Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

A GIRL LIKE YOU

Εκείνη τη στιγμή ήμουν ευτυχισμένος, είναι στιγμές που νιώθεις ότι έχεις χώρο να προχωρήσεις μες τον άλλον, να μπεις μέσα του, να γίνεις ένα κομμάτι του, εκπέμπει θετική αύρα, δε μπορεί κανείς να μου το αρνηθεί αυτό, το ένιωσα βαθιά, είμαι σίγουρος! Βέβαια δε φτάνει, δεν είναι αρκετό, μετά αρχίζει να δουλεύει η λογική κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα, όμως εγώ είχα νιώσει για μια στιγμή ευτυχισμένος, αυτό δεν μπορούσε ν αλλάξει, δεν έπρεπε να το χάσω, ήταν τόσο καλή, το φωτεινό πρόσωπο η φωνή, τα χέρια, τα δάχτυλα, όλη η παρουσία κι η ύπαρξη της όπως την αισθανόμουν πλάι μου. Δε βιάστηκα, δεν έκανα ούτε ένα λάθος ρε φίλε, ορκίζομαι, ακολούθησα άλλη συνταγή, πήγα πιο πέρα, άφησα την ένταση να σωρευτεί κι όποιος αντέξει, τόψαξα καλά, όμως χρειαζόμουν λίγες πληροφορίες ακόμα προτού αποφασίσω, έπρεπε ν αντέξω λίγο ακόμα την αβεβαιότητα, άμα δεν το μπορείς κάτσε στ' αυγά σου, δε θα έχανα την ευκαιρία να το μελετήσω ,αυτό τουλάχιστο, να εξερευνήσω την πιθανότητα, να δω ξανά πως συμβαίνει, όλα να γίνουν όσο γίνεται αβίαστα, φυσικά, δε θ άκουγα κανένα τη φορά αυτή, θα το έκανα μόνος μου.

Σερβιτόρες τοποθετούσαν τασάκια στα τραπέζια, ανεμιστήρες περιστρέφονταν, μια δροσιά στο βάθος του μαγαζιού, άμα πήγαινες κατά κει τα μάτια σου άνοιγαν σα να ξυπνούσες από λήθαργο, οθόνες ψηλά έδειχναν χελιδονόψαρα να πετούν πάνω απ τα κύματα κουνώντας τα φτερά και τις ουρές τους. Την ήθελα, το καλοκαίρι είναι πιο δύσκολο να το ελέγξεις, αυτή η καταραμένη ανάγκη του θηλυκού που μπορεί να σε συμπληρώσει, να σε σταθεροποιήσει να σε ολοκληρώσει, να σε απογειώσει, να σε εκτινάξει στο διάστημα να μην είσαι μισός πια. Κάθονταν τώρα απέναντι μου, μπορούσα να δω τα πόδια της μέχρι μέσα βαθιά, ωραία πόδια , πολύ ωραία, άσπρα, απαλά, το σώμα της απέπνεε έναν αισθησιασμό, ένα φουστάνι βυσσινί φορούσε, ένα σουτιέν μαύρο, μια τσάντα γαλαζωπή, ένα χυμό έπινε. Καθόμουν εκεί με τ άλλα παιδιά και την έκοβα όλη την ώρα, ερημιά επικρατούσε στα στενά τριγύρω, κορίτσια με χιτώνες και σανδάλια έμπαιναν στο μαγαζί σαν να έρχονταν απ τις αγορές της Περγάμου ή της Κορίνθου, τα ποδαράκια τους τόσο εύθραυστα που νομίζεις ότι μπορεί να τα λιώσεις άμα τα πατήσεις κατά λάθος...

Μαμάδες ωραίες περνούσαν κρατώντας απ το χέρι παιδιά όμορφα, παρέες μιλούσαν καπνίζοντας , γυναίκες άφηναν εκτεθειμένες τις κοιλιές τους να δροσιστούν, μπορούσες να δεις τον αφαλό τους, ανέμιζαν τα μπλουζάκια και τις φούστες τους, κομμάτια σάρκας εκτεθειμένα, τα σώματα έρχονται τόσο κοντά το καλοκαίρι, είναι αδύνατο να κρατήσεις απόσταση! Ένα ζευγαράκι σ ένα κάθισμα φιλιόταν όλη την ώρα τα νεύρα μου, βρέστε ένα μέρος κρυφό και βγάλτε τα μάτια σας! Η ζέστη κάνει το μυαλό να μπάζει από παντού, δε μπορείς να το συμμαζέψεις, έτοιμο να καταρρεύσει είναι, ένας βλογιοκομμένος περνούσε εκείνη την ώρα, όλη την ώρα τον πετύχαινα μπροστά μου αυτόν εκείνη τη μέρα . Το πρωί τον είχα δει στην εκκλησιά, φιλούσε όλη την ώρα το χρυσό του δαχτυλίδι, μπροστά στα εικονίσματα στέκονταν και παραμιλούσε, ήταν άδεια η εκκλησία εκείνη την ώρα, μια παράξενη αίσθηση επικρατούσε, φωνές, αντίλαλοι έρχονταν από κάπου, στασίδια άδεια, αγιογραφίες αψίδες και τόξα κολώνες, μάρμαρα ο τρελός που παραμιλούσε όλο το θέαμα ήταν αλλόκοτο….

Είχε πιάσει μεσημεράκι κι ένιωθα μια έξαψη, μια ένταση , κι εκείνη η παρέα ήταν φοβερή, που τους είχα βρει, δε χόρταινα να κάθομαι μαζί τους, τους είχα τρελάνει στις ερωτήσεις, μια φίλη μου είπε ''Κανείς δε μ έχει ρωτήσει τόσα πράγματα για τη ζωή μου!'' μονάχα ένας σπαστικός με μούσι το χαλούσε, ήθελα νάξερα ποιος τον είχε κουβαλήσει, ότι να ναι έλεγε, καλά ούτε μια στιγμή δε τον πήρα στα σοβαρά αυτόν και του το έδειχνα σε κάθε ευκαιρία. Δε μου το συγχώρεσε, όλο κόντρα μου πήγαινε αλλά δε βαριέσαι, υγεία ! Μαλώναμε για μια χαζομάρα, για το ορυκτό αλάτι, εγώ έλεγα ότι το έφερναν απ τα Ιμαλάια που πριν εκατομμύρια χρόνια σκεπάζονταν απ τα νερά του ωκεανού . Καθώς ολόκληρος ο πλανήτης ταράζονταν συθέμελα από εκρήξεις και πτώσεις μετεωριτών, το τοπίο άλλαξε δραματικά, τα βουνά έγιναν θάλασσες και τούμπαλιν κι έτσι το αλάτι εγκλωβίστηκε στα στρώματα του εδάφους όπου έμεινε θαμμένο για εκατομμύρια χρόνια, αποκρυσταλλώθηκε, έγινε πιο καθαρό, πιο στιλπνό αφομοιώνοντας μικροποσότητες σιδήρου που του έδωσαν το γυαλιστερό κοκκινωπό του χρώμα, το είχα δει σ ένα ντοκιμαντέρ όμως ο άλλος δεν ήθελε να το δεχτεί με τίποτα, ''Δε γίνεται, αλάτι στα βουνά, που το είδες!''


Δεν την ήξερα, δεν είχα ρωτήσει, δεν ήθελα άλλους ν ανακατέψω σ αυτό, αισθανόμουν ότι κάτι έπρεπε να κάνω, δε μπορείς να τ αφήσεις όλα στη τύχη, ήξερα ότι αν δεν τόκανα δεν θα ένιωθα ήσυχος, δε θα μπορούσα να ηρεμήσω πάντα έτσι γίνεται. Χρειαζόταν μερικά βήματα, λίγο θάρρος τότε που τρέμουν τα πόδια . Όμως ύστερα που μου μίλησε γλυκά ήταν ωραία, σκεφτόμουν '' Είμαι καλά, δεν ερωτεύτηκα, δε τη ξαναπατώ, δε γίνεται ν αρρωσταίνω κάθε φορά, δε θ' αντέξω!''. Είχα προσέξει, δεν την είχα πατήσει, αλλά από κει και πέρα ομολογώ ότι άφησα τον εαυτό μου να ονειρευτεί . Θυμάμαι ότι με κοίταξε κατάματα μια φορά , βαθιά, επίμονα, όπως κάνουν οι γυναίκες όταν δεν τις βλέπεις στα μάτια. Ήθελε να με διαβάσει, να βεβαιωθεί ότι ότι δεν μου ήταν διάφορη,το ένιωσα, είμαι σίγουρος , κανείς δε μπορεί να μου πει όχι. Όμως εγώ δεν το μπορώ αυτό, δεν είναι κανενός είδους διαγωνισμός βλεμμάτων, άμα θέλω κάτι να πω θα στο πω ευθέως, δεν θα το εννοήσω και δε χρειάζεται να το ψάξεις, απλά ρώτα με! Λοιπόν με κοίταξε μια στιγμή έντονα και δεν κατέβασα το βλέμμα όπως τις άλλες φορές, δεν υπήρχε λόγος άλλωστε, ήθελα να της δείξω ότι πραγματικά αισθανόμουν ευτυχισμένος εκείνη τη στιγμή κι ο λόγος ήταν αυτή κι ήταν κι εκείνα τα τραγούδια που ακούγαμε και που μας άρεσαν, ''Σοβαρά τέτοια μουσική ακούς, έλα ρε, αυτό είναι πολύ ωραίο !'' κι ήταν τόσο δροσερά εκείνα τα τραγουδάκια ‘’ …a girl like you…’’ και το άλλο, το πιο καλό, το πιο όμορφο, όλο φρεσκάδα καλοκαιρινή, αχ θέ μου ας γίνονταν ....

Κάτι μ ενοχλούσε, καλά άμα επέμενε ακόμα λίγο αυτός με το μούσι θα τον έπαιρνα παραμάζωμα, για να πω την αλήθεια μερικές φορές κυνηγάω κάνα καυγά να στανιάρω λίγο, ν ανάψουν κάπως τα αίματα αλλά πάλι για μια καλή φασαρία πρέπει να είσαι σε φόρμα. Είχαμε πάρει φόρα, χειρονομούσαμε, αυτός με το μούσι φιρί φιρί το πήγαινε ‘’Το άσπρο δεν προστατεύει απ την ακτινοβολία, είναι μύθος, είναι πιο δροσερό μόνο , το μαύρο είναι το καλύτερο, δεν αφήνει τις αχτίνες να μας τρυπήσουν!’’ άντε λοιπόν μες το λιοπύρι όλοι μαυροφορεμένοι!

Ούτε τ' όνομα της δε ρώτησα, νομίζω πως άκουσα να τη φωνάζουν κάπως, δε ξέρω πάλι, δε μ ένοιαζε, πολύ λίγα ήξερα γι αυτήν, ίσως δε χρειάζεσαι κάποιες φορές πολλά για να εμπιστευτείς κάποιον, στην αρχή τουλάχιστον, μετά δε ξέρω. Σχετικά καλά μου πάει φέτος το καλοκαίρι μη το ματιάξω, να φανταστείς ότι ο ήλιος είναι στον αστερισμό του κυνός, θάπρεπε να επικρατούν για πενήντα μέρες ζέστες τρομερές, τα κυνικά καύματα που λένε ότι δαγκώνουν άσχημα , φέρνουν ξηρασία και δίψα, πυρετούς κι ανεμοπυρώματα, οι άνθρωποι παραληρούν τις νύχτες στα στρώματα τους. Βέβαια φέτος μόνο κυνικά καύματα δε βλέπεις, πλημμύρες μονάχα και βροχές, στο Φοίνικα το ρέμα κατεβάζει τόνους νερού λασπωμένου απ το Χορτιάτη, το Πανόραμα και τους γύρω λόφους ενώ στη Τσιμισκή μπορεί να πετύχεις ολόκληρους κάδους παρασυρμένους απ τους χείμαρρους που σχηματίστηκαν, άνθρωποι βλέπουν το θέαμα απ τα μπαλκόνια ή όπως στέκονται μπροστά στις πόρτες των καταστημάτων τους, είναι τέτοιος όγκος των λασπόνερων που μαζεύονται στο δρόμο ώστε το λεωφορείο που περνά μέσα τους θυμίζει τη κιβωτό του Νώε να επιπλέει στον κατακλυσμό. Οι Αιγύπτιοι λέει τέτοιον καιρό περιμένανε το Νείλο να ξεχειλίσει σ όλη την έκταση του δέλτα του , οι αστρονόμοι ξαγρυπνούσαν τις νύχτες μελετώντας τα ουράνια σώματα και τους αστερισμούς, τον Λέοντα να μάχεται με το Σκορπιό, τον Καρκίνο να παλεύει με τους δράκοντες και τ' άλλα τα φανταστικά τέρατα της ουράνιας σφαίρας. Τέτοια εποχή φαίνονταν καθαρά ο Σείριος, το πιο λαμπρό άστρο σ όλο τον ουρανό που άλλοι το λέγανε ''Μαύρο αστέρι'' γιατί έφερνε κάψα και ξέρα και δυστυχία...


Την είδα να κατεβαίνει τα σκαλιά του πάνω ορόφου όπου είχε πάει για μια στιγμή, όσο κι αν προσπαθούσα δε μπορούσα να κρύψω ότι μου άρεσε και το κατάλαβε.Οι άλλοι συζητούσαν φωναχτά. Ένας έλεγε για το Διδυμότειχο, είχε πάει με τις πέντε κόρες του, ένα ποτάμι που είναι ρηχό τώρα το καλοκαίρι, βουτούσαν σε κάτι λάκκους βαθιούς που υπήρχαν, τα κοριτσάκια είχαν δει ένα νερόφιδο να κρατά στο στόμα του ένα ψάρι και τρελάθηκαν, είχαν βαλθεί να το κυνηγούν για να πάρουν το ψάρι, τα πέλματα τους βούλιαζαν στην άμμο, καραβίδες περπατούσαν δίπλα τους. Άλλος έλεγε για τις Σέρρες, πολύ χάλια κατά κει το κλίμα, ο Στρυμόνας πολύ βαθύς, που να κολυμπήσεις. Προσπαθούσα να πιάσω κουβέντες στον αέρα, κάτι μ εμπόδιζε να σκεφτώ, ένα φουστάνι, δυο πόδια άσπρα, για τη Σαντορίνη θαρρώ λέγανε, σ ένα γάμο είχε πάει κάποια, πάνω στα βράχια, παγώσανε φυσικά, έψαχναν για ζακέτες και ρούχα χειμωνιάτικα. Και για τη Κρήτη νομίζω συζητούσαν, εκεί λέει νιώθεις την οσμή της Αφρικής στον αέρα που φυσά απ το νοτιά, γατόψαρα στα ρηχά, χελιδονόψαρα στα βαθιά μπορεί να τύχει να δεις, ένας τύπος απ την Αυστραλία ήταν μαζί μας, είχε πάει να κολυμπήσει στον ωκεανό έξω απ τη Μελβούρνη, τα νερά δε ζεσταίνονται ποτέ σ εκείνο το μέρος, γιατί τα κύματα φέρνουν ρεύματα παγωμένα απ την ανταρκτική. Απ τη Λέσβο είχε φύγει αυτός, μετανάστης, σκόπευε να γυρίσει κάποια μέρα στη πατρίδα του, τη γη την Αιολική με το δάσος το απολιθωμένο, τη χώρα της Σαπφούς και του Τέρπανδρου ....

Για ταξίδια λέγανε , βόλτες σε βουνά και λίμνες όπου γίνονται συναυλίες, κατασκηνώσεις και πάρτι νυχτερινά, έψαχναν όλοι για φτηνούς προορισμούς, Βρυξέλλες και Πράγα, Βερολίνο και Βουδαπέστη, οδικές εκδρομές στην Αδριατική, στα κάστρα του Ντουμπρόβνικ, στα φιόρδ της Κροατίας. Προτιμούσα τις εκδρομές τις τελευταίες, δε μπορώ τις μεγαλουπόλεις, στο Λονδίνο μέσα σε λίγες ώρες είχα σαλτάρει, ‘’Πάμε να φύγουμε!'' είχα πει στα παιδιά, ούτε αξιοθέατα ούτε μουσεία, καλά τι να κάνεις εκεί μέσα μ όλα τα αγάλματα εκτός τόπου και χρόνου, τι δουλειά έχουν εκεί πάνω κουβαλημένα με το ζόρι απ τις πεδιάδες της Βαβυλώνας και τις κοιλάδες του Ινδού, τα χωράφια της Σπάρτης και της Μακεδονίας, αγάλματα που σήκωσαν από τ' αρχαία θέατρα τα χτισμένα στις όχθες των νησιών με θέα κατά τη θάλασσα, εκεί όπου τα τύλιγαν αναρριχώμενα φυτά άγρια, πεύκα φύτρωναν ανάμεσα στα σκέλη τους, αγάλματα που τα σήκωσαν από τόπους όπου τα πέτρινα πρόσωπα τους ατένιζαν το πέλαγο προτού καταποντιστούν στη θάλασσα μαζί με ναούς αρχαίους και κολώνες καμπυλωτές μαρμάρινες ...

Της είπα ευχαριστώ απ τη καρδιά μου φέρνοντας τα χέρια στο στήθος, μ είχε ανεβάσει για λίγο έστω αλλά που να το βρεις πια αυτό, της το χρωστούσα, κι ύστερα έπρεπε να φύγει, καθόμουν εκεί και τη κοίταζα ν απομακρύνεται, ήθελα ακόμα λίγο, όταν αγαπάς κάποιον ακόμα και λίγο να τον βλέπεις είναι σημαντικό, την έψαχνα στο άδειο μαγαζί και δε την έβρισκα, είχε φύγει, το μέρος δεν ήταν το ίδιο δίχως αυτήν, όπως καθόμουν ένιωσα τα πόδια της να κατεβαίνουν τα ξύλινα σκαλοπάτια απ τον πάνω όροφο όπως πριν, μου φάνηκε ότι κινούνταν πίσω μου μ εκείνο το βυσσινί φουστάνι που ανέμιζε, νόμιζα σε μια στιγμή ότι θα τη δω ξανά, βγήκα έξω, στη πόλη τα στενά έρημα, στις στοές στο Καπάνι ένα ζευγάρι ρακοσυλλέκτες κάθονταν στη σκιά μασουλώντας σάντουιτς, '' Tι κάνουμε τώρα;'' είπα φωναχτά και γύρισαν προς το μέρος μου, ένας τύπος με μαύρα γυαλιά πουλούσε κολόνιες λαθραίες, μ έκοψε από μακριά, ήρθε κοντά μου, τον έπιασαν τα γέλια, πρέπει να έδειχνα πολύ χάλια, ''Έ φίλε, δε σε βλέπω καλά, παραμιλάς έ !


Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΤΡΕΑ



Θα καθόμουνα καμιά βδομάδα σ εκείνη τη σπιταρόνα των τριών ορόφων δίπλα στη θάλασσα, ήταν τόσο καθαρό, τόσο αστραφτερό, ντρεπόσουν να πατήσεις το πόδι σου.  Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να βγάζω καμιά βόλτα το σκύλο,  να τούβαζα λίγο νερό και φαΐ άντε και να ποτίζω καμιά φορά τα λουλούδια.   Η  φίλη που μου ζήτησε τη χάρη θα έλειπε καμιά βδομάδα,   το ψυγείο θα ήταν  φουλαριστό με ότι ήθελες, γλυκά και μαρμελάδες και βούτυρα, τυριά κααι κασέρια και σαλάμια και γιαούρτια και χυμούς και φρούτα, λουκάνικα και φαγιά διάφορα, θα το άδειαζα εντελώς, δεν υπήρχε περίπτωση ν αφήσω τίποτα, θα τα εξολόθρευα όλα, δε θ’ άφηνα τίποτα, το δικό μου ψυγείο  περιείχαε μονάχα  νερό, πάντα το είχα άδειο εντελώς μιλάμε γιατί ξέρω ότι  αν υπάρχει κάτι καλό δεν θ αντέξω, θα το τσακίσω οπότε  λέω δικέ μου άμα θες κάτι τρέχα, ξεποδαριάσου να το πάρεις  απ έξω  σπίτι δεν υπάρχει τίποτα !

Είχα φιλοξενηθεί εκεί πέρα παλιά, το ήξερα,  ένα εξοχικό θαυμάσιο χτισμένο  λίγο έξω από ένα χωριό. Ένα κάρο λεφτά είχε ξοδέψει η φίλη μου για να το κάνει όπως το ονειρεύονταν, όλα τα μαστόρια  είχαν παρελάσει από κει, ειδικές παραγγελίες είχε κάνει και πατέντες σπέσιαλ ώστε όλα να λειτουργούν ρολόι και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένη! Ο απορροφητήρας είχε αρχίσει να φθείρεται, το ψυγείο ήθελε κάποια μόνωση γιατί ήταν δίπλα στη κουζίνα, κάτι προεξοχές έπρεπε να φύγουν, ντουλάπες ν αλφαδιαστούν καλύτερα, μερικές τροποποιήσεις και μετατροπές ακόμα για να είναι όλα  βιδωμένα, σταθεροποιημένα, ταιριασμένα,  άψογα. Η διακόσμηση ήταν καταπληκτική, το άσπρο και το γαλάζιο κυριαρχούσαν, οι ηλεκτρικές συσκευές τοποθετημένες αρμονικά, ένας μεταλλικός ιμάντας κρατούσε  από την οροφή σταθερά ένα καπάκι μυστήριο, δεν προεξείχε τίποτα, ξύλο και μάρμαρο και μέταλλο έδεναν μεταξύ τους  και με το χώρο,  όλα σοφά δομημένα   με αντίληψη αρχιτεκτονική, σοφά μελετημένα όλα ώστε να δίνουν την αίσθηση της απλότητας και της άπλας και της ευρυχωρίας, άκου τι  κάνει ο κόσμος, αυτά δεν είναι για μας που απλά πάμε και πέφτουμε ξεροί στο σπίτι, άντε κάνα  μπάνιο και λίγο τηλεόραση μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Υποτίθεται ότι έχουμε κάνει απλή τη ζωή μας αλλά οι άλλοι φίλε μου σκέφτονται αλλιώς, θέλουν ένα μικρό παλάτι να κατοικούν και να το χαίρονται κατάλαβες, δεν είναι σαν εσένα άχρηστοι, ε λοιπόν τώρα ήταν η ευκαιρία μου, θα το εξερευνούσα, θα έβλεπα κι αυτήν τη πλευρά , έπρεπε να δω μήπως είχα απωθημένα, μήπως έπρεπε ν αλλάξω κάτι, ν αρχίσω κι εγώ να γίνομαι λίγο νοικοκύρης! Από την άλλη έπρεπε να είμαι λίγο προσεκτικός, δε μ αρέσει  να σκαλίζω  ξένα πράγματα, πρέπει να σεβαστείς την εμπιστοσύνη του άλλου, τον προσωπικό του χώρο και τι σε νοιάζει στο κάτω κάτω…

 Το λεωφορείο με κατέβασε στη παραλία, ένα βουητό, το μέρος είχε πνιγεί από  κόσμο,  κοίταξα κατά   τη θάλασσα, ήταν πεντακάθαρη, νόμιζες ότι τα σώματα φωσφόριζαν όπως ακουμπούσαν στο νερό. Στην ακροθαλασσιά εκατομμύρια  μικρά χαλίκια γυαλισμένα  απ το κύμα, κηλίδες μαύρες σχηματίζονταν ανάμεσα στο πράσινο  νερό,  πιο βαθιά  όλα γίνονταν  πιο σκοτεινά. Πίσω μου μια διώρυγα  έκοβε στη μέση τη στεριά, κάτι ερείπια μιας πόλης αρχαίας υπήρχαν κατά κει. Ψηλά  ένα βουνό δασωμένο, ομπρέλες κάτω από δέντρα, πεύκα και πικροδάφνες στα πλαϊνά των δρόμων, γυναίκες ωραίες τρώγανε γιαουρτάκια, βαστούσαν χυμούς. Κορίτσια έβγαιναν βόλτα, σώματα καλοσχηματισμένα, γεροδεμένα, ώμοι φαρδιοί, μαυρισμένοι, κάτι μπλουζάκια φορούσαν που έκλειναν στο σβέρκο μ ένα φερμουάρ, νύχια βαμμένα στο ίδιο χρώμα στα πόδια και στα χέρια, από κοντά  μπορούσες να   διακρίνεις τις μικροσκοπικές τριχούλες που φύτρωναν ανάμεσα στις αρθρώσεις  των δαχτύλων τους, μερικά  αδύνατα μικρά με πόδια γαζέλας κι άλλα  θύμιζαν ερωδιούς λεπτούς, ένα απ αυτά είχε κάποιο σημάδι στο στέρνο από κάποια επέμβαση το μωρό μου…

Έφτασα στο σπίτι, κάτι κάγκελα  μπλε θυμόμουνα, γρασίδι στην αυλή,   με το που ξεκλείδωσα ο σκύλος με περίμενε πίσω απ τη πόρτα και γρύλισε.  Δεν τα πάω καλά με τα σκυλιά,  τ άλλα ζώα τα  κατέχω, δος μου άλογα, αγελάδες, κατσίκες, κότες, γουρούνια, κανένα πρόβλημα αλλά γάτες και σκύλους δεν είχαμε στο χωριό, δε ξέρω πώς να τα κουμαντάρω . Μπήκα μέσα κι ο σκύλος υποχώρησε στο μπάνιο, τον ήξερα αυτόν το σκύλο τον μικρούτσικο, ήταν λίγο παλαβός,  μια φορά μ είχε δαγκώσει στο πόδι,  τώρα έπρεπε να τον πιάσω όμως το καταραμένο το λουράκι του όπως στριφογυρνούσε  στο μπάνιο  σφηνώθηκε  κάτω απ τη πόρτα, όταν τον πλησίασα άρχισε να γαυγίζει  σα μανιασμένος,’’ Ωχ!’’ σκέφτηκα ‘’…τώρα τη βάψαμε, άντε να τον βγάλεις από κει,  πάει το ωραίο σπιτάκι!’’ ευτυχώς το πρόβλημα λύθηκε,     πήρα ένα μαχαίρι και τόκοψα έχοντας τα δόντια του αντίκρυ στη φάτσα μου,  ύστερα τον άφησα να ηρεμήσει λίγη ώρα, κάποια στιγμή έπιασα μαλακά το λουράκι κι  αυτός   σα να κατάλαβε την αποστολή μου   και κούνησε ζωηρά την ουρά του .

Φαίνονταν  σα να είχε ησυχάσει πια κι εγώ σκεφτόμουν ότι καλά την είχα βολέψει τα πέταξα όλα από πάνω μου και βούτηξα σ εκείνη τη κρεβατάρα που υπήρχε στο σαλόνι . Είχα σκάσει, έπρεπε να εξερευνήσω εκείνο το σπίτι, να δω τι περιείχε, πιο πολύ βέβαια στο ψυγείο γυρνούσε το μυαλό μου! Θα ξεκινούσα με τα καλύτερα και τα πιο εύκολα, αυτά  που τα καταπίνεις δίχως να σκεφτείς, δεν μπορώ να ξοδεύω πολλή σκέψη για το φαγητό.  Ύστερα θ ασχολιόμουν μ αυτά που θέλουν  κάποια προετοιμασία, λίγο μαγείρεμα,  καλά άμα έμενα εκεί κάνα μήνα σίγουρα θα κατέληγα χοντρός που δεν το είχα καταφέρει ποτέ,  αυτό κι αν θα ήταν από τ άγραφα!  Και βέβαια θα έψαχνα όλα τα συρτάρια να νιώσω εκείνα τ απαλά τα ρούχα, τα πλυμένα  μαξιλάρια και τα σεντόνια που τοποθετούν προσεχτικά και καλοδιπλωμένα οι γυναίκες, εγώ θα χρειαζόμουν διακόσια χρόνια να το πετύχω και πάλι αμφιβάλλω για το αποτέλεσμα ! Κι ασφαλώς θα έψαχνα όλα τα ντουλαπάκια με τ αφρόλουτρα και τα κρεμοσάπουνα και τ αποσμητικά και τ άλλα μυστήρια που είχε αποθηκευμένα, άλλωστε δε μου είχε πει ‘’Μη ψάχνεις εκεί πέρα Αποστολάκη παιδί μου !’’ έτσι δεν είναι; Μα αυτό ήταν λαχείο, τέτοια εποχή να κάνω διακοπές τζάμπα και να περνάω σα βασιλιάς που το είδες,  από την άλλη βέβαια όταν είχε πάει να ρωτήσει πόσα θέλουν στα ξενοδοχεία των σκύλων της είπαν μια τιμή με την οποία άνετα έκλεινες δωμάτιο σε νησί άρα κάτι θα πρόσφερα κι εγώ!

Τώρα μπορούσα ν  αρχίσω την εξερεύνηση στο ψυγείο, είπα ν αρχίσω από κάτι βούτυρα και μαρμελάδες που είχαν μια γεύση καταπληκτική όταν με πήρε τηλέφωνο η φίλη, ‘’Πως πάει όλα καλά;’’ σιγά μη της έλεγα ότι έκοψα το λουρί ‘’ φάε ότι θες εκτός  από κείνες τις μαρμελάδες ‘’μου είπε ‘’…τις έφτιαξα εγώ και  θέλω να τις στείλω στο γιο μου, ειδικά αυτή της φράουλας γιατί τώρα δεν μπορώ να βρω  τέτοια φρούτα‘’.  Ότι είχα αδειάσει το μικρό βαζάκι όμως  το είχα πετάξει κιόλας  ''Ότι πεις! ''  κάπως θα το βολέψω κι αυτό  είπα μέσα μου, ας μη της πω τίποτα τώρα .

Τη νύχτα ο σκύλος είχε λυσσάξει  έβγαζε μια φωνή σα κλάμα μαθημένος να βγαίνει βόλτα αργά το βράδυ από μια γειτόνισσα  όμως εγώ είχα άλλα σχέδια, δεν είχα σκοπό να ξενυχτήσω, ότι θες το πρωί φίλε μου.  Έκλαιγε όλη την ώρα και γρατζουνούσε την εξώπορτα, σε μια στιγμή ήρθε εκεί που καθόμουν κι ανέβηκε στον καναπέ, ήθελε να με γλείψει, είχαμε γίνει φίλοι, ‘’Ρε δικέ μου δε γίνεται.’’ του είπα ‘’Το πρωί ότι θες!’’ αλλά αυτός  άκουγε τους άλλους σκύλους που ούρλιαζαν έξω και λαχταρούσε να είναι μαζί τους. Με τα πολλά ηρέμησε, του έβαλα και τις φωνές, τρόμαξε τι να κάνει, υποτάχθηκε, έσβησα το φως, ησυχία, κοιμήθηκα  ακούγοντας τον  να μασουλά   τις κροκέτες που του είχα βάλει στο μπολάκι του .

Νωρίς το πρωί τον βρήκα αραχτό  σ ένα καναπέ,  πετάχτηκε αμέσως, βγήκαμε  έξω, μια φέτα φεγγαριού μπορούσες να δεις ακόμα στον ουρανό να πλανιέται, στους φούρνους  μύριζε ψωμί φρεσκοψημένο, οι μπαξέδες ποτισμένοι αποβραδίς,  ντοματιές και πιπεριές πρασινωπές, ο ήλιος έβγαινε πίσω απ το δασωμένο βουνό, κάτι μαγαζιά  νυχτερινά έκλειναν εκείνη την ώρα, κοπέλες όμορφες καβαλούσαν τα μηχανάκια κι έφευγαν.   Ο σκύλος τραβούσε πολύ δυνατά,  μ  έσερνε σχεδόν,   πόσο καιρό είχαν να τον βγάλουν  να με πάρει !  Τραβήξαμε προς μια ερημιά,  μια ρεματιά,  ένα ζευγάρι καρδερίνες με φτερά κόκκινα και κίτρινα πέταξε στο βάθος είχαν φυτρώσει αχλαδιές   φορτωμένες,  μηλιές, συκιές, δαμασκηνιές, έκοψα ένα φρούτο, πολύ γλυκό όλα τα οξέα είχαν μετατραπεί σε ζάχαρα. Πιο πέρα   βουνά ολόκληρα από μπάζα που είχαν ξεφορτώσει κι αποθέσει   οι ντόπιοι, λόφοι από γρασίδι και κλαριά  που είχαν κόψει απ τις αυλές τους, ένας άλλος σκύλος μαύρος μ ένα λουράκι μας πλησίασε να δει τι γίνεται, ήσυχος  φαίνονταν. Όπως απομακρυνθήκαμε όλο και περισσότερο    φτάσαμε   στο μέρος με τ  αρχαία,  μπροστά μας χαλάσματα από κάποια γέφυρα αρχαία που περνούσε από κει, ένα λιθόστρωτο  κάτι τείχη εντυπωσιακά από  κοτρόνες υπερμεγέθεις, ‘’Αυτό θα έπρεπε να ήταν έργο γιγάντων!’’ σκέφτηκα κι ο σκύλος με κοίταξε σα να συμφωνούσε.

 Ψηλά  υπήρχε ένα υπέρυθρο που θα ζύγιζε καμιά εκατοστή τόνους σαν αυτό που βλέπεις στις Μυκήνες στο θησαυρό του Ατρέα. Ήταν απίστευτο πως το είχαν σηκώσει μέχρι εκεί πάνω, προχωρήσαμε προς τα μέσα και   μπήκαμε σ ένα χώρο  σκεπασμένο σε κάποια σημεία,  ένας θόλος από πάνω μας έριχνε τη σκιά του. Είχα ακούσει ότι εκεί πέρα υπήρχε κάποτε μια πόλη που την πολιορκούσε   για χρόνια ένας περίφημος βασιλιάς μονόφθαλμος , του αντιστέκονταν χάρη στα φοβερά της τείχη,  άντεξε λέγανε εκείνη η πόλη κι έζησε μετά από κείνη  τη τρομερή πολιορκία όμως   την είχε πλακώσει ένα κύμα  που προκλήθηκε από μια έκρηξη καθώς  είχε πλημυρίσει το σύμπαν, οι αρχαιολόγοι λέγανε ότι μπορούσες να βρεις απομεινάρια εκείνου του κύματος αν μελετούσες τα ιζήματα   των στρωμάτων του εδάφους σε κάτι γκρεμούς γειτονικούς.  Ένας  χώρος   θα πρέπει να στέγαζε αποθήκες κάποτε, ίχνη από κεραμικά και πιθάρια όπου έθαβαν το λάδι και το κρασί, πως ένιωσαν άραγε οι άνθρωποι εκείνοι βλέποντας  το  πελώριο κύμα να έρχεται  κατά πάνω τους, ακούγοντας  τον τρομερό κρότο απ το ηφαίστειο, κάποιοι  ασφαλώς θα γλίτωσαν, πρόλαβαν και κρύφτηκαν.

 Πως ζούσαν τότε άραγε, πως τους κυβερνούσαν οι βασιλιάδες τους, πως έβοσκαν τα ζώα τους, πως καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, σε τι θεούς πίστευαν, ήταν ευτυχισμένοι άραγε, ποιος ήταν αυτός ο βασιλιάς τους  που ανέφεραν οι αρχαίοι ποιητές, ο βασιλιάς που είχε θάψει τους θησαυρούς του για πάντα και κανένας ποτέ δεν τους βρήκε για να τους φέρει στο φως όπως εκείνους του Ατρέα , ο βασιλιάς που αγαπούσε τα ταξίδια   κι είχε ηγηθεί μιας εκστρατείας  για αποικισμό όταν είχε αυξηθεί υπερβολικά ο πληθυσμός της πόλης  του;  Xάθηκε  λένε τα βιβλία καταμεσής στο πέλαγος όπως επέστρεφε από κείνη  την εκστρατεία,  κουβαλώντας πλάκες χαλκού απ τη Κύπρο και ράβδους χρυσού από την Αίγυπτο ,  συναντώντας εμπόρους Φοίνικες, περνώντας απ τα σκλαβοπάζαρα της Ιωνίας την Έφεσο και την Αλικαρνασσό,  ταξιδεύοντας κοντά στα παράλια,  νιώθοντας στο πρόσωπο τη μυρουδιά της αρμύρας και το φύσημα του ανέμου  το δροσιστικό, ποιος ήταν ;

Ο σκύλος είχε αρχίσει να βαριέται, η γλώσσα του έχε πεταχτεί έξω, έπρεπε να γυρίσουμε πίσω, περνώντας από κείνο  το εντυπωσιακό υπέρυθρο άκουσα τον  αέρα  που περνούσε απ τις τρύπες των βράχων δημιουργώντας  έναν ήχο σα σφύριγμα ασυνήθιστο, ο σκύλος σκιάχτηκε,  έπρεπε να τον σύρω πάνω στο λιθόστρωτο μέχρι έξω…    


Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΦΕΓΓΑΡΙ ΔΡΟΣΙΣΤΙΚΟ



Μας είπαν ότι θα πηγαίναμε να ψάλουμε στη κηδεία κάποιου που τον είχαν μαχαιρώσει το περασμένο βράδυ.
Ήταν απογευματάκι, στο δρόμο έκανε πολύ ζέστη,  στα διόδια οι μπάρες κατέβηκαν και σταματήσαμε,   ρύζια καταπράσινα  στα χωράφια  του κάμπου,  κανάλια  κουβαλούσαν νερό κυλώντας κάτω από γέφυρες, φορτηγά περνούσαν γεμίζοντας τον τόπο  σκόνη, ένα βενζινάδικο στην άκρη του χωριού που έβλεπε προς  τη θάλασσα μοναχό του στέκονταν. Ο Βασίλης που    ήξερε τα μέρη    πήγε να δει τι γίνεται, εμείς καθίσαμε να περιμένουμε,  σ ένα μαγαζί . Αεράκι φυσούσε ,  στο εσωτερικό πάγκοι ξύλινοι,  ,  καθίσματα  φαρδιά ,   λωρίδες ανεμιστήρων στριφογύριζαν πάνω απ τα κεφάλια μας, μπύρες  στα τραπέζια  και κανάτες γυάλινες,  κάποιος με μαύρα γυαλιά σε μια γωνία είχα την εντύπωση ότι μας παρακολουθούσε  όλη την ώρα, κάποια στιγμή τα κατέβασε να μας κοιτάξει ερευνητικά.  Κορίτσια δούλευαν στο βάθος ετοιμάζοντας ποτά κι αναψυκτικά, ανακάτευαν καφέδες και ζάχαρες, χρησιμοποιώντας  κουτάλια και κυπελάκια  πλαστικά, έβγαζαν  ποτήρια και μπουκάλια μέσα από ράφια και ψυγεία, φαίνονταν να ξέρουν τη δουλειά τους,  τους ευχαριστούσε αυτό που έκαναν,   ένα απ αυτά   με δέρμα άσπρο  στέκονταν πίσω απ τον πάγκο με τους αγκώνες ν ακουμπούν στο ξύλο κι ήταν σα να βρίσκονταν στο παραθύρι και κοίταζε τον ήλιο.
Κοιτάζαμε στην ευθεία  μπροστά μας τους αφρούς και τα κύματα ,   αγροτικά παραταγμένα στους αμμόλοφους που περιέκλειαν το χώρο ,  στο βυθό η άμμος έμοιαζε να χωρίζεται σε τετραγωνάκια αστραφτερά,  μια λωρίδα πράσινη διέσχιζε το νερό μέχρι πέρα  μακριά, κεφάλια αναδύονταν στην επιφάνεια. Στο δρόμο   χελιδόνια έβρεχαν τα φτερά τους  σ ένα νερόλακκο, ένα βουητό τριγύρω  όπως έσκυψα μια στιγμή το κεφάλι προς τα κάτω  παντού  πέλματα,  δάχτυλα, γόνατα  ξαφνικά  εμφανίστηκε  ο Βασίλης  και  μας είπε ότι έπρεπε να ξεκινήσουμε.
Κόσμος είχε μαζευτεί έξω απ το σπίτι του μαχαιρωμένου, λέγανε ότι τον είχε πάρει το μακαρίτη η κάτω βόλτα από τότε που πέθανε η γυναίκα του που την αγαπούσε, πέθαινε γι αυτή.   Δεν την είχε χορτάσει, ήταν κομουνιστής είχε κάνει  δέκα χρόνια στη Μακρόνησο και στη Γυάρο,  για δέκα χρόνια  δεν είχε δει τα παιδιά του . Όταν απολύθηκε επιτέλους  μετά τη χούντα και τα αντίκρισε  δεν τον πλησίαζαν , τον φοβόντουσαν,’’  Ποιος είναι αυτός μαμά ;’’ . Αρρώσταινε για   τη γυναίκα του παρόλο που ήταν εντελώς αλλιώτικη, φανατική της εκκλησίας, όποτε έρχονταν ο μητροπολίτης ο Καντιώτης απ τη Φλώρινα κατά τα μέρη τους   να κάνει φασαρίες και να διαλύσει  ένα τοπικό  καρναβάλι   στο σπίτι της κοιμότανε, ο μακαρίτης ο κομουνιστής σηκώνονταν κι έφευγε εκείνες τις μέρες, πήγαινε σ ένα φίλο του.  Κατά παράξενο  όμως   τρόπο το ζευγάρι τα είχε βρει, παρόλο που οι απόψεις τους ήταν η μέρα με τη νύχτα  σέβονταν ο ένας τον άλλον , υπήρχε μια ανοχή διακριτική, μια συγκατάβαση, μια κατανόηση βαθιά  που τους επέτρεπε να  συμβιώνουν.

Μελαγχολία  βαριά τον είχε πιάσει  με το που την έχασε , παραιτήθηκε δεν είχε κουράγιο να συνεχίσει,  δεν είχε διάθεση για τίποτα, είχε  δοκιμάσει να  πάει στο  Όρος,  πήγε σ όλα σχεδόν τα μοναστήρια, αλλού τον δέχτηκαν καλά κι αλλού όχι. Μια φορά  δοκίμασε να κόψει  δρόμο περνώντας μέσα  από  κάτι δέντρα τεράστια, ένας δασικός  δρόμος έρημος, ένα λιθόστρωτο , μια ξερολιθιά, ένα  ρέμα, καλάμια είχαν φυτρώσει, πουλιά   πετούσαν ανάμεσα τους,  σ’  έναν ίσκιο κάθισε  να σκεφτεί τι θα κάνει,   μια συστάδα θάμνων σάλευε απειλητικά στο φύσημα του ανέμου, φοβήθηκε, κι άρχισε να τρέχει, τελικά βγήκε σε μια μικρή  πέτρινη σκήτη,   ένας γηραλέος μοναχός έτρωγε  βερίκοκα στην είσοδο,’’ Είσαι τρελός!’’  φώναξε σαν τον είδε μπροστά του,    ‘’…που πήγες από κει ,  είναι επικίνδυνα ,  δυο  αλβανοί  δραπέτες κρύβονται, ένα παιδί  τους είδε τις προάλλες και το  κυνήγησαν!’’.  Τον βάλανε  σ ένα κελί  υγρό μια βραδιά, από τα κάγκελα του παραθυριού φαίνονταν το φεγγάρι και τ άστρα,    δεν του άρεσε εκεί πέρα, πολύ ησυχία, πολύ νέκρα, πολύ κούραση…

 Προτού κλείσει ένας χρόνος  έμπλεξε με κάποια ξένη, μια βουλγάρα που έριχνε τα χαρτιά, και διάβαζε τ άστρα,  μια σκουρόχρωμη κάπως μικροκαμωμένη σαραντάρα,  λίγο μάγισσα κατά πως ακούγονταν.  Την έφερε στο σπίτι, ζούσαν μαζί,  όλοι γι αυτό μιλούσαν στο χωριό,  τα παιδιά του δεν ήθελαν να τον δούνε. Δεν  ένιωθε καλά μα δούλευε ακόμα στα χωράφια,  μια μέρα πήγε  να σηκώσει ένα σακί με λίπασμα, πάντα ήταν πολύ γερός, θηρίο, άνετα σήκωνε εκατό κιλά αυτή τη φορά όμως ένιωσε  ένα πόνο  δυνατό στο στήθος  κι ήταν σε μια στιγμή σα να πέθαινε  ‘’Tι μου συμβαίνει ; ‘’αναρωτήθηκε,  τα πόδια του είχαν κοπεί, η βουλγάρα  τον έτρεξε  άρον - άρον  στο νοσοκομείο, τον χειρούργησαν στη καρδιά, οχτώ ώρες έμεινε στο χειρουργείο,  μια ραφή τεράστια που διαπερνούσε  κάθετα  όλο το μήκος του στήθους του είχε μείνει από τότε…
 
 Ήθελα να φύγω από κει,  όσο περνούσε η ώρα το κλίμα γίνονταν όλο και πιο βαρύ, οι γυναίκες κλαίγανε, η καμπάνα χτυπούσε συνέχεια , σκέφτηκα αυτό που λένε ότι το καλοκαίρι γίνονται όλα τα κακά, φόνοι, εγκλήματα πάθους,  αυτοκτονίες κι επιθέσεις βίαιες. Στην Αυστραλία λέει  τον καιρό που πιάνουν οι μεγάλες ζέστες και ξεκινούν  εκείνες οι καταραμένες αμμοθύελλες απ το εσωτερικό τη χώρας, απ τις άνυδρες ερήμους, τότε λοιπόν έχει μελετηθεί ότι γίνονται τα περισσότερα εγκλήματα. Ο άνθρωπος είναι αδύναμο πλάσμα, δεν αντέχει τις έντονες δοκιμασίες, δε θέλει πολύ για να σπάσει,  οι πιο ευαίσθητοι κι οι λιγότερο υπομονετικοί κι οι πιο κακοί   είναι αυτοί που θα ξεφύγουν και θα χάσουν τον έλεγχο . Είναι ζόρικη εποχή το καλοκαίρι όπως και νάχει, όπως ανοίγουν από παντού οι ορίζοντες,   θες να  φύγεις, να κινηθείς, να δεις  επειγόντως άλλες παραστάσεις, είναι μια ανάγκη βαθιά φαίνεται που αν δεν την ικανοποιήσεις γρήγορα  μπορεί  να μπλοκάρει όλο το  σύστημα, να μη λειτουργεί τίποτα, ν αρχίσουν να μπαίνουν στο μυαλό ιδέες μυστήριες, αμφιβολίες και φόβοι  αρχέγονοι ξυπνούν κι άμα τους δώσεις  τόπο και φωλιάσουν μπορεί να μεγαλώσουν και να θεριέψουν και  τότε δεν έχει γυρισμό.

 Ένα διώροφο παλιό μ ένα μπαλκόνι στρογγυλό φαίνονταν απέναντι, εκεί είχε γίνει το φονικό, ο δράστης ένας Μολδαβός που τα είχε πιο παλιά με τη μάγισσα, ένας ξανθός που του έλειπαν τα μπροστινά δόντια,  δούλευε στα σφαγεία. Μια φορά  πάλευε να κατεβάσει έναν ταύρο θηριώδη  απ το φορτηγό, το ζώο είχε αφηνιάσει, έσπασε το σκοινί και του επιτέθηκε μανιασμένα, τον έβαλε κάτω και τον τρύπησε πέρα για πέρα, το κέρατο βγήκε απ την άλλη μεριά, ήταν θαύμα το ότι επέζησε  όμως από τότε είχε γίνει πιο βίαιος κι εκδικητικός . Είχε μάθει ότι ο μακαρίτης τραβιότανε με τη μάγισσα και τον είχε απειλήσει ,  το προηγούμενο  βράδυ  είχαν τσακωθεί άσχημα στο μαγαζί που είχαμε καθίσει κι εμείς όμως ο μακαρίτης δεν το πήρε σοβαρά και του είχε πει η άλλη :΄΄Να προσέχεις  το  φεγγάρι  όταν έιναι στη γεμιση !’’ .  
Τη προηγούμενη νύχτα είχε πανσέληνο,   ο Μολδαβός που είχε πιει τ άντερα του  έστησε καρτέρι  σένα στενό έρημο, λογόφεραν άγρια, ένα τεράστιο μαχαίρι πρόλαβε να δει ο άλλος κι ένα χαμόγελο διαβολικό  σ ένα στόμα δίχως δόντια,  τον καθάρισε επί τόπου  όπως ακριβώς  έκανε με  τα ζώα, άμα έχεις πάρει το κολάι δεν είναι τίποτα διαφορετικό, το κρέας δε διαφέρει μπροστά στο μαχαίρι,  το ίδιο μαλακό είναι. Πλάκωσε η αστυνομία,  όλη νύχτα γίνονταν ανακρίσεις, ο χασάπης το είχε σκάσει, καταζητούνταν… 
 Αργούσαν  να βγάλουν το φέρετρο,   αναρωτιόμασταν τι κάνανε εκεί μέσα ακόμα, πότε θα τον βγάζανε, ήθελα να φύγουμε από κει, να πάμε στην εκκλησία όσο πιο γρήγορα γίνονταν, όλο το τελετουργικό της κηδείας είναι έτσι φτιαγμένο ώστε να  ηρεμεί τα άγρια αισθήματα των ανθρώπων, να καταπραΰνει τις ψυχές ώστε η τελευταία  φορά που βλέπουν τον δικό τους να είναι  όσο το δυνατόν πιο ήπια, λιγότερο επώδυνη. Ήρθε επιτέλους  η νεκροφόρα,  ο οδηγός  που ήταν και νεκροθάφτης, ένας τύπος με μουστάκι και γραβάτα που κρέμονταν σ ένα άσπρο πουκάμισο μπροστά  μας είπε να πάρουμε πιο πέρα το αμάξι μας για να παρκάρει. Η πομπή  βγήκε από το αγροτικό σπίτι και κατέβηκε αργά- αργά τα σκαλιά  και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία, το μόνο που  ακούγονταν ήταν  ο ήχος απ τις ρόδες που πίεζαν  τα χαλίκια του χωματόδρομου,  κάτι  σπουργίτια  μόνο προσπαθούσαν  να κουβαλήσουν χορτάρια  ξερά στη φωλιά τους σα να μη τους ενδιέφερε όλο αυτό που γίνονταν εκεί πέρα.

Στην εκκλησιά  ζέστη  αποχαυνωτική, ιδρώτας έσταζε απ τα μέτωπα μας, τοίχοι άσπροι ασβεστωμένοι,  ευτυχώς είχαν ανοίξει όλες τις πλαϊνές  πόρτες και φυσούσε δροσιστικά . Βάλανε το φέρετρο στη μέση κι αρχίσαμε να ψέλνουμε,  ωραία  μικρόφωνα είχαν αλλά ο Φώτης  μου είπε να το βουλώσω γιατί φώναζα πολύ, ένας παππάς παραλίγο να σκοτωθεί καθώς σκόνταψε όπως κατέβαινε τα σκαλιά μπροστά απ το ιερό . Ο πεθαμένος έδειχνε σε καλή κατάσταση το πρόσωπο του ήταν καθαρό, έδειχνε γαλήνιος, όλα είχαν τελειώσει,   ευτυχώς δε βλέπαμε το σώμα του, ποιος ξέρει πως είχε γίνει. 
Καλά που υπάρχει η θρησκεία, όπως και να το κάνεις δε μπορεί να παραχώνεις κάποιον έτσι απλά, χρειάζεται κάποιος σεβασμός, ένα τελετουργικό, μια φορά άλλωστε ζει ο άνθρωπος. Όσοι πιστεύουν έχουν μιαν ελπίδα ότι θα τον ξαναδούν κάποτε κι αυτό είναι μια παρηγοριά ειδικά  τη στιγμή εκείνη, όσοι πάλι δε πιστεύουν σοβαρεύουν μπροστά στο γεγονός που είναι το πιο σημαντικό στη ζωή του ανθρώπου, μπορούν να δεχτούν την απώλεια κάπως ευκολότερα,  αρχίζουν να στοχάζονται και ν  αναρωτιούνται για πράγματα  μεταφυσικά που είναι πάνω και πέρα απ τη λογική,  πάνω απ αυτούς,  τους ξεπερνούν, αναλογίζονται την πορεία  και τα λάθη τους, συνειδητοποιούν ότι ο χρόνος τους είναι μετρημένος για να τον ξοδεύουν ασυλλόγιστα κάνοντας  κακό αντί για καλό …
Ο γιος του με τον οποίο ο μακαρίτης ήταν στα μαχαίρια  εξαιτίας της βουλγάρας,  είχε γείρει το κεφάλι του ανάσκελα πίσω απ το κάθισμα  και κοίταζε στο κενό, σε μια στιγμή κατέρρευσε,  το σώμα του σωριάστηκε άψυχο στο  μαρμάρινο πάτωμα,  ένα σούσουρο απλώθηκε στην εκκλησία,  ένα μπουκαλάκι νερό  του άδειασαν  στο κεφάλι,  τούδωσαν να πιει και  λίγο, η γυναίκα του τον στήριζε συνέχεια. Ένας παπάς φαλτσάριζε,  ο άλλος δεν ακούγονταν, ένα παιδί νεαρό έκλαιγε όλη την ώρα , κάποτε τελειώσαμε.

 Περάσαμε  μπροστά  απ την κάσα  να τον χαιρετήσουμε, τον είχαν περιποιηθεί, του είχαν βάλει μέικ απ,  ένα κοστούμι του είχαν φορέσει,  έμοιαζε ότι θα μιλήσει,  θα πει κάτι, ‘’Τι ευχόμαστε  σ αυτές  στις περιπτώσεις;’’  Με ρώτησε    ο Φώτης,  τον βγάλανε έξω, ένας νεαρός σήκωσε το μαύρο  καπάκι,  βιαστήκαμε να  πάμε στα νεκροταφεία κάπου στην άλλη άκρη του χωριού…
Όπως περιμέναμε,  παντού φωτογραφίες πεθαμένων, γέρων, μεσόκοπων και  νεαρών παιδιών,  μια βρύση ανάμεσα σε μερικές  τριανταφυλλιές, κάποιος    μου  τηλεφώνησε,   που να του πεις ότι είσαι στα νεκροταφεία. Ο Βασίλης που μεγάλωσε εκεί κοντά  μας έδειξε  τα συσκευαστήρια των ροδάκινων όπου δούλευε  κάποτε, τότε που ήταν πιτσιρικάδες, είχε πολλά  και σπουδαία ροδάκινα τότε ο κάμπος,  έκαναν εξαγωγή στη Γερμανία , όλα τα παιδιά μετά το σχολείο πήγαιναν να δουλέψουν,  αυτόν δε τον παίρνανε στην αρχή, μονάχα τον μεγάλο του αδερφό κι είχε σκάσει, ήθελε να δουλέψει οπωσδήποτε!
Κάποια στιγμή τον φέρανε, σε μια γωνιά τον έθαψαν δίπλα στη γυναίκα του,  είδα τη φωτογραφία της, μια ξανθιά με τονισμένα τα μήλα στο πρόσωπο,  πρέπει να ήταν νέα όταν τραβήχτηκε,  δε ξέρω  γιατί  μα έδειχνε εντυπωσιακή, είχε ένα στυλ ευρωπαϊκό που δε θα το περίμενες  για μια θρησκόληπτη σ εκείνο το χωριό, ποις ξέρει το ιστορικό της ποιο νάτανε,  ο μακαρίτης  δικαιολογούνταν  λοιπόν που δε μπόρεσε να τη ξεπεράσει. Είπαν ότι ανάμεσα σ αυτούς που ήρθανε ήταν και η βουλγάρα αλλά εμείς δε την είδαμε, για να πω την αλήθεια μια ματιά θα ήθελα  να ρίξω σ αυτήν που ήταν η πέτρα του σκανδάλου.  Κάτι στεφάνια με γαρύφαλλα στηριγμένα σε κοντάρια κάρφωσαν στο έδαφος, προσπάθησαν να τον αδειάσουν στο χώμα όμως ο λάκκος ήταν πολύ ρηχός, έπρεπε να σπρώξουν τη   κάσα και να σκάψουν τα πλευρικά τοιχώματα ‘’Πάλι χάλια τάκανες!’’ φώναζαν τα παιδιά του μακαρίτη στο νεκροθάφτη,’’… πάλι   βαρέθηκες να σκάψεις πιο βαθιά !’’ ο νεκροθάφτης κάτι δοκίμασε ν απαντήσει, ένα φτυάρι  πλατύ έβγαλε απ το πορτ μπαγκάζ, ο γιος  του σφαγμένου  είχε γίνει έξαλλος, έφυγε εξαπολύοντας  φωνές και κατάρες, τον  ακολουθήσαμε, στην έξοδο είχαν ψωμί βουτηγμένο σε μαυροδάφνη και δοκιμάσαμε , μας δώσαν και κόλλυβα  μα δεν τα πήραμε, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, ένα φεγγάρι δροσιστικό ανέτειλε από μια μεριά  …

 


Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

ΕΤΡΟΥΣΚΙΚΑ ΚΑΤΟΠΤΡΑ


Εκεί  πέρα τινάχτηκα απ τη θέση μου,   έπρεπε  οπωσδήποτε  να δω το τοπίο ολόκληρο,  βουνά   βυθίζονταν απότομα σ’  ένα βάραθρο,   απ την άλλη  οροσειρές  υψώνονταν κι   ανάμεσα στο σκίσιμο   κυλούσε ένα ποτάμι.  Λίμνες σχηματίζονταν και στραφτάλιζαν στις  στροφές του ποταμού , γέφυρες  τσιμεντένιες κρέμονταν στην άβυσσο, δέντρα πράσινα, οξιές,  καστανιές, το τοπίο θύμιζε Άλπεις κι Ελβετία. Χωριά χτισμένα στις πλαγιές αντίκρυ, ανεμογεννήτριες γύριζαν αργά κάπου ψηλά,  μέτρησα εφτά,   μια ήταν σταματημένη. ‘’Εδώ πάνω… ‘’ είπε μια γυναίκα ‘’…περνούσαμε με μια φάλαγγα από στρατιωτικά φορτηγά στον εμφύλιο, ερχόμασταν από Αθήνα, ήμουν κοριτσάκι, σε μια στιγμή ένα απ αυτά σα να παραπάτησε στην  άκρη του κενού, λέγανε ότι οι φαντάροι δεν κοιμόταν επειδή βιάζονταν να περάσουν τα μπλόκα των ανταρτών, το όχημα άρχισε να κατρακυλά και ν αναποδογυρίζει κουτρουβαλώντας  στο κενό μέσα σε φωνές και ουρλιαχτά των παιδιών που επέβαιναν, δε σώθηκε ούτε ένας,  χρόνια  αργότερα  άκουγα εκείνες τις φωνές… ‘’

Νωρίς το πρωί φτάσαμε σ ένα  μοναστήρι κοντά σ ένα ποτάμι ,   όλα  πεντακάθαρα, γλάστρες με πετούνιες. Μπιγκόνιες, τριανταφυλλιές, ροζ  πικροδάφνες  μοσχοβολούσαν, νερό, κρυστάλλινο, διάφανο, παγωμένο  έτρεχε σε κάτι βρύσες, τόσο παγωμένο που  δε μπορούσες να το βάλεις στο στόμα σου,  ένα θερμόμετρο έγραφε δεκαεννιά βαθμού. Στην εκκλησιά  η Παναγία χαμένη πίσω από  επίχρυσα κι επάργυρα καλύμματα που την πλαισίωναν, καντήλες αργυρόλευκες,    ένα χρυσό ψηφιδωτό, ωραίο, μια γυναίκα είχε πέσει ολόκληρη πάνω στην εικόνα κλαίγοντας, ποιος ξέρει τι βάσανο την έδερνε, μια άλλη λύγιζε αργά  το γόνατο  μπρος στ άσπρα μαρμάρινα σκαλοπάτια να προσκυνήσει, κάτι χαρτιά και στυλοί  για να γράψουν  ονόματα  ζωντανών και πεθαμένων …

Η γυναίκα που είχε δει το στρατιωτικό όχημα να κατρακυλά στο βάραθρο   μας έλεγε   τώρα για τη μάνα της που ήταν θρήσκα πολύ,     μούκανε εντύπωση ότι τα πόδια της δεν είχαν καθόλου φλεβίτιδα ούτε κιρσούς, ήταν εντελώς  άσπρα,  ασημένια βραχιόλια και δαχτυλίδια γυαλισμένα απ τον καιρό   φορούσε στα χέρια.    Απ την Άγκυρα  είχε έρθει η μάνα της , από κάπου κατά κει τέλος πάντων!  Μια εικόνα είχε φέρει μαζί της απ τα βάθη της Ανατολίας, ένα τρίπτυχο μ αγίους  έδειχνε κάποτε,    η ζωγραφιά είχε σβηστεί εντελώς, μονάχα το καφετί ξύλο έμεινε, όταν πέθανε η μάνα της  τη φύλαξε εκείνη την εικόνα  .  Ο πατέρας της δεν πολυπίστευε   ‘’Είναι ανάγκη να τους τυραννούν  και μετά θάνατον !’’ έλεγε για τους αγίους  και τους όσιους που   είχαν αφήσει  τα κόκαλα τους στις εκκλησιές και στα μοναστήρια  για να τα προσκυνούν, η μάνα της όμως ότι και να της λέγανε  δεν άλλαζε γνώμη ,  έτρεχε σ όλα τα προσκυνήματα, βοηθούσε όλο τον κόσμο, είχε στείλει ένα κάρο παιδιά  ορφανά σε ιδρύματα,  πήγαινε μακαρόνια κι αλεύρι σε φτωχιές και  πεινασμένες και  λιμασμένες οικογένειες,   τσουρέκια και κουλουράκια τους  έδινε  τα Χριστούγεννα και τις γιορτές .

Πολλές φορές τους άφηνε μόνους στο σπίτι, αυτήν και το  μικρό  της αδερφό κι έτρεχε να βοηθήσει όποιον ήτανε .  Μια φορά   τα δυο αδερφάκια  που είχαν μείνει μόνα έπαιζαν , το κοριτσάκι έβαζε ζύμη πάνω  σ ένα μαχαίρι  και το δοκίμαζε στη φωτιά να ψηθεί,  δε ξέρω πως έγινε και γύρισε απότομα   για να καρφώσει το αγόρι  στο κεφάλι, αίματα  έτρεξαν ποτάμι, μια πετσέτα είχε πάρει να  του σκέπασε τη πληγή,  όταν ήρθε  η μάνα τους τα βρήκε αγκαλιασμένα σε μια γωνιά  να κλαίνε  κι έφριξε. Δεν τ άφηνε ποτέ ξανά μόνα τους από τότε αλλά συνέχιζε τη δουλειά της , κανείς δεν ήξερε πόσους είχε βοηθήσει, σε κανένα δεν το είπε  ποτέ,   μονάχα  όταν ύστερα από χρόνια  ένας φαντάρος ήρθε να τη δει και να την ευχαριστήσει κάτι  άρχισαν να υποψιάζονται…

 Ένα ζευγάρι από καλιακούδες   στέκονταν στις δυο μεριές ενός   ακροκέραμου    κι ήταν σα να παρακολουθούσε  από κει πάνω τη συζήτηση. Τα  ξύλινα κτίσματα  του μοναστηριού έδειχναν σάπια, αποσαθρωμένα  ετοιμόρροπα, έλεγες ότι αν  έπιανε μια φωτιά θα καίγονταν το πελεκούδι εκεί πέρα,  ένας  πυροσβεστήρας κόκκινος σε μια γωνιά. Οι εικόνες δεν έλεγαν τίποτα  το τέμπλο  όμως θαυμάσιο,  επιβλητικό, μεγαλόπρεπο,  η ηγουμένη μας είπε ότι τόφεραν από τη Μοσχόπολη,  μια πόλη  κάπου στη σημερινή  Αλβανία, εκεί υπήρχαν τεχνίτες ειδικοί.  Το κουβάλησαν  κομμάτι κομμάτι  και το συναρμολόγησαν επί τόπου, έβλεπες σκαλισμένες  μορφές ανθρώπινες  κι άλλες πουλιών και ζώων και λουλουδιών, μ ένα βερνίκι χρυσό το είχαν περάσει αφήνοντας σημεία  βαμμένα   μαύρα και κόκκινα…

 ‘’ Πρέπει νάχεις ανοιχτό μυαλό, αυτό είναι που μετράει, να μην έχεις κολλήματα!’’ είπε φωναχτά η γυναίκα με τ άσπρα πόδια και τα ασημένια βραχιόλια που έλαμπαν απ την πολύχρονη χρήση  , και συνέχισε  τα δικά της. Έλεγε τώρα για το γάμο της,   πως  παντρεύτηκε εκείνο τον πιλότο,  στο Λονδίνο  είχε γίνει ο γάμος με τον αρχιεπίσκοπο  Κάλλιστο να χοροστατεί, ήταν  λέει απίστευτα μορφωμένος εκείνος ο άνθρωπος, τρομερά αξιόλογος, έκανε κήρυγμα σε τρεις γλώσσες ταυτόχρονα, αγγλικά,  γαλλικά και ρώσικα, μετά το γάμο   έπιασαν συζήτηση, δεν μπορούσε να  του πάει κόντρα με τίποτα,  είχε σκυλιάσει,  παραλίγο να την μεταπείσει εκείνη που δεν πίστευε σε τίποτα!

 Ένα παιδί είχε κάνει, όταν ήταν μικρό  σκαρφάλωσε  στο μπαλκόνι  να δει  κάτω   τους ανθρώπους που περνούσαν,  κρέμονταν ολόκληρο,   γελούσε σα παλαβό,  σα δαιμονισμένο,  έπρεπε να το κατεβάσει από κει με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούν κι οι δυο τους,  άκουσε  ένα χαλί που είχε κρεμασμένο στα κάγκελα να πέφτει με πάταγο,  νόμιζε ότι είχε πέσει το παιδί ενώ αυτό το βλαμμένο χασκογελούσε κρυμμένο  πίσω απ τη μπαλκονόπορτα, καλά ο μικρός είχε φάει πολύ ξύλο τότε …

Χαμηλά μπροστά μας κατά το ποτάμι  ένας βράχος  κάθετος  ξεχώριζε μες τη βλάστηση, ένα συρματόσκοινο σκουριασμένο κρέμονταν πάνω απ τα νερά, παλιά υπήρχε μια γέφυρα αυτοσχέδια απ όπου περνούσαν απέναντι όταν είχε  πολύ νερό .  Υπήρχε  εκεί ένα σπήλαιο μικρό όπου  κατέβαινε μια καλογριά κάποτε κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι,  με βροχές και χιόνια, δε καταλάβαινε τίποτα!

 Κάποιος πρότεινε να πάμε μέχρι εκεί κάτω,  αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το απότομο μονοπάτι που ήταν γεμάτο πέτρες ανώμαλες κοφτερές,  φτάσαμε στο βράχο,  μια σπηλιά, δροσερά ένιωθες στο εσωτερικό της, μια μυρουδιά μούχλας  ,  σταλακτίτες αποκρυσταλλωμένοι σχημάτιζαν κολώνες και κίονες,  μια μικρή πηγή  ανάβλυζε  νερό ζεστό,   κάποιος έβαλε το χέρι του μέσα να δοκιμάσει τη θερμοκρασία. 

Μια παράκληση ψάλαμε  κατά το μεσημεράκι , σε μια αίθουσα μας πήγανε, καφέ και κουλουράκια μας πρόσφεραν,  μια γριά που ήταν  μαζί μας άνοιξε ένα κουτί με τυροπιτάκια  που είχε φτιάξει, τα ξέσκισα,  μια  καλογριά  στριφνή, η ηγουμένη  συμπαθητική  εξηγούσε την ιστορία της μονής:  οι Βούλγαροι- αμάν αυτοί οι Βούλγαροι, τι μάστιγα,  που  στην οργή βρέθηκαν στα βόρεια  σύνορα μας!- είχαν πάρει   λέει ότι βρήκανε, χρυσά κι ασημένια,  βιβλία κι έγγραφα,   σφραγίδες και τίτλους, δεν άφησαν τίποτα άντε να τα βρεις και να τα φέρεις πίσω τώρα! 

Σ ένα μαγαζί  που υπήρχε εκεί κοντά καθίσαμε ύστερα  , η γυναίκα    με τα βραχιόλια που έλαμπαν κάθισε   απόμερα, δεν πολυπίστευε, ήταν φανερό,  για την εκδρομή  μόνο είχε έρθει αυτή, μιλούσε με  πάθος  για όλα, είχε γαλάζια μάτια και  μια φωνή πολύ καθαρή.

Ο  άντρας της είχε πεθάνει πια, προσπαθούσε ν ακολουθήσει τις συμβουλές και τις οδηγίες του, ‘’ Μη σκοτώνεις την ώρα σου λύνοντας ηλίθια  σταυρόλεξα, θα σ αποβλακώσουν, άνοιξε κάνα βιβλίο, θα ξεμωραθείς!’’ κι αυτή πάλι στα σταυρόλεξα το γύριζε, δεν ήθελε να κουράζει πολύ το μυαλουδάκι της,  έβλεπε εκεί ότι νάναι, λέξεις  ανορθόγραφες,   προτάσεις ασύνταχτες, θα έχανε  πραγματικά  εντελώς το μυαλό της μ αυτές τις βλακείες…   

Έλεγε για τις εκδρομές της εκείνη η γυναίκα, είχε πάει στις Δαλματικές ακτές,  είκοσι ώρες ταξίδι, τα πόδια τους είχαν πρηστεί στο κάθισμα συνέχεια , πέρασαν από Αλβανία, Μαυροβούνιο, Βοσνία,  Σερβία, Κροατία  που θύμιζε λίγο Ευρώπη,  στο Ντουμπρόβνικ και στο Σπλιτ τρελάθηκε,  τα νησάκια  που  έφτιαχναν το δαντελωτό της  κροατικής ακτής ήταν έξοχα!.  Πιο παλιά  πήγαινε με το τραίνο, ταξίδευε σ όλη την Ευρώπη με τον άντρα της, πιλότος στην Ολυμπιακή ήταν αυτός, είχαν ταξιδέψει  σ όλο τον κόσμο,  στη Τουρκία  τους είχαν πιάσει τα γέλια έτσι όπως έτρωγαν οι τούρκοι την πίτσα αφαιρώντας τις πάνω  στρώσεις πρώτα, οι τουρκάλας της είχαν σπάσει τα νεύρα,  προσπαθούσαν να φάνε κάτω απ τη μαντήλα που είχαν  δέσει στο λαιμό,  το υπόλοιπο ντύσιμο τους τα παντελόνια,  τα νύχια,   όλα ήταν στη τρίχα, τρέλα! Στην Ιταλία   είχαν επισκεφτεί τους τάφους των Ετρούσκων, στη Σικελία αγνάντεψαν τα λατομεία όπου τα διαλυμένα απομεινάρια  της αθηναϊκής εκστρατείας έλιωναν μες τα ορυχεία,   ‘στις αρχαίες  ελληνικές αποικίες είδαν τον ’’Τάφο  του βουτηχτή’’, στη χώρα των ετρούσκων  ’ ‘Το σπίτι των λεοπαρδάλεων’’ .     Είχαν πάρει  μαζί τους και  δυο αντίγραφα  ετρουσκικών  κάτοπτρων υπέροχα, με σχέδια στη λαβή,     στο πίσω μέρος  εικόνιζαν και τα δυο  τον Άδωνη λαβωμένο σε μια λαγκαδιά να κείτεται, ένα σωρό λεφτά είχαν πληρώσει γι αυτά, τόνα τόχασε, το άλλο    το είχε κρατήσει,  μας τόδειξε…

Καθόμασταν στο μαγαζί και χαζεύαμε τις πέτρες  και τα  ξεπλυμένα  ξερόχορτα   απ τη βροχή που έπεσε αποβραδίς , έπρεπε να είχαμε  ήδη φύγει από κει άλλα ένα παιδί είχε χαθεί και το ζητούσαν. Μια βόλτα πήγαμε μέχρι το ποτάμι να περάσει λίγο η ώρα,  δεξιά μας κάτι τρύπες στο χώμα και λοφάκια μικρά δίπλα τους,    ζώα   που κατοικούσαν  υπόγεια είχαν σκάψει  τις φωλιές τους απέναντι στο νοτιά ώστε να έχουν δροσιά  τις ζεστές μέρες.  Ένα ρυάκι έτρεχε   προς το ποτάμι,   ανάμεσα σε   χαλίκια και βότσαλα έβλεπες   την άμμο να χρυσίζει, απέναντι  ο  κάμπος  απλώνονταν πράσινος , οι ντόπιοι είχαν μπήξει καλάμια στο  αμμουδερό έδαφος για να σκαρφαλώσουν πάνω τους  φασολιές, ένα χωριό  χτισμένο ψηλά    σ ένα σημείο που το λέγανε ‘’Η κορφή του τρελού!’’, σπιτάκια μικρούτσικα.  Ένας γέρος  με καπέλο ψάθινο   δε σταματούσε να μιλά για μια   καλογριά  που είχε αγιάσει κι έκανε σημεία και τέρατα , περπατούσε  λέει κάποτε πλάι  στο ποτάμι  κι αυτοί που ήταν απέναντι έβλεπαν τη κοίτη να κυματίζει και να  γέρνει  μαλακά προς τη μεριά της σα να ήθελε να την προστατέψει, να τη σκεπάσει …  

Τελικά βρέθηκε το παιδί, έφαγε μερικές σφαλιάρες απ τη μαμά του κι αυτό. Ανεβήκαμε στο πούλμαν,  στο μπροστινό μου κάθισμα η γυναίκα συνέχιζε, κανονικά θα έπρεπε  να είχα  βαρεθεί, να είχα σαλτάρει αλλά το ταξίδι σου δημιουργεί υπερένταση και θέλεις κάπως να ισορροπήσεις. Ήθελα ν  ακούσω κι άλλα, μιλούσε τώρα για  την Αχρίδα όπου είχαν πάει , η λίμνη μες τη βρωμιά βουτηγμένη, ξαφνικά νιώσανε  ένα σεισμό φοβερό,  οι ράγες του τρένου που  ταξίδευαν  μετατοπίστηκαν απ τη θέση τους, έγιναν σμπαράλια .

 Έπρεπε να επιβιβαστούν αλλού, κόσμος, φωνές, φασαρία, χαμός,     μπουλούκια από στρατιώτες που μετακινούνταν σε κάποιο στρατόπεδο μακρινό  , αποσκευές χάνονταν, ήταν το κομουνιστικό καθεστώς του Τίτο τότε, αστυνομικοί τους είχαν πλησιάσει, ζητούσαν τα χαρτιά του άντρα της, τους είχε μπει στο μάτι για  κάποιο λόγο,   νόμιζαν ότι  ήταν κατάσκοπος,  του  γύρευαν  στοιχεία,   όλα είχαν χαθεί μες  την αναμπουμπούλα,  επενέβη η πρεσβεία τελικά. Όλοι έμοιαζαν ύποπτοι, μύριζε μπαρούτι,  έπρεπε να προσέχουν τους γιουγκοσλάβους πορτοφολάδες, μια νύχτα  κάποιος που στέκονταν έξω  απ το βαγόνι τους προσπαθούσε να πιάσει μια τσάντα που είχαν κάτω απ το κάθισμα, όπως κοίταζε στον σκαλιστό  καθρέφτη για να βάψει τα χείλια της    ένα χέρι είδε ν απλώνεται  κι έκλεισε με δύναμη τη πόρτα,  ο άλλος ούρλιαξε κι εξαφανίστηκε στα σκοτεινά.

Έλεγε κι άλλα, κάθονταν στο μπροστινό κάθισμα, όλοι   είχαμε αρχίσει να ζαλιζόμαστε, έκανε ζέστη  , το κλιματιστικό βούιζε βγάζοντας μόνο αέρα, όλοι είχαν εκνευριστεί, γκρίνιαζαν, ο οδηγός άνοιξε τα καπάκια της οροφής . Απ το παράθυρο του λεωφορείου κάτι   ορυχεία φαίνονταν, τρύπες  μαύρες, πελώριες  ανοιχτές στα έγκατα της γης, βουνά από  μπάζα,     χωριά  φαντάσματα, εγκαταλειμμένα ,   τοίχοι και κεραμίδια  γκρεμισμένα, καπνοί  εργοστασίων  υψώνονταν,  μια θολούρα μπροστά,  ο οι ακτίνες του ήλιου  αντιφέγγιζαν στο οδόστρωμα παραμορφώνοντας ότι υπήρχε, μπροστά, όλα έμοιαζαν να εξαϋλώνονται,  αμάξια περνούσαν από αντίκρυ, οι τροχοί τους  έμοιαζαν να γυρίζουν ανάποδα, μια ομάδα από  καφετιά   άλογα  με  ράχες ιδρωμένες έβοσκε αμέριμνη  μες το λιοπύρι   …

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...