Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΥΠΕΛΛΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Στο Καπάνι  γίνονταν κόλαση, όλη η πόλη πρέπει να είχε μαζευτεί εκεί κάτω, κρέατα ψήνονταν σε σχάρες απέραντες, μα πόσο κρέας τρώνε οι άνθρωποι αυτές τις μέρες, ήχοι από νταούλια και πίπιζες ανακατεύονταν με θορύβους ηλεκτρονικούς από μεγάφωνα και μικρόφωνα, μπερδεύονταν, ένα κουβάρι γίνονταν , γύφτοι περνούσαν ανάμεσα στο πλήθος σα δαίμονες κρατώντας τουμπερλέκια, κάποιος έπινε από ένα μπουκάλι καθισμένος στη κορυφή μιας ντάνας από καρέκλες πλαστικές!
 

Μου τηλεφώνησαν  ότι ο φίλος μου που έχει μαγαζί εκεί πέρα δεν ήταν καλά, είχε  πονοκεφάλους  τρομερούς σα να τον μάτιασαν όλες οι μάγισσες της ανατολής και της δύσης μαζεμένες , τον βρήκα στο μαγαζί να μη ξέρει τι του γίνεται,   όλοι οι πεινασμένοι του κόσμου είχαν πλακώσει, τον είχαν περικυκλώσει, είχαν πέσει απάνω του, τον είχαν σκεπάσει, τον είχαν πνίξει, αν μπορούσαν θα έτρωγαν όλο το μαγαζί του κι αυτόν μαζί!

 ''Έλα γρήγορα!'' μου φώναξε ''Πλύνε κάνα ποτήρι, καμιά πιατέλα, κάνα πιρουνάκι, κόψε καμιά ντομάτα, σώσε με !’’

Μπήκα μέσα, στο νεροχύτη ένα  χάος, προσπάθησα να  βρω καμιά άκρη αλλά δεν είχα σκοπό να περάσω όλη την ώρα μου  πλένοντας πιάτα, βγήκα έξω να δω τι γίνεται, ένα κορίτσι ωραίο, ένα φιλαράκι της μιλούσε ήδη,  όμως αυτά που λέγανε ήταν όλο βλακείες, όλα χαζά,  δε μπορώ, δεν αντέχω, μπορεί να είναι θεά όμως άμα η κουβέντα της είναι μάπα δε μπορώ, σηκώθηκα κι έφυγα γρήγορα...

Ένα ζευγάρι  κάθονταν πιο πέρα , η γυναίκα  μ ένα πρόσωπο καθαρό,  μελαγχολικό κάπως,  , αυτοί μάλιστα, είχαν καλή κουβέντα, κάθισα μαζί τους, με κέρασαν κάτι, ένα πιάτο, ένα ποτήρι '' Μη τρως με τα χέρια, μη τρως γρήγορα, δε θα στο πάρει κανένας !'' μου είπε η γυναίκα που ήταν πρώην στρατιωτικός ''Συγνώμη!'' είπα.

 Άρχισαν να λένε για τον Παίσιο, και σ αυτόν είχε πει τα ίδια η γυναίκα, ‘’Πάτερ έχεις πλύνει τα χέρια σου’’ -  ‘’ Αμάν ρε παιδί μου  με σένα!’’  είχε αναστενάξει  ο καλόγερος . Καλά δε καταλάβαινε τίποτα αυτή, ήταν γνωστή, τα είχε πει και στον Σκαρμούτσο που είχε έρθει να μαγειρέψει στην ΙΚΕΑ, είχε κάνει το λάθος και την είχε φωνάξει '' Έλα δω εσύ που χαμογελάς!'' που νάξερε τι τον περίμενε ''Πως γίνεται να μη πλένεις τα χέρια σου, να γλείφεις τα δάχτυλα σου, τάχεις πλύνει αυτά τα σκεύη που είναι καινούρια,  ποιος νομίζεις ότι είσαι !''

 Και στο δεσπότη τα είχε πει, του είχε βάλει τις φωνές απ το γυναικωνίτη όταν είχαν μαζευτεί πάνω απ την  κάρα κάποιου αγίου ''Καλά περιμένετε να αναβλύσει μύρο απ τον άγιο  που έχετε συγκεντρωθεί όλα τα κοράκια από πάνω του!'' Και σ ένα στρατηγό τα είχε ρίξει ''Πως είσαι έτσι σα κλόουν με τόσα παράσημα!'' καλά πολύ τρελή μιλάμε! ‘’Σου άρεσε ο στρατός;’’ με ρώτησε ‘’Όχι τον μίσησα, ότι χειρότερο ήτανε,  όταν μου δίνουν διαταγές αυθαίρετες  μπλοκάρω, δε δουλεύει τίποτα, σταματούν όλα,   πρέπει να μου εξηγήσεις για ν απεγκλωβιστώ και μισώ  και τα καταραμένα τα  όπλα!’’ – ‘’ Έλα ρε δεν είναι τίποτα,  εγώ έχω ρίξει με J3 πολλές φορές,  κατευθείαν  κέντρο !’’.

 Λέγανε για ένα παπά που έκανε εξορκισμούς κάπου στη Ξάνθη, πολύ μούτρο λέει είχε αποδειχτεί , οι δυο του γιοι του δούλευαν στο καζίνο,  δεν είχαν καλό τέλος όλοι τους. Λέγανε και  για τις προφητείες  του Παίσιου, για συνωμοσίες διεθνείς που απεργάζονται οργανώσεις μυστικές   που  μας παρακολουθούν όλη την ώρα από τους δορυφόρους τους ψηλά πάνω απ τη γη,   και θέλουν το κακό μας, θέλουν να μας εξολοθρεύσουν,  να μας σβήσουν απ το χάρτη, για τη σφραγίδα του αντίχριστου λέγανε , για το σφράγισμα, για την τελική κρίση και για το τέλος του κόσμου!

Καλά εγώ δε πιστεύω τίποτα απ αυτά, δε δίνω δυάρα, σιγά τώρα, καλά τα θεωρώ αηδίες, μα πολύ χαζά μιλάμε, ότι θα κατέβουν   οι Ρώσοι να μας σώσουν κι άλλα τέτοια ,  καλά αυτόν  το Πούτιν ποτέ δεν τον εμπιστεύτηκα, μα τι γκαγκεμπίτης, ποτέ δε μ έπεισε, πήγε και  ρήμαξε την Ουκρανία έτσι για πλάκα,  πως γίνεται να μη το βλέπουν, τι κάθαρμα ! Και σου τα λένε  όλα αυτά άνθρωποι διαβασμένοι, μορφωμένοι, άνθρωποι  που έχουν τελειώσει σαράντα πανεπιστήμια του εσωτερικού και του εξωτερικού,  πως γίνεται να μη σκέφτονται ορθολογικά,  να πιστεύουν ότι παλαβομάρα νάναι ;

Και τον Παίσιο   τον έχουν θεοποιήσει,  προσωπικά ποτέ δε συνάντησα έναν άνθρωπο που να με πείσει ότι έχει αυτό το εξαιρετικό χάρισμα, αυτή την αύρα τη μαγική που λένε.  Ούτε στις μεγαλοφυΐες πιστεύω,  όλοι λίγο πολύ είναι άνθρωποι σαν  εμάς  με τις αδυναμίες τους, όμως όλοι ψάχνουν  έναν  σωτήρα,  όλοι θέλουν έναν καθοδηγητή φωτισμένο ,  φαίνεται ότι οι άνθρωποι τους   χρειάζονται,  κι αν δεν υπάρχουν τους φτιάχνουν,  τους κατασκευάζουν,  τους επινοούν, όλοι έχουν μανία με σχέδια   μεγαλεπήβολα,  οράματα εντυπωσιακά και φανταχτερά, σωτήρες, θεούς,   αρχηγούς,  ηγέτες που θέλουν να κυβερνήσουν,  να καθοδηγήσουν,  να μας σώσουν,  οι άνθρωποι έχουν καταμπερδευτεί,  έχουν τρελαθεί εντελώς,  με τόσες επιρροές παλαβές από παντού να τους χτυπούν ανελέητα δεν είναι ν απορείς!

 Όλοι  έχουν πια την πολυτέλεια να σκέφτονται, να ονειρεύονται ότι παλαβό υπάρχει,  να πλήττουν, να βαριούνται, να στενοχωριούνται, ν αυτοκτονούν!  Κάποτε δεν ήταν έτσι,  έσκυβαν απλά  το κεφάλι κι έκαναν το καθήκον τους, αυτό  ακριβώς ίσως  λείπει,  άνθρωποι του καθήκοντος που κάνουν απλά τη δουλειά τους δίχως να κοιτάζουν τι θ’  αρπάξουν  από δω κι από κει, δίχως υστεροβουλία, αυτοί  στην ουσία κρατούν τη κοινωνία, μεγαλώνουν  παιδιά, τελειώνουν δουλειές  κοιτάζουν τους γέρους γονείς τους,  πεθαίνουν ήσυχοι δίχως να ενοχλήσουν κανέναν, απλά πράγματα!

 Κάποτε υπήρχε και  κάποια συνοχή, ένα πνεύμα ομαδικό,  τώρα πολλοί περνούν μόνοι τους αυτές τις μέρες,   γονείς δε θέλουν  παιδιά, δε θέλουν εγγόνια,  δε θέλουν φασαρίες, τα παιδιά  πάλι στέλνουν  τους γέρους  γονείς  στα γηροκομεία, μακριά απ  το σπίτι, ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους κι άγνωστους ….

 Πολλοί  φαίνεται ότι περνούν μόνοι τους αυτές τις μέρες και δε τους ενοχλεί πια, τόχουν συνηθίσει, θεωρείται αυτονόητο, όσοι μπορούν φεύγουν για τις πατρίδες τους, οι ομάδες αποσυντίθενται, αποσυναρμολογούνται, ο κόσμος διαλύεται, κατακερματίζεται, υποθέσεις εκκρεμείς, δουλειές, μισοτελειωμένες, έρωτες απελπισμένοι, μετέωροι, κρεμασμένοι  στον αέρα, από μια κλωστή κρέμονται όλα πριν βυθιστούν στο χάος, λάθη όσα η άμμος της θάλασσας, τα γραφεία κηδειών διανυκτερεύουν πάντοτε, οι άνθρωποι συνεχίζουν να πεθαίνουν, φαίνεται ζόρικο αλλά  όμως μέσα σ όλο αυτό  κάπως  πρέπει να συνεχίσεις...

 Όπως τελειώνει  κι αυτός ο χρόνος  μετράς τι έμεινε, δυο τρεις φίλοι καλοί ίσως, μετράς  τι άξιζε, που κέρδισες, τι έχασες,  τι έκανες,  τι πέτυχες , πως δικαιολόγησες τα δευτερόλεπτα της ύπαρξης που σου δόθηκαν στην αιωνιότητα, πόσες καλές πράξεις έκανες, πόσους άφησες πίσω σου, πόσους έχασες,  έκανες κάνα φίλο καινούριο που θα μείνει;

  Mια σειρήνα   άρχισε να ουρλιάζει, γάτες έτρεχαν να διασχίσουν το οδόστρωμα, κάποιος είχε ξηλώσει τις κόκκινες κορδέλες της αστυνομίας και τ\ αμάξια έμπαιναν σε αδιέξοδο, ένας χοντρός κορνάριζε βλέποντας μια γυναίκα που δε μπορούσε να παρκάρει, για κάποιο λόγο οι άνδρες δαιμονίζονται, αφηνιάζουν, τρελαίνονται όταν βλέπουν τις γυναίκες να τα χάνουν, θέλουν να τις φάνε! Μια φασαρία κάπου ξέσπασε, κάτι αλήτες έριχναν βαρελότα  που κροτάλιζαν εφιαλτικά και γελούσαν, ο κόσμος τρόμαζε, μια φασαρία ξέσπασε,  δυο περιπολικά εμφανίστηκαν  με τα γαλάζια λαμπερά  φώτα τους ν αναβοσβήνουν μανιασμένα.

Δε θα άντεχα για πολύ εκεί πέρα, χρειαζόμουν ξεκούραση, το πρωί  έφευγα για την επαρχία, όπως περνούσα απ  το δικαστικό μέγαρο τα φώτα όλα αναμμένα, οι δικαστές  ετοιμάζονται ν απονείμουν δικαιοσύνη αλίμονο μας! Στη  διαδρομή  ένα τοπίο που δεν υπάρχει,  ένας οδηγός νυσταγμένος, νύχτα ακόμα ήτανε,  με πήρε ο ύπνος, όνειρα ένα κορίτσι στα πόδια μου  με λυτά  μαλλιά μου χαμογελούσε,  ένα πουλόβερ γαλάζιο, ένα φανελάκι άσπρο από κάτω,  το σπίτι μας στο χωριό, μια γάτα  κουλουριασμένη στα άχυρα στο στάβλο, ένας λάκκος στη μέση του χωραφιού μας  όπου βάζαμε το καπνό να μαλακώσει,  κρύο, αέρας, σκοτάδι, μια σκάλα ξύλινη έπρεπε να κατέβουμε…

 Στις εξήμισι περίπου  μια γραμμή ρόδινη, υπέροχη, χαράχτηκε κατά την ανατολή πέρα ως πέρα,το λάστιχο ενός  αυτοκινήτου  μπροστά παλαντζάριζε επικίνδυνα καθώς το λεωφορείο μας κατάπινε αχόρταγα τις άσπρες λωρίδες τις ζωγραφισμένες πάνω  στην άσφαλτο, στις εκβολές ενός ρέματος γλάροι είχαν μαζευτεί σα να κουβεντιάζανε,  ομίχλη έτρεχε στους οργωμένους λόφους, ο ήλιος βγήκε πάνω στο βαθουλωτό σα κύπελλο σκάφος του κατά πως λέγαν οι αρχαίοι  με τις αχτίνες του να φτιάχνουν ένα χαλί χρυσαφένιο πάνω στην επιφάνεια του νερού.

Με μια γυναίκα ήμουν  στην επαρχία εκεί πέρα, είχαμε πάει σ ένα μαγαζί με μωρουδιακά, περίμενε παιδί κι ετοιμάζονταν , για κάποιο λόγο ήθελε τη γνώμη μου  για κείνα τα μικρούτσικα ρουχαλάκια, τα κορμάκια και τ άλλα τα μυστήρια που τυλίγουν τα μικροσκοπικά σωματάκια  και  κανονικά πρέπει να έχουν εκείνη τη χαρακτηριστική μυρουδιά από γάλα που βγάζουν τα μωρά.  Δε τα ξέρω  όλα αυτά αλλά ότι έχει σχέση με τις γυναίκες και με τον μυστικό τους κόσμο μ εξιτάρει, γύριζα εκεί μέσα και σκεφτόμουν το άλλο το κάθαρμα που είχα ακούσει το άλλο πρωινό στην εκκλησία, αυτόν που έσφαξε όχι ένα, όχι δύο μα δεκατέσσερις χιλιάδες μικρά αν έχεις το θεός σου,  έτσι, δίχως λόγο σοβαρό, μα τι χασάπακλας, !

‘’Να έρθεις καμιά φορά  στο σπίτι μας!’’   είπε η γυναίκα που δε  μασούσε πιάνοντας μια πατάτα με το πιρουνάκι της  ’’ …  δε μπορείς  να φανταστείς  πόσο ωραίο είναι,  έχουν  έρθει  απ το περιοδικό,  τις ΕΙΚΟΝΕΣ και το φωτογράφισαν !’’

 Το σπίτι ήταν το μόνο που  είχε απομείνει από μια πατρική περιουσία τεράστια, ο πατέρας της ήταν διευθυντής  κάπου   όμως όλα του τα υπάρχοντα  τα είχαν φάει τα αδέλφια της! Από μικρή  ήταν κάτι   σα  τη σταχτοπούτα, επειδή από τότε δε μασούσε  τ΄ αδέρφια της  το κρατούσαν,  δε την ήθελαν, την είχαν στη πείνα,   του κλώτσου και του μπάτσου ’’ Αφού είναι τόσο έξυπνη  άστην να πήξει καλά για να στρώσει,  να μάθει να μην ανοίγει πολύ το στόμα της,   να μη κάνει την έξυπνη  να μη φυτρώνει εκεί που δε τη σπέρνουν  άστην στη πίεση να στανιάρει λίγο να στρώσει!’’ Αυτοί έτρωγαν τα καλύτερα και γι αυτήν άφηναν τ αποφάγια,  αργότερα της  τ’  άρπαξαν  όλα, έβαλαν χέρι στην πατρική περιουσία, ψώνιζαν , έκαναν ταξιδάκια,  κρουαζιέρες όπου μπορείς να φανταστείς, αγόραζαν ότι τραβούσε η ψυχούλα τους,  αυτή στη δίαιτα μόνιμα! Φαίνεται όμως ότι τελικά της  έκανε καλό,  τη σκληραγώγησε,  έμαθε να ζει με λίγα,  να είναι αυτάρκης και λίγο  χοντρόπετση. Το χειρότερο  όμως ήταν μια πρωτοχρονιά που είχαν βγει όλοι και την άφησαν μοναχή στο σπίτι να παλεύει με τα ντουβάρια, της είχε μείνει εκείνη η πρωτοχρονιά και πάντα εκείνο το ψυχοπλάκωμα έβγαινε τούτες τις μέρες….

 Αγαπούσε τον πατέρα  της που πέθανε νέος, τη ρώτησα αν περιμένει να τον ξαναδεί στον άλλο κόσμο  ’’ Βέβαια!’’ –‘’  Πιστεύεις ότι θα πας στο παράδεισο;’’  -  ‘’ Γιατί να μη πάω,  δε κάνω κακό, καλές πράξεις μονάχα, δεν πειράζω κανέναν που δεν πρέπει, μ έχουν αδικήσει, μ έχουν σκίσει και τους συγχώρεσα, πιστεύω ότι θα το δει ο θεός ,θα με καταλάβει,  εκεί  όλα θα είναι όμορφα,  θα βρω το πατέρα μου εκεί πέρα, θα είναι νέος,  όμορφος όπως τον θυμάμαι, όλοι θα είναι όμορφοι εκεί πάνω τότε!’’

Ένας σκύλος πέρασε τρέχοντας σα σαλεμένος μέσα στον πανικό, σε μια στιγμή φρενάρισε, κοίταξε γύρω του   αλαφιασμένος,  μετά άρχισε να τρέχει ξανά σα παλαβός  και τελικά χάθηκε σε μια στροφή στο βάθος.

Στα μαγαζιά κοπέλες απαστράπτουσες κινούνταν  ανάμεσα σε κουτιά κι αντικείμενα αστραφτερά,  κοσμήματα φανταχτερά,  πετράδια σκαλιστά. Στα ίντερνετ καφέ άστεγοι κοιμόταν πάνω στα πληκτρολόγια κι άλλοι σημείωναν τηλέφωνα από γυναίκες γυμνές, στις τράπεζες οι υπάλληλοι χτυπούσαν τα μηχανάκια τους,   μετρούσαν τόκους, κέρδη,  επιτόκια, κεφάλαια, στα εμπορικά σκάλες μεταλλικές, οδοντωτές, τρομαχτικές ανεβοκατέβαιναν,

Στις οθόνες των τηλεοράσεων σκιέρ ιπτάμενοι απογειώνονταν στα χιόνια πάνω στις σανίδες τους, κήτη έβγαζαν τις ουρές τους πάνω από τα νερά των ωκεανών, πιτσιρικάδες έσπαζαν τα κορμιά τους στα τσιμέντα εκτελώντας χορευτικά αεροπλανικά, αμάξια περνούσαν σε μια ροή αέναη κάτω από πολυκατοικίες πανύψηλες, φωτισμένες! Στις ειδήσεις ο κόσμος σ αναβρασμό πάντοτε,  μαύροι κι άσπροι ξεσηκώνονται απανταχού της γης, καράβια  καίγονται μες τα κύματα  στη Μεσόγειο, άνθρωποι καταποντίζονται πνίγονται,   ψύχη πολικά κατεβαίνουν απ τη Σιβηρία παγώνοντας ότι βρουν στο διάβα τους,  διαστημόπλοια εξαερώνονται στο σύμπαν,  αεροπλάνα εξαφανίζονται στον Ινδικό και κανένας δε τα βρίσκει ποτέ!

Το ζευγάρι σηκώθηκε αργά αργά, ο κόσμος είχε αρχίσει ν αραιώνει, σηκώθηκα κι εγώ,   στον ουρανό  βεγγαλικά φάνηκαν ν ανάβουν και ν απογειώνονται κάθετα  σα να ήθελαν  να  τρυπήσουν τον ουράνιο θόλο, ψηλά, πάνω απ τα κτήρια φάνηκε μια σκιά σαν ένα τέρας να σήκωνε απειλητικά τη ράχη του όπως  στις ταινίες κατοπτεύοντας τη πόλη τριγύρω, φεύγοντας  είδα το   κορίτσι  που  δε μ άρεσε νωρίτερα   να γράφει στο κινητό του ''.. τον θέλω πολύ θεέ μου, μ αγαπά  όμως  άραγε; 

 

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΑΤΟΛΗ ΑΝΑΤΟΛΩΝ

Όταν  έφτασε έπρεπε να περάσει  ανάμεσα από  ένα τσούρμο αναρχικούς  για να δει  τελικά  το πτώμα του Νιγηριανού  που κείτονταν  στο πεζοδρόμιο,   γύρω υπήρχαν  πιτσιρικάδες αναμαλλιασμένοι που συζητούσαν φωναχτά, κανονικά δεν έπρεπε να ήταν εκεί όμως  έτσι  έκανε πάντα, ήθελε να  ξέρει ακριβώς   τι γίνεται προτού καλέσει τους άνδρες του να επέμβουν.

Από νωρίς ήταν στο γήπεδο όπου γίνονταν κόλαση όταν  ξαφνικά τον είχαν καλέσει για την υπόθεση με  τον  Νιγηριανό. Έξω απ το στάδιο  είχε δει μια σκηνή απίστευτη, μπροστά από   μια υπόγεια διάβαση αντίπαλοι   φίλαθλοι  σκοτώνονταν, έπεφταν κορμιά, κάποιοι  βογκούσαν,    δεν είχε ξαναδεί τόση βία ωμή, σε κάποια φάση είδε έναν τεράστιο να σηκώνει ένα θρανίο, αν έχεις το θεό σου που βρέθηκε εκεί πέρα  εκείνο το πράγμα, ο τεράστιος το σήκωσε   και  το εξακόντισε  σ αυτούς που προσπαθούσαν να  βγουν απ τη στοά κι όταν τελικά εκείνη  η μάζα κατάφερε να κινηθεί βγαίνοντας σαν κύμα ανθρώπινο  έπεσε τόσο ξύλο που δεν το πίστευε.  Οι άνθρωποι είχαν γίνει ένας συρφετός,  ένας όχλος,  μια ομάδα από ζώα που χτυπιόταν  δίχως έλεος,  στο τέλος έφυγαν τρέχοντας αφού πρώτα  λεηλάτησαν ένα περίπτερο παίρνοντας ότι σοκολάτες και νερά  υπήρχαν, πίσω τους έμεινε ένας ελεεινός χωρίς  ρούχα και παπούτσια,  έμοιαζε ετοιμοθάνατος,  πλησίασε και  τον άκουσε που ανέπνεε βαριά,  πήρε τηλέφωνο ένα ασθενοφόρο νάρθει γρήγορα, και ειδοποίησε στον ασύρματο τις κλούβες να πάνε κατά κει που γίνονταν τα επεισόδια με τους αναρχικούς.... 


Ένιωθε  οικειότητα μαζί μου, με βαστούσε απ το μπράτσο και   μου  έλεγε τις εμπειρίες του,   έξω από ένα αστυνομικό τμήμα με σύστησε σε κάτι ματατζήδες, κάτι θηρία δίμετρα ‘’Προσέχτε τον έχει πάρε δώσε με αναρχικούς, φωτογραφήστε τον, άμα τον πετύχετε σαπίστε τον!’’ φοβήθηκα λίγο,  με είχε τρελάνει στο δούλεμα! Πήραμε σβάρνα τα βιβλιοπωλεία, αυτός έπεσε με τα μούτρα εκεί πέρα, δεν έλεγε να ξεκολλήσει, πήρε καμιά ντάνα βιβλία, είχα σκυλοβαρεθεί σου λέω, πολύ κόλλημα, είχε κάνα δυο χρόνια να πάει λέει σε βιβλιοπωλείο και του είχε λείψει, μου χάρισε κι εμένα ένα πολιτικό ''Πάρε να ξεστραβωθείς παλιό μνημονιακέ !'' - ‘’Ρε Άγγελε…’’ του είπα ‘’ … δε τους πάω αυτούς πολύ μπανάλ είναι για μένα !’’ αυτός τα δικά του ‘’Σκάσε μνημονιακέ !’’ έπειτα συνέχιζε για τότε που σπούδαζε στην Ιταλία κι είχαν φτιάξει μια φράξια μες το ΠΑΣΟΚ  απ το οποίο  τους είχαν διαβολοστείλει  τελικά, τότε πού όποτε είχαν λεφτά αγόραζαν από κείνο το υπέροχο το  ωμό κρέας το  μαριναρισμένο και κομμένο σε φέτες πάρα πολύ ψιλές που ήταν έξοχο να το φας με τυριά διάφορα πίνοντας κρασιά κόκκινα ‘’Άσε την ηλίθια, τη βλαμμένη γαλλική και την ισπανική κουζίνα κι όλες τις αηδίες, όλα τα λεφτά είναι οι Ιταλοί, αυτοί μονάχα ξέρουν από φαΐ!''

Κοπέλες με σκουλαρίκια  στο  σχήμα που έχουν οι   νότες μουσικές  περνούσαν, ένας λούσερ καταραμένος  που έχει στοιχειώσει τη πόλη και κάθε μέρα πέφτω απάνω του διάβηκε δίπλα μας,  σ ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο πήγαμε να ρωτήσουμε για μια προσφορά, μια γνωστή του μας έλεγε για ταξίδια στη Κωνσταντινούπολη ''Πρέπει να πάτε,  δε γίνεται να μη  δείτε την Αγιά Σοφιά και τα υπόγεια  που υπάρχουν από κάτω της, άμα τ ακολουθήσεις   σε βγάζουν σε κήπους μυστήριους, μέσα από στοές και διαδρόμους μυστικούς, εκεί είναι οι τάφοι των βασιλιάδων και των αυτοκρατόρων, δε σας κάνει εντύπωση ότι δεν έχει βρεθεί ποτέ που ταφήκανε όλοι αυτοί, ο Ιουστινιανός, ο μέγας Κωνσταντίνος, ο Βουλγαροκτόνος, ο Τσιμισκής, ο Φωκάς, οι Ίσαυροι, οι Μακεδόνες, οι Λέοντες,   οι Πορφυρογέννητοι, ο Παλαιολόγος, που στο δαίμονα έχουν θαφτεί όλοι αυτοί; ’’

Σε μια ταβέρνα, είχαμε πάει με τον πρώην αστυνομικό ‘’Άκου μνημονιακέ...'' μου έλεγε, όλα μιλημένα είναι, όλα απ έξω κανονίζονται , είσαι βλάκας , δε το βλέπεις, ότι θέλουν μας κάνουν,  μπορεί και να μας χρεοκοπήσουν άμα γουστάρουν, πόσο το βλέπεις να πάει αυτό, πόσο θ αντέξει το σύστημα έτσι, εγώ έβγαλα ήδη όσα λεφτά είχα έξω, στην Αγγλία  εκτός ευρώ, δε βάζουμε μυαλό αλλιώς,  άστους να καούν όλοι οι ηλίθιοι γέροι κι οι γριές κι οι βλαμμένοι πιτσιρικάδες κι όλοι όσοι κοιμούνται όρθιοι, δεν αξίζουν τίποτα καλύτερο!’’ καθόμουν εκεί και τον κοίταζα σα χαμένος,  κανονικά σιχαίνομαι όσο δε πάει τις θεωρίες συνωμοσίας αλλά δεν είχα να του απαντήσω τίποτα!

Ήταν ωραία η κουβέντα που είχαμε,  τρελαίνομαι να μαθαίνω καινούρια πράγματα κάθε φορά,  και δεν ήταν μονάχα ο Άγγελος.  Και   με τ άλλα τα παιδιά  συζητούσαμε όλες τις μέρες   ατέλειωτα, ώρες,  μέχρι τελικής  εξάντλησης, λέγαμε για τις γιορτές, πως γίνεται να περνάς καλά αυτές τις μέρες, φαίνεται ότι για τους περισσότερους είναι μια αγγαρεία, να δεις φίλους, γνωστούς ,συγγενείς, να ξοδέψεις λεφτά, να κάνεις όλα τα πρέπει που σε σκοτώνουν, λίγοι φαίνεται ότι περνούν πραγματικά καλά! Άλλος έλεγε για τις βροχές που έχουν σαπίσει την ύπαιθρο, στην αυλή του σπιτιού του έξω απ τη πόλη φύτρωσε απ το πουθενά μια πηγή νερού, δε μπορούσε να το πιστέψει είναι κι αυτό σημείο των καιρών! Μας είπε ότι τις λίγες μέρες λιακάδας που έκανε οι αγρότες τρελάθηκαν, έσπερναν όλη μέρα και σβάρνιζαν όλη νύχτα ανακατεύοντας το σπόρο με το χώμα κάτω απ τα φώτα των τρακτέρ τους κι ο κάμπος ολόκληρος είχε πάρει φωτιά ! Άλλος πάλι παραπονιόταν ''Ρε φίλε η γιαγιά μου παίρνει μια συνταξάρα κάτσε καλά, ο θείος μου άλλη συνταξάρα αυτός, δε ξέρουν που να τα ξοδέψουν, μόνο εμείς δεν έχουμε τίποτα!

Μια βουή ευχάριστη,  γιορτινή,  απλώνονταν στη ταβέρνα, τα φωτάκια έτρεχαν αέναα αναβοσβήνοντας στα πράσινα καλώδια, τα παιδιά απ το μαγαζί μας φέρνανε ρετσίνες, σαλάτες, ψάρια, πατάτες, χορταρικά, λέγαμε  για τα ψάρια που βγαίνουν στο Θερμαϊκό, ο  Άγγελος  κάνει ψαροντούφεκο, έλεγε ότι επειδή εκβάλουν τέσσερα ποτάμια στον κόλπο ο τόπος είναι πλημμυρισμένος από θρεπτικές ουσίες, σκουλήκια, χορταράκια, κι άλλα μυστήρια δε ξέρω γω τι που τρώνε τα ψάρια, μονάχα  τα νερά είναι θολά λέει και δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις, πρέπει να κάνει κρύο για να τα δεις καθαρά τότε που είναι μουδιασμένα μες το διάφανο νερό και σε κοιτάζουν καθώς η λεπτή ρίγα που έχουν για να νιώθουν τις δονήσεις του νερού γυαλίζει ανάμεσα στ' αστραφτερά τους λέπια. Η Καλύτερη εποχή λέει για να κυνηγήσεις λαβράκια μεγάλα τόσο που δε χωρούν στην αγκαλιά σου και κεφαλόπουλα και τοπάνια και τσιπούρες και μουρμούρες πλατιές η καλύτερη εποχή λοιπόν είναι η άνοιξη,  τότε που τα φύκια εκκρίνουν κάτι σαν γύρη σε κόκκους εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων,  όλο το νερό πλημμυρίζει απ αυτό το πράγμα, τα ψάρια τρελαίνονται, έρχονται από παντού να συμμετάσχουν στο όργιο!

Στη Μητροπόλεως παρέες μαζεύονταν γύρω από φλόγες γκαζιού, μια ομάδα τυφλών περνούσε , καθένας άγγιζε τον ώμο αυτού που ήταν μπροστά για καθοδήγηση όπως στους πίνακες του Μπρέγγελ, περιστέρια προσγειώνονταν στα πόδια μας, κοράκια πετούσαν από πάνω κοπαδιαστά, μια γυναίκα είχα δει με ρούχα κόκκινα και νύχια μυτερά, έμοιαζε με μάγισσα, ένα κορίτσι λιμάριζε τα νύχια του σε μια στάση περιμένοντας το λεωφορείο, σ ένα μάρμαρο καθισμένο  είχα πετύχει τον Θ  ''Τι κάνεις εδώ ρε;'' - ''Περιμένω να ενεργοποιηθεί  το νιτρικό που πήρα πριν πάω γυμναστήριο!''

Τριγυρνούσαμε  κάθε μέρα στη πόλη, κάτι είχα πάθει, ήθελα  να βγαίνω συνέχεια , ένιωθα κάπως, το χρειαζόμουν, για μένα όλο το θέμα είναι η προσμονή των γιορτών, το μετά το ξέρω, μετά είμαι κάπου άλλου βυθισμένος, σ άλλη κατάσταση!  Ήθελα να μπω οπωσδήποτε στο κλίμα το γιορταστικό όσο πιο γρήγορα γίνεται, το μυαλό  σκόρπιο σε χιλιάδες κομμάτια σέρνονταν, δε μπορούσα να βάλω δυο σκέψεις στη σειρά, ο ‘Άγγελος γελούσε  όπως έπιανα το κεφάλι μου προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. Ομίχλη κάλυπτε τα στενά, στο λεωφορείο του αεροδρομίου κάτι ηλίθιοι Έλληνες του εξωτερικού ήταν όλα νεύρα, καλά πολύ κομπλεξικοί, τι τους κάνουν εκεί έξω ήθελα να ξέρω κι έρχονται έτσι εδώ πέρα ''Γιατί μπαίνετε στο λεωφορείο, αυτό είναι μόνο για μας που πάμε να πάρουμε το αεροπλάνο!'' ρε φίλε τι θες να κάνουμε αφού δε περνά τίποτα, στην Ελλάδα είσαι όχι στην ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα !

Με τα παιδιά λογομαχούσαμε, τα δίναμε όλα,  ο Άγγελος ήταν πάντα μαζί μου ότι και ναλεγα , ερχόμασταν στα μαχαίρια, δε σου κάνω πλάκα, αφού κάποιος πήγε να χειροδικήσει, φαντάσου  που είχαμε φτάσει,  τελικά ζήτησε συγνώμη  χάρισε και στο παρ ολίγον θύμα μια εικόνα με κάτι λόγια του αγίου Ιωάννη της Κρονστάνδης γραμμένα στο πίσω μέρος ''Αν μετανιώσεις πραγματικά και ξομολογηθείς, ίσως σωθείς στο τέλος!'' – ‘’ Άντε σε συγχωρώ…’’ του είπε’’…εσύ έχεις το ακαταλόγιστο!''  αγκαλιαστήκανε, φιλήθηκαν ήταν μια βιβλική  σκηνή!

Ένα παιδί που σπουδάζει στη Γερμανία είχε έρθει για μερικές μέρες να δει τους δικούς του, κάνει το διδακτορικό του    σ ένα πανεπιστήμιο του Βερολίνου, έπρεπε να μάθει αρχαία ελληνικά, λατινικά, αρχαία εβραϊκά αλλιώς δε τον δέχονταν καλά εκεί είναι πολλοί τρελοί μιλάμε! Του λείπει η Ελλάδα μας είπε, είναι ανάμεσα σε καθολικούς , λουθηρανούς, προτεστάντες ευαγγελιστές  και δε ξέρω γω τι άλλο. Στη καφετέρια όπου ήμασταν  μιλούσαμε φωναχτά, είχαμε ανάψει, είχαμε ξεφύγει όλοι μας κοίταζαν όπως φωνάζαμε και χειρονομούσαμε, τα  γκαρσόνια  είχαν φρίξει, ανέβαζαν τη μουσική  να μην ακουγόμαστε,  κουβεντιάζαμε για το ποιοι θα σωθούν στη δευτέρα παρουσία, ποιοι θα καταδικαστούν, ποιοι θα τη σκαπουλάρουν, τι είναι τελικά ο θεός και πως γίνεται να  κρατάει κατάστιχο, να ζυγίζει όλη την ώρα με ακρίβεια και να ξεχωρίζει τους καλούς απ' τα καθάρματα, και τι είναι πιο σημαντικό η αγάπη η ή αλήθεια! Ένας απογοητευμένος έλεγε ότι τίποτα δε του κάνει αίσθηση πια, δε τον νοιάζει αν σωθεί ή όχι,  ζει χωρίς λόγο, εκτελεί κινήσεις ρουτίνας, δε περιμένει τίποτα από το μέλλον όταν  ένας ψηλός  από δίπλα που είχε γυρισμένη τόση ώρα τη πλάτη του  σηκώθηκε και  μας πλησίασε '' Τόση ώρα σας ακούω...'' μας είπε ''...έχω κρατήσει και σημειώσεις!'' άνοιξε ένα μπλοκάκι ''Θέλω να σας πω τη γνώμη μου  για το τι είναι ο θεός!''   -  ' ' Έλα ρε φίλε πες μας!’’ του είπαμε ''Για μένα ο θεός είναι κάτι το απροσδιόριστο, φευγαλέο, κάτι που το ψάχνεις πάντα και δεν το βρίσκεις ποτέ, όλο σου ξεφεύγει, χάνεται και ξαναεμφανίζεται, αυτή ακριβώς όμως είναι η γοητεία του δεν τόχεις ποτέ σίγουρο ποτέ δεν είναι δεδομένο!'' μας άρεσε πολύ αυτό!

 Στην εκκλησία  βρισκόμασταν  όλη την ώρα,  μια γυναίκα όμορφη ξανθιά  είχε έρθει  και τη χαζεύαμε  μέχρι  να δούμε  ότι συνόδευε ένα παιδί  σακατεμένο σ ένα καροτσάκι, κάτι κουφούς ήχους είχαμε πιάσει,  είχα σκάσει, δε μπορούσα να βρω τη δεύτερη φωνή, δε μπορούσα να συντονιστώ, τα νεύρα μου, τελικά την βρήκα, της άλλαξα τα φώτα, την έσκισα, ακουστήκαμε τέλεια, όλοι το κατάλαβαν, κοιτιόμασταν και γελούσαμε, πολύ ωραίο ρε φίλε!

Ένας παπάς  είχε αρχίσει  ένα κήρυγμα  βαρετό και πήγαμε με τον Άγγελο σ ένα στασίδι παραπίσω κάτω από κάτι  αγιογραφίες παλιές  που τις είχαν σοβαντίσει κάποτε  να μου τελειώσει την ιστορία του:

‘’Έβγαλα τα διακριτικά, φόρεσα  ένα μπουφάν πολιτικό, ήταν  ρίσκο, αν με έπιαναν οι αναρχικοί θα με σκότωναν δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω ζωντανός είχαν τόση μανία που έπρεπε να ξεσπάσουν μέχρι να έρχονταν  οι δικοί μου θα με είχαν τελειώσει ! Όμως  πάντα έτσι ήμουνα  δε μπορούσα τη σιγουριά και την ασφάλεια, μου άρεσε το ζειν επικινδύνως, να είμαι συνέχεια στο πεζοδρόμιο! Που λες μνημονιακέ ήξερα τι παίζεται μια καλή δύναμη θα μπορούσαμε να του διώξουμε από κει και να πάρουμε το πτώμα που οι αναρχικοί δεν ήθελαν να παραδώσουν με τίποτα και σε κανέναν! Σκεφτόμουν  ότι είχα δει ότι ήθελα ,  ήταν καιρός να φύγω προτού γίνει τίποτα άσχημο,  όταν χτύπησε η μοτορόλα, ακούστηκε ένα σφύριγμα χαρακτηριστικό κάτι παράσιτα κι όλοι κατάλαβαν    φώναξαν’’ μπάτσος ήταν   ο ασύρματος που είχα στη τσέπη, σκέφτηκα  πόσο ηλίθιος ήμουν που τον είχα κουβαλήσει μαζί,  δε μπορούσαν ευτυχώς  να καταλάβουν από πού έρχονταν τα παράσιτα,  έψαχναν όλοι γύρω τρομαγμένοι ξαφνιασμένοι,  είχα μερικά δευτερόλεπτα να  φύγω όπως έτρεχα μέσα σε μια βροχή από πέτρες και βρισιές και κατάρες ξοπίσω μου   έλεγα μέσα μου θέ μου όχι στο κεφάλι ή στη σπονδυλική στήλη, μη μείνω ανάπηρος αισθάνθηκα  ένα χτύπημα στο πόδι αλλά δεν έδωσα σημασία έφτασε πίσω  λαχανιασμένος  έδωσα το σύνθημα να ορμήξουν όταν χαλάρωσα λίγο ένιωσα ένα τσούξιμο στη φτέρνα έβγαλα το παπούτσι και την κάλτσα είχε πρηστεί όλο το μέρος …..’

 Σκεφτόμουν ότι φτηνά την είχε γλυτώσει, το βαρετό κύρηγμα είχε τελειώσει,   λόγια τρελά ακούγονταν τώρα    ''Άστρον ήδη ανατέταλκε εκ φυλής Ιούδα!'' ''...ανατολή ανατολών!'' , κάτι άλλα '' ....όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλε ο θεός τον υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός γενόμενον υπό νόμον!'' ένα άλλο ''Ακούσας αυτό Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη !'' κι άλλο '' ....πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και έσονται οι τραχείες εις οδούς λείας!'' κι ένα τελευταίο ''...αυτός εστίν ισχυρός, εξουσιαστής, θαυμαστός σύμβουλος, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος!
 

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

BACK TO 505

I'm going back to 505,
If it's a 7 hour flight or a 45 minute drive,
In my imagination you're waiting lying on your side,
With your hands between your thighs…

Arctic Monkeyς 

''Έλα δω!'' του είπε, έπιασε τα χέρια του σφιχτά, ένιωσε τα δικά της, ήταν υπέροχα, ζεστά, άσπρα, διάφανα, καθαρά, ένα πράγμα απίστευτο ένιωθε τις αρθρώσεις των ποδιών του να κόβονται, ένα τρέμουλο που δεν μπορούσε να κοντρολάρει διαπερνούσε το σώμα του για πολύ ώρα.

Τον είχε αιφνιδιάσει, ένιωθε ότι ήταν θερμή απέναντι του όμως που να ξέρεις τι κλώθεται μες το μυαλό των γυναικών! Νόμιζε ότι της ήταν αδιάφορος, δε μπορούσε να καταλάβει, αυτή είχε μια αλαζονεία, ένα στυλ αυτάρεσκο και σνομπ τόση ώρα που του είχε σπάσει τα νεύρα, έκανε σα να ήταν η βασίλισσα της Αγγλίας, γελούσε, δε λογάριαζε τίποτα, όλη την ώρα έβγαζε ένα δαχτυλίδι απ τη τσέπη και το φορούσε στο δείκτη της, την παρακολουθούσε μα δε μπορούσε να καταλάβει τι σκέφτονταν, τι είχε μέσα της! Μπορεί και να του το κρατούσε γιατί όταν είχαν συναντηθεί πήγε να τον αγκαλιάσει έτσι αυθόρμητα κι αυτός την απόφυγε, έτσι ένιωσε εκείνη τη στιγμή, όχι ότι δεν ήθελε, καλά πλάκα κάνουμε τώρα, πέθαινε μέσα του, η καρδιά του χοροπηδούσε , ήθελε να κρατήσει για πάντα ο χρόνος που ήταν μαζί της!

Έκανε  σα παλαβός προηγουμένως είχε πάει  σ ένα ίντερνετ καφέ  να κάνει like σ εκείνη,  είδε ένα μήνυμα στον τοίχο της που έλεγε ''Αποφάσισα να κλείσω το λογαριασμό μου, αιτία είναι το άτομο μ αυτή τη διεύθυνση..... λυπάμαι που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι! ''Από περιέργεια πάτησε τη διεύθυνση που δίνονταν ''Ποιος ηλίθιος να ήταν άραγε;''   σκέφτηκε.  Η οθόνη άνοιξε και τότε απότομα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του  το δικό του το προφίλ! Ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ τα πόδια, του φάνηκε τόσο κακό, τόσο μοχθηρό, τόσο κακόβουλο, δε μπορούσε να το πιστέψει! Τη πήρε τηλέφωνο όμως αυτή δεν απαντούσε, ξαναπήρε, πάλι τίποτα, δεν ήξερε τι να κάνει, σηκώθηκε, ήταν έτοιμος να κλάψει, δίπλα του ένας τύπος γηραλέος κάπως που έπαιζε φρουτάκια όλο το εικοσιτετράωρο τινάχτηκε, '' Είσαι καλά φιλαράκι, χρειάζεσαι τίποτα!''  Τον παρηγόρησε, τον καλμάρισε,   δεν είχαν μιλήσει ποτέ μέχρι τότε, είδανε μαζί το μήνυμα,  μια πλάκα ήταν τελικά κακόγουστη, ο γηραλέος τύπος τον βάρεσε στη πλάτη '' Έλα μη σκας, ηρέμησε!'' χαλάρωσε κάπως όμως σκέφτηκε ότι παραείχε γίνει ευαίσθητος κι ευάλωτος!

Έπρεπε να ηρεμήσει, δε μπορούσε να αφομοιώσει ότι συνέβαινε, τα βράδια ήθελε να κλείσει τα μάτια, να κοιμηθεί, να μη σκέφτεται, στη τηλεόραση  μια ταινία, ένα αεροπλάνο   πετούσε κάπου ψηλά μες τα σύννεφα, νύχτα, επιβάτες αμέριμνοι, μια  κοπέλα μελαχρινή είχε γείρει στο  κάθισμα της,  κάτι κακό προμηνύονταν δε μπορούσε να καταλάβει τι γίνονταν, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί καθόλου!

Ήθελε να τη δει εκείνη τη μέρα,  στο δρόμο από μια χαραμάδα έτρεχε το νερό μιας υδρορροής, μια γάτα με μια κορδέλα άσπρη στο λαιμό έβγαινε ανάμεσα απ τα κάγκελα ενός παράθυρου υπόγειου, στη στέγη μιας πολυκατοικίας δυο κοτσύφια πετούσαν ανάμεσα στους αστραφτερούς ηλιακούς θερμοσίφωνες! Βιάζονταν, καίγονταν, από μια δουλειά τον είχαν σουτάρει, η αφεντικίνα του,  μια βλαμμένη,  αφού του ζήτησε να τις δανείσει δυο χιλιάδες ευρώ λες και γνωρίζονταν διακόσια χρόνια τώρα, λε κι αυτός ήταν καμιά τράπεζα, τελικά   τον σούταρε με ευγένεια υποτίθεται, ήθελε να τη βρίσει μα σκέφτηκε ότι δεν άξιζε τον κόπο να χαλαστεί για ένα τσόκαρο! Βιάζονταν, ένα ταξί είχε πάρει και να δεις που έπεσε σ έναν γνωστό του ταξιτζή, έναν ηλίθιο, δεν ήθελε με τίποτα να τον δει εκείνη την ώρα, άκου τύχη ρε φίλε, άμα δε σε θέλει! Ο ταξιτζής πάλι χάρηκε, ήθελε να μάθει όλα τα νέα, όμως αυτός δεν είχε καμιά όρεξη. Είχε μποτιλιάρισμα, ο ταξιτζής έλεγε όλο χαζά, όλο βλακείες, μα τι βλάκας , τον πήγαινε από κάτι στενά γεμάτα ομίχλη και υγρασία, είχε σκάσει, τελικά κατέβηκε λίγο πριν από κει που ήθελε κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα γίνονταν, έψαχνε να βρει το μέρος όπου θα συναντιόταν, πήρε ένα ασανσέρ, κάποιος ήταν εκεί μέσα και παραμιλούσε μοναχός του καθώς το μεταλλικό κλουβί κατέβαινε, σκάλες, διάδρομοι, βγήκε κάπου, ένα γκαράζ υπόγειο, μια τουαλέτα βρώμικη, στους τοίχους αυτοκόλλητα χρωματιστά, σκισμένα, συνθήματα, βρισιές, αμάξια ανέβαιναν και κατέβαιναν από μια ράμπα παραλίγο να τον τσαλαπατήσουν , είδε κι έπαθε να βρει την έξοδο…

Στο κέντρο είχε πλακώσει κόσμος πολύς, δε μπορούσες να περάσεις από το ζωντανό φράγμα των ανθρώπινων σωμάτων που πλημμύριζαν τον τόπο. Διάφοροι περνούσαν από δίπλα τους, στη θάλασσα,  τα φώτα της παραλίας έτρεμαν πάνω στην επιφάνεια του νερού, σκυλιά μικροσκοπικά έβγαζαν τα κεφάλια τους μέσα από τσάντες γυναικείες , η γάτα με την άσπρη κορδέλα στο λαιμό που είχε δει πρωτύτερα σέρνονταν κάτω απ τις καρέκλες.

Στη καφετέρια έκατσε με τους άλλους και την περίμενε , το μαγαζί ήταν μισοάδειο, ένα ζευγαράκι ήρθε κι έκατσε σε μια γωνία, ένας παππούς με μια πίπα ξύλινη έφευγε, τα κρυστάλλινα ποτήρια αντανακλούσαν το φως των λαμπτήρων, ένα ζευγαράκι φιλιόταν άγαρμπα στα πίσω καθίσματα και του έρχονταν να ξεράσει, ένα μικρό ωραίο με φόρμες μαλακές που έμοιαζαν με πιτζάμες κι ένα σιδεράκι καρφωμένο πάνω απ τα χείλια της κάθονταν από δίπλα και τον κάρφωνε αγνοώντας έναν πιτσιρικά, εντελώς λούσερ μιλάμε, καλά τι ελεεινά που είναι τα παιδιά σ αυτή την ηλικία, σίγουρα τον είχε κουβαλήσει για να μη βγει μόνη της!
Ένα φιλαράκι στο οποίο είχε κάνει μια χάρη, όχι τίποτα σπουδαίο του είχε πάρει ένα δώρο για τα Χριστούγεννα.  Άνοιξε  τη χάρτινη σακούλα,  μια μαύρη μπλούζα Benneton ''Δεν ήταν ανάγκη!'' - ''Έλα είσαι καλό παλικάρι!'' είπε το φιλαράκι. Θα τόβαζε κι αυτό το φιλαράκι στο κλαμπ μαζί με μερικούς ακόμα,  κάποια άτομα σου ανοίγουν ορίζοντες απέραντους, αχανείς, μπορείς να δουλέψεις μ αυτούς,  μ άλλους πάλι το βλέπεις ότι δε μπορεί να συνεχίσεις όπως ήσουν, θέματα αναφύονται εκεί που δε το περίμενες  και σ εμποδίζουν να κοινωνήσεις μαζί τους. Τώρα ακριβώς όμως χρειάζονταν τους φίλους του, τώρα που δεν άντεχε, αν δεν τους ζητούσε βοήθεια τώρα πότε θα τόκανε! Ακόμα όμως κι η καλή παρέα του δεν τον βοηθούσε αυτή τη φορά, δεν τραβούσε, δεν ανέβαινε με τίποτα, ούτε με σφαίρες, δεν υπήρχε κέφι, είχε σκάσει, δεν ήξερε πώς να ζωηρέψει το πράγμα, χρειάζονταν μια εκτόνωση γρήγορη να στανιάρει να ισορροπήσει, μα τι είχαν πάθει όλοι, τι στο διάβολο συνέβαινε!

Σε λίγο ήρθε αυτή επιτέλους, κάθισε άνετη, έπιασε κουβέντα με τα κορίτσια, έλεγαν τα δικά τους φλυαρούσαν ατελείωτα. Προσπαθούσε να κάνει τον αδιάφορο αλλά δεν άντεχε να μη τη παρατηρεί, τα κορίτσια  λέγανε για τότε που έκαναν ενόργανη κι είχαν σώμα σα λάστιχο, μπορούσαν να διπλώνονται και να ελίσσονται και να στριφογυρνάνε σα φίδια! Λέγανε για αγώνες, κύπελλα, διαγωνισμούς, πρωταθλήματα , για παραστάσεις όπου ένιωθαν υπέροχα καθώς το ταλέντο τους ξεχείλιζε, δεν τα ένοιαζε ο κόσμος που έρχονταν, δεκάρα δεν δίνανε για το τι γίνονταν τριγύρω, καρφάκι δεν τους καίγονταν, ήταν απορροφημένα απ τις κινήσεις που έπρεπε να εκτελέσουν, τους ελιγμούς και τα σπασίματα και τις στροφές κι όλα εκείνα τα αλλόκοτα που είναι ικανό να κάνει το γυναικείο σώμα τα εκτελούσαν χαμένα σε μια έκσταση χορευτική! Είχαν σταματήσει το χορό τα κορίτσια, οι προπονήτριες τους τα έψαχναν, όμως το σώμα τους ήταν πάλι ευλύγιστο, μπορούσαν να το κάνουν ότι ήθελαν, λένε ότι αυτή η ικανότητα δε χάνεται, δε φεύγει ποτέ, άμα το έχεις κάνει για χρόνια αρχίζει να κυλά στο αίμα, μένει στη μνήμη των χεριών, των ποδιών, του κορμού κι όλων των μελών που συγκροτούν τον οργανισμό!

Τις άκουγε εκεί πέρα και δε μπορούσε να πάρει το μυαλό του απ αυτήν, μια εικόνα έρχονταν όλη την ώρα στη μνήμη του,  ένα τραπέζι στρωμένο, μια πόρτα, ένα κρύσταλλο , φως έμπαινε από κάπου, ένας μυστικός δείπνος κρεμασμένος. Μια άλλη εικόνα, ένα σχολείο, μια σημαία,  παιδιά τσίριζαν,  φώναζαν, ο ουρανός γκρίζος ,ψιχάλες έπεφταν, ένα δέντρο ,φύλλα πράσινα, και μια άλλη εικόνα, ένα κορίτσι  μελαχρινό γερμένο στο κάθισμα ενός αεροπλάνου  με τα χέρια διπλωμένα  ανάμεσα στους μηρούς κοιμόταν ανασαίνοντας ελαφρά  ....

Δεν ένιωθε καλά, μετά από μέρες υπερέντασης ένιωθε τα μέλη του να παραλύουν, ήταν καιρός άλλωστε, το σώμα θέλει το χρόνο του να ησυχάσει, δε μπορείς να το ταλαιπωρείς συνέχεια, ήξερε τι χρειαζόταν, έπρεπε να το αφήσει να ανακτήσει από μόνο του ενέργεια του, είχε μάθει πια πως λειτουργούσε , όλα ήταν θέμα χρόνου, υπομονής, σωστών χειρισμών, όπως σε όλα άλλωστε! Έπρεπε να περιμένει, να μη το ζορίσει, δεν έπρεπε να ανησυχεί  ήταν θέμα χρόνου να τον πιάσει εκείνη η υγιής αγχωτική διάθεση που τον κατέκλυζε και τον  ενεργοποιούσε.

Τα κορίτσια λέγανε τώρα μια ιστορία για τότε που έπαιζαν βόλεϊ στις παραλίες της Χαλκιδικής με τα γυμνά πόδια να βυθίζονται στην άμμο, ο ιδρώτας κυλούσε στα σώματα κάτω απ τον καυτό ήλιο. Γίνονταν κάποιο πρωτάθλημα , οι ομάδες ήταν μικτές, κάποιο αγόρι που έπαιζε μαζί τους μιλάμε ήταν φοβερός, μπορούσε να καρφώσει από κάθε γωνιά, απόκαθε σημέιο μιλάμε τρελός,  τους είχε διαλύσει όλους, δεν ήξεραν από που τους ερχότανε, τους είχε σκίσει, τους είχε πάρει το σκαλπ, ο τύπος ήταν περίπτωση! Αλλά κι ένα κορίτσι που έπαιζε στην ομάδα δε πήγαινε πίσω, έπιανε όλες τις μπαλιές, έπεφτε, κυλιόταν, σέρβιρε, απέκρουε, τα έδινε όλα, μιλάμε εκείνη η ομάδα πετούσε, έσκιζε, μονάχα στον τελικό δεν το πήρανε το κύπελλο γιατί έπρεπε να φύγουν, έφευγε το λεωφορείο τους δε προλάβαιναν, καλά όταν το άκουσε αυτός σάλταρε , τρελάθηκε, πετάχτηκε ''Είστε καλά, στον τελικό δε φεύγεις, ας παίρνατε ταξί, ας γυρνούσατε με τα πόδια, στο τελικό δε χάνεις , δε γίνεται, δε μπορεί, είναι κανόνας!''

Λέγανε και για εκδρομές τα κορίτσια, πολύ τους άρεσαν τα ταξίδια, είχαν πάει στη Κέρκυρα, το λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα τους είχε φανεί αηδιαστικό, ''Μα γιατί τα κρατάνε εκείνα τα  κόκκαλα! '' Κάτι σκευοφυλάκια ασημένια είχαν δει σε μια εκκλησιά , είχαν αρχίσει να μαυρίζουν, έτσι είναι λέει το ασήμι, θέλει γυάλισμα, με τα χρόνια χάνει τη λάμψη του. Ένα μνημόσυνο γίνονταν σ εκείνη την εκκλησιά, πιάτα με κόλλυβα, σταυροί φτιαγμένοι με κανέλα, χαρτάκια, ονόματα γραμμένα με στυλό, ‘’Κώστας, Αλεξία, Χριστόφορος’’ είχαν δει κι ένα άλλο που είχε παραπέσει, το άνοιξαν είχαν διαβάσει δίπλα από κάποιο όνομα ‘’Να γίνει παρακαλώ θερμή μνημόνευση, βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο!’’

Αυτή ένιωθε νευρική, ανήσυχη, έδειχνε σα να βαριόταν, ένιωθε ότι την έχανε, είχε δώσει τον καλύτερο εαυτό του όμως οι γυναίκες ποτέ δεν είναι απόλυτα ευχαριστημένες, πάντα θέλουν κάτι παραπάνω, μπορούν να σε τρελάνουν άμα δεν πατάς καλά, όμως δεν είχε πει ούτε μια βλακεία όση ώρα ήταν μαζί της, ήταν φανερό ότι μπορούσε να μιλήσει για ένα κάρο πράγματα ενδιαφέροντα όμως πάλι δεν ήταν σίγουρος αν της άρεσε!

Σηκώθηκαν να φύγουν, αυτή για κάποιο λόγο καθυστερούσε στην καρέκλα της ενώ τόση ώρα δε κάθονταν στ αυγά της! Πήγαν κατά την έξοδο και περίμεναν κάποιον απ τη παρέα, αυτός πέταξε κάτι στο στυλ ότι τα κορίτσια δε θα μπορούσαν να κάνουν ότι έκαναν, για παράδειγμα αν ήταν τόσο καλές όσο λέγανε θα μπορούσαν να κάνουν σπαγκάτο εκεί επί τόπου στη μέση του δρόμου; Αυτή άναψε, κοκκίνισε, έμοιαζε έτσι πιο όμορφη από ποτέ, ήταν από κείνες τις στιγμές που ευλογείς το θεό γιατί έπλασε τις γυναίκες!  Γύρισε και τον κοίταξε  έντονα, μες τα μάτια   '' Θες να το κάνω, θες να το κάνω τώρα,  εδώ ! είπε κι έπιασε τα χέρια του ''Έλα δω,  πιάσε με καλά!'' Δε καταλάβαινε τι γίνονταν μόνο ένιωθε τα χέρια της μες τα δικά του, ήταν ένα αίσθημα μεθυστικό και κει ρε φίλε έγινε κάτι μαγικό.

Με μια κίνηση τσάκισε το σώμα της κι απλώθηκε στο τσιμέντο σα να κόπηκε στα δύο,    σα να σχίστηκε στη μέση, έσπασε,  έγλειψε το τσιμέντο με το κάτω μέρος των μηρών της κι ύστερα τραβώντας ελαφρά σηκώθηκε ξανά σαν ελατήριο, σαν αίλουρος,  σαν  πάνθηρας!

Τον κοίταζε θριαμβευτικά , αυτός είχε μείνει κόκκαλο, δεν το πίστευε, έγινε τόσο γρήγορα, είχε μείνει άγαλμα, ένιωσε απότομα τα πόδια του να τρέμουν απ τα γόνατα και κάτω, οι αρθρώσεις του σα να παρέλυαν,  σα να διαλύονταν και να αποσυνθέτονταν,  κατά το αεροδρόμιο  ένα αεροπλάνο κατέβαινε μες την ομίχλη  με αναμμένα τα μπλε φώτα του έκλεισε τα μάτια   και είδε χιλιάδες κύκλους σ ένα χρώμα αστραφτερό γαλάζιο να αναβοσβήνουν σα να υπήρχε μες το μυαλό του ένα σύμπαν ολόκληρο που λαμπύριζε!

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΑ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ

Η καρδιά του σκίρτησε όταν την είδε , χτυπούσε  τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα πεταχτεί από μέσα του και θα μπορέσει να την πιάσει με τα χέρια του!

Απ το λύκειο  είχε να τη δει,  στην αόρατη  διαβάθμιση  που υπήρχε τότε στο σχολείο  αυτή ήταν  το  νούμερο δύο μέσα σε πεντακόσια παιδιά , μπροστά της ήταν μονάχα   μια ξανθιά γαλανομάτα, ψηλή, με λεφτά  που φορούσε ρούχα  φανταχτερά κι είχε όποιον ήθελε!  Αυτή ήταν δεύτερη ρε μεγάλε, δεύτερη,  όχι ότι κι ότι, δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή μα   είχε έναν αέρα φοβερό, μια άνεση,  μια σιγουριά, μια αυτοπεποίθηση,    μια ωριμότητα, σα να μην υπήρχε άλλη καμιά στον κόσμο όλο,  σα να  ήταν  αυτή μόνο!

 Έτσι είναι οι γυναίκες,  επειδή μπορούν να γεννήσουν γρήγορα πρέπει να είναι προετοιμασμένες γι αυτό το ρόλο, πρέπει να μεγαλώσουν γρήγορα για κάθε ενδεχόμενο,  δεν είναι εύκολο πράγμα να φτιάχνεις μέσα σου παιδιά, άμα το σκεφτείς καλά δεν υπάρχει πιο τρελό πράγμα!  Θέλει κάποια υποδομή πνευματική , μια αντοχή, μια δύναμη, ένα υπόβαθρο,   τα κορίτσια αρχίζουν να    σκέφτονται από μικρά   πράγματα απίστευτα,   αδιανόητα για τ  αγόρια,  το δουλεύουν , έτσι είναι οι γυναίκες,  από μια σταλιά έχουν προσανατολισμό,  δεν είναι σαν εμάς τα χαϊβάνια!

Απ το δημοτικό την είχε ψυλλιαστεί αυτή, το φαντάζεσαι, απ το δημοτικό, από τόσο δα  μάθαινε πώς να πλησιάζει τους άντρες! Τότε δεν τη θέλανε, ένα μικρό ασχημούτσικο ήτανε, περνούσε απαρατήρητη, όλα τα αγοράκια την αγνοούσαν, την είχαν του πεταμού,  τότε ακριβώς όμως  ορκίστηκε  ότι θα το άλλαζε αυτό για πάντα και  τόκανε ! Στο γυμνάσιο όλα άλλαξαν, είχε βρει έναν τρόπο να την θέλουν, να γίνεται ποθητή, είχε βρει  ένα ύφος  μυστήριο, μια αύρα, της είχε γίνει εμμονή,  στο τέλος το κατάφερε! 

 Στο λύκειο την είχε ερωτευτεί κι  αυτός   φυσικά, σιγά μη του ξέφευγε! Είχε κομπλάρει, είχε κολλήσει μαζί της, τη σκέφτονταν συνέχεια, ήταν μια έλξη πανίσχυρη,  ακατανίκητη, τη μια τρελαίνονταν σαν την έβλεπε  και  την άλλη γκρεμοτσακίζονταν στην αβεβαιότητα ήταν σα να έπεφτε σ ένα χαντάκι απ το οποίο  πάσχιζε να βγει και δεν τα κατάφερνε, υπήρχε μια χημεία εκρηκτική  που όμως αυτήν για κάποιο λόγο δεν την άγγιζε.    Ένιωθε πολύ μικρός, , αδύναμος, στο έλεος της, δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του, μπορούσε να τον κάνει ότι θέλει, σα να του είχε κάνει μάγια ένα πράγμα. Τον αντιμετώπιζε συγκαταβατικά σα να  είχαν δέκα χρόνια διαφορά, σα να ήταν το μικρό της αδερφάκι, δεν του έδινε ελπίδες όμως πάντα εμφανίζονταν όταν  τη ζητούσε, κατά κάποιο τρόπο τον χρειάζονταν κι αυτή .  Τον αγκάλιαζε για λίγο  σα να τον παρηγορούσε όπως κάνουν οι γυναίκες που ξέρουν ότι αυτές έχουν το πάνω χέρι σ αυτά τα πράγματα όταν οι άνδρες παραδίνονται.   Είχε απελπιστεί,  δε μπορούσε να τη ξεπεράσει, την ήθελα κοντά του συνεχώς, δεν ήξερε τι να κάνει,  ο μόνος που μπορούσε να τον βοηθήσει ήταν η ίδια κι αυτό ακριβώς έκανε, της ζήτησε να τον βοηθήσει, να τον βγάλει απ το τέλμα. Είχαν βρεθεί τότε σ ένα παρκάκι,  του  είχε χάιδεψε  τα μαλλιά,   τον φίλησε απαλά  στο μάγουλο,   αυτό ήταν,  ηρέμησε, δεν ήθελε τίποτα άλλο. 

 Μονάχα μια φορά τον είχε πληγώσει, του είχε πει να μη στέκεται κοντά,  κάποιον  θα είχε στο μυαλό της,   ήταν νωρίς το πρωί, αυτός  δεν είχε ξυπνήσει καλά- καλά, ήταν χαλαρός,  ευάλωτος  ‘’Πήγαινε κάπου αλλού, σήκω φύγε, εξαφανίσου, μη κάθεσαι σα βλαμμένο !’’

 Άκουσε τότε  τη καρδιά  του να κάνει κρακ σα να έσπαζε κάτι μέσα του ,ένιωθε ένα  κενό στο  στήθος,  ένα χάσμα,  μια τρύπα τεράστια που τα κατάπινε όλα και  δε μπορούσε να γεμίσει με τίποτα,   όλα κατέρρευσαν,  τα λόγια της τον είχαν χτυπήσει  κατάστηθα,  δε μπορούσε να  συνέλθει. Τον είχε συντρίψει, ήθελε να κλάψει ντρέπονταν όμως, τα μάτια του είχαν βουρκώσει, έβαλε το δάχτυλο στη μύτη,  αίμα έτρεχε,  το πάθαινε αυτό,  αυτή  σα να  μετάνιωσε, πήγε κοντά του,   έβγαλε ένα χαρτομάντιλο απ το τσαντάκι της και του σκούπισε  μαλακά το αίμα  ΄΄ Έλα να σε δω, μη κλαις, άστο σε μένα δεν είναι τίποτα!’’

 Από τότε δεν είχε ξαναερωτευτεί,  υποσυνείδητα ο οργανισμός του σαν να  ήθελε να τον προστατέψει  και τον απέτρεπε όποτε εμφανίζονταν κάτι . Πέρασε ο καιρός , το είχε ξεχάσει,  οι φίλοι είχαν παντρευτεί πια, είχαν κάνει παιδιά, οικογένειες,  έτρεχαν από δω κι από κει ,είχαν ένα κάρο ζόρια,  δεν ήξεραν τι να κάνουν πρώτα, που να κοιτάξουν, είχαν χάσει τη μπάλα! ‘’ Μη τυχόν  κάνεις  παιδιά!’’ του είχε πει ένας  ‘’Η  γυναίκα   μου δε τα θέλει, μόνος μου τα μεγαλώνω, στο τρίτο  έπαθε  κατάθλιψη,  μετά τη γέννα δεν ήθελε να  τα βλέπει ιδίως  το μικρό,  έπαιρνε φάρμακα, της είχε πάρει  μήνες   μέχρι να το ξεπεράσει, φοβόταν μη κάνει καμιά ζημιά στο μωρό, μη το πνίξει μη το ρίξει από κάνα ύψος, κάτι τις πιάνει τις γυναίκες, άλλες είναι νορμάλ, θέλουν από ένα αλεπουδάκι όπως το λένε να ξανανιώσουν,  άλλες πάλι  τρελαίνονται, μη σου τύχει, μη κάνεις παιδιά !’’

 Πόσος καιρός είχε περάσει,  νόμιζε ότι  δε θα  είχε ξανά προβλήματα,  από ένα σημείο  ακολουθείς τη ζωή κι όπου σε πάει, αν είναι νάρθει θάρθει που λένε.  Επαγγελματικά ήταν κάπως, με τις φίλες τα είχε βρει,  πάντα τα πήγαινε καλύτερα με τις γυναίκες,  αυτές τον καταλάβαιναν καλύτερα, όμως  στα ερωτικά   ήταν άτυχος,  είναι  θέμα συγκυριών, μπορεί να τύχει και να πέφτεις όλη την ώρα  στα λάθος άτομα,   να μην  πετύχεις αυτά που μπορούν να  τα  ανατρέψουν  όλα μες το μυαλό σου, που θα μπορούσαν να καταρρίψουν  όλους τους μύθους  αποδείχνοντας ότι δεν είναι όλες ίδιες, ότι υπάρχουν  καλά και τίμια θηλυκά στα οποία αξίζει ν αφιερώσεις τη ζωή σου,   όλες οι περιπτώσεις που συναντάς  μπορεί να μη σου βγαίνουν και τότε αρχίζεις  να πιστεύεις ότι έτσι κάνουν όλες…

 Eκείνο το βράδυ,  λες κι είχαν ανοίξει οι ουρανοί, στη θάλασσα επέπλεε  κάτι  που θύμιζε κήτος ξαπλωμένο,   στις βιτρίνες των μαγαζιών οι τηλεοράσεις έδειχναν ανθρώπους  κι αυτοκίνητα να  περνούν κάτω απ τον πύργο του Άιφελ,  χρυσάνθεμα αυτοκρατορικά   που απλώνονταν  σε θερμοκήπια σαν ποτάμια ,   τοπία απόκοσμα, κοιλάδες και φαράγγια, ουρανούς έναστρους, βροχές από αστέρια, αιωροπτεριστές  να προσγειώνονται σε λίμνες γαλάζιες, αλεξιπτωτιστές να γκρεμίζονται από αεροπλάνα κάνοντας   φιγούρες  χορευτικές στον αέρα. Στα καφενεία τσιγάρα  και καφέδες, μια γάτα περνούσε κάτω απ τις καρέκλες τσακίζοντας τη μέση της,  στα  γυμναστήρια φλέβες, σώματα, μηροί, χέρια μηχανήματα, ιδρώτας, ανάσες πολλές, όλα ανακατεμένα, μια αίσθηση αποπνικτική.   Στα καταστήματα με τα ηλεκτρονικά  κόσμος αγόραζε κινητά, mp3, mp4, τηλεοράσεις, αποκωδικοποιητές, στους δρόμους    υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα μπροστά σε τζάμια θολά, επιγραφές φωτεινές κρέμονταν στα πλαϊνά των ξενοδοχείων, αμάξια έτρεχαν εκτινάσσοντας νερά παντού. Ένα μπλοκάρισμα στο δρόμο, δυο λεωφορεία είχανε τρακάρει, ένας ποδηλάτης περνούσε μες το γενικό χαμό κάνοντας ελιγμούς,   ακούστηκε ένας γδούπος,  ένας ήχος υπόκωφος σαν κάτι μαλακό  να χτυπούσε στο τσιμέντο  με δύναμη,   ο ποδηλάτης  είχε καρφωθεί σ ένα μηχανάκι  και κείτονταν στην άσφαλτο, το τζιν του είχε σκιστεί, μια πληγή φαίνονταν στο γόνατο του,  ο πάτος είχε ξεκολλήσει από ένα παπούτσι του, έβγαλε με κόπο  το κράνος   του, προσπαθούσε να καλέσει κάποιον δικό του  με το κινητό. Κόσμος μαζεύτηκε να δει τι γίνεται,  σκουπίδια  άφθονα τριγύρω σα  κάποιος να είχε ανοίξει όλους τους κάδους που υπήρχαν στην πόλη,   ένας γέρος ξέπλενε το λασπωμένο παπούτσι του σ ένα νερόλακκο,  ένας σκύλος μουσκεμένος  πέρασε,  σάλια έτρεχαν απ το στόμα του, πλησίασε κι αυτός, ο ποδηλάτης  έδειχνε τρομαγμένος , ένας ήχος σαν πυροβολισμός ακούστηκε από κάπου, ένας συναγερμός  ενεργοποιήθηκε κι άρχισε να ουρλιάζει,   μια γριά που άνοιγε τη τσάντα της να πάρει κάτι στράφηκε να κοιτάξει πίσω έντρομη …

Είχε πλησιάσει κι αυτός να δει τι γίνεται ήρθαν οι αστυνόμοι με τις στολές που του έκαναν να μοιάζουν με πολεμιστές αρχαίους ''Εντάξει,  μπορείτε να φύγετε όλοι σας!'' Για  ένα μαγαζί  τράβηξε,  διάφοροι είχαν μαζευτεί  εκεί,  φωνές, κάποιοι  καυγάδιζαν, κάτι   γίνονταν, δε μπορούσε να καταλάβει ακριβώς. Μια γριά κοκαλιάρα, κύριος οίδε πως  βρέθηκε εκεί πέρα,  ζητούσε με μανία  κάτι  από έναν τύπο με γραβάτα, δικηγόρος   πρέπει να ήτανε.   Φώναζε ότι της είχε φάει λεφτά, χωράφια, περιουσίες, ο άλλος προσπαθούσε να τη ξεφορτωθεί, η γριά  δε καταλάβαινε τίποτα, δε μπορούσαν  να τη μαζέψουν, τελικά με το ζόρι  ξεκουμπίστηκε ! Ένας παλαβός από μια γωνία έπιασε ένα τραγούδι παλιό , λαϊκό, ‘’Πάρε τα αχνάρια π’  άφησαν…’’  καλά μιλάμε πολύ φάλτσος,  ότι να ναι,  είχε  όμως διάθεση,  ήθελε να το βγάλει από μέσα του, μπήκαν  κι οι άλλοι  στο κόλπο,  άρχισαν να τραγουδάνε,  κάποιος που ήξερε έκανε δεύτερη  φωνή,  ακούγονταν όμορφα, σκεφτόταν ότι   χρειάζονταν λίγη εκτόνωση  για να  ξεχαστεί κάπως   όταν την πήρε το μάτι του,  πως δεν την είχε προσέξει  νωρίτερα,   καθόταν σε μια μεριά και τον κοίταζε καθώς έριχνε ανέμελα  ένα   χρωματιστό  μαντήλι στο λαιμό   όπως οι μαντόνες  του Καραβάτζιο,   έβαζε ασυναίσθητα  το χέρι  κάτω απ τη μπλούζα της  ενώ μιλούσε  στο κινητό,  τα δάχτυλα της έπαιρναν  σχήματα παράξενα…

Νάτηνε πάλι λοιπόν  μπροστά του σα να μην είχε αλλάξει τίποτα,  τουλάχιστον έτσι έδειχνε. ‘’Το ήξερα ότι θα ξαναβλεπόμαστε!’’ του  πέταξε κι αμέσως ήταν  σα να γύριζε πίσω σ εκείνο το γλυκόπικρο πράγμα που ένιωθε στο λύκειο, πάλι εκείνη η εκρηκτική χημεία, πάλι εκείνο το παλιό  συναίσθημα σα να ξαναέρχονταν, σα να έστεκε κάπου βαθιά μέσα του κοιμισμένο και τώρα ξαναβγήκε στην επιφάνεια ,  σα να μην είχε αλλάξει τίποτα, σα να συνεχίζονταν  κάτι που άρχισε από πολύ παλιά, σα να εξακολουθούσε  κάτι  που συνέβαινε από πάντα, νόμιζε ότι πάλι θ άρχιζαν να κόβονται τα  πόδια του.  Αυτή είχε ακόμα εκείνον τον αέρα, εκείνη την αύρα, εκείνον  τον  τρόπο να τον ηλεκτρίζει, ήταν   σα να ξαναβρήκε εκείνο  το αίσθημα,  σα να περνούσε από μέσα του ρεύμα που  τον ενεργοποιούσε και  τον ζωντάνευε ίσως μπορούσε ν  απελευθερωθεί,  να ξεπεράσει το φόβο του μη τυχόν πέσει  στο χαντάκι όπου έπεφτε κάποτε, μήπως   ξαναγίνει η καρδιά του  μια  μαύρη τρύπα.

  ''Μπορεί να είναι αυτή  !’’ σκέφτηκε,’’ Μπορεί να είναι αυτή που θέλω, που ήθελα πάντοτε!’’ 

 Αυτό θα ήταν υπέροχο, αν μπορούσε να το αναστήσει,  ίσως αυτή να ήταν αυτό που έψαχνε, τον ήξερε καλά, ίσως   μπορούσε να συνεννοηθεί  μαζί της, να βρει μια  άκρη,   ίσως είχε αλλάξει,   ίσως αντιδρούσε λογικά , καταλαβαίνεις  λογικά, δίχως κόλπα κι αηδίες,  δίχως να τρελαίνεται όταν της δίνεις σημασία,  ίσως  μπορούσες να την εμπιστευτείς, ίσως  ήταν προβλέψιμη, υποτίθεται ότι αυτό είναι βαρετό όμως δε μπορείς να χτίσεις σε μια σχέση αν ο άλλος δεν έχει μια σταθερότητα,  μια προβλεψιμότητα, μια συνέπεια! 

 Θα μπορούσε να τον συμπληρώσει, να τον γεμίσει, δεν ήθελε πολλά, μονάχα την αίσθηση ότι σ αυτόν τον κόσμο κάποιος τον νοιάζεται και θα  είναι δίπλα του όταν χρειαστεί, μια αίσθηση γαλήνια έψαχνε σαν  εκείνη όταν είχε κοινωνήσει μια φορά κι ένιωσε να γεμίζει  μια υγεία, μια φρεσκάδα,  μια  ευφορία,  σαν να είχε καθαρίσει το σώμα  και το  μυαλό  του από κάθε πονηρή και κακή σκέψη κι όλα έμοιαζαν όμορφα  κι όλους τους αγαπούσε γύρω του . 

Μίλησαν λίγο, προσπαθούσε να την παρακολουθήσει , να θυμηθεί τα παλιά μα δε μπορούσε, κατι δεν δούλευε,  από δίπλα είχαν πιάσει μια συζήτηση για  θέματα αλλόκοτα, κάποιος ισχυρίζονταν ότι αν  ο θεός είναι μεγαλόψυχος θα έπρεπε να σώσει και το διάβολο, πρέπει να είχε σπουδάσει θεολογία  ή κάτι τέτοιο,  έμοιαζε να ξέρει απ αυτά ''Το σχέδιο του θεού...'' έλεγε ''... δε μπορεί να είναι τέλειο,   το έχει πει κι ο Ωριγένης,  αν δεν σωθούν όλα τα ορατά κι αόρατα  που υπάρχουν στο σύμπαν ανάμεσα τους κι ο διάβολος! ''

 Αυτό το τελευταίο του φάνηκε τερατώδες,  μια δίψα τρομερή  ένιωθε σα να είχε φάει κάτι πολύ  αρμυρό, στο μυαλό του μπερδεύονταν μαύροι  διάβολοι και μαντόνες με μαντήλια  χρωματιστά,    μια σταγόνα αίμα είδε να πέφτει στο πάτωμα,  έφερε το δάχτυλο κι αισθάνθηκε τη μύτη του να τρέχει '' Έλα  δω να σε δω !''είπε αυτή και τον έπιασε τρυφερά ''Άστο σε μένα,  δεν είναι τίποτα''

Τον κράτησε και περπάτησαν μπροστά από τα καταστήματα με τις τηλεοράσεις που έδειχναν  αλεξιπτωτιστές να κάνουν φιγούρες στον αέρα κι άλλους προσγειώνονται σε λίμνες και θερμοκήπια  απέραντα  με  χρυσάνθεμα αυτοκρατορικά  που άνθιζαν κι απλώνονταν σαν ποτάμια...
 

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΑΥΤΗ ΜΟΝΑΧΑ

Ούτε κατάλαβα πως έγινε, υποτίθεται ότι πρόσεχα αλλά τη τύφλα μου δεν έβλεπα, έπεσα σα βλάκας, οι φίλες μου γελούσαν, εντάξει κορίτσια γελάστε όσο θέλετε, αλλά φίλε δεν άντεχα, δε μπορούσα, όλα μαζί πέσανε, δε γίνονταν.

Δεν άντεχα, τα είχαμε πει, δεν ερωτευόμαστε αν δεν είμαστε σίγουροι τι παίζει απ την άλλη μεριά, φυλάμε τα νώτα μας, δεν αφήνουμε να μας κατακλύσει αυτό το πράγμα, κρατάμε άμυνα, ναι καλά, άμα αρχίσεις να το σκέφτεσαι συνέχεια άντε γεια, στο τέλος χάνεις τη μπάλα!

Και την έχασα, όμως με είχαν σαπίσει, έτρεχα σα παλαβός, έπρεπε να φτιάξω εργασίες για θέματα που δε σκάμπαζα ''Ανάλυση συμπεριφορών στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλον!'' άκου τώρα. Σ ένα σπίτι έγραφα κι έσβηνα, πάλευα ανάμεσα σε σημειώσεις, έπρεπε να βγουν δυο χιλιάδες καταραμένες λέξεις με κάποιο τρόπο, δυο χιλιάδες λέξεις σε μια γλώσσα ξένη, όμως κάπου έπρεπε να κατευθύνω τη σκέψη μου επειγόντως , γιατί θα σαλτάριζα αν δε την έβλεπα εκείνη τη μέρα! Από το παράθυρο ενός μπαλκονιού κοίταζα έξω τη θάλασσα, τα σπίτια, κοράκια έκαναν ακροβατικά ανάμεσα σε γραμμές που χάραζαν τ αεροπλάνα κόντρα στο ηλιοβασίλεμα ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας. Έπρεπε να βγουν δυο χιλιάδες λέξεις, ο μικρός δε μπορούσε να γράψει τίποτα ρε φίλε σα να ήταν αυτιστικός, δε δούλευε το μυαλό του, δεν είχε φαντασία, δεν είχε θηλυκό μυαλό που γεννάει, κάτι δεν είχε πάντως, όταν το είδε έπαθε πλάκα, ''Πως τόκανες;'.

Δε μπορούσα, με τα παιδιά σε μια παρέα συζητούσαμε, για τον άλλο κόσμο λέγαμε, για τον παράδεισο και για την κόλαση. '' Πως τη φαντάζεσαι εσύ;'' ρώτησα τον πονεμένο φίλο μου, ''Μη περιμένεις να συναντήσεις καζάνια και φλόγες, κόλαση είναι να είσαι στους αιώνες των αιώνων μοναχός, να μη βρίσκει πουθενά γαλήνη η ψυχή σου καθώς θα περιπλανιέται αέναα και στο διηνεκές στις αβύσσους και στα τάρταρα! '' δε λέει. ''Στο παράδεισο απ την άλλη θα ευφραίνεσαι για πάντα στην αγκαλιά του θεού!'' ρε φίλε εκεί θέλω κι εγώ ! Τον ρώτησα αν ελπίζει να συναντήσει στον παράδεισο κανέναν δικό του, ''Το μπαμπά μου αποκλείεται τέτοιος που ήτανε, έτσι όπως έπινε, τη μάνα μου ίσως, αυτή ήταν καλή !''. Με ρώτησε γιατί δεν εξομολογούμαι, και πώς να πω ρε φίλε ότι δεν είμαι σίγουρος για το αν υπάρχει ο θεός! Λέει ο φίλος ο πονεμένος ότι όλα είναι ανθρώπινα, κι οι αμφιβολίες είναι μες το πρόγραμμα απλά πρέπει να μετανιώσεις και να συγχωρέσεις και να αγαπήσεις! Όμως ρε φίλε εμείς κακία δε κρατάμε, δε μπορούμε να κρατήσουμε, δε ξέρουμε πως γίνεται αυτό! Εμείς αγαπάμε όλο τον κόσμο, από αγάπη άλλο τίποτα ειδικά τώρα, κι αν αγαπάς τον πλησίον σου λέει σώζεσαι, οκ λοιπόν, εμείς που αγαπάμε πρέπει να σωθούμε, τώρα αν τυχαίνει να αγαπάμε όμορφες συνήθως τι φταίμε ρε φίλε όχι πες μου ! Όσο για τους άλλους, τους αντιπαθητικούς τους οποίους λένε ότι κι αυτούς πρέπει να τους να αγαπήσουμε να μου επιτρέψουν κι άλλωστε κι ο θεός ο ίδιος δεν μπορεί να τους συγχωρέσει όλους, κάποιοι είναι καταδικασμένοι έτσι δεν είναι, κάποιοι είναι χαμένοι από χέρι, κάποιοι δε τη γλυτώνουν τη κόλαση πως λοιπόν ζητά από μας να είμαστε τόσο μεγαλόψυχοι;

Δε μπορούσα ,δεν άντεχα, δε γινόταν, έπρεπε, δε μπορείς να πας κόντρα στο φτωχό τον εαυτό σου, δε μπορείς να του ζητάς πράγματα που δεν αντέχει, εδώ δεν έχεις να κάνεις με θεωρίες!

Το πρωί τα μικρά έφευγαν για τα σχολείο φορώντας σκουφάκια πολύχρωμα, άνθρωποι αγουροξυπνημένοι έβγαιναν από πολυκατοικίες κρατώντας θερμός με καφέ ζεστό. Στο δρόμο οι ποδηλάτες έστρεφαν πίσω το βλέμμα καθώς έγερναν για να στρίψουν, όλοι οι οδηγοί περνούσαν με κόκκινο, στις αυλακιές που σχηματίζονταν από τα χιλιάδες λάστιχα μπορούσες να τσακιστείς και να σκοτωθείς, ένα αμάξι με τσαλακωμένη μούρη είχα δει να περνά, μια λάμψη μεταλλική με ζάλισε, κάποιος ανέβαζε μια πλατφόρμα μ ένα τηλεχειριστήριο, η θάλασσα χρύσιζε κάπου στη παραλία ανάμεσα στα δέντρα. Στις στάσεις γυναίκες στέκονταν με το ένα γόνατο λυγισμένο, μια γιαγιά έβγαζε μια οσμή σα να είχε βγει μόλις απ το μικροβιολογικό εργαστήριο, στα ραντάρ τα λεωφορεία είχαν κολλήσει, δεν έλεγαν να εμφανιστούν, είχα σκάσει! Μια ξανθιά χτυπούσε το τζάμι ενός αστικού που έφευγε με το δαχτυλίδι που είχε περασμένο στο δάχτυλο της, ο οδηγός δεν έδινε σημασία, αυτή τον έβριζε…. Στα σούπερ μάρκετ γριές άνοιγαν τις τσάντες τους, καλά εκεί μ έχουν χάσει, βδομάδες έχω να πάω, οι κοπέλες που δουλεύουν εκεί με βλέπουν και τρομάζουν ! Στα ταμεία κόσμος με καροτσάκια και σακούλες, πορτοφόλια άνοιγαν χαρτονομίσματα, φωτογραφίες, κάρτες, σακούλες, καρότσια.

 Σ ένα ιντερνέτ καφέ άδειασα κατά λάθος όλα τα ψιλά που είχα στη τσέπη, το πάτωμα γέμισε κέρματα, ένας πιτσιρικάς μου τα έδειχνε όπως ρολάριζαν κάτω απ τις καρέκλες. Κάθισα εκεί πέρα, στη τηλεόραση αθλητικά, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, ντοκιμαντέρ, τοπία χιονισμένα, ένα κορίτσι μου είχε φέρει μια σοκολάτα καυτή κι ένα ποτήρι γεμάτο παγάκια, της ζήτησα να τα βγάλει, την έβλεπα που τα άδειαζε στο νεροχύτη, μου ζήτησε συγγνώμη, δεν ήταν ανάγκη αλλά ήταν όμορφο!

Τη πάτησα εντάξει, άντε να εξηγήσεις τώρα, αλλά είχα βαρεθεί, κάτι έπρεπε να κάνω, οι γιορτές πλησίαζαν, δεν άντεχα ξανά τα ίδια , έπρεπε κάτι διαφορετικό να γίνει! Με τα παιδιά σκοτωνόμασταν για τα θεολογικά, που έχω μπλέξει, δε θέλουν συμπροσευχή με τον πάπα , με τους καθολικούς, με τους προτεστάντες, με τους μουσουλμάνους, με τους Κινέζους, με κανένα! Κανένας δε με υποστήριζε, είχα λυσσάξει, είχα νεύρα δε ξέρω από που, φαίνεται ότι όταν ερωτεύεσαι γίνεσαι πιο ευερέθιστος. Όμως τι να τους πεις, ναι παιδιά, όπως θέλετε, καθίστε στ αυγά σας όσο ο κόσμος τη ψάχνει με τη γιόγκα και με τα βουδιστικά τα κόλπα τα καινούρια, τις τάντρες, τα άβαταρ και τις φιλοσοφίες τις μυστήριες, εσείς στο κόσμο σας, κρατήστε τη καθαρότητα σας , χαιρετίσματα!

Στη καμάρα λαμπάκια αναβόσβηναν στα γύρω καταστήματα, φοιτητές μαζεύονταν το σούρουπο, σκουπίδια παντού σκορπισμένα. Στα Μικέλ τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με κανάτες γεμάτες νερό, θερμοπομποί περνούσαν απ το πλάι κι από πάνω, γύρω πλαίσια γυάλινα, στα τραπέζια καλαμάκια άδειαζαν ποτήρια με καφέδες και πιοτά. Στη βιβλιοθήκη ένας γέρος διάβαζε ένα λεξικό με όρους μυστήριους, μ ένα μολυβάκι κρατούσε σημειώσεις, όταν έφυγε το άνοιξα, δε καταλάβαινα και πολλά, φωνές ακούστηκαν, ένας ψυχοπαθής έκανε επίθεση στους υπάλληλους, όλοι τα έχουν με το δημόσιο, όλοι θέλουν να τα φορτώσουν κάπου, όλοι έχουν τρελαθεί, έπρεπε να το υπερασπιστώ το παιδί που δούλευε εκεί, τον ήξερα, ''Μίλα του καλύτερα!'' του είπα του άλλου του ηλίθιου!

Απεργία είχαν όλα τα μέσα, έπρεπε να πάω με τα πόδια, ένα ψιλόβροχο έβλεπες να πέφτει λοξά μπροστά στα φανάρια των αυτοκινήτων καθώς τα φώτα τους έφτιαχναν μια καμπύλη στα κοιλώματα του δρόμου έξω απ τη Νεάπολη. Ένα ρέμα, κάτι κορμοί δέντρων, έλατα πουλούσαν κάτω από μια γέφυρα, σ ένα θερμοκήπιο γλάστρες με λουλούδια βρεγμένα. Στο σπίτι του ο Άγγελος που μαθαίνει αγγλικά μήπως και συνεννοηθεί με τους λεφτάδες τους Ρώσους το καλοκαίρι στη Χαλκιδική και τους πουλήσει κάνα σπίτι μου έλεγε για το αμπέλι του, πρέπει λέει να ρίξει χαλκό στις ρίζες των κούρβουλων, ένα τσίπουρο καλό έβγαλε, του χρόνου θα φτιάξει κρασί κόκκινο, διαβάζει βιβλία σχετικά, τον έχει πιάσει μια μανία με τα κρασιά! Μια φέτα μου έβγαλε κασέρι τρικαλινό κι ένα ψωμί απίστευτο που φτιάχνει ένας φούρνος στα Μουδανιά, όσο περνούν οι μέρες λέει περισσότερο νοστιμίζει, μια ουρά τεράστια γίνεται κατά κει συνέχεια, ο φούρναρης βγάζει τ άντερα του!

Ξέρω τι με περιμένει, σύνδρομο στέρησης, μελαγχολίες, αϋπνίες, πείνες, τα φαγητά χάνουν τη γεύση τους, ανεβοκατεβάσματα ψυχολογικά, τα γνωστά, δε μπορούσα όμως, δε γίνονταν!

 Στο σπίτι έπεφτα για ύπνο μόλις γυρνούσα απ τη δουλειά, ούτε σόμπα ούτε τίποτα, κάνεις κι οικονομία έτσι άσε που είσαι ζεστός απ το τρέξιμο! Στη τηλεόραση ήθελα όλα να τα δω, καμιά φορά με πιάνει ένα σύνδρομο στέρησης! Κοριτσάκια τραγουδούσαν και σούρχονταν να βάλεις τα κλάματα, χορεύτριες λικνίζονταν πάνω στ ατέλειωτα γυαλιστερά τους πόδια, στο κανάλι της βουλής είχε πάρει το μάτι μου και το Μάκη μετά το ευρωπαϊκό βραβείο του, πόσο καιρό έχω να τον δω, και να δεις που τη Δευτέρα έρχεται Σαλονίκη, τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο! Πάντως ήταν και στη τηλεόραση όπως τον θυμόμουν μόνο που τώρα δε μπορούσα να του πω ''Έλα ρε Μάκη πως πάει ! Και μια ταινία καλή επιτέλους έδειξε με κάποιον που έβλεπε το μέλλον, τρελαίνομαι για κάτι τέτοια, ο τύπος έφτιαχνε σενάρια εικονικά για τις μελλοντικές του κινήσεις, δοκίμαζε και διάλεγε το καλύτερο σενάριο για να ρίξει εκείνη τη γλυκιά κοπέλα , ναι καλά αν ήταν έτσι ήταν πολύ εύκολα !

Πόσο καθαρό ήταν το πρόσωπο της, πόσο άσπρο ήταν το δέρμα της, τα δάχτυλα της υπέροχα, τα χείλια της έμοιαζαν κοραλλένια μες το κρύο, αυτήν ήθελα,  αυτή  μονάχα ! Το ήξερα ότι παρατηρούσε το βλέμμα μου, την έβλεπα με την άκρη του ματιού μου, είχε εκείνη την έκφραση την έκπληκτη, τα μάτια της άλλαζαν ένα εκατομμύριο αποχρώσεις το δευτερόλεπτο ! Δεν άντεχα, δε γίνονταν ρε φίλε συγνώμη, μπορείς να γελάσεις κι εσύ, το παραδέχομαι! Κανονικά πρέπει να μη βιαστείς, να περιμένεις το κατάλληλο timing, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα, αλλά που να το βρεις αυτό, δεν υπάρχουν συνθήκες και καταστάσεις ιδανικές, ποιος τα κανονίζει όλα να συμβούν έτσι άναρχα, όποτε ναναι...

Ξέρω τι με περιμένει, δε μπορείς να σκεφτείς καθαρά, να ζυγίσεις όπως θέλεις τα πράγματα, είναι σα να παλεύεις με το ένα χέρι δεμένο στη πλάτη, όμως όσο μπορείς πρέπει να αντέξεις και να το χαρείς, όσο η καρδιά είναι ζεστή και το μυαλό θολωμένο, φοβάμαι λίγο, δε μ αρέσει να χάνω τον έλεγχο, έτσι όμως είναι αυτά, δε τα διαλέγεις...

Ούτε κατάλαβα πω έγινε, είναι κι οι γιορτές που έρχονται, η ατμόσφαιρα όσο πάει και γίνεται πιο γλυκιά. Σ' ένα σπίτι με βάλανε να διαβάσω όλα τα παιδιά για το σχολείο, να τα προετοιμάσω, η μάνα τους λείπει στη δουλειά όλη μέρα, ήμουν μονάχος εκεί, ρούχα πεταμένα παντού. Καθόμουν εκεί και πάλευα με τους τρεις νόμους του Νεύτωνα, τον κύκλο του αζώτου και του άνθρακα, τις ατέλειωτες θεολογίες των θρησκευτικών, τον Τεύκρο που πήγε να συναντήσει την Ελένη κάπου στην Κύπρο, τα παιδιά παπαγάλιζαν το μάθημα τους όπως τα μαθαίνουν. Μου έλεγαν ότι στη τάξη τους το έχουν ένα αγόρι που δε βγάζει ποτέ τη κουκούλα του, δε μπορείς να δεις το πρόσωπο του, το φοβούνται, τι γίνεται σ αυτά τα σχολειά πως δεν έμπλεξα, όμως πάλι κάτι πρέπει να κάνεις έτσι δεν είναι, δε μπορείς να αφήσεις αυτά τα παιδιά μονάχα τους!

Έπειτα έπρεπε να προετοιμάσω το άλλο το παιδί που έδινε το proficiency , τα τελευταία μαθήματα είναι ζόρικα, δε πρέπει να κάνεις λάθος, πρέπει να είναι καθαρό το μυαλό σου αν χρειαστεί να διακρίνεις και να διορθώσεις κάτι. Ήμουν ζαλισμένος, παραλίγο να το χάσω, να πέσει η ψυχολογία του, όλο το θέμα είναι εκεί πέρα να κρατήσεις το ηθικό του ψηλά, αν κάτι δε πάει καλά να μη το καταλάβει, δε χρειάζεται, δεν είναι ανάγκη, έπρεπε να του πω ότι ήταν σωστές οι λανθασμένες απαντήσεις που μου έδινε, μια, δυο, τρεις φορές μέχρι να το πιστέψει μέχρι να βρει ρυθμό, μέχρι να πάρει τ απάνω του!

Ένα κοριτσάκι πηγαινοέρχονταν και με κοίταζε με τα τεράστια μάτια του, δε με φοβόταν καθόλου, έμοιαζε με κούκλα ζωντανή που μιλούσε, ερχόταν κοντά μου, έδειχνε το ένα δοντάκι του που κουνιόταν κι ήταν έτοιμο να πέσει , είχε γκρεμιστεί μια νύχτα από τη κουκέτα του και χτύπησε το μάτι του, παραλίγο να το χάσει, το είχαν τρέξει στο νοσοκομείο, ακόμα φαίνονταν η μελανιά. Βλέπει λέει όνειρα, το Χριστό ολόσωμο, τη παναγία, διαβόλους , αγγέλους, οράματα, τη νύχτα η μάνα του κοιμάται στο προσκεφάλι του πάντα γιατί έχει προβλήματα αναπνευστικά, κόβεται η αναπνοή του, σταματά ν αναπνέει, πνίγεται, δε μπορούσα!

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΜΠΙΚΟΒΙΚ



‘’Δεν μπορούσα να έρθω στην Ελλάδα, άμα κατέβαινα  έπρεπε να σκοτώσω τον Αλευρά,  αυτόν που είχατε για πρόεδρο της βουλής!'' είπε ο τύπος κι όλοι γυρίσαμε να  δούμε.

 '' Αυτός που είχατε για πρόεδρο στη βουλή ήταν διοικητής του αδερφού μου στο Μπίκοβικ, στο τέλος του εμφυλίου,  ο αδερφός μου έπρεπε να τον καλύψει για να το σκάσει κατά την Αλβανία, μαζί του ήτανε ο πατέρας του Κόκκαλη, ο γιατρός, κι ο πατέρας του Σημίτη, γίνονταν τότε οι τελευταίες μάχες του εμφυλίου. Δεν ήταν αντάρτης ο αδερφός μου , είχε υπηρετήσει ήδη δυο φορές, δεν είχε πάρει ανάσα, τον κάλεσαν ξανά, βαρέθηκε, δε πήγε, τον κήρυξαν λιποτάκτη, αν τον έπιαναν μπορεί και να τον εκτελούσαν επί τόπου, έτσι ήταν τότε. Πήγε με τους αντάρτες τον έβαλαν να καλύπτει όλους τους μεγάλους και τον αρχηγό, το Μάρκο Βαφειάδη, αυτοί φύγανε τρέχοντας από ένα μονοπάτι στενό πάνω από μια χαράδρα που λέγεται’’ Χάρος’’, ο αδερφός μου τους κάλυπτε πυροβολώντας αλλά μετά δεν γύρισαν να ρίξουν ούτε μια σφαίρα, τον άφησαν εκεί πάνω,  τη κοπάνισαν όλοι, τελικά σκοτώθηκε απ το εθνικό στρατό !''

Όλοι είχαμε στριμωχτεί στο στενό μαγαζί , βοριάς φυσούσε απ τις χαραμάδες, κρύο είχε βγάλει. Δε τα ξέρω καλά τα μέρη εκείνα για τα οποία μιλούσε ο άλλος,  Δυτική Μακεδονία,  Ήπειρος, μερικές φορές έχω πάει μόνο μάρτυρας σε κάτι δικαστήρια, σχηματίζεις μια γνώμη αλλά δε μπορείς να ξέρεις τι παίζει σε βάθος άμα δε ζήσεις σ ένα μέρος . Εκκλησιές πολλές λέει έχει, οι πιο περίφημες είναι εκεί και στη Σιάτιστα, ιδέα δεν είχα για όλα αυτά! Η Πίνδος είναι πίσω τους,  κόβει την επικοινωνία κατά τα Γιάννενα των μαστόρων του ασημιού και της λίμνης που σκορπά παντού ομίχλη κι υγρασία, περάσματα ορεινά,  μονοπάτια απόκρημνα, Βλάχοι και Σαρακατσάνοι, νομάδες και φύλλα ντόπια κατοικούσαν από παλιά..

Όπως γίνεται στα μικρά μαγαζιά γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας  αλλά τον τύπο που φώναζε δεν τον είχα ξαναδεί, ήταν πάνω από εβδομήντα σίγουρα.Έδειχνε γερός μιλούσε με μια προφορά σπασμένη, πρόσεξα ότι είχε τρία δάχτυλα μόνο και τον αντίχειρα, κάπου θα του έφυγε το τέταρτο. Είχε περάσει όλη τη ζωή του στο παραπέτασμα, τον πήρε η μπάλα και δε μπορούσε να γυρίσει, κατέληξε στη Βουλγαρία, ύστερα από  πολλά  έγινε οδηγός του  ίδιου του προέδρου του Τοντόρ Ζίβκοφ!  Όλα αυτά τα χρόνια είχε γυρίσει   τα Βαλκάνια, ταξίδεψε στο Δούναβη με ποταμόπλοιο ξεκινώντας απ τις εκβολές  στη Μαύρη Θάλασσα, δάση βαθυπράσινα, βλάστηση οργιαστική στις δυο όχθες, μια διαδρομή να σου φύγει το μυαλό! Στη Σερβία κοπέλες πανύψηλες,  η πιο κοντή ένα κι εβδομήντα, κτίρια κατεστραμμένα, τάχουν αφήσει όπως ήταν,  τους θυμίζουν τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ.  Στη Βουλγαρία ήσυχος  κόσμος, στα Σκόπια ότι να ναι, δε ξέρουν που πατούν και που βρίσκονται, ποιος τόφτιαξε αυτό το κράτος! Στην Αλβανία παλαβοί μεγαλοιδεάτες , μαφιόζοι  πρώην μπασκετμπολίστες που έγιναν πρωθυπουργοί, ‘’ Άμα βρεθεί κάνας Μεγαλέξανδρος στην Αμφίπολη όλοι θα το βουλώσουν!’’  είπε.

Σ ένα πάρκο ξεχασμένο κι απ το θεό  απέναντι μας  ένα τριαντάφυλλο άλικο άνθιζε μοναχό του, περικοκλάδες αναρριχώμενες κρέμονταν από λεύκες ψηλές, μια εκκλησιά πνιγμένη από ροδιές με φύλλα κιτρινισμένα. Πάει το καλοκαιράκι και το φθινόπωρο πέρασε , Χριστούγεννα πλησιάζουν ,η σαρακοστή  άρχισε, στις εκκλησιές ουρές για να ξομολογηθούν, να πάρουν μύρο απ τα λείψανα των αγίων, ένας γύφτος  έκλεψε το κινητό του παπά Γιώργη, μια άλλη που έπαιρνε ένα κάρο χάπια τον ρώτησε πότε είναι η επόμενη συνεδρία, όλοι έχουν σαλτάρει, οι γυναίκες περισσότερο!

 Κρύο έπιασε, οι νύχτες μεγαλώνουν ολοένα, το βράδυ πέφτω ξερός, το ράδιο ανοιχτό, καμιά φορά  λόγια ελληνικά ξεχωρίζουν  μέσα σε μια θάλασσα από τραγούδια ξένα. Τα ξημερώματα η Χρύσα απ το σαν Φρανσίσκο με ξυπνά , έχει λέει μποτιλιάρισμα δαιμονισμένο κατά κει κι έχει σκάσει, θέλει με κάποιον να μιλήσει μέχρι να φτάσει σπίτι , της λέω να ηρεμήσει. Τώρα λέει αρχίζει να μπαίνει το φθινόπωρο, έκανε ζέστη ως πρόσφατα, σταματά σ ένα μαγαζί με κοτόπουλα να πάρει κάτι για να φάει, φωνές παιδικές  στο ακουστικό’’ Άμα θες κλείσε τώρα , έφτασα σπίτι, είμαι κομπλέ, φιλιά !’’
 

''Και τώρα άμα πας  οι χαράδρες μυρίζουν μπαρούτι!'' ξανάρχισε ο τριδάκτυλος . '' Δε μπορείς να φανταστείς πόσες βόμβες ρίξανε, εκεί δοκίμασαν πρώτη φορά και τις εμπρηστικές, τις Ναπάλμ, εκεί κι όχι στο Βιετνάμ τις έριξαν πρώτη φορά ! Πρέπει να ρθείτε  να σας τα δείξω όλα, θα πάμε και στη πόλη,  για μένα η Καστοριά είναι η ωραιότερη πόλη της Ελλάδας! Κάποτε ήταν τόπος εξορίας των ανεπιθύμητων που ήθελαν να τους διαβολοστείλουν οι βασιλιάδες του Βυζαντίου,  πάντα είχε τη φήμη ότι κάνει τα καλύτερα γουναρικά, άμα δεις τις στολές των αυτοκρατόρων έχουν ένα κομμάτι γούνα στο πέτο τους, εδώ φτιάχνονταν!

 Όταν γύρισα προτού δεκαπέντε χρόνια  τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόμουν, μονάχα τα βουνά έστεκαν όπως παλιά ! Τώρα τα πράγματα άλλαξαν, έκανε τόσο κρύο κάποτε που μπορούσες  να σκάψεις με τον κασμά όσο ήθελες το χοντρό πάγο πάνω απ τη λίμνη! Όταν γύρισα πήγα κατευθείαν στο μνήμα του παππού, τον αγαπούσα  πολύ .  Όλη μέρα που τον έχανες που τον έβρισκες στο αμπέλι ήτανε, μια έκταση μεγάλη, κάπου δώδεκα στρέμματα σε μια κατηφοριά του βουνού, δεν ξεκολλούσε από κει χειμώνα καλοκαίρι , ένα κρασί απίθανο έφτιαχνε, δεν υπήρχε ούτε υπάρχει τέτοιο πράγμα, σε κάτι νταμιτζάνες γυάλινες μ ένα κάλυμμα ψάθινο το φύλαγε, ένα ποτηράκι να έπινες σου κόβονταν τα γόνατα και των χεριών οι αρθρώσεις! Όταν γέρασε το άφησε στον πατέρα μου,  αυτός το  χάλασε, έβγαλε τα παλιά κούρβουλα,  έβαλε ρίζες καινούριες , χάθηκαν οι παλιές ντόπιες ποικιλίες, χάθηκαν εκείνες οι γεύσεις που είχαν ραφιναριστεί μέσα στους αιώνες και μπορούσες να τις νιώσεις στα πατητήρια και στα καζάνια όπου οι σταγόνες του αλκοόλ έπεφταν αργά μες τα μεταλλικά δοχεία που άχνιζαν….’’

Από ένα κανάτι μπρούτζινο κοκκινωπό γέμισε το μικρό ποτήρι του μ ένα κρασί κόκκινο, έβαλε και σε μένα. Κανονικά δε πίνω αλλά αυτό είχε ένα χρώμα βαθύ, όμορφο, μου έβαζε συνέχεια, τελικά με ζάλισε. Τον άκουγα θολωμένος να λέει πως το καλό κρασί χρειάζεται χώματα αμμουδερά, να μη κρατούν πολύ υγρασία, το ξερό χώμα είναι που δίνει τη γεύση, δε πρέπει να είναι ούτε λασπώδες, ούτε αργιλικό, τα καλύτερα αμπέλια φυτεύονται σε χωράφια κατηφορικά που δε συγκρατούν πολύ νερό,  έλεγε και για τον καιρό που έπρεπε να σηκωθεί τη νύχτα για να πει τα κάλαντα μες τα μαύρα σκοτάδια, όταν έφεγγε πια κανένας δεν τους άνοιγε, είχε τελειώσει το πανηγύρι…

Έξω από τις γυάλινες πόρτες όλα ένα συνοθύλευμα γίνονταν, ένα μωσαϊκό από κινήσεις και χρώματα που σχηματοποιούνταν και διαλύονταν αέναα . Στα ανθοπωλεία λουλούδια και φύλλα πράσινα ανάκατα, στα μαγαζιά με τα ηλεκτρικά τηλεοράσεις σβησμένες, τράπεζες με τα στόρια κατεβασμένα, στα εμπορικά αφίσες γιγάντιες μοντέλων που πόζαραν με άνεση θυμίζοντας αγάλματα αρχαία. Στα διαμερίσματα  σκιές φαίνονταν να σέρνονται στα σκοτεινά δωμάτια ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια, στους μεγάλους δρόμους  σειρές από φώτα, μέσα στ΄ αμάξια ζευγάρια έψαχναν να βρουν που βρίσκονται ψηλαφώντας  JPS, ένα ποτάμι αυτοκινήτων κυλούσε προς την έξοδο της πόλης , αεροπλάνα κατέβαιναν αναβοσβήνοντας τα γαλαζωπά φωτάκια τους, μερικά πετούσαν τόσο χαμηλά που μπορούσες να διαβάσεις τα γράμματα  που ήταν ζωγραφισμένα στα πτερύγια τους...

Πέρασε και το φθινόπωρο,  χειμώνας πια,  κόσμος τυλιγμένος στα παλτά του περνά, γάτες κοιμούνται σε σωρούς από φύλλα που στοίβαξε  ο άνεμος προσπαθώντας να βρουν λίγη ζέστη. Στα αστικά άνθρωποι όλων των ειδών κι όλων των φύλλων στριμωγμένοι, αρσενικά και θηλυκά ανάκατα, μερικοί θυμίζουν λύκους, άλλοι αλεπούδες ,  άλλοι ζώα πιο όμορφα.   Στις τσάντες των γυναικών σάντουιτς τυλιγμένα σ αλουμινόχαρτο, μπουκαλάκια νερού, μπανάνες και πορτοκάλια,  ήθελα ένα από αυτά, πρέπει να μου έλειπε  βιταμίνη C, ήμουν άρρωστος μάλλον.  Μια ραφή κάθετη στο σβέρκο κάποιου,   γύρω μου  δάχτυλα σέρνονταν πάνω σε οθόνες κινητών, δαχτυλίδια και βραχιόλια, κορδόνια άσπρα και γαλάζια , τακούνια και γόβες κι άλλα πατούμενα επίπεδα, φορέματα σε χρώματα βεραμάν κι άλλα που φέρνουν σε φλούδα χλωρού αμύγδαλου, δυο φλέβες γαλάζιες σάλευαν στη  πάνω μεριά μιας παλάμης, μια ξανθιά με παντελόνι πέτσινο, εφαρμοστό μου χαμογελούσε, τραβούσε τα μαλλιά της στο πλάι όλη την ώρα, ένα μέικ  απαλό περασμένο στα μάγουλα της , ένα ρολόι μεταλλικό φορούσε,  μ άρεσε πολύ …

Στο μικρό  μαγαζί είχαμε μείνει λίγα άτομα πια, κανονικά θα έπρεπε να κοιμάμαι εκείνη την ώρα , ρωτούσα διάφορα τον Καστοριανό που είχε γεράσει στο παραπέτασμα , όταν ο άλλος σου ανοίγεται μπορείς να προχωρήσεις άνετα, δε σε ζορίζει, η κουβέντα κυλά όπως πρέπει, άμα αρχίζει να κρύβει πράγματα συνήθως είναι σημάδι ότι πρέπει να φυλάγεσαι, κάτι κρύβει και καλύτερα να μη το ψάξεις, κάποιος έλεγε για τη Κέρκυρα, είχε πάει διακοπές τον Αύγουστο όλοι τους κερνούσαν λεμοντσέλο , το Μέτσοβο όπου είχε σταματήσει πολύ χάλια του φάνηκε!

 Πότε πέρασε το καλοκαίρι  τότε που ήμασταν Χαλκιδική, στο λεωφορείο, στις μπροστινές θέσεις, τουρίστριες ξανθιές, φακίδες διάφανες κάτω απ τα μάτια τους, γυαλιά και λαμαρίνες, μπιτόνια πλαστικά πεταμένα στις άκρες του δρόμου, σταροχώραφα αλωνισμένα, πως περνά ο καιρός ! Για το σεξ μετά πιάσαμε κουβέντα, καλά αυτοί δεν έχουν ιδέα, δεν τους βλέπω να ξέρουν τη τύφλα τους, πολύ γέλιο, όχι ότι είμαι ειδικός αλλά αυτοί ρε φίλε δε ξέρουν που πάν τα τέσσερα και να σκεφτείς ότι μερικοί είναι παντρεμένοι! Ένας πιτσιρικάς από ένα χωριό που ήταν μαζί μας δεν  τόχει κάνει ποτέ , σ ένα ίντερνετ καφέ όπου μπήκε έπαθε πλάκα, γέροι έβλεπαν πορνό χωρίς να ντρέπονται. '' Μια αηδία ήτανε, πήγα σπίτι να πλυθώ, ένιωθα βρώμικος μου πήρε δυο μέρες να συνέλθω, δε  θέλω  ούτε να το δοκιμάσω!' Μια μελαχρινή με καλτσόν σκισμένο που δε την είχα προσέξει έμοιαζε να παραμιλά, ξαφνικά με κάρφωσε ‘’Τον άκουσες το πιτσιρικά, μη με κοιτάς έτσι, όλοι οι άντρες ίδιοι είστε!''

Τα ποτήρια μας είχαν αδειάσει,  οι άλλοι είχαν όρεξη,  γύρευαν κι άλλο κρασί. Στη πλατεία  δίπλα μας,  κυκλάμινα ροζ, μια αλάνα γεμάτη λίμνες λάσπης απ τις νεροποντές που μας έχουν σαπίσει. Σ ένα ρετιρέ κάπου εδώ είχα ένα ιδιαίτερο κάποτε, μαρούλια πράσινα είχαν φυτέψει μέσα σε παρτέρια στο μπαλκόνι, κρεμμυδάκια κι άλλα χορταρικά μουσκεμένα απ τις νεροποντές,  πάνω σ΄ ένα τραπέζι φρουτιέρες υπήρχαν γεμάτες ξινόμηλα, φιρίκια, λωτούς κίτρινους, ντομάτες μούσμουλα χειμωνιάτικα, κολοκύθες σ ένα χρώμα απροσδιόριστο μεταξύ πορτοκαλί και κόκκινου. Σιλουέτες βουνών διακρίνονταν  στο βάθος ανάμεσα στις κεραίες, στα γειτονικά μπαλκόνια ρούχα απλωμένα σε σκοινιά κάτω από τέντες, κλουβιά με σκύλους που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, πουλιά φτεροκοπούσαν φυλακισμένα. Μια βροχή γερή είχα φάει κατά δω, ο αέρας  είχε διαλύσει την ομπρέλα μου, έχασα το δρόμο, ιδέα δεν είχα που πήγαινα , μέχρι να φτάσω στη στάση ήμουν μούσκεμα, νύχτα ήτανε ...

Ένας ήχος από γυαλιά που γίνονται θρύψαλα με ξύπνησε,  η γυναίκα που είχε καεί απ τους άντρες  γονάτισε να τα μαζέψει.   Ο τύπος με τα τρία δάχτυλα  ήθελε να πει κάτι ακόμα:  ‘’Όταν σκοτώθηκε ο αδερφός μου μια σταλιά ήμουνα, την άλλη μέρα  πήγα να τον βρω, τρία μερόνυχτα έμεινα εκεί πάνω  τελικά τον βρήκα, είχε πέσει   στο ρέμα που το λένε ''Χάρος'', μπορεί να δοκίμασε να δρασκελίσει το βάραθρο και να γκρεμίστηκε,   εκείνη η θέση λέγεται τώρα  ‘’Σκοτωμένος!’’ Τον σκέπασα μ ότι βρήκα,  κάτι κοτρόνες , δυο τρεις   πλάκες, οβίδες έπεφταν ακόμα από παντού, σκόνη, φασαρία, κόλαση, ένα πουλάκι τραγουδούσε μες το χαλασμό, ύστερα βγήκα σε μια κατηφόρα, είδα μια τελευταία φορά  τη λίμνη πίσω,  μετά πέρασα τα σύνορα…

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ΩΣΕΙ ΟΡΑΣΙΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Στο Φώτη

Δεν είχα δει  ποτέ μου κάποιον  να σκέφτεται  έτσι,   είχε ένα δικό του τρόπο, λειτουργούσε με συνειρμούς παράξενους, δεν πήγαινε λογικά απ  το ένα συμπέρασμα στο άλλο παρά έφτιαχνε συνδυασμούς περίεργους στη σκέψη του σα να πηδούσε ενδιάμεσα στάδια  κι εμπόδια ψάχνοντας για τη λύση σ αυτό που τον απασχολούσε παρακάμπτοντας στάδια ενδιάμεσα,   στοχεύοντας   κατευθείαν στη καρδιά!

Εκεί που εσύ θα χρειαζόσουν δέκα βήματα αυτός ήθελε δύο, τρία, μη σου πω ένα μονάχα,  ήταν τρομερό,  ώρες ώρες του έρχονταν  κάτι ιδέες κουφές  πούλεγες ‘’Καλά πως δεν το είχα σκεφτεί τόση ώρα!  Έμοιαζε να μη σταματά πουθενά, δε δέχονταν  καμιά αυθεντία  αν δεν τον  ικανοποιούσε , τίποτα δεν ήταν   δεδομένο. Δε μπορούσες  ποτέ να ξέρεις τι έχει στο πολύστροφο μυαλό του,  όλοι περιμέναμε να πει τα τρελά του, μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα από ένα πλήθος άχρηστων λεπτομερειών και πληροφοριών αυτό που είχε πραγματική σημασία,  όταν τον απασχολούσε κάτι το γυρόφερνε απ όλες τις μεριές σα να είχε υπόσταση υλική,  το γύριζε ξανά και ξανά  και ξανά ώσπου  να βρει το αδύνατο σημείο, τη χαραμάδα εκείνη  που θα του επέτρεπε να διεισδύσει στον πυρήνα  και να  το κάνει  χιλιάδες,   εκατομμύρια,  δισεκατομμύρια  κομματάκια!

Σ ένα μέρος που έμοιαζε με κουζίνα ήμασταν και τον ακούγαμε, θα έλεγες ότι δεν έκανε για παρέα, έλεγε τα δικά του σα να ήταν η δική του άποψη η σωστή και πάει τέλειωσε, έπρεπε να το δεχτείς,  σα να το είχε ψάξει τόσο πολύ που δεν υπήρχε περίπτωση ν αμφιβάλεις.    Μετά σώπαινε κι ύστερα πάλι σα να   ξυπνούσε,   έπιανε ξανά το νήμα   κι έλεγε φωναχτά τις σκέψεις του ξεκινώντας  από κει που είχε τελειώσει ή από κάπου αλλού που δεν το περίμενες ,  όπως του έρχονταν,  όπως νόμιζε.    Εμείς ακούγαμε και χαζεύαμε  τα  αντικείμενα γύρω ,  μια φρουτιέρα  με λωτούς  κίτρινους,  μήλα,  ρόδια,   μπουκαλάκια  με  φυλλαράκια χαραγμένα στο γυαλί τους για το  λάδι και το  ξύδι,  χαρτοπετσέτες,  ντουλάπια,   χερούλια, ζάχαρη σε κρυστάλλους,  αλάτι κόκκινο ορυκτό.  Ένα κάρο βαζάκια είχε εκεί  πέρα,  μπορούσε να  τ ανοίξεις   και να τα μυρίσεις , είχαν κάτι τσάγια περίεργα,  σπόρους αγριοτριανταφυλλιάς  ανάκατους  με σταφίδες, άλλο είχε  ένα άρωμα σα  βανίλια που σούρχονταν να το καταπιείς  όπως ήτανε, χαμομήλια και φλαμούρια, τσάγια μαύρα κι  εξωτικά,  αλατιέρες, καρέκλες, μεταλλικές  και φυτά διάφορα, μια αρμαθιά από πιπεριές κόκκινες κρέμονταν από κάπου,    άσπροι  κύκλοι   χαραγμένοι  πάνω στα μάτια  ενός φούρνου,  πλακάκια σε χρώματα  έξοχα,  κόκκινα,  κίτρινα, καφετιά,   γαλαζωπά,  καλά εκείνη η  κουζίνα ήταν άλλο πράγμα!

Κάποιος απ τη Χαλάστρα ήταν μαζί μας,  έλεγε ότι  φέτος    εμφανίστηκε  κατά κει ένας Τούρκος  και ζήτησε μια τεράστια ποσότητα από ρύζι, υπάρχει ζήτηση φαίνεται,   κάπου  δε  μάζεψαν τίποτα γιατί έπεσαν βροχές λιμοί,  καταποντισμοί,   στην Ινδία,   στην Αίγυπτο  θα σε γελάσω.  Οι δικοί μας  λέει    πρόλαβαν  και μάζεψαν  το ρύζι πριν τις βροχές,  τόστειλαν  στους φούρνους που έχουν κατά κει  να στεγνώσει,   είναι   ευχαριστημένοι.  Καλά φέτος έχει σαπίσει το σύμπαν,  τα σταφύλια βγήκαν χάλια,  θέλουν ξέρα  τ αμπέλια, οι ελιές πάλι έπεσαν κάτω απ τους  αέρηδες,   εδώ όμως  είναι Μεσόγειος ρε φίλε,  το κλίμα πρέπει νάναι ξερό όχι βάλτος!   Αυτός απ τη Χαλάστρα πάντως ήταν ευχαριστημένος αλλά είχε  πιαστεί, τον έχει πεθάνει η μέση του,  μια μέρα  στο χωράφι του  είδε ένα βουναλάκι από χώμα, σήκωσε τη τσάπα να τσακίσει   τον τυφλοπόντικα που σάλευε από κάτω όμως έμεινε στον τόπο απ την απότομη κίνηση, μια βδομάδα έμεινε στο κρεβάτι.

 Ένα βουητό ακούγονταν στο μαγαζί, από δίπλα   τρώγανε φαγιά    μαγειρευτά  και σούπες,   χαλβά  είχαν   για επιδόρπιο.   Καθόμασταν   εκεί πέρα   αντικριστά  τσιμπολογώντας  κρέατα ανάμεσα σε φέτες κρεμμυδιού και ντομάτας. Πιο πέρα στα φαστφουντάδικα οι  μηχανές  έβγαζαν  θορύβους παράξενους, μοχλοί ανεβοκατέβαιναν,  κορίτσια στέκονταν   όρθια  φτιάχνοντας  καφέ, ποδιές μαύρες φορούσαν, κάθε τόσο  έστρεφαν τη ράχη τους να δουν τι  γίνεται.  Πίσω από τ αυτί τους μπορούσες να δεις τατουάζ με γράμματα κινέζικα,  έκοβαν ρόδια στη μέση και τάβαζαν σ'  ένα μηχάνημα, ύστερα  κατέβαζαν  ένα μοχλό κι έβγαζαν ένα χυμό  σαν αίμα κόκκινο!

''Δεν υπάρχει ένας δρόμος  μοναδικός γι  αυτό που ζητάς . ’’   έλεγε αυτός με τις τρελές ιδέες, ‘’ Δε μπορείς να βάζεις φράχτες,  δεν υπάρχει ένας τρόπος,  μια μέθοδος μόνο όπως λένε κάποιοι. Δε μπορείς να είσαι άκαμπτος, να βάζεις  νόρμες απαράβατες, δε μπορείς ν ανοίξεις το κεφάλι του  καθενός  και να του βάλεις μέσα ότι θες,  δε γίνεται να είσαι απόλυτος,  σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα είναι που μετράει !  Άλλος μαθαίνει  στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο με γεια του με χαρά του,  γι αυτόν είναι πιο εύκολα , έχει υπομονή αντέχει την επανάληψη,  δε χρειάζεται  να το ζορίσει!    Άλλος όμως  είναι  φύση ανήσυχη,  θέλει  να το βασανίσει,  να το παιδέψει,  πως μπορεί να του απαγορέψεις  κάτι τέτοιο!    Θέλει να δοκιμάσει μόνος του,  άστον λοιπόν  ήσυχο, αφού βλέπεις  ότι  καίγεται δώστου κάποια ενθάρρυνση!  Όλο το θέμα είναι να μη χάσει το ενδιαφέρον του, να μη ξεχάσει αυτό που τον τράβηξε στην αρχή,  να το κρατήσει ζωντανό,  να μη βαρεθεί, να εξελίσσεται,   να μη κολλήσει με κανένα τρόπο!   Σ άλλον αρέσουν σκέψεις αφηρημένες, ιδέες και θεωρίες,  γι  αυτόν πάλι τα πράγματα  είναι  εύκολα, τον βλέπεις και τον ζηλεύεις,   θα  κοπιάσει αλλά θα περπατά σ ένα δρόμο ανοιχτό , είναι τυχερός κατά κάποιο τρόπο.  Άλλος όμως  είναι πιο πρακτικός, δε μπορεί να συλλάβει τις αφηρημένες γενικότητες,   θέλει  στοιχεία απτά, θέλει αποδείξεις λογικές απ αυτά που βλέπει κάθε μέρα ! Άλλος πάλι  είναι  φύση καλλιτεχνική, θέλει να βρει αυτό που ψάχνει  μέσα απ τη μουσική,  τα ποιήματα,   τα κείμενα, τις λέξεις , έχει φαντασία μεγάλη βλέπει πράγματα που δεν μπορούν να δουν άλλοι ...''         

 Ο   αγρότης     τέντωσε αργά τη πονεμένη μέση του.    Άλλες χρονιές  θα πήγαινε για κυνήγι τέτοιο καιρό καθώς  οι πάπιες με τους πρασινωπούς στιλπνούς λαιμούς κατέβαιναν κατά το Δέλτα του Αξιού.   Τώρα έχει απαγορευτεί  το κυνήγι  αφού  τα ρήμαξαν, τα σκότωσαν όλα,  δεν άφησαν ούτε πετούμενο!  Στο Δέλτα , στις  εκβολές ,   φυσούσε βαρδάρης από ψηλά απ το βορρά ,  πάγωνε ολόκληρος  βλέποντας τα πουλιά να πετούν με φόρα κατά πάνω του, σήκωνε τη καραμπίνα όμως  ούτε που προλάβαινε να πυροβολήσει μόνο   έβλεπε  ψηλά τις άσπρες χήνες  και τους πελώριους γερανούς να φεύγουν γρήγορα, κάποτε   χτύπησε έναν  απ αυτούς , έναν   λευκό, υπέροχο, τον ξάπλωσε κάτω,  όταν τον είδε από κοντά τον λυπήθηκε.  Είχε ένα τουφέκι  ρώσικο με σχέδια σκαλιστά στα μεταλλικά  κομμάτια του, σχέδια    λεπτά σαν αραβουργήματα, πολλά χρόνια το κουβαλούσε μαζί του, τώρα πια πιο πολύ το   είχε  για τους κλέφτες. Μας το είχε δείξει μια φορά,  το είχα  κρατήσει    στα χέρια  μου, ήταν ελαφρύ,  ωραίο στην αίσθηση.  Κανονικά τα μισώ τα όπλα αλλά εκείνο είχε κάτι το καλλιτεχνικό με τον ξύλινο υποκόπανο   του κι όλα τα τερτίπια του. Ήταν  ευθύβολο, ο αγρότης  είχε χτυπήσει  μ αυτό λαγούς,   μπεκάτσες,   πέρδικες, τσίχλες,  φάσες, ορτύκια, κοτσύφια,  ότι μπορείς να φανταστείς! 

Ένας  τελειωμένος γυρνούσε ανάμεσα στα τραπέζια,  ήρθε κοντά μας,  ‘’Δώστε  κάτι να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα,  το  ένα πνευμόνι  μου είναι   σμπαραλιασμένο όμως δε μπορώ να το κόψω !’’  ο  αγρότης    τον λυπήθηκε,  έβγαλε μερικά κέρματα στο τραπέζι, ο άλλος τα πήρε φοβισμένα σα να μην ήταν σίγουρος ''Τι του δίνεις ρε ;’’    του είπαμε    ''Άμα  κάποιος θέλει να πεθάνει δε μπορείς να  κάνεις τίποτα!'' 

 Του άρεσε  του αγρότη το κυνήγι,  το μόνο που   δεν άντεχε    ήταν   το    καρτέρι του   αγριογούρουνου    ''Είναι   ότι  πιο βαρετό!’’ έλεγε ‘’  Στέκεσαι  σα βλάκας μες τη παγωνιά περιμένοντας να εμφανιστεί το  ζώο   μέσα  απ'  τα  λαγκάδια.  Μια φορά…’’ συνέχισε   ‘’…ήμασταν  σ  ένα  φαράγγι ,  ένα ποτάμι απλώνονταν μπροστά, καλάμια και λάσπη  παντού,    σε κάποιο σημείο τα νερά σα να καταπίνονταν από ένα βάραθρο  για να βγουν  πιο πέρα! Καθόμαστε λοιπόν  εκεί στην ερημιά πάνω  στο χορτάρι το χειμωνιάτικο σκαλίζοντας τα κάρβουνα από μια φωτιά  που είχαμε  ανάψει . Κι άλλοι  κυνηγοί προτού από μας πρέπει να πέρασαν από κει κι είχαν αφήσει αποκαΐδια και  πέτρες μαυρισμένες απ τις φλόγες.  Έπαιζα  με το σκύλο που είχαμε  μαζί  μας,  έναν   χοντροκέφαλο που τον είχαμε  μαζέψει απ το δρόμο,  από κάποια μαντριά θα την είχε κοπανήσει.   Δε μπορούσε να κυνηγήσει, γι αυτή τη δουλειά είχαμε  τα  κοκαλιάρικα  κυνηγόσκυλα  που δεν έχαναν    μυρουδιά,    το τσομπανόσκυλο  δε μπορούσε να   βρει ούτε την ουρά του! Τον παίρναμε  μαζί  για χαβαλέ πιο πολύ,   δεν υπήρχε περίπτωση να μη δαγκώσει  όποιον δεν ήξερε , δε μπορούσες να τον εμπιστευτείς κι  όταν σήκωνε το κεφάλι να ουρλιάξει σου σηκώνονταν η τρίχα! Όταν  κοιμότανε έβλεπες να τρέμει το κάτω χείλος του σα να έβλεπε  όνειρο αλλόκοτο,  ξυπνούσε πανικόβλητος    κι έγλειφε  τις  πληγές του ,  πρέπει να τον είχαν δαγκώσει  ή τον  έδειραν   άσχημα, άμα χάιδευες  το σβέρκο του μπορούσες να  νιώσεις μια   πληγή πολύ βαθιά που έκλεισε μονάχη της!  Καθόμασταν εκεί πέρα με  τα σκυλιά,   πουλιά  μικρούτσικα  τσιμπολογούσαν   κούμαρα  κόκκινα, κάποιος έτρωγε μούρα φθινοπωρινά,  μανιτάρια φύτρωναν , άμα τα βάλεις στη φωτιά με λίγο  αλατάκι δε θέλουν τίποτα άλλο   εκτός από λίγο  τσίπουρο όμως  είχαμε ακούσει  για κάμποσους που πήγαν αδιάβαστοι από δαύτα !''

 Δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστούν  γουρούνια,   τραβήξαμε για   ένα  παλιό  μοναστήρι   που  υπήρχε κατά κει,  μπήκαμε μέσα κάνοντας το σταυρό μας. Το ξέραμε το μέρος  είχαμε ξαναπάει, όλοι σ εκείνα τα μέρη έλεγαν για τον  ασκητή που ζούσε κατά κει,  έναν ξερακιανό λιπόσαρκο. Ζούσε σε   μια κατακόμβη, σ  έναν    λαβύρινθο από στοές και τούνελ  σκοτεινά,  επιγραφές αρχαίες υπήρχαν, από μια τρύπα έμπαινε λίγο φως,  ένα σιντριβάνι που μπορεί να ήταν κολυμβήθρα κάποτε, νομίσματα  σκόρπια  σκουριασμένα  στον πάτο του κι  άλλα    γυάλιζαν στις ακτίνες   που περνούσαν τα ντουβάρια.    Εικόνες χτυπημένες , οι Τούρκοι λέει όταν ήρθαν κατά δω τα ρήμαξαν όλα, χτυπούσαν με τα σφυριά στα πρόσωπα των αγίων και της Παναγίας, δε θέλουν λέει να βλέπουν πρόσωπα ούτε εικόνες  ; Έλεγαν για τον γέρο καλόγερο   ότι έβλεπε αγγέλους να κατεβαίνουν  γύρω απ την αγία τράπεζα όποτε ετοιμάζονταν η θεία   κοινωνία, όταν έβγαινε έξω  το δισκοπότηρο  αισθάνονταν ένα θρόισμα,  ένιωθε να τον αγγίζουν με τα φτερά τους σα να τον χάιδευαν, μια φορά του φάνηκε ότι είδε δυο  χερουβείμ  να σκεπάζουν το πρόσωπο με τις φτερούγες τους για να μη δουν το φοβερό μυστήριο, τον είχαν ακούσει να παραμιλά, ένα κομμάτι απ τη βίβλο ήταν το αγαπημένο του ''...και το σώμα αυτού ωσεί θαρσίς,  και το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής!’’

Ήθελε να συνεχίσει την ιστορία του ο αγρότης  όμως ο άλλος που έκανε  άλματα στη σκέψη σα να ξύπνησε απ το λήθαργο του ‘’ Βλέπεις…’’  πετάχτηκε  ‘’Ο καλόγερος  έβλεπε οράματα, αυτός ήταν ο δρόμος του να προσεγγίσει αυτό που έψαχνε, το ένστικτο, η διαίσθηση, η παραισθησία, η φαντασία,  η  ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του. Έτσι είναι, καθένας βρίσκει αυτό που θέλει με τον τρόπο του, είτε  είναι ο θεός,  είτε  μια επιθυμία,  ένας στόχος, ένα όνειρο,  κάτι που σε γεμίζει,  σε κάνει να νιώθεις ότι άξιζε που έζησες!’’  

‘’Και πως ξέρεις ότι αυτό που βρήκες είναι αληθινά  αυτό που έψαχνες;’’ ρώτησε ο αγρότης που ήθελε να συνεχίσει την ιστορία αλλά  είχε αποδεχτεί ότι ο άλλος μπορούσε να τον διακόπτει. ‘’Πως γίνεται να το ξέρεις,  άλλος μπορεί να ψάχνει  για γυναίκες,   για λεφτά,  μπορεί να θέλει να κερδίζει στα χαρτιά, στο καζίνο,  πως ξέρεις  ότι είχες θέσει το σωστό στόχο κι ότι τον έχεις εκπληρώσει;’’

‘’ Α…’’ απάντησε ο άλλος, ‘’…αυτό είναι εύκολο, το καταλαβαίνεις βαθιά μέσα σου,  είναι ένα αίσθημα βαθύ, μια ευεξία, μια αγαλλίαση, μια χαρά όπως όταν ήσουν παιδί,  όπως όταν είσαι ερωτευμένος ένα πράγμα,  μια καθαρότητα νιώθεις μέσα σου, όλους τους αγαπάς!’

Σωπάσαμε όλοι για μια στιγμή κι ο αγρότης σα να έμεινε ικανοποιημένος και δεν τον πείραζε που τον κόψανε στο καλύτερο. Μια κοπέλα όμορφη με μια ζακέτα βυσσινιά που της πήγαινε πολύ πέρασε,    ένα τζιν   σκισμένο στα γόνατα που εξείχαν κάπως και μπορούσες να δεις τη σάρκα    φορούσε, είχε κάτι χέρια ολόασπρα,  ένα δέρμα τρυφερό,  απίστευτο ,   κάτι νύχια κατακόκκινα,  τα μαλλιά της γυάλιζαν απόκοσμα,  τι θαύμα ήταν κι εκείνο,  όλοι γυρίσαμε να  τη δούμε ακόμα κι αυτός με τη σκέψη που έκανε  άλματα... 

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΝΤΑΝΙΕΛΑ

Κανονικά δεν περιμέναμε να βγει ποτέ,   όταν  μέθυσε και  πυροβόλησε  εκείνον τον αστυνομικό είχε υπογράψει τη καταδίκη του.  Ήταν  όμως υποδειγματικός κρατούμενος, στους φρουρούς έκανε εντύπωση η ευγένεια  κι οι τρόποι του,  ο άνθρωπος είχε γυρίσει όλη την Ευρώπη  με τη μοτοσυκλέτα  πριν καταλήξει εκεί.  Μεγαλόσωμος, αθλητικός, γυμνάζονταν συνέχεια, πάντα είχε ψώνιο με τη διατροφή του,  μπορούσε να επιβάλλεται εκεί μέσα. Πολλοί  δεν τον χώνευαν, δυο  Αλβανοί είχαν επιχειρήσει να τον μαχαιρώσουν μ ένα όπλο αυτοσχέδιο ,  τη γλύτωσε, μετά  από χρόνια  ζήτησε   και τον έβαλαν  να φυλά πρόβατα σ ένα υποστατικό,  το  βράδυ  γυρνούσε  στο κελί του.

Θα πρέπει να είχε περάσει μια δεκαετία από τότε που  είχα δει τον Λ στο  δικαστήριο,   κατέβαινε  τα σκαλιά, γύρω  φρουροί,   στα χέρια  χειροπέδες,  τον πηγαίνανε στη κλούβα,  πρόλαβε να μου πει μερικά λόγια για το πως τον πιάσανε,  ήταν τόσο έξαλλος που έπεσαν πέντε αστυνομικοί και τον χτυπούσαν,   σήκωνε  βάρη τότε, γυμνάζονταν   έπαιρνε και κάτι ουσίες.  Τώρα είχε  φτιάξει  μια γενειάδα τεράστια , πιο γεμάτο τον θυμόμουν, είχε αλλάξει, να του είχε φύγει εκείνη η ορμή που θυμόμουν,  κι αυτό δεν ήταν κακό απαραίτητα.  Έμοιαζε να μετρά κάθε του κουβέντα έδειχνε πιο σοβαρός.   Ήταν καλά  στη Κρήτη, το κλίμα θαυμάσιο, ξερό,  κάθε πρωί χάζευε μια φωλιά πλατάνων μέσα σ ένα δάσος από αγριελιές,  ένας  καταρράκτης  έριχνε τα νερά του ψηλά  πάνω σε κάτι βράχια άσπρα, ένα κοπάδι γλάρων πετούσε  πάνω από ένα σωρό σκουπιδιών, αμάξια  έτρεχαν  ανάμεσα σε δεντροστοιχίες, η  θάλασσα  πέρα  άλλαζε όψη κάθε στιγμή. Στο βάθος  η σκεπή  από σχιστόλιθο μιας εκκλησίας,  δυο κυπαρίσσια σε κάθε μεριά του νάρθηκα, ένα λατομείο με λευκά κομμάτια ασβεστόλιθου, φυτά αναρριχώμενα με φύλλα σε χρώματα φθινοπωρινά  σκαρφάλωναν  σε φράχτες, σμήνη πουλιών πετούσαν κατά το νοτιά, κατά την Αφρική  αεροπλάνα  χάραζαν  γραμμές λοξές και τεμνόμενες, ο ορίζοντας γύρω  έμοιαζε να παίρνει φωτιά στο κρύο ηλιοβασίλεμα.   Όλα αυτά θα μπορούσε να τα χαρεί ξανά όταν έφευγε από κει,  οι αρμόδιοι  τον εκτιμούσαν , ο εισαγγελέας υπόγραψε την άδεια του,  υπολόγιζε  να βγει την άνοιξη.

Με είχε ειδοποιήσει να τον βρω   στη πόλη  όπου ζούσαν   τα ξαδέρφια του,  είχε πάρει  τη  πρώτη άδεια  απ τις φυλακές των Χανίων.  Όλο κρέας και φρούτα έτρωγε όσο ήταν έξω, του έλειψαν.  Ήταν καλοφαγάς, ένα κεφαλάκι  είχε φτιάξει  στο φούρνο, τρεις ώρες τόψηνε σε σιγανή φωτιά μέχρι που έγινε λουκούμι, δεν   έτρωγε ποτέ  μύδια ‘’Πως μπορείς να τρως κάτι που είναι κολλημένο σε μια πέτρα όλη του  τη ζωή;''  Ήθελε  να πάω να καταθέσω μάρτυρας στο δικαστήριο που  είχε,  ''Δε θα σ αφήσω έτσι!'' μούπε.

 Είχε περάσει καιρός από τότε που είχα ξαναβρεθεί   σ αυτή τη πόλη,  συνήθως ερχόμουν     όποτε  ήθελα  μια δόση υπαίθρου να στανιάρω, να πάρω τ απάνω μου,   μια γεύση από  επαρχία, μια δόση από  χώμα και πέτρες. Κάτι είχα πάθει, κάτι  μου συνέβαινε,  δε μπορούσα να συντονιστώ μ ότι γίνονταν  εκεί έξω, δε μπορούσα να παρακολουθήσω τα πολιτικά, τα αθλητικά, τα διεθνή, η μάνα μου με πήρε ένα βράδυ, κατευθείαν στο κακό το μυαλό τρέχει, ξέρω ότι κοιμάται κι αυτή νωρίς, τρόμαξα, ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Το κινητό χτυπούσε συνέχεια, κοπέλες από εταιρείες κινητών με ζάλιζαν όλη την ώρα, δε σ αφήνουν ήσυχο, τι έχουν πάθει, τι θέλουν; Λογαριασμοί  έληγαν συνέχεια κι   έτρεχα να τους πληρώσω, υποθέσεις  έπρεπε να διευθετηθούν, φίλοι γιορτάζανε  και δεν έπρεπε να τους ξεχάσω, δε μπορούσα να συντονιστώ,   κανονικά μετά από λίγο καιρό όλα παίρνουν το δρόμο τους όμως αυτή τη φορά έδειχνε ότι θα τραβούσε το πράγμα.

Με είχαν σουτάρει ακόμα μια φορά από μια δουλειά, είναι λίγο σκληρό όσο κι αν έχεις συνηθίσει.  Έπρεπε να το περιμένω, το βλέμμα τους παραήταν ζηλόφθονο, υποτίθεται ότι έχω μάθει να διαβάζω βλέμματα κι αντιδράσεις όμως ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος κι ούτε μπορείς να σταματήσεις να είσαι καλοπροαίρετος πάλι όμως πρέπει να είσαι καχύποπτος έστω και λίγο. Έτσι είναι οι πλούσιοι κι οι υλιστές, έχουν τρελαθεί , έχουν σαλτάρει, είναι για κλάματα, είναι να τους λυπάσαι! Δεν αντέχουν να χάσουν τα καταραμένα τα κοτεράκια , τα εξοχικά και τις μερσεντές τους! Πρέπει  να είναι πολύ σπαστικό γι αυτούς, δίχως αυτά δε μπορούν, τους είναι αδύνατο ν αλλάξουν, να προσαρμοστούν, να μάθουν να λειτουργούν διαφορετικά, να μεταβάλουν τον τρόπο σκέψης τους! Δε μπορούν να το χωνέψουν, δε μπορούν να δεχτούν ότι εσύ μπορεί να είσαι χαρούμενος και να γελάς όλη την ώρα δίχως όλες αυτές τις σαβούρες ! Λες κι εσύ δεν έχεις άγχος, λες κι όλα τα δικά σου είναι εντάξει, λες κι εσύ ζεις σαν τα πετεινά του ουρανού χωρίς να νοιάζεσαι τι θα σου ξημερώσει κάθε μέρα. Και γιατί πρέπει να στενοχωρηθείς γι αυτούς, δε πάνε στο διάβολο,  άλλωστε καθένας βρίσκει τη θέση που του ταιριάζει καλύτερα σ αυτόν τον κόσμο! Το μόνο που θα μου έλειπε πάντως ήταν εκείνο το κοριτσάκι που μου έλεγε στο ιδιαίτερο  ΄΄ Μη πείτε στη μαμά μου ότι πίνω καπουτσίνο όταν βγαίνουμε με τις φίλες μου, σοβαρά έχετε Facebook, γιατί έχετε τόσο παλιό κινητό, πως αντέχετε, πως είναι η φίλη σας, καμιά ξανθιά με γαλάζια μάτια ; ‘’
 

 Ήταν κι οι  αργίες που  μου   έσπασαν τα  νεύρα,  σε  βγάζουν  απ το ρυθμό , παλεύεις  να λειτουργήσεις  θετικά, η νύχτα μεγαλώνει συνέχεια.  Άλλαξε κι η ώρα, κοιμόμουν  νωρίς, ξυπνούσα  νύχτα μες τα χαράματα, στο αστικό πρόσωπα βλοσυρά ανθρώπων που έπρεπε να  σηκωθούν  ώρες άγριες, μια  μεσόκοπη  έγερνε το κεφάλι στο τζάμι θλιμμένη , τι να σκέφτονταν άραγε. Στα ίντερνετ καφέ καρέκλες άδειες, μηχανήματα αυτόματα με κρουασάν κι αναψυκτικά αναβόσβηναν τα λαμπάκια τους, οθόνες έδειχναν σκηνές,  τοπία φανταστικά, λεωφόρους επαρχιακές που περνούσαν από χωριά και πολιτείες, σκηνές βίας, τύποι βαρεμένοι  έβγαζαν  τα μάτια τους εκεί μέσα. Στα στενά αμάξια με τζάμια σμπαραλιασμένα από  κάποιο τρακάρισμα, στους διαδρόμους των σφαλιστών σούπερ μάρκετ ράφια φωτισμένα, μια γυναίκα έκλεβε χρυσάνθεμα από ένα πάρκο του δήμου, γάτες  έτρεχαν  πανικόβλητες να κρυφτούν,  άνθρωποι    σε οχήματα δεμένοι στις ζωνούλες τους με μια ψευδαίσθηση ασφάλειας εκτεθειμένοι στις δυνάμεις της φυσικής και της αδράνειας που μπορούν να σε σκοτώσουν ανά  πάσα στιγμή...

Καθόμασταν  στα ψηλά σκαμπό   ενός  μαγαζιού και τα λέγαμε με τον Λ μ
ου είπε και  για τον άλλον  που είναι στις φυλακές της Λάρισας, έπηξε όλο το καλοκαίρι στην  κολασμένη  ζέστη  του κάμπου, δε πρόκειται να βγει αυτός.  Οι δεσμοφύλακες σκληροί κατά κει,  διώχνουν  άγαρμπα τις μανάδες που πάνε να δουν τα παιδιά τους γιατί δεν έχουν κάποιο χαρτί μαζί τους,  είχα αρχίσει να  στενοχωριέμαι    όταν  απ το πουθενά  κάποιος   πήδηξε πίσω απ τον πάγκο, τράβηξε το συρτάρι  της ταμειακής κι άρχισε να το κραδαίνει πέρα δώθε! Χαρτονομίσματα ανέμιζαν στον αέρα, κέρματα κουδούνιζαν,  μια   χοντρή ξανθιά που ήταν  μαζί του  είχε γονατίσει απ τα γέλια,  ήταν μια σκηνή σουρεαλιστική!   Τον είχα προσέξει νωρίτερα τον τύπο, τα μάτια  του   γυάλιζαν τρελά  στο   τεράστιο τετράγωνο κεφάλι   του, ένα δόντι μοναχό έχασκε στο στόμα του, δεν είχα ξαναδεί φυσιογνωμία τόσο τερατόμορφη,  θύμιζε Φρανκενστάιν ! Ένας άνθρωπος με τέτοιο πρόσωπο είναι ικανός για οτιδήποτε,  μπορεί για το τίποτα να σου χώσει μια μπουνιά, να σου σπάσει τα μούτρα, να σε κλωτσήσει όπου νάναι αν  κάνεις  το λάθος και τον κοιτάξεις κατευθείαν στα μάτια! .  Μια ξανθιά απαίσια , ηλίθια, τι μπάζο θεέ μου , ήταν μαζί   του  και τον σιγοντάριζε , ήταν από κείνες που θέλουν  να  δουν  όλα σμπαράλια   έτσι για  να σπάσουν   πλάκα!   Ο ιδιοκτήτης βγήκε  πανικόβλητος από  το βάθος όπου κάθονταν με μια παρέα  και μάζεψε τη μηχανή,  προσπαθούσε  να  τους   ηρεμήσει , αφού τους  είχε  αφήσει να οργιάσουν και να πιουν το καταπέτασμα ήθελα νάξερα τι περίμενε .

Και μέσα σ΄  όλα αυτά έσκασε μύτη  σα φάντης  κατά τα μεσάνυχτα κι η Ντανιέλα,  τι όνομα κι αυτό! Δεν  είχα ξανασυναντήσει κάποια που να τη λένε έτσι,  της   έδινε έναν αέρα.  Ολόκληρη φασαρία λέει είχε γίνει όταν πήγαν να τη βαφτίσουν, ο παπάς δε το δέχονταν με τίποτα, δεν είναι χριστιανικό, δεν είναι ορθόδοξο,  η μάνα της όμως δε χαμπαριαζε τίποτα!  Βλεπόμασταν πάντοτε  όποτε βρισκόμουν σ εκείνα τα μέρη, ως συνήθως  ταλαντεύτηκε μέχρι το τέλος , την είχα ειδοποιήσει από μέρες όμως  όλο τα μασούσε    αλλά φίλε  δεν θα ξανάλλαζα το πρόγραμμα μου για πάρτη της, όχι ξανά! Είχε διαβάσει  κάτι που είχα γράψει γι αυτήν,   πίστευα πως δεν θα το καταλάβαινε αλλά τόπιασε  φυσικά αμέσως.    Εσύ νομίζεις ότι τόγραψες σα μήνυμα στο μπουκάλι και το πέταξες  στη θάλασσα, όμως αυτό είναι εκεί και σε κυνηγά, δεν το είχα  δει   έτσι μέχρι τότε. Τα σπάσαμε, την έχασα  δε μπόρεσε να το ξεπεράσει, κόλλησε .  Δεν περίμενα να εμφανιστεί αλλά  ήθελε να  τσεκάρει βλέπεις σε τι κατάσταση είμαι.   Χαμογελούσε  δείχνοντας τα κάτασπρα δόντια της, εκείνο το χαμόγελο    έδειχνε  τόσο ειλικρινές όμως δεν ήταν. Είχε το γνωστό μυστήριο ύφος που  αποδείχτηκε ότι δεν έκρυβε και τίποτα από κάτω του, ένα δερμάτινο σε χρώμα κόκκινο γλυκό φορούσε, μικρά στεφάνια μεταλλικά ήταν περασμένα στον αντίχειρα και στον δείκτη της, όλα τα νύχια βαμμένα σ ένα κόκκινο βαθύ εκτός απ το μεσαίο που ήταν στο χρώμα του χρυσαφιού, ένα βραχιόλι με δυο σειρές διαμαντάκια περασμένο στον καρπό της.  Όπως  στρέφονταν   μπορούσα να δω το προφίλ της , σκεφτόμουν ότι δεν ήταν το ίδιο όμορφη σ αυτή τη στάση,  απέφευγε να γυρίσει, είχε βρει μια θέση που πραγματικά της πήγαινε, θα πρέπει να το είχε δουλέψει πολύ! Τα μάτια  της  πάντως  είχαν μια ζεστασιά, τα μαλλιά της φρεσκολουσμένα μοσχοβολούσανε,  όμως  εκείνον το χαλκά που  περνούσε  απ το στόμα κι έβγαινε μπροστά στα  χείλια της τι τον ήθελε…

Είχε μια τάση  αυτοκαταστροφική πάντα,  μια ροπή απαισιόδοξη,  μελαγχολική,  σα να επιθυμούσε τις απογοητεύσεις,  τις αποτυχίες κι ότι αρνητικό. Οι ψυχολόγοι πρέπει να τόχουν μελετήσει περισσότερο, λένε ότι ο πόνος σε κάνει καλύτερο σε σμιλεύει μ ένα τρόπο, όσο κι αν φαίνεται τρελό ο άνθρωπος που δεν έχει πονέσει έχει κάποιο πρόβλημα λένε, εγώ δε το καταλαβαίνω, γιατί να θέλεις να πονέσεις και να υποφέρεις , λίγο μαζοχιστικό ακούγεται,  δε ξέρω . Πολλές  γυναίκες πάντως   είναι μυστήριες, θέλουν αίσθημα μ οποιονδήποτε τρόπο , όχι κάτι χυδαίο η φτηνό αλλά   οτιδήποτε μπορεί ν απελευθερώσει τους αδένες που εκλύουν εκείνη την ουσία την υπέροχη που σε γεμίζει , δίνει ένα χρώμα πιο σκούρο ή πιο φωτεινό αλλά ένα χρώμα τέλος πάντων,  που σε βοηθάν ν αντέξεις την αβάσταχτη ρουτίνα της καθημερινότητας. Δε λειτουργούν λογικά και δε μπορείς να τις κατηγορήσεις, ακόμα κι όταν το παρακάνουν και το τραβούν  πολύ μακριά, όταν κατρακυλούν μέχρι βαθιά πολύ, όταν χάνουν τον έλεγχο, όταν θέλουν χρόνο απεριόριστο και  πρέπει τις περιμένεις,  να μη τις αφήνεις όταν γυρεύουν σοκολάτες και γλύκα σε ποσότητες άφθονες , να νιώθεις τύψεις όταν  σε πιο βαριές περιπτώσεις χρειάζονται φάρμακα ηρεμιστικά, χαλαρωτικά, αντικαταθλιπτικά…

Έτσι είναι οι γυναίκες, κι οι άντρες βέβαια  αλλά πιο πολύ οι γυναίκες, θέλουν συναίσθημα,  όσο περισσότερο τόσο καλύτερο.   Θα το ψάξουν σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ευκαιρία, μπορεί να είναι ένας έρωτας, μια απόρριψη,  μια ασθένεια, ένας θάνατος, οτιδήποτε τις διεγείρει,   μπορεί να φαίνεται νοσηρό μα έχει την εξήγηση του. Ίσως ήμουν σκληρός μαζί της,  τελικά γιατί να χαλιέσαι,  ο άλλος έτσι θέλει να τραβήξει τη  πορεία  του,  ποιος είσαι εσύ που θα  πεις τι είναι σωστό,  μπορεί να θέλει να ζήσει μια ζωούλα ήρεμη, να κάνει  μια τρέλα,  μια βλακεία,  να μη κάνει τίποτα,  δεν μπορείς να του το απαγορέψεις, το μέλλον θα δείξει ποιος  είχε δίκιο,  εσύ    απλά  μένεις  μαζί του ή  ψάχνεις κάτι άλλο,  τόσο απλό!  

 Ο ιδιοκτήτης άρχισε  να κατεβάζει τις ασφάλειες, έγινε σκοτάδι, μια δίψα ένιωθα,   στο αυτί μου  ακούστηκε η τραγουδιστή φωνή της Ντανιέλας '' Μπορείς να κοιμηθείς σπίτι μου αλλά μη φας το κοτόπουλο που έχω στο ψυγείο!  Όπως φεύγαμε  ο  Φρανκεστάιν που τόση ώρα κάρφωνε με το παλαβό βλέμμα του τον   Λ έκανε  μια κίνηση,   ο γενειοφόρος  τον κοίταξε από ψηλά,  του έριχνε ένα κεφάλι, όπως στεκόμουν από πίσω του δε μπορούσα να δω τι γίνονταν,  οι πλάτες του ήταν τεράστιες.  Υπήρχε ένταση στον αέρα, περίμενες ότι κάτι κακό θα συνέβαινε,  ''Τώρα θα γίνει κόλαση!''  σκέφτηκα. Για μια στιγμή  στάθηκαν αντίκρστά  σα να αναμετρούνταν όπως γίνεται  στα έργα,  έπειτα ο άλλος παραμέρισε και  βγήκαμε έξω, ένα αεράκι φυσούσε, διψούσα ...



 

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...