Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

ΣΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Μια οσμή από μύρο ένιωσε να έρχεται ξαφνικά στο πρόσωπο της όπως δοκίμαζε να μπει στο πιο σκοτεινό μέρος του υπογείου, τον ‘’τάφο’’ όπως το λέγανε εκείνο το μέρος οι υπάλληλοι επειδή για να πας εκεί έπρεπε να διασχίσεις ένα πανύψηλο διάδρομο γεμάτο διακλαδώσεις που θύμιζαν   κατακόμβη. Το κτήριο όπου στεγαζόταν το σούπερ μάρκετ ανήκε σε μια εκκλησία πολύ παλιά και διόλου παράξενο να υπήρχε καμιά κρύπτη εκεί πέρα από τότε που κυνηγούσαν τους χριστιανούς. Όπως ήτανε μόνη εκείνη τη μέρα, οι πιο πολλοί είχαν πάρει άδεια, φοβήθηκε, δε μπορούσε να καταλάβει από που έρχονταν η μυρουδιά που ήταν βέβαια ευχάριστη, έμοιαζε μ’ αυτήν που απέπνεε ο επιτάφιος με τα λουλούδια της άνοιξης, τα λιβάνια και τ’ αρώματα όμως εκεί κάτω στο σκοτεινό υπόγειο έμοιαζε κάπως απειλητική, ασυναίσθητα έκανε το σταυρό της, σταμάτησε εκεί που βρίσκονταν και κοίταξε πίσω της νιώθοντας ότι κάποιος την ακολουθούσε, ήταν σίγουρη ότι από καμιά γωνιά θα εμφανίζονταν κανένα φάντασμα καλόγερου η γέρου προσκυνητή για να την κατατρομάξει.

Αν είχε μαζί της το Λυκούργο εκεί κάτω δε θα φοβόταν τίποτα, πάντα τη βοηθούσε κι όταν είχε κάτι βαρύ να κουβαλήσει δεν την άφηνε ποτέ, ο τύπος ήταν θηρίο, ένα παιδί ψηλό, αθλητικό, που δε καταλάβαινε τίποτα, χρόνια στη πιάτσα, πριν έρθει εκεί δούλευε στα κρέατα, ξυπνούσε απ’ τις τέσσερις και σχολούσε αργά το απόγευμα, το πρωί κουβαλούσε στην πλάτη κάτι κομμάτια ζώων τεράστια που έλεγες ότι τα είχανε κόψει από δεινόσαυρο κι έπειτα έκανε χαβαλέ με τους πελάτες και τις κυριούλες πουλώντας όλο το εμπόρευμα. Καλά άμα ήταν εκεί κάτω ο Λυκούργος που κάθε πρωί έκανε μια ώρα γυμναστική προτού έρθει στο σούπερ μάρκετ, θα προχωρούσε μαζί του μέσα στον τάφο να δουν τι στο δαίμονα υπήρχε στο βάθος των διαδρόμων κι από πού ερχόταν εκείνη η απόκοσμη οσμή του μύρου που είχε κατακλύσει το χώρο…

Εκείνες οι βλαμμένες οι κοπελίτσες απ’ τα ταμεία που την έστελναν όλη την ώρα κάτω φταίγανε, όταν δε βρίσκανε κανένα εμπόρευμα που ζητούσαν τίποτα παλαβές γριές ακούγονταν στο μεγάφωνο ‘’Η κυρία Ε να έρθει στη ρεσεψιόν παρακαλώ! ‘’ κάθε φορά της ανέβαινε η πίεση όταν άκουγε να τη φωνάζουν αντί να κουνηθούν και να πάνε μόνες τους, μα τι τεμπέλες θεέ μου, καλά ήταν πολύ άχρηστες! Τα είχε βαρεθεί πραγματικά εκείνα τα κοριτσάκια και περίμενε πότε θα τελείωνε η σύμβαση της να σηκωθεί να φύγει από κει πέρα, ήταν σίγουρη ότι θα θέλανε να την κρατήσουν γιατί τους έβγαζε όλη τη δουλειά την ώρα που πληρώνανε ψίχουλα, δεν είχε καμιά όρεξη να συνεχίσει, εκεί έξω βέβαια τα πράγματα είχαν αγριέψει παρά πολύ κι έπρεπε να σκεφτείς καλά την κάθε σου κίνηση, όπως και να είχε θα το σκεφτόταν πολύ πριν αποφασίσει.

Κι έπειτα ήταν η καθημερινή ρουτίνα που είχε αρχίσει να της αρέσει, αν και τα πρωινά βλαστημούσε κάθε φορά που χτυπούσε το ξυπνητήρι, ειδικά όσο χειμώνιαζε, η νύχτα μεγάλωνε κι έπρεπε να σηκώνεται μες τ’ άγρια χαράματα. Μαζί της είχε πάντα ένα θερμός με ζεστό καφέ που το ακουμπούσε στα χείλη για να ζεσταίνει το πρόσωπο και τα χείλια της καθώς γύρω το κρύο γινόταν όλο και πιο αισθητό. Ο καιρός πήγαινε καλός, δεν είχε βρέξει για καιρό κι υπήρχαν μέρες που ο ήλιος ήταν εξαιρετικά ευχάριστος, δεν έμοιαζε καθόλου με κείνον τον καλοκαιρινό που σου τσουρουφλίζει το δέρμα, άμα έχεις συνηθίσει στη ζέστη αυτός ο ήλιος, ο φθινοπωρινός, δε σε πειράζει καθόλου. Όλα τα μαγαζιά είχαν γεμίσει κόσμο, νεολαία πιο πολύ, κι αφού οι άνθρωποι είχαν ξεμπερδέψει με τα σχολικά και δεν χρειαζόταν ακόμα πετρέλαια και καλοριφέρ, το είχαν ρίξει έξω διασκεδάζοντας, πραγματικά η εποχή έμοιαζε πολύ ωραία…

Κάθε πρωί παρατηρούσε στη στάση τα τελευταία άστρα που είχαν απομείνει στον ουρανό κι όταν έφτανε στο κέντρο της άρεσε να βλέπει τους φωτισμένους φούρνους που έψηναν τσουρέκια απ’ τα χαράματα, τα καφέ που πουλούσαν ντόνατς και καπουτσίνο, τα τυροπιτάδικα που ετοίμαζαν χυμούς και ζεστά σάντουιτς στην τοστιέρα. Πάντα είχε αδυναμία στο κέντρο με τα μαγαζιά του που έσφυζαν από ζωή και χρήμα κάποτε, τότε που υπήρχαν δουλειές και πλήρωναν καλά όμως τα πιο πολλά απ’ αυτά κατέβαζαν ρολά μέρα με τη μέρα κι ήταν μια πίκρα να τα βλέπεις, μόνο γυράδικα και κάτι άλλα φτηνιάρικα καταστήματα άνοιγαν ενώ ο κεντρικοί δρόμοι έμοιαζαν εγκαταλειμμένοι στο έλεος του θεού.
Είχαν αλλάξει σίγουρα τα πράγματα, δεν ήταν πάντοτε έτσι, η πόλη βίωνε μεγάλη παρακμή καθώς ο δήμαρχος είχε αποδειχθεί μεγάλο λαμόγιο κι η αστυνομία έμοιαζε εξαφανισμένη από παντού. Ο τόπος είχε γεμίσει ζητιάνους, πρεζόνια και μετανάστες που σκοτώνονταν κάθε μέρα έξω από τα τυροπιτάδικα πουλώντας τσιγάρα λαθραία κι ο θεός ξέρει τι άλλο εντελώς ξεδιάντροπα αφού δεν υπήρχε κανείς να τους ελέγξει, γύρω παντού σκύλοι αδέσποτοι άρπαζαν τεράστια κόκαλα έξω απ’ τα χασάπικα και πήγαιναν σε καμιά γωνιά να τα ροκανίσουν, το θέαμα ήταν τριτοκοσμικό καθαρά, θύμιζε Ινδία, Πακιστάν κάποια από κείνες τις χώρες εκεί κάτω.

Κάθε πρωί συναντούσε κοντά σε μια στοά και τον Λυκούργο, για να κόψει δρόμο περνούσε από κει μέσα κι έβγαινε κατευθείαν στο σούπερ μάρκετ.  Όταν ήταν ακόμα νύχτα Ο Λυκούργος – τι όνομα κι αυτό θεέ μου- που  είχε δουλέψει ένα φεγγάρι στα καράβια της εξηγούσε  τους αστερισμούς ψηλά στον ουρανό, όσους τουλάχιστον μπορούσαν  να διαπεράσουν τα φώτα της πόλης . Το πρωί η στοά ήταν έρημη αλλά το μεσημέρι που σχολούσαν κι έφευγαν μαζί έβλεπαν εκεί κάτι περιθωριακούς και κάτι άλλους άσχετους που μαζευόντανε στη στοά και τα πίνανε τσιμπολογώντας κανένα μεζέ, λίγο τυράκι, κανένα ψάρι παστό, λίγο σαλαμάκι. Μερικές φορές έτρωγαν και καμιά καυτερή πιπεριά και τότε τους έβλεπες ν’ αναστενάζουν και να ξεφυσούν ενώ στάλες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπο τους γιατί είχαν καεί τα μέσα τους. Όταν τύχαινε να περνά μόνη της την κοιτούσαν περίεργα και πετούσαν κανένα: ‘’Που πάει το γκομενάκι !’’ αλλά από τότε που τους είχε μιλήσει ο Λυκούργος την σέβονταν, με τον καιρό είχε ξεθαρρέψει κι αυτή, τους πετούσε καμιά κουβέντα κι άλλοτε σταματούσε στη στοά να πάρει κανένα βότανο από έναν πλανόδιο που πουλούσε σπόρους τριανταφυλλιάς και φύλλα δάφνης, σπαθόχορτο και ρίγανη, θυμάρι και στελέχη αλόης, είχε μάθει ότι ο τύπος πήγαινε μόνος του πάνω στα βουνά στις ξερολιθιές και τα μάζευε όλο το χρόνο…

Με τον Λυκούργο ένιωθε ασφάλεια τώρα όμως είχε μείνει μοναχή της στο υπόγειο κι είχε παγώσει απ’ το φόβο, ο άλλος είχε εξαφανιστεί, σίγουρα θα τον είχαν στείλει να ξεφορτώσει εκείνο το πελώριο φορτηγό που έφερνε καταραμένες προμήθειες και παραλαβές. Ήτανε μόνη της και φοβόταν, της ήρθε στη μνήμη εκείνη η σκηνή όταν ήταν μικρή που είχε πάει στην εκκλησία μοναχή της κι άναψε δυο κεράκια βλέποντας μια τοιχογραφία ζωγραφισμένη ψηλά  στην οροφή που έδειχνε τους μάγους να  ακολουθούν το αστέρι για να βρουν το χριστό, ξαφνικά είχε ακούσει τσόκαρα να σέρνονται στο πάτωμα αλλά δε μπορούσε να δει τίποτα, μοναχά ένα θρόισμα αδιόρατο διαπερνούσε τον αέρα σαν κάποιος να διέσχιζε το χώρο δίχως να φαίνεται κι αυτό ήταν τόσο τρομαχτικό που είχε ανατριχιάσει ολόκληρη. Η γιαγιά της  που την αγαπούσε υπερβολικά  και κάθε βράδυ στο μπαλκόνι της έδειχνε όλα τ’ άστρα του ουρανού κι όλους τους αστραφτερούς σχηματισμούς που φτιάχνονταν εκεί πάνω  τη νύχτα, κι όλους του δρόμους  που έπρεπε να διασχίσουν οι μετεωρίτες στο ουράνιο ταξίδι τους,   αυτή η γιαγιά της λοιπόν της είχε πει ότι η αγία σ’ εκείνη την εκκλησία είχε εμφανιστεί σε πολλούς, ιδίως σε μερικούς που δεν ήσαν και τα καλύτερα παιδιά και τους είχε δώσει ένα σκαμπίλι τόσο δυνατό που το ένιωθαν για χρόνια στο μάγουλο επειδή είχαν κάνει κάτι βρώμικο ή είχαν σκεφτεί κάτι πονηρό, μάλιστα υπήρχε και κάποιος στη γειτονιά με στραβωμένη τη μια μεριά του προσώπου που λέγανε ότι το είχε πάθει από ένα τέτοιο σκαμπίλι γιατί είχε βάλει κάποτε χέρι στο παγκάρι, η αγία τον είχε πάρει μάτι και τον τιμώρησε έτσι λέγανε . . .

Αυτό ακριβώς το συναίσθημα την κατέκλυσε ξανά όπως τότε που ήταν πιτσιρίκι κι έβλεπε τον κόσμο μ’ άλλα μάτια σαν όλα γύρω να είχανε μια διάσταση άλλη απ’ την πραγματική. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να σηκωθεί και να φύγει από κει πέρα, όπως όμως έκανε να υποχωρήσει το ένα μετά το άλλο τα φώτα στο ταβάνι έσβησαν, όλος ο χώρος γύρω σκοτείνιασε απότομα όπως συμβαίνει στους δρόμους το πρωί. Έκανε μερικά βήματα στα τυφλά ψηλαφώντας ένα καρότσι που υπήρχε στο διάδρομο, καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί γιατί να της συμβαίνει αυτό, τι στο καλό αμαρτίες είχε κάνει, εκτός από κάτι ψιλά δε θυμόταν κανένα σοβαρό παράπτωμα, ήταν σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα έτρωγε ένα μπάτσο τόσο δυνατό που θα της έφευγε καμιά γέφυρα απ’ την οδοντοστοιχία της. Έβαλε το χέρι στο σταυρό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό, αυτόν που της είχε χαρίσει η αγαπημένη της γιαγιά  και τον είχε χάσει ένα καλοκαίρι βουτώντας στη θάλασσα σ’ ένα νησί από έναν βράχο. Είχε χαλάσει τότε τον κόσμο να τον βρει, είχε βάλει όλους τους γνωστούς της να βουτήξουν με μάσκες και μπουκάλες, η ίδια κόντεψε να σκάσει κάτω απ’ το νερό ψάχνοντας, δεν θα έφευγε απ’ το νησί αν δεν έβρισκε τον σταυρό, και τελικά τον βρήκε ρε φίλε, σ’ ένα μέρος όχι και τόσο βαθύ, ήταν πεσμένος στην άμμο του βυθού και γυάλιζε ακτινοβολώντας τις αχτίνες του ήλιου που έφταναν μέχρι τον βυθό, καλά όταν τον είχε στερεώσει στο λαιμό της ένιωσε υπέροχα σα να ξαναβρήκε τη χαμένη της δύναμη.

Ένας ήχος σα μακρόσυρτο μουρμουρητό ήρθε τώρα στ’ αυτιά της, αυτό το πράγμα ήταν σίγουρα κάποιο δαιμόνιο, για καλό πνεύμα πάντως δεν έμοιαζε, με το που έσβησαν τα φώτα τα μουρμουρητό εκείνο δυνάμωσε κι απ’ την αντίθετη κατεύθυνση της φάνηκε ότι άκουγε ένα θόρυβο που δυνάμωνε ολοένα σαν κάποιος να κοπανούσε ένα ταμπούρλο προαναγγέλλοντας μια καταστροφή που πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά, είχε αρχίσει να ιδρώνει όπως εκείνοι οι τύποι στη στο που έτρωγαν τις καυτερές πιπεριές, της ερχόταν να βάλει καμιά τσιρίδα να ξεσπάσει, χωρίς να το καταλάβει έσυρε την παλάμη της κατά το σταυρουδάκι που είχε στο λαιμό

‘’Ε, τι διάλο γίνεται εκεί κάτω!’’ ακούστηκε η άγρια φωνή του Λυκούργου κι ένα  βάρος απίστευτο  έφυγε απ την καρδιά της .

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

ΤΑ ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΑΥΛΑΚΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Ένα βουνό χιονισμένο είχα δει στον ύπνο μου, χαράδρες, γκρεμοί άσπροι, πέτρες, βράχια, τα είχα απέναντι μου όπως βλέπεις τον Όλυμπο όταν είσαι στην παραλία αλλά αυτά έμοιαζαν να βρίσκονται πολύ κοντά, φαινόταν πολύ καθαρά, έλεγες ότι αν περπατούσες λίγο θα μπορούσες να τ’ αγγίξεις, ξύπνησα με μια διάθεση πολύ ωραία, καιρό είχα να δω τόσο όμορφο όνειρο.

Αιτία ήταν βέβαια ότι μετά από καιρό δεν είχαμε πολύ δουλειά εκείνο το Σάββατο και το αφεντικό μας έδιωξε νωρίς, πόσον καιρό είχα θε μου να καθίσω ένα απόγευμα στο σπίτι, δεν ήθελα να πάω πουθενά έκανα, ένα μπάνιο και ξάπλωσα στον καναπέ ώρες πολλές, ξεκουράστηκα πραγματικά.

Στη δουλειά είχαμε πεθάνει, σου μιλάω για μεγάλη φούρια, παραλαβές καινούριες ερχότανε όλη την ώρα, μας είχαν σακατέψει, στην αποθήκη επικρατούσε ένα χάος, παντού υπήρχαν φακελάκια και σκευάσματα διάφορα, σακουλάκια, κουτάκια, συσκευασίες όλων των μεγεθών, σκόνες, τρόφιμα, ότι μπορείς να φανταστείς, όλα πεταμένα τριγύρω. Δε μπορούσες να λειτουργήσεις μέσα σ εκείνο τον πανικό, σ’ έπιανε ζαλάδα, και σα να μην έφταναν όλα αυτά είχαν βάλει κι εκεί στη μέση του χώρου ένα ψυγείο τεράστιο που μου είχε σπάσει τα νεύρα, , δε μπορούσα να κουνηθώ, με είχε στριμώξει άσχημα!

Και το ήξερα ότι εκείνος ο ηλίθιος ο Α το είχε βάλει το ψυγείο στη μέση επίτηδες γιατί τον είχα πάρει παραμάζωμα κάνα δυο φορές και δεν ήξερε που να κρυφτεί. Στο τέλος με απέφευγε συστηματικά, δε πατούσε το πόδι του όσο ήμουν εκεί, έλεγε ότι θα φύγει αλλά σιγά . Και δεν ήταν μόνο αυτός, ήταν κι η άλλη η βλαμμένη η Δ που τον υποστήριζε ‘’Έχει δίκιο ο Α, το ψυγείο πρέπει να είναι εδώ, βολεύει καλύτερα, γιατί το μετακινείς όλη την ώρα ; ‘’ – ‘’ Bρε δε πας στο διάβολο!’’ ήθελα να της πω. Την πρώτη μέρα δεν το άντεξα, κίνησα γη και ουρανό, έβγαλα έξω ένα σωρό αντικείμενα, καρέκλες τραπέζια ότι υπήρχε γύρω και τόβαλα στη θέση του. Το μεσημέρι το αφεντικό ζητούσε τα ρέστα για τις μετακινήσεις, μα τι πρήχτης, ‘’Δε μπορώ ρε φίλε, δεν αντέχω, πάρτε το από μπροστά μου, ελάτε εσείς να δουλέψετε εδώ πέρα!’’ του πέταξα, αλλά στου κουφού τη πόρτα ... Με την αλλαγή της βάρδιας ήρθε ο Α να δει τι γίνεται, δεν είπε τίποτα, αυτή ήταν η τακτική του, τόπαιζε αδιάφορος, το βράδυ στη βάρδια του μαζί με την άλλη τη χαζή άλλαζαν τη θέση και ξανάφερναν στη μέση το καταραμένο το ψυγείο, ήμουν σίγουρος ότι στο τέλος θα το κάρφωναν στο πάτωμα με κάποιο τρόπο μόνο και μόνο για να μου τη σπάνε, ήμουν μες τα νεύρα, είχα σκάσει, δεν ήξερα τι να κάνω, όμως τελικά σκέφτηκα ‘’Δεν τους αφήνεις να πάνε στον διάβολο!’’

Βέβαια αφού μου την είχαν σπάσει ένα κάρο φορές είχα βρει την άκρη με τον Α και τους βλάκες τους άλλους, είχα ταχτοποιηθεί σε μια δεύτερη δουλειά τα απογεύματα και δε πα να χτυπιόταν, εγώ είχα την εναλλακτική μου κι άμα μου την έδινε θα την κοπανούσα κι ας με ψάχνανε. Πολλές φορές πάλι για να μη τους βλέπω πήγαινα στα διαλείμματα και καθόμουν με τον φίλο μου τον Παναγιώτη, στο γραφειάκι του εκεί στον έβδομο όροφο, αυτός έψαχνε όλη την ώρα δεν ξέρω και εγώ τι στον υπολογιστή κι εγώ χάζευα τα διαμερίσματα απέναντι άλλος έτρωγε άλλος διάβαζε άλλος κάπου μιλούσε, ήταν σαν βλέπεις τέσσερις πέντε ιστορίες να διαδραματίζονται ξεχωριστά . Αυτό ήταν για μένα μια όαση απ’ το τρελάδικο που επικρατούσε στη δουλειά με όλους εκείνους τους παλαβούς και τα ψυγεία τους και τις παραλαβές τους. Ξεχνιόμουν εκεί όπερα κοιτάζοντας μια τους απέναντι και μια τον ακάλυπτο χώρος που ήταν σκεπασμένος από έναν κισσό τεράστιο σκαρφαλωμένο στην πολυκατοικία, όλο το καλοκαίρι εκείνο το θέαμα των πράσινων γυαλιστερών φύλλων που κυριαρχούσε πάνω στο γκρι με ηρεμούσε, μιλάμε τα ξεχνούσα όλα σ’ εκείνο το μέρος , είχε και ησυχία απεριόριστη γιατί όλοι οι δικηγόροι κι οι μηχανικοί που σύχναζαν εκεί πέρα έλειπαν στις καλοκαιρινές τους διακοπές, ...


Αυτό το σκηνικό ήταν μια ανάπαυλα σωτήρια ρε φίλε, αν δεν είχα και την Β στο σπίτι να γκρινιάζει θα ήταν όλα, καλά όμως τελευταία με είχε ταράξει, όλη την ώρα μου φώναζε ότι ψώνιζα συνέχεια τα λάθος πράγματα, ‘’Γιατί μου έφερες αυτό το απορρυπαντικό ενώ εγώ σου είχα πει το άλλο, γιατί δε πήρες την προσφορά που είχανε, που είχες τα μάτια σου, μα τις στραβός άνθρωπος, τι βλάκας που είσαι, δεν ξέρεις να κάνεις οικονομία, θα μας βάλεις μέσα!’’ Ύστερα συνέχιζε ‘’Γιατί δε βγάζεις τα παπούτσια σου όταν μπαίνεις στο σπίτι, που πετάς τα ρούχα σου, γιατί δεν πλένεις τα χέρια σου, γιατί έφαγες από το δικό μου το πιάτο που το είχα χωρίσει στην άκρη και ήταν όπως το ήθελα ενώ το δικό σου το είχα παραγεμίσει με όλες τις βλακείες όπως το θες, μα τι χαμένος που είσαι!’’ καλά άμα την έπιανε εκείνη η μανία και η λύσσα δε γλύτωνες με τίποτα, ήσουν χαμένος από χέρι.


Τα βράδια όταν σχολούσα τα φώτα των δρόμων ανάβανε νωρίτερα, είχε αρχίσει να φθινοπωριάζει, μες τη θολούρα του δειλινού οι φιγούρες των ανθρώπων και των οχημάτων διαλύονταν, μουσικές έπαιζαν από κάποιους πλανόδιους κι όταν έπιανε να βρέχει σιγανά ήταν ένα όνειρο. Στα τυροπιτάδικα νευρικά κορίτσια πήγαιναν κι ερχόντουσαν πίσω απ’ τους πάγκους, πελάτες σπαστικοί γκρίνιαζαν όλη την ώρα ζητώντας τον ουρανό με τ’ άστρα, στα φαγάδικα πιάτα με χορταρικά, ψάρια κι άλλα πλάσματα μυστήρια. Όπου και να γυρνούσες το βλέμμα δεν έβλεπες τίποτα άλλο από μετανάστες μελαχρινούς που είχαν κατακλύσει την πόλη και δεν ήξερες αν είχαν καλές ή κακές προθέσεις, μετανάστες παντού, πρεζόνια, ζητιάνοι και σκυλιά αδέσποτα, μα πόσα σκυλιά υπάρχουν σ’ αυτή την πόλη, ένα κοπάδι από δαύτα τριγυρνούσε έξω από κει που δουλεύαμε, τη νύχτα μετατρέπονταν σε αγέλη κι αγρίευαν μια φορά είχαν επιτεθεί στην βλάκα τον Α - ποιος ξέρει πως τα είχε ερεθίσει- και τρέχαμε να τα διώξουμε…


Η βδομάδα ήταν γεμάτη ως συνήθως αλλά η σαββατιάτικη ξεκούραση και το όνειρο με το βουνό το χιονισμένο με είχαν φρεσκάρει, δεν είχε ακόμα χαράξει όταν ξυπνήσαμε με την Β και μιλούσαμε σιγανά, ήταν στα καλά της και τότε την αγαπούσα πραγματικά, μου έλεγε για τότε που ήταν μικρή και καθόταν το φθινόπωρο στην αυλή του σπιτιού της να διαβάσει ανάμεσα σε λουλούδια κίτρινα φθινοπωρινά, τα είχε φυτέψει ο πατέρας της κι έβγαιναν μέσα από βολβούς που φύτρωναν παντού τριγύρω, η μάνα της κεντούσε ήσυχη κι εκείνη διάβαζε τα βιβλιαράκια της για το σχολείο, αυτή η εικόνα στον κήπο ήταν από τις καλύτερες αναμνήσεις που είχε. Καθόμασταν εκεί ξαπλωμένοι και τα λέγαμε κοιτάζοντας το ταβάνι, σχεδιάζαμε καμιά εκδρομή που θα μπορούσαμε να πάμε το χειμώνα και για μια δουλεία που μου είχε προτείνει εκείνο το λαμόγιο ο Τ αλλά δεν του είχαμε και πολύ εμπιστοσύνη, μετά με φίλησε στο στόμα, γύρισε πλευρό κι αποκοιμήθηκε, δεν έλεγε να χορτάσει ύπνο όλη τη βδομάδα στη δουλειά σκοτώνονταν, ειδικά τα απογεύματα τους είχαν σαπίσει, είχε χάσει πέντε κιλά, κι εγώ απορούσα τι είχε αλλάξει πάνω της …


Την Κυριακή το πρωί ένιωθα πολύ ωραία, Σηκώθηκα νωρίς και βγήκα μια βόλτα να ξεμουδιάσω, κείνη την ώρα το φεγγάρι σεργιανούσε ξεχασμένο στον ουρανό, οι ανθοπώλες έβαζαν μπροστά στα μαγαζιά τους χρυσάνθεμα κοκκινωπά κι ορχιδέες άσπρες, μια γυναίκα είχε βγάλει βόλτα τα δυο τεράστια σκυλιά της, τα κρατούσε δεξιά κι αριστερά της σα να ήταν άλογα, ένας ζητιάνος έξω από κάποιο περίπτερο μου ζήτησε κανένα ψιλό, ο περιπτεράς τον παραμάζεψε ‘’Μην ενοχλείς τους πελάτες !’’ του φώναξε. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, κάτι παιδιά πίσω από μια βιτρίνα ετοίμαζαν φρούτα για χυμούς κι εγώ για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωθα ότι μπορούσα να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά και να ηρεμήσω, όλα ΄’έδειχναν σιγά- σιγά να μπαίνουν στη θέση τους μετά από πολύ καιρό, αν έβρισκα ένα τρόπο να ξεφορτωθώ και τον Α με κείνη την χαμένη τη φιλενάδα του θα ήμουν ευτυχισμένος...

Με το που μπήκα στην αποθήκη το απόγευμα της τη Δευτέρας βρήκα το ψυγείο καρφωμένο στο πάτωμα με κάτι σανίδια, έπρεπε να το περιμένω, ήθελα να εξαφανιστώ από κει όπως ήμουνα, μα πόσο βλάκας είχα φανεί που δεν έφυγα το καλοκαίρι, τότε που μπορούσα, αλλά βλέπεις είχα ακούσει το αφεντικό που έλεγε ότι με χρειαζόταν οπωσδήποτε, ότι ήμουν απαραίτητος στη επιχείρηση ότι χωρίς εμένα δε μπορούσε κι εγώ τον είχα πιστέψει μα πόσο ηλίθιος στάθηκα! Αποφάσισα να τα καταπιώ όλα και να κάνω υπομονή, την άλλη μέρα θα έβλεπα τι θα έκανα, μια μέρα ακόμα θα το άντεχα, το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν ότι έπρεπε να υποστώ εκτός των άλλων και τη γιορτή που είχαν ετοιμάσει για τα γενέθλια της Δ, είχαν καλέσει αν έχεις το θεό σου, όλους που δε χώνευα, εκείνον με τη φάτσα του τοτέμ, τον άλλον που του άρεσε να τραγουδάει καραόκε, εκείνη τη ξεβαμμένη που δεν τη χώνεψα ποτέ μου, τον άλλον που κάτι μου είχε πει μια φορά κι είχαμε σκοτωθεί, και τον Α που μου είχε κάνει εκείνο το χουνέρι με το ψυγείο γυρίζοντας τα μυαλά μου ανάποδα.

Περίμενα να περάσει η ώρα όπως όπως και προς τη λήξη της βάρδιας αποφασίσανε επιτέλους να κόψουν τη τούρτα, μαζεύτηκαν όλοι, ο Α που φαίνονταν ενθουσιασμένος με το πανηγύρι έβγαλε απ’ την τσέπη του κάτι κόκκινα δυναμιτάκια κι άρχισε να τα σκάει στο πεζοδρόμιο έξω απ’ το μαγαζί, κείνη την ώρα περνούσε και το κοπάδι με τα σκυλιά κι όλοι γέλασαν καθώς ο Α πέταξε μια στοίβα από τα εκρηκτικά κατά πάνω τους, τα ζώα κατατρόμαξαν κι έφυγαν γαυγίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ όλοι γελούσαν .

Δεν είχα καμιά όρεξη πια να μείνω εκεί πέρα, έφυγα όπως ήμουνα, όσο απομακρυνόμουν ένιωθα ανακούφιση, δεν υπήρχε περίπτωση να συνεχίσω σ εκείνη τη δουλειά, χτύπησε το τηλέφωνο ‘’Που είσαι αγάπη μου; ‘’ ευτυχώς θε μου η Β ήταν στα καλά της. Τάχυνα το βήμα κι όπως έστριβα σε μια γωνιά σκοτεινή είδα ένα μηχανάκι να γκαζώνει, ήταν ο Α που πήγαινε να φέρει ποτά από μια κάβα, στην άκρη του δρόμου το κοπάδι με τα σκυλιά είχε μαζευτεί γύρω από έναν κάδο ψάχνοντας τα σκουπίδια, με το που άκουσαν το μηχανάκι κάτι τα έπιασε και χίμηξαν όλα κατά πάνω του σα να γνώρισαν τον οδηγό, ένα απ’ αυτά βρέθηκε μπροστά στη μηχανή που έκανε έναν ελιγμό απότομο, ντεραπάρισε και τελικά έπεσε στο δρόμο με τον αναβάτη να σέρνεται για κάμποσα μέτρα. Έτρεξα να δω τι στο δαίμονα γινότανε, τον είδα ξαπλωμένο και τον τράβηξα στην άκρη μακριά από τα σκυλιά, έμοιαζε χλωμός, δε φαίνονταν καλά, βαριανάσαινε,  έσκυψα κοντά του και τον  άκουσα να ψιθυρίζει μια φράση που δεν κατάλαβα ποτέ : ‘’Στο ξέφωτο πίσω απ’  τον καταρράκτη πρόσεχε τα χρυσαφένια  αυλάκια του νερού !’’,  κείνη τη στιγμή ακριβώς άναψαν  όλα τα φώτα του δρόμου σα είχε δοθεί κάποιο σύνθημα.

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...