Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

O ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΡΑΣ




Ο Ωνάσης λέει πίστευε ότι ήταν αθάνατος, άτρωτος, τίποτα δεν μπορούσε να τον αγγίξει κι όταν σκοτώθηκε ο γιος του αρνούνταν να το πιστέψει, σκεφτόταν να καταψύξει το σώμα μήπως βρεθεί κάποιος τρόπος να το επαναφέρουν στο μέλλον, κάτι θα βρίσκονταν, ο άνθρωπος ταξιδεύει στο διάστημα, η επιστήμη είναι πανίσχυρη, η ιατρική κάνει άλματα κι αυτός θα μπορούσε ν’ αγοράσει μια θεραπεία με τα λεφτά του που ήταν ατελείωτα. Δεν του είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό ότι μπορούσε να του συμβεί κάτι τόσο φοβερό, δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί καθώς κυνηγούσε τα εκατομμύρια του, είχε πάθει ψύχωση μ’ αυτά, όλοι γύρω τον έβλεπαν σα θεό κι ο ίδιος έτσι φανταζόταν τον εαυτό του, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι θα πέθαινε όμως μετά το ατύχημα του γιου του κατέρρευσε, δεν το φανταζόταν, τον συνέτριψε, έγινε ράκος, τα φρύδια του έπεφταν μόνα τους κι έβαζε τσιρότα να τα συγκρατήσουν κι όταν έθαψαν το παιδί του πήγαινε κάθε βράδυ και κοιμόταν στον τάφο του, ο θάνατος τον είχε ισοπεδώσει αυτόν που θεωρούνταν κάτι υπερφυσικό.

Ούτε που θυμάμαι πως είχαμε ανοίξει συζήτηση για τον Ωνάση στο διάλλειμα από τη δουλειά όμως είχαμε πέσει όλοι με τα μούτρα και φωνάζαμε σα να γινόταν καυγάς, ο Γιώργος ο γιατρός που έτυχε να βρίσκεται μαζί μας εκείνη την ώρα εξαφανίστηκε χωρίς να το καταλάβουμε, όποτε άκουγε τέτοιες αναφορές για θανατικά κι αρρώστιες έφευγε, δεν άντεχε, τον τρόμαζαν. Ο Θεράπων, τι όνομα κι αυτό, αυτός θα είχε ξεκινήσει σίγουρα , όλη την ώρα μας ζάλιζε με κάτι τέτοια όμως τώρα είχαμε ανάψει και θάβαμε τον Ωνάση που δεν σταματούσε να κυνηγά λεφτά και γυναίκες διάσημες λες και θα ζούσε αιώνια, όλοι συμφώνησαν ότι ο εκατομμυριούχος ήταν αχόρταγος και του άξιζε, τελικά άμα φοβάσαι κάτι πάνω από σένα δεν είναι και τόσο κακό, σε κάνει πιο ταπεινό, πιο προσεχτικό, πιο σεμνό, δεν καβαλάς το καλάμι τόσο εύκολα, όταν έχεις πίστη σε κάτι ανώτερο νιώθεις πιο ανθρώπινα, ανεβαίνεις σε άλλες σφαίρες, γαληνεύεις, ηρεμείς, μεταφέρεσαι σ’ ένα κόσμο διαφορετικό, νιώθεις πιο όμορφα. Ο κροίσος δε νοιάζονταν γι αυτά, κυνηγούσε πλούτη και γυναίκες, είχε ποντάρει στα λεφτά, στη φήμη και στο γιο του που θα συνέχιζε την πανίσχυρη αυτοκρατορία και μετά ξαφνικά πάει, τα έχασε όλα, έπεσε στο κενό κι η πτώση από κει πάνω μπορεί να σε σακατέψει.

Ο Θεράπων μας είπε κι ένα μύθο αρχαίο, ποιος ξέρει που τον είχε διαβάσει, σε κάποιον λέει οι θεοί έδωσαν αιωνιότητα κι αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί, έβλεπε όλους τους φίλους και τους συγγενείς να πεθαίνουν ενώ αυτός έμενε εκεί πέρα να παρακολουθεί χωρίς να γερνά, ‘’Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα…’’ είπε σε μια στιγμή ‘’…όλα πρέπει να έχουν ένα τέλος, όλα πρέπει να τερματίζουν κάποτε αλλιώς μπορεί να καταλήξουν σε εφιάλτη, για να μη σου πω ότι δεν υπάρχει πιο βαρετό και πιο θλιβερό πράγμα απ’ αυτό, φαντάσου να πεθαίνουν οι φίλοι, οι συγγενείς κι όλοι γύρω σου κι εσύ να ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή σα βλάκας να φτιάχνεις τη ζωή σου ξανά και ξανά, ούτε στα χειρότερα όνειρα μου !’’

Ο Θεράπων πίστευε ότι πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για όλα κι ήταν βέβαιος ότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει, έλεγε ότι ο θεός ετοιμάζει τιμωρίες με καταστροφές, φωτιές κι άλλα τέτοια παλαβά. Ήταν κάπου εξήντα χρονών ανύπαντρος, μ’ ένα μούσι καλόγερου, αδύνατος, γερασμένος και πλησίαζε στη σύνταξη, λέγανε ότι κάποτε ήταν πολύ μούτρο, είχε βγάλει τα μάτια του με μια παντρεμένη κι είχε χάσει εκατομμύρια στο καζίνο αλλά εδώ και δεκαετίες τα είχε κόψει αυτά και το είχε γυρίσει, τους παραδόπιστους κι αυτούς που έτρεχαν πίσω απ’ τον ποδόγυρο τους κορόιδευε και τους χλεύαζε, όλο βιβλία θρησκευτικά και φυλλάδες διάβαζε, κρέας δεν έτρωγε σχεδόν ποτέ, κουβαλούσε πάντα μαζί του σταυρουδάκια, λουλουδάκια, φυλαχτά για το μάτι και τη γρουσουζιά, η μόνη του διασκέδαση ήταν το ψάρεμα, τις Κυριακές, όταν είχε καλό καιρό, ανοιγόταν με τη βάρκα του κι έπιανε κανένα ψαράκι γεμάτο αγκάθια που όμως ρε φίλε ήταν πολύ νόστιμο, κανείς δεν ήξερε να τρώει τέτοια ψαράκια μικρούτσικα , όλοι τα πετούσαν αυτός όμως τρελαίνονταν, τα έβρισκε πεντανόστιμα !

Εκτός από τους παραδόπιστους σαν τον Ωνάση αντιπαθούσε- για να μη πούμε ότι στην πραγματικότητα μισούσε- και τις γυναίκες, πίστευε ότι όλα τα κακά είχαν ξεκινήσει από την Εύα που δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό, αυτή είχε παρασύρει και τον κακομοίρη τον χαζό Αδάμ. Οι γυναίκες έφταιγαν για όλα κι αυτά που έβλεπε γύρω του τελευταία τον έκαναν έξαλλο, οι πιο νεαρές είχαν ξεφύγει και κυκλοφορούσαν, ειδικά τα καλοκαίρια, σχεδόν γυμνές. Δεν έχανε ευκαιρία να τις κάνει ρεζίλι μπροστά σε όλους, είχε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος τους, όποτε έβλεπε καμιά που φορούσε κοντό φουστάνι ή ρούχα προκλητικά την φώναζε μέσα στον κόσμο, ΄΄ Πώς είσαι έτσι, μαζέψου λίγο, δεν ντρέπεσαι !’’ βέβαια τα νεαρά κορίτσια του αντιμιλούσαν και τον στόλιζαν τα περισσότερα όμως δίσταζαν και φοβούνται αυτόν τον τρελό που τους έκανε υποδείξεις για το ντύσιμο τους, δεν το είχαν συνηθίσει, τους φαινόταν αφύσικο, παράξενο…

Πριν έρθει στη δουλειά μας ήταν σ’ ένα νησί όπου τον είχαν βάλει πορτιέρη σε κάποιο μοναστήρι μεγάλο με μια θέα φοβερή, η εκκλησία του μοναστηριού είχε χτιστεί σ’ ένα μέρος αρχαίο με μάρμαρα και κολώνες που ορθώνονταν άσπρες και μοναχικές τέμνοντας τον αέρα, εκεί ήταν χτισμένο το μοναστήρι, μέσα στα ερείπια κάποιας παλαίστρας όπου διεξάγονταν αγωνίσματα πάλης και πυγμαχίας πολύ παλιά. Ο Θεράπων στεκόταν στην είσοδο σα φύλακας κι επόπτευε όσους έμπαιναν, έδειχνε στις γυναίκες ότι έπρεπε να φορούν φούστες μακριές, όχι εξώπλατα ή σορτσάκια, και στους άνδρες να μην είναι ημίγυμνοι. Του άρεσε πολύ αυτό που έκανε, έβαζε τάξη, έδειχνε τον τρόπο τον σωστό, ερχόταν εκεί κάθε μέρα περπατώντας μες τα κατσάβραχα άνθρωποι από παντού, μαύροι, κίτρινοι, μογγόλοι, ασπρουλιάρηδες, ψηλοί, σχιστομάτηδες, ότι ήθελες σα να γινόταν μια σύναξη παγκόσμια. Του φαινόταν ότι συνέρρεαν στο νησί πλήθη που τους καλούσε μια δύναμη υπέρτατη, ουράνια, η σκηνή που αντίκριζε κάθε πρωί έμοιαζε μ’ εκείνες που είχε διαβάσει κάποτε στην Αποκάλυψη όταν θα μαζευόταν όλες οι φυλές της γης για να κριθούν απ’ τον θεό σε μια πεδιάδα αχανή, δεξιά τα πρόβατα κι οι αγαθοί για τον παράδεισο, αριστερά τα ερίφια, οι άπληστοι, οι φιλάργυροι, οι ακατονόμαστοι, οι αισχροί κι αυτοί που είχαν οργιάσει χωρίς ντροπή όλοι για τον οξαποδώ, κάπως έτσι φανταζόταν όλους όσους μαζευόταν κάθε μέρα μπροστά στο μοναστήρι και σταματούσαν μπροστά στην πύλη. Με την συναναστροφή είχε μάθει λίγο- λίγο και τις γλώσσες τους , όχι τίποτα σημαντικό αλλά να τους χαιρετά, ‘’Καλημέρα, τι κάνετε, όλα καλά’’ τέτοια πράγματα, είχε βρει και βιβλία με διαλόγους και κάθε μέρα διάβαζε για να βγάλει άκρη στην φάση της Βαβέλ που διαδραματίζονταν, πολύ του άρεσε η επαφή με κείνους τους ανθρώπους που έδειχναν σεβασμό και τον άκουγαν, όπως συμμετείχε στο πρόγραμμα των μοναχών ξυπνώντας απ’ τ’ άγρια χαράματα κι είχε αφήσει μακριά τη γενειάδα του όσοι δεν ήξεραν τον προσφωνούσαν ‘’Πάτερ’’ κι αυτός μέσα του γελούσε ευχαριστημένος…

Αυτή η δουλειά του φαινόταν ιδανική, θα μπορούσε να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του εκεί πέρα καθοδηγώντας αυτό το κοπάδι των ανθρώπων που μαζεύονταν καθημερινά, κατά διαβολική σύμπτωση τον είχε πετύχει στο μοναστήρι εκείνο ο Γιώργος ο γιατρός που παραθέριζε στο νησί, μάλιστα είχε γίνει μάρτυρας και μιας σκηνής που μάλλον ανάγκασε τον Θεράποντα να τα παρατήσει. Κάποιο μεσημέρι λέει καθώς ο γέρος έστελνε τους τουρίστες στον χώρο που είχαν φούστες και μπλούζες πρόχειρες, είδε μια κοπέλα, ήταν σίγουρος ότι ήταν Ελληνίδα, με μια φανελίτσα κι ένα παντελονάκι μικροσκοπικό που βαστούσε ένα κύπελλο καφέ κι ένα τσιγάρο. Του φάνηκε απίστευτα προκλητική, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ερχόταν εκεί πέρα και τι ήθελε, τέτοιο θράσος δεν υπήρχε, ‘’Καλέ πως είσαι έτσι !’’ της επιτέθηκε άγρια ‘’Δε μπορούσες να βάλεις μια ζακετούλα, να σκεπαστείς λιγάκι είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε τη γύμνια και τα αίσχη σου!’’ της είπε πλησιάζοντας απότομα όμως η μικρή του αντεπιτέθηκε σα να τον περίμενε, σα να ήταν προετοιμασμένη ‘’Άμα δε σ’ αρέσει παππού να μη κοιτάς !’’ του φώναξε αγριεμένη κοιτάζοντας τον με τα κοκκινισμένα μάτια της με τέτοια δριμύτητα που ο γέρος έκανε πίσω δυο βήματα ‘’Μη μου το παίζεις σεμνός γιατί εσείς είστε οι χειρότεροι, βγάζετε τα μάτια σας όταν είστε νέοι και ξαφνικά σας πιάνουν οι σεμνότητες στα γεράματα, εσύ που μας το παίζεις σεμνότυφος σίγουρα έκανες όργια, ποιος ξέρει με πόσες παντρεμένες έχεις πάει και παριστάνεις τώρα τον ιεροκήρυκα σα δεν ντρέπεσαι!’’ τελείωσε η κοπέλα τα λόγια της ενώ όλη την ώρα όπως μιλούσε προχωρούσε κατά πάνω του και τον είχε στριμώξει σ’ ένα ντουβάρι.

Ο γέρος έμεινε κόκαλο, κανονικά θα έπρεπε να την είχε χαστουκίσει όμως για κάποιο λόγο παρέλυσε, ο Γιώργος που ήταν παρών τον λυπήθηκε και πήγε να τον μαζέψει, μέσα στη σύγχυση του ο Θεράπων ούτε που τον ρώτησε πως βρέθηκε εκεί, του φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό ότι κάποιος πατριώτης του τον παρηγορούσε, τα λόγια της κοπέλας τον είχαν χτυπήσει κατακούτελα, που στο δαίμονα ήξερε το καταραμένο το μικρό τι είχε κάνει, που το είχε βρει τέτοιο θράσος και του αντιμιλούσε, ποιος της είχε πει για την παντρεμένη, πώς είχε πέσει τόσο μέσα ο σατανάς ; Ήταν εντελώς σοκαρισμένος, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έπαθε, κάθισε εκεί σε μια πέτρα και σκεφτόταν, ο Γιώργος προσπαθούσε να τον παρηγορήσει καθώς το παρδαλό πλήθος των τουριστών εξακολουθούσε να συρρέει και να συνωστίζεται μπροστά στην πύλη, ο Θεράπων βρήκε μια πέτρα αρχαία και κάθισε βαρύς ατενίζοντας τις μοναχικές κολώνες, ξαφνικά ένιωσε γέρος και θυμήθηκε τον Ωνάση που κοιμόταν κάθε βράδυ στον τάφο του παιδιού του, πως του είχε έρθει τώρα εκείνη η εικόνα, που κολλούσε, δεν είχε καμιά όρεξη να πάει ξανά στην πύλη και να πέσει σε κανένα καινούριο δαίμονα πάλι, έμεινε εκεί ν’ αγναντεύει τη θάλασσα και τα ερείπια της αρχαίας παλαίστρας, ο Γιώργος ξεκίνησε να φεύγει αφού τον είδε κάπως ήρεμο όταν από το πουθενά μια γάτα εμφανίστηκε κι άρχισε να βαδίζει αργά ανάμεσα στις κολώνες, ο γέρος εστίασε το βλέμμα του στο μικρό ζώο που προχώρησε ανάμεσα στα χαλάσματα,  ζυγιάστηκε μια στιγμή κι ύστερα σάλταρε σ'  ένα αέτωμα όπου στάθηκε ακίνητη σα την Σφίγγα των αρχαίων.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΣΠΑΣΜΕΝΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Τα δυο κοριτσάκια κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο  στα κρεβατάκια τους, κάτω απ’  τα σεντόνια είχαν  γεμίσει  τον τόπο κούκλες και κουκλάκια, μικρά,  μεγάλα,  χνουδωτά,  σε όλα είχαν δώσει ονόματα, στο ντουλαπάκι πάνω απ’  το γραφείο τους είχαν τις κολόνιες που  τους  έφερναν οι φίλες τους  κι όλη την ώρα μάλωναν και σκοτώνονταν όπως κάνουν  τα  περισσότερα αδέλφια, τους άρεσε η μυρωδιά του σβηστικού  για το στυλό και   τρελαίνονταν να δοκιμάζουν  τα διάφορα αρώματα,  το καλύτερο ήταν αυτό που είχαν κλέψει απ’ τη μαμά τους, το μύριζαν όλη την ώρα και χαμογελούσαν από ευχαρίστηση, μια άλλη κολόνια που τους είχαν πάρει δεν τους άρεσε, έλεγαν ότι είναι γιαγιαδίστικη, αηδία σκέτη, και μια άλλη  σε μπουκαλάκι  με  μαβί χρώμα τους  φαίνονταν  σα κρέμα χεριών,  όχι κολόνια.

 Κάνα δυο χρόνια ήταν η διαφορά τους  όμως ήταν εντελώς  διαφορετικά,  το μικρό ήταν λίγο λαίμαργο, έτρωγε πιο πολύ κι απ’ τον πατέρα του, δυο πιάτα πάντα, είχε περίεργα γούστα,   δεν του άρεσε η πίτσα  εκτός αν είχε ελιές,  ούτε το καρπούζι όμως με τα υπόλοιπα δεν είχε πρόβλημα, αυτά που τ’  άλλα παιδιά δεν ήθελαν ούτε να  δουν όλα του άρεσαν,  κι οι μπάμιες,  και το σπανακόρυζο,  και τα φασολάκια,  όταν έφτιαχνε η μαμά τους φασόλια γίγαντες παρακαλούσε  να τα κάψει λίγο γιατί γίνονταν σαν κάστανα νόστιμα,  μια φορά είχε δοκιμάσει καφέ και του φάνηκε πολύ πικρός…

Κάθε πρωί ξυπνούσε πολύ νωρίς και τους έριχνε μια ματιά  πριν φύγει απ’  το σπίτι, κοιμόταν και τα δυο τόσο ήσυχα που μπορούσε  να τα χαζεύει  για ώρα πολύ, καμιά φορά κοίταζε τα  τετράδια τους όπου έγραφαν πράγματα κουφά,  η μεγάλη είχε ταλέντο στο γράψιμο,  σε μια έκθεση είχε γράψει για ένα όνειρο όπου βρισκόταν κάτω απ’ το νερό και μεταμορφώνονταν σε γοργόνα με πράσινα λέπια και κολυμπούσε ανάμεσα στα φύκια ,  του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση,  η μικρή πάλι γέμιζε τον τοίχο ζωγραφιές με σπίτια που θα  είχε όταν  θα μεγάλωνε,  είχαν όλα παρκινγκ και κήπο για μπάρμπεκιου, πάπιες , μπαξέ,  νεροτσουλήθρες κι ένα διαστημόπλοιο καθώς τα χάζευε του ερχόταν στο μυαλό η εποχή   που πήγαινε κι αυτός  σχολείο καθώς φθινοπώριαζε   κι έπρεπε να σηκωθεί νωρίς,  πολύ του άρεσε το σχολείο,  δεν είχε κάνει  ούτε μια κοπάνα,   δεν είχε χάσει ποτέ ούτε ένα μάθημα.    

Όλη μέρα στο μαγαζί όπως  η ώρα δεν περνούσε με τίποτα αυτά σκεφτόταν καθώς  ανεβοκατέβαινε τις σκάλες απ’  το υπόγειο στο ισόγειο, άνοιγε το ραδιόφωνο κι έψαχνε στο κινητό,  καμιά φορά πλάκωναν όλοι μαζί οι πελάτες κι έτρεχε σα παλαβός, άλλοτε δεν πατούσε ψυχή εκεί μέσα.  Είχε μείνει άνεργος όλο το  καλοκαίρι και  χρειαζόταν επειγόντως χρήματα, τρεις μήνες  άπραγος είχε σκάσει, το αφεντικό του ήταν από κείνους τους τύπους τους παλαβούς που παρακαλάς να μην πέσεις πάνω τους, ήθελε όλη την ώρα να τον έχει στην πίεση, να μη τον αφήνει καθόλου ήσυχο, μερικές φορές  τον έπαιρνε τηλέφωνο μες  τ’ άγρια μεσάνυχτα κι αυτό ήταν κάτι που μισούσε,  ήθελε τάχα  να του δώσει κάτι παραγγελίες που είχε  θυμηθεί εκείνη τη στιγμή,  ναι καλά,  μα πόσο βλάκας, τύχαινε μερικές  φορές μετά από κανένα τέτοιο  βραδινό τηλεφώνημα τα παιδιά  να τον βρίσκουν ξαπλωμένο στο πάτωμα  κι ούτε που είχε  ιδέα πως βρέθηκε εκεί πέρα 

Συχνά αναρωτιόταν πως άντεχε, όλοι όσοι τον ήξεραν του έλεγαν να φύγει από κει πέρα όμως το αφεντικό του  μόλο που του έβγαζε την πίστη τον ήθελε και τον είχε ξαναπάρει στο μαγαζί,  ίσως γιατί είχε υπομονή περισσότερη, ίσως γιατί  ήταν τίμιος, ίσως τρέχα γύρευε για ποιο λόγο  κι αυτός είχε μπει στο λούκι για τα καλά.  Όπως έτρεχε σαν παλαβός πολλές φορές  να προλάβει  ήταν σίγουρο  ότι θα έκανε καμιά βλακεία,  θα έχανε τίποτα λεφτά ,  θα αγόραζε κάτι λάθος κι άντε μετά να εξηγήσεις στον βλαμμένο,  όλη την ώρα μες την αγωνία ήταν, δεν μπορούσε να ησυχάσει, τις νύχτες όπως στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του  δεν τολμούσε ν’ αναρωτηθεί αν άξιζε όλη αυτή η ταλαιπωρία.

 Από την άλλη βέβαια τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, τι  επιλογή είχε, αγαπούσε τα παιδιά και τη γυναίκα του, δεν του έμενε καθόλου χρόνος να κοιτάξει τον εαυτό του αλλά τα μικρά ήταν το παν,  μόλις τα έβλεπε  ξεχνούσε οτιδήποτε   όμως  βαθιά μέσα του είχε αμφιβολίες αν θα τα κατάφερνε.  Κι αν τον έδιωχναν από κει τι θα έκανε, που θα πήγαινε, η αγορά πέθαινε κάθε μέρα, δεν ήταν και τόσο νέος για να μπορεί να  βρει εύκολα κάτι όπως παλιά, τα πράγματα  είχαν ζορίσει,  σ’  αυτόν έπεφτε όλο το βάρος, ήταν ο αρχηγός, κουραζόταν πολύ,  δεν ήταν τόσο η δουλειά όσο η γκρίνια του αφεντικού που ήταν αφόρητη,  ευτυχώς η πεθερά του που λάτρευε τα παιδιά   βοηθούσε πληρώνοντας φροντιστήρια και λογαριασμούς, τους είχε σώσει  άπειρες φορές,  αν δεν ήταν αυτή…

Ευτυχώς τα μικρά είχαν  τη  γιαγιά τους  όπου πήγαιναν κάθε Παρασκευή βράδυ για το σαββατοκύριακο  κι ήταν σα να πήγαιναν  ταξίδι στις Μπαχάμες, την υπεραγαπούσαν τη γιαγιάκα τους, όλο δώρα τους αγόραζε και τους έφτιαχνε παστίτσιο, το αγαπημένο τους φαγητό, η μικρή αν μπορούσε θα έτρωγε όλο το ταψί, η γιαγιά  είχε κι ένα διαφημιστικό από  μια εταιρεία  με έπιπλα, καλά μ’  αυτό το διαφημιστικό  είχαν περάσει άπειρες ώρες,   ήξεραν ακριβώς  πως θα έφτιαχναν  τα  δωμάτια  τους, το παιδικό, την κουζίνα, το σαλόνι, τα χρώματα, τους συνδυασμούς, κάτι τραπέζια δεν τους  άρεσαν, αυτά θα τα ξεφορτώνονταν,  μα τι απαίσια που ήτανε, όταν τελείωναν με το σπίτι  θα έβαζαν εκεί την οικογένεια και τα παιδιά τους  που τα υπολόγιζαν γύρω στα τριάντα,   όλα αγόρια βέβαια !

Τα μικρά   ζούσαν στον κόσμο τους, δεν καταλάβαιναν τίποτα κι ούτε που τα ένοιαζε, σιγά   μην καθόταν ν’  ασχοληθούν μ’ όλες αυτές τις αηδίες που απασχολούσαν το μπαμπά τους,  αυτά τα ένοιαζαν μόνο οι ζωγραφιές που μοίραζαν στις θείες τους,  τα γενέθλια με τις τούρτες και τους χυμούς,  οι φωτογραφίες που έβλεπαν στο ιντερνέτ με μοντέλα και χλιδάτες κοπέλες,  τα σίριαλ με χωρισμούς και κλάματα  που παρακολουθούσαν με τη μαμά  το βράδυ προτού πέσουν για ύπνο  τσατισμένα γιατί θα ήθελαν να ξενυχτήσουν ακόμα λίγο κι ας κοιμόταν στο σχολείο την άλλη μέρα,  α ήταν μεγάλη αδικία αυτό που τους έκαναν, ευτυχώς υπήρχαν τα σαββατοκύριακα που έβγαζαν τα απωθημένα τους και κοιμόταν μετά τα μεσάνυχτα ώσπου έγερναν ψόφια στην πολυθρόνα.

Μια νύχτα που η μαμά  τους είχε ξεχάσει   ανοιχτή την μπαλκονόπορτα και φυσούσε αέρας  τα μικρά  άρχισαν να κρυώνουν   αλλά δεν σηκωνόταν να κλείσουν μόνο σκεπάζονταν και τυλίγονταν με τα παπλωματάκια  τους, ένα ζουζούνισμα ακούγονταν  στο δωμάτιο κι η μεγάλη ξύπνησε να  σκοτώσει το έντομο  γιατί φοβόταν μήπως τις τσιμπήσει  όμως δεν μπορούσε να το πετύχει και τελικά σκόνταψε  πάνω στις τεράστιες τσάντες τους, πήρε την κουβερτούλα της και πήγε στο σαλόνι να κοιμηθεί όμως ένιωσε τύψεις που άφησε τη μικρή μόνη και γύρισε να την ξυπνήσει όμως εκείνη   ήταν μέσα στα νεύρα  γιατί   δεν ήθελε να της χαλάνε τον ύπνο κι ούτε που την ένοιαζε για το έντομο, σιγά τώρα, δε πα να την τσιμπούσε όσο ήθελε, σκασίλα της, το πρωί ο μπαμπάς τους έψαξε και δεν βρήκε τίποτα ‘’Στην φαντασία σου το είδες’’ είπε στη μεγάλη όμως εκείνη ήταν  σίγουρη ‘’Ρε μπαμπά στις κουρτίνες ήτανε και περπατούσε!’’ όσο για τη μικρή δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί της χάλασαν την ησυχία,  δεν υπήρχε περίπτωση να τους συγχωρέσει ποτέ !

 Όποτε τον έστελνε ταξίδι το αφεντικό να κανονίσει κάτι παραγγελίες,  μετρούσε τις ώρες για να γυρίσει, με το που έμπαινε ξανά στο σπίτι κι αντίκριζε τα κοριτσάκια  του ερχόταν να βάλει τα κλάματα αλλά προσπαθούσε να κρυφτεί για να μη τον δουν, αν  πήγαινε να τα φιλήσει  εκείνα δυσανασχετούσαν ΄΄ Έλα ρε μπαμπά,  άσε μας τώρα, φύγε! ΄΄  Ένα βράδυ γυρνώντας από ένα τέτοιο  ταξίδι μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών που ανάσαιναν  ελαφρά , άνοιξε ένα  τετράδιο που βρήκε στο  γραφείο και διάβασε μια ιστορία πολύ περίεργη,  έλεγε για ένα γκρίζο λύκο που έβγαινε  απ’  τον κρυψώνα της νύχτας σε μια πεδιάδα ωραία,  σ’  ένα τοπίο  χιονισμένο, σίγουρα ήταν της μεγάλης, αυτή είχε το ταλέντο, η δασκάλα τους έδινε συγχαρητήρια και τους έλεγε ότι το κοριτσάκι τους  έπρεπε  να γίνει συγγραφέας,  έγραφε συχνά ιστορίες φανταστικές με πολλές λεπτομέρειες που δεν περίμενες από ένα τόσο μικρό  κοριτσάκι ότι θα μπορούσε να σκεφτεί, είχε γεμίσει ένα ολόκληρο τετράδιο.

Είχε καιρό να δει το τετράδιο και διαπίστωσε ότι το παιδί είχε βελτιωθεί πολύ,   περιέγραφε  το  λύκο που έτρεχε χιλιόμετρα κυνηγώντας το  ζαρκάδι κι όποτε το  πλησίαζε εκείνο του ξέφευγε με  ελιγμούς κι ήταν μια μάχη για το ποιος θα τα παρατήσει πρώτος, σίγουρα το   μικρό είχε δει κάποιο ντοκιμαντέρ όπως συνήθως συμβαίνει όμως  τα παιδιά  πλάθουν στο μυαλουδάκι τους αυτό που βλέπουν φτιάχνοντας κάτι καινούριο και τελικά λέει το ζαρκάδι ξέφυγε περνώντας μέσα από ένα βάλτο γεμάτο λάσπες για να χαθεί μέσα σ΄ένα δάσος   ενώ  ο λύκος  απόμεινε μόνος του εκεί στην ερημιά να κοιτάζει τον ορίζοντα. Απογοητευμένος όπως ήταν γιατί δεν είχε φάει  μέρες συνέχισε να περιπλανιέται ώσπου βρέθηκε σ’ ένα μέρος με δέντρα που έγερναν  από  κοκκινωπούς καρπούς και θάμνους γεμάτους μούρα  που κανένας δεν μάζευε,  νερά κυλούσαν πάνω από πέτρες ίσιες σαν πλάκες,  χορτάρι πράσινο φύτρωνε τριγύρω. Ο λύκος νιώθοντας κουρασμένος βρήκε μια σπηλιά γιατί άρχιζε να βρέχει,  κι αποκοιμήθηκε κοιτάζοντας τις αστραπές που  έμοιαζαν με αχτίδες σπασμένες. Όταν  ξύπνησε  το μέρος   είχε μεταμορφωθεί κι είχε γεμίσει αγριολούλουδα κόκκινα  σαν παπαρούνες που σκέπαζαν όλη την κοιλάδα, διαβάζοντας   έβλεπε καθαρά το λιβάδι με τις κόκκινες παπαρούνες και το χιόνι ψηλά στα βουνά,  χωρίς να το καταλάβει   δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ'  τα μάτια του,  κι αυτός έγραφε ωραία κι οι καθηγητές του έλεγαν ότι  θα μπορούσε να γίνει δημοσιογράφος ή να βγάλει κάποιο βιβλίο, η ζωή του θα μπορούσε να πάρει  άλλο δρόμο  όμως είχε μπλέξει και να τώρα το παιδί του έβγαζε το ίδιο χάρισμα, το κεφάλι του βάραινε κι  έγειρε στο παιδικό γραφείο,   ακούμπησε μαλακά τ πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού και σφάλισε τα μάτια, το πρωί τα παιδιά τον βρήκαν στο πάτωμα  να ροχαλίζει ξερός, τα μάτια του ήταν κόκκινα ‘’Ρε μπαμπά πάλι  έκλαιγες !’’ του είπανε. 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...