Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

ΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

‘’Δε θες να ξέρεις τι  είναι αυτό!’’ μου είπε ο ασφαλίτης μ ένα ύφος περίεργο όπως έβγαζε απ'  το πορτοφόλι ένα χαρτί πράσινο.

Καλά  τρελάθηκα, δεν έπρεπε να μου το πει, ένα εκατομμύριο πράγματα  βάζεις με το μυαλό σου όταν σου λένε κάτι τέτοιο, τι μπορεί να ήταν αυτή η  γυναίκα  της οποίας το πορτοφόλι είχα βρει,  τι στο διάβολο έκανε,  μπορεί να ήταν κάνας τρομοκράτης,  κανένας  εγκληματίας,  κανένας πράκτορας, καμιά διάσημη,  κάτι τρελό,  κάτι κουφό,  ξέρω γω ρε φίλε, δεν έπρεπε  να μου το πει ο αστυνόμος,  μα τι ηλίθιος που ήμουνα, ήθελα να ορμήσω και να πάρω  εκείνο το  πράσινο χαρτί το καταραμένο να μου φύγει η περιέργεια,  γιατί δεν είχα ψάξει, καλά  αν ξαναβρώ πορτοφολάκι  θα το κάνω φύλλο και φτερό, θα μου πεις είναι προσωπικά πραγματα, δεν έχεις δικαίωμα, οκ φίλε μου  όμως εγώ  θα το αδειάσω και θα  ψάξω  ότι έχει και δεν έχει, δεν υπάρχει περίπτωση!

Ο Μιχάλης  το είχε βρει  για να πούμε την αλήθεια και το ανέμιζε στο μαγαζί που ήμασταν, το έφερε στο τραπέζι μας,   δε  φαίνονταν  τίποτα σπουδαίο,  κάτι στρασάκια  σα καρφιά   είχε μπηγμένα  πάνω του,  ‘’Άνοιξε το!’’ μου είπε,  δεν είχα πρόβλημα, ίσα - ίσα,  με τον Στάθη   αρχίσαμε να το ψάχνουμε, κάρτες πιστωτικές, ταυτότητα, δίπλωμα,  κάτι λεφτά,  ένα βιβλιάριο τραπέζης,  ένα σωρό άλλα χαρτιά  ξεχείλιζαν  τις θήκες,  μα τι κουβαλούν αυτές οι γυναίκες  μαζί τους,  ‘’Θα το πας στο τμήμα!’’ μου είπε ο Μιχάλης ‘’ Ζήτα  χαρτί ότι το παρέδωσες!’’

Μπροστά στο τμήμα αστυνομικοί με  καφέδες  στο χέρι, ρώτησαν τι θέλω,   ‘’Μπράβο   φιλαράκι!’’ είπαν, κάτι σκάλες βρώμικες,  τοίχοι γδαρμένοι, καρέκλες διαλυμένες, τουαλέτες μη πω τίποτα τώρα, σκεφτόμουν  ότι  πρέπει να είσαι λίγο μαζοχιστής για να δουλεύεις σ ένα τέτοιο χαμερπές μέρος  κι έπειτα  όλοι να  σε  βρίζουν,  οι πιτσιρικάδες  να σου πετούν μπουκάλια και πέτρες,  οι χούλιγκαν  να  θέλουν να  σου  πιουν το αίμα, όλοι  να  θέλουν να ξεσπάσουν την οργή  και τα  εσώψυχα  απωθημένα τους πάνω  σου.    Σε μια αίθουσα  ένας  αστυνομικός  με  γενειάδα μακριά  σημείωνε κάτι χαρτιά, μου είπε  να περιμένω,  μια καταγγελία αυτόφωρη  διεξάγονταν, μια ξανθιά πολύ όμορφη ήταν εκεί μέσα,  κάτι έλεγε, ποιος ξέρει ποιον είχε να καταγγείλει,  ‘’ Πέρνα  μέσα!’ ’  μου φώναξαν,  μπήκα,  μια κάμαρα παλιά, ένα παράθυρο,  σε μια γωνιά ένα βουνό  από πορτοφόλια και τσάντες ‘’ Μας τις φέρνουν απ το δήμο…’’ είπε ο αστυνομικός  ‘’ …για να δούμε τι έχει το πορτοφόλι σου !’’  έβγαλε προσεχτικά ένα ένα  όλα τα χαρτιά,  σημείωνε ότι έβρισκε, έβαλε κάπου χωριστά το πράσινο χαρτί που είχε ψαρέψει,  ''Μετά από ένα χρόνο αν δεν τα ζητήσουν  τα λεφτά   είναι  δικά σου,  έλα να υπογράψεις !’’ έσκισε ένα χαρτί απ το μπλοκάκι του,  μου το δωσε,  ήθελα να τον ρωτήσω χιλιάδες πράγματα αλλά  δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλω τίποτα, χαιρέτησα κι έφυγα...

Στο μαγαζί όλοι είχαν  σκάσει από περιέργεια, είχαν φαγωθεί να μάθουν  τι έγινε, τους είπα, τους έδειξα και το χαρτί που μου δώσανε,  ο Μιχάλης έλεγε ότι δεν έπρεπε να το παραδώσουμε, εγώ   σκεφτόμουν πως  αν ήταν καμιά ωραία αυτή που το  είχε χάσει  θα ήταν  καλή φάση να συναντιόμαστε,   θα  μ ευχαριστούσε, θα με κερνούσε, θα γνωριζόμασταν,  απ τη φωτογραφία της ταυτότητας δε μπορούσες να καταλάβεις  και πολλά, ο  αστυνομικός με τη γενειάδα  είχε πει κάτι του στυλ ‘’Μα πως είναι έτσι!’’

Ολόκληρη η  βδομάδα εκείνη ήταν μες το άγχος,  τα  παιδιά στα ιδιαίτερα μ  είχαν  σακατέψει, το μυαλό κόσκινο, το πρωί  στο δρόμο  έβγαινα  ζαλισμένος,  γυναίκες   πήγαιναν   βόλτα σκύλους  γεμάτους  κηλίδες μαύρες, ζητιάνοι άνοιγαν  κάδους ψάχνοντας στο εσωτερικό τους,   άνθρωποι   έτρεχαν  εκτελώντας τη γυμναστική τους,  σχολικά γεμάτα παιδιά μισοκοιμισμένα περνούσαν,  μανάδες τα χαιρετούσαν σταυρώνοντας  ανεπαίσθητα τον αέρα,  πωλήτριες βαρεμένες  έσερναν στις βιτρίνες των  ανθοπωλείων ορτανσίες,  γλαδιόλες, αζαλέες,  μπουκέτα από  τριαντάφυλλα σε χρώμα βελούδινο, μήλα  κι αχλάδια ξεφόρτωναν στα φρουτάδικα, στα μαγαζιά με τους  καφέδες  πορτοκάλια κομμένα στη μέση  έδειχναν τους  ζουμερούς χυμούς τους, μια πολυκατοικία πνιγμένη στο φως  κατά το Χορτιάτη,  ένα βουνό μακριά στο  θολό βάθος  ανάμεσα στο φαράγγι των πολυκατοικιών της Μοναστηρίου...

Ο καιρός  αρχίζει να ζεσταίνει κι  ο Άγγελος ετοιμάζει τα διαμερίσματα που νοικιάζει στα Νέα Φλογητά, μια χαλαρότητα παντού προτού πιάσουν οι ζέστες που σε στρεσάρουν,  οι μισοί φορούν καλοκαιρινά  οι άλλοι χειμωνιάτικα,  στα σούπερ μάρκετ αρχίζεις ν'  αναζητάς τη δροσιά που βγάζουν τα κλιματιστικά και τα ψυγεία.

Στο κέντρο  μια   λιακάδα   είχε το Σάββατο  στα μεγάλα καταστήματα αμάξια με λαμαρίνες αστραφτερές κλήρωναν, κορίτσια με πόδια ατελείωτα μοίραζαν κουπόνια, διαμαντάκια αστραφτερά  καρφωμένα στο σώμα τους,  στα πλακάκια είχαν βγάλει  καθίσματα,  ντελιβεράδες  τρελαμένοι  οδηγούσαν πάνω στα πεζοδρόμια, περνούσαν μπροστά  μας γεμίζοντας εξατμίσεις  τον τόπο,  μπήκαμε μέσα στο μαγαζί να φυλαχτούμε, μια φωνή ακούστηκε  κι όλοι γυρίσαμε τα κεφάλια ''Μήπως βρήκατε κανένα  πορτοφόλι;’’ Το είχαμε ξεχάσει εντελώς.   

Μια κοπέλα με αραιά μαλλιά  ήρθε κοντά, ''Ποιος  το πήγε στην αστυνομία;''  εμένα δείξανε,  η κοπέλα  έβγαλε ένα χαρτονόμισμα,  το έτεινε προς το μέρος μου ‘’Είναι  πάρα πολλά!’’  είπα  οπότε  πετάχτηκε   ο Μιχάλης  που το είχε βρει ''Σκάσε και πάρτο !''  το πήρα,  μετά όμως ο Μιχαλάκης  άλλαξε γνώμη,  '' Δώστο  πίσω  στο κορίτσι, κοπελιά δεν είναι σωστό !''και δεν είχα προλάβει να χαρώ ρε φίλε, είχα μείνει με την όρεξη,  τελικά μου  δώσανε κάτι ψιλά, η κοπέλα ήταν όλο ευγνωμοσύνη...

Κάθισε μαζί μας,  κέρασε ποτά,  σαν κλασικά αρσενικά όλοι  την έκοβαν από πάνω μέχρι κάτω να δουν  αν αξίζει,  με το που την είδα και την άκουσα να μιλά ήξερα ότι μ ενδιαφέρει. 

Κάθε φορά που αφήνεις κάποια πίσω  φοβάσαι, λες: ‘’Πως θα τη ξεπεράσω  και τούτη; '',  τη βλέπεις τυχαία  και σε πιάνει ένας φόβος  ότι θα σε ξεφωνίσει εκεί στη μέση του δρόμου,  θα σε καταδικάσει  αμείλικτα για κάτι  απεχθές που έκανες σα να  είσαι το πιο μοχθηρό άτομο που υπήρξε ποτέ, κι όταν εμφανίζεται μια καινούρια  τρελαίνεσαι γιατί  έχεις την ευκαιρία  ν αρχίσεις πάλι απ την αρχή.  Είναι  φορές  που νιώθεις ότι σε παίρνει να προχωρήσεις,  χρειάζεσαι  την ενέργεια τους, το   ρεύμα τους, όταν σε τραβά το σώμα τους είναι πιο εύκολο,  πιο γρήγορο,  πιο ωραίο, άλλα και πιο επικίνδυνο,  όταν σε τραβά το μυαλό τους είναι πιο περίπλοκο,  πιο εγκεφαλικό,  δε ξέρεις κάθε φορά πως θα λειτουργήσει, από που θα πιαστείς, πως θα εξελιχτεί, πρέπει να τις διαβάσεις  σωστά, είναι πολύ μπερδεμένο, αυτές το καταλαβαίνουν καλύτερα,  σου παίρνει πολύ καιρό να το μάθεις, αν το μαθαίνεις ποτέ . Έπρεπε  να τη γνωρίσω οπωσδήποτε, ήταν  κι η περιέργεια  που με εξιτάριζε  εξαιτίας του χαρτιού που είχε βρει ο μπάτσος ...   


Δεν ήταν δύσκολη , μιλήσαμε  δε ξέρω κι εγώ πόση ώρα αλλά  ήθελα κι άλλο, είναι  περιπτώσεις  που δε βαριέσαι, νιώθεις ότι θα μπορούσε να συνεχίσει  αυτό για ώρες,  ένας φίλος  πέρασε  να με δει, έφυγε, σε μια φάση  της πέταξα  κάτι που δεν έπρεπε, ότι δεν ήταν και πολύ όμορφη, κάτι τέτοιο, δε θυμάμαι,  καλά οι  φίλες  μου θα με σκοτώσουν, μου χουν πει εκατό φορές να τα προσέχω αυτά, ‘’Δε χρειάζεται να λες  σε καθεμιά που συναντάς  ''Είσαι κοντή, είσαι χοντρή, είσαι  λίγο όμορφη, είσαι λίγο  χάλια!''  -Χρύσα συγγνώμη!- τέλος πάντων,  με ρώτησε γιατί χώρισα απ την άλλη σχέση μου, ''Δε μπορεί,  κάτι λάθος θα  έκανες !'' τα γνωστά…

''Ποιος είναι ο αγαπημένος σου τραγουδιστής, ο αγαπημένος σου συγγραφέας,  ο αγαπημένος σου ηθοποιός, το αγαπημένο σου γλυκό ;''  ρώτησα, της έβαλα ένα τραγούδι ν ακούσει στο κινητό,  δε  τρελάθηκε,  μου έβαλε ένα δικό της, ένα λαϊκό  ενός  πιτσιρικά,  τη ρώτησα γιατί  της  αρέσει, μου εξήγησε, ''Φαίνεται ότι είσαι δάσκαλος  αφού ζητάς να σου πω το νόημα!'' Μιλούσε καλά, σκέφτονταν  λίγο  πριν πει κάτι κι ήταν υπέροχο   όταν  είπε  ‘’Φαίνεται  ότι έχεις βρει αυτό που ψάχνεις,  το βλέπεις στο πρόσωπο σου που λάμπει ολόκληρο σαν μιλάς γι αυτό!’’ Κανείς δε μου το είχε ξαναπεί  ρε φίλε,  πάντα οι γυναίκες θα σε αποκαλύψουν, πάντα οι γυναίκες ότι και να λέμε,   όταν στροφάρουν   και βγάζουν αύρα θετική είναι υπέροχες,  όνειρο,  όταν  δεν είναι  κομπλεξικές και  βλαμμένες  που θέλουν  να βγάλουν τα σπασμένα τους πάνω σου, τότε   έχουν μια ηρεμία,  μια καλοσύνη  που αντανακλάται στο πρόσωπο τους, είναι οι άνθρωποι μου!

Μου λεγε για τ ανίψια της που λάτρευε ‘’Δεν έχω απωθημένα που δεν έκανα παιδιά,  έχω μεγαλώσει τ ανίψια μου!'',  δεν της άρεσαν τα γλυκά απ το Χατζή, προτιμούσε τον Αγαπητό κι ένα άλλο ζαχαροπλαστείο που έφτιαχνε κάτι τρίγωνα καταπληκτικά’’ …μ ένα φύλλο έξοχο, μια κρέμα θεϊκή!''  ένα όνομα σπάνιο είχε που δεν το ξεχνάς εύκολα, δεν της άρεσε,  της είπα ότι δε  μπορώ τις γυναίκες που μόλις καταλάβουν  ότι είσαι ερωτευμένος μαζί τους  θα το χρησιμοποιήσουν και θα δείξουν ποιες  πραγματικά  είναι  κι αυτή μου είπε  ότι το  ίδιο ακριβώς  κάνουν  τ αρσενικά,  την ενδιέφερε  πιο πολύ ο κατάλληλος άντρας παρά το παιδί, ‘’Μια γυναίκα δε μπορεί δίχως σύντροφο,  εσείς  είστε πιο σκυλιά,  πιο γαϊδούρια,  αντέχετε και μοναχοί σας!’’  αυτό κι αν το καταλάβαινα, ''Ξέρεις,  γράφω κάτι  ψιλά'' της είπα, της έδωσα ένα βιβλίο μου, συνήθως πιάνει,  μια αφιέρωση  ζήτησε,  διόρθωσε την ορθογραφία, ''Ο πατέρας μου μας έβαζε τιμωρία όποτε  γράφαμε λάθος μια λέξη  κι από τότε μου  έμεινε!''  είπε,  καλά ποτέ δεν έμαθα τους κανόνες, μα τι στούρνος,  συνέχεια τη πατάω  με τις αφιερώσεις !

Ήταν παντρεμένη  χρόνια,  είχε χωρίσει,  ''Μπορεί να έχω   απωθημένα  επειδή μόλις με χώρισε έκανε παιδιά αμέσως, το χω ξεπεράσει πάντως,  μ’  αρέσει  να γνωρίζω ανθρώπους  αυθόρμητα, τυχαία,  να πέφτω πάνω σε κάποιον στο απρόοπτο,  να μη  προγραμματίζω, όπως όταν πάω στα μαγαζιά και ψωνίζω κάτι επειδή μ αρέσει εκείνη τη στιγμή, πάρε για παράδειγμα τη φάση με το πορτοφόλι, αν δεν το χανα  δεν θα γνωριζόμασταν!'' Εγώ  πάλι είμαι το αντίθετο,  δε μπορώ δίχως μια κανονικότητα,  μια συνέπεια,  πως μπορείς να φτιάξεις, να χτίσεις  δίχως μια σταθερότητα, μια επικοινωνία κανονισμένη,  να έχεις κάτι να περιμένεις ρε αδερφέ, να μη ψάχνεσαι στο κενό και στο πουθενά!

Το μέρος ήταν στενό, όπως έμπαινε κόσμος συνέχεια  όλο και πιο βαθιά τραβιόμασταν, είχε έρθει πολύ κοντά,  κοίταζε το πουκάμισο,  το λαιμό μου,έτσι κάνουν οι γυναίκες  ''Μ αρέσει που σ έχω στριμώξει εδώ πέρα!'' είπε, τελικά ήταν έμπειρη,  το υποψιαζόμουν, δεν είχα θέμα, όταν γίνονται επιθετικές προσαρμόζεσαι  ενστικτωδώς καθώς  ετοιμάζεσαι  να αισθανθείς ξανά  αυτό το πράγμα  που απλώνεται μέσα σου  και σε ζεσταίνει όπως οι ακτίνες του ήλιου τις μέρες του χειμώνα, βγήκαμε βόλτα στα μαγαζιά, βιβλία και  δίσκους κοιτάζαμε, κόσμος περνούσε   πλάι μας  μπροστά από οθόνες    που έδειχναν   λουλούδια εξωτικά, γαλάζια και κόκκινα, αετοί κατέβαιναν γκρεμούς, προσγειώνονταν  διπλώνοντας   μεγαλόπρεπα τις φτερούγες  τους,   κωπηλάτες τσαλαβουτούσαν ανάμεσα σε λασπόνερα αφρισμένα διασχίζοντας φαράγγια με βράχια  κοφτερά, ελικόπτερα  άφηναν  σκιέρ σε κορυφές   για να καταποντιστούν στις αβυσσαλέες κατηφόρες και να κυλήσουν  πάνω σ εκτάσεις  σκεπασμένες  από χιόνι παρθένο, απάτητο, ακροβάτες και χορευτές  σκαρφάλωναν  ψηλά  στους ουρανοξύστες του Σύδνεϋ και της Φρανκφούρτης...


Είχε κάτι  που με είλκυε, μια γλύκα στο πρόσωπο, ένα σημάδι σα πληγή μικρή  ψηλά στο στήθος, μερικά σώματα εκπέμπουν μια ζεστασιά, αναδύουν  έναν μαγνητισμό άσχετα από το αν είναι όμορφα ή άσχημα,  λειτουργούν σε μια συχνότητα που  συγχρονίζεται αδιόρατα  με τη δικιά σου, πρέπει να είναι αυτό  που λένε χημεία,  δεν θα είχε περάσει πολύ ώρα από τότε που ξύπνησε, είχε εκείνη τη θολούρα  των γυναικών προτού πιουν καφέ  όταν είναι ακόμα σ ελαφρύ λήθαργο,  φρέσκες, ευάλωτες, προτού τις σκληρύνει η μέρα, αισθάνεσαι ότι μπορείς να τις κάνεις ότι  θες, δε θα σου αντισταθούν, μπορείς  να τις αγκαλιάσεις, να τις χαϊδέψεις, να τις φιλήσεις, τα μαλλιά της άγγιζαν το πρόσωπο μου, έπιασε το χέρι μου,  ένιωσα σα δροσοσταλίδα που κυλά στο εσωτερικό ενός  λουλουδιού τεράστιου  κάποιο καλοκαιρινό μεσημέρι και χάνεται μέσα στον κάλυκα βλέποντας φύλλα βαθυπράσινα και  πέταλα  που  αλλάζουν χρώματα,  από κόκκινα  γίνονται μαβιά, πορτοκαλιά, ύστερα μπλε, ύστερα κάτι άλλα περίεργα, ύστερα πάλι κόκκινα… 

Δεν την ξαναείδα. 

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΕΝΙΑ ΑΙΘΟΥΣΑ

Φλαμίνγκος  έσκυβαν  σκαλίζοντας με τα  κόκκινα ράμφη τους τη λάσπη της ρηχής λιμνοθάλασσας  όπως στα  ντοκιμαντέρ, νεροπούλια έψαχναν για ψάρια κοιτάζοντας  προσεχτικά την επιφάνεια, κοπάδια από χιλιάδες άσπρα πουλιά πετούσαν γύρω, πάπιες  και νερόκοτες επέπλεαν παφλάζοντας, μελισσοφάγοι άπλωναν τις φτερούγες τους  ανάμεσα στα δέντρα της όχθης, συστάδες από  καλαμιές φύτρωναν στο νερό, ένα φορτηγό  πέρασε,  με   μια φωτογραφία αποτυπωμένη στα πλαϊνά του, ένα κοπάδι ζέβρες   σ ένα βάλτο  έτρεχαν,  η λήψη ήταν από ψηλά,  μπορούσες να δεις τις  ραβδωτές τους ράχες να γυαλίζουν.... 

Το λεωφορείο   τραντάζονταν ολόκληρο  στις αναρτήσεις του όπως περνούσε  πάνω απ  τις λακκούβες του δρόμου,  λαϊκά τραγούδια  αφιέρωναν στους επαρχιακούς σταθμούς,  ''Άσε πρώτα να ξεχάσω,  άσε με να λησμονήσω!'',  μηχανάκια  έφευγαν  από δίπλα μας  τρέχοντας σα βολίδες, οι μπλούζες των αναβατών ανέμιζαν στις  πλάτες τους,  αμάξια κατρακυλούσαν  στις κατηφόρες παρασυρμένα απ τη ταχύτητα και τη βαρύτητα τους,  δυο εκκλησάκια χτισμένα μες  τη λιμνοθάλασσα, άνθρωποι  περπατούσαν πάνω από ένα γεφυράκι για να πάνε να τα δουν.

Ένα  ποτάμι κατέβαζε νερό  άφθονο,  οι αφροί του σκέπαζαν τις κολώνες της γέφυρας, πέρα μακριά στην ανοιχτή  θάλασσα τα κύματα  έμοιαζαν ν'  αρμενίζουν σε μια κατεύθυνση σαν  ένα ποτάμι απέραντο που κυλούσε σε μια κατεύθυνση,   άλλα  κύματα  έσκαγαν πάνω στις  πέτρες της ακτής με θόρυβο,  χιόνια  έβλεπες ψηλά στις κορφές, καστανιές κι οξιές  έτοιμες να πρασινίσουν, δεντράκια  μικρούτσικα στις ρεματιές  άσπριζαν ολάνθιστα,  χωράφια ελαιοκράμβης άνοιγαν τα κίτρινα λουλούδια τους στον ήλιο, ροζ ανεμώνες έφτιαχναν ένα στρώμα χρωματιστό στα ξέφωτα, παπαρούνες κάλυπταν τις άκρες  των  πλημμυρισμένων χωραφιών που δεν έλεγαν να στεγνώσουν απ τις ανοιξιάτικες βροχές,  η φύση ολόκληρη  έμοιαζε έτοιμη  για την έκρηξη της ανοιξιάτικης βλάστησης καθώς  ο καιρός προχωρούσε στην καρδιά του έαρος κι ο ορίζοντας γίνονταν  όλο και πιο θολός προμηνύοντας το καλοκαίρι...

Επιτέλους  είχε  φτιάξει  ο καιρός , όλη σχεδόν τη Μεγάλη  Βδομάδα παγώσαμε, ένα σκύλο  γέρικο είχα δει να τρέμει απ το κρύο κάτω απ την  Καμάρα  τη Μεγάλη Τετάρτη,  ο αέρας σήκωνε σακούλες πλαστικές   και τις ανέμιζε πάνω απ την Εγνατία, ένα βράδυ  ξέχασα  ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα,  όταν γύρισα τα παντζούρια χτυπούσαν  άγρια μεταξύ τους,  το σπίτι έδειχνε εγκαταλειμμένο,  μια αλλόκοτη  κατάσταση.

Τη Μεγάλη Παρασκευή  πλήθος κόσμου έρχονταν  στην εκκλησία να προσκυνήσει,  μια προφητεία  του Ιεζεκιήλ για κάτι κόκαλα  που  ζωντανεύουν  και βγάζουν σάρκες μαζί με νεύρα διαβάσαμε, σκέτο θρίλερ, εκείνη η γυναίκα  με κοίταζε την ώρα που πήγα να κοινωνήσω ...ένας γέρος είχε συγκινηθεί  όταν ψάλαμε ''...η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία !'' -  ''Σας ευχαριστώ ρε παιδιά, σας ευχαριστώ!'' μας έλεγε δακρύζοντας  και φέρνοντας το χέρι στην καρδιά για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, οι γυναίκες δακρυζαν όταν λέγαμε ''...συ δε αγνή τέρπου  Θεοτόκε  εν τη εγέρσει του τόκου σου !''

Με τον Γ σκοτωθήκαμε,  σου μιλάω  γίναμε κομμάτια, '' Άστον να πάει το βλάκα!'' σκεφτόμουν,  όμως την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο, πήγα σπίτι  του ''Κάτσε να φάμε!'' μου είπε   κι όλα ήταν όπως  παλιά,  όσο περνά ο καιρός  καταλαβαίνεις ότι το να συγχωρείς,  να  ξεχνάς, να ζητάς συγνώμη μ όποιον τρόπο, αυτή  είναι ίσως  η μεγαλύτερη αρετή που υπάρχει.

Στα μαγαζιά  ένα πλήθος ανθρώπινο  βούιζε,  στα κομμωτήρια οι γυναίκες έφτιαχναν τα μαλλιά και τα νύχια τους, ένας τύπος μαυριδερός έπαιζε το Careless Whispers στην Αριστοτέλους  μ ένα σαξόφωνο κάποιο μεσημέρι γκρίζο,  στην ΙΚΕΑ  σαλάτες και μακαρονάδες τρώγανε,  στο COSMOS βάφλες  και γλυκά στα τραπέζια απλωμένα , πόσο καιρό είχα να  βγω κατά κει πέρα, γυναίκες στέκονταν αντικριστά σε σκαμπό  υπερυψωμένα, φόρμες τζιν και  στηθόδεσμους σφιχτούς  φορούσαν,  ρολογάκια πράσινα πάνω στην άσπρη  διάφανη επιδερμίδα τους,  μια μουσική ακούγοντα,  είχα  την  εντύπωση ότι θα τη δω να περνά,  θα της έλεγα ’’Έλα ρε,  τι γίνεται, πως πάει, τι κάνεις;’’ ξέρεις  τώρα,  άμα τις αγαπήσεις για λίγο εκείνη η γλυκιά αίσθηση παραμένει, κι   επανέρχεται κάποιες στιγμές ότι και να έχει  γίνει...

Με τον Αχιλλέα  βρεθήκαμε,  μου είπε ότι χώρισε κι αυτός,  δεν άντεξε,  και της είχε πει να τον ξεχάσει τον άλλον όμως  εκείνη δε μπόρεσε!

Καλά πρέπει να έχει ενσκήψει επιδημία χωρισμών τελευταία, τι είναι κι αυτό πάλι,  ένα σωρό ζευγάρια τα χαλούν  για ένα κάρο λόγους, αγάπες  παλιές που δε μπορούν να ξεχαστούν,  καινούριες που δε μπορούν να στεριώσουν,  αμφιβολίες,  ενοχές,  τύψεις,  καχυποψίες,  υποψίες,  παρακολουθήσεις μηνυμάτων,  υπολογιστές αφημένοι ανοιχτοί  δήθεν κατά τύχη ώστε να κοιτάξει  ο άλλος,  πείσματα, εμμονές,  λανθασμένοι χειρισμοί, άστοχες ενέργειες,  κινήσεις βεβιασμένες,   αχρείαστες,  εξηγήσεις που δε δόθηκαν,  γιατί να το κάνει ο άλλος αυτό, για ποιο λόγο;

Εγώ πάλι ποτέ δε ζητώ να μου δικαιολογήσουν τίποτα,  όταν δεις ότι δε σε θέλει  ο άλλος απλά φεύγεις όσο πιο γρήγορα,  όσο πια αθόρυβα γίνεται,  το γιατί μη το ψάχνεις!  Κι ούτε μπορώ τις φασαρίες τις περιττές,  αν καταφέρεις  και κρατήσεις  κάτι καλό στη μνήμη  προτού φθαρεί  και χαλάσει το πράγμα  τόσο το καλύτερο, πρέπει  να είσαι ευχαριστημένος που απέφυγες τα χειρότερα! Φαίνεται ότι είναι  πολύ δύσκολες πια οι σχέσεις,  παλιά οι άνθρωποι έκαναν  πιο πολλούς συμβιβασμούς,  δέχονταν περισσότερα, έκαναν  πιο πολύ υπομονή,  έφτιαχναν οικογένειες,  δούλευαν στις ίδιες  δουλειές για μια ζωή! Βέβαια άμα τους ρωτήσεις η ψυχούλα τους το ξέρει,  όλα έχουν το τίμημα τους,  έχουν  μαζέψει τόσο παράπονο,  τόση πίκρα  που όταν τα βγάλουν έξω θα γίνει καμιά  έκρηξη! Κι ύστερα είναι κι αυτοί που δε δέχονται μύγα στο σπαθί τους,  μπορεί να καταπίνουν ότι μπορείς να  φανταστείς από άλλους στριμμένους και γεροξεκούτηδες,  να δέχονται ότι αηδία υπάρχει όμως με τους καλούς και τους φιλότιμους είναι απαιτητικοί, υπερβολικοί,  αυστηροί, απόλυτοι,  τα θέλουν όλα,  θα σου βγάλουν τη πίστη,  βρήκαν εμάς και τα κάνουν!  Και τέλος είναι κι οι  μπερδεμένες καταστάσεις,  οι εκκρεμότητες που αφήνονται να αιωρούνται επικίνδυνα , άμα δεν είναι το πεδίο ξεκάθαρο δε μπορείς να κάνεις τίποτα!  Άμα πας να το ξεκαθαρίσεις βέβαια  πέφτουν να σε φάνε, όταν καθίσει η σκόνη κι ηρεμήσουν τα πράγματα όλοι είναι ευχαριστημένοι,  όλα είναι καλά, μια αρμονία παράξενη πλανιέται  τέτοια που δεν το περίμενες,  εσύ έχεις τραβήξει όλο το λούκι και τώρα  όλοι απολαμβάνουν την τάξη και την ησυχία, έτσι  όμως μπορώ κι εγώ, χαίρω πολύ!

Μια  ξανθιά πίσω μου γερμένη στο κάθισμα  της, ένα  μενταγιόν χρυσό στο λαιμό της κρέμονταν, νύχια βαμμένα σε χρώμα βυσσινί, δάχτυλα κάπως  ασύμμετρα,  μια φλέβα φούσκωνε κοντά στις αρθρώσεις,  όπως  περνούσαμε  μια γεφυρούλα ο δρόμος γίνονταν τόσο στενός  ώστε δυο αμάξια δε χωρούσαν να περάσουν ταυτόχρονα,  έπρεπε να περιμένουμε, κοπάδια σταματούσαν να ξεδιψάσουν σε ποτίστρες κάπου κατά δω θα έβοσκε τα ζώα του  κι ο πατέρας μου,  όλο και πιο συχνά τον σκέφτομαι  και  τον βλέπω στον ύπνο μου,  τι να σημαίνει άραγε, τι θέλει να μου  πει;

Σε μια πόλη επαρχιακή, ταξί κόκκινα,  γυναίκες με μαντήλια στο κεφάλι, νεκροταφεία δίχως  σταυρούς, μια γάτα με άδεια τη μια κόγχη του ματιού, ο βολβός έλειπε,  λεύκες κλαδεμένες όμορφα,  νόμιζα πως ήξερα που πάω αλλά τελικά  χάθηκα στα στενά,  ρώτησα κάτι παιδιά,  κανένα δε μιλούσε ελληνικά,   φώναξαν  κάποιον δικό τους  που ήξερε, με ρώτησε από που είμαι,  τα μικρά με κοίταζαν.

Σ ένα σπίτι  ένα ζευγάρι,  αυτός  δούλευε στο ΙΓΜΕ,  ψάχνανε για ορυκτά και  μεταλλεύματα κάτω απ το χώμα.  Eίχε ωραία  χαρακτηριστικά, η κοπέλα του  Ρωσίδα,  νευρική,  υπερκινητική,  χρησιμοποιούσε μια βρισιά δική  της σε κάθε φράση,  τη ρώτησα για τη  πόλη   όπου γεννήθηκε ''Που τη ξέρεις,  γιατί ρωτάς τόσα πολλά;''  O άντρας  έδειχνε πιο σοβαρός   ''Πιστεύεις στην άλλη ζωή τον ρώτησα; ''  -  ''Φυσικά, έχω κι εγώ μια ερώτηση να σου κάνω....'' μου είπε ''... εσείς  οι χριστιανοί δέχεστε τα τατουάζ,  δέχεστε να ανοίγει το δέρμα,  να σχίζεται το σώμα,  εμείς  δε το δεχόμαστε,  πιστεύουμε ότι το σώμα είναι ιερό,  δεν πρέπει να το σκίζεις  ούτε να το τρυπάς,  κι αν μπορείς να το αποφύγεις να μην κάνεις  ούτε εγχείριση ούτε  τίποτα!

Μιλούσαμε κάμποση  ώρα, η κοπέλα  κάθονταν ήσυχη ΄΄Μου αρέσει αυτή η συζήτηση '' είπε ο άντρας,  η γυναίκα  κάθονταν δίπλα του στον  καναπέ,ο χαλαρός τόνος της κουβέντας την είχε ηρεμήσει, ήταν καθολική αυτή κι  όταν ήταν μικρή την ξυπνούσαν κάθε πρωί  οι καμπάνες  μιας εκκλησιάς με τρούλους υπερυψωμένους σα σπαθιά που υψώνονται κατακόρυφα,  είχε ρίξει τα μαλλιά της  σε μια μεριά, όταν ησυχάζουν οι γυναίκες παίρνουν ένα ύφος,  μια στάση Μαντόνας και δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο απ αυτό, όλη  η σκηνή ήταν ωραία,   ''Να κι ένα ζευγάρι που δείχνει ευτυχισμένο!'' σκεφτόμουν.

Το βράδυ δε μπορούσα να κοιμηθώ, βγήκα στο μπαλκόνι, ο ουρανός  καθαρός, η πούλια έχασκε  ψηλά σ ένα σημείο κάπως αλλόκοτα στη μέση του  αιθέριου στερεώματος,   κατά το νοτιά  ένας αστερισμός που δεν είχα προσέξει ξανά... 

Το πρωί  κατεβήκαμε για καφέ  σε μια παραλία, νεολαία παντού,  στις καφετέριες,  στις ταβέρνες,  τα κορίτσια σαν έτοιμα από καιρό τα είχαν πετάξει  όλα,  μπορούσες να χαζέψεις τους καμπυλωτούς τους ώμους καθώς  φλερτάριζαν  σέρνοντας τα δάχτυλα στο μέρος ανάμεσα στο λαιμό και στο στήθος τους,  άλλα έκλειναν το ντεκολτέ με τις ζακετούλες τους,  δάγκωναν  το δείκτη τους,  η γλώσσα του σώματος έλεγε πιο πολλά απ το στόμα τους...

Το απόγευμα να φύγω έπρεπε ξανά,  ένα άγχος να γυρίσω πίσω, μερικές φορές σε πιάνει μια διάθεση να φύγεις όσο πιο πέρα  γίνεται  σα να σε κυνηγούν, κι άλλοτε θες να γυρίσεις πίσω γρήγορα γιατί  δεν αντέχεις  άλλο τον  ξένο  τόπο! Όταν παίρνουν να τελειώνουν οι διακοπές τρελαίνομαι, θέλω να  βγω απ το κλίμα των αργιών πολύ γρήγορα,  να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα!   Θα ταξιδεύαμε μαζί μ  εκείνον  το τύπο που δεν ήθελε  να σκίσει  το δέρμα του,  στο αυτοκίνητο  μια φαγούρα στα μάτια   απ τη γύρη που πλανιόταν  παντού στην  ατμόσφαιρα, μια πλαγιά γεμάτη φτέρες κι ύστερα  η  κοίτη   ενός ρέματος που  λαμπύριζε  όπως το νερό κυλούσε κουβαλώντας ιζήματα και λάσπες από  πέτρες κονιορτοποιημένες σε μια  διαδικασία πιο παλιά κι  απ τον κόσμο τούτο. 

Το ποταμάκι έτρεχε  πάνω από χαλίκια άσπρα με την  άμμο  του να  στραφτάλιζει σ εκατομμύρια ανταύγειες, ο τύπος με τα ωραία χαρακτηριστικά  δούλευε  κατά δω με το συνεργείο του, μια σπηλιά είχαν ανακαλύψει,  στο εσωτερικό της μια λίμνη με νερό ζεστό σ ένα χρώμα όπως αυτό του μελιού  από  κοιτάσματα κεχριμπαριού σπαρμένα παντού στον πυθμένα της,  είχαν βγάλει μερικά κομμάτια απ αυτό το  ρετσίνι που αποκρυσταλλώθηκε πριν  από εκατομμύρια χρόνια σχηματίζοντας   λαμπερούς νεφελώδεις στροβίλους σ  αποχρώσεις απαλές,  κίτρινες και  γαλαζωπές,  προέρχονται λέει  από ένα είδος πεύκου εξαφανισμένου πια, μια αίσθηση μαγική, εξωπραγματική  απέπνεε όλο το μέρος,  μια φορά είχε μπει στο νερό,  κολύμπησε κι ήταν υπέροχο που βρίσκονταν σ εκείνη την αίθουσα τη μαγική, συνέχιζε  να μιλά,  μια διάθεση ονειρική μ είχε πιάσει,  μια σκηνή έρχονταν στο μυαλό,  μπάλα  έπαιζα σε μια αυλή  έξω από ένα σχολείο,  μια λακκούβα γεμάτη χορτάρι πράσινο,  ένας φράχτης,  τα θεμέλια ενός παλιού σπιτιού που δε χτίστηκε ποτέ,  μια φωτιά ανάβουμε,  ένα ηλιοβασίλεμα κόκκινο απέναντι, ένα μοναστήρι κάποιο Πάσχα, ένα φως καθαρό στο χρώμα του μελιού  σκεπάζει   τα πάντα....

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

FAST AND FURIOUS


Κορίτσια  βγάζουν φωτογραφίες  δίπλα στο κύμα που σκάει στο τσιμέντο της  παραλίας  αδιάκοπα, τραβούν πίσω τα μαλλιά  που τα παίρνει ο αέρας , παίρνουν πόζες διάφορες, δοκιμάζουν όλες τις γωνίες λήψης,  ξαπλώνουν στο ξύλο της προβλήτας , φουστάνια με σχέδια  γεμάτα  λουλούδια φορούν, ρολογάκια  πορτοκαλιά στο χέρι τους περασμένα, κάθονται εκεί πέρα και μας  κοιτάζουν κάτω απ  τα μαύρα γυαλιά τους δαγκώνοντας τα χείλια , το δέρμα τους διάφανο,  όπως φυσά τα μαλλιά τους κυματίζουν μπροστά στο πρόσωπο.   

Με το που ζέστανε λίγο ο καιρός   έβαλαν   τα κοντά τους πουκαμισάκια  αφήνοντας εκτεθειμένη  την άσπρη  κοιλιά τους, φορούν μπουφανάκια σε χρώμα μαβί, παπούτσια  αθλητικά σε χρώμα κίτρινο με κορδόνια πράσινα, τα τζιν τους ξεσκισμένα πραγματικά θέλει  πολλή προσπάθεια για να το σκίσεις τόσο πολύ,  βγάζουν  τα μπλουζάκια,  μένουν με το  φανελάκι,   μπορείς να δεις τα εσώρουχα,  τους μηρούς τους, γελούν,  φωνάζουν,  χαλούν  τον κόσμο,  μα πόσες πόζες παίρνουν,  πόση ώρα περνούν μ  αυτό το πράγμα,  τι μανία είναι αυτή για την εικόνα, για  κάτι πλασματικό,  για την λαμπερή επιφάνεια!  Κάνουν σα να μη μας βλέπουν, σα να μην υπάρχουμε, δεν ανησυχούν, δε μας φοβούνται, άλλωστε  στις γυναίκες  πρέπει ν  αφήνεις χώρο, να μπορούν να κινηθούν όπως θέλουν, να μη νιώθουν ότι τις πιέζεις,  να μπορούν αβίαστα να πάρουν την απόφαση τους όποια κι αν είναι,  οκ κορίτσια όπως νομίζετε,  είναι ωραίο που τα βλέπεις  εκεί πέρα ζωηρά  να τα δίνουν όλα δίχως να σε φοβούνται,  έχουν μια φρεσκάδα,  τραγουδούν, φωνάζουν, χτυπιούνται,  είναι λίγο βλαμμένα  σίγουρα  αλλά ποιος νοιάζεται…    

 Ένα απ αυτά  έρχεται  δίπλα μου, ούτε που το  ξέρω , ένα μπουκέτο  γαρίφαλα άσπρα και κόκκινα βαστά ,  κάτι κλωνάρια πράσινα  ανάμεσα τους, ένα σημάδι από κραγιόν ή κάτι τέτοιο   στο μάγουλο,  ακουμπά  το χέρι του  στον ώμο μου  ‘’ Εσείς που είστε πιο μεγάλος τι λέτε να γίνει με το αγόρι μου, θα τον  βρω πάλι,  θέλω να τον παντρευτώ, κι αν ανεβάζω φωτογραφίες του  στο φέισμπουκ σημαίνει ότι ενδιαφέρομαι  γι αυτόν  έτσι δεν είναι, εμένα  θα μου άρεσε ν ανεβάζουν φωτογραφίες μου αγόρια!’’  Μια φωτογραφία  δείχνει   τους  δυο τους   μαζί στο ‘’Κοράλ’’ το παραλιακό  μαγαζί που έκλεισε πια,    έχουν να βρεθούν καιρό λέει και τώρα θυμήθηκε ότι τον αγαπά,   δε φαίνεται  πολύ ωραίος αλλά κάτι θα έχει  όπως μου λέει  το κορίτσι  γιατί  ένα τσούρμο θαυμάστριες τον κυνηγούν όπου πάει, τι να της πεις ‘’Ναι παιδί μου  μαζί σου είμαι,  εύχομαι να τον βρεις και  να παντρευτείτε!’’  -  ‘’ Σας  ευχαριστώ, είστε πολύ καλός!’’

Έργο αισθηματικό, κομεντί νομίζεις ότι γυρίζεται εκεί κάτω στη παραλία, σινεμά  θυμίζουν όλα  τις  βουβές  μέρες   πριν  το Πάσχα, όπως   είχε φτιάξει για λίγο ο καιρός όλο και πιο γλυκιά  γίνεται  η ατμόσφαιρα κι  όλοι  θέλουν  να κλέψουν  λίγο λιακάδα προτού πιάσουν πάλι οι βροχές και τα χιόνια,  το σκηνικό γύρω θαυμάσιο, οι κορυφές των βουνών χιονισμένες  αραδιάζονται αντίκρυ, αεροπλάνα γαζώνουν τον γαλάζιο ουρανό σ όλες τις κατευθύνσεις, μια φωτιά καίει κάπου απέναντι,  μακριά, σκαλωσιές κολλημένες στις οικοδομές  σκαρφαλώνουν προς τα πάνω, πουλιά  πετούν ψηλά κάνοντας  κύκλους,  τα στενά  πρασινίζουν απ τα δέντρα που φυλλώνουν  ολοένα όπως μπαίνει η άνοιξη, σ ένα πάρκο  μια  βυσσινιά  ολάνθιστη με τον κοκκινωπό κορμό της,  οδηγοί στ'  αμάξια που περνούν  κατεβάζουν τα σκίαστρα να μη τους χτυπά ο ήλιος  στο πρόσωπο,   μοτοσικλετιστές περνούν   με τα κράνη τους ν’  αντανακλούν τις ακτίνες, δυο σκύλοι  ένας μαύρος κι ένα καφετής ουρλιάζουν  τα οχήματα που περνούν…

Ταινία κινηματογραφική,  νομίζεις  ότι γυρίζεται, κάμερες ασφαλείας τραβούν όλες μας τις κινήσεις όπως καθόμαστε , παρακολουθούν  το περπάτημα μας, καταγράφουν τι λέμε  στο  τηλέφωνο, ηθοποιοί  καλοί, κακοί κι   άχρηστοι εντελώς  κινούνται τριγύρω, ένα σκηνικό τεράστιο έχει στηθεί   και μέσα του  παίζουμε τους  ρόλους μας  όλη την ώρα σα να γυρίζεται κάποιο  σήριαλ,  μηχανήματα του καφέ ξεφυσούν, κορίτσια στέκονται πίσω από πάγκους με τα μαλλιά τραβηγμένα προς τα  πίσω, παιδιά σβέλτα ετοιμάζουν ροφήματα διάφορα, παπούτσια επίπεδα, ελαφριά φορούν, πιτσιρικάδες  ρουφούν φραπέδες, κρατούν κουτιά  μ’  αναψυκτικά, μουσικές απαλές  παίζουν, τυρόπιτες, ντόνατς,  κρουασάν, κουλούρια, μπανάνες πορτοκάλια και ρόδια για χυμούς στοιβαγμένα  πίσω από τζαμάκια…

Έργο απ το  σινεμά εκτυλίσσεται  γύρω, όλοι παίζουν το ρόλο τους, άλλοι είναι τόσο  αυθεντικοί,  τόσο ειλικρινείς  που σού ρχεται να βάλεις τα κλάματα κι   άλλοι  είναι  τόσο  ψεύτικοι που σου προκαλούν αναγούλα,   άντρες με μέικ απ στο πρόσωπο,  ηθοποιοί καλοί και  κακοί, προσπαθούν να βγάλουν  ότι μπορούν από σένα, μερικούς  τους πιάνεις  γρήγορα, αλά  μερικοί είναι τόσο σπαστικοί,  τόσο βαλμένοι που δε χρειάζεται να σκεφτείς και πολύ,    άλλοι  είναι πιο επιδέξιοι, υποδύονται  τόσο καλά το ρόλο τους,  είναι  τόσο πειστικοί που μπορούν να σε τρελάνουν εντελώς , μιλούν τόσο πολύ, τόσο καλά,  είσαι σίγουρος ότι είναι αυθεντικοί, γνήσιοι, λες ‘’Εδώ είμαστε!’’  κι όμως αποδείχνονται τόσο σκάρτοι, μα τόσο σκάρτοι, κι ας μη μιλήσουμε για τις γυναίκες, αυτές είναι σωστό ναρκοπέδιο, δε ξέρεις που θα σκάσει, που θα σε βρει και τι θα σου πάρει, χέρι ή πόδι!

Απατεώνες  λογιών λογιών κυκλοφορούν παντού τριγύρω παίζοντας θέατρο, δε ξέρεις  από ποιον να φυλαχτείς πρώτα, κλέφτες και  τζαμπατζήδες   προσπαθούν να βγάλουν  ότι μπορούν από σένα,  εταιρείες ακίνητων, σταθερών, ασταθών, ευσταθών τάζουν  ότι μπορούν για να σε τυλίξουν, τράπεζες σε χρεώνουν  στα κρυφά,  ταξιτζήδες  βάζουν ταρίφες εξωφρενικές,   όλοι κάτι προσπαθούν ν αρπάξουν!   Φίλοι   σε κλέβουν  μπροστά στα μάτια σου  έτσι  εν ψυχρώ, δίχως αναστολές, το κάνουν τόσο ανερυθρίαστα που σε σοκάρει,  δε μπορείς να το χωνέψεις, δε μπορείς  να το πιστέψεις, σκέφτεσαι ‘’Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό σ εμένα πάλι!’’   θες λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσεις τι έχει γίνει, νομίζουν ότι είναι έξυπνοι,  κατάφεραν να σε κοροϊδέψουν, σ αιφνιδίασαν, ήταν καλοί ηθοποιοί,  τώρα αν δεν θες να τους ξαναδείς στα μάτια σου δε τους νοιάζει, μα τι ηλίθιοι !

Όταν τους ξαναπετυχαίνεις σ’  αποφεύγουν, σε κοιτούν από μακριά κι εξαφανίζονται,  κάνουν ότι δε σε είδαν, κρύβουν πράγματα, όταν  δεν είναι ανοιχτός ο άλλος,  όταν  αρχίζει να κινείται   σπασμωδικά, όταν δεν  πατά γερά και τον  βλέπεις κάθε φορά με κάποιον διαφορετικό μαζί του φυλάξου! Άμα δεν απαντούν το τηλέφωνο,  αν διακρίνεις  λάθη  στον  τόνο της φωνής,  αν κάνουν σχόλια που δεν  πρέπει τότε  είναι καιρός  να μπεις  σ επιφυλακή,  ξεκίνα  να υποπτεύεσαι  κάτι κακό, βάλε το συναγερμό, κάνε την γρήγορα κι αθόρυβα, όταν δεν πατά καλά  ο άλλος το δείχνει με κάποιο τρόπο, το οσμίζεσαι καθαρά  στον αέρα! Τους αντιλαμβάνεσαι  απ τον τρόπο που γελούν,  τις κουβέντες, τις κινήσεις τους,  αργά η γρήγορα όλοι  αποκαλύπτονται,  όλοι  δείχνουν αυτό που είναι  πραγματικά, μερικούς   πρέπει να τους  τσεκάρεις ξανά και ξανά  μέχρι να βεβαιωθείς, δε μπορείς να τους πιάσεις  με τη μία, οι φυσιογνωμιστές βέβαια λένε  ότι με τη πρώτη  ματιά ξέρουν  αν ο άλλος αξίζει ή όχι,  εμείς οι βλάκες  θέλουμε λίγο χρόνο παραπάνω,  μη τους κάψουμε έτσι άδικα,  πρέπει να δώσεις  κάνα δυο ευκαιρίες μέχρι να σε πείσουν αν αξίζουν.

Όμως  ο κόσμος είναι μικρός τελικά, καθένας μπαίνει στη θέση του, δε τους κρατώ κακία όμως  άμα χαλαστώ μια φορά μετά δεν μπορώ, δε θέλω να τους δω μπροστά μου, αλλάζω δρόμο, άμα  ραγίσει το γυαλί  πάει τελείωσε άστο,  δε κολλά με τίποτα ξανά,  μια φορά θα το κάνεις φίλε,  μετά ξέχνα με, οι ευκαιρίες δεν είναι απεριόριστες,  είναι όπως στα έργα, τους κακούς ηθοποιούς δεν τους αντέχω, με το που θα τους δω στους υποτίτλους αλλάζω κανάλι, καλά  μερικοί είναι τόσο λούσερς   οι  άλλοι δε ξέρω τι κάνουν εγώ πάντως  έτσι είμαι και   παρ όλα αυτά προσπαθώ να παραμείνω  καλόπιστος,   μ όσα  έχω πάθει δεν  έχασα  τη πίστη μου στους  ανθρώπους  αλλιώς δεν έχει νόημα τίποτα, πάλι δεν ξέρω όμως…

Σινεμά,  σήριαλ, θέατρο,  νιώθεις ότι παίζεται  γύρω, διάλογοι ξεκάρφωτοι  ακούγονται απ όλες  τις μεριές λέξεις, φράσεις, κουβέντες αιωρούνται στον άνεμο, η Νίκη  λέει  ότι δε μπορεί να κάνει μπάνιο με καυτό νερό, η επιδερμίδα της είναι πολύ ευαίσθητη,  μόνο χλιαρό χρησιμοποιεί ακόμα κι όταν  κάνει παγωνιά έξω,  ένας άλλος   λέει  ότι στη  Λάρισα τα στάρια ψήλωσαν μέχρι το γόνατο απ τις βροχές, περιμένει να καλοκαιριάσει για  να πάει στο εξοχικό του στο Λιτόχωρο, στο τηλέφωνο του  είπαν ότι το μπαλκόνι του γέμισε φύλλα και σκουπίδια, μια φορά που πήγε το χειμώνα έβλεπε το νερό να κατεβαίνει με δύναμη από το βουνό   να σκάει με πάταγο  το τσιμεντένιο στηθαίο και να  χάνεται μέσα σ ένα τεράστιο φρεάτιο. Θέλει να πάει να δει τις τριανταφυλλιές τις κίτρινες που όταν τρίβει τα πέταλα τους στα χέρια του μοσχοβολούν υπέροχα, θέλει να δει και το έλατο που βγάζει φρέσκες βελόνες βαθυπράσινες  τώρα με την άνοιξη,  την πασχαλιά και το  αγιόκλημα,  τον  φράχτη από πυξάρι  που έχει φυτέψει…

Στα κοσμηματοπωλεία σμαράγδια και ρουμπίνια λαμπιρίζουν εκτυφλωτικά, δαχτυλίδια με πετράδια από νεφρίτη, πλευρές κατεργασμένες κι έδρες στιλπνές, διαμάντια φωτοθλαστικά που αντανακλούν χιλιάδες φορές  το φως στο εσωτερικό τους,  βραχιόλια μεταλλικά, ένα  γυαλιστερό νόμισμα κολλημένο στην άσφαλτο, γάτες  και κοράκια μπαινοβγαίνουν σε κάδους, άνθρωποι σπρώχνουν καροτσάκια με μωρά, αμάξια περνούν,  το μάτι πιάνει  κάποιον που παραπατά και σκοντάφτει, τύποι ύποπτοι μαυροφορεμένοι  κυκλοφορούν, μια ληστεία ετοιμάζεται, ταινίες φαντασίας και  θρίλερ γυρίζονται,  αφίσες προαγγέλλουν τα προσεχώς,  τρέιλερ διαφημίζουν πρεμιέρες έργων  με καταστροφές και θεομηνίες, στις οθόνες  κολόνες καταρρέουν, οροφές συντρίβονται, σκόνη,  ορυμαγδός,  πανδαιμόνιο, κουρνιαχτός, άνθρωποι τρέχουν να κρυφτούν,  σάουντρακ ακούγονται από κάπου όλο και πιο δυνατά, ομίχλη απλώνεται παντού το σούρουπο,  ταινία φαντασίας  παίζεται τριγύρω, άλλοτε την παρακολουθείς, άλλοτε είσαι μέσα της κι άλλοτε δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει πραγματικά και σε ποια διάσταση βρίσκεσαι,  την αληθινή ή την άλλη που συμβαίνει μέσα στο μυαλό σου. 

Ένα γλυκό φοβερό παραγγείλαμε, το νερό μετά  ήταν  το καλύτερο, δροσερό, κρύο κυλούσε  στο λαρύγγι, ο Τομ απ τη Ντεϊτόνα  ήταν  μαζί μας,  με τα σπαστά ελληνικά του έλεγε για μια κοπέλα  που δεν την ήθελε  πια ο άντρας της,  δε κοιμόταν μαζί της πια, την απέφευγε σαν το διάολο, την ξέραμε, την βλέπαμε,  τη λυπόμασταν  την καημένη,  και να πεις ότι ήταν καμιά  άσχημη,  μα τι ζώο που ήταν εκείνος  ο τύπος ο άντρας της! Ο Τομ είχε όρεξη    μιλούσε   για το ταξίδι που ετοιμάζονταν  να κάνει στην Αμερική κάπου στη Φλόριντα,  εκεί  πέρα  λέει έχει  ένα γήπεδο χαοτικό,  μια πίστα αγωνιστική   όπου οι οδηγοί  τρέχουν σα δαιμονισμένοι και γέρνουν στις στροφές να μη τους πάρει ο άνεμος,  καλά πρέπει να μην αγαπάς και πολύ τη ζωή σου για να τρέχεις  μ΄ εκείνα τ αμάξια που  αψηφούν τους νόμους της φύσης κι απογειώνονται σαν καρυδότσουφλα  για να σκάσουν  στις μπάρες μέσα σε  λάμψεις,  εκρήξεις  και σπινθήρες από τις συγκρούσεις  καθώς  τα οχήματα  σέρνονται κυλώντας στο οδόστρωμα,  οι λαμαρίνες τους γίνονται κομμάτια κι όλοι σηκώνονται απ τις εξέδρες να δουν τι γίνεται, μας έλεγε κι άλλα ο Τομ,  για  αγώνες που οργανώνουν  σε μέρη ερημικά βάζοντας  στοιχήματα και τρέχουν σε δρόμους  ατέλειωτους, εκεί που  δεν κυκλοφορεί ψυχή ανθρώπινη,  στη μέση της ερήμου,  μας έλεγε για ιστορίες  για  αυτοκίνητα  που πέφτουν σε γκρεμούς με βάραθρα,  βράχια,  δέντρα, ποτάμια να χάσκουν από κάτω τους  κι οι οδηγοί πετάγονται έξω την τελευταία  στιγμή,  μας έλεγε κι άλλα…  

FAST ΑND FURIOUS

 

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...