Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ

Εντάξει λοιπόν ερωτεύτηκα ξανά, διπλή δόση πήρα αυτή τη χρονιά δεν έχω παράπονο.

 Ο Κώστας μου λέει ''Mη σκαλώσεις''  μα εγώ ξέρω ότι δεν έχω τέτοιο πρόβλημα, ο Βασίλης μου λέει μη λες σ' αγαπώ  αλλά εγώ το είπα κιόλας, το δύσκολο ήταν στην αρχή, μια ζαριά, είχα περάσει ζόρικο Καλοκαίρι και το χρειαζόμουν, δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω. Το μωρό με χειρίστηκε όμορφα, ας είναι καλά, δεν ήθελα να το πιέσω αλλά κάποιες φορές διεκδικείς με τρόπο ανορθόδοξο, δε γίνεται αλλιώς. Αν με είχε γειώσει απ την αρχή, θα ήταν  δύσκολο, θες κανα δυο μέρες να συνέλθεις, να ξεκόψεις, εγώ τουλάχιστον έτσι είμαι.

Πέρασα πάλι τα γνωστά, αυπνίες, χτυποκάρδια κι αμφιβολίες, υπερένταση, ρίγη κι αδυναμίες, έρπη γύρω απ τα χείλη, οι κασέτες υπέφεραν, τα cd διαλύθηκαν, τα Mp3 μπλόκαραν, χορδές σπάσανε στις κιθάρες, στη δουλειά δυσκολία να συγκεντρωθείς, ένας πιτσιρικάς μαθητής μου έβλεπε μια καρδούλα στη κόρη του ματιού μου, ένας άλλος είδε λέει ένα φως να βγαίνει απ το κεφάλι μου, τι βλέπουν κι αυτά τα παιδιά, σ' ένα αναλόγιο ψέλναμε και τα δίναμε όλα, είχα ενέργεια άφθονη, ''Πατριαρχείο'' είπε ο Άρης, ο κόσμος μας χάζευε, δε μπορούσα να πιάσω μια νότα πολύ χαμηλή κι έπιασα το στόμα σα να πονούσε το δόντι μου, ο Πέτρος διπλώθηκε απ τα γέλια, έπεσαν τα γυαλιά του κι έσπασαν, ένας παππάς μας αγριοκοιτούσε, παραλίγο να μας ξαποστείλουν. Πηγαίναμε για καφέ μετά, ένας τύπος χοντρός μας έλεγε για τον πατέρα του που τον είχαν στο Θεαγένειο με καρκίνο, τα είχε χαμένα, ζήτησε ένα τσιγάρο, ο χοντρός του αρνήθηκε, ακόμα έχει τύψεις.

Όλα ήταν αλλιώτικα  το σπαθί του Μεγαλέξανδρου μου φάνηκε ότι κινήθηκε στο άγαλμα στη παραλία, γύρω απ τα πανεπιστήμια γερανοί του μετρό κινούνταν σα πολιορκητικές μηχανές, στα Κάστρα, στην οδό Έκτορος, ζαρντινιέρες ξεραμένες, κτήρια με αλεξικέραυνα σκουριασμένα, σκύλοι έπαιρναν ένα πουκάμισο μαύρο κι έτρεχαν, σ' ένα μέρος γυναίκες με αρώματα βαριά κάθονταν αντίκρυ μου, τραβούσαν τις φούστες, ανέβαζαν το ντεκολτέ, κάποια προσπαθούσε να βγάλει μια αράχνη απ τα μαλιά της, επιδερμίδες διάφανες, ήθελες να βυθίσεις το χέρι σου μέσα τους, κοπέλλες με άσπρα φουστάνια έτρεχαν πάνω σε ποδήλατα στη Δελφών.

Μια φίλη με ρωτούσε αν είχα ανταπόκριση, αλλά εγώ δε χρειάζομαι τίποτα σπουδαίο, μερικές κουβέντες, ''Χίλια ευχαριστώ'' μ' ένα κάρο θαυμαστικά στο κατόπι ''Είσαι πολύ καλός''-'' Να προσέχεις'' τέτοια πράγματα που σε κάνουν να νιώθεις ότι κάποιος νοιάζεται έστω λίγο για σένα, σ' έχει λίγο ανάγκη, άμα σε πάρει σβάρνα κάνα μηχανάκι μπορεί και να ρωτήσει τι κάνεις, πράγματα που σου επιτρέπουν σε μια στιγμή του χρόνου, σ' ένα δευτερόλεπτο  να ενωθείς νοητικά με το θυληκό στοιχείο και να απογειωθείς κι αυτό είναι υπέροχο.

Δεν υπήρχε περίπτωση  να το αφήσω ακόμα κι όταν όλα έδειχναν να  χάνονται κι ήθελα να κοιμηθώ για να μη σκέφτομαι. δε μπορούσα να το αφήσω, ο κόσμος είναι  τόσο άχαρος που δεν έχεις τη πολυτέλεια, πόρτες κλείνουν στα μούτρα σου, όλοι το παίζουν σκληροί και ζόρικοι, όλοι τρέχουν σα παλαβοί κι ούτε ξέρουν που πάνε, μπλόκα αστυνομικά κάτω από μια γέφυρα στη Κηφισσιά, ορυμαγδός πληροφοριών άχρηστων τριγύρω, βλέματα πονηρά,  αρπαχτικά παντού, γυναίκες θέλουν να σε εξαπατήσουν, να σε γδύσουν, να σε αδειάσουν, όλα γυρίζουν, όλα θολώνουν,  όλα διαλύονται, δεν υπήρχε περίπτωση

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΥΤΟΑΝΑΦΛΕΞΗ

Ένα παιδί απ' το ΤΕΙ οχημάτων μου δείχνει πως δουλεύει ο κινητήρας της μοτοσυκλέτας, μου λέει για πιστόνια ροπές και αποδόσεις, στροφάλους και ημιαξόνια, κυλίνδρους και κιβώτια ταχυτήτων, δίχρονες και τετράχρονες μηχανές,  αεροτομές μέταλα και κράματα κι άλλα περίεργα που δε καταλαβαίνω αλλά το μυαλό έχει ανάγκη ακόρεστη να αναλύσει, να μάθει, να βρει υλικό καινούριο, να δουλέψει, να αφομοιώσει.
 Μου λέει το παιδί ότι έψαχνε μια βέσπα συγκεκριμένη και βρήκε μια σαραβαλιασμένη , δεμένη με αλυσίδες σε μια κολώνα της Αγίου Δημητρίου, έψαξε τον ιδιοκτήτη στη γειτονιά τελικά βρήκε ένα γέρο που του ανήκε, την πήρε με τριακόσια ευρώ, τη πήγε στο χωριό του, στον Αμπελώνα στη Λάρισσα , την έλυσε, την έφτιαξε κούκλα, τη γυάλισε , αυτοί είναι νοικοκύρηδες όχι εμείς οι αχαϊρευτοι, την εδωσε σ' ένα φίλο του να τη βάψει, αυτός την έκανε άστα να πάνε  '' Πάρτην όπως είναι'' τελικά την βάψανε ασημιά και μαύρη,  τη βλέπω παρκαρισμένη υπέροχη, μ' αυτήν λέει πάνε σε συναντήσεις στο Περτούλι κι άλλοι πιο μακριά άλλες βέσπες, ως την Ιταλία κι ακόμα πιο πέρα.

 Τη κουβάλησε   το παιδί στο Λουτράκι όπου ήταν φαντάρος , περνούσε τον Ισθμό για να συναντήσει τη κοπέλλα του στην Αθήνα, τη πήρε και στο Μόλυβο στη  Λέσβο, την είχε έξω απ' το φυλάκιο , εκεί που κοίταζαν τα Τούρκικα αυτοκίνητα να περνούν από τους δρόμους αντίκρυ κι άκουγαν φωνές  από απέναντι κι έβλεπαν φωτάκια το βράδι ν' αναβοσβήνουν.

Φεύγω απ ' το σπίτι του, είναι Σάββατο απόγευμα και σκέφτομαι όσα μου είπε,  νιώθω ότι θέλω κάτι υγρό, ένα χυμό ίσως ή ένα φρούτο, πρέπει νάμαι άρρωστος αλλά που χρόνος ν' αρρωστήσεις, μια γρατζουνιά στο μπράτσο, χαμπάρι δε πήρα πως έγινε, εν τω μεταξύ το μυαλό δουλεύει ασταμάτητα, τα γρανάζια του γυρίζουν όπως προσπαθεί να δει και να εξηγήσει  τα πράγματα κάτω απ' την επιφάνειά τους, να πάει σε μια άλλη διάσταση.
Το κέντρο μπλοκαρισμένο, υποτίθεται μέρα δίχως ποδήλατο, ουρές ατέλειωτες , τροχονόμοι βαρεμένοι, φιγούρες διασχίζουν το δρόμο, γυναίκες κρατούν μωρά στην αγκαλιά τους, μπουκάλια  σπασμένα στην άσφαλτο, μυρουδιά ποτού, σε μια ταβέρνα  κουβέντες σκόρπιες στον αέρα '' Πολύ ωραίο εκείνο το κονιάκ''   -''Μη περιμένεις ν' ακούσεις ευχαριστώ απ τα παιδιά σου'' - '' Μη με λες κυρία''-  ''...για να έφυγε αυτή εσύ θα φταις σίγουρα'', πιτσιρικάδες ξεκοκαλίζουν κοτόπουλα, γκαρσόνια μαζεύουν πιάτα, ποτήρια κολωνάτα τσουγκρίζουν ''Άντε γεια μας'', σταματώ σ' ένα φανάρι ένας τύπος που μου έχει φάει κάτι φράγκα καβαλά ένα μηχανάκι , τον χτυπω στη πλάτη τρομάζει ''Θα σου τηλεφωνήσω''  μαρσάρει και  χάνεται. Σ' ένα πάρκο πιτσιρικάδες παίρνουν φόρα κΑι γκρεμίζονται από τοίχους με τα πατίνια τους, κορίτσια ξαπλωμένα κάνουν κοιλιακούς, συνθήματα στους τοίχους '' Τα μυαλά μας πονάνε''  κι  άλλα πρόστυχα και χυδαία που κανείς δε νοιάζεται να σβήσει, αρχαία που ξέθαψαν οι αρχαιολόγοι, κασμάδες, καροτσάκια και  μπάζα, στις στάσεις κορίτσια φορούν παπούτσια άσπρα με φτερά σαν εκείνα του γοργοπόδαρου Ερμή, ζητιάνοι μαζεύουν γόπες, άλλοι ψάχνουν μέσα σε  κάδους.

Στο αυτί έχω κομάτια που μου κατέβασε  στο Mp3, ο Βίκτωρας άλλο παιδί βιολί κι αυτό,  του αρέσουν τα αγωνιστικά αυτοκίνητα, ζωγραφίζει μοντέλα, παλεύει να φτιάξει κονσόλα στον υπολογιστή για να ηχογραφήσει τον εαυτό του, παλαβός εσωστρεφής σαν εμένα θέλει να τα κάνει όλα μοναχός του.

Το οδόστρωμα γυαλίζει στη κατηφόρα της 3ης Σεπτεμβρίου,  στο Mp3 ήχοι από τρομπέτες και σαξόφωνα που ανεβοκατεβαίνουν κλίμακες, πλήκτρα βουίζουν, κοντραμπάσα γδέρνουν τις χορδές τους, κιθάρες ηλεκτρικές παλεύουν να λιπάνουν τα  ταλαιπωρημένα ημιαξόνια του εγκεφάλου, συντριβάνια πυροβολούν τον αέρα με ριπές υδάτινες, φορτηγά πλοία μπαίνουν στο λιμάνι, ο ήλιος βάζει φωτιά στα νερά του κολπου, οι Dire straits ''Now the sun' s gone to hell..'' αισθήματα συμπιέζονται, μείγμα εκρηκτικό δημιουργείται, μυρουδια καυσίμων, ένας σπινθήρας λείπει  για αυτοανάφλεξη.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ

Οι περισσότεροι καρχαρίες χρειάζονται να κολυμπούν συνεχώς για να αναπνέουν και δεν μπορούν να κοιμηθούν πολύ, αν όχι καθόλου, χωρίς να βουλιάξουν. Ένας μικρός αριθμός ειδών πρέπει να κολυμπά συνεχώς χωρίς ανάπαυση.


Από τη wikipedia

To καταλαβαίνω το κήτος πως αλλιώς μπορείς να ξεπεράσεις ένα κάρο εμπόδια αν δε κινείσαι συνεχώς, ατυχίες κι ατυχήματα, απογοητεύσεις, ψυχρολουσίες κι απορίψεις, φόβοι και φοβίες, ανυσηχίες κι αμφιβολίες, αισθήματα καλά κι άσχημα που πρέπει να αφομοιωθούν, τραβάς μπροστά, δε προλαβαίνεις να χαλαρώσεις , αναπαύεσαι εν κινήσει, γύρω αναρωτιούνται που πάει ο ιλίθιος, που να εξηγήσεις,  δεν υπάρχει χρόνος,  άμα χαράξεις πορεία πάει τέλειωσε, αφήνεις πίσω κάποιους που άνθησαν και μαράθηκαν γρήγορα, άλλους που έπαιξαν εκ του ασφαλούς, κι άλλους που βγήκαν λίγοι, κι άλλους που άλαξαν στην πορεία, κι άλλους που άραξαν, και γυναίκες που σε γείωσαν, σ' έστειλαν αδιάβαστο, ήθελαν να σε σβήσουν απ' το χάρτη.

Στη θάλασσα του τσιμέντου της πόλης, βροχές πιάνουν, οροσειρές βάφονται κόκκινες στη Δύση, οχήματα γλυστρούν στις κατηφόρες, νερά πετιούνται τριγύρω, πλάσματα περίεργα κυκλοφορούν, σκύλοι με  μάτια διαφορετικά ένα γαλάζιο κι ένα σκούρο, γάτες κυνηγούν πουλιά στα πάρκα τα ξημερώματα, κοράκια κουβαλούν κομάτια κρέατος, φύλλα στροβιλίζονται στον αέρα, το Νational Geogrphic σε μικρογραφία, τύποι μυστήριοι με γυαλιά μαύρα και δόντια σαπισμένα πίνουν μπύρες, παραληρούν ασυνάρτητα,  Πακιστανοί  στρώνουν κουβέρτες κι απλώνουν πράγματα, Σομαλοί μασουλούν τσίχλες, Κινέζοι ξεροσταλιάζουν στα ίντερνετ καφέ, ξενυχτισμένοι βλέπουν σήριαλ ελληνικά κι Αμερικάνικα, μια γυναίκα λέει ότι κοιμάται ότι ώρες νάναι, φώτα στις βιτρίνες, φυτά εξωτικά στα λουλουδάδικα, μπένζαμιν κι ορχιδέες  κι άλλα παράξενα με χρώμα βαθύ πράσινο της ζούγκλας,  κοπάδια απο κορίτσια μικρούτσικα και πιο μεγάλα κυυκλοφορούν, σε κοιτούν βαθειά στα μάτια να δουν μες στο μυαλό σου,πλατινέ μαλιά, ζακέτες μαύρες, βραχιολάκια ινδιάνικα, ράχες ασημένιες, γυαλιστερές, σούρχεται να τα δαγκώσεις ξαφνικά.

Καμιά φορά αποκοιμιέσαι όπως σε παρασύρει το ρεύμα, να στανιάρεις λιγάκι, να ξεμπλοκάρει το μυαλό, να αδειάσει, να κλείσουν ρωγμές, να επουλωθούν τράυματα από δαγκωματιές ύπουλες πλασμάτων που παραμόνευαν σε περάσματα σκοτεινά για να πάρουν ένα κομάτι από τη σάρκα σου όπως κολυμπούσες αμέριμνος, οι πληγές επουλώνονται, το αλάτι κάνει τη δουλειά του, τα σημάδια μένουν για πάντα βέβαια, ελίσεσαι κουνώντας νωχελικά  την ουρά, το πτερύγιο σκίζει το υγρό στοιχείο, αλάζεις κατεύθυνση, αντιλήψεις , δέρμα, από πάνω αφροί και κύματα, παλαβοί σέρφερ παλεύουν με τα κύματα και γρεμοτσακίζονται, σκιές απο τις σανίδες τους, θες να δοκιμάσεις τη γεύση τους, τρως ότι σαβούρα νάναι για να κρατηθείς, άλλοτε σε πιάνει αδηφαγία, η κυρία Δήμητρα φέρνει σοκολάτες απ' την Ελβετία όπου πήγε ταξίδι με το γυιο της '' Αυτές για τον Αποστόλη που του αρέσουν τα γλυκά'' η κυρία Λία φτιάχνει κάτι τυρόπιττες φοβερές με φύλλο σπιτικό, στο Ασβεστοχώρι κάτι ρεβύθια αξέχαστα σ' ένα ωραίο σερβίτσιο λευκό, κάτι κεφτεδάκια με μακαρόνια κι έπειτα χαλβάς σιμιγδαλένιος κι ένα παστίτσιο φοβερό στην Ηλιούπολη, είχα λυσσάξει, έκανε κρύο, το καταβρόχθισα σε κάτι σκαλιά, κατεβαίνοντας, δε θυμάμαι αν είχα χαρτοπετσέτες.

Και μετά συνεχίζεις , κατεβάζεις το κράνος σα τους οδηγούς της Φόρμουλα Ένα, δε κοιτάς γύρω, κλείνεις τ' αυτιά σε στριγγλιές και φωνές για καταστροφές και συντέλειες, αγνοείς πανικόβλητους και μίζερους κι αυτούς που τάπαιξαν, μπροστά μονάχα ο δρόμος, γέφυρες στη πίστα της Βαλένθια, τούνελ στη Σιγγαπούρη, δάση καταπράσινα στο Σίλβερστοουν, αμμόλοφοι στο Ντουμπάι, λίμνες σταχτιές και ποτάμια  ασημένια στον Καναδά, επιτέλους ο χρόνος παύει να σέρνεται, τρέχει γρήγορα, ανεβάζει στροφές, ξεχύνεται φρενιασμένος, καλπάζει, ακούς το ποδοβολητό του, σαν τα πέταλα των αλόγων που τρέχουν στην ανοιχτωσιά κι η χαίτη τους ανεμίζει μαζί με τα χορτάρια, μπορείς πια να φύγεις  σαν το καρχαρία που βυθίζεται στα γαλάζια νερά , σε μέρη ανεξερεύνητα, εκεί όπου δεν πήγε ποτέ κανείς, όλο και πιο πέρα όλο και πιο μακριά.



Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΟΥ

Από δω και περα είναι η αγαπημένη μου εποχή, η πόλη έχει γεμίσει,   γυναίκες περνούν από δίπλα κι αφήνουν στον ξεπλυμένο αέρα το άρωμα τους, φορούν γόβες άσπρες, στηθόδεσμους δαντελωτούς κι  εφαρμοστά φορέματα με κάτι φερμουάρ τεράστια στη πλάτη μέχρι κάτω, σούρχεται να τα τραβήξεις, κάθονται στις καφετέριες, πίνουν καφέ απο φλυτζανάκια με γαλάζιες χαρτοπετσέτες από κάτω τους, κορίτσια με σκισμένα παντελόνια τρέχουν στα βρεγμένα πάρκα πίσω από σκύλους, λουλούδια φυτεύονται, συντριβάνια καθαρίζονται, σ' ένα βενζινάδικο ένας μαθητής μου ρίχνει αφρούς σ' ένα παρμπρίζ να  το πλύνει, γάτες χώνουν το κεφάλι σ' ένα κουβά, άλλες κυνηγούν κάτι μες τα χόρτα, μπουλντόζες αδειάζουν χώματα στη παραλία, άνθρωποι περπατούν ανάμεσα στα πεύκα στο Λευκό Πύργο, στην Έκθεση μπαλόνια πορτοκαλιά, ροδιές στην Ανατολική πλευρά, φρούτα χρωματιστά, αραδιασμένα στα μανάβικα, άσπρα τραπεζομάντηλα στις ταβέρνες,κίτρινες πατάτες, μπύρες αφρισμένες, ούζα σε ποτήρια μακρόστενα, πιάτα καφετιά, στα Πεύκα φορτηγά κουβαλούν πετρέλαιο ντεπόζιτα γεμίζουν από σωλήνες χοντρούς, στη Καλαμαριά ξεφορτώνουν, ξύλα πάλι θα μυρίζει καμένο  ξύλο όλος ο τόπος.

Πάει το καλοκαίρι, κάποιος λέει ότι ήταν στη Μονή Αρχαγγέλων στη Θάσσο όπου δέχονται ζευγάρια, τοπίο καταπληκτικό, βράχοι και δέντρα μέχρι τη θάλασσα, νερά πράσινα, άλλος ήταν στο Λιτόχωρο και ξεσκίστηκε στα τραπεζώματα και στα κεράσματα - θα πάω σίγουρα κατά κει, στο Σέλι, πάνω στο χιονοδρομικό  αεράκι αέναο και δροσιά, ο Αντώνης πήγε στα High lands  στη Σκωτία, πολύ μάπα το φαί κατα κει λέει,  στο Βαρδάρη άκουγε τη συναυλία για το Μητροπάνο, ο αέρας έφερνε τον ήχο κατευθείαν στο σπίτι του στον έβδομο όροφο, ένα παιδί κόντεψε να σκοτωθεί στα καρτ,  στην Ασπροβάλατα το Δεκαπενταύγουστο όταν μπέρδεψε το φρένο με το γκάζι, στουκάρησε σ' ένα τοίχο, το όχημα πήρε φωτια παραλίγο να σκοτωθεί, πιο πέρα κατά το Στρυμόνα μικρά παιδιά φωτογραφίζονταν στα πόδια του λιονταριού της Αμφίπολης, Σεραίοι καβαλούσαν τα βουναλάκια να κολυμπήσουν στη Τούζλα, κατα τη Δράμα ανεμογενήτριες γύριζαν αργά  τους έλικες τους, στην Αλεξανδρούπολη ο Βασίλης σιχάθηκε τα δρομολόγια, ένα πρωί είδε ένα βουνό σκοτεινό στα αριστερά του κι έπαθε πλάκα,  τόσα χρόνια δεν το είχε προσέξει.
 Στη Σαλονίκη  πεθάναμε στο γέλιο με κάποιον βλάκα, άνοιγε τις συσκευασίες σ' ένα πολυκατάστημα, είχε ρημάξει τα ράφια, τον αφήσαμε να συνεχίσει το έργο του , κρύψαμε το αμάξι στο πάρκινγκ, μας  έψαχνε, βάλαμε τα γέλια όλος ο κόσμος μας κοιτούσε, τα ξημερώματα μια  Κυριακή γυρίζαμε σακατεμένοι από μια εκδρομή στην Εύβοια βλέποντας  κοπέλες μεθυσμένες να σωριάζονται στα παγκάκια, τα εσώρουχά τους φαίνονταν, στα σκαλιά μιας εκκλησίας μια γυναίκα τρόμαξε όπως περπατούσα πίσω της, νόμιζε πως ήθελα να της πάρω τη τσάντα.

Πάνε πια όλα αυτά, γύρισαν όλοι, ξεχνώ να βάλω ρούχα πιο ζεστά χαμένος στη δουλειά, το βράδυ η μπαλκονόπορτα ανοιχτή, το πρωί παγώνω,  φαστφουντάδικα φτηνά με καφέ και σάντουιτς, στα γυράδικα δαγκωματιές βιαστικές, φώτα στα ψηλά κτήρια του Πανεπιστημίου, φώτα πίσω απ τα τζάμια της ΕΤ3, σ' ένα αστικό για το αεροδρόμιο Ασιάτες κουβαλούν βαλίτσες, μια Γερμανίδα με ρωτά κάτι, μια Αμερικάνα λέει ότι στο Μαϊάμι μόνο οι βάλτοι αξίζουν, αμάξια περνούν με φόρα διαβολεμένη, αντικείμενα φεύγουν σαν αστραπή  μπροστά στα μάτια μου, δάχτυλα άσπρα με δαχτυλίδια  στους κερματοδέκτες, νταλίκες κάνουν μεταφορές για τη Δυτική Ελλάδα, κίτρινα αδιάβροχα, κόκκινες πικροδάφνες, προβολείς στην ομίχλη του Καυτανζόγλειου, σταυροί πράσινοι έξω απ' τα  διανυκτερεύοντα φαρμακεία, αστραπές κατά το Χορτιάτη, είμαι στο στοιχείο μου.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012


ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΟΥ ....


Στη Κατερίνα

 Και τι δε θάδινα για να ερωτευτώ  ξανά με κάποιο τρόπο, να φρεσκαριστώ, να φύγει από πάνω μου η σκουριά και η σκόνη του Καλοκαιριού, να ξελαμπικάρω, να καθαρίσει το μυαλουδάκι. Πάει λίγος καιρός που μου συνέβη - ούτε χρόνος βέβαια - αλλά μούλειψε. Είναι και η αλλαγή της εποχής που σε αποσυναρμολογεί, βροχές πιάνουν ξαφνικά, αμάξια ανάβουν τα φώτα τους, νερά τρέχουν στις σχάρες στις άκρες των δρόμων, δέντρα πρασινίζουν τραβώντας υγρασία απο αγωγούς υπόγειους, η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει, ψαράδες με πετονιές στη παραλία πίνουν φραπέδες απο κυπελάκια πλαστικά, πουλιά πετούν κρώζοντας, ο ήλιος ξαναβγαίνει και διυλίζει τις φιγούρες όλα θολώνουν γύρω. Στη Δελφών γερανοί του μετρό υψώνονται, σύννεφα στο νότο κατά το   Μέγαρο Μουσικής, αυτοκίνητα στο περιφερειακό, μια γυναίκα στο βάθος του αστικού σηκώνει τη φούστα της να δροσιστεί λιγάκι, ζευγαράκια φιλιούνται.

Πρέπει να ξεφύγω κάπως απ' ότι με πνίγει, τη νύχτα ιδέες έμονες έρχονται και ξανάρχονται, το μυαλό φρακαρισμένο δε μπορεί να αναλύσει πια, συναισθήματα με  κατακλύζουν ανεξέλεγκτα, χάνω τον έλεγχο, το κινητό τρίζει, μυνήματα έρχονται , το ράδιο ανοιχτό, λόγια μπερδεμένα, ''  Who's in your mind...''   '' έλα πάρε με κοντά σου και μη με ξυπνάς'', όνειρα περίεργα, ο πατέρας μου σκοτώνει ένα φίδι κάτω από κάτι τζιτζιφιές, σηκώνομαι να πλυθώ, κάδρα πέφτουν απ' το τοίχο, λάμπες καίγονται, κάτι λόγια γραμένα στο καθρέφτη του μπάνιου, που στο καλό βρέθηκαν, τι να σημαίνουν;

Ζαλισμένος στους διαδρόμους κάποιου σούπερ μάρκετ, καρότσια παντού γιαούρτια και φρούτα και μπισκότα, χρώματα ανακατεύονται, δε πάμε καλά. Στη ΔΕΗ ουρές, σπρώχνουν γκρινιάζουν, ανάπηροι και γέροντες, σεκιουριτάδες προσπαθούν να βάλουν τάξη, σούρχεται να μπήξεις τις φωνές, νιώθεις ασφυξία. Αγγελίες και  Διαφημίσεις παντού στους δρόμους, προϊόντα καινούρια και πιο καινούρια, δίκτυα που τρέχουν όλο και πιο γρήγορα, όλοι προσπαθούν  να προλάβουν, σπρώχνουν πατούν όποιον βρουν, φεύγουν μπροστά, σκοντάφτουν γρεμίζονται.

Η κυρία Όλγα γύρισε μαυρισμένη απο τις διακοπές, μου δίνει σταφύλια γλυκά απ τη κληματαριά της, αναριχώμενα στους φράχτες εκεί στο Ρετζίκι, πισίνες γαλάζιες, σκύλοι δείχνουν τα δόντια τους πίσω από φράχτες, η κυρία Λίζα δουλεύει στα μπισκότα του Παπαδόπουλου, ωράρια παλαβά, σχολάει το βράδι, το πρωί πρέπει να ξαναπάει, βάζει να σιδερώσει, σε μια στιγμή αφήνει το σίδερο στο κεφάλι του παιδιού της που κάθεται δίπλα, φωνάζει τρέχουν στη βρύση, ο μικρός γελάει ότι νάναι.

Στα ίντερνετ καφέ παιδιά με τρομαχτικά σιδεράκια κάτω απ τα χείλια, στο face book πρόσωπα και φωτογραφίες, μια μ' ένα κάστρο τρομερό που το δέρνει αλύπητα ο ήλιος, ένα καράβι στις θάλασσες της Κρήτης, λουλούδια μαβιά, έξοχα, στάλες τέχουν απ' τα πέταλά τους, βρύσες στην εξοχή, παιδιά στην ακροθαλασσιά  και μια φοβερή απο τον Όλυμπο, ένας βοσκός με πλατύ μέτωπο πίσω απο ένα κοπάδι, κέρατα μπροστά, συκιές αριστερά, ελιές δεξιά, χόρτα ξεραμένα και σκόνη παντού , το βασίλειο μου γι αυτή τη φωτογραφία.

Τώρα με το Φθινοπωράκι που οι γυναίκες βγάζουν τις λεπτές τους χρωματιστές ζακετούλες, τα κορίτσια φορούν τα καρώ τους μακρομάνικα πουκαμισάκια, κουβαλούν τις τσαντούλες τους στις βιβλιοθήκες, κάνουν ότι διαβάζουν, δαγκώνουν τα χείλη κοιτούν με νόημα, ξεκουμπώνουν ένα κουμπί να φανεί λίγο το στήθος τους, τώρα το Φθινοπωράκι λοιπόν πρέπει να ερωτευτώ, να βρω συνταγές μαγικές για προβλήματα που με καταδιώκουν, να πάρω ενέργεια, να ζωντανέψω, να νιώσω το πυρετό, να αρχίσω να ονειρεύομαι, να πνίξω αμφιβολίες, ν αφήσω πίσω όσους με στοίχειωσαν, να αγαπήσω, να ζωντανέψω, να μαλακώσω λίγο μέχρι βαθειά μέσα μου, να υσηχάσω για λίγο.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΡΟΠΙΚΟΙ

Σε μια πλατεία Δυτικά καθόμαστε με μια παρέα, σερβιτόροι πάνε κι έρχονται, πιάτα χτυπούν μεταξύ τους, νερά αδειάζουν σε ποτήρια, μια βουή στην ατμόσφαιρα, ο Καράς '' ..όταν πονάς εγώ τρελλά τη βρίσκω'', απέναντί μας τσιμέντο μέχρι πάνω στο Ωραιόκαστρο, κάτι καπνομάγαζα κατά τη Σταυρούπολη. Μικρά περνούν με σορτσάκια κοντά και μας χαλβαδιάζουν, γραφεία μεσιτικά  διαφημίζουν μια χερσόνησσο που πουλιέται στη Κασσάνδρα μια φωτογραφία τρομερή, βράχια και πράσινο και θάλασσα.

 Ένας μας λέει για τη Κωνσταντινούπολη όπου ταξίδεψε  και του άρεσε πολύ, πήγε σε κάτι μαγαζιά υπόγεια με γυναίκες αισθησιακές,  ξανθιές και σκουρόχρωμες, συντριβάνια με νομίσματα, τσαγιέρες διπλές έφτιαχναν  με τον ατμό τσάι βαθύ κόκκινο,  σε μια εκκλησιά κοινώνησε, κάτι εικόνες με το Χριστό πεθαμένο, το σώμα ξεψυχισμένο,  Η Μαρία  Μαγδαληνή απόστεφε το βλέμα να μη βλέπει, ένα μικρό φοβόταν να μεταλάβει γιατί ήταν μια  τυφλή με γυαλιά μαύρα μπροστά του '' Ο κακός λύκος'' έλεγε συνέχεια.  Τον πήγαν σε κάτι στενά και του είπανε ότι από κάτω  είδαν το μαρμαρωμένο βασιλιά να έχει μετακινηθεί απ το θρόνο του και να έχει βγάλει το  μισό σπαθί απ το θηκάρι του.
 Άλλος λέει για τα μελίσια του, για καστανόμελο , πευκόμελο και μέλι από ρείκια, αυτό είναι λέει το καλύτερο αλλά με τη ξέρα δεν έχουν γύρη τα λουλούδια και βόσκει τις μέλισσες σ' ένα κτήμα με λεβάντα κι άλλα αρωματικά χόρτα  που έχει κάπου. Η ξηρασία έκαψε και τις ντομάτες του και περιμένουν τώρα τις βροχές να πάνε για μανιτάρια με τους φίλους του, προσέχουν όμως πάντα ένα φονικό είδος  που το λένε ''Το καπέλλο του θανάτου''.

Είναι κι ένας ναυτικός μαζί μας που έχει οργώσει τις εφτά θάλασσες, με πετρελαιοφόρα και άλλα καράβια εμπορικά, έχει περάσει αυτός απ' τα κανάλια του Παναμά,  πάνω απ' το ρήγμα του Αγίου Αντρέα κάπου στον  Ειρηνικό, είδε χιόνια στη Νότια Αφρική, Γιαπωνέζους νευρωτικούς και ύπουλους, πορνεία βρωμερά, πλυμμήρες στη Σαγγάη, κόντεψε να σκοτωθεί  όπως τον κατέβαζαν μ' ένα ''καλάθι'' σ' ένα μικρό φορτηγό στα διεθνή ύδατα, κάπου στη Μάλτα, εκεί λέει ξεφορτώνουν για να γλυτώσουν τους φόρους, στη Πολωνία έδωσε κάτι πορτοκάλια σ' έναν τύπο κι αυτός τα πήγε στο σπίτι του, τάβαλε σ' ένα τραπέζι και τα κοιτούσαν με τα παιδιά του τόσο τους άρεσαν. Το πιο τρελλό τους έτυχε στον Ινδικό, ακούστηκε πως ένα ζώο λυσσασμένο είχε ανέβει στο καράβι με κάποιο τρόπο, κι όλοι έτρεμαν, κυκλοφορούσαν ιστορίες πως το είχε δει στο αμπάρι ένας μηχανικός, άλλος έλεγε ότι είδε μια ουρά φουντωτή πίσω από κάτι μάνικες, όλοι έβλεπαν σκιές ύποπτες, τα βράδια κλείδωναν τους θαλάμους, ένας είχε βάλει ένα ψυγείο πίσω απ τη πόρτα το βράδυ, παράνοια. Χάθηκε κι ένα πορτοφόλι κι όλοι στράφηκαν σ' ένα χαζό ναύτη, τον στρίμωξαν, κάποιος έχωσε το κεφάλι του σ' ένα βαρέλι, ο χαζός έκλαιγε, αποδείχτηκε ότι τη λαδιά την έκανε ένας δόκιμος που μισούσαν, τους άλαζε πόστα, τους έκανε πόλεμο, ήταν κολητός του καπετάνιου σκέφτονταν  να τον ρίξουν ένα βράδυ στη θάλασσα να τον φάνε τα σκυλόψαρα, δεν ήξερε και κολύμπι, άλλος πρότεινε αν έβρισκαν το λυσσασμένο ζώο να το έκλειναν μαζί του σε κάνα  θάλαμο να τον περιποιηθεί, ο ήλιος βαρούσε κατακέφαλα, υγρασία των τροπικών, κάποιος τάχε παίξει, ξύρισε το κεφάλι του γυρνούσε με τα χέρια ανοιχτά, προκλητικός, ψάχνοτας για καυγά , γελούσε μοναχός του, τα είχαν δει όλα.

 Στη πλατεία τηλεοράσεις  σ' ένα μαγαζί  δείχνουν  μοντέλα να περπατούν στις αμουδιές  του Μπαλί, κάτι μικρά κοριτσάκια κάθονται  στο δρόμο κατάχαμα και καταγής να δουν το θέαμα,  ο ναυτικός συνεχίζει '' Μια φορά  μου είπε ο καπετάνιος ''Κοίτα αυτό το άστρο, αυτό ακολουθούμε'' η θάλασσα έσκαγε με μανία  στα πλευρά του καραβιού, δεξιά αριστερά ούτε ένα φως, σκοτάδι πυκνό , όπου άξαφνα ένα ουρλιαχτό ακούστηκε από κάπου, μου σηκώθηκε η τρίχα..............

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗ

Ώρα καλή στα  παιδιά  που φεύγουν έξω, μακάρι να πετύχουν αλλά εγώ δε φεύγω απ' αυτή τη πόλη κι  αν έχεις συνηθίσει  την αδρεναλίνη  και την ενέργεια που αποπνέει δε μπορείς και την επαρχία όπου όλοι σέρνονται.

 Εδώ έχεις συνηθίσει τους ταξιτζήδες που  δε πληρώνουν τις κάρτες τους, δεν έχουν τίποτα στο όνομά τους, τρώνε  τυρόπιττες στην Αναγεννήσεως με Κινέζους, κοτοπουλάδες καψαλίζουν κρέατα στο Βαρδάρη,  στα στενά κινηματογράφοι με πορνό, ερείπια και τζαμιά γκρεμισμένα, πύλες αρχαίες, γάτες πετάγονται από παντού, στα υπόγεια μαγαζιά μυρουδιά ρούχων σε στρεσσάρει, στουςκαθρέφτες σώματα γυναικεία, τη νύχτα άστεγοι κοιμούνται στο τσιμέντο πάνω σε εφημερίδες, φαράγγια και κοιλάδες φωτεινές σχηματίζονται ανάμεσα στις πολυκατοικίες, ένας τρελλός στη Δωδεκανήσσου δίνει προτεραιότητα στα αμάξια, κτήρια εγκαταλειμένα στο τέρμα της Γιαννιτσών δίχως πόρτες και παράθυρα.
Έχεις συνηθίσει τύπους σαν τον Ανδρόνικο απ' τη Πολίχνη που φορά χαμηλοκάβαλα  παντελόνια απ'το underground στο Ναυαρίνο, τη Γεωργία που δε γουστάρει άντρες με δαχτυλιδάκια κι άλλες αηδίες, καφετζούδες στους Αμπελόκηπους, χαρτορίχτρες στα Διαβατά, μια Γεωργιανή κάνει μάγια στη Νεάπολη σε κάποια- αλλά αυτή δε τη πιάνει ούτε Καλάζνικοφ- Ουκρανές ψωνίζουν απ' το σούπερ μάρκετ '' Η Μόσχα''. Σε κάτι στενά περίμενες κάποια, μια γλυκιά αίσθηση όποτε περνάς από κει, σε κάτι κήπους δουλεύαμε με το παππού μου , μια πλούσια μας είχε σπάσει τα νεύρα, παρά λίγο να τη πάρει σβάρνα ο παππούς μου, βάζαμε γκαζόν εκεί, το πατούσαμε , το ποτίζαμε και περιμέναμε να πρασινίσει ο τόπος. Η πλούσια γριά μας έλεγε για τη κατοχή, είχε καρφώσει κάτι φίλους των Γερμανών και τους είχαν εχτελέσει, δούλευε σ' ένα φούρνο και τα εγγόνια της της ζητούσαν να τους φτιάξει κρεμυδόψωμο, είχε δει αυτή τους Γερμανούς να πετούν  ψωμιά σε κάτι παιδια κι αργότερα να φεύγουν πανικόβλητοι απ' τη Μοναστηρίου. Έχεις συνηθίσει τη Λαϊκή στη Βούλγαρη όπου στήνουν  τέντες ως τον ουρανό, γύφτοι βαστούν εσώρουχα και φωνάζουν, στους πάγκους ντομάτες χωραφίσιες, τσίπουρα και ούζα στις νταμιτζάνες. Στην έξοδο της Μουδανίων ένας τροχονόμος παλαβός, ένας τσαγγάρης σαλεμένος στη γειτονιά μου, τη νύχτα στον ακάλυπτο λάστιχα ρίχνουν νερά το καλοκαίρι, γάτες τρέχουν στις λαμαρίνες, φώτα απο τηλεοράσεις στα παράθυρα, ασανσέρ κλειστοφοβικά ανεβοκατεβαίνουν, πόρτες κλείνουν, διακοπές ρεύματος,  κάποιοι εκγλωβίζονται, φωνές, κακό.
 Στο ''Παρατηρητή΄΄ κάπου στην ''Αλυσίδα'' είχα δώσει μια συνέντευξη , τα πόδια μου έτρεμαν- οι άνθρωποι δε ξέρουν να ψυχολογήσουν,βασανίζουν το κόσμο τζάμπα- στην Ικτίνου κάτι εξετάσεις δύσκολες σ' ένα σχολείο μια μέρα χειμωνιάτικη, στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων ένας τρελλός βαρούσε τη καμπάνα σα δαιμονισμένος, μας είχε κατατρομάξει, συμφοιτητές στο δρόμο, ένας ταξιτζής   έκανε είκοσι χρόνια να πάρει το πτυχίο του,  σ ενός άλλου ΄το παιδί έκανα μάθημα στο ''Κάπου σε ξέρω''μού έλεγε, είχε  ένα σπιτι στη παραλία, κρουαζιερόπλοια, η θάλασα βρώμικη, ο Μπουτάρης τάκανε μαντάρα, τι περίμενες, μπαλόνια φεύγουν ψηλά, αεροπλάνα πάνε κι έρχονται κατά το Νότο και κατά το Βοριά, στις καφετέριες πιτσιρικάδες πίνουν φρέντο, κορίτσια με αύρα ωραία, ψυχρή ή αδιάφορη, στους τοίχους συνθήματα'' Ντου στις τράπεζες'', τις Δευτέρες υσηχία στο κέντρο, τις Παρασκευές το απόγευμα όλα αλάζουν όπως έρχται το μυστήριο Σαββτοκύριακο.

Ώρα καλή λοιπόν στα παιδιά που φύγανε και που θα φύγουν, εμείς θα στραπατσαριστούμε μεταξύ Μητροπόλεως και Αγίου Δημητρίου, θα λιώσουμε στη μέγγενη της καθημερινότητας, θα ματώσουμε, εδώ θ΄αφήσουμε τα κοκκαλάκια μας.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ.....

Άμα μπλέξουν με τα κληρονομικά οι άνθρωποι κάτι παθαίνουν, λογαριασμοί αδειάζουν, λεφτά φεύγουν στο εξωτερικό, επιτόκια και συναλάγματα και κόλπα τραπεζικά, διαθήκες, επικαρπίες και κυριότητες, ονόματα μπαίνουν και βγαίνουν, αδέρφια κλέβουν ο ένας τον άλλον, ιστορίες παλιές ξεθάβονται και μεγαλοποιούνται , ζήλιες κι απωθημένα έρχονται στην επιφάνεια, συμμαχίες ανίερες, δολοπλοκίες  και ίντριγκες, σχέσεις διαλύονται , φωνές , φασαρίες, χειροδικίες, μυστικά αποκαλύπτοναι κατά λάθος, ρωτάς ''Τι συμβαίνει ρε παιδιά γιατί δε μου είπατε τίποτα'', κάποιοι δε μπορούν να σε συγχωρήσουν άμα γελάς, άμα είσαι λίγο ευτυχισμένος, άμα βάζεις στόχους και τους πετυχαίνεις, άμα βλέπεις τα πράγματα στην ολότητα και στη προοπτική τους κι ύστερα είναι σπαστικό να έχεις δίκιο τις πιο πολλές φορές, που άκούστηκε, με ποιο δικαίωμα, ποιος είσαι ρε φίλε, ποιος ασχολείται μαζί σου; Πρέπει να τους παρακαλέσεις , να συρθείς, να ζητήσεις έλεος γονατιστός επικαλούμενος τη μεγαλοψυχία τους για να   επέλθει η παλιά τάξη και ισορροπία.

 Στην αρχή δε μπορείς να το χωνέψεις, σ' έχει χτυπήσει κατακέφαλα, χάνεις τον ύπνο σου, αλλά όλα είναι θέμα χρόνου και  κάποια στιγμή σου τη δίνει , λες αϊ  στο διάβολο και τα πατρικά και οι αυλές που μεγάλωσες και τα κειμήλια τα οικογενειακά, ωραία είναι βέβαια, αλλά όλο αυτό το πράγμα σ΄αρρωσταίνει , δεν αξίζει το κόπο να χαλαστείς, θες να φύγει  από πάνω σου, να ανασάνεις αέρα καθαρό, άμα μπορείς να πατήσεις λίγο στα πόδια σου και δεν είσαι άχρηστος, άμα έχεις βρει ποιος είσαι και τι θες και  που πας και πως να πετύχεις και πως να επιβιώνεις, δε παίζεις το παιχνίδι τους, δε θυμώνεις δε τους κάνεις το χατήρι, άλλωστε δεν έχεις κι άλλη επιλογή δε σου άφησαν. 

 Τώρα αυτοί τα έχουν πάρει όλα, όσα μπορούσαν τέλος πάντων, μα και πάλι δεν υσηχάζουν δεν αντέχουν την ηρεμία, τρώγονται με τα ρούχα τους, εξάψεις κι ανυσηχίες και πράγματα περίεργα φυτρώνουν στο σώμα τους, θεραπείες και φάρμακα, γιατροί βαρεμένοι και νοσοκόμες κρύες, νεφρά και πνευμόνια κι άλλα όργανα πονάνε, κανά δυο άνθρωποι όλοι κι όλοι πάνε να τους δουν,  τα χρήματα έχουν τελειώσει προ πολλού, έχουν μείνει μόνοι, έρχονται γιορτές, περιμένουν μυνήματα και τηλέφωνα, κλείνουν ραντεβού, πας να τους δεις, αλλά και πάλι δεν το αντέχουν, καθυστερούν, αλάζουν γνώμη όλη την ώρα μα στο τέλος κάνουν πάντα αυτό που ήθελαν, ΄΄Σιγά μη πετούσα'' σου  λένε, κανονίζουν να φύγει το τρένο και το αεροπλάνο, δε μπορούν να το ξεπεράσουν, έτσι θάναι πάντα.

Έρχεται  και το Φθινόπωρο, η Σοφία γύρισε απο ταξίδι στην Ευρώπη με το αμάξι, πήγε μαζί με τον πατέρα της, στα Σκόπια χτύπησαν ένα σκύλο, δεν έπαθε τίποτα αυτός, μια λαμαρίνα του αυτοκινήτου στράβωσε, κατέβηκαν να τη τραβήξουν, πάντως πέρασαν τζάμι και θα ξαναπάνε. Τα σταφύλια γλυκαίνουν, στη Τούζλα μαζεύουν αμύγδαλα, στη Πέραμο τρυγούν τ' αμπέλια ο κόσμος γυρνά απ' τις παραλίες μες τα νεύρα, όλοι φοβούνται πως θα βγάλουν το Χειμώνα, μια γυναίκα μιλά στο κινητό ''Πρόσεχε τα παιδάκια μας, είδα ένα κακό όνειρο'', έξω απ το Πανεπιστήμιο Μκεδονίας Γαλιδούλες απ το ERASMUS με τη σημαία τους στο πρόσωπο ζωγραφισμένη μοιράζουν φαγητά που έφτιαξαν, μερικές είναι πολύ καλές, άλλες για τα μπάζα, πάω σ' ένα φρουτάδικο, ένας τύπος μου δείχνει ένα παραβάν στο βάθος του μαγαζιού, μια βρύση παλιά στο βάθος΄΄ Πλύνε τα εκεί πέρα μου λέει΄΄ τα τρώω επι τόπου,  ήταν σε μια συνάντηση με αμαξάκια σκαραβαίους στον Άι Γιάννη, στο Πήλιο, έξοχα ήταν εκεί, δε θέλει πολλά για να είσαι ευτυχισμένος, άλλοι έχουν μείνει μόνοι, πάνε οι φίλοι, κάτι αποτυχημένοι τους απόμειναν, δε μπορείς να τάχεις όλα δικά σου, τα είδαμε τα χαϊρια τους.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

COAST TO COAST

Τι  Καλοκαίρι κι αυτό όλοι λένε πως είχε ζέστη, τα λουλουδια ξεράθηκαν στο μπαλκόνι, στη Σίβηρη λέει σκάσανε , η Ασπροβάλτα βούλιαξε από κόσμο, η Αμουλιανή άδειασε με τις φωτιές στο Όρος, αεροπλάνα κουβαλούσαν νερό απ τη θάλασσα, εγώ πάλι δε κατάλαβα τίποτα ούτε κλιματιστικό δεν άναψα, άμα είσαι στο κόσμο σου.  Στο Όρος δε μπόρεσα να πάω, ο Γιάννης μου λέει ''Δεν ήρθες να ψάλεις με τους καλόγερους'', κοιμόντουσαν σ' ένα ξενώνα και γελούσαν με κάποιον που ροχάλιζε , τους σήκωσαν απ τις τέσσερις για τη λειτουργία, το πρωί φάγανε τραχανά αλάδωτο και πολύ τους άρεσε, ο Γιάννης δε μάλωσε ούτε μια φορά με τη γυναίκα του από τότε που γύρισε, υσήχασε εκεί πέρα.  Πήγα βέβαια στη Κοζάνη σε μια δίκη, εισαγγελείς ψυχροί, δικαστές απυηδησμένοι, παιδιά με χειροπέδες άκουγαν ποινές '' Πέντε χρόνια!'', ''Δέκα χρόνια!'' αστυνόμοι τα έσερναν,μανάδες έκλαιγαν, ευτυχώς είχε δροσιά κατα κει.

 Στη πόλη, Ο  Άρης μας κερνούσε μπουγάτσες  στην αίθουσα δεξιώσεων στον Άγιο Αθανάσιο, έπλενε τα ποτήρια, έφτιαχνε καφέδες στη κουζίνα με τα χρωματιστά σα ψηφιδωτό πλακάκια, κάποιος τραγουδούσε χαμηλά, λέγανε για ψάλτες παλιούς, έκανα χειραψία μ' έναν και ένιωσα τρία δάχτυλα να σφίγγουν το χέρι μου, δεν άντεξα να μη δω το δικό  του. Με μια φίλη πηγαίναμε στα Βenigan's, μια πισίνα με καμπύλες, ξαπλώστρες από δίπλα, η θάλασσα σα να έτρεμε το βραδάκι, μια θεία απέναντι με χειρονομίες ωραίες έλεγε για το σπίτι της στη Βουρβουρού'' Δυο βήματα απ το κύμα'',  η σερβιτόρα επέμενε να πληρώσουμε λιγότερα απ ότι έλεγε η απόδειξη - ας είναι καλά- σ' ένα διάδρομο βρήκα κάτι χαρτονομίσματα και τ' άρπαξα, με κοιτούσαν αλλά τι έπρεπε να κάνω; H φίλη μούλεγε για μια εκδρομή στη Κέρκυρα, ένας DJ της την έπεσε, πήγαν στη παραλία, πήγε να τη φιλήσει κι αυτή ένιωσε το σώμα της να κουμπώνει, ο τύπος δεν το είχε αν κι ήταν όμορφος πολύ, οι φίλες της είχαν σκάσει, ρωτούσαν ''Τι έγινε το κάνατε;''

 Στο χωριό μου συζητούσαμε με τη μάνα και τον αδερφό μου για τα σόγια ώρα πολύ κάτω από τη κληματαριά ,  κάτι γάτες κυνηγούσαν στα σκοτεινά, ο αδερφός μου χρησιμοποιούσε λέξεις παλιές, ξεχασμένες, τον ρωτούσα γι αυτές, τη νύχτα έβλεπα στον ύπνο μου μοσχαράκια να τρέχουν στα χωράφια όπως παλιά τότε που είχαμε το κοπάδι.

Είδα και μια ταινία ωραία τελευταία με την Άνιστον, ένας τύπος της έκανε καμάκι κι αυτή για να τον ξεφορτωθεί την αφήνει να τη χουφτώσει, αλλά βλέπεις ότι το πράγμα δεν είναι χυδαίο οπότε άμα σε κόβει λίγο λες ''Εδώ είμαστε''. Τον φιλά και κάνουν έρωτα και πάει να τη βρει και κοιμάται στο σπίτι της και ξαπλώνει πλάι της και την κοιτά να κοιμάται, αυτό μόνο ρε φίλε δεν ορμά σα λυσσασμένος. Κι ύστερα αυτή πάει και παντρεύεται κάποιον λεφτά, έτσι είναι οι γυναίκες, σιγουράντζες, θέλουν χρήματα και καταθέσεις κι αμάξια και σπίτια ν΄αράξουν και να γεράσουν μια ώρα αρχύτερα. Πολύ μ' άρεσαν και κάτι σκηνές μ έναν τρελλό Κινέζο  σ' ένα μπάρ με κάτι κοπέλες όπου έρχεται κι η Άνιστον να χορέψει με τον τύπο.Κι η μάνα του παιδιού τζάμι καταλαβαίνει ότι η γκόμενα είναι καλή περίπτωση κι ο μπαμπάς του κι αυτός δε λέει πολλά λόγια, πολύ τους γουστάρω αυτούς.

Μα πιο πολύ μου άρεσαν οι σκηνές όπου τη ψάχνει απ' τη μια ακτή στην άλλη, τι χώρα κι αυτή η Αμερική και  περνά αυτικινητόδρομους και κάνει ωτοστόπ σταματώντας γυναίκες μαυρισμένες μ΄αλυσιδίτσες στο λαιμό και τιράντες μαύρες απ το σουτιέν και μαλιά ξανθά, και κοιτάζει αριστερά δεξιά, φωτιές σε κάτι υψώματα, καλαμποκοχώραφα θερισμένα, ηλιακοί γυαλίζουν στις  στέγες των σπιτιών ανεμόπτερα ίπτανται, γαλαρίες και τούνελ,η θάλασσα σαλεύει  όπως τη χτυπά ο ήλιος, κι αυτός ταξιδεύει μεσα σ' αυτήν την αχανή χώρα......

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...