Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΜΠΛΟΚΑΡΙΣΜΑ

Xτες το βράδυ με πήρε ο Γιάννης Ξανθούλης για να μου πει ότι του άρεσε πολύ  το βιβλίο μου . Είχα σακατευτεί να γράφω αφιερώσεις σε ογδόντα  βιβλία για να τα στείλω σε επωνύμους, έπρεπε να τα κλέισω σε φακέλλους προπληρωμένους, να τα κουβαλώ στο ταχυδρομείο, εκεί κάτι αργόστροφες γυναίκες έκαναν μια μέρα ώσπου να καταλάβουν τι ήθελα, γέροι περίμεναν για να παραλάβουν ένα επίδομα, τελικά τα έστειλα με χίλιους κόπους για να μάθω ότι έγινε κάποιο λάθος και μετά από ένα μήνα μου τάστειλαν πίσω , άντε ξανά στα ταχυδρομεία αλλά τελικά άξιζε το κόπο. Ο Γ. Ξανθούλης μου είπε ότι δεν συνηθίζει να τηλεφωνεί σε νέους συγγραφείς αλλά του θύμισα τον Σκαμπαρδώνη. Τον ρώτησα πως είναι εκεί κάτω τα πράγματα , ''χάλια'' μου είπε , δεν γράφει τίποτα αυτή τη στιγμή από τότε που έκλεισε η Ελευθεροτυπία, μόνο στη LIFO κάτι κείμενα.
Ήταν μια δύσκολη μέρα χτες, το μυαλό μου ήταν μπλοκαρισμένο όπως συμβαίνει όταν αλλάζουν οι εποχές, ξύπνησα νύχτα για να πάω στην εκκλησία αποδείχτηκε ότι έκανα λάθος  στη μέρα, πάντως ήταν ωραία στις στάσεις ο κόσμος κρατούσε κουλούρια , τυρόπιττες και καφέδες , στον αέρα μύριζε ψωμί φρεσκοψημένο. Το μεσημέρι πάλευα να γράψω ένα κομάτι, πάτησα κάτι λάθος, το κέιμενο εξαφανίστηκε , άντε ξανά απ' την αρχή κι ύστερα έτρεχα να προλάβω τα μαθήματα παίρνοντας ταξί.
Σ' ένα σπίτι ένα παιδί  μου έλεγε ότι ο μπαμπάς του δεν τρώει καλαμάρια και χταπόδια που τα λέει φίδια της θάλασσας, με βαρούσε μπουνιές όταν τον ρωτούσα αν αγαπάει ακόμα τη Μαρία, κατόπιν κρέμονταν απο τα κάγκελα του σιδερένιου διπλού  κρεβατιού του, περνούσε το σώμα μέσα από τα χέρια του και προσγειώνονταν στο πάτωμα. Σ' ένα άλλο σπίτι ένας πιτσιρικάς επέμενε να κάνει μάθημα φορώντας μια μαύρη κουκούλα σα Φραγγισκανός μοναχός, κάτι βιβλία από το Άουσβιτς όπου οι Γερμανοί είχαν κουβαλήσει τους Εβραίους παππούδες του. Γύρισα για λίγο στο σπίτι να μαζέψω κάτι κοινόχρηστα, είχα ξεχάσει τα κλειδιά μου κάπου - δυο φορές το μήνα τα ξεχνώ μες το σπίτι κι έχω ένα εφεδρικό κρυμένο κάπου- μπήκα με το εφεδρικό κι όταν βγήκα κατάλαβα ότι το είχα αφήσει κι αυτό μέσα,έτρεξα στον κλειδαρά, ευτυχώς ήταν εκεί, με μια ζελατίνα που την πέρασε στη σχισμή άνοιξε σε ένα λεπτό, μου έιπε ότι πρέπει να αγαπούσα τον παππού μου όπως είχε διαβάσει στο βιβλίο μου κ αυτός έχασε τον πατερα του και στο καπάκι το θείο του κάτω στη Μάνη που ήταν  παππάς '' έχεις δει ποτέ αδύνατο παππά; '' με ρώτησε, ο θείος του είχε εγχειριστεί και τον έιχε δει σε τέλεια φόρμα το Καλοκαίρι στη Πελοπόνησσο για να μάθει ότι πέθανε από παρενέργειες μετεγχειρητικές. Το βράδυ ένα άλλο μάθημα μια μαμά που θέλει να μάθει Αγγλικά για τη δουλειά της το Καλοκαίρι μαζί και η κόρη της που παίρνει δεκάρια στην Ιατρική σε κάτι μαθήματα παλούκια - συγνώμη για την έκφραση- σ' ένα άλλο σπίτι μια άλλη μαμά μου λέει για τον δικό της θείο στην Κρήτη που ήταν πανέξυπνος αλλά του τά φαγε όλα μια Ουκρανή που είναι ακόμα όμορφη, της λέω ότι οι πανέξυπνοι την πατάνε από κάτι τέτοιες, η κόρη της που είναι δαίμονας σωστός μου λέει ότι '' τότε  εσείς κύριε δεν πρόκειται να τη πάθετε από Ουκρανή'' και νομίζω ότι μου κάνει κοπλιμέντο, το βράδυ το τηλέφωνο απ' τον Ξανθούλη για κάποιο λόγο με πιάνουν ξαφνικά τα γέλια, κάτι γκομενάκια νόστιμα με κοιτάνε- συγνώμη αλλά είμαι λίγο ευτυχισμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...