Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

SUPERNATURAL



Ένιωθα πολύ περίεργα σ εκείνο το σπίτι, όποτε πήγαινα!

Στο φούρνο κάτω από ένα φωτάκι ψήνονταν μανιτάρια γεμισμένα με τυρί, μια γυναίκα έκοβε κρεμμύδια σε ροδέλες, τεμάχιζε άνηθο σ ένα πάγκο ξύλινο, σε μια κατσαρόλα ρηχή έβραζαν γουργουρίζοντας κομμάτια μοσχαριού με αρακά, σ ένα ράφι κάτι ρίζες ενός φυτού εξωτικού σάλευαν μέσα σ ένα βάζο γυάλινο, σε μια κούπα είχαν φυτρώσει βλαστάρια καφέ σ χρώμα απίστευτα πρασινωπό, ένα κορίτσι μελαχρινό με επιδερμίδα διάφανη τσιμπούσε κάτι ανόρεχτα, ένας σκύλος κάτω από ένα τραπέζι ζητούσε να τον χαϊδέψω, τον ένιωθα να τρέμει καθώς έπιανα τη κοιλιά του, σίγουρα πυρετό θα είχε, γουργούριζε κι αυτός μ έναν τρόπο σα να ήθελε να μιλήσει, να βγάλει κάποια φωνή, ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα έλεγε κάτι όπως '' Αχ πολύ ωραίο αυτό !'',

Στους τοίχους όλο ωραία πράγματα κρεμασμένα υπήρχανε, μια εικόνα της Παναγίας μ ένα δάκρυ να κυλάει απ το μάτι της σαν αυτή που είχε η γιαγιά μου στο εικονοστάσι της, φωτογραφίες ασπρόμαυρες κορνιζαρισμένες πάνω σ ένα έπιπλο , μια έδειχνε κάποια γυναίκα στο προαύλιο μιας εκκλησιάς μ ένα παλτό άσπρο μακρύ που στέκονταν υπέροχα στο σώμα της, σε μια άλλη η ίδια γυναίκα σ ένα κέντρο νυχτερινό σε πρώτο πλάνο, ένα φουστάνι έξοχο φορούσε ξανά, το είχε σίγουρα εκείνη η γυναίκα, ήξερε τι να βάλει πάνω της !

Σε μια γωνιά στο σαλόνι ένα φωτιστικό παράξενο με ρόμβους και σχήματα περίεργα που δεν είχα ξαναδεί παρά μονάχα σε μια φωτογραφία ενός ψηφιδωτού από ένα τέμενος με χιλιάδες χρώματα πρασινοκίτρινα, χρυσοκόκκινα, πορτοκαλογαλάζια, υπέροχα, που στο δαίμονα το είχε βρει εκείνο το πράγμα! Κι η είσοδος του σπιτιού όμως ήταν όμορφη με κάτι σχέδια στο μωσαϊκό από λευκό μαρμαρυγία γεμάτο ραβδώσεις μαγικές,  έμοιαζαν κι αυτά με το ψηφιδωτό που είχε το φωτιστικό, έναν καιρό ήθελαν να ξηλώσουν το πάτωμα κάτι μαστόροι, '' Μη  τολμήσετε! ''τους φώναξε τρελαμένη, πολυ μου άρεσε να πηγαίνω στο σπίτι εκείνο...

Όμως μια μέρα έμαθα  ότι το κοριτσάκι εκείνης της γυναίκας απ το βορά, απ τα μέρη που κάνουν πανηγύρια και γάμους κι οι γυναίκες μαζεύονται όλες να μαγειρέψουν, ψάχνουν για μανιτάρια στο δάσος σαν αυτά που ψήνονταν στο φούρνο, έπειτα ετοιμάζουν βαρέλια ολόκληρα με μεζέδες και καρβέλια ψωμιά κι άλλα τέτοια για τον κόσμο που θάρθει, το κοριτσάκι λοιπόν εκείνο δεν ήτανε καλά πάλι, είχε διπλωθεί στα δυο, πονούσε κάτι το  ενοχλούσε στο στομάχι εδώ και καιρό .

Στο νοσοκομείο που πήγαν οι τραυματιοφορείς τις άφησαν σ ένα υπόγειο, Σάββατο ήτανε, κανείς δε βιάζονταν, χάθηκαν , ασανσέρ εγκαταλειμμένα, έμοιαζαν  ότι μπορούσαν να σε κλείσουν  μέσα τους για πάντα,  είχες την εντύπωση ότι άκουγες ψιθύρους, ένας άντρας με γυαλιά μαύρα που έμοιαζε με πουλί καθώς κοίταζε λοξά περιφέρονταν σε κάτι διάδρομους, έπρεπε να βρουν μια άκρη εκεί μέσα, μια ζέστη αφόρητη ένιωθες παντού στο νοσοκομείο, όλο το σώμα σου σα να φλέγονταν, όπως όταν έχεις πυρετό . 

Ύστερα ήρθε κάποιος γιατρός σπαστικός,  το πήραν το κοριτσάκι μ ένα καρότσι, το ταλαιπώρησαν, καθυστερούσαν ώρες ατέλειωτες σα να περίμεναν κάτι , η μάνα του τα πήρε, ''Θα τα κάψω όλα εδώ μέσα!'', μια νοσοκόμα τσατίστηκε , ούτε που ασχολήθηκε μαζί της,  σα να μην υπήρχε εκείνο το πλάσμα με την άσπρη ποδιά και το καπελάκι του, κάνανε αξονική, τελικά τόβαλαν στο χειρουργείο, ''Μαμά σ αγαπώ!'' της είπε το μικρό κι εκείνη λιποθύμησε, ένας ορθοπεδικός γνωστός τους βρέθηκε που υπηρετούσε εκεί μέσα, ένας ψηλός με μούσι, πολυ ωραίος τύπος, παρακολουθούσε όλη την επέμβαση, κατά καιρούς έβγαινε να  πει τι γίνεται.

Η γυναίκα τα είχε δει όλα, χίλιες δυο σκέψεις περνούσαν απ το μυαλό της,όπως καρτερούσε έξω απ το θάλαμο,  είχε νυχτώσει πια, ήταν αδύνατο να έρθει ο ύπνος στα βλέφαρα της,  να νυστάξουν οι κρόταφοι της, ένα όνειρο της φάνηκε ότι είδε, μια οπτασία, ένας άντρας θεόρατος με μαύρα ρούχα που έμοιαζε στον αδερφό της εμφανίστηκε από κάπου , '' Μη φοβάσαι!' της είπε ''...εγώ θα είμαι μέσα να βλέπω τι γίνεται!''

Τον είχε ξαναδεί έτσι μαυροντυμένο, πολλές φορές  της φαίνονταν ότι στέκονταν σε μια γωνιά του δωματίου χωρίς να μιλά, παρακολουθούσε αμίλητος , τον φοβούνταν μα ύστερα τον είχε συνηθίσει, καμιά φορά όταν αργούσε να φανεί της έλειπε κιόλας. Ο ορθοπεδικός βγήκε σε μια στιγμή , τα μασούσε, αυτή σκέφτονταν τον μαυροντυμένο αδερφό της που είχε πάει από καρκίνο, άμα ήταν ίδια περίπτωση το είχε χάσει το μοναχοπαίδι της, εκείνο το όμορφο με τη διάφανη επιδερμίδα που το είχαν κατατρυπήσει για να βρουν καμιά φλέβα, εκείνο για το οποίο αγχώνονταν όποτε πήγαινε να καθαρίσει ένα εξοχικό στη Θέρμη με μια πισίνα στην αυλή του, δεν είχε σήμα και τρελαίνονταν κάθε φορά για το τι γίνεται στο σπίτι πίσω.

Σκέφτονταν κάτι ιστορίες παλιές που λέγανε στα μέρη της, για κόλπα δαιμονικά και ματιάσματα, εξορκισμούς και μαγείες κι άλλα σατανικά, ένα φυλαχτό είχε πάντα κάτω απ τα ρούχα της που έδιωχνε όλους τους δαίμονες, ειδικά εκείνον τον καταραμένο για τον οποίο λέγανε οι γριές ότι ξεχύνεται μανιασμένα απ τα βόρεια φέρνοντας το θανατικό, εκείνον για τον οποίο λέγανε ξόρκια να διώξουν το τρισκατάρατο τέρας! Μπορεί να είχε κάνει τίποτα περίεργο, τίποτα διαβολικό εκείνη η καταραμένη Ρωσίδα που τη μισούσε επειδή έναν καιρό της είχε κλέψει έναν άντρα και δεν το είχε ξεχάσει ποτέ!

Ύστερα σκέφτονταν τι έκανε ο θεός εκεί πάνω όπως περιπλανιόταν μέσα στη κιβωτό του ατάραχος αποφασίζοντας ποιοι θα ζήσουν και ποιοι όχι, με ποιο κριτήριο τάχα έπαιρνε τέτοιες αποφάσεις γιατί τα παιδιά να πεθαίνουν πριν τους γέρους, με ποια λογική , με ποια σταθμά ζύγιζε τις ψυχές κι αποφάσιζε για το πέρασμα ορισμένων στο επέκεινα, εκεί που δεν έχει γυρισμό καθώς η τύχη των ανθρώπων γυρίζει σα σφεντόνα περιστρεφόμενη, τι να σου κάνει η τεχνολογία κι η επιστήμη, οι αναισθησιολόγοι κι οι χειρούργοι, οι ναρκώσεις και τα φάρμακα τα φαρμακερά και τα θαυματουργά, οροί και βελόνες, θεραπείες και γιατροσόφια κι ότι βάλει ο νους σου μπας κι αποφύγεις το μοιραίο για λίγο έστω, ότι κι αν κάνουν όμως δε μπορούν να σε σώσουν, σε ναρκώνουν κι είσαι ανυπεράσπιστος, ούτε ξέρεις τι κάνουν πάνω σου, στο έλεος των ανθρώπων και του θεού εγκαταλείπεσαι......

Όταν πήγα να τις δω κάποιοι περίμεναν σ ένα διάδρομο, μια τηλεόραση υπήρχε εκεί πέρα που έδειχνε ντοκιμαντέρ διάφορα, χάθηκα εντελώς, πρέπει να είδα τρία τέσσερα προγράμματα καθώς περίμενα να μ αφήσουν , ένας τύπος εξηγούσε πως η γη συγκρούστηκε μ ένα πλανήτη κι ένα κομμάτι της ξεκόλλησε για να φτιάξει τη σελήνη, πως η Αφρική τράκαρε με την Ευρώπη δημιουργώντας το τρομερό ανάγλυφο των Άλπεων, κάτι άλλες ιστορίες για τον φοβερό θεό θεό Ιαγουάρο που λατρεύουν κάτω στον Αμαζόνιο, μια σκηνή έδειχνε ένα τζάγκουαρ ν αρπάζει έναν αλιγάτορα απ το κεφάλι μες το νερό, μια στο εκατομμύριο λέει να πετύχεις τέτοια σκηνή, τα μάτια της αγριόγατας γυάλιζαν απόκοσμα καθώς κρατούσε το παχύδερμο!

Ύστερα ένας άλλος μιλούσε για τον Απόλλωνα που ταξίδευε με το μαγικό του τόξο κατά το βορά, εκεί απ όπου ξεκινούσε εκείνος ο δάιμονας  κοντά στο τέλος του κόσμου, στα χείλη του δίσκου της γης, στη χώρα των υπερβορείων, στη περιοχή των Αμαζόνων που  έχουν κομμένο το δεξιό μαστό για να χειρίζονται καλύτερα το δόρυ και το τόξο, αυτές  που δε δέχονται αρσενικά στα μέρη τους και κλέβουν  ντόπιους μονάχα για να ζευγαρώσουν , τι κολασμένη φυλή που είναι τελικά  οι γυναίκες,  εκεί όπου λέγαν παλιά ότι καταλήγουν όλες οι ψυχές, εκεί όπου   ένα ποταμός σκοτεινός κυλά και τα μαύρα νερά του φέρνουν τη λήθη για πάντα...

Κι άλλες ιστορίες άκουγα , για το θεό ήλιο που κάθε βράδυ βυθίζεται στον ωκεανό κολυμπώντας στα αναζωογονητικά νερά του για να βγει φρέσκος το πρωί στην ανατολή, σε μια φάση σηκώθηκα στεκόμουν νωχελικά σε μια πόρτα όταν πρόσεξα ότι μια νοσοκόμα με παρατηρούσε...

Τελικά όλα καλά είχανε πάει , δε χρειάστηκαν τρομαχτικά τερτίπια και μαγείες, σημεία και τέρατα κι άλλα αηδιαστικά, το παιδί είχε ένα πρόβλημα με τα εντεράκια του που είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους είναι λέει κάτι συνηθισμένο σ αυτήν την ηλικία, η μάνα φαίνονταν ευτυχισμένη ξανά όπως την ήξερα σ εκείνο το σπιτι με την κατσαρόλα που γουργουριζε, το κοριτσακι λίγο καταπτοημένο μα πιο όμορφο θαρείς για κάποιο λόγο.

Έφυγα κατά το μούχρωμα  από κει , η γυναίκα μου είπε να πάω να ταΐσω και να βγάλω βόλτα το σκύλο που τον είχαν κλειδωμένο εδώ και δυο μέρες μοναχό του,  πουλιά μαζεύονταν πάνω από μια συστάδα δέντρων κρώζοντας σα να προσπαθούσαν να ζεσταθούν μ αυτόν το τρόπο, στις λιμνούλες  στα γηπεδάκια του γκολφ στη παραλία, κύκλοι εφαπτόμενοι και τεμνόμενοι απ τις σταγόνες της βροχής σχηματίζονταν, ποδήλατα άφηναν υγρά ίχνη στην άσφαλτο όπως περνούσαν , αμάξια διέσχιζαν λάκκους νερού βρώμικου, οι υαλοκαθαριστήρες βολτάριζαν ασταμάτητα, πέλματα ανθρώπινα διακρίνονταν πάνω στο πεζοδρόμιο πίσω απ τα θολά τζάμια, αυθαίρετα χτισμένα μέσα σε ρέματα μπαζωμένα έβλεπες παντού , προβολείς εκτυφλωτικοί στο γήπεδο της καλαμαριάς, χόρτα βρεγμένα, το κέντρο μπλοκαρισμένο στο ύψος της Μητροπόλεως, ένας ηλίθιος είχε αφήσει το αμάξι του στη μέση του δρόμου, κόσμος μαζεύτηκε περίεργος, βγάζανε φωτογραφίες με τα κινητά, σε μια στιγμή ο οδηγός εμφανίστηκε όλοι χειροκροτούσαν, γιουχάριζαν ειρωνικά....

 Στα μπαλκόνια οι γυναίκες μάζευαν τις μπιγκόνιες με τα παχιά σαρκώδη φύλλα που τα δαγκώνει η παγωνιά, έσερναν τις ντελικάτες λεμονιές που αποπνέουν έλαια αιθέρια, στα γυράδικα έκοβαν κρέατα ασταμάτητα, βουνά ολόκληρα, στην έξοδο της Μουδανιών μποτιλιάρισμα όπως πάντα , κορίτσια με κασκόλ άσπρα και χείλια κίτρινα φορούσαν σκούφους κι έμοιαζαν  με τρελούς γελωτοποιούς του βασιλιά,  τα σκουφιά ήταν γεμάτα  πούλια  που στραφτάλιζαν σε κάθε κινηση σα χιλιάδες  μικρούτσικοι ασημένιοι δίσκοι .. .



Πέρασα το πλατύσκαλο με τα ρομβοειδή σχέδια και τις ραβδώσεις πάνω στον μαρμαρυγία, ο σκύλος με κατάλαβε απ τα βαριά βήματα στη σκάλα κι άρχισε να γαβγίζει δυνατά, σα να έκλαιγε ακούγονταν, σα να καταλάβαινε ότι κάτι δε πήγαινε καλά, έπεσε ολόκληρος απάνω μου, δε ξεκολλούσε, σα να μου ζητούσε να μάθει νέα, του έβαλα νερό στο κυπελλάκι του και κροκέτες στο πιάτο του, έψαχνα το λουρί του όταν τον είδα να στρέφεται κατά τη πόρτα και να στέκεται ακίνητος,  γεμάτος ένταση, οσφραίνονταν τον αέρα κοιτάζοντας κατά κει σαν κάτι ή κάποιος να υπήρχε απ έξω, κοίταζε μια εμένα μια κατά τη πόρτα, μου φάνηκε ότι είδα μια σκιά να κινείται κάτω απ τη χαραμάδα, όλο το πράγμα θύμιζε σκηνή  αλλόκοτη βγαλμένη  απ το supernatural,  το ζώο ήταν τρομαγμένο, μια ησυχία είχε απλωθεί τριγύρω σα να επρόκειτο κάτι να συμβεί, ο σκύλος αργά-  αργά έκανε πίσω σα να δείλιαζε....




Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

ΕΥΚΥΚΛΑ ΤΟΞΑ


 
Δίκαιοι δε εις τον αιώνα ζώσι και εν κυρίω ο μισθός αυτών...
Λήψεται ασπίδα ακαταμάχητον....
Οξυνεί δε απότομον οργήν εις ρομφαίαν, συνεκπολεμήσει δε αυτώ ο κόσμος επί τους παράφρονας .
Πορεύσονται εύστοχοι βολίδες αστραπών
και ως από ευκύκλου τόξου των νεφών επί σκοπόν αλούνται.

 Σοφία  Σολομώντος
Κεφ 5   15 - 21


Το βράδυ που σκοτώθηκε εκείνο το παιδί ήταν στα Εξάρχεια, κανονικά είχε ρεπό μα τη τελευταία στιγμή είχε αλλάξει μ΄ ένα συνάδελφο του .

Ήταν στη διμοιρία επιφυλακής, δυο αστυφύλακες είχαν βγει περιπολία όταν ο πιτσιρικάς τους προκάλεσε, τον είχαν σταμπαρισμένο, υπήρχαν βίντεο που τον έδειχναν να πρωτοστατεί σε φασαρίες στο γήπεδο του παναθηναϊκού, από πλούσια οικογένεια ήτανε, δε φοβούνταν τίποτα, κατέβαινε απ το Χαλάνδρι στο κέντρο, όταν του ζήτησαν τα στοιχεία του ήταν ερειστικός , όταν κατόπι πήγαν να φύγουν τους είπε κάτι του στυλ ΄΄Δε μας πάτε ε, δε μας γουστάρετε, κανόνισε εσύ δεξιά να σε πετύχουμε κάπου μοναχό, θα σου ξηγηθούμε καλά!΄΄ ο αστυφύλακας γύρισε πίσω τρελαμένος, θα μπορούσε να είχε καλέσει τη διμοιρία, θα τους μαζεύανε για εξακρίβωση και θα είχε τελειώσει εκεί το πράγμα αλλά του την έδωσε, προχώρησε κατά το μαγαζί του Σκυφτούλη, στο στόμα του λύκου, εκεί όπου ήταν το άντρο τους.

Όταν βγήκαν όλοι εκείνοι οι αναρχικοί κατά πάνω του τάχασε, θα μπορούσαν να τον είχαν λιντσάρει επί τόπου, να τον ποδοπατήσουν, να τον φάνε ζωντανό, φοβήθηκε, τράβηξε το όπλο του, ο νόμος τον κάλυπτε μέχρι τότε, πυροβόλησε στον αέρα μα η καταραμένη σφαίρα που την είχαν χτυπημένη για να μη τρυπά το σώμα βρήκε κάπου κι έγινε μυτερή για να καρφωθεί στο άνω αριστερό τεταρτημόριο του θώρακα, κατά πως είπε ο δικαστής,

Το άτυχο παιδί είχε πέσει με το πρόσωπο στην άσφαλτο, κάποιος έτρεξε να φωνάξει βοήθεια, άμα είναι να γίνει το κακό δε μπορείς να το αποτρέψεις, όλα μπορεί άλλωστε να είναι προδιαγεγραμμένα και γραμμένα, όλα μπορεί να έχουν προαποφασιστεί κάπου κι εσύ απλά ακολουθάς άβουλος σα μαριονέτα νομίζοντας ότι έχεις περιθώριο να διαλέξεις.

Θάπρεπε να ήταν πιο προσεχτικός χάλασε τη ζωή του ολόκληρη εκείνο το βράδυ,  όλη η χώρα έγινε άνω κάτω , οι πιτσιρικάδες ψάχνανε ένα σύμβολο, έναν νεκρό ήρωα, έγινε δίκη, τον κλείσανε τον αστυφύλακα μέσα, είχε πάει να τον δει στις φυλακές στα Γρεβενά όπου τον είχαν βάλει, μια γενειάδα τεράστια είχε αφήσει, τρόμαξε να τον γνωρίσει σα τον Σουλεϊμάν έμοιαζε !

Θάπρεπε να ήταν πιο προσεχτικός, σ αυτή τη δουλειά δε μπορείς να κάνεις τέτοια λάθη, πόσες φορές δεν του είχανε λάχει αυτουνού τέτοιες περιπτώσεις, κάποτε είχε πετύχει σε μια καφετέρια έναν απ αυτούς, ήξερε ότι κουβαλούσε όπλο μαζί του, καθόταν δίπλα του σε μικρή απόσταση, αισθάνονταν ότι κάτι έκρυβε κάτω απ τα ρούχα του, τον είχαν συλλάβει παλιότερα σ ένα χτύπημα, ο ίδιος είχε κάνει τις ανακρίσεις, ήταν να τον φοβάσαι, είχε φύγει με τη πλάτη στο τοίχο εκείνο το βράδυ προσέχοντας τις κινήσεις του άλλου, δεν ησύχασε ώσπου διπλοκλείδωσε τη πόρτα στο σπίτι του.....



Τα σκέφτονταν όλα αυτά όπως περπατούσε στη πόλη του, είχε αλλάξει πια τόπο κατοικίας, είχε έρθει σ αυτή τη πόλη που του άρεσε πιο πολύ, τα βυζαντινά κάστρα της τυλίγονταν από ομίχλη, στη παραλία η θάλασσα έμοιαζε να βγάζει ατμούς καθώς μια ζέστη ασυνήθιστη για χειμώνα επικρατούσε , ένα σιντριβάνι κατά την πύλη την Κασανδρινή στην ανατολική μεριά, σε μια οθόνη ενός φαστφουντάδικου πίθηκοι του χιονιού κολυμπούσαν μέσα σε μια λίμνη με θερμά νερά κι άλλοι κρέμονταν σε κλαδιά δέντρων χιονισμένων. Σ΄ άλλη οθόνη πουλιά τσαλαβουτούσαν ανάμεσα σε νούφαρα μαβιά και κίτρινα, κάποιος άφηνε ελεύθερο το σκύλο του να τρέξει στο γρασίδι ενός πάρκου, κατά τη δύση ο ήλιος κοκκίνιζε κι η ατμόσφαιρα έπαιρνε ένα χρώμα μενεξελί και κόκκινο, σημάδι ότι η θερμοκρασία θα έπεφτε το πρωί.

Λίγο πολύ τους ήξερε όλους εδώ , τους πιο δραστήριους σίγουρα, ένιωθε κάποια οικειότητα μαζί τους ύστερα από τόσες κόντρες σώμα με σώμα, καμιά διακοσαριά άτομα ήτανε, τους γνώριζε έναν προς έναν, τους έβλεπε στο πανεπιστήμιο από τότε που ήταν φοιτητής, στις πορείες, στα συλλαλητήρια, στα δικαστήρια, κάτι τύποι χαρακτηριστικοί, ανθεκτικοί κοντοκουρεμένοι οι πιο πολλοί, κάτι κορίτσια με κουκούλες σε χρώμα φωσφοριζέ κι άλλα με σιδεράκια καρφωμένα ανάμεσα στα φρύδια που σε τρόμαζαν, μερικές ήταν ωραίες πραγματικά, νευρικές, ατίθασες, όταν όμως τους έβλεπε να έρχονται όλοι μαζί κατά πάνω του κάτι πάθαινε, τον αγρίευαν, τον τρέλαιναν, σα λιοντάρι στο κλουβί που βολτάρει τριγύρω περιμένοντας να ξεχυθεί ένιωθε!

Γιατί αυτοί θέλανε να τα διαλύσουν όλα, ήταν φανερό, δε θα άφηναν τίποτα όρθιο, κάποιος έπρεπε να τους σταματήσει, γι αυτόν ήταν αυτονόητο, ο καθένας θα έκανε το ίδιο στη θέση του πίστευε , είχε εκπαιδευτεί σ' ένα σωρό χώρες, στη Συρία, στην Αμερική, στη Γερμανία, στο Ισραήλ, καλά εκεί δε παίζονταν, ούτε ένα παράθυρο στα κελιά δεν έβλεπες , όλα σκοτεινά, δεν υπήρχε τρίτη προειδοποίηση, στη δεύτερη βαρούσαν κι όποιον πάρει ο χάρος!

Εδώ είναι όλα ανεξέλεγκτα, από παντού μπουκάρουν διάφοροι μυστήριοι, Σκοπιανοί λαθρέμποροι με τις σαραβαλιασμένες νταλίκες τους, Σέρβοι ξανθοί πορτοφολάδες, Αλβανοί κοντοί μαφιόζοι, Πακιστανοί άπλυτοι με το καλαμάκι του καφέ κολλημένο στα χείλια μιλούν τη σπαστική τους γλώσσα στα ξεχαρβαλωμένα κινητά τους, φορούν φόρμες, έχουν στ αυτιά κάτι σκουλαρίκια τεράστια, από που ήρθαν άραγε, Βούλγαροι ψάχνουν μες τους κάδους της ανακύκλωσης, Ινδοί κι Αφγανοί και βιετναμέζοι κι άλλοι διάφοροι που ήρθαν απ τα πέρατα της γης σαν κάποιος ν΄ άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου κι άφησε να ξεχυθούν όλοι τούτοι απ τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να πέσουν κατά δω όλοι μαζί !

Μουσουλμάνοι χτίζουν τζαμιά, γονατίζουν και προσεύχονται ώρες ατέλειωτες στο θεό τους, συζητούν, επικοινωνούν κρυφά με κάρτες και νούμερα τεράστια, ανεβάζουν βιντεάκια βόμβες στο διαδίκτυο, εξαφανίζονται κι άντε να τους βρεις, ποιος ξέρει τι λένε μεταξύ τους, τι σχέδια καταστρώνουν δαιμονικά, Λατίνοι και Τεύτονες ετοιμάζουν καινούριες σταυροφορίες απ' το βορά, κάποιος πρέπει να κρατήσει τα λουριά, να συγκρατήσει το όχημα , να μην οδηγηθεί το κάρο στο γκρεμό και στα τάρταρα , κάποιος πρέπει να φυλάξει αυτά που άφησαν οι πατεράδες κι οι παππούδες, κι οι σιγόφωνες γιαγιάδες με τα μαύρα τσεμπέρια, δε μπορείς να τ' αφήσεις όλα έτσι, ένα χέρι στιβαρό χρειάζεται να κρατήσει τα ηνία σε καιρούς δύσκολους, να τσακίσει και να συντρίψει όλους τους αριβίστες και τους δημαγωγούς, τους λαϊκιστές και τα διάφορα νούμερα και τους διεστραμμένους που χειροκροτεί ο κοσμάκης!

Δε μπορείς να τ' αφήσεις όλα έτσι, δρόμοι διαλυμένοι, νερά πετιούνται απ τα μπαλκόνια, αποχετεύσεις ξερνούν νερά όπου λάχει, σκύλοι αδέσποτοι αλωνίζουν τις πόλεις, νεόπλουτοι παρκάρουν όπου νάναι, μπλοκάρουν το σύμπαν με τα καταραμένα τζιπάκια τους που είναι σαν άρματα με κάτι λάστιχα τεράστια σα τρακτέρ, γείτονες εποφθαλμιούν τους διπλανούς τους, σκέφτονται τρόπους να τους αρπάξουν ότι έχουν μαζέψει, έριδες οικογενειακές οδηγούν σε συμπλοκές φονικές, !

Προτάσεις τρελές πέφτουν βροχή, να παντρεύονται λέει οι άντρες μεταξύ τους και να μεγαλώνουν παιδιά, ανωμαλίες καραμπινάτες κι ιδέες που διαδίδονται σα καινούριο στέλεχος έρπητα, απλώνονται και ποτίζουν όλο το κόσμο, μηδενιστές και νιχιλιστές, καταστροφείς κι ισοπεπιδωτές θέλουν να τα διαλύσουν όλα, ν΄ αφήσουν πίσω τους τοπία βομβαρδισμένα, να τα καταργήσουν όλα, να φέρουν ένα μείγμα βίας και χάους , είναι τόσο εύκολο να χαλάς και να γκρεμίζεις, όμως δε μπορείς να τους αφήσεις έτσι , κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, πράγματα που ήταν αυτονόητα κάποτε μα στο πέρασμα του χρόνου έχασαν την αξία τους πρέπει να επανεφευρεθούν !

Πολλές φορές αισθάνονταν να παίρνει μέρος σ ένα πόλεμο άλλου είδους μα πάντα πίσω του ένιωθε ότι  στέκονταν κάποιος με ρομφαία κι ασπίδα φωτεινή που τον φύλαγε και τον δυνάμωνε, πίστευε ότι το δίκιο ήταν με τη δικά του μεριά κι όχι με των απέναντι που το μόνο τους μέλημα ήταν να ξεσπάσουν το τυφλό τους μίσος σ όποιον έβρισκαν μπροστά τους, όσο πελώριοι κι αν ήταν μερικοί, όσο κι αν θύμιζαν τον  Γολιάθ με κέινη την  όψη  τη φοβερή  και τρομερή, καθόλου  και επ΄ ουδενί δε τον τρόμαζαν!

Είχε τελειώσει τη γυμναστική ακαδημία και τη θεολογία προτού καταταγεί στην αστυνομία, πάντα τον έλκυε η θρησκεία, σε μια εκκλησία πήγε μια μέρα, κάτι καλόγεροι ήτανε δίπλα του από το όρος από ένα μοναστήρι στα πόδια του Άθω όπως του είπανε , ένας ιερέας βγήκε στην ωραία πύλη μ ένα δισκοπότηρο ασημένιο, καλυμμένο μ ένα ύφασμα βελούδινο , έδινε τη θεία κοινωνία κι έμοιαζε νάχει ένα φωτοστέφανο γύρω απ το κεφάλι του, κάτι έλεγε κατόπι στο κήρυγμα του , κάποια λόγια τούκαναν μεγάλη εντύπωση!

Για ένα μαρμαρωμένο βασιλιά έλεγε , αυτόν που πολεμούσε σπαθίζοντας τους άπιστους ώσπου τον φάγανε κι αυτόν και τ΄ άλογο του, τότε που οι Αγαρηνοί είχαν τεμαχίσει την εικόνα της παναγιάς και την έκοψαν στα τέσσερα για να πάρουν ρίχνοντας κλήρο το επιχρυσωμένο της κάδρο κι όπως ακούμπησαν σε μια κολώνα άφησαν εκεί τα ματωμένα χνάρια τους και μπορείς να τα δεις μέχρι σήμερα!

Κι άλλα  λογια άκουσε που δε τα είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή του , για κρυφές λειτουργίες που γίνονται την ανάσταση στην Αγιά Σοφιά κάθε χρόνο, σε μια κρύπτη κάτω απ το χώμα, εκεί όπου κάποιοι καρτερούν τον άγγελο ν ανοίξει μια πόρτα μυστική και να ξυπνήσει το μαρμαρωμένο βασιλιά, μερικοί που πήγανε λένε ότι τον είδαν με τα ίδια τους τα μάτια να σαλεύει, κάτι κινούνταν πάνω του, κάτι συνέβαινε!

 Και κάτι άλλα λόγια τούκαναν εντύπωση βαθιά , κάτι χρησμοί παλιοί ενός γέροντα ασκητή για το πώς θα κατέβει ο άγγελος με μια ρομφαία, κάπου τον ήξερε αυτόν τον άγγελο, θα κυνηγήσει λέει τους άπιστους μέχρι ένα μέρος που το λένε μονοδένδρι, τότε θα γκρεμιστεί μια εικόνα της Παναγίας!

Βροχή δυνατή θα πέσει, χείμαρρος και χαλάζι , ένα σημάδι θα φανεί πάνω απ τον τρούλο μιας εκκλησιάς ν ανεβαίνει κατά τον ουρανό τότε που το φεγγάρι θα είναι στη χάση του! Τότε θα επικρατήσουν  οι δίκαιοι , όλα θ αλλάξουν ξαφνικά , τώρα είμαστε στο μεταίχμιο, εκεί όπου όλα δείχνουν να καταποντίζονται μα τότε ακριβώς  αρχινά η πορεία προς τα πάνω,
 τώρα  είναι η ώρα να  μπουν στη μπάντα όλοι οι μωρόπιστοι κι οι παράφρονες και τα νούμερα ,  κι είναι η ώρα να  ξεσπάσει όλη η οργή του θεού  απάνω τους,   να τρέξουν  πανικόβλητοι να κρυφτούν απ τις ρομφαίες κι απ  τα τόξα τα  εύκυκλα!



Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

ΑΓΑΠΗ

΄΄Στάσου ένα μέτρο πίσω!΄΄ μούπε ο τύπος, πάγωσα, τα είδα όλα, κοκάλωσα, σκεφτόμουν ΄΄ Τι γίνεται εδώ πέρα! ΄΄

Όπως τον είδα από μακριά ήμουν σίγουρος ότι ήταν ο ταξιτζής ο φίλος μου με τις τεράστιες πλάτες, έδειχνε ίδιος , έκοβα το κεφάλι μου, θα τούκανα πλάκα, τον χτύπησα στον ώμο όπως στέκονταν μπροστά στο ΑΤΜ και τότε μπροστά μου εμφανίστηκε κάποιος άγνωστος με πρόσωπο χλωμό, μάτια ψυχρά, γαλάζια, φρύδια σμιχτά με κάτι τριχούλες που πετάγονταν τρομαχτικά , με ατένιζε, με κάρφωνε προσπαθώντας ν αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει μαζί μου, πάντως δεν είχε σκοπό να μ' αφήσει έτσι εύκολα, ΄΄Αν δεν απομακρυνθείς θα σε κάνω τόπι στο ξύλο!΄΄ εντάξει μεγάλε!΄΄

Κανονικά κάτι τέτοια τα περνώ εύκολα, απομακρύνεσαι λίγο, κάτι άλλο σε αποσπά, ξεχνιέσαι, πάει πέρασε, αυτό ήταν, όμως τούτη τη φορά κάτι έγινε, δε μπορούσα να σκεφτώ καθαρά, δε δούλευε τίποτα, το μυαλό είχε μπλοκάρει. Αυτά λέει είναι κόλπα που τους μαθαίνουν στα σχολειά πολεμικών τεχνών, απειλείς τον άλλον τόσο απότομα, δείχνεις τόσο τρελαμένος που του κόβεις τα πόδια κι εκεί τελειώνουν όλα, τα ήξερα όλα αυτά, μούχε ξανατύχει, και να δεις που ανησυχούσα το τελευταίο καιρό, ήθελα κάτι έντονο, νάτο λοιπόν πάλι όπως τόθελες δικέ μου, πάρε μια δόση αδρεναλίνης, όλη δικιά σου, όμως τη φορά αυτή δε μπορούσα ν αντιδράσω !

Και μέσα σ όλα αυτά ένα μήνυμα ΄΄ Δε βλέπεις ότι ε σ ύ τρέχεις πίσω μου!'' το τελειωτικό χτύπημα, με βρήκε σε στιγμή αδυναμίας, δε μπορούσα να το αναλύσω, να εξηγήσω τι είχε συμβεί, αν είχα δίκιο, αν έπρεπε να στενοχωρηθώ, με είχε χτυπήσει κατάστηθα!

Περπατούσα σα χαμένος, ομίχλη στη πόλη, πουλιά πετούσαν γύρω απ τις ψηλές λεύκες της παραλίας, σκιές κινούνταν μες το ημίφως, μια μπουλντόζα δούλευε μες τη θολούρα, πάλευε με τις λάσπες με τα φανάρια αναμμένα σ ένα λάκκο στα έργα του μετρό, κοράκια στο θόλο του Παλαί Ντε Σπορ προσπαθούσαν να ισορροπήσουν πάνω στο γλιστερό θόλο, ασθενοφόρα έμπαιναν κατά το ΑΧΕΠΑ ουρλιάζοντας, ο ήλιος σε φάση έκλειψης πίσω απ τα σύννεφα ....

Δε μπορούσα να συνέλθω, γιατί να μου μιλήσει έτσι αφού προηγούμενα μου είχε πει ''Σ αγαπώ! '' κι εγώ έτρεμα ολόκληρος, τα μηνύματα σκάγανε στη τσέπη μου καθώς το κινητό έτριζε κι όλα φαίνονταν ωραία, κορίτσια με φόρμες μαλακές περνούσαν, κορδόνια λευκά κρέμονταν απ τις κουκούλες τους, φουρκέτες βαστούσαν τα μαλλιά τους, δάχτυλα μακριά, όμορφα σα να ήταν σκαλισμένα στο μάρμαρο, νύχια στο χρώμα του μολυβιού, κάτι μπλουζάκια κόκκινα που συνδυάζονταν έξοχα με τις φόρμες, που στο καλό τάχανε βρει, πώς τόκαναν!


Σ΄ ένα λεωφορείο κόσμος πολύς, κάποια ήρθε πολύ κοντά , με κοίταζε κάτω απ τα μαύρα γυαλιά της, δάγκωνε τα χείλη της, όπως μετακινούνταν με είχε ψηλαφίσει ολόκληρο, ήθελα να γελάσω, όλα έδειχναν τόσο καλά, κόσμος πηγαινοέρχονταν σε κατευθύνσεις διάφορες, άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν σκάλες , στα μαγαζιά μπροστά στέκονταν, γκαρσόνια νωχελικά πίσω από πάγκους, ένα βουητό, μια οχλαγωγία, όλα έμοιαζαν σαν όνειρο το περασμένο βράδυ , γιατί να μου συμβεί αυτό, τι είχα πάθει ξαφνικά;

Μια σοκολάτα ήπια σ ένα μαγαζί, έκανε καλό, τα παιδιά ήρθαν μετά, ο Θανάσης δεν ήθελε τσάι, ΄΄Αυτά δεν είναι τσάγια, τσάι είναι το φλαμούρι και το βουνίσιο!΄΄ μιλούσε ζωηρά, κάτι τον είχε πειράξει κι ήθελε να ξεσπάσει κάπου, σε μια στιγμή χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι, όλοι τρομάξαμε κι αυτός πιο πολύ, του είχε ξεφύγει, κάποιος από κάπου έλεγε για έναν παλαβό που έψαχνε χρυσά νομίσματα σ ένα ορυχείο, όλα γύρω σκόρπια ακούγονταν, το μυαλό αποσυντονισμένο, σκόρπιο κι αυτό έπιανε κάπου κάπου κάτι λέξεις, για ένα τζιπάκι λέγανε με λίρες εγγλέζικες που καταπλακώθηκε σε μια γαλαρία, ένας τύπος είχε πάρει άδεια λέει να ψάξει, ένα όνειρο είχε δει, κάποιος του έλεγε να σκάψει σ εκείνο το μέρος, το είχε σημειώσει μάλιστα μ ένα σταυρό κόκκινο, ήταν ραβδοσκόπος, κάτι ξυλαράκια χρησιμοποιούσε που έδειχναν σε μια κατεύθυνση, χρόνια αναζητούσε το θησαυρό σ εκείνο το ορυχείο, είχε πουλήσει το λεωφορείο του, είχε αποτρελαθεί εντελώς μιλάμε , στοές κατέρρεαν καθώς τα σάπια ξύλα που τις στήριζαν έπεφταν, πέτρες και κοτρόνες κατρακυλούσαν, σε μια φάση παραλίγο να τον καταπλακώσουν και να τον θάψουν εκεί μέσα παντοτινά , τη τελευταία στιγμή είχε καταφέρει να βγει απ το στόμα της σπηλιάς πανικόβλητος!


Ύστερα από κείνο το συμβάν λέει, είχε καθίσει σε μια πέτρα και συλλογίζονταν τι να κάνει , το μέρος εκείνο πρέπει να είχε πάθει μια καθίζηση τεράστια κάποτε, η γη είχε βυθιστεί καταπίνοντας ένα κομμάτι στεριάς, ΄΄ Πύλη της κόλασης!΄΄το λέγανε εκείνο το σημείο , μυρουδιά από θάμνους πλανιόνταν στον αέρα, σχοίνα και ρείκια μύριζαν γλυκά, κοίταζε ένα καταρράχτη, οι ντόπιοι λέγανε ότι τον είχε ανοίξει ένας άγιος κάποτε, αραγμένος πάνω στο ουράνιο τόξο που έβγαινε κυρτό απ το αντικρινό βουνό, είχε χτυπήσει τα βράχια με το ραβδί του, μια αστραπή αυλάκωσε τον ουρανό κι έγινε το θαύμα!
Και τότε λέει του ήρθε η ιδέα, έψαξε κατά κείνο το καταρράχτη ένα εκκλησάκι υπήρχε εκεί πέρα, ζήτησε άδεια να το γκρεμίσει, υποσχέθηκε να το ξαναχτίσει ολοκαίνουριο κι ακόμα καλύτερο, ένα αγίασμα σα ποταμάκι μικρό έτρεχε παραπέρα, τρεις φορές επιχείρησε να το γκρεμίσει εκείνο το καταραμένο το εκκλησάκι και τρεις φορές είχε σβήσει το μηχάνημα, κατέβηκε σταυροκοπήθηκε, τι στο δαίμονα συνέβαινε, τη τελευταία φορά το γκρέμισε, το διέλυσε, δεν άφησε τίποτα, κατέσκαψε τα θεμέλια του μέχρι βαθιά στη γη , εκεί τις είχαν κρύψει οι Εγγλέζοι τις λίρες, σ ένα κιβώτιο τις είχαν βάλει, τις πιο πολλές τις πήρε η εφορία….


Όλη την ώρα αυτή η ιστορία με το τύπο που βρήκε το θησαυρό γυρνούσε στο μυαλό, με είχε αποσπάσει κι αυτό ήταν καλό, είχα πάρει την ανάσα που ήθελα, σε μια βιβλιοθήκη πήγα κατόπι, καλώδια από υπολογιστές σέρνονταν σα φίδια στο πάτωμα, κορίτσια περνούσαν τα χέρια στις άσπρες γυμνές τους ράχες, κάτι τις ενοχλούσε κατά κει, φύλλα λεπτά χρυσού περασμένα στα δάχτυλά τους, στο στήθος τους μενταγιόν κρέμονταν, κάτι κύκλοι που συμβολίζουν το καλό και το κακό απεικονίζονταν, εισχωρούν ο ένας στον άλλο, μπερδεύονται, αναμειγνύονται, ένα πράγμα γίνονται , δε μπορείς να ξεχωρίσεις τα όρια, αφαιρέθηκα, ξεχάστηκα, χάθηκα κοιτάζοντας τ' αυλάκια και τα σχέδια που σχημάτιζαν οι πτυχώσεις ενός παλτού πράσινου….

Κατά τα Διαβατά έπρεπε να πάω μετά , το αστικό σταματούσε στις γραμμές του τρένου, άκουγες τον ήχο απ τα φρένα , ένα καμπανάκι ηχούσε, μια μπάρα κατέβαινε, οι ράγες γυάλιζαν αντανακλώντας τις αχτίνες του ήλιου, στα στενά των Διαβατών γριές και γάτες σεργιάνιζαν, σκύλοι ξαπλωμένοι σε σωρούς φύλλων μάζευαν ζέστη, σουσουράδες τριπόδιζαν στο πλακόστρωτο, περιστέρια νωθρά μ αντανακλαστικά αμβλυμένα χάνονταν κάτω από ρόδες και λάστιχα, αίματα και πούπουλα έβλεπες μετά , Κινέζοι περιφέρονταν μιλώντας ακατάληπτα άντε βγάλε άκρη, Πακιστανοί πεθαμένοι απ τη κούραση σχολούσαν εκείνη την ώρα από βάρδιες νυχτερινές, δυο ζητιάνοι, ένας αέρας ξαφνικός σκορπούσε φύλλα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα,
 
Σ' ένα σπίτι ένας σκύλος με κεφάλι μαύρο και δόντια μυτερά σα δαίμονας δάγκωνε τη φόρμα μου, ΄΄Μη φοβάσαι γιατί το καταλαβαίνει, το νιώθει, μόνο σε σένα το κάνει!΄΄, - ναι καλά!, μια αφίσα σ ένα τοίχο, ένας αγώνας στη Σταυρούπολη, μέσα σ ένα κλουβί, δίχως κανόνες, όποιος αντέξει, μέχρι κάποιος να παραδοθεί, να ικετεύσει, να πέσει στα γόνατα, να κυλήσει στο πάτωμα, να ζητήσει οίκτο, αλλιώς δε σε συγχωρούν, δε σου χαρίζονται, δε ξεφεύγεις, είσαι καταδικασμένος, δεν υπάρχει έλεος, χάθηκα ξανά, δρόμοι διχάζονταν, ποιόν να πάρεις, σε ποια κατεύθυνση να κινηθείς, τι έχεις πάθει, ποιος είσαι, τι κάνεις εκεί πέρα!


Όλη νύχτα δε κοιμήθηκα, κάτι πρέπει να είχε συμβεί στον εγκέφαλο μου , κάποια κέντρα είχαν μπλοκάρει, κάποια κανάλια τα είχαν δει όλα,κάτι είχε συμβεί στο σύστημα, ο οργανισμός είχε σοκαριστεί, ήθελε χρόνο να επανέλθει, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, να ξυπνήσω, να πάρω τ απάνω μου, ν ανέβω, να ξεκολλήσω απ το τέλμα, να πάρω μπρος, ήταν σα να πέρασε μια μπετονιέρα ασήκωτη από πάνω μου, ένιωθα ότι με είχαν τσαλαπατήσει, με είχαν ισοπεδώσει με είχαν αχρηστέψει, με είχαν διαλύσει, ένα με το την άσφαλτο με κάνανε, τι είχα πάθει αναρωτιόμουν, τι ήτανε τούτο το πράγμα πάλι, ο χρόνος έμοιαζε να είχε σταματήσει, δε μούρχονταν τίποτα, όλα γύριζαν, χρειαζόμουν επειγόντως βοήθεια, το συναισθηματικό κομμάτι απόλυτα εκτεθειμένο, με είχαν απειλήσει, με είχαν ταπεινώσει, με είχαν απορρίψει, ένιωθα χαμηλά την αυτοεκτίμηση μου, στο ναδίρ, έπρεπε ν αναλύσω, να συνέλθω, να βγω απ το τούνελ όπου κατρακυλούσα ανεξέλεγκτα, κι απ΄ την άλλη ήθελα να κλειστώ σ ένα μέρος και να τραβήξω τη πόρτα πίσω μου για πάντα, ένα τηλέφωνο αργά, ο Άρης, ''Στον άγιοι Στυλιανό το πρωί!''

Την αυγή πέρασα μια στιγμή από ένα ίντερνετ καφέ, τύποι σκοτεινοί, ξενυχτισμένοι στο πατάρι έβλεπαν ταινίες, άλλοι μιλούσαν σε chat rooms, κάπνιζαν, έβριζαν, άλλοι πιο ήσυχοι, στο δρόμο παιδιά στις πλάτες των πατεράδων τους τραβούσαν για το σχολειό, μαμάδες οδηγούσαν μικρά στο σχολικό, πιτσιρικάδες με τσάντες να κρέμονται στη πλάτη έρχονταν να παίξουν μια παρτίδα LOL προτού βαρέσει το κουδούνι, συνεργεία καθαρισμού έσερναν βαριεστημένα κουβάδες κι άλλα σύνεργα, ξημέρωνε πάνω απ τη Ροτόντα ο Αυγερινός αυτός ο πολεμιστής του ουρανού κατά πως λέγαν οι αρχαίοι εμφανίζονταν στον ουρανό σκοτώνοντας τ' άλλα αστέρια καθώς χάραζε....


Στον άγιο Στυλιανό εκεί στα πανεπιστήμια μερικά παιδιά απ το χαμόγελο του παιδιού, μια δασκάλα μεσόκοπη τα πρόσεχε όμορφα, τα είχε πειθαρχημένα σ ένα πάγκο χαμηλό ξύλινο κάθονταν, μια άλλη με πρόσωπο καθαρό, χέρια άσπρα, δέρμα μαλακό, ένας παππάς έκοψε μια βασιλόπιτα, η όμορφη δασκάλα που είχε ένα βραχιόλι από κομποσκοίνι τύλιγε τις φέτες σε χαρτοπετσέτα, τα μικρά έψαχναν στα κομμάτια τους για το φλουρί, μια αίσθηση ζεστασιάς κι αγάπης που σε ηρεμεί, σε ξελαμπικάρει επιτέλους , τη δασκάλα εγώ κοιτούσα, πολύ μ αρέσουν αυτές, μια τέτοια μπορεί να με σώσει κάποτε, ένα κοριτσάκι μικρούτσικο δίπλα μου έψαχνε μες το τσουρέκι του, κάτι πιαστράκια χρωματιστά με φραουλίτσες στο κεφαλάκι του, ''Πως σε λένε γλυκιά μου;''- '' Αγάπη!''- ''Πως έρχεσαι στο σχολείο; '' - ''Με το φορτηγό του μπαμπά!'' - ''Δε φοβάσαι;'' - '' Όχι, άμα βρέχει από ψηλά βλέπω το φορτηγό να πετά νερά, γεμίζει τα τζάμια από τα άλλα αμάξια, μας φωνάζουν, εγώ γελάω, το πρωί φαίνονται τα καράβια στη θάλασσα και χιόνια στα βουνά πιο μακριά,  μια φορά είδα και τον ήλιο ....

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

ΣΦΗΝΟΕΙΔΕΙΣ ΓΡΑΦΕΣ



Αυτό δε θα στο συγχωρήσουν ποτέ, το να έχεις αυτοπεποίθηση τους τρελαίνει, τους τυφλώνει, τους διαολίζει, δείχνει να είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που δεν τόχουν και θα σκάσουν, βλέπεις πράγματα αλλόκοτα, συμπεριφορές ανεξήγητες , παθαίνεις πλάκα, τρομάζεις, ΄΄ Σταμάτα να με παρενοχλείς !΄΄ σου λένε κάτι φίδια κολοβά, ΄΄ Θα το πω στο μπαμπά μου, θα σε πάω στο δικαστήριο, θα σου πάρω την άδεια, θα φέρω μάρτυρες!΄΄, νιώθουν ν΄ απειλούνται λες κι έχεις όρεξη ν ασχοληθείς μαζί τους, ψευδολογούν ασύστολα, χυδαία, δολοπλοκίες εξυφαίνουν πίσω από τη πλάτη σου, κίνητρα σκοτεινά συμβαδίζουν ,δε μπορούν να κρύψουν τη ζήλεια τους αυτοί που νόμιζες σαν ηλίθιος ότι σ αγαπούσαν, ναι καλά !

Ψίθυροι σε διαδρόμους σέρνονται, λυκοφιλίες και συμμαχίες, ελιγμοί και σκέρτσα κι ενέργειες που φαίνονται ανεξήγητες, δε προλαβαίνεις ανάσα να πάρεις, κουβέντες μισές, ριγμένες κατά τύχη κι αδιάφορα υποτίθεται στο τέλος, τη τελευταία στιγμή, όταν δε το περιμένεις, καρφιά και σφήνες και πρόκες και ταβανόπροκες και γραφές σφηνοειδείς ,  προδοσίες πέφτουν σύννεφο, πισώπλατα μαχαιρώματα, γυναίκες κομπλεξικές, αποτυχημένες, άντρες άβουλοι έχουν γίνει υποχείρια τους, πάνε τα σχέδια τους, τα κατάπιε ο θηλυκός δαίμονας, υπονοούμενα αηδιαστικά , βλέπεις κάποια στιγμή το πραγματικό τους πρόσωπο και σοκάρεσαι, λες ΄΄ Δεν είναι δυνατό να μου συμβαίνει αυτό !΄΄, δε σ' αντέχουν δίπλα τους, δε μπορούν να το κρύψουν, δε σε χωνεύουν τους χαλάς τη διάθεση, ΄΄ Μα τι αυθάδεια κι αλαζονεία είναι αυτή ρε φίλε, τι μας το παίζει σκληρός κι αμείλικτος, τι παριστάνει, γιατί ρωτά τόσα πολλά, τι στο δαίμονα  τον  νοιάζει, γιατί ξυπνά απ τα άγρια χαράματα να δουλέψει, τι είδους βενζίνη καίει ; !΄΄

Κανονικά θάπρεπε  νάναι  ευτυχισμένοι, τάχουν όλα υποτίθεται, τα ψυγεία τους γεμάτα, συνταγές περίεργες δοκιμάζουν όλη την ώρα ν ανανεώσουν την κορεσμένη τους όρεξη, οι ντουλάπες τους φουλαρισμένες, σπίτια τριώροφα και τετραώροφα με σχέδια αρχιτεκτονικά περίπλοκα, μπαλκόνια και πισίνες χαλασμένες πια- πάνε αυτά - ταξίδια ανά τον κόσμο και συνευρέσεις ερωτικές ποικίλες, δαχτυλίδια πολύτιμα περασμένα στα παχουλά τους δάχτυλα, τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία κάθε πρωί τρέχουν, σπουδάζουν στο εξωτερικό, τηλέφωνα υπερατλαντικά, υπερωκεάνια, υπερφυσικά κι όμως δεν είναι χαρούμενοι, τρελαίνονται μαζί σου, που τη βρίσκεις την όρεξη και συνεχίζεις και δουλεύεις Κυριακές κι αργίες, χειμώνες και καλοκαίρια, πως γίνεται να γεμίζεις τις μπαταρίες σου τόσο εύκολα, πως γίνεται να σε γουστάρουν οι μικρές κι οι μεγάλες, τα παιδιά κι οι γέροι κι οι μεσόκοποι αντάμα,  πως γίνεται να μη θυμώνεις, να μη πικραίνεσαι, να μην αντιδράς άσχημα, να τα ξεπερνάς όλα, να το γυρίζεις κατά κει που θέλεις πάντα, πως γίνεται να περνάς καλά με τόσο λίγα, γιατί να είσαι χαρούμενος, να σκορπάς την αγάπη σου δεξιά κι αριστερά απλόχερα μας την έχεις δώσει, αϊ στο διάβολο πια, φύγε από μπροστά μας!

Το παλεύουν, αγκομαχούν κουράζονται, τα τεράστια ανοικονόμητα σώματα τους ιδρώνουν, ξεφουσκώνουν μες  τ΄  άπειρα κιλά τους, τρέχουν όλη την ώρα στα φαρμακεία και στα νοσοκομεία, συνταγές  και χαπάκια και χάπια και παστίλιες και βιταμίνες και της παναγιάς τα μάτια κι εξετάσεις αλλεπάλληλες, στενόκαρδοι, ολιγόψυχοι, μικρόψυχοι, καιροσκόποι κι οπορτουνιστές, μηχανορράφοι και ζηλόφθονοι, φθονεροί και ζηλιάρηδες, ακολούθησαν τη πεπατημένη, πήγαν με το ρεύμα, έκαναν ότι κι όλοι οι άλλοι, δεν ήθελαν να ρισκάρουν, μια γενιά πλαδαρή και μαλθακή με ηθική ελαστική κι αμφίβολη γαλουχήθηκε όλα αυτά τα χρόνια.

Όμως οι στρατηγικές τους αποδειχτήκαν λανθασμένες, δεν ερμήνευσαν σωστά τους ανθρώπους και τη πραγματικότητα, δε τους βγήκε το πράγμα όπως το περίμεναν, στράβωσε στη πορεία, στα χωράφια τους ήρθαν πιο μάγκες και πιο καπάτσοι και πιο αδίστακτοι, τους έφαγαν λάχανο, τους έστειλαν αδιάβαστους, τους έκαναν τη ζωή κόλαση, οι συμβιβασμοί πληρώνονται , δε παραδέχονται τα λάθη τους, την αποτυχία τους, θάθελαν να γυρίσουν ξανά πίσω και να ξαναρχίσουν μα δε γίνεται, σπατάλησαν όλο τον πολύτιμο χρόνο και την ενέργεια τους στο βρόντο, ότι και να κάνουν δε μπορούν να γεμίσουν τις πηγές των προσδοκιών τους, απωθημένα άπειρα έχουν στοιβαχτεί βαθιά πολύ μέσα τους, βλέπεις τους φίλους τους και φρίττεις, κάτι τύποι αποτυχημένοι, ξεχασμένοι απ το θεό, τελειωμένοι, δοκιμάζουν ν΄ αλλάξουν κάτι δίχως πάθος και διάθεση μα δε μπορούν- λυπάμαι παιδιά!- πειραματίζονται, δειλιάζουν, διστάζουν, κωλώνουν ,τρέμουν ολόκληροι, δεν αντέχουν τη πίεση, τα χάνουν, τα παίζουν, γίνονται αξιολύπητοι, σέρνονται νωθροί και ράθυμοι- τα νεύρα μου!

Στη πραγματικότητα θάθελαν να ήτανε στη θέση σου, να είχαν μια ευκαιρία ακόμα να ξαναδοκιμάσουν, προσποιούνται ότι όλα είναι εντάξει μα το βλέπεις καθαρά στο βλέμμα τους ότι δεν είναι καλά, - συγνώμη αλλά τα ευτυχισμένα άτομα και ζευγάρια κάνουν μπαμ από μακριά κι είναι να τα χαίρεσαι !- όλα πληρώνονται κάποια στιγμή, η ζωή πέρασε πολύ γρήγορα, όλα μεταβλήθηκαν σ ένα φαύλο κύκλο απ όπου δε μπορούν ν΄ αποδράσουν πια, βιάστηκαν, δεν έχουν όραμα κι ηθικό και κουράγιο, περίμεναν όλα να είναι πιο εύκολα, δεν τους τόπε κανείς δεν τους προειδοποίησε, αιφνιδιάστηκαν, ξαφνιάστηκαν, αδειάστηκαν, σπατάλησαν πολύ ενέργεια σε λάθος στόχους,  νιώθουν τύψεις ,ενοχές αλλά πάντα κάποιος άλλος θα φταίξει, κάπου πρέπει να το ρίξουν κι εσύ εκεί σα μπάστακας, ο εύκολος στόχος, το κόκκινο πανί, ο ενοχλητικός, ο σπαστικός, ο ηλίθιος που γελά όλη την ώρα και μιλά ζωηρά, κι έχει εκείνη τη καταραμένη αυτoπεποίθηση που φαίνεται να είναι το πιο πολύτιμο πράγμα, βρίσκουν ένα σωρό προσχήματα να μη σε συναντήσουν, αλλάζουν δρόμο να μη βρεθούν μπροστά σου, δε το καταλαβαίνεις,  δε σε γουστάρουν, μη το ψάχνεις,  το τραβούν  μακριά, θέλουν να σ εκδικηθούν σα να τους σκότωσες τη μάνα ΄΄ Θα δεις εσύ εξυπνάκια, σα πολύ αέρα πήρες, θα σε φτιάξουμε,  θα σου κόψουμε  τη φόρα  μια και καλή !!΄΄.

Στην αρχή ήταν οδυνηρό, σε σοκάριζε, σ΄ αιφνιδίαζε, όλα γύρω κατέρρεαν, ο ουρανός γκρεμίζονταν, το σύμπαν διαλύονταν, αναρωτιόσουν τι δε πήγαινε καλά με σένα, τι είχες κάνει λάθος, δε φαίνονταν λογικό το σχήμα, έπρεπε να ψάξεις πολύ, να μαζέψεις πληροφορίες σκόρπιες από δω κι από κει, να κάνεις τους συσχετισμούς, να συνθέσεις το πάζλ, να λύσεις το γρίφο, να ερμηνεύσεις τα μηνύματα τα σημειώματα και τα χαρτάκια  και τις γραφές τις μυστήριες,  να φτιάξεις τη θεωρία σου για το πως δουλεύει το πράγμα, αλλά μετά μαθαίνεις, φυλάγεσαι, προσέχεις, έχεις το νου σου, το περιμένεις, το ψυλλιάζεσαι, δε κοιμάσαι τα βράδια, κάποιες συμπεριφορές και κάποια φαινόμενα επαναλαμβανόμενα αρχίζουν να εξηγούνται, σε κάποια στιγμή είναι σα να διαβάζεις ανοιχτό βιβλίο !

Τα ξερά κλαδιά καλύτερα να κόβονται, αυτοί που βγήκαν λίγοι ή σκάρτοι καλύτερα ν' απομακρύνονται όσο πιο γρήγορα, το τοπίο να καθαρίζει, άμα δε σε πιστεύουν άστο να πάει καλύτερα, κι έπειτα βλέπεις ότι τα μειονεκτήματα αρχίζουν σε πλεονεκτήματα να μετατρέπονται, ο τροχός πήρε μια βόλτα, τα πράγματα άλλαξαν με πολύ κόπο όλα αυτά τα χρόνια που έτρεξες σα παλαβός δίχως να προδώσεις τις αρχές σου, ξεκινά ν' αποδίδει όλη η προσπάθεια, αρχίζει να σε ανταμείβει, βρήκες το χρόνο τον πολύτιμο που χρειαζόσουν, τον έκλεψες όπου έπρεπε, δε γίνονταν αλλιώς  έτσι όπως είχε το πράγμα, όπως τόχανε φτιάξει, όπως σου τόχαν κληρονομήσει, έχεις βρει πλέον το δρόμο σου, το μηχανισμό λειτουργίας κι ανατροφοδότησης, έχεις μελετήσει τις αλλαγές στη διάρκεια του χρόνου και των εποχών που μεταβάλλονται, γνωρίζεις πια πως να κουμαντάρεις το μυαλό και τον οργανισμό σου, πώς να τον στρέφεις κατά κει που θες, πώς ν΄ ανεβαίνεις γρήγορα με ελάχιστη βοήθεια, πώς ν΄ αλλάζεις κατεύθυνση αυξομειώνοντας ταχύτητα κατά το δοκούν, προσαρμόζεσαι, έχεις βρει κανόνες για κάθε περίπτωση που ακολουθείς με φανατισμό, ξέρεις ότι θ' αποδώσουν.
Έχεις ξεχωρίσει τα καλά απ τη σαβούρα ,έμαθες ν΄ αξιολογείς, να διαλέγεις ,τόσα χρόνια σκοτώθηκες να ξεστραβωθείς, βλέπεις το επίπεδο τους και τους λυπάσαι πραγματικά,  έχεις γίνει επιλεκτικός και τους τη σπάει,   βρήκες πρότυπα ν' ακολουθήσεις, να μιμηθείς, να μελετήσεις, να ξεζουμίσεις, νιώθεις ότι τόχεις πια, έχεις βρει σταθερές ακλόνητες, φίλους βράχους που θα σε στηρίξουν ότι βλακεία κι αν κάνεις, που σ αγαπούν -αυτό κι αν είναι από τα άγραφτα- σε κάποιους αρέσεις όπως είσαι, χαίρονται πραγματικά, σε φτιάχνουν, δε μπορείς να φανταστείς πόσο ωραίο είναι αυτό!
 Καιρός ήταν, το ποτάμι δε γυρίζει πίσω ότι κι αν γίνει, o χρόνος δουλεύει πια για  σένα -αυτό κι αν ήταν γύρισμα!- τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους βρίσκεις το σκοπό σου, η ζήλεια πια όσο ανυπόφορη και λυσσαλέα  είναι ένδειξη ότι είσαι στη σωστή κατεύθυνση,   δε χάνεις το μομέντουμ και τη φόρα,  ότι κι αν γίνει, πόρτες κλείνουν όμως άλλες ανοίγουν την ίδια στιγμή, μονοπάτια και δρόμοι πλαταίνουν, διευρύνονται, γίνονται λεωφόροι κ ι ορίζοντες ανοιχτοί κατά κει που γέρνει ο ήλιος, αεροπλάνα υψώνονται από πάνω  σε τροχιές κάθετες σα να γυρεύουν το θεό, τι γίνεται ρε φίλε!!!


Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

ΤΙΓΡΕΙΣ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ



Στον ύπνο μου την είχα δει ,  με φιλούσε  σ ένα αυτοκίνητο κι ύστερα περνούσε  απαλά τα δάχτυλα της πάνω απ τα χείλη μου,  κοιμόμουν  σε κείνο το κρεβάτι που  κάτι  περίεργο έχει λέει  κι όλοι κοιμούνται όμορφα!

 Την  έβλεπα  ν ανεβαίνει   όπως μιλούσαμε ,    έριχνε πίσω τα μαλλιά της, ένα δαχτυλίδι γυαλιστερό που πιάνει το μισό της δάχτυλο φορούσε, όπως μιλάμε μαζεύει τα μαλλιά απ τη πλάτη της, τα φέρνει στο πλάι, το σώμα μου σε στάση επιθετική, έχω γείρει προς  το μέρος της,  αυτή έχει γείρει ενστικτωδώς  προς τα πίσω ,   η  φωνή της κάτι  μουρμουρίζει στ αυτί μου,  με χαλαρώνει,  με ζαλίζει , με αποσυντονίζει,  με διαλύει επικίνδυνα,   γλάροι πετούν κοπαδιαστά σε τροχιές διασταυρούμενες, άλλα κοπάδια σκορπούν στον αέρα,  πουλιά προσγειώνονται  πάνω στους προβολείς που φέγγουν μες την ομίχλη, μπουκάλια μπύρας σπασμένα στο δρόμο, λεκέδες και σπόροι κόκκινοι  από ρόδια που έχουν σπάσει τη πρωτοχρονιά  στα πεζοδρόμια έξω απ τα  μαγαζιά, τζάμια  κομματιασμένα από διαρρήκτες που ήθελαν να μπουν κάπου,   κάποιος  έχει βγάλει βόλτα το σκύλο του, σ ένα παγκάκι πέτρινο κάθεται  καπνίζοντας,  ακούει μουσική με καλώδια στ αυτιά του, ο σκύλος αμέριμνος αναζητά οσμές στον αέρα, σ ένα κτίριο φωτάκια αναβοσβήνουν ανεβοκατεβαίνοντας σα να καλπάζουν αέναα, πάνω από τη πόλη ένα θολό στεφάνι σα χλωμό ουράνιο τόξο.

  Δεν  ήθελε να περπατάω πολύ κοντά στη θάλασσα όπως κάνω συνήθως ΄΄… με αγχώνεις,  φύγε από κει, σαν παιδί κάνεις !΄΄ όμως εγώ θέλω να βλέπω τα ψάρια και το βυθό και τις σκόρπιες πέτρες πάνω στην άμμο  , κοιτάζει γύρω  τους περίεργους  που παρελαύνουν περπατώντας και τρέχοντας και ποδηλατώντας κι έρποντας, ΄΄Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι!΄΄της λέω  ΄΄….κοίτα τι κάνεις εσύ!΄΄   θέλω όλα να γίνουν ομαλά, να κυλήσει όμορφα, στρωτά το πράγμα, να μη το ζορίσω, να μη κάνω λάθη, να ψάξω μέσα της βαθιά, να βεβαιωθώ αν αξίζει τον κόπο, να βγάλω στην επιφάνεια τα πραγματικά της αισθήματα, πόσο αληθινή κι ειλικρινής μπορεί να είναι,  ξέρει άραγε  να ξεχνά,  να συγχωρεί,  να προσπερνά ότι χρειάζεται, προσπαθώ  να δω καθαρά τι σκέφτεται για μένα, να εξηγήσω τι μ ενοχλεί,να βρω κανάλια επικοινωνίας και γέφυρες  και διόδους επαφής  καινούριες προσεγγίσεις δοκιμάζοντας,   ο χρόνος πιέζει όμως  όλα θέλουν το χρόνο τους,  όλα πρέπει να ειπωθούν την κατάλληλη στιγμή,   νιώθω ότι έχει ανέβει αφού με ξεζούμισε λίγο βέβαια, το βλέπεις στα μάτια, στο σώμα ,  στην αίσθηση και την αύρα  που αποπνέει, έτσι γίνεται πάντα!

Παρέες διάφορες γύρω εκεί στα Σταρμπάκς της παραλίας, κοιτάζω τη θάλασσα, προσπαθώ να καταλάβω τι λένε οι άλλοι που συζητούν παθιασμένα  καθώς   είμαι απορροφημένος στη δικιά μας συζήτηση, κουβέντες διασταυρώνονται  στον αέρα εκεί στα Σταρμπάκς της παραλίας  , ΄΄… για μας θα πουν οι  άλλοι και φυσικά θα πουν ψέμματα!΄΄  λέει κάποιος, ΄΄…αυτές είναι οι απόψεις μου αλλά άμα δεν σ αρέσουν έχω κι άλλες!΄΄ λέει  μια γυναίκα,΄΄…  ούτε στιγμή δε θα το αρνηθώ, θα του είμαι για πάντα ευγνώμων!΄΄ λέει  μια κοπέλα,΄΄…  καλά τη ξέρουμε αυτή τη μαφία τα είδαμε τα χαΐρια της !΄ ΄λέει κάποιος με μούσι ,  κι άλλες κουβέντες ανάκατες στον αέρα ΄΄…  και τότε  έσκασε τη βόμβα, δε ξέρω τι του είπε αλλά τον έκανε κομμάτια, χλόμιασε,  σωριάστηκε, ήταν έτοιμος να γκρεμιστεί στο πάτωμα,  τι του είπε πια  ρε φίλε, πάθαμε πλάκα όλοι! ΄΄,   ένα ζευγάρι φωνάζει πολύ δυνατά, όλοι γυρίζουν κατά κει να δουν τι γίνεται ΄΄…δε σε ξέρω τόσο  καλά,  πρόσεχε τα λόγια σου,  μη μιλάς, μη λες τίποτα, κλείστο καλύτερα !΄΄

Στο καζίνο είχαμε πάει κάποια στιγμή, ανιχνευτές μετάλλων και μπράβοι κατά κει, τύποι με φόρμες κι άλλοι με κουστούμια  και γυναίκες με φορέματα παρδαλά δίναν τα παλτά τους στο βεστιάριο  , μια ορχήστρα έπαιζε κάτι άσχετο , άνθρωποι μπροστά σ΄ οθόνες μηχανών που έλαμπαν  τζογάριζαν τα χρήματα τους,  όλο το θέαμα μπορούσε να σε φρικάρει, φύγαμε από κει,  δεν είχα μαζί μου ταυτότητα που μου ζητούσανε , στο αυτοκίνητο ζάλιζα τους σταθμούς, ΄΄δε συμφωνώ μαζί σου΄΄ μου έλεγε ΄΄Παρακαλώ!’’ εγώ,΄΄΄… αυτό το παρακαλώ σου με  τρελαίνει !΄΄  είχα νεύρα όμως  με ηρεμούσε , με ησύχαζε  και  θε μου πόσο  το χρειαζόμουν    αυτό!

Μια ταινία είχαμε πάμε  να δούμε μετά , είχαμε αργήσει και δεν είδαμε  πως ξεκινούσε αλλά ποιος νοιάζεται, κόσμος πολύς στις ουρές μπροστά στα ταμεία,  το ήξερα ότι θα είναι καλό το έργο  αν και είχα   τρία χρόνια  να πάω σινεμά, ένα βαρέλι ποπ κόρν  έχουμε πάρει κάτι μπουκαλάκια με νερό ,  ένας ονειροπόλος  τύπος στην ταινία ,  ο κόσμος γελά στην αρχή μα ύστερα σοβαρεύει, στην οθόνη  ο ονειροπόλος  σ ένα πάρκο  δείχνει σ   ένα παιδί πως να κάνει κόλπα με το πατίνι, πως να το ρίχνει ψηλά στροβιλίζοντας το καθώς αυτός στέκεται στον αέρα  για μια στιγμή  κι ύστερα   προσγειώνεται πάνω του,  η μαμά του παιδιού δεν παίρνει χαμπάρι τι γίνεται πίσω της,  αυτή θέλει να γοητεύσει ο ονειροπόλος,  μια λεπτή με γαλάζια μάτια κι ωραίο σώμα είναι.

Ο ονειροπόλος δείχνει χαμένος όλη την ώρα στο γραφείο του,   ταξιδεύει νοητά και πραγματικά, ούτε που μπορείς να διακρίνεις τη διαφορά κι αυτό μ αρέσει,  στη Γροιλανδία, στον Ατλαντικό, στην Ισλανδία στα Ιμαλάια ψηλά στις κορφές, τοπία απίστευτα, ελικόπτερα πετούν πάνω από κύματα, ο ονειροπόλος καταποντίζεται,  βυθίζεται σ΄ έναν  υδάτινο διάφανο κόσμο όπου όλα είναι μαγικά, διαφορετικά, γκρεμοί και ηφαίστεια στην Ισλανδία, ένα αμάξι τρέχει κυνηγημένο από μαύρους καπνούς ενός ηφαιστείου, βράχοι κι οροπέδια και τίγρεις του χιονιού ψηλά στα Ιμαλάια, κάποιοι παίζουν μπάλα σ ένα υψίπεδο,  κάτι τοπία   εξωπραγματικά στη Χαβάη, ένα ρεύμα θερμού αέρα διασχίζει χιλιάδες χιλιόμετρα στον Ειρηνικό χωρίς να συναντά κανένα εμπόδιο, δορυφόροι το παρακολουθούν από ψηλά,  το χρωματίζουν με χρώματα   πράσινα  και κόκκινα , νησιά βυθίζονται κι αναδύονται απ τον αρχέγονο ωκεανό,  αστεροσκοπεία  χτισμένα  στα ηφαιστειακά βουνά κατοπτεύουν το στερέωμα, , πλανήτες έρχονται με μανία κατά τη γη να τα διαλύσουν όλα, να τερματίσουν τα πάντα, να ισοπεδώσουν το σύμπαν,   τη τελευταία στιγμή αλλάζουν γνώμη  και στρέφονται σ άλλη κατεύθυνση, χάθηκα σ εκείνη την αίθουσα ,το καλαμπόκι και τα καλοριφέρ  ξεραίνουν το στόμα , από ένα μπουκάλι νερό πίνουμε, δυο παιδιά μπαίνουν πίσω μας στην αίθουσα να την ετοιμάσουν για τους επόμενους καθώς τελειώνει η ταινία,  ΄΄Αχ ας  ξαναμπούμε να δούμε την αρχή!΄΄ μου λέει όταν τελειώνει,  της άρεσε πολύ, άκου να δεις,  δε το περίμενα !

Απ το δρόμο του αεροδρομίου περνούμε καθώς φεύγουμε,  τα ξημερώματα ήμουν  κατά  δω, η Χρύσα έφευγε για Αμερική,    γυναίκες κλαίγανε, κάποιοι κοιμούνταν στα καθίσματα, η Άφρω  κομματιασμένη αφού είχε  κάνει τρακόσια  τόσα χιλιόμετρα να δει τη φίλη της, ο αδερφός της έχει φύγει για Σιγκαπούρη να πάρει από κει  το εμπορικό του καράβι, πολύ υγρασία  κατά κει , ο ταξιτζής που τη μετέφερε την κοίταζε απ το  καθρέφτη όπως ήταν ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, μόλις που μπόρεσε να του πει τη διεύθυνση, ΄΄Σίγουρα μαστουρωμένη!΄΄ θα είναι σκέφτονταν .

 Ένα κορίτσι μας  έλεγε τραβώντας το κοντό φουστάνι  να σκεπάσει τα ποδαράκια  του  ότι όλα στραβά κι ανάποδα  της πήγαν αυτή τη χρονιά, τίποτα δεν πήγε όπως το ήθελε  άνθρωποι νυσταγμένοι, σεκιουριτάδες έκαναν περιπολίες νυχτερινές, ένα παιδί με κοντά τα μαλλιά ΄΄Τώρα αυτό είναι αγόρι ή κορίτσι ;΄΄ αναρωτιόμουνα, σε μια σκαλωσιά σκαρφαλωμένες φωλιές πουλιών, κλαδιά πλεγμένα, ένα αυλάκι πιο πέρα άδειαζε νερά καθαρό σ ένα κανάλι όπου επέπλεαν φυτά υδρόβια, γάτες ακούγονταν από κάπου σαν να κλαίγανε,  το ξημέρωμα χάραζε  κατά το Χορτιάτη βάφοντας τον ορίζοντα με χρώματα μαβιά, μια αχτίνα του ήλιου τρυπούσε τα σύννεφα της ομίχλης κι ήταν σα να λύγιζε  σε μια στιγμή επικίνδυνα…

Στο σπίτι της δεν είχε φως, κάτι είχε συμβεί, ο συναγερμός χτυπούσε, φοβόταν, μ έστειλε να δω στην υπόγεια αποθήκη, κάτι σκαλιά μαρμάρινα,  στον πάνω όροφο, στη σοφίτα με το φως του κινητού  έφεγγα,  στους πινάκες του  ηλεκτρικού κωδικοί και νούμερα,  φωτάκια και σειρήνες,   μοχλοί που ανεβοκατέβαιναν κι ασφάλειες,  κεριά και κηροπήγια και κεράκια είχαμε ανάψει, όλα τακτοποιημένα εκεί, κούκλες παιδικές, μαξιλάρια μαλακά, όλα ανησυχητικά όμορφα, φοβάσαι  μη παγιδευτείς για πάντα εκεί μέσα!

Μια ξαδέρφη γιορτάζει, της τηλεφωνώ, ΄΄ Ξέρεις που με πετυχαίνεις, ετοιμάζομαι  ν΄ αλλάξω έναν πεθαμένο, χρόνια πολλά!΄΄ δεν έχει ανάγκη αυτή, έχασε τη μάνα της όταν ήταν μικρή,  έχει εξοικειωθεί μ αυτά,  είχε αλλάξει μόνη της τον  παππού,  δεν έβρισκαν κανέναν  συγγενή,   του έκανε μπάνιο στη ντουζιέρα,  σαν πληγωμένο πουλί έμοιαζε ο γέρος μα τον αγαπούσε,  δεν ήθελε  κανείς άλλος να τον περιποιηθεί,  ήταν γλυκός,  την αγαπούσε κι αυτός, τα μεσάνυχτα πέθανε ήσυχα με την αλλαγή του χρόνου! 

Έναν πόνο οξύ νιώθω στα πλευρά μου, το πρωί είχα πετάξει στο κάδο μαζί με τα σκουπίδια και τα κλειδιά μου όπως ήμουν ζαλισμένος και κοιμισμένος ακόμα, έσκυψα άγαρμπα στον κάδο να τα βρω, χτύπησα στα τοιχώματα το στήθος μου, ένας πόνος με κυνηγούσε για όλη μέρα  από ένα ατύχημα παλιό, τότε που  η ζώνη του αυτοκινήτου είχε χωθεί στο σώμα σ ένα τρακάρισμα,  δε μπορούσα να πλαγιάσω στο πλάι  ούτε  να τρέξω άλλα που χρόνος ν ασχοληθείς με τους πόνους σου!

Η Χρύσα με πήρε τα ξημερώματα  απ το Σαν Φρανσίσκο, ΄΄Όλα καλά!΄΄  , ΄΄… κοιμήθηκα ώρες ατέλειωτες,   ήμουν πτώμα, δεν είχα πρόβλημα, δε κατάλαβα  ούτε τζετ λαγκ ούτε τίποτα,  στο Μόναχο  χιόνια τριγύρω στα βουνά , ένα αεροδρόμια απίστευτο, δεν υπάρχει σκεφτόμουνα ,  στη Φιλαδέλφεια ένας πανικός στιγμιαίος, τρελάθηκα , έχασα τη γη κάτω απ τα πόδια μου,  ήθελα να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να γυρίσω πίσω, ευτυχώς μου πέρασε, στο Σαν Φρανσίσκο μόλις έφτασα τηλέφωνο στη μάνα μου, ΄΄Ψυχή μου τι κάνεις πώς είσαι μωρό μου !΄΄ είχε λιώσει απ την αγωνία,  βόλτα στις ακτές του Ειρηνικού   με πήγαν, φώκιες κολυμπούσαν στ ανοιχτά, σ ένα ινδικό εστιατόριο  κάποια φαγητά τρώγονταν, άλλα με τίποτα, καιρός φθινοπωρινός, τα παιδιά που κοιτάζω ήσυχα δείχνουν, πρόσεχε τη μάνα μου  σ αγαπώ πολύ !΄΄…

Το πρωί  φεύγοντας έπεσα πάνω στο Δημήτρη, αυτά  δε γίνονται,  πήγαινε στην εκκλησία,΄΄Τι γυρεύεις κατά δω ρε!  στο λεωφορείο μόνος, ερημιά παντού το ξημέρωμα της πρωτοχρονιάς,  μια κατηφόρα, το αεροδρόμιο μπροστά,   λωρίδες απο φωτάκια οριοθετουν τον αεροδιάδρομο, μεταλικά θηρία χαμηλώνουν την κοιλιά τους κατά τη γη...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...