Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

ΑΧΙΛΛΕΑΣ

Στο χωριό μου χείμαροι με κοίτες ξεραμένες, λίμνες στεγνές, στον πάτο τους χώμα κοκκινωπό, ελιές πετσοκομένες με ρίζες αρχαίες,σκύλοι κοιμούνται στον ίσκιο,  φίδια παλεύουν να περάσουν το δρόμο γλιστρώντας, ποτίστρες στα χωράφια με τα καλαμπόκια φτιάχνουν μικρά ουράνια τόξα, στον αέρα μυρουδιά ποτισμένου χόρτου,  μπάλες άχυρο τετράγωνες και στρογγυλές, κοράκια τσιμπολογούν πλάι σε πελεκάνους. Στο πατρικό μου ο αδερφός μου έχει παρει φόρα, μου λέει για τις ντισκοτέκ του 70 στη Καβάλα, για την καταραμένη ζέστη στη Τρίπολη τότε που υπηρετούσε στην αεροπορία και για την κόλαση της Αθήνας, τότε που έψαχνε μια θεια μας στα Άσπρα Χώματα, τέρμα θεού. Ο  πατέρας μου γελά, τον ξυρίζω, τον καθαρίζω , μια άσπρη φανέλα, ξαναγίνεται όμορφος , με τη μάνα μου σκοτωνόμαστε ως συνήθως κι ύστερα με φιλά, κάτι παλιές φωτογραφίες μας δείχνουν όλους μαζί πνιγμένους στη σκόνη σ' ένα χωράφι, ο αδερφός μου συνεχίζει, τώρα λέει για έναν πετεινό  επιθετικό που τον αποκεφάλισε ένα βράδι όταν  το πτηνό κοιμόταν κι ύστερα συνεχίζει για τις ανηφόρες της Καβάλας, τότε που μάθαινε το τόρνο στο'' Πυθαγόρα'', τη σχολή κι έτρωγαν στον ''Πολυνείκη ΄''  το εστιατόριο με τα παχιά κρέατα, πάμε σ' ένα μπακάλικο, τα ψυγεία παγώνουν γιαούρτια και γάλατα, ένα κελάρι, λάδια και χυμοί κι άλλα φαγώσιμα, κάτι σκάλες, δροσιά εκεί κάτω.

Το βράδι στην Καβάλα με τ΄ ανήψια μου  στο σπίτι κάτω απ' τα κάστρα, η θάλασσα σκάει απάνω στα βράχια, αμάξια περνούν απένανατι στη παραλιακή, γλάροι κρώζουν ασταμάτητα, η Θάσσος απέναντι κι εγώ θυμάμαι ένα βράδι στο νησί με τον Καϊάφα που ψάχναμε βενζίνη για το μηχανάκι σε μια βάρκα κάτω στη θάλασσα κι ύστερα πήγαμε σ' ένα κέντρο σκαρφαλωμένο στο βράχο, το φεγγάρι από πάνω φώτιζε το πέλαγο , ένας τύπος μας  σέρβιρε , αυτός που έγινε κατόπι δήμαρχος  και τον βρήκαν κατατρυπημένο από σφαίρες στο πορτ μπαγκάζ  κάποιου αυτοκινήτου. Μούρχεται στο μυαλό και μια γριά ένα ξημέρωμα που έβαλε τις φωνές σαν πήγαν κάτι αλήτες να βιάσουν ένα  κορίτσι στη Ποταμιά και μετά  πηδούσαν φράχτες κι έμπαιναν στους μπαξέδες τρομαγμένοι ενώ το κορίτσι  δε μπορούσε να σταματήσει  τους σπασμούς του.

Στη τηλεόραση κάτι ταινίες, ''Το φαινόμενο της πεταλούδας''  ''Το πείραμα της Φιλαδέλφειας''  οι ήρωες πάνε μπρος πίσω στο χρόνο, αλάζουν κατεύθυνση στη ζωή τους,  μια σκηνή με μια νταλίκα, ένα τζιπ κοκαλώνει , το φορτηγό έρχεται με κολασμένη ταχύτητα,  οδηγός δε φαίνεται, τζάμια σκοτεινά, οι κόρνες φυσούν δαιμονισμένα, φρενάρει, διπλώνει και τα παίρνει όλα σβάρνα.

Στην επιστροφή για Θεσαλονίκη κάτι μέρη, εδώ φύλαγε ένας Τούρκος το πέρασμα ανάμεσα στο βάλτο  και στο Παγγαίο, εκεί  οι Βούλγαροι έκαψαν κάτι ντόπιους, πιο περα κάτι γκρεμίσματα , ίχνη της Ρωμαικής Εγνατίας, από δω θα περνούσε ο Απόστολος Παύλος, ο οδηγός μας  πίνει από ένα μπουκάλι τεράστιο κάνοντας φυσσαλίδες,  ένα κορίτσι κοιμάται δίπλα μου και το στήθος της ανεβοκατεβαίνει, κάπου εκέι πάνω έγραψε ο Θουκιδίδης, εξόριστος στα μεταλεία του χρυσού,  τον Πελοπονησσιακό Πόλεμο, παραπέρα ο Στρυμόνας που έπνιξε τους Πέρσες καθώς επέστρεφαν ελεεινοί από το Μακελειό της Σαλαμίνας, πάνω στις κορφές ξέσκισαν οι βάκχες τον Ορφέα, ντυμένες με προβιές αλεπούδων,  κάποιοι βάζουν κώνους στην Εγνατία για κάτι έργα και στο κέντρο ''Ο Αχιλλέας''   στρατιώτες μαζί με μοτοσικλετιστές της αστυνομίας έχουν αποθέσει  όπλα, πιστόλια, τόξα, αυτόματα, κοντάρια, ασπίδες, κράνη , τόξα, θώρακες περικνημίδες, ξίφη και πίνουν κόκα κόλες τρώγοντας σάντουιτς....

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

ΜΠΛΟΚΟ

Σ' ένα μέρος λέει κάποιοι σκέφτονται να κλείσουν όλες τις φάρες της γης, Πακιστανούς, και μαύρους απο κει πέρα κάτω απ το Κιλιμάντζαρο, απογόνους ανθρωποφάγων, Ασιάτες κι όλους τους βαρβάρους της υφηλίου, διεστραμένους κι εγκληματίες, φρικιά με κουκούλες, ομοφυλόφιλους και Σταλινικούς, μ' αλυσίδες και ρούχα σκισμένα,κατάδικους κι εγκλειστους που τόσκασαν, Ιεχωβάδες φανατικούς, καλόγερους κι ιεαραπόστολους αποτρελλαμένους, γέρους με μάλινες μπλούζες μες τη ζέστη, γύφτους που ισιώνουν λαμαρίνες μες το δρόμο για να τις πουλήσουν κι αυτούς που ξεθάβουν κλουβιά για τα καναρίνια τους και φτιάχνουν ραδιόφωνα χαλασμένα για να ακούν τραγούδια όταν κοιμούνται κάτω από κάτι δέντρα.

Σ' αυτό το μέρος βλέπεις παντού νεκροκεφαλές προειδοποιητικές, κτήρια με πόρτες και παράθυρα που χάσκουν ορθάνοιχτα, κολώνες ρεύματος και καλώδια που σκορπούν σπινθήρες τσιρίζοντας, υποσταθμούς που εκρήγνηνται, λατομεία εγκαταλειμένα κι εργοστάσια με νιτρικά κι αμωνίες και χημικά κι απόβλητα ραδιενεργά, αμάξια με τρύπες σαν πυροβολημένα, μπετά διαλυμένα με  βέργες σιδερένιες μέσα τους, ορύγματα και λαγούμια και σπηλιές βαθειά μέσα στη γη, δίοδοι και έξοδοι και περάσματα μυστικά.

Ποτάμια τρέχουν ανάμεσα σε χαράδρες, χωράφια χέρσα και παρατημένα, σαύρες και χελώνες και φίδια σέρνονται στο χώμα, πουλιά παράξενα πετούν σε φάλαγγες από πάνω ασπλώνοντας τη σκιά τους στο έδαφος, καμένα χόρτα, δέντρα καρατομημένα , θάμνοι καψαλισμένοι, γυαλιά και λαμαρίνες, βάλτοι γεμάτοι λάσπη όπου ζουν πλάσματα που προβάλουν τα μάτια τους μέσα απ το βούρκο, αμμοθύελες τρομαχτικές σαρώνουν την έκταση ολόκληρη, αγριοδαμασκηνιές μ΄αγκάθια, αγριόγατες  και σκύλοι με βαθειές πληγές κι αυτιά κομένα από παλέματα νυχτερινά.

Αυτοί όλοι  εκεί πέρα όμως αποδείχνονται ανθεκτικοί και γεροί στο κρύο και στη ζέστη , στη πείνα και στη δίψα, επιβιώνουν και συγχρωτίζονται, και μεταλάσσονται σε εκτοπλάσματα και ξωτικά, φτιάχνουν κι ένα κάστρο με σκυρόδεμα οπλισμένο, καταπακτές που κατεβαίνουν τρίζοντας εφιαλτικά και μια  τάφρο γύρω- γύρω γεμάτη  πιράνχας με δόντια σα μαχαίρια κι άλλα όντα απόκοσμα και δηλητηριώδη και φονικά. Έχουν και για αρχηγό μια τύπισσα  με χαρακιές στο πρόσωπο και μάτια που μπορούν να σε τρυπήσουν και τη λένε'' Βασσίλισα της άμμου''.

Και τότε οι άνθρωποι απ΄ έξω αρχίζουν ν' ανυσηχούν για το τι γίνεται εκεί μέσα , κάποιοι λένε για αρρώστειες και ιούς και βακτήρια  και μικροοργανισμούς θανατερούς που δε σταματούν μπροστά σε τείχη και φράγματα και συρματοπλέγματα. Στέλνουν λοιπόν δυο τύπους ένα βράδυ μ' ένα μηχάνημα διαβολικό που  ανοίγει λέει δυο τρυπούλες στο τοίχο, όπου εφαρμόζουν κάτι σωληνάκια, έπειτα τοποθετούν κάτι πέλματα και μ' ένα δίσκο από διαμαντάκια κόβουν τα ντουβάρια σα φέτα από κασέρι και κλέβουν τη Βασίλισσα.

Τώρα τα ξωτικά παίρνουν χαμπάρι τί έχει γίνει κι έχουν στήσει μπλόκο σ' ένα δρόμο με θερμοσίφωνες σκουριασμένους κι αλλα σαράβαλα και παλιοσίδερα,  καρτερούν τους παρείσακτους  λυσσασμένοι από μίσος κι απο μακριά μπορείς να δείς ένα αμάξι να πλησιάζει  κι έπειτα λάμψεις κόκκινες, κρότοι τρομεροί κομάτια από σίδερα και σώματα ανθρώπινα  τινάζονται στον αέρα μια μυρουδιά κρέατος καβουρντισμένου απλώνεται παντού....






Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Σε μια αγρυπνία έχουμε πεθάνει  στα γέλια- δεν υπάρχει περίπτωση κάποια στιγμή θα με πετάξουν έξω. Διαβάζουμε κάτι αναγνώσματα απίστευτα  από τη Βίβλο, οι άγγελοι επισκέπτονται τον Αβραάμ  μπροστά στη σκηνή του, κάτω από μια βελανιδιά κι αυτός ζυμώνει κάτι λαγάνες με σιμιγδάλι μαζί με βούτυρο και γάλα να τους φιλέψει κι όταν αργότερα απογαλακτίζεται το μωρό της Σάρρας στήνει γλέντι φοβερό, μια γυναίκα μ' ένα παιδί  περιφέρεται στην έρημο και τελικά το παρατά κάτω από ένα έλατο ώσπου ο θεός της δείχνει μια πηγή και το μικρό σώζεται, για να γίνει τοξότης τρομερός, ένας υπηρέτης ζητά από ένα κορίτσι  να πιεί κι αυτή του δίνει απ' τη στάμνα της κι αυτός της προσφέρει κάτι βραχιόλια χρυσά. Σαν βλέπει τον μελλοντικό της  άντρα  σκεπάζει το πρόσωπο, ένας βοσκός φέρνει το κοπάδι του μπροστά σ' ένα πηγάδι σφραγισμένο μ' ένα λιθάρι πελώριο, ένας γονιός φτιάχνει για τον αγαπημένο γιο του ένα χιτώνα πολύχρωμο , λαμπρό.

Στο μυαλό μου στριφογυρνάνε εικόνες από ταξίδια στους Αγίους τόπους, σταυροφόροι με σπαθιά και μανδύες μες την άμμο και τη σκόνη, τείχη Σαρακηνών κι εκκλησιές με σκεπές αστραφτερές, προσκυνητές ξεποδαριάζονται στις ανηφόρες του Σινά, λείψανα αγίων βγάζουν μύρο, στρατιώτες τα κλέβουν ,κόκαλα σκορπίζονται στη έρημο, πόλεμοι και σφαγές κι αίματα παντού.

Μες την εκκλησία οι γυναίκες κουνούν ασταμάτητα ριπίδια κι εφημερίδες, πρόσωπα ιδρωμένα, παράθυρα και πόρτες ανοιχτές, κουρτίνες σαλεύουν, κλιματιστικά στο φουλ, μπουκάλια και ποτήρια με νερό, μια κοπέλλα λέει ότι είδε ένα όραμα και θέλει να εξομολογηθεί αμέσως, ο παππάς τσακίζεται και φεύγει σ' ένα καμαράκι, εγώ με τον Αργύρη που πήρε άδεια από τα τεθωρακισμένα βγάζουμε τα λαρύγγια μας να τον καλύψουμε.

Κατά τις δωδεκάμιση σχολάμε, περνώ απ' το Βαρδάρη, μαγαζιά και περίπτερα σφραγισμένα, ταμπέλες για ψωμιά από σαράντα λεπτά, στα ανοιχτά φρουτάδικα ντομάτες μεγάλες σα μήλα, στην πιάτσα των ταξί αμάξια με τα φώτα σβησμένα, ένας ταξιτζής κοιμάται με τα πόδια να βγαίνουν από το παράθυρο, ο ασύρματος βραχνός μιλά ασυνάρτητα, κάτι περίεργες διευθύνσεις, κάτι κουβέντες σπαστές, ένα πουλί παλεύει να περάσει μέσα από ένα τζάμι.

Μπαίνω σ' ένα μαγαζί να πιω λίγο νερό, δυο  τύποι βγάζουν κάτι  ύποπτο από ένα σακίδιο,  μερικές γυναίκες συζητούν για εγχειρήσεις κι επεμβάσεις στη χολή και στο συκώτι, για  νυστέρια και σύριγγες κι αναισθητικά και τομές στη κοιλιά \και σωληνάκια που φυτεύονται στο σώμα και κάμερες κι οθόνες μα τους παλμούς της καρδιάς. Κατεβαίνω σ' ένα υπόγειο  και δε βλέπω την τύφλα μου, από κάτι τρύπες μπαίνει φως, βρύσες στάζουν , καλώδια και αγωγοί  τεράστιοι,τετράγωνοι για τον κλιματισμό, πλακάκια κίτρινα και πράσινα στο τοίχο, ψίθυροι και φωνές και σκιές  έρχονται από κάπου, φοβάμαι ότι θα νιώσω καμιά λάμα να καρφώνεται στη πλάτη μου , δοκιμάζω ν΄ανοιξω μια πόρτα και τότε  όλες μαζί οι σειρήνες της κολάσεως αρχίζουν να στριγγλίζουν μαζί.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

ΣΤΑΛΑΓΜΙΤΕΣ

Με μια γυναίκα πάμε στο εξοχικό της που τόχτισαν κάπου στα τέλη του Εβδομήντα μια νύχτα κι ο άντρας της έπρεπε να το φυλά μες την υγρασία μη το γκρεμίσουν οι μπουλντόζες- έτσι γίνονταν τότε. Αυτή είχε γεννήσει  με τους σεισμούς στο Ιπποκράτειο κι οι γιατροί την είχαν κοπανήσει με τα τραντάγματα αφήνοντας τις γυναίκες μοναχές με τα μωρά  τους. Μου λέει η γυναίκα για τα καπνομάγαζα όπου δούλευε τότε μες τη ζέστη και την αποπνικτική  μυρουδιά που κολούσε στο σώμακαι σού κοβε την ανάσα, μαζί με μαυριδερούς  Τούρκους που έχουν ακόμα κάτι σπιτάκια εκεί στη Σταυρούπολη. Το αφεντικό τους ζητούσε να κάνουν βάρδιες νυχτερινές και μια φορά τους είχε κλειδώσει  ώσπου να ετοιμαστεί κάποια παράδοση, οι γυναίκες φώναζαν , κάποιες είχαν περίοδο, κόλαση.

Στο εξοχικό μια ανηφόρα,  θέα τρομερή από ψηλά κατά τη θάλασσα, μια αυλή λιθόστρωτη,ασβεστωμένη, κάτι παιδιά τρέχουν σε ποδήλατα, τρώνε καρπούζι με τυρί. Τα μικρά μου λένε ότι τρελαίνονται για καυτερές πιπεριές με λάδι και ξίδι, σκαρφαλώνουν σ' ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο παρατημένο για να κόψουν κεράσια,  στο σχολείο τους πονούσε το κεφάλι σαν μιλούσε  η δασκάλα κι ονειρεύονταν φωλιές με τυρί λιωμένο στο διάλειμα. Μετά πλακώνονται στα μπουγελώματα, αδειάζουν στα κεφάλια τους κουβάδες και μπουκάλια, μουσκεύουν ένα σκύλο, η γιαγιά γελάει.

Το μεσημέρι πάμε σ' ένα χωριό με ψησταριές, άνθρωποι λιώνουν μπροστά στ' αναμένα κάρβουνα, ιδρώτας στάζει απ' το μέτωπο παντού γύρω μυρουδιά κρέατος ψημένου σα να βρίσκεσαι στην Οδύσσεια. Μια υπαίθρια αγορά εκεί κοντά όπου πουλούν κερύθρες και κερί και μέλι δάσους, βλήτα ντόπια, νταμιτζάνες γυάλινες, τσίπουρο με γεύση γλυκάνισου, κάποιος μου λέει ότι στο χωριό του έχουν χωράφια ολόκληρα απ' το αρωματικό φυτό κι όταν το ξεραίνουν στα μπαλκόνια  μοσχοβολά το σύμπαν τριγύρω μέχρι πολύ μακριά. Σε μια γωνιά μια Αφρικάνα με μακριά πόδια, κόκκινη μπλούζα , πορτοκαλί παντελόνι, ως το γόνατο με κρόσια, ένα κολιέ στο λαιμό από κόκκινες κι άσπρες χάντρες σα κομπολόι, τη ρωτώ από που ήρθε κάτι μου λέει για μια χώρα Υποσαχάρια, όπου βλέπεις αντικατοπτρισμούς στους αμμόλοφους.

Έξω απ το χωριό μια βρύση κι ένα ατύχημα εκεί κοντά, ένα ασθενοφόρο, η πόρτα ανοίγει αργά , άνθρωποι φορούν γάντια , κρατούν ορούς με φυσσαλίδες, ένας τύπος χτυπημένος άσχημα βογγά, κάποιος κρατά το χέρι μιας γυναίκας,  παιδιά κλαίνε κι εμείς συνεχίζουμε τη διαδρομή , προσχώσεις ποταμών μέχρι βαθειά στη θάλασσα, στο πίσω μέρος μιας νταλίκας γράφει ''Η ζωή είναι δρόμος δύσκολος'',  οι βενζίνες εξατμίζονται σχηματίζοντας κύματα αδιόρατα στον αέρα, σ' ένα τούνελ ατέλειωτο οι ανεμιστήρες γυρνούν ασταμάτητα, σκάλες κι έξοδοι και τηλέφωνα κινδύνου, επιγραφές ψηλά ''Βγάλτε τα γυαλιά''  ''Ανάψτε τα φώτα'', το τούνελ μοιάζει να μην έχει τέρμα, μπορεί και να οδηγεί σε τίποτα σπηλιές υπόγειες, με νερά , κρυστάλλους και σταλαγμίτες, σιφώνια και   πλυμμύρες
κάτω απ το έδαφος, διάδρομοι δαιδαλώδεις σα να θέλουν να σε τραβήξουν όλο και πιο βαθειά εκεί κάτω στα σπλάχνα της γης όπου λένε ότι  έχει κάτι αίθουσες τεράστιες και κάτι ψάρια τυφλά και νυχτερίδες κι άλλα πλάσματα αλλόκοτα....

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

KΥΚΛΟΣ

Από τότε που έβγαλα το βιβλιαράκι μου νιώθω ότι έχω πάθει κάτι, οι φίλοι διαβάζουν αυτά που γράφω στο internet και με ρωτούν άμα είμαι καλά, ένας τύπος που σκαλίζει πεπόνια κάπου στα Τρίκαλα, εκεί που λένε ότι το χώμα είναι πετρώδες και κάνει γλυκά  τα φρούτα, με ρωτά αν  αυτά που γράφω είναι αλήθεια, ένας ταξιτζής, παλιός συμφοιτητής,  μου λέει πως διάβασε  το βιβλίο μονορούφι  ένα πρωί στο κιόσκι, στο κήπο του, πριν ξυπνήσουν τα παιδιά, πίνοντας καφέ και πολύ του άρεσε,  γράματα έρχονται στο σπίτι μου, ένας δικαστικός  με διάβασε κι εγώ τρόμαξα όταν είδα το  ''εφέτης''  στο φάκελο, σκέφτηκα '' Τί έκανα πάλι ;'', κάποιος δε μου παίρνει τίποτα για να κάνει τη φορολογική μου δήλωση, άλλος φτιάχνει τζάμπα το mp3 μου ,  μια γυναίκα με καλεί στο σπίτι της στην  Αθήνα, στη Κηφισσιά,  ένας άλλος μου λέει ''Αυτά που γράφεις πρέπει νάναι αυτοβιογραφικά'', αρχίζω ν'  ανυσηχώ.

Εγώ έχω συνηθίσει να περνώ την ώρα μου στο αεροδρόμιο βλέποντας τον κόσμο, εκεί είχα γνωρίσει κάτι τύπους απ την Αλάσκα που ήρθαν στην Ελλάδα  πετώντας λέει πάνω απ τη Σιβηρία για να κόψουν δρόμο επειδή η  γη είναι στρόγγυλη, κάτι τέτοιο. Δούλευαν σε κάτι αγωγούς πετρελαίου που περνούσαν  μέσα από φαράγγια και λαγγάδια κι ένα κορίτσι απ το Μαϊάμι  είχα γνωρίσει που πετούσε εικοσιτέσσερις ώρες κι είχε φλιπάρει και κάτι ωραίες Κινέζες που είχαν έρθει μέσω Τουρκίας.

Άλοτε πάλι χάζευα στις οθόνες των πολυκαταστημάτων αμάξια να κάνουν ελιγμούς ανάμεσα σε ερείπια τσιμεντένια κτιρίων που κατέρεαν, άλλα έβγαιναν μέσα από φλόγες, πουλιά κουβαλούσαν στις φωλιές τους λουλούδια και καρπούς χρωματιστούς, γυαλιά  πολύχρωμα και κελύφη σκαθαριών, πειρατές απ τη Σομαλία κι απ' την Υεμένη έπλεαν ανάμεσα σε καρχαρίες, σε θάλασσες εξωτικές, κρουαζιέρες στο Νείλο κι επισκέψεις  στις κλειστοφοβικές πυραμίδες, αγκωνάρια πελώρια και πέτρες τετράγωνες ψηλά στο Μάτσου Πίτσου,  βράχοι κάθετοι, ψάρια σε ενυδρεία, χαλίκια και πετραδάκια όλα ανακατεύονταν μπροστά στα μάτια μου.

Έχω συνηθίσει να περνώ μοναχός τα Καλοκαίρια στη πολυκατοικία μου, βλέποντας καθιζήσεις και ρωγμές, σωλήνες πλαστικούς  και τσιμεντένιους, διαροές και υδραυλικούς, στα μπαλκόνια ζάρια πετιούνταν πάνω σε τραπέζια, γάτες θαμένες ανάμεσα σε σακούλες σκάλιζαν τα σκουπίδια, ένας τραγουδιστής που δούλευε παλιά στο ''Λιόλιο'', στη Λαμπράκη μούλεγε πως τον είχε πετάξει ένα αυτοκίνητο δέκα μέτρα μακριά ένα πρωϊνό που σχολούσε απ τη δουλειά. Στις ταβέρνες έβλεπα τα ζευγάρια, τα παιδιά τους χάιδευαν σκύλους, άλλα κοιμόντουσαν αμέριμνα,  κι εγώ σκεφτόμουν ''Να λοιπόν τι κάνουν οι άλλοι''.  Ύστερα με καλούσαν μάρτυρα σε κάτι δικαστήρια κι έβλεπα το μεσημέρι, όταν ο κόσμος έφευγε μπουκάλια και κουτάκια, ποτήρια πλαστικά και λεκέδες από καφέ στα σκαλιά, χαρτοπετσέτες και καπάκια και καλαμάκια, αποτσίγαρα και σκουπίδια παντού.

Στα αστικά συναντούσα κορίτσια ωραία μαυρισμένα με ώμους γυμνούς κι ένιωθα σα να τις χαϊδεύω, τα μαλλιά τους μύριζαν όμορφα, ένα κάρο φουρκέτες τα συγκρατούσαν, σαν περνούσαν μπροστά από εκκλησιές σταυροκοπιούνταν,  έπειτα έβγαζαν διάφανα μπουκαλάκια κι έριχναν σταγόνες απάνω τους, ενώ γύρω στους δρόμους ταβλάνια και πικροδάφνες κι ακακίες άνθιζαν μες τη κάψα και το κατακαλόκαιρο κι εγώ τριγυρνούσα σα φάντασμα την Αριστοτέλους όπου κάποτε νόμιζα ότι είδα έναν πεθαμένο να πίνει καφέ.

Τώρα όμως αισθάνομαι ότι πρέπει να φύγω κάποια στιγμή απ΄ αυτό το μέρος, να πάρω τους δρόμους, να δω τι γίνεται παραέξω, πάρτι στην Ασπροβάλτα, κύματα επικίνδυνα στην παραλία της Κατερίνης, βράχοι κατά το Αγγελοχώρι, εξοχικά στο Πολύχρονο, μαγαζιά νυχτερινά στη Καλιθέα, λεωφόροι ανοιχτοί, χόρτα ξερά στην άκρη των δρόμων, γάτες και φίδια σκοτωμένα, κορυδαλλοί κάνουν αμμόλουτρα, αέρας δροσερός στο πρόσωπο, φύλλα στροβιλίζονται ψηλά, φάλλαγες πουλιών από πάνω, διαδρομές νευρωτικές, σα να κλείνει ένας κύκλος......

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Σαν τον Οδυσσέα βλέπεις τη Σκύλα και τη Χάρυβδη να καταπίνουν  τους συντρόφους σου, αυτοί ουρλιάζουν , πόδια και χέρια σαλεύουν με αγωνία  στον αέρα καθώς χάνονται μέσα στα κύματα μα εσύ πρέπει να προχωρήσεις κοιτάζοντας πίσω τους αφρούς και τους γλάρους, καθώς το καράβι σκίζει τα νερά,  αφήνοντας πίσω συγγενείς και φίλους και γυναίκες κι αναμνήσεις, το φως σε στραβώνει, το στόμα ξερό απ' την αρμύρα κι απ' τον ήλιο που  διαλύει το μυαλό σου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, νύχτες σκοτεινές χωρίς φεγγάρι μ' αγέρα δυνατό, πλέεις στα τυφλά, δε μπορείς να γυρίσεις πίσω, οι γέφυρες κομένες, δεν έχεις εναλακτικές λύσεις, παλεύεις να βρεις προσανατολισμό, το τιμόνι σταθερό, το μάτι στα γυμνά γρανάζια του αστρολάβου των Αντικυθήρων.

 Σε μια πόλη, στη ταβέρνα  '' Ο ΚΡΟΝΟΣ''  γριές με σκουλαρίκια χρυσά τρώνε ψάρια ένα απόγευμα, στο μαγαζί '' ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ''  κρέπες γλυκιές παγωτά και νερά, στα γυράδικα πατάτες τηγανητές μπύρες και ποδόσφαιρο, στα καφενεία ούζα με παγάκια, στα περίπτερα χυμοί και πορτοκαλάδες, στις καρότσες, πάνω στ΄ άχυρα κοιμούνται γύφτοι πλάι στα καρπούζια, στα σούπερ μάρκετ, σταφύλια μεγάλα, κρασιά γλυκά, κομάτια μεγάλα από τυριά, καλάθια  πλεχτά με μυζήθρες, σαν αυτές στη σπηλιά του Κύκλωπα. Σ' άλλες γωνιές κρέμες νύχτας από αβοκάντο και ρόδι, σαν αυτές που χρισημοποιούσε η Καλυψώ, κρέμες σώματος από μαύρες ορχιδέες  και βανίλιες, σαπούνια από κέδρο και σαντανόξυλο σαν αυτά που είχε η Κίρκη στο άντρο της, γαλακτώματα από πορτοκάλι και κόκκινο σταφύλι, άλατα απ' τη Νεκρά Θάλασσα, ενυδατικά από κανέλα και μπαμπού και πιπεριές Αφρικανικές που κουβάλησαν οι  Φοίνικες με τα καράβια τους.

Στο εργαστήρι του Δεκαβάλα, κλειδιά ασημένια από κιθάρες σαν αυτές που έπαιζε ο Δημόδοκος, στους δρόμους ζητιάνοι κουρελήδες σαν αυτούς που κυλιούνται έξω απ' το παλάτι της Ιθάκης, ένας πρακτικός γιατρός ψηλαφεί  μια πληγή σ' ένα πόδι ενός κυνηγού σαν την ουλή που έπιασε η παραμάνα του Οδυσσέα, ουλή που έγινε όταν ένα αγριογούρουνο έστησε καρτέρι στο σκύλο του κηνηγού και το ξέσκισε με τους χαυλιόδοντες του, σ' ένα βουνο, μια χειμωνιάτικη μέρα που το σκυλί είχε μαζέψει μπεκάτσες, πέρδικες, ορτύκια, λαγούς και λίγο πριν πεθάνει είχε κοιτάξει τον κυνηγό στα μάτια σαν το αρχαίο εκείνο σκυλί τον Άργο κι ύστερα ξεψύχησε κι ο κυνηγός ένιωσε δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά του. 

Ύστερα έρχεται ο Τειρεσίας που τα βλέπει όλα, τι χρωστάς και τι δε χρωστάς στις τράπεζες και μαζί του κατεβαίνεις στο κάτω κόσμο, η μάνα σου με τα μάτια μελανιασμένα σου λέει ότι ο πατέρας σου δεν είνα καλά, κοιμάται στο χώμα, δίπλα στη φωτιά το χειμώνα, και το Καλοκαίρι στρώνει φύλλα και πλαγιάζει κοντά στο μαντρί του Εύμαιου, θες να τηναγκαλιάσεις αλλά  σου λέει ότι σας χωρίζουν Ωκεανοί και χαράδρες και χείμαροι όπου τα υδρόβια, πράσινα φυτά παρασέρνονται από το νερό.

Κι έπειτα πάλι πίσω στο κουπί, σύννεφα ξεφτισμένα ψηλά, θάλασσες ξέθωρες μπροστά, πειρατές τρομεροί παραμονεύουν σε περάσματα επικίνδυνα, Κύκλωπες  από λιμάνια με πηγές αμολούν λιθάρια πελώρια, ο Θησέας σηκώνει τη κοτρώνα για να πάρει το σπαθάκι του, ο Ευρυσθέας βουτά στο πυθάρι μόλις βλέπει τον Ερυμάνθιο κάπρο,  ο Άργος σκαλίζει με το σκαρπέλο του τη πλώρη του καραβιού, κι εσύ  στο τιμόνι δε μπορείς να υσηχάσεις  άμα δε φτάσεις στο σκοπό σου....

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΟΝΕΙΡΑ

 Στη Δήμητρα στο Δουβλίνο

Όταν κοιμάμαι σε ξένα κρεβάτια  βλέπω όνειρα αλόκοτα. Κάτι πορείες σε δρόμους μυστήριους, κάτι μουγγοί αρχίζουν να μιλάνε, πρόσωπα θαμένα ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια, κάτι μέρη απόκοσμα με πηγές όπου τη νύχτα κατεβαίνουν να πιουν  λύκοι κι αλεπούδες  που έχουν κορακιάσει όλη μέρα μες τη ζέστη, το ράδιο παίζει όλη νύχτα, ήχοι ανακατεύονται με συναγερμούς, και σειρήνες, γάτες τρέχουν στις λαμαρίνες στον ακάλυπτο, χαλούν το κόσμο, από κάπου ρίχνουν νερά, μυρουδιά εντομοαοωθητικού στον αέρα, το ξημέρωμα δροσίζει, τα φώτα σβήνουν κατά τις έξι.

Σαν βγαίνω από το σπίτι μου φαίνεται ότι είμαι πάλι σ' ένα όνειρο, μια γυναίκα δίπλα μου δοκιμάζει δαχτυλίδια σ' ένα μαγαζί, ψηλαφεί βιβλία στους πάγκους της Αριστοτέλους, σανδάλια κίτρινα γυαλιστερά με πάτο ανύπαρκτο, εξώπλατο με τιράντες   και γυαλιά καφετιά στο χρώμα του δέρματος, παίζει με τα μαλιά της, χαμόγελο γλυκό που μπορεί να σε καταπιεί ολόκληρο, με φιλά και πρέπει να παραδοθώ ολοκληρωτικά.

Καθώς μεσημεριάζει κι ανεβαίνει η θερμοκρασία, η άσφαλτος αρχίζει να πήζει, οι φιγούρες αρχίζουν να κυματίζουν και να αλοιώνονται, αμάξια περνούν από δίπλα, ένα αγόρι χτυπημένο κείτεται στο οδόστρωμα και κοιτά με αγωνία αυτούς που μαζεύτηκαν γύρω του, οχήματα βαριά περνούν κι η γη σείεται, τα καπάκια αναπηδούν, χαρτιά κολημένα στις στάσεις για σκύλους κι ανθρώπους που αγνοούνται, μια γάτα με τρία πόδια, ένας κουτσός μ'  ένα τεράστιο παπούτσι, ένας τρελλος επιθετικός με Κινέζικα τατουάζ στο λαιμό, φρένα αστικών σε τρομάζουν καθώς οι ρόδες σέρνονται στο τσιμέντο, περίπτερα σφραγισμένα, στο ύψος του ιστιοπλοϊκού κάτι σκύλοι βουτούν για να δροσιστούν, μια σημαδούρα στ' ανοιχτά, άνθρωποι ιμίγυμνοι, ιδρωμένοι μ' ακουστικά τρέχουν, κάτι γερανοί απέναντι χάσκουν, αυτή από δίπλα σου λέει ότι το τσιγάρο έχει ραδιενέργεια.

Σε μια εκκλησία  τα περιστέρια στο μαρμάρινο τέμπλο σα να σαλεύουν, ένας παππάς σου δείχνει το μέρος που προσκύνησε ο  σουλτάνος σαν μπήκε στη Σαλονίκη πριν πεντακόσια χρόνια, όλο το καλοκαίρι πέρσι λέει ότι το πέρασε σε μια σπηλιά μοναχός του, μονάχα το κύμα που κοπανούσε ανελέητα τα βράχια γεμίζοντας τον τόπο τριγύρω μ'  αφρούς  του κρατούσε συντροφιά.

Σ' ένα ίντερνετ καφέ  το απόγευμα ένα απολίθωμα απ' τη δεκαετία του εβδομήντα καλεί σε αντάρτικο πόλεων,  μια παλαβή με χρυσά γυαλιά ξεφωνίζει, εκδρομές σε κάτι χωριά γεμάτα στουρναρόπετρες στη Πελοπόνησσο, διαφημίσεις για χυλοπίτες απ' το Πήλιο κι απ' το Μέτσοβο, φακές ψιλές απ' τη Καστοριά, γλυκό σύκο απ' το Μαρκόπουλο, μαρμελάδα πορτοκάλι απ' την Αργολίδα, ταξίδια στη Γενεύη με τη λίμνη της, στη Στοκχόλμη με τις ξύλινες, πολύχρωμες στέγες, στο facebook  η Δήμητρα,  έχει σιχαθεί   τους απατεώνες της Ιρλανδίας που κλέβουν υπερωρίες, εκεί πάνω όπου το ρεύμα του κόλπου μαλακώνει το κλίμα, στην Ιρλανδία με τα χωράφια και τα αποστακτήρια όπου οι ατμοί περνούν μέσα από σωλήνες μπρούτζινους και στάζουν μέσα σε καζάνια γεμάτα αλκοόλ.

Το βράδι κατεβαίνεις απ τα Κάστρα, ανάμεσα στα Αρμένικα νεκροταφεία κι αυτά της Ευαγγελίστριας ένας τοίχος,  πρέπει να περπατάς κολητά απάνω του, αμάξια ανεβαίνουν με φόρα, φώτα αναμένα, νιώθεις στριμωγμένος, ειναι κι αυτή μια σκηνή που την έχεις ξαναδει  σε κάποιο όνειρο προσπαθείς να θυμηθείς πως  θα καταλήξει μα η τρύπια μνήμη δε κρατά τίποτα, θες να βγεις από κει μέσα μα το ξέρεις ότι στο τέλος κάποιος θα σε σημαδέψει, θα μαρσάρει, θα στρίψει ξαφνικά και θα σε κολήσει στο τοίχο για να σου λιώσει τ' άντερα.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

ΣΥΝΩΜΟΣΙΕΣ

Κάνεις μια βόλτα στο Καπάνι και παθαίνεις σοκ. Ο κόσμος δικαιολογεί τον τύπο που βαράει γυναίκες. Είναι φανερό ότι θέλουν κάτι ακραίο, ξύλο, αίμα. Βλέπεις να πετούν αυγά και γιαούρτια και γαλακτοκομικά διάφορα κι ο λόγος είναι ότι αυτή η γενιά έχει αποτύχει.

Τους έταξαν εξοχικά με θέα, και κόλπα αρχιτεχτονικά, κιόσκια και πέργολες και κληματαριές, πισίνες και μπαλκόνια με σχέδια στα κάγκελα,σκεπές ξύλινες και κήπους με γρασίδι. Τους έταξαν ταξίδια στο Άμστερνταμ και στη Νέα Υόρκη, διαφημίσεις και δώρα, σπουδές στο εξωτερικό για τα παιδιά, συνδέσεις με δίκτυα , πίστεψαν ότι  αποφασίζουν και κυβερνούν κι εξουσιάζουν πληροφορίες και κόντρα πληροφορίες, τύποι με I. Q. 250 στο internet, δεξαμενές σκέψεις, πισίνες ανάλυσης.

Κι ύστερα ήρθαν οι λογαριασμοί, οι πισίνες σάπιζαν,τα πλακάκια ξεκολούσαν,  σοβάδες ξεκολούσαν, ρολόγια  ρεύματος καίγονταν, καυστήρες ανατινάζονταν, ο νόμος της αδράνειας υπερίσχυε, νερά πλυμμύριζαν,  τα ξύλα γέμιζαν μαμούνια, τεχνίτες και μάστοροι, τα παιδιά δε τραβούσαν στο σχολείο, στα υπερατλαντικά ταξίδια αρρώσταιναν από τις ατέλειωτες πτήσεις, οι άντρες χώριζαν τις γυνάικες μόλις χαλούσε το σώμα τους κι αυτές  έπρεπε να μεγαλώσουν μοναχές τα παιδιά, στις δουλειέςε χρειάζονταν να απολύσουν φίλους,να πάρουν αποφάσεις δύσκολες που μπορεί να σε σκοτώσουν.

Κατόπιν ήρθαν οι πειναλέοι κι οι πεταμένοι, Αλβανοί περνούσαν νύχτα το Γράμο με βροχές και χιόνια , κοιμόντουσαν σε καλύβες, έτρεχαν στα χωράφια μη τους πιάσουν οι αστυνόμοι, Πακιστανοί κρύβονταν κάτω από φορτηγά, Βούλγαροι έψαχναν στους κάδους και ξάπλωναν  στο χώμα σε κάτι άλση, ζητιάνοι πλακώνονταν στα φανάρια, Γεωργιανοί σκληροί με Καλάζνικοφ αλώνιζαν, συναγερμοί τσίριζαν, φώτα άναβαν αυτόματα, όπλα, πυροβολισμοί, σκοτωμοί κόλαση.

 Αλλά ήταν αδικία ρε φίλε γιατί η προηγούμενη γενιά είχε χαμηλά τον πήχυ, δούλευαν ξυπόλυτοι και μαυρισμένοι απ' τον ήλιο στα χωράφια και στις οικοδομές και στα εργοστάσια της Γερμανίας και της Αμερικής, μάζεψαν πέντε φράγκα, πάντρεψαν τα παιδιά, έχτισαν ένα σπίτι, μπορούν να πεθάνουν ήσυχοι αυτοί.

Όμως  γι αυτή τη γενιά ο πήχυς  ήταν στο θεό, έτρεχαν και πάλευαν και μάτωναν κι έφτυσαν αίμα δουλεύοντας μέρα νύχτα , με χέρια και ποδάρια δεμένα και μπανταρισμένα, τα έδωσαν όλα, μα  δε γίνονταν δεν ήταν δυνατό, ήταν πάρα πολύ ρε αδερφέ.

Και τώρα  είναι  απογοητευμένοι και θυμωμένοι, τους φταίνε οι πολιτικοί κι οι δημοσιογράφοι, οι Σκοπιανοί κι οι Τούρκοι, οι Γερμανοί  οι Εβραίοι κι οι Μασόνοι, οι τραπεζίτες και τα λαμόγια, οι μυστικές υπηρεσίες, η CIA  κι η Μοσάντ, θεωρίες συνωμοσίας παντού, κρυφά σχέδια, εισβολές ετοιμάζονται, κορμιά πέφτουν.

Το βλέπεις πια παντού τριγύρω, οι άνθρωποι τρώνε ενώ οι ζωές τους γίνονται κομάτια.  BMW στραπατσαρισμένες σπινάρουν και γκαζώνουν στην Επταπυργίου, τύποι χοντροί σπρώχνουν και βουτούν σε τσέπες μέσα στα αστικά, ΑΤΜ ξυλώνονται, ο μπάτμαν φωτογραφίζεται με αστυνομικούς, ο Λαζόπουλος κοροϊδεύει μια φίλη της Λαμπρινής και την κάνει να φοβάται να κυκλοφορήσει, στα Πεύκα ένα βανάκι χωρίς πινακίδες λένε ότι κλέβει παιδιά τη νύχτα, κοπάδια ανθρώπων διασχίζουν τις διαβάσεις, κοπάδια σκύλων επιτίθενται τόνα στο άλλο, δόντια προβάλουν, τρίχες ανασηκωμένες , χάος, ουρλιαχτά και γρυλίσματα κι ένας ψυχοπαθής για ζουρλομανδύα στον αέρα  ορμά και μοιράζει σφαλιάρες σ' όποια βρεθεί μπροστά του.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

KΕΙΚ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ

Στο κάμπιγκ άνοιξαν σε μια στιγμή οι καταράχτες του  ουρανού κι άρχισε να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Έτρεξε να καλυφθεί σε μια σκηνή κι εκεί ήταν ένα κορίτσι με αδύνατα μπράτσα, ένα διαμαντάκι στη μύτη, φουστάνι με λουλούδια μικρούτσικα, νύχια βαμένα στο χρώμα του αίματος. Μαζί κοίταζαν τους χειμάρους να κατρακυλούν παρασέρνοντας χώματα, λάσπες και χαλίκια μέχρι τη θάλασσα που γίνονταν καφετιά μέχρι  πέρα μακριά. Η  βροχή δεν έλεγε να σταματήσει και του ζήτησε να μείνει ακόμα λίγο και τελικά έμεινε όλο το βράδι. Το δόντι του τον είχε μουρλάνει την περασμένη νύχτα κι ήθελε να υσηχάσει κάπου. Όλη τη νύχτα στριφογυρνούσε  από  ένα πετραδάκι σφηνωμένο στο χώμα, τα μαλιά του κοριτσιού έρχονταν προς το μέρος του, έβλεπε τη γυμνή της ράχη  κι ένα άρωμα αναδύονταν από πάνω της που τον ζάλιζε.
Την  άλλη μέρα πήγαν μια βόλτα με το μηχανάκι, αυτή οδηγούσε, αυτός κρατούσε τη μέση της, τα μαλιά της έρχονταν πάλι πάνω του, εκείνο το άρωμα ήταν απίστευτα ελκυστικό,  ο χωματόδρομος στριφογυρνούσε σα φίδι κατά τη θάλασσα, κάτι κατσίκια ροβολούσαν από ψηλά κι έπειτα έπιναν σε μια ποτίστρα κάνοντας μπουρμπουλήθρες, τριφύλια και χόρτα φύτρωναν απ' τις βροχές, μέλισσες και σφήκες τριγυρνούσαν από πάνω τους, αυτή γελούσε κι ήταν όμορφη ρε φίλε , πολύ όμορφη.

Είχε γυρίσει όλο το κόσμο και του έλεγε ιστορίες για την Καραϊβική όπου  οι θάλασσες είναι άγριες κι οι σέρφερς με τα πλαστικά γυαλιστερά, χρωματιστά πανιά καβαλούν τα κύματα καθώς αυτά ρολάρουν και σκάνε  στην ακτή και για το Πουκέ όπου πιάνουν οι Μουσώνες και φυσσούν παντού γεμίζοντας σκόνη τα μάτια και για τις παραλίες της Βραζιλίας που ξεδιπλώνονται ως εκεί που μπορείς να δεις κι οι κοπέλες γυρνούν γυμνόστηθες και τ΄αγόρια παίζουν βόλεϊ  με τα πόδια.
 Κοιμήθηκαν στην παραλία το άλλο βράδι, κάτι ψαράδες από δίπλα  φώναζαν '' Άντε ρε άχρηστε πάλι δε θα πιάσεις τίποτα''   '' Μόνο που είμαι μακριά απ τη γυναίκα μου είμαι ευχαριστημένος''  κι αυτός γελούσε κι αυτή δεν καταλάβαινε, μα γελούσε και τούλεγε για ένα μέρος στο φεγγάρι που το λένε θάλασσα της γαλήνης, εκεί που περπάτησαν κάποτε οι αστροναύτες κι αυτός της έλεγε για το Όρος απέναντι όπου είχε ένα φίλο σε μια σκήτη.
Την πήγε στη Σαλονίκη, στο Χατζή με τα σιροπιαστά μα αυτή προτιμούσε τα σοκολατένια  κι ύστερα πήγαν στα Κάστρα, το φεγγάρι έβγαινε ανάμεσα στις πολεμίστρες, κάτι παιδιά έπαιζαν ανάμεσα στα χαλάσματα, ταξιτζήδες διάβαιναν τις αρχαίες  πύλες στρίβοντας, άλλοι διάβαζαν κόμικς, φλαμουριές μύριζαν στον αέρα, λουλούδια στα πάρκα, μια κλούβα  σκεπασμένη για τη λαϊκή της επόμενης μέρας μύριζε βερίκοκα.

Κι όταν ήταν να φύγει την πήγε στο αεροδρόμιο, ένα κανάλι πίσω απ' το καζίνο, κάτι χελώνες περίεργες  που τό 'σκασαν από ένα μαγαζί με ζωάκια λιάζονταν στον ήλιο, ένα φιλί, το αεροπλάνο σηκώνεται γέρνει και  διαγράφει μια καμπύλη  καθώς στρίβει για να χαθεί γρήγορα κατά το Βορά.

Στο μυαλό του γύριζαν για μέρες κάτι τραγούδια   ''Ήτανε αγέρας κι άνεμος σύννεφο μακρινό....'' ''Γιατί πολύ σ' αγάπησα,  γιατί δεν αγαπώ εμένα...'' κι ύστερα από κάνα μήνα κίνησε να τη βρει, δε γούσταρε τ' αερόπλανα,  όταν βγήκαν απ' τα σύνορα της Ελλάδας ένιωσε ένα σφίξιμο στη καρδιά, ρώτησε κάποια στιγμή '' Που είμαστε;''  '' Πάνω από τη Ντιζόν με τις μουστάρδες''.

Σ' εκείνη την ξένη χώρα κάτι υπόγειοι σιδηρόδρομοι, κόσμος κάθονταν σε πάγκους διαβάζοντας βιβλία, λέξεις ακατάληπτες, σκάλες σιδερένιες, ένα ποτάμι, κάτι τύποι δίχως δόντια, κάτι κοπέλες ξανθιές, άσχημες, κάτι μουσικοί με κιθάρες ηλεκτρικές και μελωδίες μυστήριες, σπίτια με σχήματα παράξενα. Της τηλεφώνησε κοιτάζοντας κάποια να μιλά στο κινητό θα μπορούσε να ήταν αυτή αλλά όχι αυτή δεν θα κινούνταν έτσι.
Στο ξενοδοχείο κάτι τύποι με χαμόγελα πονηρά, τον έβαλαν σ' ένα δωμάτιο μικροσκοπικό, φώτα απ' τα παράθυρα. Στον ύπνο του είδε ένα μαχαίρι τεράστιο να κόβει ένα μεγάλο κέικ σοκολάτας, κόσμος έρχονταν κι έπαιρνε κομάτια.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

HOLIDAYS

Στη Χριστίνα που πίναμε καφέ πριν από λίγο στον πεζόδρομο της Καλαμαριάς.

Με το που πιάνουν οι ζέστες τα αμάξια φεύγουν σα βολίδες απ' τη Μουδανίων για Χαλκιδική τα Σαββατοκύριακα, τα κλιματιστικά στο φουλ, κορίτσια σφίγγουν αναβάτες καθώς τα μηχανάκια γέρνουν στις στροφές, μια ξεροκέφαλη που γρατζουνίστηκε το διαβολεμένο αμαξάκι της έχει μπλοκάρει το δρόμο, κορναρίσματα, άγχος και πανικός.
Στα ΚΤΕΛ σώματα μαυρισμένα και κοκκινισμένα, αλοιφές και μέικ απ, αντηλιακά και τατουάζ μέσα από τον καρπό, νερά , καφέδες,  σακίδια, ζευγαράκια, φωτογραφίες από παραλίες  στα κινητά, λέξεις Αγγλικές και Γαλικές, άνθρωποι παράξενοι τριγύρω κι η Βαρβάρα μου λέει για το ταξίδι στις Μαλδίβες, εκεί χαμηλά στον ωκεανό, που θα τις σκεπάσει το νερό  καθώς ανεβαίνει η στάθμη του στον πλανήτη. Εκεί λέει δεν έχει ζέστη γιατί είναι στο ύψος του Ησιμερινού κι ο ήλιος χτυπά κάθετα κάτι τέτοιο τέλος πάντων, οι ραδιοερασιτέχνες μιλούν με φίλους σ' όλο τον κόσμο μέσα από ραδιοκύματα, τα νερά γίνονται τυρκουάζ το βράδυ.

Για όσους μένουν στη πόλη τα συνηθισμένα, μαύροι με σαγιονάρες, Πακιστανοί κλέβουν κεριά από εκκλησίες κι επιτίθενται στους παπάδες, ναρκομανείς λιώνουν σα παγωτά κι ιδρώνουν συνέχεια, διαβητικοί κι  άλλοι ζητιάνοι παντού, δεν ξέρεις ποιον να πρωτολυπηθείς.
Στο COSMOS  λωρίδες από πράσινο γρασίδι, τραπέζια στρωμένα το πρωί, τραπεζομάντηλα ασπρα, μαχαιροπήρουνα και πιάτα αναποδογυρισμένα στα τραπέζια, στα σουβλατζίδικα τελάρα με τομάτες, μελιτζάνες στη σχάρα,  στις τουαλέτες πλακάκια στο χρώμα του γρανίτη, ψάρια και νερά στους τοίχους σε δροσίζουν.
Στις λαϊκές μαχαίρια σκίζουν την κόκκινη σάρκα των ψαριών, τσιπούρες άγριες και σκορπιοί απ την Καβάλα, πετροκέρασα απ την Έδεσσα, αμπελόφυλλα και δυόσμος απ' την Νέα τρίγλια, μπουκέτα από γαρύφαλλα, οι γυναίκες αγοράζουν κάτι φυτά με φύλλα κόκκκινα πλατιά, κορίτσια τραβούν τις φράνζες τους, φωνές κι  επιδερμίδες τρυφερές, στα σπίτια αχινοί και πετραδάκια απ΄ την παραλία το προηγούμενο Σαββατοκύριακο,  βότσαλα κι όστρακα στα οποία  το κύμα έδωσε σχήματα παράξενα, πέτρες με ραβδώσεις πολύχρωμες.
Το πρωί στην ανηφόρα της Αγίας Σοφίας γυναίκες σχολούν από μαγαζιά νυχτερινά, σώματα και πόδια ωραία, φωνές βραχνές, δόντια χαλασμένα, κάτι τύποι τετράγωνοι από δίπλα, κάτι γιαγιάδες κουβαλούν πρόσφορα  και  κόλυβα τυλιγμένα σ΄αλουμινίχαρτο, γάτες λιάζονται ύστερα πό την κρύα νύχτα, σκύλοι γαυγίζουν  πίσω από κάγκελα στις μονοκατοικίες της Άνω Πόλης, συνεργεία καθαρισμού σέρνουν βαριεστημένα κουβάδες, αεροπλάνα πετούν από πάνω χαράζοντας γράματα τεράστια στο γαλάζιο, σύννεφα κάτα το ραντάρ του Χορτιάτη,  άλλα αεροπλάνα κατεβαίνουν για να προσγειωθούν έχοντας τα φώτα αναμένα μες τη ντάλα σαν UFO απόκοσμα, ειδήσεις στο ράδιο για γυναίκες που γεννούν στα μποτιλιαρίσματα κάπου στη Μπαγκόγκ και τρένα  που τρακάρουν με λεωφορεία κάπου  στη Γκάνα.

 Στο  magic park  κάστρα πλαστικά και καταράχτες ψεύτικοι, ένα παιδί χαϊδεύει ένα σκύλο, καρότσια φορτωμένα έξω απ' το Βασιλόπουλο, πορτ μπαγκάζ ανοίγουν, γύρω σπίτια, αυτοκίνητα, φωνές, κάτι μουσουλμάνοι γονατίζουν  κατά τη Μέκα για να προσευχηθούν, κάποιος μιλά στο τηλέφωνο, κλείνεις για μια στιγμή τα μάτια και βλέπεις εκατομύρια γαλάζια φωτάκια κι οι Scorpions τραγουδούν από κάπου Let me take you far away........

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...