Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ΔΥΟ ΧΕΡΟΥΒΙΜ ΧΡΥΣΟΥΣ


...καί εποίησε τό ιλαστήριον  επάνωθεν της κιβωτού εκ χρυσίου καθαρού
Και τους δύο χερουβίμ χρυσούς
Χερούβ ένα  επί το άκρον του ιλαστηρίου τό  έν και
Χερούβ ένα επί  το άκρον του ιλαστηρίου το δεύτερον
σκιάζοντα ταίς  πτέρυξιν αυτών επί το ιλαστήριον.

Έξοδος  38  5 – 8


''Έχεις δει ποτέ σου το θεό ;’’ ρώτησε επιθετικά ο πρασινομάτης αφού κατέβασε ένα ποτήρι κρασί μονορούφι σα να ήταν πορτοκαλάδα!

'' Ναι!'' απάντησε Ο Ιγνάτης, ένας  γενειοφόρος γίγαντας  μ ένα κεφάλι πελώριο που στέκονταν πάνω απ τη στάχτη και τα κάρβουνα γυρίζοντας κρέατα στη σχάρα,  '' Τον έχω δει, έρχεται μια φορά το χρόνο,   κάθε  ψυχοσάββατο  μαζί με το πατέρα μου τον πεθαμένο, δεν τον βλέπω αλλά ξέρω ότι είναι μέσα στο όνειρο ! '' Κι ο θεός έρχεται μόνο  στα όνειρα ‘’ Συνέχισε προκλητικά ο πρασινομάτης ‘’ Όχι μονάχα ο θεός μα κι ο διάβολος!’’   Και τι είναι ο διάβολος…’’ ρωτήσαμε,  ποιος τον έφτιαξε;'' - '' Πάντα υπήρχε!'' γρύλισε ο Ιγνάτης

Ο παρασινομάτης εριστικός συνέχισε ‘’Θα σου πω εγώ τι γίνεται , τίποτα δεν υπάρχει έξω από δω , όλα είναι θέμα λειτουργίας των κυττάρων του εγκεφάλου, εκεί κατασκευάζονται τα αισθήματα, γεννιούνται οι φόβοι, πλάθονται τα όνειρα που δεν διαρκούν ποτέ πάνω από οχτώ λεπτά !

Τέτοιες συζητήσεις πιάναμε συχνά εκεί πέρα, ο άνθρωπος πάντα έχει φόβους, ανησυχίες, τρόμους για ότι είναι πιο πέρα,  όλοι   το ψάχνουν  ακόμα κι αυτοί που φαίνονται πιο κτηνώδεις. Το βλέπεις ότι αυτοί που έχουν μια πίστη σ ότι νάναι, σ οποιονδήποτε θεό η θεότητα, όσοι αναζητούν αυτό το θείο  αυτοί έχουν περισσότερη ποιότητα, εντάξει όχι πάντα όμως δε γίνεται δίχως αυτή τη διάσταση να υπάρξεις σαν ολοκληρωμένο πλάσμα, μια ισορροπία ανάμεσα στο γήινο και το ουράνιο στοιχείο χρειάζεται για να κάνει τη ζωή λιγότερο αβάσταχτη, πιο όμορφη, πιο μαγική.

Από πάντα οι άνθρωποι γοητεύονταν μ αυτά, δε μπορείς να τα εξηγήσεις με τη λογική όλα. Μια εποχή οι γιατροί έψαχναν φάρμακα και σκόνες που θα τους πήγαιναν αλλού, μια γενιά ολόκληρη βυθίστηκε στον παραλογισμό κάνοντας πειραματισμούς στα κεφάλια της με τέτοια σκευάσματα. Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι τίποτα, περίμεναν κάτι καλύτερο μετά το θάνατο, σαμάνοι ξημεροβραδιάζονταν σε τελετουργίες οργιαστικές προσπαθώντας να προσεγγίσουν αυτό το ανεξήγητο κι υπερβατικό, έμεναν ξάγρυπνοι μερόνυχτα,  κατάπιναν μανιτάρια με ουσίες παράξενες και ρίζες φυτών παραισθησιογόνες. Βασιλιάδες κι αυτοκράτορες θάβονταν με τις γυναίκες, τους υπηρέτες, όλο το προσωπικό και τ άλογα τους   μαζί προσδοκώντας να περνούν το ίδιο καλά και στην άλλη ζωή, η επίγεια ύπαρξη δεν άξιζε τίποτα! Κατά χιλιάδες πέθαιναν οι Αιγύπτιοι χτίζοντας πυραμίδες κι οι χριστιανοί θυσιάζονταν, καίγονταν, κόβονταν κομματάκια, γδέρνονταν,  ότι μπορείς να φανταστείς υπέφεραν περιμένοντας αμοιβή στον ουρανό. Οι μουσουλμάνοι ξεχύνονταν ακράτητοι με τα γιαταγάνια   στη μάχη έχοντας την ελπίδα ότι θ  απολαύσουν τον παράδεισο τους, εκατομμύρια εκατομμυρίων πέθαναν περιμένοντας μια αμοιβή ακαθόριστη   κάπου αλλού, ποιος ξέρει τι βρήκαν όλοι αυτοί εκεί πάνω…

Κάτι πέταξε κάποιος κι όπως γίνεται συχνά στις παρέες μας έπιασε ένα γέλιο νευρικό, δε μπορούσαμε να σταματήσουμε Ήταν μια στιγμή χαρούμενη, όλοι είχαμε ευθυμήσει, ‘’Αποφάσισα να εξομολογηθώ ύστερα από τριάντα χρόνια !’’ είπα  ‘’ Αλλά μόνο στο Father Gregory μόνο σ αυτόν! Θα τα πω όλα να μη με ζαλίζει κι η μάνα μου, θα πάω μια μέρα στο κτήμα του με τους βασιλικούς και τους κατιφέδες και το θυμάρι ανάμεσα στα λάχανα και στα πράσα του που κάνουν τον μπαξέ καλλιτεχνικό δημιούργημα και διώχνουν και τα μαμούνια , θα πάω εκεί πέρα λοιπόν και θα τα πω όλα !’’

Το κέντρο ήτανε άδειο, οι φοιτητές είχανε φύγει για το τριήμερο, φυσούσε κι έβρεχε συνέχεια, είχε λυσσάξει,   ‘’ Έλα να με βοηθήσεις να μαζέψουμε το νάιλον που έχω έξω ’’ μου είπε ο Ιγνάτης καθώς λυσσομανούσε ο αέρας. Με τα τεράστια χέρια του άρχισε να διπλώνει,  όπως  κρατούσα τη μια μεριά μου έλεγε ότι όταν ήταν μικρός του άρεσε να περπατά μες τη βροχή, γίνονταν μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο, μισούσε τις ομπρέλες, η μάνα του τον έψαχνε απ το μπαλκόνι κι αυτός προχωρούσε πλάι στους τοίχους να μη τον δει ! Μαζέψαμε το νάιλον και γυρίσαμε πίσω να στεγνώσουμε, ο Ιγνάτης έπινε όλη την ώρα, όπως πήγαινε θα το έκαιγε το συκώτι του εντελώς,  έδειχνε  να μη τον ένοιαζε. Ήταν γερός, πλάτες φαρδιές, αξύριστος, μαλλιά κοντά, φυσιογνωμία σκληροτράχηλη, φορούσε φόρμες  ‘’Πως πάει η υγεία;’’ ρώτησα κ το μάτι του γυάλισε λίγο τρομαχτικά, το πρόσωπο του θύμιζε σκύλο έτοιμο να δαγκώσει ,’’ Τι εννοείς … ‘’ γρύλισε ‘’… φαίνομαι να έχω κάτι’’ Όχι ρε δε αλλά  γιατί δεν το κόβεις ; ‘’ – ‘’ Μια φορά τόκοψα, τρία χρόνια άντεξα,  ήταν τα χειρότερα της ζωής μου!’’

Τα ήξερα όλα γι αυτόν, κατά καιρούς τα έβγαζε από μέσα του λίγα λίγα μα  έπρεπε να προσέχεις,  να μη τον ζορίζεις,  να τα πει όπως ήθελε αυτός. Έξι χρόνια στη Ρουμανία σπούδαζε ιατρική, γνώρισε κάτι παλαιστίνιους, πήγε μαζί τους στη Λιβύη του Καντάφι, με τους Φενταγίν και την PLO, πάντα του άρεσαν οι περιπέτειες! Πολύ παλαβοί μιλάμε οι άραβες, ζέστη, τρέξιμο, βρισιές, κλωτσιές, εκπαίδευση κόντρα σε όπλα, χειροβομβίδες, πυροκροτητές, πιστόλια κι άλλα μαραφέτια περίεργα, μια βδομάδα άντεξε, έφυγε   στην  Ιταλία. Είχε τρέλα με τ αυτοκίνητα, τον πήραν δοκιμαστή στη Φίατ, μετά στη Φεράρι, ένα κάρο λεφτά έβγαζε! Ένα βράδυ του τηλεφώνησαν ότι πέθαινε ο πατέρας του,  ένα τρακτέρ  είχε πάρει παραμάζωμα τους  γονείς του όπως οδηγούσαν σ ένα δρόμο επαρχιακό , τους έριξε σ’  ένα χαντάκι, ο ώμος της μάνας του έγινε λιώμα στο χτύπημα, τον πατέρα του  τον πρόλαβε ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο,  πήγε κάτι  να  πει ο γέρος,  να δώσει  στοιχεία  μήπως και βρουν αυτόν που τους χτύπησε, δε κατάλαβε και πολλά, ο γέρος παραμιλούσε πια,  τα παράτησε όλα, γύρισε πίσω στην Ελλάδα, χάλασε τον κόσμο,  δε μπόρεσε να βρει τίποτα ....

Ένας καλόγερος απ το Σινά έτρωγε μερικές πατάτες,  ο θεός ξέρει πως βρέθηκε κατά κει, όλο τύποι μυστήριοι εμφανίζονταν σα να είχαν ακούσει για το μαγαζί.  Έλεγε ο καλόγερος για προσκυνήματα στους αγίους τόπους, πολύ ζέστη, βεδουίνοι παντού έτοιμοι να σου πάρουν τα φράγκα πουλώντας χυμούς από ρόδι που στύβουν επί τόπου σε ποτήρια δροσιστικά!

‘’Ε ναι!’’  συνέχισα ‘’…στον Πάτερ Γρηγόριο θα μπορούσα να τα πω όλα!  Στο  κάτω κάτω  ας μη μας έφτιαχνε ο θεός έτσι ώστε να μας αρέσουν οι γυναίκες όπως εκείνη που μάζευε στο αστικό τη φούστα της να κρύψει τ άσπρα της ποδαράκια, τι φταίω εγώ που μ αρέσουν έτσι όπως σέρνουν στο κινητό τα νυχάκια τους με τα στρασάκια τα κολλημένα ψάχνοντας για γόβες ψηλοτάκουνες στο ίντερνετ!

Θα τα πω όλα κι ότι θέλει ας γίνει, δε με νοιάζει! Και για τ άλλα θα πω, για τα κορίτσια με τ’  αρώματα τα α δυνατά   που έχουν κολλήσει  κάτω απ το δέρμα τους, έχουν μπει βαθιά μέσα του, έχουν γίνει ένα μ αυτά,  θες να  ρωτήσεις ‘’Που το βρήκες αυτό το άρωμα  μωρό μου !’’,  σούρχεται να τα φας επί τόπου! Τα κορίτσια  με τα παπούτσια τ αθλητικά σ ένα χρώμα απροσδιόριστο μεταξύ γαλάζιου και πράσινου, αυτά που κουβαλούν σακίδια στη πλάτη με σχέδια από λουλούδια κόκκινα και η μια λωρίδα απ το σάκο περνά ανάμεσα απ τα στήθη τους, αυτά  που περπατούν στο δρόμο με τα μαλλιά  ν ανεμίζουν και κοιτάζουν λοξά αν  τα προσέχεις!

Και βέβαια θάπρεπε να του πω και για τις αμφιβολίες μου για  αυτό  το άγνωστο κι ακαθόριστο πράγμα εκεί πάνω που υποτίθεται ότι όλα τα βλέπει όμως εσύ ποτέ δεν μπορείς να το δεις μόνο να υποθέσεις εμμέσως την παρουσία του από σημάδια διάφορα.  Ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος ότι υπάρχει  μα  ούτε και το αντίθετο, εγώ τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι.

''Ναι αλλά…’’ πετάχτηκε ο πρασινομάτης που δεν έλεγε να ησυχάσει '' Πρέπει να μετανιώσεις για ότι έκανες , για τις απιστίες και τις ολιγοπιστίες σου  αλλιώς είναι άχρηστα όλα! ‘’  -‘’Εγώ θα σε συγχωρούσα!’’ είπε ο Ιγνάτης αγνοώντας τον  ‘’ Άμα ήμουνα παπάς θα σε συγχωρούσα, θα σου διάβαζα και μια ευχή να τελειώναμε!’’

Μ αγαπούσε,  είχε προσφερθεί να  φτιάξει  όλα τα ηλεκτρολογικά, τα υδραυλικά, τα χωματουργικά, ότι έχω και δεν έχω τέλος πάντων προτού καταρρεύσει το σπίτι μου! Είχε αρχίσει  κιόλας να έρχεται μαζί μας  στην εκκλησία, δεν είχε άσχημη φωνή, λίγο ψιλή για το βάρος του. Κουβαλούσε   μαζί του κηρύγματα παλαβά του Καντιώτη για τους ληστές που δεν είναι πια στα βουνά μα κατέβηκαν στις πολιτείες, μπήκαν στα γραφεία κι από κει κλέβουν όλον τον ντουνιά !  Τον ‘ήθελα δίπλα μου, κοιτάζαμε μαζί  τις  καλόγριες που  φορούσαν ένα κάρο κομποσκοίνια στο καρπό τους  κι ήταν κουκουλωμένες με στρώσεις αλλεπάλληλες από ράσα! Ρωσίδες και ρουμάνες,   τα κεφάλια   τους σκεπασμένα με κουκούλες απ τις φόρμες τους κι άλλες είχαν μαντήλια όμορφα σε χρώματα φούξια και καφετιά γλυκά. Ο τόπος είχε γεμίσει από μικρά   ενός νηπιαγωγείου, φώναζαν, χαλούσαν τον κόσμο, ! Ο ήλιος απ τα παράθυρα έλουζε τα μαλλιά ενός μικρού κοριτσιού πανέμορφου ‘’Κυρία είμαι πολύ κουρασμένη!’’ ακούστηκε η χουζούρικη φωνή της. Τα λαρύγγια μας πονούσαν, ο Άρης στον κόσμο του ,άμα πάρει αυτός φόρα, δεν έκανε ούτε ένα λάθος, ούτε μια φορά, καταλαβαίνεις, δεν τον άκουσα να χάνει μια νότα, κατέβαινε κι ανέβαινε τις κλίμακες περνώντας από διέσεις κι υφέσεις, από τον ένα δρόμο στον άλλο , τα είχε δώσει όλα! Γριές και γέροντες σπρώχνονταν για να κοινωνήσουν, οχλαγωγούσαν, γκρίνιαζαν, ήθελαν να τα διαλύσουν όλα! Ένας γέρος με γυαλιά ήρθε σε μια στιγμή στο αναλόγιο με ύφος συνωμοτικό, πήρε ένα βιβλίο, τόβαλε κάτω απ τη μασχάλη του κι εξαφανίστηκε…

 Η ώρα περνούσε κι ακόμα δεν είχαμε βαρεθεί , ‘’Και γιατί να μετανοήσω γι αυτά που είπα…’’  συνέχισα’’  γιατί να ζητήσω συγνώμη απ τον άλλον το βλάκα που δε μας έδινε ποτέ να φάμε απ το πιάτο του όποτε βγαίναμε παρέα, ωραία χριστιανική συνήθεια, ο καθένας για τη πάρτη του! Γιατί να μετανιώσω για κείνον τον παππά που δεν κοίταζε τη δουλειά του κι ανακατεύονταν όλο στα πόδια μας μα πόσο με είχε τσατίσει όλη νύχτα το σκεφτόμουν είχα σκάσει ! Κι έπειτα που ξέρουν αυτοί οι καλόγεροι που έφτιαξαν τα πηδάλια και τα γεροντικά από πειρασμούς και  τι πρέπει να κάνεις με τις γυναίκες! Αραχτοί στα βουνά και στα λαγκάδια δίνουν οδηγίες εκ του ασφαλούς, για έλα εδώ κάτω να αρρωσταίνεις σαν βλέπεις κάτι κουκλάρες γήινες, εξαίσιες, όχι τις άλλες τις φτιαγμένες από σιλικόνη και πλαστικό με μια τελειότητα που σου σπάει τα νεύρα,  έλα δω κάτω να πάρεις μάτι  τις χυμώδες, τις γήινες, που αποπνέουν  μια έλξη ανεξέλεγκτη και μπορούν να σε τρελάνουν!

Ο πρασινομάτης που κάθονταν μπροστά στον πάγκο κι είχε αρχίσει να ιδρώνει απ το ποτό και την έξαψη της κουβέντας στράφηκε απότομα σ εμένα ''Τελικά ρε δε κατάλαβα, εσύ πιστεύεις στο θεό ή μας δουλεύεις ;'' Δεν το είχα σκεφτεί καλά , δεν τόχα δουλέψει μέσα μου, δεν ήξερα τι να πω, δε τόχω ξεκαθαρίσει  ακόμα και τώρα που μιλάμε!  Εγώ ανακατεύτηκα με τις εκκλησιές επειδή μικρό με πήγαινε η μάννα μου στο χωριό, ένας παπάς αντάρτης που είχε πολεμήσει στον εμφύλιο μας έβαζε τις φωνές στο ιερό όλη την ώρα και ποτέ, μα ποτέ , τι κακία ρε φίλε, ποτέ  δε μας είχε δώσει εκείνες τις στολές τις πορφυρές και γαλάζιες  που έμοιαζαν με άμφια κεντημένα και θέλαμε τόσο πολύ να τις φορέσουμε ! Τα είχα αφήσει ξοπίσω μου όλα,  τα ξαναβρήκα επειδή έψαχνα κάτι για τις δύσκολες μέρες, ξέρεις τώρα, Πάσχα, Χριστούγεννα, τότε που οι αργίες είναι ατελείωτες και υπάρχει στην ατμόσφαιρα ένα κενό, μια έλλειψη, γιατί τις φτιάξανε έτσι αυτές τις μέρες σκέφτεσαι! Μ άρεσε κι η μουσική που ακούγεται εκεί μέσα, ανάμεσα σε κολώνες και τέμπλα ξύλινα κι εικόνες παλιές.  Από κει ξεκίνησα όμως είχα μπλέξει σ έναν άλλο κόσμο με συζητήσεις θεολογικές, φιλοσοφικές, μεταφυσικές που σε πάνε αλλού, σε κάνουν να στοχάζεσαι πάνω σε πράγματα που δεν είχες ποτέ σου σκεφτεί...

Ο  Ιγνάτης ο  φίλος μου μ έβγαλε απ τη δύσκολη θέση,  ‘’Άντε σήκω…’’ βρυχήθηκε ‘’…κλείνουμε!’’ ο πρασινομάτης κι η θορυβώδικη παρέα του πήγαν παραδίπλα να συνεχίσουν την οινοποσία, μείναμε εγώ με τον Ιγνάτη να περπατάμε στην άσφαλτο. Μπροστά στα φανάρια  χιλιάδες γυαλάκια από κάποιο ατύχημα στραφτάλιζαν, μια γάτα χώθηκε σε μια χαραμάδα τσακίζοντας το λαστιχένιο σώμα της,  ένα αεροπλάνο έβγαινε φωτισμένο μες απ τα σύννεφα κι εξαφανίζονταν  πάλι.  ‘’Περίεργο …’’ είπε ο Ιγνάτης   '' … κανονικά βλέπω  το πατέρα μου κάθε ψυχοσάββατο, χτες όμως τον είδα  πάλι,  ήταν σ ένα μέρος λαμπρό γεμάτο   κιβώτια χρυσά κι ασημένια,   έμοιαζε  νέος όπως τον θυμόμουν όταν ήμουν παιδί,  όμορφος,  ντυμένος με κάτι ρούχα γεμάτα πέτρες  μικρούτσικες,  πολύτιμες, κάτι λόγια ακατάληπτα έλεγε,   δεξιά κι αριστερά του πετούσαν άγγελοι μέσα σε φλόγες χρυσαφένιες ρίχνοντας τη σκιά  απ τις φτερούγες τους πάνω του, τι λες να σημαίνει;

 

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΟΙ ΠΕΡΙΚΝΗΜΙΔΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Κάποτε ο Γέρος περιπλανιόταν στον κόσμο, έφτασε στο κατάλυμα του Ήλιου που του ζήτησε να μείνει για λίγο.
Μια μέρα τελείωσε όλο το κρέας κι ο 'Hλιος είπε  ''Έ! Γέρο τι λες,  πάμε να σκοτώσουμε κάνα ελάφι;''
''Μιλάς καλά'' απάντησε ο γέρος ''Μ  αρέσει το κρέας του ελαφιού''.
Ο Ήλιος  κατέβασε μια τσάντα και τράβηξε έξω ένα ωραίο ζευγάρι περικνημίδες. Ήτανε κεντημένες μ αγκάθια σκαντζόχοιρου και λαμπερά πούπουλα.'' Αυτές'' είπε ο Ήλιος ''είναι οι κυνηγετικές μου περικνημίδες.  Είναι σπουδαίο μαγικό. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να τις βάλω και να περπατήσω κοντά σ ένα τόπο με χαμόκλαδα,  τότε οι περικνημίδες βάζουν φωτιά,  βγάζουν έξω τα ελάφια,  κι έτσι μπορώ να τα χτυπήσω
''Χάι για!'' κραύγασε ο Γέρος '' Υπέροχο! ''


 Από μύθο των ινδιάνων Μπλάκφουτ


Άμα  συνεχίσεις να  κλαις    θα σε πάρει  γέρο  Τσάμπιο,  αυτός  που όλοι φοβούνται τα δόντια του!   Θα ρθει να  σε  πάρει…’’ είπε ο γέρος ‘’…  αυτός παίρνει  τα παιδιά που δε  κάθονται ήσυχα,   κρύβεται στα βουνά,  ψηλά   μες τις σκιές των τρανών σπηλαίων,  όλα τα βλέπει από κει   αυτός  που  κλέβει τα μικρά αγόρια και τα κοριτσάκια τη νύχτα για να τα φάει !

 Στα παιδιά  αρέσουν  τέτοια τρομαχτικά,  θέλουν ναρθουν στο χωριό μου  για να δουν τα νεκροταφεία.   Τους  έχω πει    για   μια γριά που κάποτε   πήγε  τα μεσάνυχτα  να σφηνώσει   ένα καρφί σ έναν τάφο μετά από ένα  στοίχημα ,  όμως κατά λάθος κάρφωσε τη μακρύ μαύρο φουστάνι της   και  νόμιζε ότι τη τραβούσε ο πεθαμένος απ το μνήμα του!  Αρέσουν  στα παιδιά     παραμύθια  για ανθρώπους  που κινούνται  στα σκοτεινά μα κανείς δε μπορεί  να τους  δει  γιατί  φορούν ένα  δαχτυλίδι  μαγικό . Βγαίνουν  από μια χαραμάδα   στο κενό των δύο κόσμων,   ανάμεσα στους ζωντανούς και τους πεθαμένους  σ’ ένα   μέρος  που το λένε  ‘’Το δάσος  των τόξων και των βελών!’’.  Ένα βράδυ   λέει κάποιος  τέτοιος αόρατος πλησίασε  ένα κορίτσι που περπατούσε  δίπλα στα  χαλίκια ενός ποταμού  , το   άρπαξε απ το μπράτσο,  αυτό τρόμαξε,   όπως πάλευαν  του άρπαξε το δαχτυλίδι που φορούσε κι έτσι  τον αναγνώρισε  μα ποτέ δε φανέρωσε το μυστικό!

 Αρέσουν   στα μικρά  ιστορίες  για  πνεύματα  που κατοικούν στο νερό κι άλλα που καβαλικεύουν τον  άνεμο, για γυναίκες που   ξέρουν  να  ζωγραφίζουν σχέδια όμορφα και  παράξενα  πάνω σε δέρματα βουβαλιών,  για ιεροτελεστίες και  τραγούδια των πολεμιστών   που  λένε ότι  καλύτερα να μη ζεις για να γεράσεις μα  να πεθάνεις δοξασμένος  στη μάχη. Τους  αρέσουν μύθοι   για   τόπους γεμάτους μούρα και νερό φρέσκο,  που  λέγονται   ‘’Γκρεμοί  των ελαφιών!’’ εκεί όπου την άνοιξη  τα ελάφια βγάζουν τα καινούρια τους κέρατα.    Μέρη  γεμάτα   βράχους από βασάλτη  όπου τα ποτάμια μοιάζουν να σπάζουν τον ρου τους όπως αλλάζουν κατεύθυνση, εκεί όπου  πλατσουρίζουν λευκοί ερωδιοί  πλάι σε  σολομούς   που κολυμπούν στις επιφάνειες των διάφανων  νερών   και μπορείς  να  τους καρφώσεις  με το  καμάκι σου. Αρέσει στα παιδιά  να μαθαίνουν για τις εποχές που οι   μανάδες  τραγουδούσαν  στα μικρά τους   ‘’Γιε μου σα μεγαλώσεις, θα βάλεις στο κανό σου ένα καμάκι για τις φάλαινες, μια λόγχη για τις φώκιες,  τι να τα κάνεις δε θα ξέρεις!’’.  

 Πεινάνε τα παιδιά,  είναι μόνα στο σπίτι, δεν έχουν φάει  απ το πρωί,  η μάνα τους λείπει  στη δουλειά, θα γυρίσει το βράδυ,    το σαββατοκύριακο θα πάει στη δεύτερη δουλειά, ούτε  και τότε θα τη δουν ,μια στιγμή μονάχα ίσως.  Είναι μόνα  τους,  η μαμά τηλεφωνεί να ρωτήσει πως πάνε τα πράγματα,   σου βγάζουν   κοτόπουλο με ρύζι που μαγείρεψε η μάνα τους  αποβραδίς,  έχει   μέσα κομματάκια  καρότου,  πολύ  νόστιμο,  μια σαλάτα   φτιάχνουν  με ντομάτα και καλαμπόκι,   στους ανθρώπους αρέσει να μοιράζονται με κάποιον το φαγητό,  είναι πιο όμορφα έτσι,  πιο ευχάριστα,  όταν τρως μόνος είναι άχαρο πράγμα .

 ‘’Πάω  να  πάρω γάλα  για να σου φτιάξω σοκολάτα!’’   είπε το κοριτσάκι που πήγαινε να γίνει γυναίκα,    στο  δωμάτιο  της    αφίσες της Μέριλιν  κι από κάτω στοιβαγμένες οι    κούκλες του, έτσι είναι τα κορίτσια σ αυτή τη φάση, δε ξέρουν αν θέλουν να παραμείνουν εκεί που είναι ή να μεγαλώσουν για να μη τα κάνουν ότι θέλουν οι άλλοι !    Αργούσε   να γυρίσει,   ήμουνα    μόνος στη κουζίνα   κοιτάζοντας  τις φρουτιέρες  με τα κυδώνια και τα ρόδια, μια γλάστρα φτέρης στο μπαλκόνι,  παπαγαλάκια    πράσινα   και γαλάζια φτερουγίζουν μέσα σ ένα κλουβί τεράστιο….

Απ την αυγή   γύριζα  στους δρόμους, μυρουδιές στον αέρα από    τυρόπιτες  που ψήνανε στους φούρνους,   στην  Ανδιανουπόλεως οι μπάρες διαλυμένες από τ αμάξια που στουκάρισαν  απάνω  τους, , ένας ποδηλάτης πήγαινε μπροστά από τ αμάξια  που έπαιρναν τη στροφή μ έναν τρόπο σα να  έγερναν λυγίζοντας το σώμα τους.  Γάτες μπαινόβγαιναν στους κάδους κι άλλες παραμόνευαν κάτω από  οχήματα  με τα μάτια τους να γυαλίζουν.     Από ένα φορτηγό ξεφόρτωναν   τεράστια κομμάτια  κρέατος, κάτι ποδιές ματωμένες φορούσαν,  έναν  φύλακα είχα δει  να σαλεύει ανάμεσα στα μπάζα του μετρό,  μπουλντόζες   έχασκαν  εγκαταλειμμένες στις τρύπες που σκάψανε,  από κάπου έβγαινε ατμός.  Στα σχολεία τα   παιδιά μαζεύονταν  για τη προσευχή  κι άλλα πήγαιναν περιπάτους κατά κοπάδια,  μαγαζιά  με στόρια κατεβασμένα,  κλειστά κι άλλα που άνοιγαν τη ώρα εκείνη,  σκύλοι σκοτώνονταν   στα στενά ουρλιάζοντας και  δείχνοντας τα δόντια τους . Το μεσημέρι ο ήλιος  που χτυπούσε στη θάλασσα έφτιαχνε μια τέτοια  λάμψη σα να είχανε ρίξει  μια βόμβα  υδρογόνου,   κρόκοι κίτρινοι φύτρωναν στα πάρκα ανάμεσα  σε στρώσεις φύλλων καφετιών  από βολβούς που είχαν παραχώσει  στο χώμα, ένα δάσος  μικρό από κολώνες ιστιοφόρων στο λιμάνι της Καλαμαριάς,  δυο μικρές βαρκούλες προχωρούσαν στο νερό σπρωγμένες από  τους κωπηλάτες τους.   Το  βράδυ   ομίχλη  κατά το Φοίνικα,   υγρή αχλύς σκέπαζε το τόπο, υδροσταγονίδια  αιωρούνταν,  ντάλιες  φύτρωναν  στα Πράσινα Φανάρια, ένα γατάκι με μια πληγή τεράστια στο στήθος του   εκεί κοντά στα Everest…  

Το είχαν πάρει παραμάζωμα    τα μηχανάκια το γατάκι , καθόταν  ήσυχο στα σκαλιά ενός διώροφου  υποφέροντας σιωπηλά τον πόνο του,    αυτή     το είχε σώσει το καημένο  , αν δεν το μάζευε να το περιθάλψει  θα είχε πεθάνει σίγουρα.   Άκουγα τα παντοφλάκια της που σέρνονταν στο μάρμαρο,   φλαπ ,  φλαπ, μόλις είχε ξυπνήσει απ τον απογευματινό  ύπνο όμως  τα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα,  πότε πρόλαβε  σκεφτόμουν.    Δε φαίνονταν να λάμπει όπως την άλλη φορά, κάτι έλειπε,  δεν είχε  τη φλόγα που θυμόμουν τότε που φορούσε εκείνα τα γυαλιά τα άσπρα με τα τζαμάκια τα χρωματιστά, ωραία ρουχαλάκια είχε πάντως ξανά, το πλησίασμα της ήταν διακριτικό, στην  απόσταση  που έπρεπε… 

 Όπως μιλούσαμε χαλαρά  δίχως να το καταλάβω   άρχισε απ το πουθενά να γίνεται  επιθετική,   μ  αιφνιδίασε,  ήμουνα μπόσικος, μου  το φύλαγε! ‘’Πως σου φαίνεται τώρα που δεν έχεις τι να πεις ! Σ άρεσε πάντα να στριμώχνεις τους άλλους  για   να σε δω τώρα!’’ Ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο προσεχτικός,  ήταν  μια δύσκολη στιγμή. Κι ύστερα έκανε εκείνη τη πατάτα,   και το μετάνιωσε  την ίδια  στιγμή,  όμως έτσι είναι, άμα το συνηθίσεις σου ξεφεύγει κι εκεί που δε πρέπει, τι να σε κάνω!  Και της τόχα πει ‘'Πρόσεχε πως μιλάς!’' αλλά  με αγνόησε.  Στο τέλος παρ όλο που ήθελε να με στριμώξει   βρέθηκε αυτή  απολογούμενη! Θα έπρεπε να είμαι ευχαριστημένος   όμως όλα αυτά είναι  κουραστικά, μπορούν να σε φθείρουν,

Ένιωθα ότι είχε μετανιώσει για ότι είπε έδειχνε  χαμένη  όπως κάπνιζε εκεί στα Everest.  Είχαμε θέμα,  αυτό ήταν σίγουρο, ήθελα να το σκεφτώ  ,   μπορεί να  με είχε βαρεθεί κιόλας,  ‘'Ποιος μπορεί να κάτσει μαζί σου,  είσαι τόσο απαιτητικός όλη την ώρα, δεν ησυχάζεις,  δε μπορείς  να είσαι όπως την άλλη φορά που δε  μου έκανες ούτε μια ερώτηση!’' Εγώ όμως δεν το καταλαβαίνω,  πρέπει να είμαι λίγο ξεροκέφαλος δεν εξηγείται αλλιώς   αλλά πως γίνεται αν δεν   δοκιμάσεις  να γνωρίσεις τον άλλον,  αν δεν τον ψάξεις, αν δεν τον  πιέσεις  εκβιάζοντας τον  αν χρειαστεί λίγο για  ν’  ανακαλύψεις τις κόκκινες γραμμές του.  Θέλει χρόνο,  υπομονή και καλή διάθεση, είναι φορές  που σε κουράζουν, κάνουν φάουλ δίχως να το θέλουν, κανείς  δεν είναι τέλειος άλλωστε  κι εσύ  ο ίδιος πρώτα πρώτα,  απλά  σ όλες τις σχέσεις πρέπει  να υπάρχει μια δυναμική θετική,  ώστε να πάει μπροστά το πράγμα, να λύνονται  γρήγορα τα  ζητήματα  κι οι  παρεξηγήσεις, να μη χάνεσαι   σε κουβέντες ατέρμονες   που μπορεί να εκφυλιστούν άμα τις αφήσεις,  δεν είναι θέμα ανταγωνισμού,  δεν έχει σημασία ποιος θα κερδίσει, ποιος θα επικρατήσει, ποιος θα δικαιωθεί….

Ούτε κατάλαβα  πως πέρασε  η ώρα στη κουζίνα με τις φρουτιέρες τις γεμάτες ρόδια  ,  το κοριτσάκι αργούσε ,  όταν  ήρθε     μια λεμονόπιτα με μια μπάλα παγωτού απάνω    κρατούσε,    έφτιαξε  μια σοκολάτα για μένα  σ ένα ποτήρι βαθύ με μια χούφτα κρέμας στην κορφή,    ‘’Τη σαντιγί τη  τρως  με το καλαμάκι!’’ είπε…

 Έκατσε κοντά  μου να του πω    ιστορίες,   του  άρεσαν οι θρύλοι   για τους  κόνδορες που πετούν κατοπτεύοντας από ψηλά και   για    τους  αετούς που   αιωρούνται    πάνω από  δεξαμενές γεμάτες με νερό της θάλασσας  που κάποτε  σκέπαζε  τα όρη   έναν  καιρό παλιότερο  κι απ τις πέτρες.   Μα πιο πολύ  της άρεσαν τα  παραμύθια για ανθρώπους που  ταξιδεύουν συνέχεια,    ανθρώπους που  αλλάζουν τόπους  όπως  τα πουλιά,  κατασκηνώνοντας    τη νύχτα  σε λόχμες  κοντά στα  στόμια  των ποταμών, ανάβοντας  φωτιές   με   ξερές φλούδες απ τους κορμούς των πεύκων που  ξήλωσαν  με σφήνες σιδερένιες , παρατηρώντας  τις πυγολαμπίδες να περνούν σα φαντάσματα τότε   που  όλα τα πλάσματα  πάνε να κρυφτούν στις φτερούγες του βραδινού  ακούγοντας το παράπονο του νερού που πέφτει  σε ψιλές σταγόνες σαν  αρχίζει  να βρέχει …

Ωραίοι ήταν αυτοί, ταξιδευτές,   δεν έμεναν  ποτέ σ έναν τόπο,  ήθελαν ν αλλάζουν τον αέρα τους συνέχεια,   έτσι είναι, πρέπει να μετακινείσαι, ν’  αλλάζεις κατοικία  έστω και προσωρινά,   δε μπορείς να  μείνεις ζωντανός   άμα δε φρεσκάρεις το μυαλό  και τη σκέψη  ,   δε μπορείς να   λειτουργήσεις,  εμένα τουλάχιστον η επανάληψη με σκοτώνει! Δίχως μια μετακίνηση, μια ανανέωση, μια αλλαγή  το πράγμα γίνεται επικίνδυνο! Μπορεί να τα έχεις κάνει    όλα σωστά κι  όμως το αποτέλεσμα αργεί.  Άλλες φορές  όλα γίνονται τόσο απλά που δε το πιστεύεις  κι άλλοτε το  ζητούμενο  δεν έρχεται  προτού σε σακατέψει, προτού   εξαντλήσεις όλα τα περιθώρια ελιγμών,  αντοχής κι υπομονής  που διαθέτεις !  Το μυαλό  δεν υπακούει , δε προσαρμόζεται με τίποτα,  πρέπει  να πας με τα νερά του, δε μπορείς να το πιέσεις και πολύ,  θα κλωτσήσει, πρέπει ν αντέξεις λίγο, ακόμα λίγο μόνο που δε λέει να τελειώσει αυτό το λίγο! 

Αυτό που θέλεις  είναι μια  αλλαγή, καινούριες προσεγγίσεις ανθρώπους  με αύρα θετική που δε σε παιδεύουν,  αρκετά δικά σου έχεις ήδη!  Ένα φρεσκάρισμα θες, , μια ανάσα,   μπορεί να χάθηκες κάπου,  ξέχασες  στη πορεία  από πού ξεκίνησες και τι ήθελες, είναι σπουδαίο να ξέρεις για τι πράγμα ψάχνεις   ώστε να κατευθύνεις συνειδητά  τον εαυτό  κατά κει που πρέπει, ώστε όλα να γίνουν λίγο πιο εύκολα ώσπου να φτάσουν,  καθυστερημένα ως συνήθως,   τα καλά νέα,   όταν δηλαδή  έχεις περάσει όλο το λούκι, όταν είσαι στο όριο  και   πάλι πρέπει όμως  να είσαι ευχαριστημένος…

Το κοριτσάκι   με κοίταζε  με το στόμα ανοιχτό, ήθελε  ν ακούσει  για  κείνους τους      βράχους κοντά  σ’  ένα φρούριο  που βουίζουν τρεις  μέρες και τρεις νύχτες    κι  από κάτω τους κρύβεται ένας    θησαυρός   μα κανείς δεν τον  βλέπει μονάχα εκείνοι που έχουν   το   χάρισμα! Ήθελε ν ακούσει     γι αυτόν  που κρατά τους ανέμους κλεισμένους στο θησαυροφυλάκιο  του ,   αυτόν που έφτιαξε     τη νύχτα  για να κοιμούνται και να ησυχάζουν οι άνθρωποι , αυτόν  που   κατασκεύασε   το γαλαξία  από μια ποσότητα μαρμαρυγία  η οποία  χύθηκε κατά λάθος καθώς σχεδίαζε  τ άστρα  και τα τοποθετούσε το ένα δίπλα στο άλλο   σε σχήματα στρογγυλά και τετράγωνα, αυτόν που   πήρε  υλικό  απ το μεγάλο τόξο του ουρανού     και χάρισε τα χρώματα στα πουλιά ,  λίγο κόκκινο στο δρυοκολάπτη για το λοφίο του, λίγο πορφυρό στον πετρίτη για το λαιμό του, λίγο γαλάζιο  στο κολιμπρί για το ράμφος του,  λίγο καφετί  στον κορυδαλλό των λιβαδιών κι από  λίγο σ όλα τ άλλα  πουλιά που  έχουν   φτερούγες χρωματιστές. Ήθελε ν ακούσει και   για το γέρο που έκλεψε τις περικνημίδες του ήλιου και  μ αυτές μπορούσε   να   βάλει  φωτιά   στα χαμόκλαδα  ώστε  να βγουν από κει μέσα τα  ελάφια με τις άσπρες ουρές   των οποίων το κρέας αγαπούσε, όμως  όπου  κι αν πήγαινε ο ήλιος τον παρακολουθούσε  γιατί κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από το πρόσωπο του ήλιου...

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014


ΧΙΟΝΟΝΙΦΑΔΕΣ




Μας κοίταζε μ ένα ύφος, ένα  στυλ,   σα να ήταν  η Άβα Γκαρντνερ κι η Μάρλεν Ντήτριχ κι η Ίνγκριντ Μπέργκμαν μαζί,    και όντως   ήταν κουκλάρα, μελαχρινή,   κορμάρα απίστευτη,  ένα ντεκολτέ ιλιγγιώδες, έμοιαζε με την αμερικανίδα ηθοποιό   στα φόρτε της,    αλλά  εγώ είχα σκάσει όπως   κοίταζε  το φίλο μου  με μια  ειρωνεία, ήθελα να τη βαρέσω!

Μα πόσα νεύρα είχα,  του μιλούσε σα να μην ήταν τίποτα, αυτός  έσκυβε το κεφάλι, ήταν ερωτευμένος γαρ.   Εμένα δε με πήγαινε ποτέ,   ήξερε ότι δε σηκώνω αηδίες, αν μου έκανε   τίποτα   θα την είχα πάρει παραμάζωμα,  δε τις μπορώ τις ντίβες,  δε καταδέχονται να σου μιλήσουν, σε κρατούν σε απόστασή, έναν τοίχο αδιόρατο υψώνουν  γύρω τους κι όλη την ώρα πρέπει να  κοπανάς τα μούτρα σου πάνω του!

Αλλά την ήξερα ρε φίλε , μια άχρηστη ήτανε, έψαχνε τάχα για δουλειά όμως πουθενά δε μπορούσε να στεριώσει,  όλα της ξίνιζαν, στη πρώτη παρατήρηση σηκώνονταν κι έφευγε.    Όποτε  τη βλέπαμε τα ίδια μας έλεγε, πόσο  ζώα ήταν τα  αφεντικά που  συναντούσε-  λες και τα δικά μας είναι αγιόπαιδα,  πόσο χάλια ήταν τα πράγματα, ότι δεν άντεχε,  ήθελε να φύγει κάπου έξω, (στον αγύριστο!). Είχε μια αδυναμία να λειτουργήσει θετικά, έτσι είναι οι γυναίκες,  ή  στον ουρανό ή στα τάρταρα ανάλογα με τα ορμονικά τους.

Και της τα είπα,  δε μπορούσα ν  αφήσω  το φιλαράκι μοναχό  στο έλεος της.    Δε μπορούσα  να το αφήσω  να περάσει  έτσι,   το  στριφογύριζα  στο μυαλό μου, κάτι δε μ  άρεσε πάνω της, το έψαχνα, το γύριζα από παντού, δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρω τι έφταιγε, δεν υπήρχε περίπτωση να μου ξεφύγει! Μου την είχε δώσει , ποτέ δεν ακούνε βέβαια, δε βγαίνει τίποτα, ίσα - ίσα φτιάχνεις έναν εχθρό ακόμα  που δεν είναι και το πιο σοφό πράγμα, όμως κάτι πρέπει να πεις όταν κανένας δε μιλάει, όταν το πράγμα βγάζει μάτια, και της τα είπα '''Μη   του φέρεσαι  έτσι  ρε Άβα!'' έτσι τη φωνάζαμε.  

Της τα είπα, θα έσκαγα,   ''Μαζέψου,  δε μπορώ,  κοφ τις βλακείες,  μη μου λες δικαιολογίες,  να κόψεις το κεφάλι σου  βρες μια λύση, μας έχεις πρήξει!'' .  Τα πήρε, το όμορφο προσωπάκι της κοκκίνισε, σκλήρυνε,   ''Λες μπούρδες,  αφού είσαι τόσο έξυπνος γιατί δεν έχεις φτιάξει τη ζωή σου!'', έλα ντε,   πέταξε  και  μια κουβέντα βαριά, στράφηκα στα παιδιά ''Σημειώστε  ότι εγώ δε βρίζω !'' 

Δε  μπορούσα,  δε  μπορώ, όλο αυτός κερνούσε, όλα αυτός τα πλήρωνε,   κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να είναι αραχτοί χωρίς να κάνουν τίποτα κι εσύ πρέπει να τους σέβεσαι,   ότι τους λείπει από φιλοπονία το αναπληρώνουν με θράσος τόσο  απύθμενο που  σούρχεται να τσιρίξεις.  Έναν τέτοιο άνθρωπο τον λες  απλά λουφαδόρο, μπορεί να μην είναι τεμπέλης αλλά είναι βολεμένος, έχει βρει ένα άλλοθι, ένα παιδί  που έχει κάνει  ας πούμε κι είμαστε εντάξει,  άμα είναι και γυναίκα  όμορφη…

Την  είδα που κλονίστηκε,   μήπως την είχα αδικήσει,  μήπως δεν έπρεπε να της μιλήσω  έτσι,  δε ξέρω γιατί τα είχα πάρει τόσο, πιθανόν φταίει η εποχή, όλοι είναι γεμάτοι άγχος,  έτσι γίνεται στην Ελλάδα, κάθεσαι σα βλάκας όλο το καλοκαίρι κι ύστερα τρέχεις να προλάβεις σα  διάβολος προσπαθώντας να στρώσεις τις δουλειές σου, να βάλεις μια τάξη, να πληρώσεις ότι μαζεύτηκε.

 Όμως πως γίνεται αυτοί που   το θέλουν πραγματικά, αυτοί που έχουν ανάγκη να βρίσκουν κάτι  κι οι άλλοι, οι άχρηστοι, οι γαλαζοαίματοι,   να τη βγάζουν πάντα καθαρή; Παιδιά  βγαίνουν  στο εξωτερικό  και   σκοτώνονται  δουλεύοντας σε μέρη μακρινά, στου διαβόλου τη μάνα, βλέποντας τοπία που δε τους λένε τίποτα, ανάμεσα σε ανθρώπους αδιάφορους στη καλύτερη περίπτωση;  Eπιστήμονες με πενήντα πτυχία αναγκάζονται να πλένουν πιάτα, καθαρίζουν δρόμους, δουλεύουν στα χωράφια κι   άλλοι   είναι τόσο εκλεκτικοί, τόσο μυγιάγγιχτοι, έχουν αράξει στη βολή τους και δεν τους κουνάς  ούτε με γερανό !

Κάποιοι το παλεύουν ολημερίς κι ολονυχτίς, απ τ άγρια χαράματα μέχρι τα μαύρα μεσάνυχτα  καταπίνοντας ότι προσβολή μπορείς να φανταστείς, το θεωρούν απλά  καθήκον τους όσο κι αν δε τους αρέσει, είναι θέμα αξιοπρέπειας.  Εγώ  τους θαυμάζω, υποκλίνομαι, δε θ άντεχα ούτε μια μέρα εκεί που δουλεύουν, τι λέμε τώρα, ούτε μια ώρα, ούτε απ έξω δε θα περνούσα! Όμως αυτοί ακριβώς είναι πιο καθαροί, πιο ηθικοί, πιο έντιμοι, πιο ζωντανοί, το μάτι τους γυαλίζει ακόμα κι αν είναι πεθαμένοι απ τη κούραση, είναι πιο ωραίοι!  Η καθημερινή δοκιμασία τους έχει δουλέψει, τους έχει πλάσει, τους έχει διαμορφώσει,  δυνάμωσε  τις άμυνες τους,  ακόνισε  τα αντανακλαστικά τους,   έμαθαν  να είναι υπομονετικοί,  να εμπιστεύονται τον άλλον,  έγιναν  πιο επινοητικοί, πιο ανθεκτικοί, αυτό συνέβαινε πάντα, απ το καιρό  που ο άντρας κυνηγούσε στα δάση  κι η γυναίκα πίσω  πάλευε μ όλα τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου...

Εκεί στου Χρήστου είχαμε μαζευτεί, κάποιοι περίμεναν τα παιδιά τους να σχολάσουν απ τα φροντιστήρια, όλα τζάμπα τάδινε ο Χρήστος, πάνω από ένα  κι εξήντα δεν έπαιρνε, όλοι οι πεινασμένοι έρχονταν  από κει να φάνε, τη προηγούμενη είχαν διαρρήξει και  το μαγαζί του, δεν τον βλέπω καλά! Ένας τύπος εκεί με πάει,  δε ξέρω τι γίνεται,  όλο και περισσότεροι με πάνε, αρχίζω ν'  ανησυχώ.  ''Ωραίο πουκάμισο !''  του είπα   '' Α δε το πήρα εγώ,  η  κόρη μου κι η γυναίκα μου με ντύνουν, εγώ βαριέμαι να ψάχνω!''.  Ήταν όμορφος για τα εξήντα του, , έλεγε για την Αμφίπολη ''Να δεις που δε θα βρουν τάφο  αλλά έναν   αχανή  χώρο  όπου γίνονταν  αρχαία μυστήρια κι άλλα σημεία και τέρατα,   περίμενε, θα με θυμηθείς !''  Ο  γιος του    στη Ρώμη, όταν έρθει τα Χριστούγεννα  περιμένει να του φέρει ένα μπουφάν ακριβό.  Πάει συχνά κατά κει  να δει το παιδί του, δε του αρέσουν οι Ιταλίδες,   ''Οι Ελληνίδες...''  έλεγε ''...άλλο πράγμα!''   ''Να, δες την Άβα!'' μου έγνεψε κοιτάζοντας το αντικείμενο του πόθου  και τα σάλια του έτρεχαν.

Το φιλαράκι ζαχάρωνε με την κούκλα κι εγώ ήθελα να ξεράσω, δεν αντέχω τα σαλιαρίσματα! Από την άλλη όμως    τι σε κόβει  εσένα, ποιος μας λέει ότι δε ζηλεύεις, άντε βρες και συ  έναν τέτοιο  κόμματο,   δε μπορείς ν ανακατευτείς στη ζωή του άλλου, μεγάλος άνθρωπος είναι,  άστον να φάει το κεφάλι του.  Όσο για τύψεις δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει χρόνος, αυτά τα σκέφτεσαι προτού τα πεις, μετά πάει,  ότι  έγινε έγινε, άλλοι τα σκαλίζουν συνέχεια όχι εγώ,  καμιά φορά με πιάνει μια τέτοια αδιαφορία,  μια σκληρότητα που τρομάζω  με τον εαυτό μου.

Όλα διαφορετικά είναι αυτό το φθινόπωρο, όλα αλλιώτικα, δε ξέρω τι συμβαίνει ούτε προλαβαίνω να καταλάβω, το μυαλό αγωνίζεται απεγνωσμένα να αφομοιώσει δεδομένα καινούρια σα να αναβαθμίζεται συνέχεια μπλοκάροντας και ξεμπλοκάροντας αέναα, ώρες ώρες δε μπορείς να το συγκρατήσεις, ότι θέλει σκέφτεται,  όπου θέλει σε πάει, δε ξέρεις αν πρέπει  να  εμπιστευτείς τη κρίση του.

Όλα διαφορετικά μου φαίνονται φέτος, όλο στη Καλαμαριά τρέχω, όλα τα ιδιαίτερα  κατά κει μαζεύτηκαν. Τέρμα τα Πεύκα,  ο περιφερειακός και τα Μετέωρα με τους περιστεράδες,   φέτος   μόνο  μανόλιες τεράστιες με φύλλα γυαλιστερά  στους κήπους και σωροί από βράχια  στη προβλήτα  της Νέας Κρήνης .   Στα ραντάρ των στάσεων  λεωφορεία φαντάσματα  που  ποτέ δεν εμφανίζονται,  στα αστικά  μέσα  γυναίκες σκορπούν τ αρώματα τους στον αέρα,  με τα δαχτυλάκια τους ξετυλίγουν περιτυλίγματα από τσίχλες,  μια κινέζα είχα δει  στη Κηφισιά κάπου, με κοίταζε με τα τεράστια λοξά της μάτια.  Στα πάρκα κοκκινολαίμηδες κάτω από θάμνους,  καρακάξες  χοροπηδούν σα κλόουν βλαμμένοι, κατηφόρες που βγάζουν στη θάλασσα,  ψαράδες  στήνουν  τα καλάμια τους  κάτω απ το Μέγαρο Μουσικής,   πράσινα και κίτρινα αδιάβροχα  φορούν,  τα ραδιοφωνάκια τους βουίζουν, πλοία  χάνονται στον ορίζοντα,  αεροπλάνα  κατεβαίνουν από πάνω  μες την ομίχλη με τα φώτα αναμμένα.. 

Φέτος δεν έχει Ρετζίκι κι έξοδο κατά Καβάλα μεριά,  μόνο αυτοκίνητα ρολάρουν το βράδυ στο βρεγμένο δρόμο της Ανθέων, από   μερικά  κρέμονται  κορδελίτσες άσπρες απομεινάρια  από κάποιο γάμο του σαββατοκύριακου. Φέτος μπαίνω σε σπίτια καινούρια, κοριτσάκια ανοίγουν πόρτες,  κανείς  άλλος δεν υπάρχει στο διαμέρισμα,    μ εμπιστεύονται ξανά, είναι μια αίσθηση περίεργη, πρέπει να είσαι διπλά  προσεχτικός. Στους τοίχους των  παιδικών  δωματίων  ζωγραφιές δέντρων  με κλαριά και φύλλα κόκκινα,  πουλιά πετούν από πάνω τους... 

Χυμούς και μπισκότα με κερνάνε,  με βάζουν να φάω φαγητό που τους έχει περισσέψει  και  δε θέλουν να το βλέπουν δεύτερη μέρα, το αποθέτουν στο φούρνο μικροκυμάτων κι εγώ κοιτάζω τα δευτερόλεπτα που μετρούν αντίστροφα  στο κόκκινο χρονόμετρο. Η Κυρία Δήμητρα γυρνώντας απ τα πρετ α πορτέ στο Παρίσι και  στο Μιλάνο   μου φτιάχνει κάτι τοστ φοβερά με καπνιστή γαλοπούλα και κάτι άλλα κόλπα με  ντοματίνια,  βασιλικό,  μοτσαρέλα κι ελαιόλαδο, ''Έβαψες τα μαλλιά σου;''  με ρωτάει.   Ο κυρ Γιάννης  πάλι με φωνάζει συνέχεια να φάμε μαζί εκτός απ  τις Τετάρτες και τις Παρασκευές   που   νηστεύει. Τον ακούω στο τηλέφωνο   ''Άντε ρε,  που είσαι;'', πολύ μ αγαπάει.    Φτιάχνει κάτι πατέντες δικές του,  πιπεριές απ το μπαξέ του στο Λιτόχωρο  με ντομάτα,  ένα κομμάτι καβουρμά και  τυρί κατσικίσιο,   βούτηξα  εκεί μέσα μισή φραντζόλα από ένα ψωμί  φοβερό !  Ύστερα έβγαλε  κάτι ελιές απίστευτες,  μα  που τις βρήκε,    δε μπορούσα να σταματήσω να τρώω,  όπως μιλούσαμε  καταβρόχθισα   ένα σταφύλι τεράστιο,  μα τι πείνα μ είχε πιάσει!

 Όλα διαφορετικά  φαίνονται αυτή την εποχή, ίσως δεν  έπρεπε να της μιλήσω έτσι της καημένης της Άβας,  είχε χάσει τη λάμψη της,  δε μιλούσε. Δεν ήξερα αν έκανα σωστά, ήθελα να το σκεφτώ λ ξανά, ίσως έπρεπε να ζητήσω συγνώμη. δυο Πακιστανοί  ήρθαν και ζήτησαν γύρο,  ένα  χαμένο κορμί     με κόκκινα μάγουλα  άρχισε από δίπλα ''Σ ένα καράβι   βάλτε τους όλους  να τελειώνουμε!''  ο Χρήστος βγήκε έξω,  ''Βούλωστο γιατί θα σε τσακίσω ! Στο ΄χω ξαναπεί, εδώ μέσα δε θα μιλάς έτσι!'' Ο άλλος σηκώθηκε έριξε   ένα  βλέμμα θανατηφόρο κι έφυγε όπως ήτανε.  Σηκωθήκαμε κι εμείς σπασμένοι , ο δικός μου με την Άβα  κατηφόρισαν κατά   τη παραλία, εμείς τραβήξαμε  γι αλλού.   Πιτσιρικάδες τρώγανε  κλαμπ σάντουιτς και κρέπες,   κάμποσοι  τόχαν ρίξει στις φρουτοσαλάτες και στην υγιεινή διατροφή, κάνουν κι από κανένα σωστό,  άλλοι είχαν αράξει  σε πολυθρόνες  κοιτάζοντας  τα ταξί που περνούσαν, ένας κρότος  σα πυροβολισμός ακούστηκε από κάπου,   ένα κοπάδι κοράκια πέταξε τρομαγμένο στα σκοτεινά.

 Ρωσοπόντιοι πουλούσαν κόκκινους  σπόρους τριανταφυλλιάς,  συνθήματα ανορθόγραφα στους τοίχους,  μια κοπέλα είχε το κινητό στο μπροστινό τσεπάκι του τζιν σακακιού της κι άκουγε μουσική , μια  τράπεζα.  Το πρωί  είχα περάσει από κει  να μου αλλάξουν ένα χαρτονόμισμα σκισμένο,  ένα κολλαριστό μου δώσανε.    Κάτω απ τις ψηλές κολώνες  χάζευα τους ανθρώπους  καθώς    έπαιρναν στοίβες κέρματα γα τα μαγαζιά τους,  ο περιπτεράς που πήγα να  χαλάσω κοίταζε    απ όλες τις μεριές το κολλαριστό χαρτονόμισμα  '' Βλέπεις  τις ρίγες που έχει στο πλάι; ''  είπε ''Kανένα παλιό δεν τις έχει!’’. Ένα  κάρο πλαστά  είχε μαζέψει,  μου τα έδειχνε, εικοσάευρα  και   κέρματα   βουλγάρικα που μοιάζουν αληθινά, τα μηχανάκια που περνούν βιαστικά   τ  αφήνουν στα γρήγορα,  παίρνουν τσιγάρα  ή  ότι άλλο    και χάνονται τρέχοντας σα σφαίρες ,  που να τα κοιτάξεις.  ''Γιατί δε τα πασάρεις   σε κανέναν; ''  τον είχα ρωτήσει   ''Ντρέπομαι!''

Σ ένα σινεμά καταλήξαμε,    πιτσιρικάδες κι εκεί μέσα έκαναν  φασαρία τρομερή,  ένας τύπος με κόκκινη μπλούζα μας είπε  να  κάτσουμε μπροστά μπροστά, είχαμε πάει αργά.   Μας  την έδωσε  ''Άμα υπάρχει και μια θέση  άδεια θα καθίσουμε πίσω!''    φωνάξαμε ,  επέμενε, θέλαμε να κάνουμε  το σινεμά  θερινό, τελικά καθίσαμε πίσω μόλις έσβησαν τα φώτα.  

Ένα έργο μυστήριο, ένας  νεαρός   όλο ενέργεια  εκρηκτική σα να έιχε μια στοίβα δυναμίτες που ανατιναζονταν μέσα του καθώς έτρεχε ανάμεσα στους τοίχους ενός λαβύρινθου, πόρτες σιδερένιες  έκλειναν με πάταγο πίσω του γεμίζοντας το τόπο με σκόνη κολασμένη.  Έπειτα έπρεπε να διασχίσει μια έκταση υδάτινη με κατωφέρειες και υφαλοράχεις που έδειχναν τ απόκρημνα τοιχώματα τους, περπατούσε πάνω σε κράσπεδα απότομα,  έβγαινε σ ένα λιβάδι  σκεπασμένο μ ένα πέπλο λευκό, νιφάδες κρυσταλλικές, καθαρές, όμορφες, έπεφταν από ψηλά ολοένα.  Ξαναρχονταν στο μυαλό μου η ντίβα,  μήπως δεν έπρεπε να της μιλήσω έτσι, τι κατάλαβα, όμως κάτι έπρεπε να πω έτσι δεν έιναι, δε μπορείς να το αφήσεις έτσι, απο την άλλη πάλι   μήπως δεν ήταν ανάγκη, πως ξέρεις  πότε κανεις το σωστό και πότε το λαθος, όλα  μπερδεμένα σ αυτό το κόσμο, όλα ένα κουβάρι,  χιονονιφάδες άσπρες έπεφταν συνέχεια στο τοίχο απέναντι... 

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

ΒUNGEE JUMPING

Ο γιατρός τοποθετούσε βελόνες παντού στο σώμα της, είχε χαλαρώσει   εντελώς όταν χτύπησε το τηλέφωνο ''Γεια σου, είμαι η μαμά της Π. ήθελα να σου πω ότι η κόρη μου τα έχει με τον άντρα σου!'' ένιωσε να πνίγεται, ''Βγάλε, καμιά βελόνα γρήγορα!'' είπε στο γιατρό ''Δε μπορώ ν ανασάνω!''.

Χρειαζόταν λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει  τι  άκουσε, καθόταν εκεί σα χαμένη κοιτάζοντας τα σημάδια στο χέρι , της ήρθε στο νου αυτό που λένε ''Οι σύντροφοι χτυπούν πάντα κάτω απ τη μέση !''.

 Δεν ήταν οριστικός ακόμα ο χωρισμός της, προτού λίγο καιρό μόνο έβγαιναν όλοι μαζί, αυτή ο άντρας της κι η άλλη γυναίκα που ήταν γραμματέας του. Και το πιο τρελό ήταν ότι ή άλλη δεν είχε καν κλείσει δυο μήνες από τότε που παντρεύτηκε, η ίδια είχε πάει στο γάμο της γραμματέας, της είχαν ζητήσει κιόλας να διακοσμήσει το νυφικό δωμάτιο,  δεν είχαν προλάβει  ν' ανοίξουν τα δώρα, δεν είχαν προφτάσει  να κρεμάσουν το νυφικό γι αυτό κι η μάνα της τρελάθηκε!

Δε μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά της  συνέβαιναν πραγματικά, στη δουλειά είχε προβλήματα, τα παιδιά τη ζόριζαν,  όλα στραβά  πήγαιναν, τίποτα δεν έμοιαζε να προχωρά προς τα μπρος. Αυτός είχε αρχίσει να μαθαίνει γερμανικά γιατί λέει τα χρειάζονταν στη δουλειά του την ώρα που στο σπίτι γίνονταν  κόλαση. Το μεγάλο παιδί ήταν άρρωστο του θανατά,  χρειάζονταν απίστευτες ώρες να ξοδευτούν μαζί του, τ άλλα δύο είχαν τα δικά τους, γκρίνιαζαν όλη την ώρα , η γυναίκα δεν θ άντεχε για πολύ.  Αυτός τη δύσκολη στιγμή λάκισε, τη κοπάνισε, όταν άρχισε να δυσκολεύει το πράγμα δε του άρεσε,  όμως  τι περίμενες φίλε μου,  αποδείχτηκε ότι έψαχνε άλλες λύσεις, πιο βολικές. Μετά από έναν άγριο καυγά  αρνήθηκε να πληρώσει  τα παράθυρα που είχαν παραγγείλει για το εξοχικό, κι αυτή  έπρεπε να κοιμάται με τα παράθυρα ανοιχτά, μια νύχτα έπιασε βροχή, προσπαθούσε να κλείσει τ ανοίγματα μ ότι έβρισκε, δε κοιμήθηκε ούτε μια στιγμή εκείνο το βράδυ, όλες οι ωραίες αναμνήσεις που την έδεναν με το εξοχικό της από τότε που ήταν παιδί καταστράφηκαν, δεν ήθελε να το βλέπει πια  και πάλι όμως είχε την ελπίδα ότι δεν ήταν αργά, δεν είχαν τελειώσει όλα, κάτι θα μπορούσε ακόμα να σωθεί. Το προηγούμενο σαββατοκύριακο είχε περάσει απ το σπίτι της , ακόμα περνούσε να τη δει τότε, δεν είχε παγιωθεί το πράγμα, αυτή μαγείρευε κι ήταν χαμένη μες τα τηγάνια και τις κατσαρόλες , όπως τον είδε μπροστά της είπε '' Περίμενε ρε να σου βάλω κι εσένα λίγο μια στιγμή'' και μετά σα να ξύπνησε ''Ωχ ξέχασα , εμείς έχουμε χωρίσει!''.

Μια ξαδέρφη της είχε μιλήσει για το βελονισμό, είπε να τον δοκιμάσει όμως έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα πάει κι αυτό, ένα τρέμουλο απλώνονταν  τώρα σ όλο το σώμα της. Φυσικά σε μια τέτοια στιγμή δεν μπορούσε να πάει αλλού παρά σ αυτήν τη ξαδέρφη, ήταν αχώριστες από παιδιά, με κανέναν άλλον δε μπορούσε να μιλήσει έτσι όπως μιλούσε μ αυτή,   ήξερε τον άντρα της από παλιά  αλλά μετά απ΄ όσα είχαν συμβεί ούτε που ήθελε να τον δει.

 Όπως οδηγούσε  βγαίνοντας απ τη πόλη χιλιάδες σκέψεις ανακατεύονταν με τα δέντρα, τα καθίσματα και τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν στα μαγαζιά, είχε και την αγωνία με το γιο της που ήθελε να κάνει bungee jumping πηδώντας απ τη γέφυρα στον ισθμό της Κορίνθου, μόλις το άκουσε της ήρθε κόλπος,  ο μικρός απείλησε ότι  αν δε τον άφηνε θα το έκανε στα κρυφά με το φίλο του,  δεν είχε επιλογή, στο τέλος  του έβγαλε  και τα εισιτήρια !

Καλά και τι δεν είχαν περάσει μαζί οι δυο τους , πόσες φορές κόντεψαν να πνιγούν όπως βουτούσαν όπου έβρισκαν. Είχαν κολυμπήσει στις δίνες στην Κεφαλλονιά όπου τα ρεύματα ήταν απίστευτα δυνατά γιατί τα νερά επικοινωνούν με μια λίμνη που υπάρχει στα βουνά, κάτω απ το έδαφος και γι αυτό αναπτύσσονται ρεύματα πανίσχυρα καθώς μπερδεύονται τα γλυκά με τ αρμυρά νερά. Στη Ζάκυνθο είχαν εξερευνήσει όλες τις σπηλιές ακόμα κι εκείνες τις μικρούτσικες  με την λιγοστή άμμο όπου ίσα ίσα χωρούσες να μπεις.

 Στα πιο μεγάλα κοιλώματα η θάλασσα λαμπύριζε τόσο υπέροχα που έλεγες ότι υπήρχε κάτι ψεύτικο εκεί μέσα . Ενώ οι άλλοι κοίταζαν το θέαμα  αυτή  είχε δοκιμάσει να βουτήξει απ το πίσω μέρος της βάρκας . Ζυγιάστηκε στη ξύλινη σκάλα του σκάφους κι έπεσε στο νερό, το σώμα της ένιωσε το στοιχείο του,  ήθελε να κάνει μια στροφή γύρω απ τη βάρκα και να βρει τους άλλους,   όπως όμως παλαντζάριζε το σκάφος με το υποθαλάσσιο κήτος του να λικνίζεται , δίχως να το καταλάβει την έριξε σα πούπουλο πάνω στα γλιστερά βράχια . Έβαλε τα χέρια της να προφυλαχτεί, οι πέτρες της έγδαραν το μπράτσο, αίμα έτρεξε . Βάζοντας όλη της τη δύναμη κατάφερε να τραβηχτεί με μια απλωτή προς τα πίσω ώστε ν απεγκλωβιστεί από κει μέσα. Το νερό είχε βουλώσει τη μύτη της, δυσκολεύονταν ν ανασάνει, άρχισε να βουλιάζει κοιτάζοντας τα βρύα που είχαν κολλήσει στις άσπρες πέτρες και τις σταγόνες που έτρεχαν απ την οροφή ύστερα αφέθηκε να βυθιστεί   ήταν η πιο  στενή  επαφή  με το πέρασμα για κάπου αλλού,  της είχε φανεί φυσικό, σχεδόν ευχάριστο,   σκέφτονταν ‘’Εντάξει, αυτό ήταν, τώρα πεθαίνω!’’.   Όμως η ξαδέρφη της είχε προλάβει να τη δει, βούτηξε μαζί με το βαρκάρη που είχε πανικοβληθεί , την έπιασαν όπως όπως  απ τις μασχάλες,  τη σύρανε πάνω στη βάρκα, ένα κουβά νερό έβγαλε απ το στόμα της.  Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της είχε τρελαθεί που έχασε τους φακούς της, αυτό μόνο την ένοιαζε,  τι θα έλεγε  τώρα στο πατέρα της, ύστερα από λίγο συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί,   είχε τρομάξει άσχημα, δεν ήθελε να ξαναδεί  θάλασσα...

Στη Σκόπελο  είχαν πάει μ έναν σκυλοπνίχτη, στο πλοίο ήθελαν να βγάλουν τ άντερα τους, στο νησί πεύκα και θάλασσα πράσινη παντού ! Κολυμπούσαν σ ένα λιμάνι φυσικό, καταπληκτικό, αυτή που φοβόταν ένα σωρό πράγματα στη θάλασσα δε καταλάβαινε τίποτα, ήταν το μοναδικό μέρος όπου είχε τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση. Διέσχισαν τη διαδρομή από τη μια μεριά της εξόδου του λιμανιού μέχρι την άλλη, τους είχε πάρει τρεις ώρες. Είχαν ακούσει ιστορίες για σκυλόψαρα  και κήτη και φώκιες με δέρμα γαλαζωπό, παρόλα αυτά είχαν ανοιχτεί μέχρι το πέλαγος μακριά , ήταν μια αίσθηση μαγική να κολυμπάς στην απεραντοσύνη μοναχός. Φοβόταν τους υφάλους, λέγανε ότι υπήρχαν  πολλοί στο μέρος εκείνο, μπορούσαν να σε ξεσκίσουν χωρίς να πάρεις χαμπάρι. Είχαν σταματήσει πάνω σε κάτι βράχια να ξαποστάσουν προτού γυρίσουν πίσω, στη διαδρομή είχαν κόψει μερικά φύκια κάπως σκληρά, σα κοράλλια, λέγανε ότι είχαν ουσίες που κάνουν απαλό το δέρμα, τρίβονταν μ αυτά τα κοράλλια εκεί πέρα στα βράχια καθισμένες στη μέση του πουθενά....

Στο σπίτι της ξαδέρφης ηρεμούσε πάντα.  Έπρεπε να περάσει πρώτα από μια μάντρα που πουλούσε καυσόξυλα, δυο μαντρόσκυλα άσπρα ψευτογαύγισαν, το ένα με μάτια χαμηλωμένα σα στενοχωρημένο, το άλλο, το πιο μεγαλόσωμο, μπήκε μπροστά κι έβγαλε το μουσούδι  του ανάμεσα απ τα σίδερα της πόρτας  να χαϊδέψει την υγρή  μύτη του . Εδώ ήταν ερημιά κάποτε, τώρα πια είχε γίνει οικισμός πολυσύχναστος, οικοδομές σηκώνονταν από παντού, αεροπλάνα κατέβαιναν κατά το αεροδρόμιο κι ήταν σα να περνούσαν δίπλα απ τα σπίτια όπως τα έβλεπες απ τους λόφους να χαμηλώνουν.  Κάτι θάμνοι από βαμβάκια έδειχναν τις μαλακές λευκές μπάλες τους, ησυχία βασίλευε, άμα έχεις συνηθίσει στη φασαρία της πόλης σου φαίνεται παράξενο,  απόκοσμο όμως  αυτός είναι ο αληθινός ρυθμός της φύσης, σε ηρεμεί, είναι το καλύτερο φάρμακο για να καθαρίσει το μυαλό. 

Ένα ντόπερμαν έτρεχε σα σφαίρα σένα χωράφι  κυνηγώντας μια μπάλα που είχε ρίξει ένας άντρας με φόρμες,  ύστερα κοντοστέκονταν να μυρίσει τον αέρα.  Το σπίτι είχε παραμείνει όπως το θυμόταν, οι ίδιες ασβεστωμένες σκάλες, γλάστρες γεμάτες λουλούδια χρωματιστά κι εκείνο τα φυτό που όταν έτριβες στα δάχτυλα τα φυλλαράκια του έβγαζαν  ένα άρωμα γλυκό που δεν το είχε ξαναβρεί πουθενά άλλου. Όπως ανέβαινε είδε τη θεία της, είχε γεράσει πολύ, σχέδια αραχνοειδή σχημάτιζε στα πόδα της η φλεβίτιδα.

Στο σαλόνι τη κέρασαν καφέ, εκεί μπορούσε να ηρεμήσει επιτέλους.  Της φάνηκε ότι η ξαδέρφη  είχε σπάσει κάπως, είχε κάμποσο καιρό να τη δει, όποτε βρίσκονταν χρειάζονταν ώρες μέχρι να πουν όσα είχαν μαζέψει. Η ξαδέρφη  την περνούσε πάνω από δέκα χρόνια, είχε μια ζωτικότητα φοβερή,  δεν ήταν όμορφη μα  είχε ωραίο σώμα, μια φινέτσα, ένα γούστο για όλα τα πράγματα. Της είχε χαρίσει ένα φουστάνι έξοχο με σχέδια εξαγωνικά που θύμιζαν σφηκοφωλιά, την έμαθε πως να ντύνεται, πως να διακοσμεί το σπίτι της, πώς να διαλέγει έπιπλα πώς να έχει αισθητική αντίληψη. Ήταν κτηνίατρος, μιλάμε περίπτωση, δεν υπήρχαν γυναίκες στην κτηνιατρική τότε, αυτή μονάχα και μια φίλη της, το είχαν γράψει κι οι εφημερίδες ''Αι δυο νεαραί φοιτήτριαι της κτηνιατρικής σχολής !''. Στο γραφείο της σουλατσάριζε ένα ελαφάκι, κουτουλούσε όπου έβρισκε καθώς το φαγούριζαν τα κερατάκια που έβγαζε. Όλοι το είχαν ξεγραμμένο αυτή όμως αυτή ήταν σίγουρη ότι το μόνο που ήθελε ήταν βιταμίνη D, δηλαδή ήλιο μπόλικο και γάλα άφθονο βέβαια, είχε μια όρεξη απίθανη ! Στο ίδρυμα όπου δούλευε έκανε κάτι μελέτες πρωτοποριακές για τα βουβάλια της Ελλάδας που εξαφανίζονταν τότε, ανέλυε τα γονίδια τους για ν αποδείξει την καταγωγή τους από κάποια φυλή ενδημική, αρχαία. Τη ζητούσαν απ το εξωτερικό να μιλήσει για ένα σωρό θέματα, στο Παρίσι, στη Λωζάννη, στο Βερολίνο, τα βαριόταν απίστευτα αυτά τα ταξίδια, ''Δε πας εσύ!'' έλεγε στην ξαδέρφη της, άλλο που δεν ήθελε η άλλη. Μονάχα σ ένα σπουδαίο συνέδριο του National Geographic στο Σαν Φρανσίσκο είχε πάει κάποτε, της είχαν κάνει εντύπωση εκεί πέρα τα θαλάσσια λιοντάρια που μαζεύονταν κάθε μέρα σε μια μεριά της προβλήτας κατά κοπάδια τεράστια, κανείς δεν ήξερε τι έβρισκαν σ εκείνο το μέρος …

Πάντα στήριζαν η μια την άλλη,  ο άντρας  της  αφού παράτησε τα γερμανικά είχε μπλέξει με κάτι οργανώσεις παραθρησκευτικές,  μα τι ηλίθιος,  άρχισε να μιλάει για πράγματα αλλόκοτα, άνθρωποι περίεργοι έμπαιναν στο σπίτι. Είχε γίνει και μια σκηνή επική όταν η κτηνίατρος  τα έβαλε μ έναν μορφωμένο  απ αυτούς που μιλούσε για τις θεωρίες του Σχολαστικού Άνσελμου της Καντερβουρίας και γι άλλα κουφά, για τη φύση του τριαδικού θεού, για το πώς κι από που εκπορεύεται το πνεύμα το άγιο κι άλλα τέτοια θεολογικά μυστήρια που σε πιάνει ζαλάδα να τ ακούς! Αντάλλασαν επιχειρήματα θανατηφόρα κι ακαταλαβίστικα, η  ξαδέρφη  σε μια φάση που είχε ανάψει σηκώθηκε όρθια για να δώσει έμφαση στα λόγια της και κινήθηκε απειλητικά προς τον άλλον, αυτός τα χρειάστηκε. Αυτοί οι παραθρησκευτικοί τούς έφεραν κι ένα σκύλο παλαβό, ποιος ξέρει από που τον  βρήκαν,  τον είχα γνωρίσει κι εγώ, ένα τεριέ καφετί, όποτε μ έβλεπε στριφογυρνούσε σα δαίμονας απ τη χαρά του γιατί τον έβγαζα πάντα βόλτα.  Όμως ο πατέρας της κτηνιάτρου  που ήταν γιος παπά, όποτε έρχονταν  από κει  τα έβαζε με το σκύλο ''Ανάθεμα την ώρα που μπήκε αυτός ο αιρετικός, ο αντίχριστος, ο κολασμένος,  μας έχει κάνει άνω κάτω, λερώνει όπου νάναι, δεν τον θέλω το σατανά!''

Είχε αρχίσει να χαλαρώνει,  ξεχάστηκε , αυτή ήταν η καλύτερη ψυχοθεραπεία,  δε στοίχιζε τίποτα μάλιστα.  Έκατσε εκεί πέρα να χαζεύει το μπαλκόνι με τις χρωματιστές γλάστρες  και τα φυτά με τη γλυκιά μυρουδιά , χτύπησε το τηλέφωνο,ο γιος της ''Μάνα άστα, πάθαμε ζημιά !'' ένα φτερούγισμα  στη καρδιά, ''Έλα ρε μάνα, πλάκα κάνω!''

Της είπε ο γιος της ότι όλα πήγαν  καλά, ο φίλος του που είχε βουτήξει  πριν απ αυτόν   όπως έπεφτε ανάμεσα  στα βράχια και στα τσιμέντα έβλεπε το έδαφος να τον πλησιάζει από κάτω, τους γκρεμούς να περνούν σαν αστραπή από μπροστά του,   καταποντίζονταν στην άβυσσο ενώ  φώναζε μ όλη τη δύναμη που είχαν τα πνευμόνια του: ''Μανούλα σ αγαπάωωωω!''. ''Εγώ μάνα δε φοβήθηκα καθόλου.  Εκεί πάνω στο κάγκελο στάθηκα μια στιγμή, είδα κάτω ένα δευτερόλεπτο, έκλεισα τα μάτια, ο  αέρας  φυσούσε το πρόσωπο,  σκέφτηκα, εντάξει αυτό ήταν, τώρα πεθαίνω!''.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...