Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ΛΕΜΟΝΤΣΕΛΟ

Όποτε περνώ απ' τη σήραγγα που βγάζει στο σταθμό θαρρώ πως είμαι πάλι μέσα σε μια ταινία. Τα μαύρα μάρμαρα αντικατοπτρίζουν τα φώτα της οροφής κι εγώ πατώ απάνω τους. Ο αέρας μπαίνει από τις εισόδους δεξιά κι αριστερά, άνθρωποι σέρνουν τσάντες κι αποσκευές, μια κοπέλα με κοιτά με την άκρη του ματιού της. Πιο πέρα μαγαζιά με ηλεκτρονικά παιχνίδια και φώτα που αναβοσβήνουν, άνθρωποι πίσω από πάγκους κι ένα κορίτσι καπνίζει ένα τσιγάρο ηλεκτρικό. Έξω απ' το κτίριο γερανοί κατοπτεύουν το έδαφος, ένας γέρος σε μια γωνία ξεχασμένος λύνει ένα σταυρόλεξο μες στη βροχή. Παίρνω το αστικό και περνώ απ' την Πολίχνη για να βγω στα Μετέωρα. Ένα ρέμα χτισμένο και κάτι πολυκατοικίες σαν γκρεμοί με παράθυρα. Σε μια στάση ένας μικρός με περιμένει και με οδηγεί από μια κατηφόρα στο σπίτι του. Η μαμά του θέλει να μάθει αγγλικά για να μιλά με Άγγλους και Ρώσσους το καλοκαίρι στο μαγαζί της, στη Σάνη. Έχει άγχος και γεμίζει το τετράδιό της με γραμμές για να εκτονωθεί. "Λεμοντσέλο" θα είναι το όνομα του μαγαζιού από ένα λικέρ που φτιάχνει και μου δίνει ένα ποτήρι με ένα ποτό στο χρώμα των ακτίνων του ήλιου που έχει μέσα κάτι παγάκια. Γήπεδα μπάσκετ φωτισμένα κι έρημα κι εκεί πάνω καθώς φεύγω και στη στάση ο ήχος της βροχής στις λακούβες θυμίζει τον ήχο των τελευταίων πλήκτρων του πιάνου. Ένα αεροπλάνο που πετά από πάνω με τα πλαϊνά φώτα του αναμμένα διαπερνά την ομίχλη σαν καράβι που σκίζει τα μαύρα νερά. Σ' ένα σημείο όλα σκοτεινά πίσω απ' το τζάμι, τι να βρίσκεται άραγε εκεί έξω; Ένας παππούς δίπλα μου με το αυτί σφραγισμένο βγάζει ένα μπουκάλι τετράγωνο μ' ένα ποτό κάτω απ' το σακάκι του κι ένας άλλος τύπος μου λέει ότι οι γιατροί ανακάλυψαν στην ίριδα του ματιού του ένα πρόβλημα που είχε στο κομπιουτεράκι του εγκεφάλου του κι από τότε σταμάτησε να διορθώνει τα άλλα κομπιούτερ όπου δούλευε. Κάπου στο κέντρο κάτι μαλλιάδες παίζουν κιθάρα σ' ένα σημείο όπου τέλειωσα ένα κομμάτι καβαλώντας έναν τοίχο κι απλώνοντας τα χαρτιά μπροστά μου. Σιγά σιγά το μυαλό δείχνει να ξεμπλοκάρει κι όλα μπαίνουν στη θέση τους. Φώτα και φρούτα και λουλούδια έξω απ' τα μαγαζιά κι είναι ώρα για λίγο ύπνο ώστε να λαδωθούν τα γρανάζια στο μηχανάκι μέσα στο κεφάλι μου. Στο σπίτι ένα συρτάρι σαν αυτό που είχε κάποιος άλλος για να ρίχνει χαρτάκια διάφορα  για να τα  βγάλει όταν ξεμείνει από ιδέες. Όλη τη νύχτα το ραδιόφωνο   ανοιχτό με την κασσέτα μέσα έτοιμη μήπως παίξει κάτι καλό που δεν πρέπει να χάσω. Καμιά φορά πατάω το κουμπί και ξεχνώ να το σταματήσω. Η κασέτα γράφει όλη νύχτα κάτι πράγματα μπερδεμένα με ήχους και φωνές παράξενες. Στον ύπνο μου κάτι όνειρα μ' έναν πύργο πελώριο , ασπρο που έχει κηλίδες πράσινες από τρεχούμενα νερά.  Σ ' ένα σταθμό κάτι ιστορίες για καλόγερους που λένε κάτι ύμνους περίεργους γονατισμένοι στο πάτωμα κάποιας εκκλησίας κι έπειτα κατεβαίνουν σε κάτι στοές σαν κατακόμβες , κάθονται γύρω από ένα τραπέζι ξύλινο, τρώνε ένα ψωμί άσπρο με κάτι σφραγίδες πάνω του και πίνουν ένα ποτό διάφανο σα ''Λεμοντσέλο''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...