Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016


ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

''Θες να ρθεις μαζί μας αγόρι μου να καθαρίσει το μυαλό σου, μη πας πάλι σ' αυτούς !' είπε και στην αρχή σκέφτηκα όχι, δεν ήταν σωστό, ένα σωρό δουλειές είχα να κάνω με τον Κ, μετά όμως άλλαξα γνώμη και είπα μέσα μου ''Γιατί όχι!'' δεν ήταν και τόσο κακή ιδέα, τον είχα βαρεθεί τον Κ κι όλο το σινάφι του, κι όσο το σκεφτόμουν τόσο περισσότερο ήθελα να φύγω όπως ήμουν αφήνοντας πίσω όλα αυτά που με βάραιναν.

Όλο καλές ιδέες είχε τελευταία, κι όταν της είπα ότι είχα σκοτωθεί με τον Κ πήρε το μέρος μου ρε φίλε, δε γίνονται αυτά, δε το πίστευα ότι με υποστήριζε, με είχε θάψει άπειρες φορές το ίδιο περίμενα ξανά όμως όχι, ήταν μαζί μου! Ίσως δε πήγαινε τον Κ από παλιά, άλλωστε τον ήξερε πριν από μένα, πολύ πριν, όμως τι σημασία είχε, το θέμα ήταν ότι είχα κάποιον να με υποστηρίξει κι αυτό είναι πάντα μεγάλη ανακούφιση, μου έρχονταν να βάλω τα κλάματα, περίμενα να μου πει ''Μα τι ηλίθιος που είσαι, τι χαμένος, μα τι βλακεία πήγες κι έκανες πάλι, δε σου πα να μη μαλώνεις μαζί του, εγώ τον ξέρω τόσα χρόνια!'' όμως αυτή τη φορά τα πήρε με τον άλλον, ήταν πυρ και μανία μαζί του!

Καλά όταν την είδα να φέρεται έτσι ήθελα να κλάψω, την αγαπούσα, κάτι είχε κάνει κι είχε ομορφύνει τον τελευταίο καιρό, όσο φοβόμουν μήπως τη χάσω τόσο πιο πολύ την ήθελα, ένα δαχτυλίδι ασημένιο είχε περάσει στο δάχτυλο της, ‘’ Πως γίνεται να είναι τόσο γυαλιστερό;’’ τη ρώτησα ‘’Το τρίβεις με σόδα, άμα χρειαστεί κάνεις ένα διάλυμα και το ρίχνεις σ’ ένα μπρίκι να βράσει λίγο, να ξελαμπικάρει, γίνεται τέλειο, πεντακάθαρο γίνεται το ασήμι, ακόμα κι ο χρυσός όταν έχει προσμείξεις από άλλα μέταλλα μέσα του!’’

Μ' έσωζε, τελευταία όλο σωστά πράγματα έκανε, είχε κάτι εκλάμψεις ρε φίλε που δε το πίστευες, έβλεπε κάτι πράγματα που εγώ χαμπάρι δεν τά παιρνα, κάτι τύπους που δε τους πρόσεχα τους σκανάριζε με τη μία, όταν δεν την έπιαναν τα διαόλια της σου έρχονταν ταμπλάς στο κεφάλι, τόσο λογικά μιλούσε, άμα όμως έπαιρνε ανάποδες άστα να πάνε, έβγαζε ένα πείσμα, μια κακία, μπορούσε να σε σκάσει, έπρεπε να κάνεις υπομονή σα διάβολος περιμένοντας να ξεθυμάνει η λύσσα από μέσα της...

Ξεκινήσαμε νωρίς, όσο απομακρυνόμουν απ τη πόλη τόσο καλύτερα αισθανόμουν, στη διαδρομή αμυγδαλιές μικρούτσικες και πιο μεγάλες άνθιζαν ανάμεσα σε ξερολιθιές, αερογέφυρες και πικροδάφνες φυτεμένες στην άκρη του δρόμου, το τοπίο ψηλά σε κάτι βουνά εντυπωσιακό, διαφορετικό εντελώς απ ότι έχεις συνηθίσει, στις κορφές ένα λεπτό στρώμα φρέσκου χιονιού, χωριουδάκια κρεμασμένα στους γκρεμούς, οι αρκούδες κατοικούν λέει πιο χαμηλά σε κείνα τα μέρη, όχι στα ψηλά με τα πεύκα και τα έλατα. Ένα χωριό χτισμένο σε μια πλαγιά έδειχνε έτοιμο να καταρρεύσει στην πρώτη κατολίσθηση, σήραγγες ατελείωτες, έμπαινες μέσα και μέχρι να βγεις στην άλλη μεριά ξεχνούσες ότι υπήρχε το φως του ήλιου, ομίχλη στις χαράδρες παντού, ποτάμια κυλούσαν ανάμεσα σε σχιστόλιθους διαλυμένους,αποσαθρωμένους, πλάκες κείτονταν παντού, μεταλλεία εγκαταλειμμένα, πέτρα πολλή, βουνά και πέτρες άφθονες σ αυτή τη χώρα.

Ο Κ μου τηλεφώνησε, μέσα σε μια σήραγγα χαοτική ήμασταν αλλά το κινητό είχε σήμα μες τη γαλαρία, δεν του είχα πει ότι θα έφευγα, μ έψαχνε, κάπου θα ήθελε να με χώσει ξανά, του είπα που πάμε, δεν έφερε αντίρρηση, μίλησε ξερά ως συνήθως, ''Καλά, καλά ....''δε περίμενα και τίποτα καλύτερο, εγώ όμως είχα αρχίσει να φτιάχνω, ν ανεβαίνω, να καθαρίζω, είχα κερδίσει το χρόνο που ήθελα…

Σ ένα νοσοκομείο μιας πόλης επαρχιακής πηγαίναμε, μια άρρωστη ήταν να δούμε, στενή φίλη και κουμπάρα της , μπαίνοντας στη πόλη βράδιαζε, απ ένα δρόμο ψηλό μπορούσαμε να δούμε ένα κομμάτι της επιφάνειας ενός γηπέδου πράσινου, ένας αγώνας διεξάγονταν, κόσμος έβλεπε ποδόσφαιρο, όλοι φορούσαν αδιάβροχα, κάτι προβολείς θεόρατοι έριχναν δεσμίδες φωτός στο χορτάρι. Στο επαρχιακό νοσοκομείο η ατμόσφαιρα αποστειρωμένη, τα νοσοκομεία και τα δικαστήρια με αγχώνουν δε ξέρω γιατί, όλοι για ιούς κουβέντιαζαν, παντού επικρατεί πανικός, όλοι φοβούνται αρρώστιες και μολύσματα που απλώνονται αδιόρατα, υποχθόνια απ' τους ξένους που μπαίνουν στη χώρα κάθε μέρα σε αριθμούς απίστευτους. Μια γριά ετοιμοθάνατη υπήρχε στο διπλανό κρεβάτι, η γυναίκα που πήγαμε να δούμε ένα μικρό καρδιακό είχε πάθει, της είχαν ανοίξει τη φλέβα στο καρπό, έπρεπε να μείνει για λίγο μήπως της έρθει πάλι τίποτα ξαφνικό, μια πυτζάμα ωραία σα πουκάμισο καρό φορούσε, έκανε χειρονομίες καθώς μιλούσε, ωραία δάχτυλα, τα λόγια της έβγαιναν αργά κι απλώνονταν σε κάθε φράση...

Χρειαζόμουν ένα τέτοιο διάλειμμα,πολύ παιδεύτηκα αυτό το διάστημα, δε ξέρω γιατί κάποιες περίοδοι του έτους δε τις έχω καθόλου δουλεμένες, θέλουν στρώσιμο, τις έχω αφήσει έτσι. Καθώς τελειώνει ο χειμώνας και μπαίνει η άνοιξη δε μπορώ να προσαρμοστώ, οι δαμασκηνιές που ανθίζουν μοιάζουν σα χιονισμένες , οι πιτσιρικάδες φορούν κοντομάνικα, τατουάζ αράχνης έχουν ζωγραφίσει στον αγκώνα τους, στις λαϊκές πουλούν ανανάδες κίτρινους κομμένους σε φέτες για να φαίνεται η σάρκα τους, το βράδυ όπως μαζεύουν τους πάγκους νερά ρίχνουν άφθονα να καθαρίσουν τους δρόμους…

Δεν τό θελα να σκοτωθώ με τον Κ αλλά είχα στριμωχτεί, είχα ζοριστεί, το μυαλό μου είχε γίνει μούλτι μίξερ όπου όλα ανακατώνονταν φύρδην μίγδην, ένιωθα ότι θα κατέρρεα, μια ανάσα δε μπορούσα να πάρω, τα γεγονότα ερχόταν το ένα μετά το άλλο σα κύματα χωρίς σταματημό που σε χτυπούν στο πρόσωπο και σου κόβουν την αναπνοή...

Με παίδεψε αυτό το διάστημα, και τελικά δεν άντεξα, το άνοιξα το καταραμένο το στόμα μου και σκοτωθήκαμε με τον άλλον, δεν ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή αλλά που να τις βρεις τις κατάλληλες στιγμές πάντα. Κανονικά πρέπει να σκέφτεσαι με το μυαλό, η παρόρμηση όλο σε λάθος μονοπάτια σ' οδηγεί, αλλά άντε να το πετύχεις! Ο Κ τα πήρε, άρχισε να μου λέει ότι δεν πρέπει να βγάζω ιδιωτικές συζητήσεις και πράγματα προσωπικά στη φόρα, ναι φίλε μου, εσύ θα με θάβεις κι εγώ θα σέβομαι τις ιδιωτικές συζητήσεις, ότι πεις, άσε μας τώρα! Και του χα κάνει ένα σωρό χάρες ρε φίλε, πόσες φορές δε τον είχα εξυπηρετήσει που να τον πάρει διάβολος, είχα σκοτωθεί για πάρτη του, ένα κάρο δουλειές μ έστελνε να κάνω ,κι είχα ανεχτεί ένα σωρό τύπους που τον περιτριγύριζαν, σιγά μη το εκτιμούσε, σιγά μη χαμπάριαζε! Τώρα βέβαια εδώ που τα λέμε φτηνά την είχα γλυτώσει, έφαγα τη παπάρα μου κι έβαλα μυαλό, πάντα έτσι γίνεται, για να μάθεις πρέπει να φας μερικά σουτάκια κι αν προλάβεις και τη σκαπουλάρεις όσο πιο γρήγορα γίνεται πάλι ευχαριστημένος να είσαι φίλε μου, έτσι είναι αυτά! Κι έπειτα ας πρόσεχες, που κοίταζες, που είχες το μυαλό σου, τι δουλειά είχες μαζί του, άμα είσαι στραβός δε σου φταίει κανένας ! Κι ήταν κι εκείνο το τσογλάνι που παρακολουθούσε χαιρέκακα, παραμόνευε και δεν έχανε ευκαιρία να με θάψει, πανηγύριζε μέσα του, το ήξερα, ήμουνα σίγουρος, δεν το έβλεπα αλλά το ήξερα κι αυτό μου την έδινε πιο πολύ απ όλα, αυτό με τρέλαινε ακόμα περισσότερο!

Ο Βασίλης που ήταν κι αυτός εκεί πέρα εκεί πέρα μου είπε πάμε να φύγουμε απ αυτήν την αηδία, έφυγα όπως ήμουνα, δεν το είχα χοντρύνει εντελώς, με είχε κόψει για τόσο. Σε μια εκδήλωση κινήσαμε να πάμε, περπατούσαμε γρήγορα, μα πόσα νεύρα είχα, ο Βασίλης δε με προλάβαινε, κάτω από αψίδες περνούσαμε, βιτρίνες φωτισμένες αριστερά και δεξιά, φορέματα με δαντέλες σα φίδια τοποθετημένα στις προθήκες των μαγαζιών, λεωφορεία ερχόντουσαν και πήγαιναν , ένας ζητιάνος μετρούσε τα κέρματα του σ ένα τενεκεδάκι, κλανκ κλανκ ακούγονταν όπως τά ριχνε μέσα στο τσίγκινο κουτί. Στις διαβάσεις τα αμάξια περίμεναν μαρσάροντας αγχωτικά, σ ένα κτήριο φτάσαμε, ένα ασανσέρ, λιγοστοί άνθρωποι περίμεναν σε μια αίθουσα, μια καθηγήτρια ηλικιωμένη με κότσο θα μιλούσε, στην είσοδο πουλούσε τα βιβλία της, ένας ευρωβουλευτής ψηλός συζητούσε με κάτι τύπους που είχαν μαζευτεί γύρω του, πίσω από μια κολόνα καθίσαμε να μη μας βλέπουν, βαριόμασταν, '' Πάμε να φύγουμε!'' είπε ο Βασίλης ''Ξεκίνα εσύ κι έρχομαι πίσω σου, μη φύγουμε μαζί και μας βλέπουν!'' τη κοπανήσαμε στα γρήγορα...

Πηγαίνοντας στο σπίτι εκείνο το βράδυ σκεφτόμουν ότι με περίμενε ακόμα μια δύσκολη μέρα, κι εκεί που είχα θολώσει και δεν ήξερα τι να κάνω, ούτε ν' αναλύσω, ούτε ν' αποφασίσω, ούτε τίποτα , εκεί λοιπόν βγήκε το ταξιδάκι και λέω μέσα μου’’ Φύγε μάγκα μου να βρεις γιατρειά !’’

Να μαι λοιπόν σ εκείνη την επαρχιακή πόλη να περιδιαβαίνω στους διαδρόμους του νοσοκομείου, κάτι μπουκαλάκια πλαστικά μ έστειλαν να πετάξω στην ανακύκλωση, δέκα φορές μου είπαν που έπρεπε να τα ρίξω, ‘’ Το κατάλαβες ή κοιμάσαι όρθιος ξανά !’’ τελικά τα βρήκα τα δοχεία, δεν ήταν δύσκολο, ύστερα βγήκα έξω απ το κτίριο, ένα αεράκι μαλακό φυσούσε. Βγήκα μια βόλτα, στο μέσον μιας κοιλάδας γεμάτης ομίχλη και υγρασία ήταν χτισμένη εκείνη η πόλη, ένα τείχος επικλινές από άσπρο γρανίτη, σπιτάκια μισογκρεμισμένα στο εσωτερικό του, χρειαζόμουν ένα τέτοιο διάλειμμα θα μου πεις σε νοσοκομείο πήγες, ναι όμως αλλάζεις εικόνες, ξεχνιέσαι, χάνεσαι για λίγο, συνέρχεσαι...

Όπως γυρνούσα στο παλιό κτήριο ένα αγόρι αναμαλλιασμένο κατέβαινε τα μαρμάρινα σκαλιά, ξανθό αδύνατο, τα ρούχα του λίγο βρόμικα, κάτι χαρτιά χρωματιστά κρατούσε στα χέρια του, ''Έχετε ένα ευρώ να μου δώσετε κύριε; ''-- ''Τι κρατάς εκεί φίλε; ''- ''A τίποτα κάτι ζωγραφιές!''-''Να δω λίγο!'' τα άνοιξε, μερικές ζωγραφιές ήταν σ ένα χαρτί κίτρινο, κάτι σχέδια σα κόμικ, ''Τι είναι αυτά;'' --- ''Αυτές είναι οι δυο θεές που ξέφυγαν απ το νησί του θανάτου αφού έφτιαξαν πρώτα τα άστρα σκορπώντας σκόνη μαρμαρυγία στον ουρανό, κι εκεί που τους έπεσε μια ποσότητα και κύλησε στο διάστημα έγινε ο γαλαξίας και μετά οι δυο αδερφές δραπέτευσαν απ'  το νησί του θανάτου όπου τις κυνηγούσε ένας τρομερός δαίμονας που έβγαζε φωτιά απ το στόμα κι η ανάσα του μύριζε θειάφι, ο δαίμονας εκείνος που κατέβαινε σαν ανεμοστρόβιλος  απ τα βουνά σκορπώντας τον όλεθρο κι όλοι τον έτρεμαν, ξέφυγαν απ το νησί του κινδύνου οι δυο αδερφές ακολουθώντας το μονοπάτι του άστρου της αυγής....






Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Η ΝΟΤΙΑ ΤΑΛΑΝΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ

Μια γκόμενα είχα κοιτάξει όπως περνούσαμε απ' την Πλατεία Ελευθερίας, η Β που ήταν δίπλα μου το πρόσεξε κι ήταν μες τα νεύρα, δε μου μιλούσε, τα είχε πάρει, δεν ήξερα πως να τη καθησυχάσω, πως να της πεις ότι δε μπορείς όλη την ώρα να ελέγχεις το βλέμμα σου, κανονικά ούτε που θα το πρόσεχα το ξέπλυμα αλλά δεν ήμουν καλά, μα που στο δαίμονα είχε βρεθεί, δε μπόρεσα να συγκρατηθώ, μου ξέφυγε, έτσι όπως ήμουν κιόλας …

Είχαμε βγει για ψώνια, καλά οι γυναίκες είναι αχόρταγες, μπορούν να περάσουν ώρες ατέλειωτες στα μαγαζιά και στους καφέδες, δε χορταίνουν ποτέ, τι πράγμα κι αυτό! Μπορούν να χαθούν ανάμεσα στις βιτρίνες, τα φώτα, τις ταμειακές, τις κοπέλες με τα φανταχτερά ρούχα, τα υπόγεια και τα ασανσέρ ώρες ατελείωτες! Κάτι παπούτσια ήθελαν αγοράσει, εγώ τη είχα δείξει κάτι ωραία με μια ρίγα πορτοκαλί στο πλάι αλλά ποτέ δε μ άκουγε, πάντα του κεφαλιού της έκανε! Για μένα ήθελε ν αγοράσει μια τσάντα DIESEL οπωσδήποτε, είχε λίγο δίκιο βέβαια, η δικιά μου είχε γίνει κομμάτια, την είχα ξεσκίσει, ρεζίλι θα γινόμουν καμιά ώρα, όμως άντεχε ακόμα λίγο ρε φίλε! Περπατούσαμε κάπου στην αγορά, τα φρένα των αυτοκινήτων βογκούσαν προτού σταθούν στα φανάρια, σεκιουριτάδες στέκονταν μπροστά σε κιόσκια, αστυνομικοί με μηχανάκια τρώγανε στα φαστφουντάδικα, κράνη άσπρα βαστούσαν στο χέρι, στολές μαύρες φορούσανε, στην είσοδο των BUTLER’S ένας σκύλος κοιμόταν με το κεφάλι χωμένο στα πόδια. Στη παραλία ο κόσμος σα τα μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν, στη Πλατεία Ελευθερίας ο ήλιος έδυε ανάμεσα στα κλαδιά των πλάτανων, σημαιάκια ανέμιζαν ψηλά στα κτίρια με τους γυάλινους τοίχους που αντανακλούσαν είδωλα τεθλασμένα, στις βιτρίνες των ανθοπωλείων συνθέσεις εξωτικές θύμιζαν ζούγκλα, αζαλέες άσπρες κι ορχιδέες κόκκινες, στήλες και κολώνες, βάζα και γλάστρες μες σ ένα όργιο χρωμάτων, στο οδόστρωμα πλακάκια μικρούτσικα έφτιαχναν ένα ψηφιδωτό από τετραγωνάκια άσπρα και γαλάζια, ''Σ αρέσουν; '' ρώτησα τη Β ''Όχι ιδιαίτερα !

Και μετά περάσαμε δίπλα από κείνη τη καταραμένη γκόμενα και πάνε όλα στράφι, δεν υπήρχε περίπτωση να το σώσω, της μιλούσα, δεν απαντούσε, άμα στράβωνε άντε να τη συνεφέρεις, άντε να στρώσει, θα της έπαιρνε κάνα δυο τρεις μέρες, ποιος την άκουγε, τώρα ότι και να έκανα θα έψαχνε αφορμή για να μου επιτεθεί, που να βρεις άκρη με τις γυναίκες, ότι και να κάνεις με το πρώτο λάθος σε περιμένουν στη γωνία.

Το βράδυ στο σπίτι δε μιλούσαμε, ακούγαμε μόνο τα έπιπλα που έτριζαν καθώς συστέλλονταν και διαστέλλονταν με τις αυξομειώσεις της θερμοκρασίας στο δωμάτιο, κανονικά θα καθόταν και θα μου ζητούσε να της χαϊδέψω τη πλάτη, ότι και να είχε αυτό πάντα έπιανε ,μ είχε σώσει, πολύ της άρεσε, μπορούσε να κάθεται και να τη χαϊδεύω και να την τρίβω για ώρες μέχρι να κουραστώ και να τα παρατήσω, ήταν πολύ καλή τέτοιες στιγμές, εγώ θα σκεφτόμουν όπως τη χάιδευα πόσο γρήγορα πέρασε το σαββατοκύριακο χωρίς να το καταλάβω. Όμως τώρα είχε στραβώσει για τα καλά, δεν είχα ελπίδες, θα χρειαζόταν λίγος καιρός, μερικές μέρες κατά τις οποίες θα έβραζα στο ζουμί μου, ου τε φαΐ, ούτε περιποίηση, ούτε τίποτα, άστα να πάνε.

Έδειχνε το πράγμα ότι πήγαινε στραβά, τα πρωινά ξυπνούσα ζαβλακωμένος, δε μπορούσα να σηκωθώ απ το κρεβάτι, το κεφάλι βαρύ, το ξυπνητήρι χτυπούσε ώρα. Δεν ήμουν καλά, τίποτα δε μ ανέβαζε, δε θ’ άντεχα πολύ, μια ανασφάλεια, μια αβεβαιότητα, το τριώδιο αργεί ν ανοίξει, τα καρναβάλια δε λένε νάρθουν, η πόλη μπλοκαρισμένη από παντού, ακούγεται ότι θα πέσει η κυβέρνηση, μετανάστες μπαίνουν από παντού στη χώρα, τι γίνεται στα σύνορα άραγε; Δεν ήμουν καλά, όπως πήγαινα για δουλειά το χάραμα κοπάδια σκύλων τριγυρνούσαν στα στενά, τραυματιοφορείς έβαζαν σ’ ασθενοφόρα γριές τελειωμένες, ένα πρεζόνι κυνηγούσε κάποιο λεωφορείο, μέσα στο αστικό δάχτυλα ψηλαφούσαν τα μηχανήματα με τα εισιτήρια. Έξω από μια εκκλησία οι καμπάνες χτυπούσαν όλες δημιουργώντας πανδαιμόνιο , τα φώτα έσβηναν στις εφτά και δέκα, ένα αεράκι σπαστικό φυσούσε παγωμένα, μα τι απαίσιο που ήτανε, δεν έλεγε να σταματήσει το καταραμένο, μου είχε σπάσει τα νεύρα, δε μπορούσα να προσαρμοστώ στην άνοιξη που έρχεται, μια μελαγχολία με πιάνει πάντα τέτοια εποχή, όλη την ώρα μούρχονται στο νου χωράφια πράσινα, απλωμένα, απέραντα, χαρταετοί χρωματιστοί πετούν από πάνω τους , η μάνα μου κάθε βραδύ έρχεται στον ύπνο μου, πρέπει να πάω να τη δω, πέρασε καιρός...

Το πρωί ξύπνησα νωρίς, η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι, ‘’Φεύγω!’’ της είπα ‘’Στο καλό!’’ το μεσημεράκι τηλεφώνησε ''Θα πάω με την αδερφή μου να δω τον ανιψιό μου που σπουδάζει, θα γυρίσω αύριο το πρωί, ή το βράδυ, ή μεθαύριο, δε ξέρω !'' Θα μπορούσε να με είχε προειδοποιήσει ότι θα έφευγε, τ' αγαπούσε πολύ τα ανίψια της, πέθαινε γι αυτά, απ την άλλη όμως ήθελε να μου τη σπάσει που είχα κοιτάξει εκείνη τη γκόμενα τη βλαμμένη, δε μπορούσα να κάνω τίποτα, είχα λίγα νεύρα, βασικά είχα πολλά νεύρα όμως είπα '' Όπως θες, καλά να περάσεις!''

Είχαμε καιρό να κοιμηθούμε χωριστά, στο σπίτι δεν ήξερα τι να κάνω, ήθελα να της τηλεφωνήσω αλλά θα τ άκουγα όποτε είπα ‘’ Άστο καλύτερα, περίμενε !’’ Σ ένα κουτί βρήκα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες της κι άρχισα να τα κοιτάζω για να περάσει η ώρα, είχε πολλές, ταξινομημένες όμορφα σε φακέλους κίτρινους και γαλάζιους, από παλιά μέχρι πρόσφατα, μπορούσες να παρατηρήσεις εκεί μέσα τη πορεία όλης τη ζωής της. Μερικές ήτανε πολύ ωραίες ρε φίλε, κι αυτές απ το γάμο της ήταν τέλειες, μα τι κουκλάρα που ήτανε ρε μάγκα μου, τι νυφούλα, ''Δεν είχα καθόλου άγχος στο γάμο!'' μου είχε πει κάποτε, '' Αφού θέλανε να παντρευτώ θα τους έκανα τη χάρη, μόνο στο πατέρα μου είχα πει στο μπαλκόνι όπως καθόμασταν μια φορά- μη τολμήσεις κακομοίρη μου να του δώσεις προίκα, θα σφαχτούμε! '' Ήταν όμορφη κι όταν ήταν πιο μικρή, είχε ένα βλέμμα περίεργο, απλανές, ποιος ξέρει τι σκέφτονταν και τι ήθελε να κάνει στη ζωή της τότε. Και μετά όμως δε πήγαινε πίσω, ήταν ωραία και σε κάτι άλλες φωτογραφίες από ταξίδια στο εξωτερικό, το τσιγάρο στο χέρι, τα δάχτυλα, τα παπούτσια, το χαμόγελο, η φινέτσα να πάρει ήταν άψογη, πως το κανε! Κι ήταν και κάτι άλλες φωτογραφίες από κάτι ταξίδια στη Νότια Αμερική που δε μου τις είχε δείξει ποτέ, σε μια έρημο είχε πάει, άκου τρέλα, άκου που είχε πάει το άτομο, είχε φωτογραφηθεί στη μέση μιας απέραντης έκτασης από άμμο ξερή όπου δε φύτρωνε τίποτα θυμίζοντας την επιφάνεια του πλανήτη Άρη. Κάπου είχα διαβάσει για κείνη την έρημο ότι κάποια χρονιά μια ανωμαλία της φύσης είχε προκαλέσει βροχές στη μέση του πουθενά, κι έβρεξε μετά από δέκα δεκαπέντε τόσα χρόνια, με μιας άνθισε όλη η έρημος σα λιβάδι πανέμορφο γεμάτο λουλούδια χρωματιστά που τα λένε μολόχες της ερήμου, μαβιά και κόκκινα και κίτρινα υπέροχα! Κι όλα αυτά λέει ήταν το αποτέλεσμα φαινομένων περίεργων που παρατηρούνται εκεί κάτω,  κάτι παθαίνουν τα βαρομετρικά, πιάνουν να φυσούν υποτροπικοί αεροχείμαροι και τα νερά ταλαντώνονταν πηγαίνοντας πάνω κάτω, ρεύματα υπόγεια ανεβαίνουν στην επιφάνεια από χιλιόμετρα βαθιά  κι όλα γίνονται άνω κάτω  σε κείνο το  αχανές πεδίο του Νότιου Ειρηνικού...

Πρέπει να κοιμήθηκα ώρα πολύ ούτε που το κατάλαβα, στον ύπνο μου έβλεπα μια έρημο γεμάτη τετραγωνάκια από το αλάτι που υπήρχε και είχε στεγνώσει , στο βάθος υπήρχαν λάκκοι νερού γυαλιστερού που αντανακλούσαν το φως του ήλιου. Κατά τα μεσάνυχτα την άκουσα να ξεκλειδώνει τη πόρτα, έδειχνε χάλια αλλά διάβολε όποτε ήταν ψόφια απ τη κούραση γίνονταν πιο όμορφη, δε ξέρω πως το κανε !’’ Έδειχνε ταλαιπωρημένη, το στομάχι της πονούσε απ’ την υπερένταση, της έκανα ένα τσάι, της χάιδεψα τη πλάτη , χαλάρωσε, ύστερα μου εξήγησε τι είχε γίνει…

Ένα τηλεφώνημα με απόκρυψη είχε δεχτεί η αδερφή της, μια φωνή ξεψυχισμένη της είχε πει ’Μάνα δεν είμαι καλά, μ' έχουν στην ασφάλεια, τράκαρα!'' η γυναίκα προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί ''Μα πως τράκαρε;'' σκεφτόταν ''Αφού δεν έχει δίπλωμα, θα πήρε κάνα μηχανάκι σίγουρα!'', πήρε στο κινητό, καμιά απάντηση, πήρε την ασφάλεια, της είπαν ότι δεν είχαν καταγράψει τέτοιο περιστατικό . Τηλέφωνα φίλων του δεν είχαν, ξεκίνησαν άρον άρον για την επαρχιακή πόλη να δουν τι συμβαίνει, έπρεπε να περάσουν από ένα σωρό μπλόκα με τρακτέρ, να χρησιμοποιήσουν παρακάμψεις περνώντας από χωριουδάκια σκοτεινά, μια φορά είχαν χαθεί και ρώτησαν κάποιον γέρο που τρέκλιζε μες τη νύχτα, ένα αυτοκίνητο με πινακίδες της πόλης που πήγαιναν είχαν ακολουθήσει, τελικά βγήκαν στην Εθνική Οδό. Στο δρόμο δε μιλούσαν σχεδόν καθόλου, κάθε μια σκεφτόταν τα δικά της, η μάνα σκέφτονταν ''Πάει η εξεταστική, πάνε τα μαθήματα, πάει η σχολή, πάει το μέλλον του!'' η δικιά μου σκεφτόταν άλλα, πιο χειρότερα όπως πάντα σενάρια, ''Θα τό πιασαν οι αλήτες σίγουρα, θα το πήραν, θα το έδειραν, θα τό βαλαν σε κάνα υπόγειο στα έγκατα της γης να το βασανίσουν!'', σ εκείνη την επαρχιακή πόλη όλο τέτοια γίνονταν με τους φοιτητές, τα είχε δει στις εφημερίδες άλλωστε ! Όταν πλησίαζαν τότε μόνο δέησε να τους πάρει πίσω ο πιτσιρικάς, σαν άνοιξε το κινητό υπήρχαν μέσα καμιά πενηνταριά κλήσεις, το μηχανηματάκι χτυπούσε συνέχεια, δεν έλεγε να σταματήσει, φοβήθηκε’’ Έλα ρε μάνα, τι έγινε, τι έπαθες, μη τρελαίνεσαι!''

Χαμογελούσε επιτέλους, χαλάρωσα, ύστερα από τόσες μέρες ένιωθα το μυαλό μου καθαρό σα να είχε φυσήξει ένα αεράκι δροσερό και να τα είχε πάρει όλα, άναψε τσιγάρο, κοίταξε τριγύρω αν ήταν όλα στη θέση τους, έμοιαζε ευχαριστημένη, έγειρε πίσω στον καναπέ και τότε μόνο πρόσεξα ότι φορούσε επιτέλους τα σωστά ρούχα που δε τά βαζε ποτέ όποτε της το ζητούσα, έτσι, για σπάσιμο, το σωστό παντελόνι, τις σωστές μπότες, τη σωστή μπλούζα, το σωστό μπουφάν, το κατάλαβε στο βλέμμα μου ‘’ Δεν είχα εγώ τέτοια πράγματα, μαζί σου το απόχτησα αυτό!’’ μου είπε πιάνοντας το στομάχι της.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...