Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

’’Θα ρίξεις αυτόν το φάκελο κάτω απ’ την πόρτα και θα φύγεις !’’ μου είχαν πει, ψάχνοντας την διεύθυνση αναρωτιόμουν τι στον εξαποδό είχε μέσα εκείνος ο φάκελος, όπως διέσχιζα μια διασταύρωση η άσφαλτος έκαιγε, δυο μελαχρινοί πουλούσαν τσιγάρα λαθραία ψαρεύοντας τους περαστικούς με βλέμμα σκοτεινό, μια σκηνή άγρια είχα δει, ένας γέρος γρονθοκοπούσε κάποιον ξένο που είχε χώσει το χέρι στην τσέπη του, οι περαστικοί είχαν σταματήσει και κοίταζαν…

Όλο αγγαρείες μου ανέθεταν, το καλοκαίρι έφευγε κι εγώ έτρεχα εξυπηρετήσω το αφεντικό, μια μέρα μου είχε παραγγείλει ν’ αδειάσω μια αποθήκη, κουβαλούσα καθίσματα, βιβλιοθήκες, φακέλους, συρτάρια και τα τοποθετούσα σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, τα πόδια και τα μπράτσα μου πονούσαν, είχα σακατευτεί, όπως κατέβαζα ένα έπιπλο μεταλλικό μου διαλύθηκε στα χέρια, κατρακύλησε στις σκάλες προκαλώντας ένα θόρυβο τρομακτικό μες το καταμεσήμερο, τώρα σκεφτόμουν θα με βρίσουν άσχημα, θα τ’ ακούσω για τα καλά, θα φωνάξουν την αστυνομία, θα με σκίσουν, περίμενα να ανοίξει καμιά πόρτα και να βγει κάνας γίγαντας αγριεμένος έτοιμος να με τσαλαπατήσει, όλως παραδόξως καμιά αντίδραση, καμιά πόρτα δεν άνοιξε, ησυχία απόλυτη, σα να μην ζούσε κανένας σ εκείνο το κτήριο...

Γυρνώντας στο σπίτι μετά απ’ την ταλαιπωρία της μέρας μια πείνα απερίγραπτη μ’ έπιανε, ειδικά για κάτι φρούτα γυαλιστερά με είχε πιάσει μια λαχτάρα τρομερή, απερίγραπτη, ήθελα να τα καταβροχθίσω όλα, να φάω άφθονα, να πιω νερά, χυμούς, αναψυκτικά, τι ήταν εκείνο το πράγμα, έτρωγα άγαρμπα ότι έβρισκα, τελικά το στομάχι μου έγινε χάλια, το βράδυ δε μ έπιανε ο ύπνος.

Δεν ήμουνα καλά, έπρεπε να είχα φύγει διακοπές να μην παιδεύομαι στην άχαρη πόλη σα χαμένος, και μου το είχε πει ο Λάζαρος ‘’Θες να έρθεις μαζί μας με το καράβι, όλα πληρωμένα, διαμονή, φαγητό, μόνο κάτι ψιλά θα δίνεις για τις βενζίνες… ’’ ρε φίλε ήταν πολύ καλή πρόταση!

Αυτός περνούσε καλά, πριν μια βδομάδα είχε πάει μ έναν φίλο περιοδεία στις Σποράδες, πέρασαν νύχτα αντίκρυ απ’ τον Βόλο κοιτάζοντας τα φώτα του, η Σκόπελος τους άρεσε πολύ, φαίνονταν το πιο ωραίο νησί, το πιο πράσινο, σταμάτησαν στη Σκιάθο όπου ο Λάζαρος είχε μια φίλη με διαμέρισμα κοντά στο σπίτι του Παπαδιαμάντη, έμειναν εκεί ένα βράδυ κι από κει τράβηξαν κατά το νοτιά, ένα νησί εντελώς απομονωμένο είδανε, η Σκύρος, εκεί που έκρυψαν τον Αχιλλέα για να μη τον πάρουν στην Τροία όπου θα σκοτώνονταν. Περνούσαν καλά στο καράβι, φυσούσε όμορφα, έπλεαν δίπλα από βραχονησίδες γεμάτες γλάρους και ψαροπούλια, απ’ την Σκύρο βγήκαν στην Εύβοια, το βόρειο κομμάτι πνιγμένο στη βλάστηση, εντυπωσιακό, έφτασαν μέχρι τη Χαλκίδα, εκεί τους είπαν ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν γιατί τα νερά τραβιούνταν εκείνη την ώρα, είχε πανσέληνο και τα νερά λέει γίνονται τότε ακόμα πιο περίεργα…

Τελικά είχαν καταλήξει σ’ ένα χωριό κάποιου νησιού, μου είπε τ’ όνομα του αλλά το ξεχνώ τώρα, φαίνονταν πολύ όμορφο, χτισμένο αμφιθεατρικά, περιβάλλονταν από λόφους δασωμένους, παλιά λέει υπήρχαν ξυλοκόποι που δούλευαν εκεί πέρα κι έβγαζαν πολύ ξυλεία για να φτιάξουν καράβια, ένα τσιμεντένιο ρέμα τεράστιο περνούσε απ’ τη μέση του οικισμού για να μαζεύει τα νερά των βροχών. Ψηλά σ’ έναν λόφο ένας φοίνικας μοναχικός δέσποζε και πιο πίσω είχαν βρει κάτι αρχαίες κολώνες, λέγανε ότι ήταν ένας ναός προς τιμήν του Δία, κάποιος ντόπιος τον είχε αμφισβητήσει, τον είχε βρίσει, τον είχε κοροϊδέψει κάτι τέτοιο τέλος πάντων, θα σε γελάσω τώρα, κι ο θεός είχε ρίξει αστροπελέκι που κατέκαψε εκείνον τον βλαμμένο μαζί με τ άλογα και τον ηνίοχο, κι ότι βρίσκονταν εκεί πέρα είχε γίνει στάχτη! Όλο το μέρος με τ’ αρχαία γκρεμίσματα απέπνεε μια γαλήνη που σε ηρεμούσε, μια εκκλησία πέτρινη, παλιά, ήταν χτισμένη κοντά στη θάλασσα, παραδίπλα υπήρχε μια προβλήτα απ’ όπου βουτούσαν πιτσιρικάδες κάνοντας μακροβούτια…

Περνούσε καλά ο τύπος, αλώνιζε τις θάλασσες, την είχε βρει την άκρη αυτός και τώρα μου πρότεινε να πάω μαζί του, έπρεπε να είχα φύγει με το κότερο όμως καθόμουν σα βλάκας στην πόλη ψάχνοντας λίγη δροσιά, χαζεύοντας τους φοιτητές να σέρνουν βαλίτσες τεράστιες, τι μαρτύριο κι αυτό ρε φίλε, το βράδυ οι γριές έβγαιναν στα μπαλκόνια να πάρουν μια ανάσα, ένα πρωί σ’ ένα ιντερνέτ καφέ είχα δει ένα ζευγάρι παράξενο, έναν τυφλό και μια κοπέλα, κάτι άκουγαν στον υπολογιστή και μετά φιλιόντουσαν, όταν έφυγαν πέρασαν από μπροστά μου, της κρατούσε το χέρι, αυτή έβλεπε και τον καθοδηγούσε, ήταν ψηλή, ωραία, εντυπωσιακή θα έλεγα, γιατί να είναι μ’ έναν τυφλό, τι του έβρισκε, μου φάνηκε πολύ περίεργο θέαμα…

Έπρεπε να την είχα κοπανήσει με το κοτεράκι όμως όλο σε αγγαρείες με βάζανε να τρέχω και τώρα έπρεπε να παραδώσω τον ελεεινό εκείνον φάκελο που είχα σιχαθεί να τον κουβαλώ αλλά δεν έβρισκα με τίποτα τη διεύθυνση, όποιον κι αν ρωτούσα δεν ήξερε, όπως στεκόμουν ζαλισμένος στην είσοδο ενός κτιρίου ένας τύπος 60- 70 χρονών μου χαμογέλασε, κρατούσε την πόρτα της εισόδου ανοιχτή, με κάποιο τρόπο δημιουργούνταν ρεύμα αέρα που κυκλοφορούσε από τα παράθυρα κι από τον εξαερισμό κι έβγαινε ακριβώς στην είσοδο, σ εκείνο το σημείο μόνο, πουθενά αλλού, ο τύπος εκείνος το είχε βρει και δεν το άφηνε, ‘’Μπορείς να κρατάς λίγο την πόρτα;’’ μου είπε, στάθηκα κι εγώ εκεί πέρα με τον άγνωστο τύπο κρατώντας το πόμολο, γυρεύοντας το μαγικό αεράκι να με ξανανιώσει...

Καλά το καλοκαίρι είναι ζόρικη φάση, τι να λέμε τώρα, άλλη κατάσταση, άλλος κόσμος, όλα τα παλαβά και τα κακά τότε συμβαίνουν, καταστροφές εθνικές, εισβολές αλλοφύλων, πυρκαγιές, σεισμοί, πόλεμοι, πραξικοπήματα, αιματοχυσίες, τραγωδίες, προσφυγιές, ο κόσμος σα να το προαισθάνεται προσπαθεί να φύγει, όλοι θέλουν να το σκάσουν, κάποιος μου έλεγε ότι θέλει να πάει σε μια παραλία πλατιά με αμμουδιά απαλή σαν σιμιγδάλι, ένα παιδί μιλούσε για κάμπινγκ καλοκαιρινά, βράχια, γυναίκες γυμνές , σκηνές, βράχια, νύχτες ζεστές, στο μυαλό στριφογυρνούν αδιάκοπα εικόνες από νησιά, θάλασσες, καράβια, τουρίστες, σπίτια άσπρα, κύματα, ένα άλλο παιδί θα πήγαινε Πελοπόννησο, οι θείοι του είναι κατά κει, πολύ του αρέσει ο ξερότοπος της Μάνης, μπορεί να πάει και πεζοπορία στον Ταΰγετο, λέει ότι είναι πολύ ωραίο βουνό…

Όλα το καλοκαίρι συμβαίνουν κι έμενα από κάπου θα μού ρχονταν, δεν τα έβλεπα καλά, ευτυχώς που είχα την Β και ξεχνιόμουν, αυτηνής το αυτάκι δεν ίδρωνε, είχε κάνει τα μπανάκια της το μωρό μου και ήταν άνετο, μαζί είχαμε πάει σ ένα υπόγειο όπου ήθελε να δοκιμάσει γυαλιά, έβαζε κάτι τεράστια σαν αυτά που φορούν οι πρωταγωνίστριες στις παλιές ασπρόμαυρες αμερικάνικες ταινίες, και κάτι άλλα φορούσε σε σχήμα καρδιάς, και κάτι άλλα με καθρέφτες χρωματιστούς, και κάτι άλλα όλα της πήγαιναν! Είχε εκείνον τον ιδιαίτερο τύπο προσώπου που ταιριάζει με όλους τους τύπους των φακών, καθόμουν εκεί σε μια καρέκλα και την χάζευα που καμάρωνε και χαμογελούσε, ήταν σωστό φωτομοντέλο φίλε μου, έπαιρνε εκείνο το ύφος το ψαρωτικό φορώντας γυαλιά όπως αυτά των μπάτσων κι όλοι εκεί στο μαγαζί την χαλβάδιαζαν ενώ εγώ ήθελα να τους πω ‘’ Μάγκες μακριά απ’ το μωρό μου!

Θα μπορούσα να την είχα πάρει μαζί μου στο κότερο, αυτή πέθαινε για τέτοια κι ο Λάζαρος δεν θα είχε αντίρρηση, το αντίθετο μάλλον, στο κατά κάτω θα έδινα κάτι παραπάνω, ήθελα κι εγώ να διασχίσω το Αιγαίο χαζεύοντας τη νύχτα τα φώτα των πόλεων στις απέναντι ακτές, να αντικρίσω νησιά κατάφυτα και βράχια άσπρα γεμάτα θαλασσοπούλια, ήθελα να δω κι εκείνη την αρχαία πόλη με το ναό του Δία και τις κολώνες λουσμένες στο φως του ήλιου...

Μα πιο πολύ ρε φίλε ήθελα να δω ένα θέατρο αρχαίο που υπήρχε σ εκείνη την ερειπωμένη πόλη χτισμένο σε μια πλαγιά αντίκρυ ακριβώς στη θάλασσα, ο Λάζαρος είχε πάθει πλάκα, δεν είχε ξαναδεί πιο ωραίο θέατρο στη ζωή του, ‘’Φαντάσου…’’’ μου έλεγε ‘’…να βλέπεις από κει το απομεσήμερο αγώνες, αθλητές απ’ την Σικελία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, απ’ όλες τις πόλεις της μεσογείου να τρέχουν απέναντι στο ηλιοβασίλεμα και στο κύμα κουβαλώντας το κράνος και την πανοπλία τους, άλογα να γεμίζουν σκόνη τον τόπο καλπάζοντας, σέρνοντας άρματα, στρίβοντας απ’ τον στίβο κάθε φορά με τους αφρούς να τρέχουν απ’ τα ρουθούνια τους, φαντάσου δίσκους μεταλλικούς, σφαίρες πέτρινες, ακόντια να φεύγουν ψηλά και να καρφώνονται στην άμμο, κόσμο και θεατές να επευφημούν και να φωνάζουν όρθιοι, να παραληρούν από ενθουσιασμό όποτε κάποιος δικός τους κέρδιζε στην πάλη , καλά δεν πρέπει να υπήρχε ωραιότερο θέαμα!’’
Ήμουν σα ζαλισμένος, για λίγο ένιωθα ότι ήμουν κι εγώ σ εκείνο το στάδιο το αρχαίο αντίκρυ στο κύμα βλέποντας αθλητές να τρέχουν στην άμμο, ‘’Ποιον ψάχνεις νεαρέ;’’ με ρώτησε ο ασπρομάλλης που κρατούσε την πόρτα για ν τον φυσά το ρεύμα, του έδειξα τη διεύθυνση, ‘’Για μένα είναι, έλα μαζί μου!’’

Ανεβήκαμε με τα πόδια κάνα δυο ορόφους, σχεδόν έτρεχε, δεν τον προλάβαινα, φαινόταν πολύ αθλητικός, σταματήσαμε μπροστά από μια πόρτα μ’ ένα πλέγμα σιδερένιο μπροστά της, ξεκλείδωσε τη σιδεριά πρώτα και μετά την βαριά πόρτα που έτριξε, μπήκαμε στο γραφείο του, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι μ’ έπιασε τότε και ήθελα να μάθω ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος, από πού έρχονταν, τι έκανε εκεί πέρα, γιατί δεν πήγαινε σε καμιά παραλία όπως όλος ο κόσμος, κι ακόμα τι στο διάβολο είχε εκείνος ο φάκελος που του έφερνα, σα να κατάλαβε τι σκεφτόμουν άρχισε να μουρμουρίζει πολύ χαμηλά, τόσο σιγά που έπρεπε να προσπαθώ για να καταλάβω τι έλεγε...

‘’ Το γραφείο αυτό τόχω εδώ και πενήντα χρόνια, από τότε που τελείωσα με το στρατό, τώρα το κρατά ο γιος μου, ακριβώς προτού απολυθώ μια νύχτα, ήρθε εντολή να βγούμε με τα άρματα στην πόλη, ήμουν επικεφαλής πληρώματος, όταν έδωσαν σε όλους μας από τρεις γεμιστήρες με σφαίρες άρχισα να φοβάμαι, που πηγαίναμε, τι ήθελαν από μας, στο άρμα μέσα κανείς δε μιλούσε, διασχίσαμε την πόλη που κοιμόταν, οι δρόμοι έρημοι, περάσαμε από μια μεγάλη λεωφόρο και βρεθήκαμε μπροστά σ ένα σιντριβάνι , έλα να δεις!’’ Άνοιξε το παράθυρο ‘’Το βλέπεις, μέχρι εκείνη την ημέρα δεν το είχα προσέξει, καθόμουν στον πυργίσκο και χάζευα το συντριβάνι, ένιωθα όμορφα, ‘’Τελικά δεν ήταν τίποτα!’’ σκεφτόμουν όταν ένα κορίτσι μια σταλιά με μαλλιά μαύρα εμφανίστηκε πίσω απ’ το σιντριβάνι κι άρχισε να με βρίζει, εμένα προσωπικά, που στο διάβολο με ήξερε, τι της είχα κάνει, φώναζε τόσο υστερικά, έβριζε τόσο άσχημα που ήθελα να το σκοτώσω, είχα λυσσάξει, μπορούσα να την πυροβολήσω εκεί επί τόπου και κανείς δε θα μού λεγε τίποτα, πραξικόπημα γίνονταν φίλε, την κοίταξα λίγο καλύτερα και κατάλαβα ότι την ήξερα, το πιστεύεις, την ήξερα, η πόλη αυτή είναι τόσο μικρή, δεν θυμόμουν που αλλά την είχα ξαναδεί, την ήξερα σίγουρα κι όμως ήμουν έτοιμος να τη γαζώσω εκεί επί τόπου, πήρα μια ανάσα βαθιά μέσα μου και διέταξα τον οδηγό να στρίψει και να συνεχίσει, το άρμα βόγκηξε λίγο κι έπειτα ξεκίνησε πάλι να προχωρά στη λεωφόρο γδέρνοντας την άσφαλτο...

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΚΟΧΥΛΙΑ ΑΛΙΠΟΡΦΥΡΑ


 Ξαφνικά ο αέρας άλλαξε κατεύθυνση κι έστρεψε τη φωτιά κατευθείαν πάνω του, όπως ήταν αφηρημένος άργησε πολύ να το καταλάβει μέχρι που αντίκρισε τις φλόγες και το πορτοκαλί ντουμάνι να τρέχει με μανία προς το μέρος του, ευτυχώς είχε τη μηχανή του τρακτέρ αναμμένη, ο πατέρας του έλεγε πάντα να μη σβήνει ποτέ το τρακτέρ όταν ήταν μόνος στο χωράφι, πήδηξε στο τιμόνι κι έβαλε μπρος με κατεύθυνση τη φωτιά, έπρεπε να βγει γρήγορα από κει μέσα, τα χόρτα και οι θάμνοι καίγονταν με απίστευτη ταχύτητα καθώς ήταν ξερά σαν φρύγανα τόσες μέρες με λιοπύρι και θερμοκρασίες Σαχάρας, γκάζωσε τη μηχανή νιώθοντας τις λαμαρίνες να φλέγονται.


Ο ηλίθιος ο γείτονας που είχε βάλει φωτιά στην καλαμιά έφταιγε, εκείνος ο βλάκας ήθελε να κάψει τα κλαδιά που είχαν απομείνει απ’ το κλάδεμα και μετά του ξέφυγε, καλά αν γλύτωνε από κει μέσα θα τον σκότωνε, πόσο χαμένος ήταν να βάζει φωτιά σε τέτοιες θερμοκρασίες, και του τόχε πει να προσέχει όμως εκείνος ότι σκουπίδια μάζευε ήθελε να τα καίει, δεν άφηνε τίποτα, καλά ο τύπος ήταν πυρομανής! Απ’ το διπλανό χωράφι οι φλόγες είχαν περάσει γρήγορα στο δικό του κτήμα κατακαίγοντας ότι έβρισκαν στο δρόμο τους και τώρα κινδύνευε να γίνει ψητό κοτόπουλο, όπως περνούσε με το τρακτέρ μέσα απ’ το πύρινο μέτωπο σκεφτόταν ότι αυτό ήτανε, δεν θα έβγαινε ζωντανός από κείνη τη κόλαση !


Μα πόση ζέστη έκανε εκείνες τις μέρες ρε φίλε, βασικά ολόκληρο το καλοκαίρι ήταν καυτό, κουραστικό, ατελείωτο, έτσι του είχε φανεί, από νωρίς είχαν πιάσει οι ζέστες και δε λέγανε να ησυχάσουν ούτε μια μέρα, τα δελτία ειδήσεων μιλούσαν για φωτιές σ όλη τη χώρα αλλά κι αλλού, σε διάφορες μεριές του πλανήτη, δάση και σαβάνες καίγονταν σα λαμπάδες, φαίνεται ότι είχαν καλοκαίρι και κατά κει και φλέγονταν. Η ζέστη είχε επηρεάσει τους ανθρώπους, τις προάλλες που είχε κατεβεί στην πόλη του έκανε εντύπωση που όλοι μες τα αστικά είχαν νεύρα, όλοι ήθελαν να πλακωθούν μεταξύ τους, οι σκύλοι κοιμούνταν ξεροί στην άσφαλτο μετά την ζέστη της νύχτας, αμάξια τρακάριζαν στα σταυροδρόμια γεμίζοντας τον τόπο γυαλιά και θρύψαλα, ‘’Ο κόσμος στην πόλη σαλτάρει το καλοκαίρι!’’ σκεφτόταν. Το μόνο πράγμα που του είχε αρέσει στην πόλη ήταν μια καφετερία σ ένα κτίριο ψηλό με κάτι σημαίες που ανέμιζαν και πλατάγιζαν αδιάκοπα, ενώ παντού γύρω καίγονταν το σύμπαν εκεί πάνω είχε δροσιά, σχεδόν κρύο, στα μαρμάρινα τραπέζια παραδίπλα υπήρχαν φλιτζανάκια του καφέ και κάτι λουκούμια χρωματιστά πορτοκαλιά και κίτρινα, από κάτω απλώνονταν η θάλασσα με κάτι καράβια φορτηγά κι ένιωθες ότι ήσουν στην κορυφή κάποιου κρουαζιερόπλοιου κάνοντας περιοδεία ανάμεσα σε νησιά, καλά ήταν φοβερή φάση! Το βράδυ είχε μείνει σ ένα ξενοδοχείο, δε μπορούσε να δροσιστεί, κυλιόταν στο κρεβάτι σέρνοντας σεντόνια και μαξιλάρια, αργά τη νύχτα βγήκε στο διάδρομο κι άνοιξε ένα παράθυρο να καπνίσει, ένας νεαρός εμφανίστηκε απ’ το βάθος του διαδρόμου κουβαλώντας μια τεράστια φιάλη νερού, με το που την προσάρμοσε στον ψύκτη χιλιάδες φυσαλίδες άρχισαν ν ανεβαίνουν σαν πεταλούδες μικρούτσικες που πετούν όλες μαζί προς τα πάνω.. 

Και στο χωριό έκανε ζέστη τρομακτική εδώ και μέρες κι ήταν επόμενο όλα να είναι έτοιμα για μπουρλότο, όπως έτρεχε να ξεφύγει τη φωτιά σκεφτόταν ότι αν δεν προλάβαινε να τη σβήσει θα μπορούσε να κάψει όλον το στάβλο και τα ζώα μαζί που ήταν δεμένα εκεί μέσα και ήδη μουγκάνιζαν διαισθανόμενα το κακό, όσο για τον αχυρώνα, καλά αυτός αν έπαιρνε φωτιά θα γίνονταν το σώσε, τα δεμάτια του σανού άναβαν απ’ τη ζέστη και το μέρος όταν έμπαινες μέσα σε πλάκωνε με κείνη την αποπνικτική βαριά μυρουδιά του χορταριού που είναι φρέσκο ακόμα, εκεί μάζευαν όλο το τριφύλλι , το άχυρο και κάτι άλλα χόρτα άγρια που του είχε δείξει ο πατέρας του, μέσα σε μεγάλα βαρέλια είχαν τους γιαρμάδες όπως τους λέγανε, τα αλεσμένα καλαμπόκια δηλαδή όλα αυτά θα γίνονταν στάχτη!


Ο αχυρώνας θα καίγονταν ο στάβλος όμως πιθανόν να τη γλύτωνε, αυτός ήταν άλλο πράγμα, ήταν χτισμένος από πέτρα και τα ζώα κοιμούνταν ήσυχα το βράδυ στη δροσιά του βγάζοντας αναστεναγμούς βαθιούς χορτάτα από φαΐ και νερό. Ο γέρος του είχε φέρει έναν μάστορα κι έφτιαξε το στάβλο γερό, σταθερό, στην αρχή σκόπευε να κάνει τον στάβλο σπίτι κατοικήσιμο, μετά άλλαξε γνώμη όμως οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι είχαν απομείνει από τότε, πολλές βραδιές όταν είχε ζέστη ανυπόφορη στο σπίτι τους ο γέρος έρχονταν και κοιμόταν στο στάβλο κουβαλώντας το ντιβάνι και τα σεντόνια του. Ο πατέρας του βέβαια δεν καταλάβαινε τίποτα όταν επρόκειτο για τον ύπνο του, δεν τον έχανε με τίποτα, αφού κάποτε που δεν έβρισκε δροσιά πουθενά είχε πάρει το τρακτέρ και πήγε σ ένα ξωκλήσι χτισμένο σ ένα ύψωμα γεμάτο βράχια όπου έμενε μόνο ένα καλόγερος παράξενος, ένας ονειροπόλος, κοιμήθηκε εκεί πάνω τη νύχτα και το φχαριστήθηκε, στο ξωκλήσι φυσούσε αέναα όλο το χρόνο ότι και να γίνονταν...


Ο γέρος του ήταν μυστήριος, έβλεπε μπροστά, το είχε φτιάξει ωραίο το κτήμα, δούλευε μέρα νύχτα εκεί πέρα, που τον έβρισκες που τον έχανες το γερο του πάντα στο κτήμα ήτανε σκάβοντας , κλαδεύοντας, χτίζοντας αποθηκούλες και κοτέτσια, μέχρι και μια δεξαμενή νερού στην άκρη του χωραφιού είχε φτιάξει όπου μάζευε νερό της βροχής για το πότισμα των δέντρων που είχε φυτέψει. Στην πραγματικότητα βέβαια εκείνη την δεξαμενή την είχε φτιάξει ο παππούς του, άλλη περίπτωση κι εκείνος, από κάποιο νησί είχε έρθει και ήξερε από λειψυδρία και ξέρα, ο παππούς είχε κατασκευάσει στο κτήμα και πατητήρι για τα σταφύλια με εσωτερική επίστρωση από ένα μίγμα που περιείχε κεραμίδι σε σκόνη με μια υφή σα γυαλί, αυτή ήταν η μόνωση του και δεν έχανε σταγόνα από κείνο το κρασί στο χρώμα του ήλιου που έφτιαχνε. Τον θυμόταν τον παππού να του μιλά για τις παλιές στέρνες και τις υδατοδεξαμενές στα νησιά που βρίσκονταν εκεί από τα αρχαία χρόνια μέσα στα κάστρα για τις περιόδους πολιορκίας από πειρατές κι άλλους δαιμόνους, τις έχτιζαν λέει εκείνες τις δεξαμενές χρησιμοποιώντας τέφρα που υπήρχε άφθονη στο νησί και λειτουργούσε σαν τσιμέντο δένοντας τις πέτρες, όλα τα σπίτια στο νησί τα φτιάχνανε χρησιμοποιώντας αυτήν την τέφρα. Όταν κάποτε είχε τύχει να πάει στο νησί του παππού του είχε δει ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα πολύ παλιά τέτοιες στέρνες ακριβώς με τοιχώματα κοκκινωπά, ένας αρχαιολόγος του είχε εξηγήσει ότι οι νησιώτες καμιά φορά έβαζαν στο μίγμα της μόνωσης σκόνη από κοχύλια που χρησιμοποιούσαν για να βάψουν τα υφάσματα, στο νησί λέει κάποτε φτιάχνονταν υφάσματα περίφημα που πουλιούνταν σ ολόκληρη τη Μεσόγειο, εκείνα τα κοχύλια έδιναν στην επίστρωση ένα χρώμα αλιπόρφυρο. Και τη δικιά τους στέρνα έτσι την είχε φτιάξει ο παππούς του, μ εκείνο το αργιλώδες κονίαμα από άμμο και μια σκόνη παράξενη που έδινε στα τοιχώματα υφή στιλπνή, υπέροχη, όταν ήταν μικρός καθόταν στο χείλος της στέρνας και χάζευε εκείνη την επίστρωση με τα εκατομμύρια κόκκων που άστραφταν στον ήλιο ...


Τώρα είχαν αλλάξει βέβαια οι εποχές αλλά η σοφία των παλιών ήταν πάντα χρήσιμη κι αυτός κοίταζε τι μπορούσε να κάνει σ εκείνο το κτήμα όπου το νερό κάθε χρόνο λιγόστευε, πόσο δεν είχε ψάξει, τι βιβλία δεν είχε διαβάσει, τι προγράμματα επιδοτούμενα προσπαθούσε να βρει που θα τον βοηθούσαν, πολύ τον είχε βασανίσει αυτό το θέμα, τώρα όμως είχε άλλα προβλήματα, έτρεχε να γλυτώσει απ’ τη φωτιά, ήξερε ότι αν απλώνονταν σ’ όλο το χωράφι και τον κύκλωνε την είχε βαμμένη, παντού γύρω καίγονταν και λαμπάδιαζαν θάμνοι που είχαν φυτρώσει όλον αυτόν τον καιρό, ακακίες, πουρνάρια, φτελιές, ένα σωρό δαίμονες που όλο έλεγε να τους καθαρίσει κι όλο βαριότανε τώρα θα τον έκαιγαν ζωντανό, έπρεπε να βγει γρήγορα από κει μέσα, στο κουβούκλιο του τρακτέρ η ζέστη ήταν τρομερή, ακόμα και το τιμόνι είχε αρχίσει να καίει, το χειρότερο θα ήταν να κολλήσει σε καμιά λακκούβα λασπωμένη και να καεί, καλά αυτό θα ήταν μεγάλη γκαντεμιά !


Έκανε ελιγμούς με το τρακτέρ προσπαθώντας να οδηγεί από σημεία που του φαίνονταν λιγότερο επικίνδυνα, οι καπνοί ήταν πυκνοί πολύ και δεν έβλεπε τη τύφλα του, όλο αυτό το πράγμα είχε κρατήσει μερικά λεπτά όμως του είχε φανεί σα να βρίσκονταν εκεί πέρα διακόσια τόσα χρόνια, είχε αρχίσει να τα παίζει, ευτυχώς το μέτωπο της φωτιάς δεν ήταν μεγάλο, αν είχε λίγο βάθος ακόμα δεν θα άντεχε, με το που βρήκε από κείνο το χαμό πήδηξε απ το τρακτέρ κι έτρεξε κατευθείαν στη στέρνα που υπήρχε στην άκρη του κτήματος, τα ρούχα του έκαιγαν, το σώμα του φλογίζονταν, πήρε φόρα και βούτηξε όπως ήτανε, η στέρνα είχε βάθος κάπου ενάμιση μέτρο και το κεφάλι του άγγιξε τον πάτο, το σώμα του ένιωσε την ευεργετική αίσθηση του υγρού στοιχείου. Όπως έβγαινε απ’ το νερό με την άκρη του ματιού είδε εκείνη την στιλπνή επίστρωση που τόσο του έκανε εντύπωση όταν ήταν μικρός, το μυαλό του καθάρισε αυτόματα, ένιωσε καλύτερα, βγήκε μουσκεμένος ως το κόκαλο, τα ρούχα έσταζαν και κρέμονταν πάνω του, πήρε βαθιές ανάσες, πίσω του η φωτιά είχε ήδη ξεθυμάνει καθώς ο αέρας άλλαξε πάλι κατεύθυνση και την γύρισε προς τα πίσω όπου ξεθύμανε καθώς δεν είχε τίποτα άλλο να κάψει, έψαξε το μπουκάλι του νερού που είχε κάτω απ’ το κάθισμα του τρακτέρ και ήπιε λαίμαργα, το μάτι του έπεσε στα κίτρινα λουλούδια μιας αγκαθωτής φραγκοσυκιάς που σείονταν στον άνεμο ποτέ δεν είχε καταλάβει πως φύτρωσε εκείνο το πράγμα στο κτήμα του, πήρε μια βαθιά ανάσα και τότε μόνο κατάλαβε πόσο είχε κινδυνέψει.


Το τρακτέρ τον είχε σώσει, αν δεν ήταν εκείνο δε θα τη γλύτωνε το ήξερε πάντα ότι οι συμβουλές του πατέρα του δεν ήταν τυχαίες, κι εκείνη η στέρνα πάλι που είχε βουτήξει τι πράγμα ήτανε, λες και την είχαν φτιάξει γνωρίζοντας ότι θα γίνονταν αυτό κάποτε, έπρεπε ν ανάψει από μια λαμπάδα στο μπαμπά και στον παππού του που ήταν πια μακαρίτες, όπως ηρεμούσε σιγά σιγά ένιωθε τη γάμπα του να μουδιάζει, δε μπορούσε να λυγίσει το πόδι του, είχε πάθει κράμπα απ’ την υπερένταση κι ούτε που το είχε πάρει χαμπάρι, έτριψε τον μαλακό μυ να τον ηρεμήσει λίγο, η ζέστη έμοιαζε να υποχωρεί, ο αέρας μύριζε καμένο χορτάρι, μια ομάδα από μαύρα σύννεφα μαζεύονταν κατά τη δύση προαγγέλλοντας καταιγίδα, πέρα μακριά μερικά πρόβατα τραβούσαν κατά το μαντρί τους καθώς νύχτωνε, ένα απ αυτά είχε απομείνει μοναχό του πίσω βόσκοντας, όταν διαπίστωσε ότι τα άλλα είχαν απομακρυνθεί άρχισε να τρέχει...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...