Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ

«H αδερφή σου μου το  είπε να ξέρεις  μου έστειλε κι αυτή τη φωτογραφία με τον πρώην σου, νόμιζα ότι τον είχες ξεχάσει».  Όταν της το είπε ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της, τον ικέτεψε να την πιστέψει, τον παρακάλεσε κλαίγοντας όμως εκείνος ήταν ανένδοτος κι επειδή δεν τον πίστευε της έδειξε το μήνυμα στο κινητό μαζί με μια φωτογραφία της όπου αγκάλιαζε τον πρώην της. Ήταν έτοιμοι  να παντρευτούν,  τον αγαπούσε πολύ τον Γιάννη, είχαν κάνει ένα  σωρό σχέδια για το σπίτι που θα αγόραζαν, για το  γάμο και για τα παιδιά που θα έκαναν μέχρι που έγινε αυτό το σκηνικό , άντε να του εξηγήσεις ότι ο πατέρας του πρώην της είχε πάθει έμφραγμα κινδύνευε να πεθάνει και αυτή του είχε πει δυο λόγια συμπαράστασης ως όφειλε, αυτό ήταν όλο όμως  ο άλλο ήταν κάθετος σαν τοίχος.

Η Τάνια  το είχε στήσει, όλα μπορούσε να τα περιμένεις από αυτή, τη ζήλευε τόσο πολύ που θα έκανε ότι ήταν δυνατόν για να της κάνει ζημιά.  Σα να έφταιγε αυτή που ήταν πιο όμορφη ή πιο έξυπνη κι ότι έκανε  πάντα πετύχαινε.  Όμως ο καθένας  έχει τα δικά του όπλα,  ο καθένας πορεύεται με ότι έχει. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά,  η μικρή πάντα την αντέγραφε στο ντύσιμο, στους τρόπους,  στα τραγούδια που άκουγε σε όλα. Ήξερε ότι τη ζήλευε όμως δε φανταζόταν ότι θα έφτανε μέχρι εκεί,  καλά κι ο άλλος  καλός βλάκας που  την πίστεψε αλλά έτσι είναι οι άντρες. Δεν πήγε στη δουλειά την άλλη μέρα, είπε ότι ήταν άρρωστη,  ένιωθε τέτοια απογοήτευση που ήθελε να πηδήξει από το μπαλκόνι, έπρεπε να το πει σε κάποιον επειγόντως,  ο μόνος που θα την καταλάβαινε ήταν βέβαια η μάνα της όμως τη φοβόταν,  ήταν  λίγο τρομακτική όταν  την κοιτούσε μ’ εκείνο αυστηρό γεμάτο ειρωνεία  βλέμμα. Όμως είχε στενοχωρηθεί τόσο πολύ που δεν είχε άλλη λύση   κι όταν η μητέρα της τη ρώτησε  μ’ εκείνο το ειρωνικό της μειδίαμα, «τι έχεις εσύ πάλι;» της τα είπε όλα.  « Κοίτα  δεν είναι τίποτα» τη συμβούλεψε  η μάνα της που όλα τα έβλεπε σχετικά και για κείνη ο ωκεανός  είχε το βάθος  μιας παραλίας.  «Καλύτερα να ξεμπερδεύεις τώρα προτού μπλέξεις για τα καλά μ ‘ αυτόν το βλάκα που πιστεύει όποιον να ναι και δε σου έχει εμπιστοσύνη.  Έτσι ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου και ξέρεις τι ανακάλυψα,  ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ, αυτό είναι το διάστημα που χρειαζόμουν να τους ξεπεράσω,  κάνε υπομονή δυο μέρες και θα σου  φύγει, σε μένα δούλευε πάντα, νομίζω πως το ίδιο θα συμβεί και με σένα ,  δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι ιδιαίτερο, μοναχά περίμενε να περάσει αυτό το διάστημα με κάποιον  τρόπο,  κάνε  ό,τι σ’  ευχαριστεί και μη σκέφτεσαι τίποτα άλλο,  θα σε βοηθήσω κι εγώ και θα δούμε πως θα είσαι όσο για την άλλη θα την ταχτοποιήσω στην ώρα της ».  Αυτό ήταν πραγματικά ανακουφιστικό, στη κατάσταση που βρισκόταν η ιδέα  της μάνας της έμοιαζε με γέφυρα σωτηρίας  αλλά πως ήξερε ότι θα λειτουργούσε όπως στη μητέρα της; Ό,τι και να συνέβαινε  δεν είχε άλλη επιλογή,  αν συνεχίζονταν το ψυχοπλάκωμα δεν θα άντεχε για πολύ,  προς το παρόν δεν είχε άλλη λύση,  κλείστηκε στο δωμάτιο της,  έβαλε κάτι σήριαλ ατελείωτα στον υπολογιστή και περίμενε να βραδιάσει και να ξημερώσει.

Την πρώτη νύχτα δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου,  όλες οι ίνες του κορμιού της  σα να συγκεντρωνόταν στο μυαλό που προσπαθούσε να ξεχάσει το πλήγμα και να κλείσει το ρήγμα,  τον αγαπούσε,  είχαν περάσει τόσα  πολλά,  ήταν τόσο καλός μαζί της,  είχαν κανονίσει τόσα πράγματα,  δεν ήταν δυνατό να συνέβαινε αυτό.  Ήθελε να του τηλεφωνήσει,  να του στείλει ένα μήνυμα,  να του εξηγήσει όμως κρατήθηκε από την περηφάνια της.  «Δεν θα του κάνω το χατίρι!»  σκεφτόταν.  Ήθελε να τον  βρίσει,  να του μιλήσει άσχημα κι όλη την ώρα επέστρεφε στη σκέψη της  εκείνο το φίδι,  η αδελφή της,  θα πλήρωνε για όλα αυτά που τραβούσε,  έτσι πέρασε το πρώτο βράδυ. Το πρωί   που ξύπνησε ένιωθε λίγο καλύτερα, αν και δεν είχε κοιμηθεί   το βάρος σα να έφευγε σιγά σιγά από μέσα της.  Ζήτησε  ένα φάει κάτι κι η μάνα της που την παρακολουθούσε της έβαλε γάλα με μια φέτα αλειμμένη με μερέντα,   «πως πήγε;» τη ρώτησε « σα να νιώθω λίγο καλύτερα» είπε αυτή «περίμενε λίγο ακόμα και θα δεις»  είπε η μάνα της  χαμογελώντας με κείνο το καταραμένο μειδίαμα . Το μεσημέρι  κλείστηκε πάλι στο δωμάτιο της, δεν απαντούσε στις φίλες της,  δεν είχε όρεξη όπως πριν να μιλήσει μαζί τους ώρες ατελείωτες για τα πιο ασήμαντα πράγματα όπως το συνήθιζε, κάποια στιγμή έσκασε ένα μήνυμα από τον δικό της,  τι ήθελε ο χαμένος;  Τη ρωτούσε τι κάνει ,ότι λυπάται και κάτι άλλες αηδίες,  το απόγευμα  το κινητό  της είχε γεμίσει μηνύματα και κλήσεις, ήθελε να απαντήσει  όμως ήταν αποφασισμένη να περιμένει  ακόμα  ένα βραδύ και ώ του θαύματος !

Τη δεύτερη μέρα  αισθανόταν πολύ καλά, το μυαλό της είχε ξελαμπικάρει κι η διάθεση της ανέβηκε!  Αυτό ήταν λοιπόν, είχε δουλέψει της  σχέδιο της μάνας της,  τον είχε ξεπεράσει    τόσο εύκολο  ήταν λοιπόν. Αμέσως πήρε τηλέφωνο στην καλύτερη της φίλη και πρέπει να μίλησε μαζί της για τουλάχιστον τρεις  ώρες της,  τα είπε όλα κι ύστερα πήρε  μια άλλη φίλη κι ύστερα μια Τρίτη, επιτέλους είχε  αδειάσει  όλο το αρνητικό φορτίο από πάνω της,   τηλεφώνησε και στη δουλειά και τους είπε  ότι  θα πάει,   η μάνα της  που την παρακολουθούσε όλη την ώρα της έκανε την κίνηση δείχνοντας με  το δάχτυλο στο κεφάλι σα να της έλεγε «στο χα πει εγώ !»

Όλο αυτό το διάστημα η μικρή αδερφή της είχε εξαφανιστεί,  «θα πάω να κοιμηθώ στη Γιώτα»  είπε στη μητέρα τους κι εκείνη της είπε «όπως θες,  μεγάλο κορίτσι είσαι πια».  Όταν γύρισε στο σπίτι και δεν βρήκε τη μεγάλη της αδερφή ρώτησε «πως πάει, όλα εντάξει;» -« το ξεπέρασε» της είπε η μάνα της κοιτάζοντας την κατευθείαν στα μάτια  κι εκείνη  χαμογέλασε «ά τι καλά»  είπε σιγανά . Δεν είχε καταλάβει και η ίδια πως το  είχε στείλει το μήνυμα απλά είχε σκάσει,  δεν μπορούσε να στεριώσει άντρα κι η αδερφή της τους έριχνε χωρίς να κάνει τίποτα,  έτσι απλά έπεφταν σα μύγες μόλις την έβλεπαν.  Ήταν ο αέρας που είχε,  η αυτοπεποίθηση της,  ο τρόπος της ο επιθετικός με τον οποίο τους φέρονταν που την έκαναν ακαταμάχητη,  ήταν αδύνατο  να το χωνέψει αυτό . Ζούσε στη σκιά της,  ό,τι κι αν έκανε περνούσε απαρατήρητη σα να  μην υπήρχε,  οι γονείς της πάντα μιλούσαν για την αδερφή της,  εκείνη ήταν  το καμάρι τους, η ελπίδα τους,  μ’  εκείνη ασχολούνταν  όλη την ώρα,  είχε απηυδήσει !Το σκέφτηκε πολύ κι ένα βράδυ που η αδερφή της συνάντησε τον πρώην της σ’ ένα μαγαζί περίμενε και μετά  δήθεν τυχαία τους έβγαλε τη φωτογραφία που τους έδειχνε να στέκονται πολύ κοντά σα να ετοιμάζονταν  να φιληθούν και την έστειλε στον Γιάννη  χωρίς κανένα σχόλιο.   Ύστερα απ’  αυτό είχε τύψεις, είχε αναστατωθεί, αναρωτιόταν πως το είχε κάνει, μετάνιωνε  όμως κατά βάθος  το πείσμα της ήταν πιο δυνατό,  είχε σκάσει,  να παντρευτεί  κιόλας η αδερφή της, να τη βλέπει στολισμένη νύφη κι όλοι να την κοιτούν,  δεν θα το άντεχε, έπρεπε να το σταματήσει με κάποιον τρόπο…

Αφού πέρασε μια βδομάδα Ο Γιάννης τηλεφώνησε,  «θέλεις να βρεθούμε να  μιλήσουμε;»  της είπε  όμως εκείνη ένιωθε ότι είχε περάσει ένας αιώνας κι είχε απομακρυνθεί χιλιάδες χιλιόμετρα, δεν είχε καμιά όρεξη να τον  δει,  το πράγμα είχε ραγίσει μέσα της,  την είχε χαλάσει άσχημα και δε θα του  έκανε τη χάρη,  «όχι Γιάννη»  του είπε «δε χρειάζεται, ότι είχαμε να πούμε το είπαμε, εύχομαι ότι καλύτερο για σένα» . Μετά απ’  αυτό ένιωθε μια ικανοποίηση απίστευτη.  Τον είχε ξεπεράσει, δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο εύκολο, ώστε λοιπόν είχε αυτή τη δύναμη όπως και η μάνα της,  αυτό ήταν πολύ σημαντικό και θα το κρατούσε. Έκτοτε άρχισε να βγαίνει  περισσότερο, ένα βράδυ που είχαν πάει σ’ ένα μαγαζί με τις φίλες  της έτυχε να είναι κι η αδελφή της εκεί πέρα. Είχε  καθίσει  μ’ έναν  τύπο που την περνούσε κάμποσα χρόνια   και τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν,  φαινόταν πολύ χαρούμενη.  Σε μια  στιγμή ήρθαν και κάθισαν μαζί τους κι όταν η Τάνια έφυγε για λίγο από το τραπέζι ο τύπος  με τα αραιά μαλλιά ήρθε κοντά της «πολύ καλό κορίτσι η αδερφή σου»  της είπε « ναι αλλά να ξέρεις δεν  έχει την ίδια εντύπωση για σένα» - «τι εννοείς;»  να στο σπίτι που μιλούσαμε μου είπε ‘’αυτός ο φαλακρός τι θέλει από μένα,  ποτέ δε μου άρεσαν οι πιο μεγάλοι,   να περάσω λίγο καλά μαζί του και θα τον σουτάρω» -  «ώστε έτσι σου είπε» -« έτσι ακριβώς» . «Που είναι  Σάκης  ρώτησε η Τάνια που ήρθε  σε λίγο,  « κάτι του έτυχε κι έφυγε ξαφνικά» της απάντησε  « θα  σου τηλεφωνήσει».  

Το βράδυ η Τάνια δε μιλούσε,  φαινόταν κλαμένη, τα μάτια της  είχαν κοκκινίσει,  «τι έχει πάλι αυτή;»  ρώτησε η μητέρα της « δεν ξέρω»  έκανε αυτή,  « δεν μπορώ να την καταλάβω»  

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...