Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

 

Επικατάρατος ο μετατιθείς όρια του πλησίον

Δευτερονόμιο 27- 17

«Θέλουν  να μας κλέψουν το οικόπεδο, θα μας τα πάρουν  όλα!»  είπε  μια μέρα στη νοσοκόμα που του έδινε τα χάπια.  Η  νοσοκόμα τον καθησύχασε, «μη φοβάσαι Γιώργο, δεν θα τους αφήσουμε» του είπε   αλλά μέσα της  σκέφτηκε ότι η κατάσταση του  χειροτέρευε κι έπρεπε κάτι να κάνουν  σύντομα,  «όλοι θέλουν να πάρουν κάτι,   θέλουν να μπουν  παντού,  τα δέντρα της γειτόνισσας  μπήκαν μες το οικόπεδο ,  μας έχουν βάλει στο μάτι,  ξέρουν ότι έχουμε το καλύτερο μέρος! » - «εντάξει,  εντάξει , μη φοβάσαι » του απάντησε  η νοσοκόμα καθώς τον χαιρετούσε.  Φεύγοντας γύρισε να δει το σπίτι του,  ήταν πράγματι  ωραία χτισμένο στο πιο όμορφο σημείο κάπως ψηλότερα από τα άλλα σπίτια,  κι έβλεπε μέχρι τη μεγάλη πόλη που απλώνονταν  μακριά  στο βάθος του κάμπου.

 «Περνάει  σε άλλη φάση , αρχίζει να τα χάνει »  μονολόγησε όπως περπατούσε,  είχε δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις και ήξερε ότι τις περισσότερες φορές αυτή ήταν η εξέλιξη  όμως τον συμπαθούσε και στενοχωριόταν.  Η μητέρα του που τον πρόσεχε για χρόνια,  της είχε πει όλο το ιστορικό του,  στην αρχή  ήταν κάτι κουβέντες άσχετες,  κάτι ασυναρτησίες και  παραλογισμοί, μανία καταδίωξης είπαν οι γιατροί,  τον έκλεισαν μέσα για  κάμποσο καιρό,  ύστερα του έγραψαν  μια συνταγή με φάρμακα κι έτσι συνέχισε τη ζωή του. Όμως με τα χρόνια η κατάσταση επιδεινώνονταν,  τα φάρμακα  γίνονταν  όλο και πιο βαριά κι εκείνος άρχισε να παραλογίζεται όλο  και περισσότερο.  Είχε αρχίσει να κάνει παράξενα πράγματα, ξυπνούσε τη νύχτα και πήγαινε να ελέγξει τους φράχτες και τα σύνορα του κτήματος,   άναβε φωτιές στην αυλή   κι έκαιγε παλιές φωτογραφίες γιατί του θύμιζαν άλλες εποχές  και τον μελαγχολούσαν , τον περισσότερο χρόνο του όμως τον περνούσε  διαβάζοντας ένα βιβλίο που είχε κρατήσει από τότε που πήγαινε σε μια τεχνική σχολή. Το βιβλίο ήτα η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ  και του άρεσε πολύ επειδή πάντα είχε μανία με τα φυσικά φαινόμενα  αλλά κι επειδή εκεί μέσα έβρισκε κάτι λέξεις περίεργες που δεν καταλάβαινε πάντα τη σημασία τους αλλά ακούγονταν ωραία: δομές πλέγματος, ίνες εφελκυσμού, ροπές αντικραδασμικής  προστασίας.

Πολλά χρόνια τώρα ζούσε με τη μητέρα του που  είχε περάσει πια τα ογδόντα   και είχε δείξει την υπομονή του Ιώβ για το παιδί της,  τον πρόσεχε, τον συμμάζευε, του μαγείρευε μια ζωή ολόκληρη . Η μητέρα του συμπαθούσε πολύ τη νοσοκόμα όμως εκείνος την είχε πάρει στραβά,  όταν έπρεπε  να  του ελέγξει το ζάχαρο της έδινε επιδεικτικά το δάχτυλο λέγοντας «τέλειωνε Ουρανία !»  -«μα δε με λένε Ουρανία»-  «δεν πειράζει, όλες σαν και σένα το ίδιο όνομα έχουν» της απαντούσε ειρωνικά. Γελούσε κάθε φορά που της μιλούσε έτσι , της φαίνονταν πολύ αστείο κι ούτε μπορούσε να του κρατήσει κακία, έτσι ήταν πάντα γι αυτό   την αγαπούσαν όλοι στο χωριό. Από τότε που είχε έρθει να ζήσει εκεί πέρα ήταν σα να ανέτειλε ο ήλιος , κάθε μέρα περνούσε να δει  ένα σωρό γέρους, οι νέοι είχαν φύγει πια κι οι παλιοί έμειναν εκεί πέρα μοναχοί να παλεύουν .  Τους έδινε τα φάρμακα,  έλεγχε την πίεση , έκανε ενέσεις, τους μιλούσε, καμιά φορά πήγαινε και τους ψώνιζε επειδή δεν είχαν κανέναν,  τα παιδιά τους έλειπαν σ’  άλλες χώρες και σ’ άλλες πολιτείες μακρινές. Είχε σπουδάσει σε μια μεγάλη πόλη κι είχε σκοπό να μείνει εκεί πέρα, στις κλινικές ήταν περιζήτητη γιατί δεν ησύχαζε ποτέ στη βάρδια της αν  δεν γίνονταν σωστά η δουλειά,  οι άλλες νοσοκόμες δεν την χώνευαν επειδή δεν μπορούσαν να λουφάρουν λιγάκι,  ειδικά τη νύχτα που ήταν πιο δύσκολα . Όμως είχε θέμα με τον άντρα της, έναν  ταξιτζή που ήταν πολύ ζηλιάρης και δεν την άφηνε σε ησυχία.  Την κυνηγούσε παντού να δει τι κάνει και που πάει,  καθόταν ήσυχη σε κανέναν  μαγαζί να πιει τον καφέ της κι εκείνος εμφανίζονταν από το πουθενά «τι κάνεις εδώ, ποιον περιμένεις, που θα πας;» αυτό γινόταν συνέχεια,  την είχε πρήξει. Είχε και τη μάνα του   μαζί  και της είχαν κάνει το βίο αβίωτο,  μάλιστα μια φορά που της είχε έρθει μια πρόταση από μια πολύ μεγάλη κλινική,  εξαφάνισαν τα χαρτιά της πρόσκλησης  για να μη τα δει.  Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι,  «αϊ στο διάβολο!»  του είπε μια μέρα,  πήρε τα  παιδιά της και γύρισε στο πατρικό της σπίτι…

Καθώς καλοκαίριαζε στο χωριό άρχιζε να μαζεύεται κόσμος,  μετανάστες από τη Γερμανία κι από άλλες χώρες ερχόταν να περάσουν μερικές βδομάδες εκεί πέρα κι έβλεπες  κίνηση επιτέλους,  αμάξια και μηχανάκια κυκλοφορούσαν όλη την ώρα.  Οι πιο  πολλοί μαζεύονταν  σε μια καινούρια καφετερία που είχε χτιστεί  λίγο έξω από το χωριό,  σ’  ένα επίπεδο σημείο κοντά στα μνήματα γεγονός  που δεν ενοχλούσε καθόλου τους επισκέπτες . Ήταν ένα μαγαζί πολύ μοντέρνο  που έφτιαχνε  καφέδες σαν εκείνους της πόλης κι είχε ένα σωρό κεράσματα κι αρτοσκευάσματα.   Οι ιδιοκτήτες της είχαν από παλιά τον μοναδικό φούρνο του χωριού και σιγά -  σιγά είχαν φτιάξει μια επιχείρηση μεγάλη που είχε απλωθεί στην περιφέρεια και πουλούσε ψωμιά σ’   όλη την επαρχία. Η καφετέρια   ήταν χτισμένη στους πρόποδες ενός  βουνού  και δεν είχε την καλύτερη θέα,  θα μπορούσαν να διαλέξουν μέρη πολύ  πιο όμορφα  όμως  φαίνεται εκεί είχαν βρει φτηνό χώρο,  κι απ’ όλα τα χωριά ερχόταν  κόσμος,  νεολαία αλλά και πιο μεγάλοι, να πιουν τον καφέ τους και να  παραγγείλλουν γλυκά και κουλουράκια, τα σαββατοκύριακα ιδίως γινόταν χαμός,   ήταν η ατραξιόν όλης της περιοχής .

Πολλές φορές περνούσε κι εκείνη απ’  την καινούρια καφετέρια να πάρει κανένα γλυκό για να κεράσει τους παππούδες και τις γιαγιάδες που πρόσεχε, αυτό την έκανε να νοιώθει πιο όμορφα. Μια μέρα που είχε  ξυπνήσει πολύ νωρίς κι αγόρασε ένα κουτί με μπισκότα,  ξεκίνησε την περιοδεία της από το σπίτι του Γιώργου  που έπρεπε να πάρει μόλις  ξυπνούσε ένα κάρο  χάπια,  εφτά  διαφορετικά αν έχεις το θεό σου!  Χτύπησε την  πόρτα όμως  κανείς δεν απάντησε, δοκίμασε  ν’  ανοίξει  όμως  ήταν κλειδωμένα,  απόρησε επειδή κάθε φορά η γιαγιά που ξυπνούσε από τα χαράματα,  άφηνε ανοιχτή την εξώπορτα.  Γύρισε να φύγει όμως  άκουσε φωνές από την πίσω μεριά του σπιτιού και πήγε να δει τι γίνεται.  Η φασαρία ερχόταν από μια αποθήκη σε μια γωνιά του κτήματος , όπως πλησίαζε οι φωνές δυνάμωναν κι όταν έφτασε στο κτίσμα είδε  στο βάθος της αποθήκης  το Γιώργο να μαλώνει  με τη γειτόνισσα  μπροστά σ’ έναν τοίχο που είχε χτιστεί  πρόσφατα,  όπως λογόφερναν  ο Γιώργος  καβάλησε  τον τοίχο  κι έπιασε τη γειτόνισσα από το λαιμό, έδειχνε πολύ αγριεμένος,   « Γιώργο τι κάνεις,  σταμάτα!»  του φώναξε κι εκείνος σα να συνήλθε απότομα άφησε τη γυναίκα και γύρισε κατά την νοσοκόμα,  «σας είπα θέλουν να μας πάρουν το οικόπεδο!»  της φώναξε ενώ η άλλη γυναίκα στέκονταν  αποσβολωμένη έπειτα όμως σαν  να συνήλθε  κι άρχισε να φωνάζει «εδώ  είναι τα όρια του κτήματος,   εγώ είδα τα συμβόλαια,  ο  παππούς  σας  είχε κλέψει ένα  μέτρο ολόκληρο όταν έχτισε την αποθήκη, μου το είπε  ο πατέρας μου ο μηχανικός  ήρθε και το μέτρησε, ένα μέτρο μέσα μας είστε μέχρι κάτω στο δρόμο!»

Η νοσοκόμα προσπάθησε να τους  ηρεμήσει  όμως η γειτόνισσα συνέχισε να φωνάζει,  είχε πάρει φόρα και δεν σταματούσε,  ο Γιώργος πάλι έμοιαζε  εκτός  ελέγχου, έτρεμε και ξεφυσούσε  ενώ τα μάτια του είχαν κοκκινίσει,   κι εκεί που φαινόταν  ότι θα γινόταν  κάτι κακό εμφανίστηκε ένας τύπος χλωμός , κάπου εξήντα χρονών  κι άρχισε να φωνάζει,  «σταμάτα Κατίνα,  έλεγξα τα συμβόλαια,  μέτρησα και το κτήμα,  είσαι εκτός,   έλα να δεις αυτή την ευθεία από δω μέχρι κάτω στο δρόμο,  χτες το βράδυ έφαγα δέκα ώρες να διαβάζω τα χαρτιά  στο δημαρχείο και να υπολογίζω τις αποστάσεις ,  άνοιξα εκατό χάρτες , έχει δίκιο ο Γιώργος,  είσαι μέσα στο χωράφι του,  σταμάτα!»  ο τύπος έμοιαζε σαν  από  μηχανής θεός που έδινε λύση  στο δράμα, ο Γιώργος τον άκουγε εκεί πέρα κι ύστερα χαμογέλασε «σας το έλεγα εγώ !» φώναξε.   

Ο Γιώργος  φαίνονταν ευχαριστημένος αλλά η γειτόνισσα έπιανε το λαιμό της που είχε μελανιάσει  και στράφηκε εναντίον του μηχανικού,  « μα πόσο άχρηστος είσαι, τι στο διάβολο μέτρησες  με τα παλιοηχανήματα σου,  τζάμπα σε πληρώνω!»   του είπε κι  έφυγε φουριόζα. Ο  μηχανικός ήρθε κοντά στη νοσοκόμα και της είπε «όλες οι φασαρίες  γίνονται για τα σύνορα, για τα όρια, σκέψου πόσοι πόλεμοι ξεκίνησαν έτσι, πόσες αντιδικίες,  πόσα εγκλήματα,  πόσοι φόνοι γι αυτά τα καταραμένα σύνορα,  εδώ και χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι σκοτώνονται για τα όρια της κατοχής τους «.   Ο Γιώργος που άκουγε κουνούσε το κεφάλι του «έτσι είναι!»  είπε βλοσυρός  σα να καταλάβαινε κι εκείνος τη σοφία του συλλογισμού.  

Ύστερα από κείνο το συμβάν  ο Γιώργος σα να πήρε τ ‘  απάνω του, ένιωθε ότι δικαιώθηκε κι ότι οι φόβοι του ήταν αληθινοί,  του μείωσαν τα χάπια κι έδειχνε να συνέρχεται   οι γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν.  Η  νοσοκόμα ήταν πολύ χαρούμενη γι αυτήν την εξέλιξη  και για να τον καλοπιάσει   βρήκε στο ιντερνέτ ένα ζευγάρι  παπούτσια σε προσφορά  και του τα  χάρισε  στη γιορτή  του.  Ήταν  πολύ μοντέρνα, μαύρα με κάτι  σόλες διαστημικές  που έμοιαζαν γυάλινες,   του άρεσαν τόσο πολύ που  δεν τα έβγαζε ποτέ από τα πόδια του,  κάτι πιτσιρικάδες του χωριού  τα είχαν προσέξει και  τον ρωτούσαν όποτε τον έβλεπαν στην καφετέρια,   « ρε Γιώργο που τα βρήκες αυτά τα παπούτσια ;» εκείνος χαμογελούσε και δεν έλεγε τίποτε.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...