι να ήμουν σαν και σένα που δεν έχεις πρόβλημα σ αυτά,  παρ' όλα αυτά έχω αρχίσει να τις αγκαλιάζω, έχω βελτιωθεί λίγο, δεν είμαι τόσο κρύος όπως έλεγες, δε ξέρω γιατί αλλά όσο πάει μου βγαίνει μια τρυφερότητα που δεν ήξερα ότι είχα...

Παρ όλη τη σαπίλα και την υγρασία το ξέρω ότι το καλοκαίρι πλησιάζει ολοένα, μπορώ να το ψηλαφίσω, πρέπει να είμαι ένα βήμα πιο μπροστά απ τους άλλους, αυτό το άγχος πάντα, να βάλεις το μυαλό στη σωστή φόρμα, να βρεις το σωστό επόμενο στόχο, ν αποφύγεις τα πιθανά λάθη, να διαλέξεις τους σωστούς ανθρώπους πάλι, να υπολογίσεις σωστά ώσπου να πιάσουν  οι ζέστες  απότομα κι όλοι να λένε τις γνωστές βλακείες ότι πάει πια η εναλλαγή των εποχών και τα τοιαύτα.

Άγχος με πιάνει καθώς τελειώνουν οι διακοπές του Πάσχα, το στομάχι  γίνεται κόμπος, τα παιδιά ξαναγυρνούν στο σχολείο από αύριο, προσαρμογές αδιάκοπες σ ένα κόσμο που δε σταματά  να σε πιέζει,  δε περιμένει ούτε δευτερόλεπτο, πρέπει να μπεις στο κλίμα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Στα σπίτια εκεί έξω τα μικρά κορίτσια κλαίνε κρυφά στα δωμάτια τους, οι μαμάδες μπαίνουν μυστικά το πρωί  ψάχνοντας για κρυμμένα ημερολόγια,  τ  αγόρια πάλι   δίνουν ραντεβού όταν λείπουν οι γονείς τους με μικρά ξανθά και μελαχρινά, έχουν αγωνία,  δεν  τόχουν ξανακάνει, όσο να πεις είναι διαφορετικό  απ αυτά που βλέπουν στο ιντερνέτ, έχουν αγωνία, δε μπορούν να κοιμηθούν, ανησυχούν, αρρωσταίνουν,  ρωτούν : ''Πόσο αίμα θα τρέξει, πως θα καθαρίσω τα σεντόνια, πως θα γίνει να μη το δει η μαμά μου;''....

Ούτε την άλλη ιστορία  δε μου είπες να μη τη γράψω ρε, για κείνη τη ταινία λέω  που δεν αντέχεις να δεις, αυτή  με τα δυο παιδιά που αγαπιούνται κι αυτή πρέπει να κάνει όλο το δρόμο για να τον βρει εκεί πέρα μακριά   στη πόλη  την  επαρχιακή κι όλα μοιάζουν καταδικασμένα.   Πρέπει να τη δω καμιά φορά ή να διαβάσω  το βιβλίο όπως μου παράγγειλες, πρέπει να το δω  εκείνο το έργο που σε κάνει κομμάτια κάθε φορά,   κι είναι κι εκείνο   το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, (νομίζω ότι είμαι κι εγώ εκεί  μέσα)  που δε θες ν ανοίξεις  γιατί άμα αρχίσεις να κλαις θα σου πάρει κάνα μήνα τουλάχιστον να σταματήσεις και θα τους πνίξεις όλους στο δάκρυ, δε  μούπες ρε γι αυτά να μη γράψω ...





Τρίτη 22 Απριλίου 2014

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ

Καλά ήθελε να τον αρπάξει απ το γιακά,  ήθελε να τον φάει μιλάμε , χάλασε το κόσμο, είναι απ τις στιγμές εκείνες που καταλαβαίνεις τον άλλον  όπως   αντιδρά αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτεί, ενστικτωδώς, με το καιρό καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι το καλύτερο κριτήριο για να ξεχωρίσεις τους πραγματικούς φίλους από τους άλλους τους ντεμί, εκεί φαίνονται όσοι  πιστεύουν σε σένα, δε ξέρεις πόσο σημαντικό είναι , δε φαντάζεσαι, σε υποστηρίζουν ολόψυχα εκεί που το χρειάζεσαι, όταν νιώθεις ότι σε αδικούν, όταν χάνεις τη γη κάτω απ τα πόδια σου!

 Ήταν  το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου τότε που όλα είναι κάπως αλλόκοτα,   τότε που   ο Χριστός ταξιδεύει  σ άλλους κόσμους  σε  σύμπαντα παράλληλα,  έχοντας φύγει από δω πέρα, το σώμα του τριγυρνά  στο άπειρο διάστημα, αιωρείται  κάτω και πάνω απ τη γη, μέσα από περάσματα μυστικά και υπερκόσμια κινείται  διαγράφοντας τροχιές και κύκλους και πορείες μυστήριες  ώσπου να τον δει η Μαρία η Μαγδαληνή κι οι άλλες γυναίκες που γυρεύουν  το τάφο του ώσπου   να δουν  το λευκό τον άγγελο. ..

Ύστερα ο άλλος που πήγε να τα τινάξει όλα στον αέρα  μας φώναξε σ εκείνο το καμαράκι της εκκλησιάς για να μας εξηγήσει τα ανεξήγητα, ο δικός μου  του έβαλε τις φωνές, ο ψηλός παππάς που παρακολουθούσε φώναξε ''Ειρήνη υμίν! '',  με  ήθελε  κι εμένα  ο τύπος που δημιούργησε το θέμα  όμως  δε μπορώ τις ασυναρτησίες και τις ανοησίες και τα χαζά, δε τα αντέχω, ούτε που έκατσα να τον ακούσω....

Στην εκκλησιά οι κολώνες έχουν ραγίσει, δε δείχνουν να κρατούν πολύ γερά,  ο πανύψηλος λιγνός παππάς μας έλεγε ότι καμιά φορά τα δοκάρια θα πέσουν να μας πλακώσουν, εκεί μέσα όπου κάποτε επί τουρκοκρατίας είχαν κλείσει ένα κάρο γυναικόπαιδα για να πεθάνουν από ασιτία, στην εκκλησία που πρέπει να κατέβεις τα σκαλοπάτια για να μπεις μέσα διαβαίνοντας τη παλιά ασήκωτη πόρτα με τη σιδερένια επένδυση, εκεί μέσα θ αφήσουμε καμιά μέρα κι εμείς τα κόκαλα μας. 

Τι μεγάλη βδομάδα ήταν κι αυτή, είχα το νου μου όλη την ώρα να μη χάσω τίποτα,  αρρώστησα αλλά που χρόνος ν'  ασχοληθείς μ αυτά , ίδρωνα και ξεΐδρωνα τα βράδια. Μια νύχτα ξύπνησα από ένα πόνο χαμηλά στη κοιλιά, τι στο καλό συνέβαινε,  όλα όμως πήγαν καλά, αυτός που με υποστηρίζει  και μούχει  κι ένα προξενιό με μια ανιψιά του στο Ναύπλιο, πολύ χρήμα, λέει θ αποκατασταθείς, θα γίνουμε και συγγενείς , αυτός ο δικός μου λοιπόν   είπε ένα τροπάριο τη Μεγάλη Τρίτη που όλοι ανατρίχιασαν, μιλάμε η φωνή του ήταν απ αλλού,από άλλο κόσμο,  δεν υπάρχει τέτοιο συναίσθημα, δε τόχω ξαναδεί, κι εγώ ήμουν εκεί να του φωνάζω τα λόγια μη τυχόν και τα  ξεχάσει μιας και δε βλέπει πια παρά μονάχα ελάχιστα . Το κατάλαβε ότι το είπε καλά, ήταν ικανοποιημένος, κατευχαριστημένος,  κάθισε στο στασίδι απλόχωρα  και μούδωσε τη θέση του...

 Τη Μεγάλη Πέμπτη είμαστε  με την Αγγελική σε μια καφετερία εντελώς έρημη στο Τρίλοφο , κάτι παιδιά μονάχα ήταν εκεί να μας σερβίρουν, για ένα έθιμο που γίνεται κάπου μου μιλούσε, ανάβουν λέει φωτιές για νάρθουν κοντά και  να ζεσταθούν οι ψυχές των πεθαμένων....

Το πρωινό της αποκαθήλωσης τα κοριτσάκια φορούσαν άσπρες μπλούζες κι έριχναν πέταλα  λουλουδιών άσπρα και κόκκινα και ροζ με τα χεράκια τους, ο ψηλός παππάς είχε τυλίξει το ανάγλυφο του σταυρωμένου Χριστού στ'   άσπρο σεντόνι, μπορούσες να διακρίνεις το περίγραμμα της σιλουέτας του, μια καλογριά μας κοίταζε ψηλά απ το γυναικωνίτη. Το βράδυ βγήκαμε στην Εγνατία σταματώντας τ αμάξια σα να γίνονταν διαδήλωση, ο δικός μου  φώναζε με τον τηλεβόα το ''Η ζωή εν τάφω...'' εκεί στην Ιασωνίδου μπροστά στην εκκλησιά του αγίου Παντελεήμονα,  τα έδινε όλα, πολύ τρέλα μιλάμε αλλά ωραίος ρε φίλε,  ακόμα κι απ τον τηλεβόα η φωνή του είχε εκείνη τη γλυκιά χροιά που σου μένει, ξεχνούσε τα λόγια, δε μπορεί πια να διαβάσει, τα μάτια του όσο πάνε κι αχρηστεύουν, έπρεπε να του φωνάζω εγώ τι θα πει ,όμως όταν με στήριξε την άλλη μέρα ήταν το κάτι άλλο, όταν πιστεύουν σε σένα είναι μεγάλη υπόθεση!

Τώρα γι αυτόν που ζητούσε φασαρία σ εκείνο το καμαράκι, στο ιερό του ναού μέσα, είπαμε, είναι κάποιοι που πέφτουν στα μάτια σου κάθε μέρα, υποβαθμίζονται, κατεβαίνουν κατηγορία, όλο και πιο χαμηλά βυθίζονται, γκρεμίζονται απ το βάθρο τους με τραντάγματα μέσα σε ορυμαγδό σκόνης κραυγών και κοπετού!

Άλλοι πέφτουν κι άλλοι ανεβαίνουν, κάποιοι χάνουν άλλοι κερδίζουν, μερικοί κοιμούνται όρθιοι, δε μπορούν να ξεχωρίσουν τίποτα, δίνουν σημασία απίστευτη σε κάτι πράγματα ασήμαντα όσο δε γίνεται, δε προλαβαίνεις, πρέπει να φύγεις μ αυτούς που σε πιστεύουν, δε γίνεται, είναι τρομερό πόσο γρήγορα κι απροσδόκητα αδειάζουν μερικοί άνθρωποι και δε σου λένε τίποτα πια! Είναι σοκαριστικό να βλέπεις πόσο ατελής και πόσο λιγοστή ήταν η προσωπικότητα τους, τίποτα όμως δεν είναι αυτονόητο σ αυτόν το κόσμο.  Κάποιοι αποδείχτηκαν υπολογιστές, προσπάθησαν όλα να τα μετρήσουν με τη μεζούρα, να τα υπολογίσουν με το μέτρο, τι θα μπορούσαν να βγάλουν από σένα, πως θα μπορούσαν να σε χρησιμοποιήσουν, πως θα γίνονταν να κάνουν τη δουλειά τους μαζί σου καλύτερα...

Κι εκείνη η γυναίκα πάλι που φαίνονταν ο αφαλός της ρε φίλε ούτε που την ένοιαζε, τι είναι αυτές, μα τόσο λίγος σεβασμός για το σώμα τους,  τι φρούτο ήταν κι αυτό χρονιάρες μέρες,  είναι φορές που από πολύ μικρά  καταλαβαίνεις το άλλον, μα πόσο ρηχή αποδείχτηκε, πόσο κούφια, καθένας όμως  φτιάχνει το δρόμο του, όλοι πρέπει να κερδίσουν το σεβασμό σου, όλα ρευστά είναι, κι αν κάποιοι με το ξερό τους το κεφάλι δε το πιάνουν, αν δεν το πιστεύουν ακόμα ότι τα κατάφερες δίχως αυτούς άστο!

Κι όσο για τις αντιδράσεις τους εντελώς αψυχολόγητες μιλάμε, εντελώς άκυρες, εντελώς άτοπες, εκτός τόπου και χρόνου, κάθεσαι και σκέφτεσαι πως είναι δυνατόν, αν όμως δε μπόρεσαν να σε ταπεινώσουν όσο θα ήθελαν κακό δικό τους, πως θα γίνει, κάπως πρέπει να προστατέψεις τον εαυτό σου, συγνώμη παιδιά δε θα πάρω....

Στη Παραλία της Καβάλας η θάλασσα βούιζε κάτω απ το παλιό νοσοκομείο, μια κοπέλα μούσφιξε πολύ δυνατά το χέρι ''Κάνεις κάνα άθλημα;'' τη ρώτησα, τα φρύδια της λεπτά σα δυο ραφές καμπύλες, ένα κοκαλάκι κόκκινο χαμένο μες το πλήθος των άφθονων μαύρων μαλλιών της, τι υφή να είχαν άραγε σκεφτόμουν, να ήταν σκληρά ή μαλακά σα ρούχα φρεσκοπλυμένα.

Σ ένα μαγαζί παραλιακό τα παιδιά έλεγαν ότι στ' ανοιχτά του κόλπου, μπροστά στη Θάσο οι πετρελαιοπηγές έχουν πλούτο άφθονο αλλά τα σκοτεινά συμφέροντα δεν αφήνουν να το βγάλουμε...

Στο ΚΤΕΛ της Ξάνθης έπρεπε να περιμένω τέσσερις ώρες ολόκληρες, τέσσερις ώρες παρακαλώ  μέχρι να δεήσουν να βάλουν δρομολόγιο! Στο κτηριάκι του σταθμού των τρένων αναγγελίες απεργιών, όλα σφαλισμένα,ερημιά,  κάτι πλατάνια τεράστια καταπράσινα έριχναν το φύλλωμα τους απάνω σου, κάποιος κοιμόταν σ ένα παγκάκι έχοντας βγάλει τα παπούτσια του. Είχα χρόνια να πάω κατά κει, τουρίστες φωτογραφίζονταν μπροστά σε συντριβάνια, περιστέρια κατέβαιναν να ξεδιψάσουν, καπνομάγαζα χτισμένα με πέτρες τετράγωνες, κάγκελα στα παραθύρια τους.  Στα συνεργεία αμάξια κρεμασμένα έδειχναν τις μεταλικές  κοιλιές τους, στους καθρέφτες των καταστημάτων πρόσωπα περνούσαν  όλη την ώρα. Φοβήθηκα ότι θα σαλτάρω μα όχι, για κάποιο λόγο χρειαζόμουν λίγη ησυχία μετά από μια βδομάδα τόσο γεμάτη , είναι από τις περιπτώσεως εκείνες που θες λίγη απομόνωση, λίγο με τον εαυτό σου να μείνεις,είναι  τότε που όλα παίρνουν διαστάσεις διαφορετικές, φαίνονται αλλιώτικα απ ότι είναι πραγματικά,  οι καρέκλες και τα κτήρια κι οι άνθρωποι για λίγο μεταμορφώνονται, γίνονται λίγο μαγικά όλα, ξεφεύγουν απ τις διαστάσεις τους όσο κρατά αυτό το πράγμα, ύστερα όλα γυρίζουν στη φυσική τους τάξη...

Όταν επιτέλους ήρθε το λεωφορείο μια διαδρομή κουφή, απίστευτη, τοπία καινούρια, γαλαρίες, σήραγγες,τούνελ, ράγες  σιδερένιες, παράλληλες στην άκρη του δρόμου, νεροσυρμές αλλεπάλληλες, γεφύρια βυζαντινά γκρεμισμένα  από χρόνια χαλασμένα, χείμαρροι κατέβαζαν απ τα βουνά νερό λασπωμένο που έτρεχε αφρίζοντας ανάμεσα σε  πέτρες και  βράχια, αυτοκίνητα στρίβανε σε λεωφόρους πλατιές, απέραντες, κολώνες τεράστιες στέκονταν στο άπειρο στηρίζοντας γεφύρια, περάσματα αρχαία της Εγνατίας,  του δρόμου που κάποτε έβγαζε στη βασιλεύουσα, νταλίκες με πινακίδες τούρκικες ,αεροδιάδρομοι ασφαλτοστρωμένοι καλούσαν τ αεροπλάνα να έρθουν απάνω τους και να εκτοξευτούν στο διάστημα, καράβια έσκιζαν τα νερά, ομίχλη κατέβαινε απ τα βουνά απάνω.

 Όλα έμοιαζαν να πάλλονται από ζωή, χαλιά κόκκινα από παπαρούνες, άσπρα από χαμομήλια, κίτρινα από άλλα φυτά που ούτε που ξέρω πως τα λένε, πουλιά παράξενα πετούσαν στις όχθες των λιμνών κι άλλα στέκονταν στόνα τους ποδάρι σα μονοστηλίτες, καρακάξες και κίσσες με το στιλπνό γαλαζωπό τους φτέρωμα χοροπηδούσαν στα ξέφωτα, κοπάδια σκύλων αδέσποτων διέσχιζαν την άσφαλτο, ένας τύπος ψάρευε ξυπόλητος ανεβασμένος σ ένα βράχο απότομο, τα κύματα λικνίζονταν μια στιγμή προτού σκάσουν στη παραλία. Βρέχει συνέχεια κι όλοι γκρινιάζουν, όμως εγώ βλέπω ότι η άνοιξη προχωρά ακάθεκτη, η φύση ολάκερη μοιάζει να τα δίνει όλα σα να βρίσκεται σ οργασμό, στο φόρτε της!

Στη Κομοτηνή γυναίκες τυλιγμένες με μαντίλες έβγαιναν από σπίτια με φράχτες ψηλούς πολύ, νεκροταφεία μουσουλμανικά με κάτι στήλες παράξενες σα σώματα μένα κεφάλι παράξενο , μιναρέδες πλάι σ εκκλησιές, πρακτορεία ταξιδιωτικά οργανώνουν εκδρομές για τη Προύσσα και τ Αϊβαλί, για τη Φιλιππούπολη και το Σφίλιγκραντ, άκου να δεις, αυτό που είχαμε απέναντι μας σ εκείνο το φυλάκιο στα Δίκαια, στο τριεθνές εκεί πάνω ψηλά,  στη πινέζα !

 Κατά τη μεριά της Σαμοθράκης σύννεφα υψώνονταν σα να είχε συμβεί μια τρομερή έκρηξη ηφαιστείου και το μανιτάρι της σκόνης σκαρφάλωνε προς τον ουρανό, σ ένα σπίτι ένας νταλικέρης μου εξηγούσε ότι δε γίνεται να παρατήσει τη δουλειά και να βγει στη σύνταξη, δε ξέρει τι θα κάνει, θα τρελαθεί, θα τα παίξει, δεν έχει μάθει να κάθεται απ τα δεκαπέντε του ....

Γυρίσαμε  μαζί με τον νταλικέρη στη Σαλονίκη, φορτηγά απ την Άγκυρα και τη Σμύρνη περνούσαν δίπλα μας, ο Νέστος κατέβαζε νερά συνέχεια στη πλατιά του κοίτη, όπως κάπνιζε ένα τσιγάρο ηλεκτρικό  ο εύσωμος οδηγός  μούλεγε  ότι   σχεδόν κάθε μέρα  έκανε αυτή τη διαδρομή κουβαλώντας φωσφορικά λιπάσματα κι άλλα χημικά για τα χωράφια, οργώνοντας τη μισή Βόρεια Ελλάδα, περνώντας από τοπία ξερά κι άλλα δασωμένα, πεδινά κι ορεινά,  έλη και πεδιάδες, αντικρίζοντας όλη τη  ποικιλία του ελληνικού αρχέγονου ανάγλυφου . Πήγε και στη Πόλη πρόσφατα, πολύ μαυρίλα κατά κει, οι ταξιτζήδες φοβούνταν να μιλήσουν για το τι γίνεται, όλοι τρομαγμένοι έμοιαζαν....

Όπως μιλούσε  φέρνοντας το μακρύ τσιγάρο στα χείλη  ένα ουράνιο τόξο φοβερά καθαρό από πάνω μας στέκονταν, δεν είχα ματαδεί τέτοιο πράγμα, όλες οι ρίγες φαίνονταν πεντακάθαρα, η μενεξελιά κι η κίτρινη, η πράσινη κι η κοκκινωπή,  έμοιαζε με πύλη ουράνια,  με γέφυρα  υπερκόσμια  απ όπου μπορούσες  να περάσεις   και  να βγεις  σε πραγματικότητες διαφορετικές και σύμπαντα παράλληλα, σε κόσμους αλλιώτικους και καταστάσεις αλλόκοτες κι άγνωστες, να διαβείς περάσματα   σαν αυτά  που διάβηκε ο Χριστός καθώς η ψυχή του περιπλανιόταν  το  Μεγάλο Σαββάτο....






Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΝΤΑ

Βάλετε τα παπλώματα , τα υφάναν ανεράδες
και τα υφαδοπλουμίσασι , του Δράκοντα οι κόραις...

Της Λιογέννητης


Το φορτηγό είχε ξεφορτώσει ένα βουνό χώμα κι έπρεπε κάπως να το σκορπίσω εκείνο το βουνό . Όπως το κοίταζα είχα τρομάξει, τι θα έκανα μ αυτό το τέρας εκεί μπροστά μου, μ είχε εγκαταλείψει κι ο Ροδόπουλος Ο Αθηναίος που χτυπούσε με μίσος τ αγριόχορτα που τον είχα βάλει να καθαρίσει , καλά πολύ γέλιο, σηκώθηκε κι έφυγε απηυδισμένος δεν το περίμενε έτσι, μ άφησε ολομόναχο .

Έκανα ότι μου είπε ο παππούς μου θεός ΄σχωρέστον, πάντα σκεφτόμουν αφού αυτός τα κατάφερε κι εγώ πρέπει να το κάνω αφού το αίμα του μέσα μου συνεχίζει να τρέχει. Ότι μου είπε έκανα , σκόρπισα το βουνό το χώμα, το άπλωσα το έκανα απαλό με τη τσουγκράνα, έσπειρα το γκαζόν, το πάτησα με τα πόδια μου όπως κάναμε στο χωριό σα σπέρναμε καπνό στα φυτώρια το Φλεβάρη , το πότισα περιχύνοντας με προσοχή από ψηλά και περίμενα. Όπως έκανε ζέστη μέσα σε μια βδομάδα ήρθε και φύτρωσε σαν τεράστιο χαλί πράσινο, χορτάριασε όμορφα ο τόπος όλος , το κοίταζα και δε το πίστευα.

Κάπου εδώ στη καλαμαριά πρέπει να ήταν το μέρος εκείνο, προσπαθώ να το βρω σε κάτι στενά πνιγμένα στον κισσό και στ αναρριχώμενα. Ανάμεσα τους μπορείς να δεις τους βράχους της προβλήτας και την ακτή του Αγγελοχωρίου, φορτηγά καράβια γεμάτα κιβώτια τετράγωνα στο Θερμαϊκό, κύματα άσπρα αφρίζουν πάνω στη πράσινη θάλασσα, η ατμόσφαιρα καθαρή, χιόνια καινούρια έχουν πέσει στον Όλυμπο. Κάπου εδώ πρέπει να ήτανε, δε μπορώ ακριβώς να καταλάβω,έχω μπερδευτεί, με τόσες βροχές φέτος οι αλάνες έχουν μετατραπεί σε ζούγκλες τροπικές, θυμάμαι αυτό το βενζινάδικο, το κομμωτήριο, τα αεροπλάνα χαμήλωναν έτσι ακριβώς κατεβαίνοντας προς το αεροδρόμιο …

Κάπου εδώ πρέπει να ήταν, ένα ουζερί έβλεπα καθώς έκοβα το γκαζόν τα Σάββατα, κόσμος πολύς, πανικός, γυναίκες, άντρες, φώναζαν, γελούσαν καθισμένοι μπροστά σε ποτήρια και πιάτα κάτω από φυλλωσιές. Εδώ πρέπει να ήτανε, σε μια εκκλησιά πιο πέρα δούλευα παλεύοντας με τα χώματα, εκεί είχα δει μετά από καιρό και τον άλλον, το ξανθό που μ είχε φιλοξενήσει στην Αθήνα, κάπου στου Ζωγράφου σ ένα διαμέρισμα μιας μονοκατοικίας. Όταν έμενα σπίτι του ξυπνούσα το πρωί ακούγοντας συνέχεια εκείνη τη κασέτα του Θεοδωράκη ''Με τα φιλιά που κάρφωσα εδώ βαθιά σου…. ο κόσμος ξημερώνει!''. Έξω πραγματικά ξημέρωνε, ήταν ώρα να σηκωθώ, οι μαμάδες σέρνανε τα μικρά τους στο σχολείο, οι είσοδοι των πολυκατοικιών έμοιαζαν έρημες , τα μαρμάρινα σκαλοπάτια μονάχα τους κι αυτά. Αυτός ήταν, τον κατάλαβα αμέσως, ήταν στη ΚΝΕ τότε όπως κι εγώ, τώρα φαίνονταν να είχε αλλάξει, ποιος νοιάζεται θα μου πεις, από τότε δε μου άρεσε άλλωστε, κάτι χαρτιά έφτιαχνε ετοιμάζονταν να παντρευτεί συνέχισα να κλαδεύω κάτι πυράγκαθους.

Από τότε μούχει μείνει και τέτοια εποχή προσέχω τα φυτά τα δέντρα που γεμίζουν μπουμπούκια μαβιά που τα βλέπεις να βγαίνουν ακόμα κι απ τον κορμό κι απ τα κλαδιά τους, τις αχλαδιές που ανθίζουν μες τις ρεματιές , τις πασχαλιές και τις ντάλιες στους κήπους των Διαβατών όπου οι γριές καθαρίζουν τις αυλές τους κι οι γέροι μαζεύουν χόρτα απ τα χωράφια. Προσέχω όποτε περνώ από κει τα ταβλάνια στην αυλή του αγίου Δημητρίου, τις πικροδάφνες στην Αγία Σοφία, ο παππούς μου τα φύτεψε όλα , ακόμα κι οι γλάστρες με κάτι φυτά εξωτικά στην κατακόμβη του Αγίου Προδρόμου λίγο πιο πίσω εκέι όπου οι σουσουράδες κι οι κοκκινολαίμηδες σκαρφαλώνουν σε μια μπρούτζινη καμπάνα. Προσέχω και τις καλαμιές που έχουν φυτρώσει στο αυλάκι όπου έτρεχε νερό για τα τρυπάνια που έσκαβαν τη γη για το μετρό, είναι απίστευτο πόσο γρήγορα τα φυτά προσαρμόζονται, πουλιά πετούν ανάμεσα τους, τι έχει γίνει αναρωτιέσαι . Και στα σπίτια που μπαίνω όμως, στα κοριτσίστικα δωμάτια ειδικά , φωτογραφίες ολόφρεσκες παιδιών μ ένα σημάδι κόκκινο στο μέτωπο δίπλα σε άσπρες τριανταφυλλιές, μου έχει μείνει.

Και σ άλλες εκκλησιές είχα δουλέψει. Στη Μονή Βλατάδων πιο πολύ κοίταζα τη θέα από κει πάνω παρά δούλευα, αγνάντευα τ αρμένικα νεκροταφεία καθώς ανέβαινα με το αστικό, τα σκούρα γυαλιστερά μάρμαρα και τα σπασμένα αγάλματα των αγγέλων . Πολλές φορές κατέβαινα σ ένα υπόγειο όπου μαγείρευαν γυναίκες ηλικιωμένες για το συσσίτιο της εκκλησίας, πολύ μ άρεσε εκείνο το μέρος, πάντα η ίδια μανία για τις κουζίνες με τα χρωματιστά πλακάκια, τις μυρουδιές, τους ατμούς, τις γυναίκες με τις ποδιές δεμένες στη μέση που περιφέρονται εκεί μέσα σα να βρίσκονται στο στοιχείο τους, κάνα τσάι ή κάνα καφέ μούφερνε μια απ αυτές με τα τρεμάμενα χέρια της μερικές φορές μούβαζαν να φάω κιόλας τίποτα....

Σ εκείνη την εκκλησία είχα γνωρίσει κι ένα τύπο, πιάσαμε κουβέντα, πολύ γλυκός ήτανε , ονειροπόλος, όλα ήθελα να του τα ρωτήσω. Σ' όλη την Ελλάδα είχε ταξιδέψει, στα νησιά πιο πολύ, φτιάχνοντας έργα δημόσια. Το Αιγαίο αγαπούσε πιότερο, τρελαίνονταν για τη Σίφνο μα και για τη Νάξο, τη Πάρο, μόνο τη μια μεριά της όχι αυτή που είναι η Νάουσα. Στη Μύκονο είχε περάσει κάτι πασχαλιές φοβερές κάπου στη δεκαετία του εβδομήντα, τότε που τελείωσε το πολυτεχνείο εδώ στη Θεσσαλονίκη και τον κυνηγούσαν οι αρχές γιατί ήταν στη ΚΝΕ, όχι κανονικός, ‘’επιρροή’’ μου είχε πει, κι εγώ είχα περάσει απ τη ΚΝΕ, ''Έχουμε πολλά κοινά τελικά '' έλεγε γελώντας . Στη Μύκονο λοιπόν είχε περάσει κάτι πασχαλιές με τον επιτάφιο να περνά απ τα πλακόστρωτα ανάμεσα σε φαναράκια και κεριά, κόσμος πάνω στα μπαλκόνια σταυροκοπιούνταν πλάι σε θυμιατά που λιβάνιζαν τον αέρα όπως περνούσαν τα παιδιά με τις εικόνες και τα εξαπτέρυγα, η μυρωδιά της θάλασσας ανακατεύονταν μ αυτή των λουλουδιών και της άνοιξης και του κομμένου γρασιδιού στα περιβόλια…

Στην Εύβοια περνούσε τα καλοκαίρια του, σ ένα χωριό στα νότια του νησιού όπου οι παππούδες του μάζευαν γλυκάνισο και τόβαζαν να ξεραθεί στις ταράτσες και να λιαστεί στον ήλιο, μοσχοβολούσε ο τόπος ολόκληρος ως πέρα μακριά...

Και στην Αλόννησο είχε περάσει κάποιο καλοκαίρι με μερικές φοιτήτριες κι ένα φίλο, σ ένα χωριό όπου μπορούσες μόνο με καράβι να πας, δεν υπήρχε δρόμος κανονικός , τους είχανε τελειώσει τα λεφτά και ΄τοχαν ρίξει στο ψάρεμα, ‘’Άκου να δεις …‘’είχε πει στο φίλο του ''…εσύ θα ρίχνεις το αγκίστρι κι εγώ θα σου λέω κατά που έχει ψάρια'', έτσι πιάσανε ένα σωρό σπάρους μεγάλους και τους είχανε δώσει στον μοναδικό καφετζή του χωριού να τους μαγειρέψει στη κουζίνα του, έφαγαν μέχρι να σκάσουν...

Μόνο στα νησιά του βόρειου Αιγαίου δεν είχε πάει κι ήθελε κάποτε να περάσει κι από κει, απ τη Λήμνο , τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο, τη Χίο πιο πέρα. Για τη Κέρκυρα έλεγε ότι έχει μια παραλία τη Γλυφάδα που είναι τόσο καθαρή ώστε μπορεί να δει τον πυθμένα της κι ένας τυφλός ακόμα! Το Ιόνιο κατά το φίλο μου έχει θάλασσες πιο βαθιές, η Αδριατική είναι πιο άγρια απ το Αιγαίο, εγώ άκουγα και ξεχνιόμουν άφηνα το λάστιχο να τρέχει πλημμυρίζοντας τους θάμνους και τις ορτανσίες μέχρι να πάρω χαμπάρι τι γίνεται .

Είχα πάει και στο σπίτι του μια φορά, είχε φτιάξει πλιγούρι με σαλιγκάρια που είχε μαζέψει κάπου στα Φλογητά, τα είχε μαγειρέψει όπως τάφτιαχνε η μάνα του, με τη συνταγή τη καραμανλίδικη που έφεραν από ένα χωριό κοντά σε αμμόλοφους και κατακόμβες σκαμμένες στο μαλακό πέτρωμα. Γυρνούσαμε με το αμάξι του προς το κέντρο, κήποι με ροδακινιές, σύννεφα μαζεύονταν σωρός κατά τον περιφερειακό και κατά το Σέιχ σου, ο ήλιος έδυε πάνω απ τα νεκροταφεία της Ινδικής μεραρχίας στο Δενδροπόταμο κι οι αραδιασμένες ταράτσες της μοναστηριού σχημάτιζαν ένα φρύδι που χάνονταν στη δύση…

Ο γοφός του πονούσε, κάτι ενέσεις χτυπούσε, ένα τσιγάρο κρατούσε στο χέρι πάντα , ένα νύχι χαλασμένο είχε από κάποιο ατύχημα σ ένα υδραγωγείο που έχτιζαν κάπου στη Σαντορίνη. Στο Άγιο Όρος είχε περάσει ένα φεγγάρι, μέρες κάθονταν άπραγος ώσπου νάρθουν τα υλικά, βοηθούσε τους μοναχούς να σκάψουν τους μπαξέδες τους. Τον φιλοξενούσαν στο αρχονταρίκι, του έδιναν τα καλύτερα κόλλυβα και κάτι μιλ φέιγ απίστευτα πού έφτιαχνε ένας μάγειρας μάστορας μεγάλος , ήταν υπέροχα εκεί πέρα, την άνοιξη οργίαζε η βλάστηση, τα δέντρα και τα φυτά για κάποιο λόγο γίνονταν τεράστια σ σκίνο το μέρος το ευλογημένο. Από τα πλατώματα και τα παραθύρια των μοναστηριών προσπαθούσε να υπολογίσει ποια νησιά ήταν εκείνα που φαίνονταν μες την ομίχλη του ορίζοντα, θα μπορούσε να μείνει για πάντα εκεί...

Έναν καλόγερο είχε γνωρίσει που δέχονταν κόσμο κι έδινε συμβουλές, ήσυχος σα το φίλο μου ήταν εκείνος ο καλόγερος πάντοτε εκτός από μια φορά. Μια παρέα οχλαγωγούσε κι έλεγε βλακείες, ότι να ναι, είχαν χαζέψει οι άνθρωποι, ο γέρο μοναχός έγινε έξαλλος, τον ανάγκασαν να εκραγεί, ο φίλος μου παρακολουθούσε τη σκηνή καθισμένος εκεί κοντά κάτω από ένα κυπαρίσσι...

Επειδή βαριόταν μια μέρα ακολούθησε εκείνο το καλόγερο στο ψάρεμα, είχαν βγάλει κάτι καλαμάρια από τ ανοιχτά, ο καλόγερος είχε μαζί του ένα καμινέτο κι ένα τηγάνι, ήξερε μια πηγή σ ένα μέρος κρυφό πίσω από μια συστάδα με καλαμιές κοντά στη παραλία, έπλυναν τα ψάρια, τα μαγείρεψαν επί τόπου στην αμμουδιά πλάι στο κύμα που νότιζε τα χαλίκια, είχαν και λίγο ούζο μαζί τους…..

Η γυναίκα του ήταν από τη Συμβολή ένα χωριό κάπου μεταξύ Δράμας και Σερρών όπου συναντιούνται δυο ποτάμια. Έχει ένα φράγμα εκεί , νερά άφθονα, γριβάδια και πέστροφες αλλά βαριόταν να περιμένει ψαρεύοντας, όταν του είπα ότι εκεί πέρα έψελνε ο πατέρας μου είχε πάθει πλάκα ''Σοβαρά μιλάς! Πρέπει να τον γνωρίσω'', καλά δε το πίστευε, είχαν μάλιστα και την ίδια αρρώστια, με ρωτούσε λεπτομέρειες, ωραίος τύπος.

Του είχα πει πολλές φορές για τον πατέρα μου, για τότε που καθόμασταν κάτω απ τη κληματαριά ακούγοντας τα τρακτέρ να κόβουν στη μέση την ησυχία του μεσημεριού όπως περνούσαν, ένα σπίτι παλιό υπήρχε απέναντι μας χτισμένο με πέτρες τετράγωνες, λαξευμένες, βαλμένες η μια πάνω στην άλλη, στη σκεπή πλάκες από σχιστόλιθο ...

Τη νύχτα κάτω καθόμασταν κάτω απ τη τεράστια κερασιά τη καταφορτωμένη με λουλούδια κάτασπρα που υπήρχε στην αυλή μας, πάντα νόμιζα ότι κάποιος ήταν σκαρφαλωμένος στο δέντρο και μας παρατηρούσε στα σκοτεινά, ραδιόφωνο ακούγαμε, ο συγχωρεμένος ο μπαμπάς μου τραγουδούσε επαναλαμβάνοντας ότι άκουγε ενώ τα τσομπανόσκυλα αλυχτούσαν πέρα μακριά ''Σου τόχω πει, σου τόχω πει, δεν ειμ εγώ για προκοπή, εγώ ειμ΄ αγάπη δίκοπη'', κι ένα άλλο ''Αδύνατος μου γράφει ο Κωστάκης κι έχει ανάγκη θάλασσας ο Τάκης''….

Κάποτε κατάφερε νάρθει στο χωριό μου ο φίλος μου, παραμονές του Πάσχα σαν και τώρα ήτανε, πήγαμε στο μοναστήρι, πήραμε μαζί και τον πατέρα μου. Στην εκκλησιά κάτι εικόνες στεφανωμένες με λουλούδια ξερά, μια λωρίδα φωτεινή περνούσε μέσα από ένα τζάμι κίτρινο κι έπεφτε πάνω στα κοντάρια και τα σπαθιά και τις ασπίδες των αρχαγγέλων και των στρατιωτών και των πολεμιστών, οι τοιχογραφίες θύμιζαν το Διγενή που πολεμούσε στα μαρμαρένια Αλώνια.

Κάτω από ένα πλατάνι καθίσαμε, ο πατέρας μου έγειρε το κεφάλι πιάνοντας το με τη παλάμη , ατένιζε τη ρεματιά που έχασκε μπροστά στο αρχαίο μοναστήρι, οι οξιές είχαν αρχίσει να πρασινίζουν, τα δέντρα στο προαύλιο της μονής ήταν γεμάτα μελίσσια, μες την ερημιά του φαραγγιού ακούστηκε εκείνο το παλιό τραγούδι που τόχα ξεχάσει εντελώς ''Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος, και το μικρό βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης....και τα υφαδιοπλούμισανε, του Δράκοντα οι κόρες ...

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ

Χαμός γίνονταν στα λαδάδικα, δεν έβρισκες μέρος να καθίσεις, σερβιτόροι πήγαιναν κι ερχόντουσαν σα παλαβοί κι άλλοι στέκονταν μ ένα δίσκο γεμάτο νεροπότηρα, όλοι είχαν βγει έξω με τη λιακάδα που είχε σα να ήταν συνεννοημένοι, ένα τσούρμο κορίτσια απ το διπλανό τραπέζι μας ζαχάρωναν, καλά μ αυτές δε βρίσκεις άκρη, άλλες φορές σε γράφουν κανονικά, δεν υπάρχεις, η παρουσία σου ολοκληρωτικά δεν υφίσταται κι είναι φορές που πέφτουν όλες μαζί και κοιτάζουν καλά τότε είναι χάρμα!

Ντεκολτέ αβυσσαλέα, χείλια και πρόσωπα όμορφα, άλλες δείχνουν τα πόδια τους μέχρι μέσα βαθιά, άλλες φορούν χνουδωτά γιλέκα και με τα γαλάζια μάτια τους θυμίζουν αγριόγατες, γατόπαρδους λεοπαρδάλεις κι αιλουροειδή παντός είδους, άλλες πάλι περπατούν γρήγορα σα γαζέλες, το μέρος θυμίζει πασαρέλα όπου οργανώνεται ανοιξιάτικη κολεξιόν, χρώματα πράσινα θαμπά και μαύρα του ανθρακίτη, ρούχα με βάτες και κοψίματα και τελειώματα περίεργα κι άλλα κουφά , συνδυασμοί και συνολάκια και φόρμες καλοκαιρινές κι άλλα ποικίλα και διάφορα , βραχιόλια χρυσά φορούν στόνα τους χέρι και δαχτυλίδια ασημένια στο άλλο, γεύση μέντας που καίει έχει το στόμα τους, ξεχειλίζουν από κείνο τον ερωτισμό που βγαίνει αβίαστα απ τους πόρους του σώματος χωρίς να κάνουν τίποτα ιδιαίτερο.

Κάποιος απ τη παρέα λέει ''Εγώ δε κερνάω ξανά κανονίστε! '' - ''Εσύ Σταμάτα!’’ λέει σε μένα ’’… μη συνεχίζεις, σε ξέρουμε εσένα, κόφτο, ποιος νομίζεις ότι είσαι, δεν είναι ανάγκη ν ακούμε αυτά που σκέφτεσαι, δε το καταλαβαίνεις ρε φίλε, άμα αρχίσεις δε ξέρεις τι λες, νομίζεις ότι εμείς δε τα σκεφτόμαστε αυτά, απλά δε τα λέμε, τα κρατάμε μέσα μας, δε μπορείς να κάνεις κι εσύ το ίδιο, τόσο δύσκολο είναι!’’

Αυτός που μιλά όλο νεύρα είναι τελευταία, δε ξέρω τι έχει πάθει, δε κοιμάται καλά, ούτε στη δουλειά δε πήγε μια μέρα μπας κι ηρεμήσει λίγο, κάτι του συμβαίνει, φωνάζει, χειρονομεί, από γύρω μας κοιτάνε ενώ εγώ σκέφτομαι '' Δε πα να λέει ότι θέλει, θα του τα πω κι ας κάνει ότι νομίζει !''

Όμως φέτος η άνοιξη είναι τόσο γλυκιά, εγώ τουλάχιστον έτσι τη βλέπω, έτσι την αισθάνομαι, μου θυμίζει παλιές στιγμές τότε που έβρεχε στο χωριό , τα βουνά μαύριζαν σιγά σιγά αλλάζοντας χρώμα όπως τα δέντρα ψηλά φύλλωναν σταδιακά σε κάθε επίπεδο μήνα με το μήνα, οι φλαμουριές ήτανε έτοιμες να μπουμπουκιάσουν κάτω απ τη βρύση μας.

Βγαίναμε τότε ψάχνοντας σαλιγκάρια σε μέρη γεμάτα πέτρες, πικραμυγδαλιές , ξανθισμένες πια, είχαν φυτρώσει στις στοιχειωμένες ξερολιθιές, ο πατέρας του Σάββα είχε σκοτωθεί εκεί κοντά πηγαίνοντας για ξύλα, το τρακτέρ του είχε πέσει σ ένα βάραθρο κι όλοι πήδηξαν απ την αντίθετη κατεύθυνση, αυτός διάλεξε λάθος μεριά, καταπλακώθηκε, απ τα σίδερα και τις λαμαρίνες, άνοιξη ήτανε ...

Ψάχναμε ανάμεσα σε γαλαξίδες , κάτι φυτά πρασινωπά που έβγαζαν ένα χυμό γαλακτερό όταν κόβονταν, άλλοτε φτάναμε περπατώντας δρόμους λιθόστρωτους, βρίσκοντας πέταλα αλόγων σκουριασμένα, μέχρι κάτι τοποθεσίες μέσα σε φαράγγια, σπηλιές που είχαν τοίχους μαυρισμένος από φωτιές που άναψαν οι βοσκοί κάποτε εκεί να ζεσταθούν τα βράδια, γράμματα παλιά υπήρχαν σκαλισμένα πιο μέσα ακούγονταν,μια βουή φοβόμασταν να προχωρήσουμε πιο μέσα ...

Τη νύχτα βγαίναμε με το φεγγάρι κρατώντας φανάρια που έφεγγαν σκορπισμένα παντού, σ ένα μέρος ψάχναμε βλέποντας ένα παράθυρο φωτισμένο, νομίζαμε ότι δυο μάτια κολλημένα στο τζάμι μας παρακολουθούσανε, ένας στάβλος πιο κει ένα άλογο είχε χλιμιντρίσει ανήσυχα μες τη ησυχία της σκοτεινιάς μόλις μας αντιλήφθηκε, το είχαν αφήσει έξω στο ύπαιθρο δεμένο όλη νύχτα ...

Φέτος ορκίστηκα να μη μου φύγει πάλι η άνοιξη, να μη περάσει έτσι δίχως να πάρω χαμπάρι τίποτα, όλο αναμνήσεις από παλιά μούρχονται, τότε που πηγαίναμε χόρτα να μαζέψουμε και παπαρούνες για να κάνει χορτόπιτα η μάνα μας, ακόμα έχω εκείνη τη γεύση στο στόμα μου. Ήταν τότε που η Μαρία έλεγε το ''Άσπιλε'' στο Άγιο Χριστόφορο, το εκκλησάκι με τους ασβεστωμένους τοίχους και τα ντουβάρι βαμμένα στο χρώμα της ώχρας, κοντά σ ένα μέρος μ αυλάκια και δέντρα και χόρτα μουσκεμένα απ τη βροχή, χόρτα τόσο φρέσκα που σούρχονταν να βοσκήσεις κι εμείς γελούσαμε γιατί φαλτσάριζε η Μαρία όμως στη πραγματικότητα ζηλεύαμε, ψάχναμε κάτι να κοροϊδέψουμε, ήταν τόσο όμορφη!

Πίσω στη παρέα μια φίλη μου λέει ''Μη βάζεις τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο σα να είσαι σπαστικός, στόχω πει πεντακόσιες φορές!'', κάποιος μου κόβει τη θέα σ ένα μωρό πραγματικό που έχει βυθιστεί στη πολυθρόνα του ολόκληρο χρειάζομαι τη προσοχή του απεγνωσμένα κι αυτό ανταποκρίνεται,αυτό είναι το καλύτερο σημείο της επαφής με μια γυναίκα, αυτό το παιχνίδι που απολαμβάνεις περισσότερο απ οτιδήποτε, ένας βλάκας στέκεται μπροστά μου σα κούτσουρο, φύγε ρε φίλε, ξεκουμπίσου, αφού εμένα κοιτά, άστο, δεν είναι για σένα, μα τι βλάκας, τι τούβλο!

Στιγμές ανοιξιάτικες μου έρχονται, τότε που πήγαινα στο Ανατόλια, στη βιβλιοθήκη για να διαβάσω κάτι βιβλία για πτώματα, φοβόμουν να τα ζητήσω , τρέχα γύρευε γιατί μ ενδιέφεραν τόσο πολύ τότε, έπρεπε να περάσω κάτω από μια γέφυρα νιώθοντας τους τροχούς των αυτοκινήτων να τρίζουν στο τσιμέντο από πάνω μου, διέσχιζα μονοπάτια γεμάτα θάμνους και μαυροπούλια που τσιμπολογούσαν μες το χορτάρι ψάχνοντας για μαμούνια και σκαθάρια και ποιος ξέρει τι άλλο …

Και μια άλλη άνοιξη θυμάμαι, τότε που γύρισε η Χριστίνα απ την Αργεντινή κι όλα έμοιαζαν καινούρια, κάτι μ έτρωγε τότε σαν ένα προαίσθημα απειλητικό να υπήρχε στην ατμόσφαιρα, άμα καείς μια φορά, είχαμε πάει στην Αγγλία εκεί, σε κάτι δάση με δέντρα πελώρια, αρχαία, κάστρα με τάφρους, πύλες, πολεμίστρες, ξωτικά έτοιμα να πεταχτούν όπως στο μεσαίωνα...

Ο άλλος που δεν ήθελε να μ ακούει τάχει πάρει άσχημα, επιμένει, έχω βαρεθεί όμως να τους βλέπω όλον αυτό το καιρό αυτόν και τους όμοιους του, είναι τόσο βαρετοί, θύμωσαν και θέλουν να ξεσπάσουν όπου νάναι, σ όποιον βρουν μπροστά τους , το οικοδόμημα τους αποδείχτηκε σαθρό, το σύστημα τους πήρε σβάρνα, δε δουλέψανε προς τα μέσα , δε ψάξανε, δεν έσκαψαν, αλλού ήταν η προσοχή τους, δε περίμεναν έτσι ναρθούν τα πράγματα, δε δέχονται άλλη άποψη, είναι τόσο σίγουροι ότι έχουν δίκιο, κάτι κουφές θεωρίες σου αμολούν όταν τους ζητάς μια άλλη λύση να σου πουν, φοβούνται, δειλιάζουν, τάχουν παίξει, τόχουν χάσει το παιχνίδι, που να τους ζητήσεις ν αλλάξουν, είναι πολύ αργά, απότυχαν ! Άντε να τους πεις ότι όλο το πρόβλημα είναι μες τα κεφάλια τους, άντε να τους πεις να δουν τις άλλες γενιές αυτές των πατεράδων ή των παππούδων τους, με πόσα λίγα έκαναν τόσα πολλά (μ’ όλες τις βλακείες και τα απίστευτα τους λάθη τους κι αυτοί....

Κάποτε τους τα έριχνα χοντρά αυτών των χαμένων, τώρα προτιμώ το ήρεμο στυλ, δίχως κακίες κι εξάρσεις, πίστεψε με κι αυτό είναι πολύ δύσκολο! Μου άρεσε που του την είπα όσο πιο συγκρατημένα γίνονταν του τύπου, ήμουν ευχαριστημένος μόνο που να, με ξεζούμισε όλο αυτό. Στο σύλλογο Λιτοχωρινών δυο ποτηράκια ούζο με κέρασε ο κυρ Γιάννης, χίλια χρόνια να ζήσει, κάτι ρεβίθια τρομερά, μεζέδες θανατεροί, μ αναστήσανε , μια τύπισσα μ ένα κόκκινο φόρεμα κοίταζε , συνήλθα ...

Ότι και να γίνει εγώ δε τη χάνω φέτος την άνοιξη, ένα παιδί με μακριά μαλλιά φωτογραφίζει ένα σκύλο που έρχεται κοντά του να χαϊδευτεί εκεί στο πάρκο του πεδίου του Άρεως στο καινούριοι δημαρχείο κοντά , παρέα με κάποιον πηδάμε τις κλειδωμένες πόρτες για να κόψουμε δρόμο, γάτες τεντώνονται ξύνοντας σε δέντρα τα νύχια τους περιστέρια με πόδια καμένα απ τους καυστήρες όπου ξεχειμώνιασαν φτερουγίζουν , χελώνες με μια ρίγα κόκκινη πλάι στο μάτι κολυμπούν σε κάτι λάκκους, αυτός που είναι μαζί μου μιλά για κυνήγια στη λίμνη της Καστοριάς, στην Αλεξανδρούπολη, στις Πρέσπες είχε δει εκεί πέρα κοπάδια τεράστια με πάπιες και χήνες κι αργυροπελεκάνους κι άλλα πουλιά υπέροχα που λυπόσουν να τα τουφεκίσεις…

Στη παραλία οι αχτίνες του ήλιου που βγαίνει πίσω απ τα σύννεφα για μια στιγμή χαρακώνουν τη θάλασσα κι έπειτα γυαλίζουν πάνω στα νερά που χύθηκαν στο δρόμο, μπορείς να δεις την αντανάκλαση τους δίπλα στη ρόδα του αυτοκινήτου όπως οδηγάς. Πίσω απ τις κλειστές πόρτες του Φωκά συγκολλητές κολλούν με ηλεκτροκόληση πλάι σε τοίχους γκρεμισμένους, στα Πάμπλικ ασανσέρ ανεβάζουν κόσμο, σκάλες ηλεκτρικές κατεβάζουν άλλους, ε το χάνω φέτος αυτό το διάστημα, δε γίνεται κάθε φορά να κοιτάζω μπροστά προς το καλοκαίρι και να χάνω το παρόν, πρέπει να αλλάξει αυτό κάποια στιγμή, πρέπει να ζήσεις το σήμερα όταν νομίζεις ότι κάπως έχεις δρομολογήσει δυο τρία πράγματα...

Στο λεωφορείο επιβάτες με ρολόγια που δείχνουν μια ώρα πίσω, έχουν έρθει από Γερμανία κι εκί δεν έχουν αλλάξει ακόμα φαίνεται, τα μαλλιά των γυναικών ανεμίζουν στον αέρα που μπαίνει απ το παράθυρο, ανεβάζουν τα φερμουάρ στα μπουφανάκια τους, ένα μωρό με αδιάβροχο γεμάτο χρώματα και σχέδια κρατιέται σφιχτά στην αγκαλιά της μάνας του, το πόδι του οδηγού παλαντζάρει στο πεντάλ του γκαζιού, αμάξια περνούν σ ένα επίπεδο πιο χαμηλό, μπορείς να δεις ακάλυπτα πόδια από φιγούρες θηλυκές που κάθονται μπροστά στο τιμόνι, οχήματα από απέναντι όπως περνούν πάνω από λακκούβες και ταρακουνιούνται μοιάζουν ν αναβοσβήνουν τους προβολείς σα να κάνουν σινιάλο...

Μερικοί τύποι σε μια γωνιά, ήτανε στο Άγιο όρος, ραβδιά και μπουκάλια νερού στο χέρι, ένας λέει ότι είναι απ την Αθήνα , στο κελί ενός καλόγερου ήτανε κάμποσο διάστημα , πολύ νηστεία κατά κει τέτοιες μέρες, φυσούσε απ το πέλαγος όλη την ώρα, κάτι σοβαντίσματα και φράχτες φτιάξανε, στο δρόμο μετά την Ουρανούπολη καθώς έρχονταν με το πούλμαν ένα ατύχημα φοβερό είδανε , ένα παιδί είχε πλακωθεί από ένα φορτηγάκι, κάποιος είπε ''Τι περιμένουμε ρε , μέχρι ναρθει το ασθενοφόρο θάχει πεθάνει το παιδί! ‘’κατέβηκε όλο το λεωφορείο και σήκωσαν το σμπαραλιασμένο όχημα, το παιδί ήταν κομμάτια, ήρθαν οι τραυματιοφορείς και το πήρανε, δύσκολα θα την έβγαζε καθαρή...

Αυτός απ την Αθήνα συνεχίζει, κι εκεί είχα χάσει μια άνοιξη, μια μελαγχολία μ είχε πιάσει όπως πάντα τέτοια εποχή, βολόδερνα στα στρατόπεδα φυλάγοντας σκοπιές, έχοντας περάσει τον μαλακό χειμώνα του λεκανοπεδίου με μια κουβέρτα μονάχα σκεπασμένος, καθόλου κρύο ρε φίλε, τι χειμώνας ήταν κι εκείνος, και τότε λοιπόν αντικρίζαμε στρώματα από λουλούδια κίτρινα στις αλάνες, σ ένα μέρος που πρέπει να ήταν στρατοδικείο ή κάτι τέτοιο κάτι αίθουσες θυμάμαι, κάτι ευαγγέλια τοποθετημένα μπροστά σε έδρες, τζιπ παρατεταγμένα στη σειρά σε κάποιον όρχο, ράγες απ όπου τη νύχτα περνούσαν τρένα φορτωμένα, μια άσκηση νυχτερινή σ ένα λόφο, η πόλη απλώνονταν φωτισμένη από κάτω ως πέρα μακριά ...

Σινεμά πάμε, ένα έργο μυστήριο, καλύτερο το περίμενα, λέω κάποια στιγμή στο φίλο που είναι μαζί μου ότι θέλω να τη κάνω, έχω καταλάβει που το πάει, δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρούμαστε εκεί μεσα κλεισμένοι, αυτός όμως δεν υπάρχει περίπτωση να το κουνήσει αν δε δει πως τελειώνει, ‘’Να μη με κουβαλούσες!’’ λέει , σηκώνομαι να βγω στο διάδρομο, βελάκια πράσινα δείχνουν εξόδους κινδύνου, σκάλες, μια τηλεόραση σε μια γωνιά δείχνει ποδόσφαιρο Ισπανικό , μια καθαρίστρια σκουπίζει στο βάθος, αφίσες κρεμασμένες στους τοίχους, σχέδια σε σπηλιές καπνισμένες από Αυστραλούς Αβορίγινες, μοιάζουν με τις παράξενες σπηλιές κοντά στις πυκραμυγδαλιές στο χωριό μου, ‘’Το όνειρο της γυναίκας’’, ‘’Η οπτασία του μάγου!'', σχέδια αφηρημένα, χρώματα, και γραμμές σα φίδια, ζαλίστηκα εκεί μέσα, δε μπορούσα να βρω την έξοδο , σε μια κάμαρα μπήκα, κάτι φώτα πολύ δυνατά ...

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...