Κυριακή 30 Απριλίου 2017

ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΥ

Δοκίμασε να πάρει το μικρό φέρετρο όπου κείτονταν το σώμα του μικρού παιδιού, o παπάς είχε διαβάσει τις ευχές, όλα είχαν τελειώσει, ήταν η ώρα να το πάνε κατά τα μνήματα κι αυτός έπρεπε να κάνει αυτή τη δουλειά όμως η μάνα που έκλαιγε σιγανά όλη αυτή την ώρα πετάχτηκε απότομα, έπιασε γερά το ξύλινο κοφίνι και δεν το άφηνε με τίποτα, τα μάτια της γυάλιζαν , σκέφτηκε ότι η γυναίκα ήταν τρελή, δυο βραδιές το ξενυχτούσαν, τόσον καιρό έδειχνε ότι δεν θα γλύτωνε, έπρεπε να το περιμένει, να έχει προετοιμαστεί κάπως, να το πάρει απόφαση, αλλά άντε να της το πεις, το μητρικό της ένστικτό ήταν τόσο δυνατό που θα μπορούσε να μείνει μαζί με το πεθαμένο παιδάκι της για πάντα!

Το αγοράκι είχε πεθάνει στο νοσοκομείο, δεν άντεξε, από τότε που γεννήθηκε είχε πρόβλημα, ένα σωρό χημειοθεραπείες του είχαν κάνει, όταν τελείωναν με το ένα όργανο του ανακάλυπταν ότι είχε πρόβλημα κι αλλού, κι εκείνο το καημένο ποτέ του δεν είχε γκρινιάξει, είχε δείξει υπομονή άπειρη σα να ήταν κανένας άντρας ώριμος, όλο γελούσε, τελικά δεν άντεξε. Τη νύχτα είχαν μεταφέρει με το αεροπλάνο την άψυχη σωρό, οι γονείς έμοιαζαν σα να είχε πέσει ο ουρανός απάνω τους, στην κάμαρα όπου είχαν αποθέσει το σώμα έκανε τόση ζέστη που δε μπορούσες να σταθείς, καλοκαίρι στις αρχές του ήτανε, λιβάνια έκαιγαν από παντού, η ατμόσφαιρα έμοιαζε αποπνικτική, μερικές γριές κουνούσαν βεντάλιες μπροστά στα πρόσωπα τους,  όλα είχαν καθυστερήσει, η ώρα περνούσε, η γυναίκα είχε κολλήσει εκεί πέρα κρατώντας το μικρό φέρετρο και δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει.

Το πράγμα έδειχνε ότι θα τραβούσε για πολύ όμως κι αυτός τι χρωστούσε ρε φίλε, ένα απλός νεκροθάφτης ήτανε που σ’ εκείνο το παραλιακό χωριό τα αναλάμβανε όλα, την ετοιμασία, την μεταφορά, την ταφή, έπρεπε να κάνει τη δουλειά του. Καλά όποτε είχε να θάψει νεαρά παλικάρια και μικρά παιδιά ήταν το πιο δύσκολο,  όσο σκληρός κι αν είσαι αυτό δεν αντέχεται, σκεφτόταν τα δικά του τα παιδιά που μπορούσαν να βρίσκονται στη θέση των πεθαμένων κι η καρδιά του σφίγγονταν, ευτυχώς συνέβαινε πολύ σπάνια.

Κάμποσα χρόνια έκανε αυτή τη δουλειά, είχε αναλάβει να θάβει τους γέρους του χωριού που αποδεκατίζονταν σιγά- σιγά, έδειχνε να μην είναι τόσο άσχημα, έβγαζε καλό μεροκάματο. Είχε συνηθίσει να ξεθάβει πεθαμένους μόλις συμπληρώνονταν τρία ή τέσσερα χρόνια, φορούσε κάτι γάντια πλαστικά και μάζευε τα κόκαλα τους που είχαν σαπίσει, δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, τα πιο πολλά είχαν χωνευτεί καλά από τη γη, μετά έπρεπε να τα μεταφέρει σε μια γωνιά των νεκροταφείων όπου υπήρχε μια βρύση για να τα πλύνει και να τα τοποθετήσει στο ξύλινο κουτί που παραδίδονταν στους συγγενείς για να  το τοποθετήσουν  στο οστεοφυλάκιο μαζί με μια φωτογραφία.  Είχε θάψει όλα αυτά τα χρόνια ένα σωρό κόσμο, για μερικούς λυπόταν πραγματικά, ειδικά για κάποιους που ήξερε καλά, αυτούς που είχαν πιει μαζί ούζα και κρασιά στο καφενείο, όταν πέθαινε κανένας μεθύστακας ή κανένα ρεμάλι ούτε που τον ένοιαζε, ‘’ Στον αγύριστο ! ΄΄ έλεγε από μέσα του καθώς τον σκέπαζε με χώμα.

Δεν ήταν και καμιά βαριά δουλειά, το χώμα σ’ εκείνα τα μνήματα όπου είχαν ταφεί γενιές και γενιές είχε γίνει μαλακό, σκάβονταν εύκολα, χωρίς κόπο. Στην πραγματικότητα όλη η περιοχή γύρω   πρέπει  να ήταν νεκροταφείο από πολύ παλιά, σε μια μεριά του οικοπέδου οι αρχαιολόγοι είχαν ξεθάψει  χρόνια πριν ένα κάρο ευρήματα,  καρφίτσες χρυσές,  πόρπες ασημένιες, ακόντια στολισμένα με τρόπο  περίεργο κι ένα κράνος που δεν υπήρχε πουθενά,  φτιαγμένο από φύλλα χρυσού και λίθους πολύτιμους, ένα πράγμα  σωστό αριστούργημα,  θεωρούνταν από τα πιο σημαντικά που είχαν βρεθεί ποτέ, οι ειδικοί το είχαν πάρει σ’  ένα μουσείο μεγάλο και το εξέταζαν πολύν καιρό, λέγανε  ότι  ήταν το μοναδικό επιζών από ένα ζευγάρι που είχε φτιαχτεί σ’ ένα απ’  τα καλύτερα εργαστήρια της  αυτοκρατορίας,  το είχαν ονομάσει ‘’Το Κράνος του Πορφυρογέννητου!’’  
 

Tα βράδια όποτε περνούσε με το αγροτικό του αυτοκίνητο έξω από τα νεκροταφεία ο νεκροθάφτης,  σταματούσε να ρίξει μια ματιά αν ο μαρμαράς είχε κάνει καλή δουλειά σε κάθε καινούριο μνήμα, όπως περπατούσε ανάμεσα στους τάφους ένιωθε να τον κοιτούν οι φωτογραφίες μέσα στα κουβούκλια που φωτίζονταν από τα καντήλια, όλους τους ήξερε εκεί πέρα έναν προς έναν, τους πιο πολλούς αυτός τους είχε παραχώσει. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του ότι θα μπορούσε να κάνει αυτή τη δουλειά, μικρός φοβόταν πολύ τις ιστορίες όπως εκείνη που του έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά του για μια γυναίκα που πήγε να μπήξει ένα καρφί σε κάποιο μνήμα τα μεσάνυχτα μετά από κάποιο στοίχημα. Από το φόβο της λέει εκείνη η γυναίκα κι επειδή ήθελε να ξεμπερδεύει γρήγορα κάρφωσε το φουστάνι της, καθώς έκανε να φύγει ένιωσε κάτι να την τραβά και νόμιζε ότι ήταν ο πεθαμένος που βγήκε απ’ την κάσα και την άρπαξε, καλά είχε τρομάξει όσο δε λέγεται μ’ εκείνη την ιστορία, όποτε περνούσε νύχτα από τα μνήματα την θυμόταν πάντοτε....

Τώρα όμως είχε μπλέξει άσχημα και δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει, η μέρα εκείνη του είχε φανεί ατελείωτη, ποτέ δεν του άρεσαν τα καλοκαίρια, το χειμώνα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα, μέχρι να το καταλάβεις είχε βραδιάσει κι άλλαζες σελίδα, μπορούσες να κοιτάξεις το αύριο, ν’ αφήσεις πίσω τα παλιά, το καλοκαίρι μ’ εκείνο το φως το ανελέητο που σε διέλυε έμοιαζε τόσο μακρύ που δεν αντέχονταν!

Το ήξερε το μικρό αγοράκι, πολλές φορές το είχε δει στην παραλία, στο μικρό λιμάνι, να περπατά με τη μάνα του, μια φορά μάλιστα το είχε ακούσει να μιλά και είχε εντυπωσιαστεί από το πόσο καθαρά πρόφερε ο μικρός τις λέξεις, δεν είχε ξανακούσει παιδί να μιλά έτσι όμορφα!  Η παραλία  ήταν το πιο ωραίο μέρος στο χωριό, συχνά κατέβαινε κατά κει όταν ήταν φορτωμένο το μυαλό του από καμιά κηδεία ψυχοπλακωτική  να καθαρίσει λίγο το μυαλό του, εκεί συναντούσε και το μικρό με τη μάνα του μια ψηλή, ωραία μελαχρινή.  Όποτε είχε όρεξη  πήγαινε να βρει τον αδερφό του που δούλευε εκεί πέρα λύνοντας και δένοντας το σκοινί του πλοίου όταν ερχόταν κι όταν σαλπάριζε, μια φορά ένας ηλίθιος ο οδηγός όπως κατέβαινε άγαρμπα από το καράβι  τον είχε ρίξει στο νερό και μετά εξαφανίστηκε, αυτός είχε δει τη σκηνή κι εξοργίστηκε τόσο πολύ με τη συμπεριφορά του που χάλασε τον κόσμο να τον βρει, είχε γυρίσει όλα τα μαγαζιά, είχε ρωτήσει όποιον έβρισκε μπροστά του, αν δεν τον έβρισκε θα έσκαγε, τελικά τον είχε ανακαλύψει σ’ ένα μπαρ να πίνει, είχε τόσα νεύρα που ήθελε να τον σκοτώσει εκεί επί τόπου, τελικά τον κατήγγειλε στην αστυνομία που τον συνέλαβε.

Μόλις τελείωνε μ’  αυτήν τη κηδεία θα κατέβαινε πάλι στην προβλήτα να συναντήσει κανέναν φίλο του, να πιει κάτι,  να ζαλιστεί, να ξεχάσει, στο μεταξύ όμως όλα έμοιαζαν να έχουν κολλήσει, η ώρα περνούσε κι ο κόσμος είχε αρχίσει να μουρμουρίζει, κάτι γριές σταυροκοπιούνταν, ο παπάς που θα μπορούσε να πει κάτι  δεν ήταν κι ο πιο γενναίος άνθρωπος που υπήρχε,  στέκονταν άβουλος εκεί πέρα κοιτάζοντας το κενό, οι συγγενείς δεν ήξεραν τι να κάνουν, ο πατέρας του παιδιού έμοιαζε χαμένος, δεν μπορούσε να καταλάβει  τι συνέβαινε. Ο νεκροθάφτης  προσπάθησε να συνεφέρει την νεαρή γυναίκα μιλώντας της όσο μπορούσε πιο μαλακά, της εξήγησε ότι δεν είχε νόημα όλο αυτό,  αλλά αυτήν έδειχνε να έχει παραλογίσει και δεν ήταν καμιά ψόφια, μια  όμορφη κοπελάρα,  γεροδεμένη μέχρι εκεί πάνω ήτανε που μπορούσε να τα βάλει με άντρα, δεν ήξερε πως να την κουμαντάρει. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του καθώς κανείς δεν έκανε τίποτα, κάτι έπρεπε  να γίνει,  κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι  να λύσει το γόρδιο δεσμό,  δεν κρατιόταν άλλο, σε μια στιγμή που είδε τη μάνα να χαλαρώνει κάπως πήγε να πάρει το φέρετρο, με το που τον αντιλήφθηκε όμως η νεαρή γυναίκα πετάχτηκε σαν άγριο ζώο με μια αποφασιστικότητα πρωτόγονη ,  τον έσπρωξε με μια δύναμη τρομακτική  και  τον έριξε κάτω στο πάτωμα σα φρόκαλο.

Αιφνιδιάστηκε εντελώς, δε περίμενε ποτέ μια γυναίκα να έχει τόση δύναμη, είχε σοκαριστεί,  πολύ γρήγορα όμως όπως σηκώνονταν  ένας θυμός γέμισε τα μέσα του και τον έκανε έξαλλο, για ποιο λόγο θα έπρεπε να το υποστεί αυτό, πως είχε βρεθεί εκεί πέρα; Αυτό πήγαινε πολύ, η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει, ο καθένας έχει τις  αντοχές του, τα όρια του, δε μπορούσε να πιστέψει ότι αυτά όλα συνέβαιναν πραγματικά, ήταν σαν ένα όνειρο, σαν εφιάλτης. Παρενέβησαν τότε επιτέλους μερικοί άντρες, ο παπάς κάτι μουρμούρισε, η γυναίκα σα να ξύπνησε από λήθαργο και λύθηκε  ξεσπώντας σε λυγμούς. Τώρα πλέον  μπορούσε να κάνει τη δουλειά του όμως κάτι είχε ραγίσει μέσα του, αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει, ήταν σκληρός αλλά όχι και τόσο, αλλιώς ήτανε όταν είχε κανένα παππού τελειωμένο ή κάναν άρρωστο υπερήλικα, αυτό το μικρό παιδάκι και τη μάνα τους  έβλεπε τρεις μέρες συνέχεια  στον ύπνο του,  τον είχαν  στοιχειώσει,   έπρεπε να τελειώνει η ιστορία, μετά απ’ αυτήν τη κηδεία θα τα παρατούσε κι ας πήγαιναν στο δαίμονα και τα λεφτά τους και τα καλά τους!

Ξεμπέρδεψε όπως -όπως με τα διαδικαστικά,  με του που έφυγαν όλοι σκέπασε πρόχειρα  το μνήμα  ρίχνοντας μερικές φτυαριές, θα περνούσε αργότερα να το ταχτοποιήσει, έπρεπε επειγόντως να  ξεθολώσει με κάποιο τρόπο. Μπήκε στο αυτοκίνητο και  τράβηξε  προς τη θάλασσα, εκείνη την ώρα ήτανε χάρμα, ο άνεμος που φυσούσε στο πρόσωπο του έφτιαχνε μικρά χρυσαφένια αυλάκια πάνω στην επιφάνεια του νερού, μπορούσε  να ηρεμήσει  λίγο. Τα καράβια πήγαιναν στο απέναντι νησί γεμάτα αμάξια και κόσμο, τουρίστες με καπέλα χρωματιστά θορυβούσαν, τύποι μαυριδεροί ξεφόρτωναν δοχεία γεμάτα μύδια, φωνές ακούγονταν, κοπάδια από μικρά ψαράκια στροβιλίζονταν στο νερό δίπλα στις άγκυρες, ένα πουλί έπινε  νερό από μια λακκούβα  ανασηκώνοντας κάθε τόσο τα κεφαλάκι του  για να καταπιεί.  Περπάτησε στην άκρη της προβλήτας για μια μεγάλη απόσταση  μέχρι που έφτασε σε μια αμμουδιά,  έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε, το νερό τον σκέπασε  ήταν σα να βυθίζονταν σ’  ένα υλικό διάφανο που διαπερνούσε το σώμα του καθαρίζοντας τον από καθετί.  Έμεινε κάμποση ώρα εκεί κάτω,  όταν βγήκε συνειδητοποίησε ότι η ώρα είχε περάσει, τα μουσκεμένα  βράχια στη ακτή άστραφταν στο φως του δειλινού, μια ησυχία απέραντη βασίλευε, ένα βάρος ασήκωτο που κουβαλούσε  εξαφανίζονταν αργά –αργά,  ήταν η πρώτη, η πρώτη  φορά που ένιωθε καλά  εδώ και μέρες.  

 

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

ΑΠΑΣΤΡΑΠΤΟΝ ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ

Μπροστά στα μάτια μου τον είδα να γλιστράει και να γέρνει κάτω απ’  το πέτρινο κάγκελο του γυναικωνίτη,   μια γυναίκα πίσω μου  πετάχτηκε  να τον κρατήσει όμως αυτός όπως ήταν  μισοκοιμισμένος  έγειρε μ’  όλο του  τον όγκο  και γλίστρησε προς τα κάτω,  την τελευταία στιγμή κατάφερε να πιαστεί  απ’ το μαρμάρινο  κάγκελο.

Δικιά του ιδέα ήταν  ν’ ανέβουμε στον εξώστη, εκεί κανονικά πήγαιναν οι γυναίκες αλλά αυτός προτιμούσε να παρακολουθεί από κει,  ήταν σα να έβλεπες σινεμά, έμοιαζε  με μπαλκόνι εσωτερικό   όπου υπήρχαν καθίσματα βαθμιδωτά, διαλέξαμε  μια θέση μπροστά- μπροστά και καθίσαμε βλέποντας τους παπάδες που φορούσαν μαβιά άμφια να στέκονται μπροστά στην ωραία πύλη,  εγώ είχα αρχίσει να βαριέμαι όμως ο Βασίλης το έβρισκε ενδιαφέρον όλο το σκηνικό,  μάλιστα άναψε   και μια λαμπάδα  όπως όλοι εκεί μέσα γιατί φώτα δεν υπήρχαν καθόλου.

Η εκκλησία ήταν παλιά,  βυζαντινή,  από κείνες με τα κόκκινα τούβλα και τους τρούλους, όμορφη. Το εσωτερικό της ήταν  σχεδόν σκοτεινό,  δεν ακουγόταν  τίποτα παρά μόνο η βραχνή φωνή κάποιου που  διάβαζε κάτι.

Ιδέα δικιά του ήταν να πάμε εκεί πέρα εκείνο το απόγευμα,  ήξερε την εκκλησία από τη μάνα του.  Το μέρος όπου ήταν  χτισμένη θύμιζε παλιό νταμάρι, ένα τέτοιο πράγμα, οι πολυκατοικίες που την περιέβαλαν  είχαν χτιστεί πάνω στις πέτρες και δημιουργούσαν μια αλλόκοτη αίσθηση, πιο δίπλα υπήρχαν μονοκατοικίες ακατοίκητες,  αυτοκίνητα εγκαταλειμμένα,  κοράκια περπατούσαν όπως να ναι στις λάσπες, σ’ ένα κτίριο  από πάνω  ένα κοριτσάκι στέκονταν και μας κοιτούσε, σήκωσα το βλέμμα για να το δω, ο ήλιος που έπεφτε εκείνη την ώρα με τύφλωνε.

Δεν είχε ακόμα βραδιάσει κι οι καμπάνες από παντού γύρω χτυπούσαν για την ακολουθία της Μεγάλης Βδομάδας  δεν την γνώριζα καθόλου την περιοχή,  για να βγεις εκεί έπρεπε να στρίψεις   από κάτι στενά, μετά περνούσες  από ένα δρόμο που έκανε μια καμπύλη τέλεια, πρώτα κατέβαινε μέχρι κάτω βαθιά κι έπειτα ανέβαινε βαθμιαία κι αργά σα να έβγαινες από κάποιον λάκκο, σε μια γωνιά ένα καφενείο παλιό όπου δυο τρεις  γέροι έβλεπαν ποδόσφαιρο,  αναρωτιόμουν που στο καλό πηγαίναμε  όταν μετά από μια στροφή βγήκαμε τελικά μπροστά στην  εκκλησία...

Όλη εκείνη τη μέρα ήμουν σα χαμένος, ο Βασίλης- αυτό ήταν το όνομα του- φώναζε ‘’Ξύπνα ρε !!’’ όμως εγώ  δε μπορούσα να συγκεντρωθώ καθόλου. Καθώς είχε αλλάξει η ώρα η μέρα έμοιαζε ατελείωτη, δεν έλεγε να βραδιάσει, οι θερμοκρασίες όλο κι ανέβαιναν, οι κοπέλες που έμοιαζαν να ζεσταίνονται πιο πολύ απ’ όλους τα πετούσαν όλα, είχαν μείνει με τα αμάνικα. Ανάσταση έρχονταν και στους δρόμους πουλούσαν λαμπάδες χρωματιστές, οι πασχαλιές είχαν ήδη ανθίσει, στα πάρκα φύτευαν τουλίπες πολύχρωμες κι αν πήγαινες μια βόλτα έξω απ’ τη πόλη έβλεπες στα ξέφωτα τα χορτάρια να έχουν ψηλώσει μέχρι το γόνατο ενώ  τα δέντρα ήταν  έτοιμα να μπουμπουκιάσουν και να πρασινίσουν φέρνοντας εκείνη την έκρηξη βλάστησης που βλέπεις την άνοιξη….

Δε ξέρω για ποιο λόγο πάντως ο Βασίλης  με συμπαθούσε, με καλούσε  όλη την ώρα να πάω μαζί του στις εκκλησιές και στα ταξίδια που έκανε, όλο βόλτες πήγαινε, πολύ του άρεσε, μιλάμε τρελαίνονταν, είχε πάει στη Βουλγαρία, στο Βελιγράδι, στη Ρουμανία, είχε γυρίσει όλα τα Βαλκάνια!  Στο υπόγειο όπου δούλευε, τον βοηθούσα να παραλάβει  εμπορεύματα και να τα ταχτοποιήσει σε στήλες,  περνούσε όλη τη μέρα του σα φυλακισμένος σ’  εκείνο το υπόγειο,   με ήθελε για παρέα  ‘’Δε θέλω να μου στέλνεις τον άλλο τον χτικιάρη!’’ είχε πει στο αφεντικό, ‘’Θα μου στέλνεις τον Αποστόλη!’’

Πολλές φορές μέναμε μέχρι αργά στο μαγαζί, το αφεντικό ούτε που πατούσε, εμείς κλείναμε. Ήταν λίγο ευτραφής με μια γενειάδα τεράστια σα Ρώσος καλόγερος αλλά κατά τα άλλα ήταν εντάξει. Όμως ήτανε πολύ ξεροκέφαλος ρε αδερφέ, δεν έχεις δει τέτοιο πράγμα, δε σήκωνε ούτε μια παρατήρηση, ούτε μια λέξη κριτικής, χαλούσε τον κόσμο, έχω δει ξεροκέφαλους, αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε, μιλάμε ένα πράγμα τρομερό,  μπορούσε να σε σκάσει !

Το πιο δύσκολο ήταν όταν έπρεπε να κάθομαι και να τον ακούω ‘’Κάτσε ρε, κάτσε μια στιγμή να μιλήσουμε!’’ μου έλεγε βγάζοντας κανένα νερό από το ψυγείο να ξεδιψάσει την τεράστια δίψα του, καθόμουν λίγο όμως η κουβέντα του δεν υποφέρονταν ρε φίλε, ήταν τόσο πεσιμιστής, τα έβλεπε όλα τόσο μαύρα που μετά από λίγο ήθελες να εξαφανιστείς από κει πέρα!

Πολλές φορές τον έβρισκα  σ’ ένα καφέ που είχε ανοίξει πρόσφατα, εκεί  μαζεύονταν κάθε καρυδιάς καρύδι, πιτσιρικάδες με σκισμένα παντελόνια που ζητούσαν παγωτό, γέροι βαρεμένοι και κάτι άλλοι μαυριδεροί μυστήριοι που ο Βασίλης τους ήξερε και τους χαιρετούσε επειδή αγόραζε απ’  αυτούς εκείνα τα τσιγάρα που είχαν απάνω τους φωτογραφίες αρρώστων και πεθαμένων. Δε μπορούσα να σταθώ εκεί ούτε στιγμή, το μέρος όλο απέπνεε μια παρακμή αυτού όμως του άρεσε, όλη του τη ζωή την είχε περάσει στο πεζοδρόμιο,  ήταν το σπίτι του.

Είχα αρχίσει να τον συνηθίζω,  κάθε πρωί περνούσε από το σπίτι μου με το  αμάξι του και πηγαίναμε μαζί στη δουλειά, κείνη την ώρα όλοι οι τρελαμένοι σταματούσαν έξω από τα μαγαζιά να ξεφορτώσουν την πραμάτεια τους, οι οδηγοί που είχαν μπλοκαριστεί φώναζαν, έβριζαν, χτυπιόταν, ένα χάος πραγματικό!

 Ήταν ένα   πρωινό  Μεγάλης Εβδομάδας και   τον περίμενα ως συνήθως  στη στάση.  Με το που τον αντίκρισα  δε μπορούσα να το πιστέψω, είχε κόψει τη γενειάδα του Ρώσου καλόγερου και δε γνωρίζονταν, έμοιαζε δέκα χρόνια μικρότερος καλά ήταν πολύ τρελό! Και του τόχα πει ‘’Κόψτα τα καταραμένα!’’ αλλά δε μ άκουγε.  Καλά είχε γίνει πολύ σένιος, γελούσε μέχρι τ’ αυτιά όμως εγώ βρήκα ευκαιρία όπως τον είδα στα καλά του και του ζήτησα κάτι δανεικά που μου χρωστούσε. Είχε περάσει καιρός από τότε που του τα είχα δώσει κι αυτός δεν ανέφερε τίποτα, ετοίμαζε κάποιο ταξιδακι πάλι κι έκανε τον ανήξερο.  Εγώ όμως τα χρειαζόμουν, δεν ήταν δα και κανένα φοβερό ποσό αλλά ρε φίλε δεν ήθελα να με πιάνουν κορόιδο, να μου τρώνε τα λεφτά, να με θεωρούν ηλίθιο, αυτό με τρέλαινε ! ‘’Ρε βλάκα θα στα δώσω, μη φοβάσαι!’’ μου είπε κι ύστερα μιμήθηκε τον τρόπο που μιλούσε το αφεντικό,  μ’ έπιασαν κάτι γέλια απίστευτα που μ’ έκαναν να ξεχάσω τα καταραμένα τα δανεικά.

Το απόγευμα θα κλείναμε εμείς το μαγαζί για να πάμε στην εκκλησία καθότι Μεγάλη Βδομάδα, ήμασταν χαρούμενοι που δεν θα είχαμε τον άλλον  να μας πρήζει με τα μίζερα του, ότι δεν υπάρχουν λεφτά, ότι έχει στεγνώσει η αγορά , ότι δε βγαίνει με τίποτα και θα κλείσει την επιχείρηση, μας είχε μαυρίσει τη ψυχή ενώ εμείς ξέραμε ότι είχε ένα κάρο ακίνητα κι ένα σωρό λεφτά στην άκρη ο γύφτος!  Όποτε ανεβαίναμε στο  γραφείο του μας κορόιδευε, ‘’’Τα πτυχία σας, και τι κάνατε στα πανεπιστήμια,  και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τα κλείνουν!’’ μα τι κομπλεξάρα ρε φίλε! Εμείς δε λέγαμε τίποτα περιμέναμε μόνο και μόλις έλεγε καμιά πατάτα, μόλις έκανε κανένα λάθος συντακτικό, με το που πετούσε κανένα μαργαριτάρι τον καρφώναμε πατώντας κάτι γέλια και τότε ήθελε να σκάσει, να πεθάνει απ’ το κακό του αλλά εμάς στα παλιά μας τα παπούτσια, δεν δίναμε δυάρα, ήταν η εκδίκηση μας!

Αφήσαμε  κάτι τιμολόγια στο γραφείο  και πήραμε  το ασανσέρ, εκεί μέσα έπαιζε μια μουσική από κάπου  τόσο ωραία που δεν θέλαμε να βγούμε, αυτό το ασανσέρ με τη μουσική  ήταν το καλύτερο πράγμα  που είχε η οικοδομή. Με το που κατεβήκαμε στο δρόμο είδαμε  από  μακριά το βλαμμένο το αφεντικό,   τι στο δαίμονα ζητούσε , σίγουρα θα μας έχωνε κάπου,  βιαστήκαμε να εξαφανιστούμε πριν μας πάρει χαμπάρι! Ο Βασίλης έψαχνε μια ώρα  το μέρος όπου είχε παρκάρει, πάντα έτσι έκανε,  εγώ για να περάσει η ώρα  χάζευα τη βιτρίνα ενός μαγαζιού που πουλούσε καθρέφτες, θήκες για κινητά, γυαλιά χρωματιστά κι άλλα πραγματάκια  που γυαλοκοπούσαν...

Και μετά καθώς βράδιαζε φτάσαμε στην εκκλησιά εκεί στο παλιό νταμάρι.   Με το που βρήκαμε θέση στο γυναικωνίτη της εκκλησίας πιάσαμε τη κουβέντα  μέχρι που κάποιος μας  έκανε  παρατήρηση.  Πρόλαβα να μάθω ότι  σε μια κρύπτη της εκκλησίας κρατούσαν τα λείψανα από ένα κάρο αγίους και κάτι άλλα κειμήλια πολύτιμα ανάμεσα τους ένα  δισκοπότηρο απαστράπτον. Ο  Βασίλης που το είχε δει έλεγε ότι ήταν πανέμορφο,  στολισμένο με κύβους από κυανά και άσπρα γυαλάκια ενώ στη βάση του υπήρχαν μοτίβα από κατακόρυφες  εραλδικές σάλπιγγες αυτό το δισκοπότηρο έπρεπε να το δω κάποια  στιγμή!  

Δίχως να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος,  ήμουν τόσο κουρασμένος, στο όνειρο μου έβλεπα, ότι περνούσα πάνω από ένα ποταμάκι με νερό πολύ ορμητικό και κινδύνευα να πέσω μέσα,  δε μπορούσα όσο κι αν προσπαθούσα  να κρατηθώ με τίποτα!  Ένα τρίξιμο ανεπαίσθητο με ξύπνησε   και με το που άνοιξα τα μάτια  αντίκρισα  τον Βασίλη να γλιστρά και να κρέμεται στο κενό κρατώντας το κάγκελο με τα ακροδάχτυλα του. Ξαφνικά όλοι σα να ξύπνησαν κι άρχισαν να φωνάζουν στρεφόμενοι  κατά το μέρος μας για να δουν το φίλο μου που κρέμονταν έτοιμος να πέσει.   Είχε πιαστεί απ’  την άκρη του κάγκελου κι αγωνιζόταν να κρατηθεί  όμως  ήταν αδύνατο εξαιτίας του βάρους  του,  αιωρήθηκε  εκεί ψηλά για  μια στιγμή που έμοιαζε με αιωνιότητα,   κι ύστερα  έπεσε με τα χέρια ανοιχτά, ένας γδούπος τρομερός ακούστηκε καθώς έσκαγε  στο μαρμάρινο πάτωμα.

Επικράτησε χάος, τα φώτα άναψαν κι οι παπάδες μαζί με όλους τρέξανε στον πεσμένο,  εγώ κατέβηκα άρον- άρον να δω τι είχε πάθει ο φίλος μου, δεν έδειχνε να έχει ματώσει,  όλοι είχαν μαζευτεί από πάνω του κανείς όμως δεν τολμούσε να τον ακουμπήσει.  Τότε ένας παπάς,  ο πιο ηλικιωμένος,  που φαίνεται ήξερε από πρώτες βοήθειες και τέτοια τον πλησίασε, γονάτισε κι άρχισε να ψηλαφεί  τα χέρια, τα πόδια και τα πλευρά   του. Ο Βασίλης ανάσαινε βαριά αλλά έδειχνε  παραιτημένος,   μια έκφραση πόνου είχε απλωθεί στο πρόσωπο του.  Ο παπάς έσκυψε, τον κοίταξε βαθιά  και κάτι του είπε σιγανά  στο αυτί,  μετά σηκώθηκε και μας είπε ‘’Είναι καλά,  μην ανησυχείτε’’’. 

Καλά ήμουν μες τα νεύρα, τι στο καλό έλεγε,  ο άλλος είχε σωριαστεί από τόσο ύψος κι ο παπάς έλεγε ότι όλα ήταν εντάξει,  ετοιμαζόμουν να πω καμιά κουβέντα, όταν έκπληκτος είδα το φίλο μου  αργά-  αργά να σηκώνεται και να στέκεται στα πόδια του σα να μην έτρεχε τίποτα, δε μπορούσα να το πιστέψω, όλοι γύρω κοίταζαν απορημένοι, αυτός  έκανε μόνο το σταυρό του τρεις φορές και μετά μου είπε: ‘’Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι πετούσα!’’

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...