Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 

 


Ένα ζευγάρι τσαλαπετεινών φτεροκοπούσε στην αυλή του πατρικού του σπιτιού, αυτό δεν το περίμενε, τα πουλιά χοροπηδούσαν φλερτάροντας ανάμεσα στα χόρτα σαν να πανηγύριζαν για τον ερχομό της άνοιξης κι εκείνος τα χάζευε από το παράθυρο μη πιστεύοντας στα μάτια του, όλες τις μέρες που βρίσκονταν στο χωριό έβλεπε παντού πουλιά όλων των ειδών να φτεροκοπούν και να κουρνιάζουν στα καλώδια της ΔΕΗ αλλά δεν περίμενε ότι θα έβλεπε τσαλαπετεινούς μέσα στο χωράφι της αυλής του πατρικού του σπιτιού ! Μια άλλη μέρα που είχε πάει στα νεκροταφεία είδε μια αλεπού μέσα σ’ ένα ρέμα να τον κοιτά για ώρα από μακριά κι ύστερα να χάνεται ανάμεσα στα πουρνάρια , δεν μπορούσε να το πιστέψει, κάποτε όλα αυτά τα πουλιά και τα ζώα τα έβλεπες στα χωράφια κάτω στον κάμπο ή στις πηγές που έβγαζαν νερό τώρα την άνοιξη κι εκείνα κατέβαιναν απ’ τα βουνά και τις κρυψώνες τους να πιουν, τώρα δε φοβούνταν να μπουν μέχρι μέσα στο χωριό. Ένα άλλο που του έκανε εντύπωση ήταν τα σαλιγκάρια που είχαν πολλαπλασιαστεί, κάνοντας μια μικρή βόλτα σ’ ένα μέρος γεμάτο πέτρες και βράχους εκεί κοντά στα νεκροταφεία , είχε βρει πολύ εύκολα καμιά δεκαριά από κείνα τα όμορφα άσπρα που έψαχναν κάποτε, έναν καιρό τα είχαν σχεδόν εξαφανίσει καθώς τα μάζευαν με τα τσουβάλια όποτε έβρεχε τέτοια εποχή αλλά τώρα φαίνεται ότι είχαν αρχίσει ν’ αυξάνονται πάλι, αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον. Καθώς οι άνθρωποι λιγόστευαν στην ύπαιθρο τα ζώα και τα φυτά γέμιζαν το κενό κι έρχονταν να εγκατασταθούν μέχρι μέσα στα σπίτια χωρίς να φοβούνται, αυτή η αλλαγή του άρεσε πολύ, όπως λένε η φύση αντιπαθεί το κενό, ότι αδειάζει από κάτι θα γεμίσει με κάτι άλλο, όπως και να είχε ήταν ωραίο να βλέπεις εκείνα τα πουλιά και τα ζώα να έρχονται δίπλα σου, σ’ έκαναν να νιώθεις ότι ανήκες κι εσύ στο τοπίο, σε ηρεμούσαν.


Όπως προσπαθούσε να κοιμηθεί το βράδυ σκεφτόταν όλα όσα είχε δει, πιο πολύ τους τσαλαπετεινούς , ήταν αρκετά μεγάλα πουλιά μ’ εκείνο το εντυπωσιακό λοφίο, από που είχαν έρθει άραγε; Στριφογυρνώντας στο στρώμα άκουσε τ’ αηδόνια που τραγουδούσαν μέσα στη νύχτα, εκείνα που λέει κι ο ποιητής ότι δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς , το είχε ξεχάσει εντελώς αυτό, «καλά δεν κοιμούνται;» σκέφτηκε φωναχτά όμως εκείνα πανηγύριζαν που επιτέλους είχε ζεστάνει ο καιρός, είχε φύγει ο αντιπαθητικός χειμώνας και δε θα υπέφεραν άλλο απ’ τις παγωνιές και τα χαλάζια. Οι βροχές που έπεφταν συνέχεια είχαν προκαλέσει έναν οργασμό βλάστησης, στη βόλτα που είχε κάνει είδε δει ένα χαλί από άγρια τριφύλλια με τα κίτρινα ανθάκια τους που ήταν τόσο ζωηρά σα να πανηγύριζαν κι εκείνα πνιγμένα στις δροσοσταλίδες της βροχής, η τροφή γύρω ήταν άφθονη, είχε γεμίσει ο τόπος από χορτάρια, ζουζούνια και σπόρους για να τραφούν τα πουλιά γι αυτό δεν τα έπιανε ο ύπνος, έμοιαζε σα να ήθελαν να διαλαλήσουν παντού τον ερχομό του καλοκαιριού που πλησίαζε.

Όλα αυτά του είχαν φτιάξει τη διάθεση, ήδη από το δρόμο καθώς ερχόταν στο χωριό, έβλεπε όλη την ώρα έξω, ο καιρός ήταν θαυμάσιος, πάντα ήταν ωραίο να μετακινείσαι αυτές τις μέρες, να περνάς από χωριά κι από πολιτείες, να βλέπεις κόσμο, ν’ αλλάζεις παραστάσεις ακούγοντας μουσικές στο ραδιόφωνο, ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ξεχνάς τα προβλήματα σου ή να βρίσκεις λύσεις στα πιο δύσκολα θέματα.

Την Κυριακή των Μυροφόρων μαζεύτηκαν στο πατρικό του όλοι οι συγγενείς που μιλούσαν δυνατά πίνοντας κρασί και τσιμπολογώντας κάτι ψητά, ποτέ δε τρελαίνονταν για το κρέας, το μόνο που του άρεσε ήταν το αρνί με τα χόρτα που μάζευε η μάνα του από τον μπαξέ, από κείνο έφαγε μπόλικο. Ύστερα από λίγη ώρα βαρέθηκε τα φαγητά και τα κρασιά κι αποφάσισε να πάει στο σπίτι ενός γέρου με τον οποίο έψελνε τότε που ήταν πιτσιρικάς, ο γέρος διατηρούσε τη φωνή του και πάντα χαίρονταν να τον βλέπει, τον έβαλε εκεί να του πει ένα τροπάριο κι ο γέρος αναγάλλιασε, άρχισε να κουνά τα χέρια του καθώς έψαλε σημάδι ότι είχε βρει το στοιχείο του, η μουσική τον κυρίευε, οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν πίσω από τις κουρτίνες πλημυρίζοντας με φως το δωμάτιο κι εκείνος καθόταν κι άκουγε την καθαρή φωνή του γέροντα που δεν είχε αλλοιωθεί στο ελάχιστο, ήταν μια στιγμή μαγική.

«Χριστός Ανέστη!» ακούστηκε κάποιος και γυρνώντας είδε το αδερφό του γέρου που κρατούσε το μοναδικό μαγαζί του χωριού, είχε σκεβρώσει με τα χρόνια, μόνο τα μάτια του ξεχώριζαν πίσω από μια άσπρη γενειάδα που έφτανε μέχρι το στήθος. «Δεν έχουν καμιά σχέση οι δυο τους !» είπε μέσα του, τούτος εδώ ήταν πολύ παράξενος , τον θυμόταν από παλιά, όλα του έφταιγαν, με κανέναν δεν τα είχε καλά, ακόμα και τα παιδιά του ούτε που πατούσαν να τον δουν, έλειπαν κάπου σε μια χώρα πολύ μακρινή, όμως ήταν ο πιο πλούσιος κι ο πιο έξυπνος σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων, μπορούσες να μιλήσεις μαζί του για ένα σωρό πράγματα και σε κείνο το χωριό που είχε αδειάσει από ανθρώπους ήταν μια όαση για τη σκέψη.

«Πως τα βλέπεις τα πράγματα με τον πόλεμο ;» τον ρώτησε ξέροντας ότι ο άλλος θα τσιμπήσει, «Εγώ ξέρεις όλη νύχτα βλέπω τις ειδήσεις» είπε ο γενειοφόρος, « παρακολουθώ όλα τα νέα, ξέρω ένα σωρό λεπτομέρειες, ένα θα σου πω, όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα συμβαίνουν σε κάποιες σημαδιακές ημερομηνίες, αυτοί εκεί ψηλά που ορίζουν τον κόσμο έχουν μανία με τα νούμερα γι αυτό επιλέγουν ορισμένες χρονολογίες, από την αρχαιότητα συνέβαινε αυτό, τον Καίσαρα τον σκότωσαν στις 15 Μαρτίου, την ειδή του Μάρτη άμα ξέρεις, και μέχρι τώρα οι ημερομηνίες που διαλέγουν δεν είναι τυχαίες, δες για παράδειγμα την ημερομηνία που οι μουσουλμάνοι χτύπησαν τους δίδυμους πύργους ή την ημερομηνία που οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Ουκρανία, τούτα δεν είναι τυχαία και να σου πω και κάτι , αυτά όλα είχαν προβλεφτεί»- «που είχαν προβλεφτεί ;» - «στα κινούμενα σχέδια τα αμερικάνικα» - «βλέπεις εσύ τέτοια πράγματα» - «κοίτα, δεν ξέρω και πολλά αγγλικά αλλά μπορούσα να τα καταλάβω, άμα θες μπες στο διαδίκτυο και δες το, το είχαν προβλέψει, όπως λένε οι βουδιστές ο θεός μπορεί να κάνει ότι θέλει, να προκαλέσει το πιο μεγάλο κακό αρκεί να στείλει κάποια προειδοποίηση, το ίδιο λέει κι ο Απόστολος Παύλος, «ότι σπείρεις θα θερίσεις» και τώρα φαίνεται ότι ήρθε η ώρα του θερισμού επειδή ο θεός έχει θυμώσει μ’ αυτά που γίνονται, όλα έχουν μια αιτία κι ένα αποτέλεσμα, ο θεός μεριμνά και στέλνει τα σημάδια των προθέσεων του, αν δε στείλει κάποιο προμήνυμα τότε χαλάει το κάρμα, πόσοι όμως μπορούν να δουν αυτή την προειδοποίηση; Να σου πω την αλήθεια εγώ περιμένω κάτι να συμβεί τις επόμενες μέρες που είναι κι αυτές σημαδιακές, νομίζω ότι θα ρίξουν μια βόμβα πυρηνική έστω και περιορισμένης χρήσης, το φοβάμαι πολύ! »

«Όλη την ώρα αυτά μου λέει!» είπε ο γερο- ψάλτης και σηκώθηκε να πιει ένα ποτήρι νερό όμως εκείνος δεν πίστευε στ’ αυτιά του, που είχε μάθει τόσα πράγματα ο τύπος με τη μακριά γενειάδα, πως ήξερε τι σημαίνει κάρμα, η σκέψη του αν και μπερδεμένη είχε μια φιλοσοφική απόχρωση που δεν την έβρισκες εύκολα , είχε διαβάσει αρχαίους, γνώριζε και για το βουδισμό, βέβαια τα περισσότερα απ’ όσα είχε πει ήταν μπαρούφες σίγουρα και θεωρίες συνωμοσίας όμως είχαν μια γοητεία. Τέτοιες θεωρίες που έβλεπαν παντού προσπάθειες σκοτεινών κύκλων να κάνουν τα πιο περίεργα πράγματα άκουγες με το κιλό κι αν έψαχνες λίγο στο διαδίκτυο τις έβρισκες σ ένα κάρο σελίδες , από παλιά οι άνθρωποι γοητεύονταν με τέτοιες εικασίες και δοξασίες οι οποίες μπορούσαν να εξηγήσουν τα πάντα κι έβλεπαν παντού σκοτεινούς κύκλους που απεργάζονταν όλα τα κακά ελέγχοντας τον πλανήτη μ’ έναν υπερφυσικό τρόπο.

Όλες τούτες οι αντιλήψεις πάντα έβρισκαν απήχηση, ήταν βολικές, δε χρειαζόταν να σκεφτείς πολύ, έβρισκες μια υπερφυσική αιτία που ήθελε να καταστρέψει τη γη και τα φόρτωνες όλα σ’ αυτήν, έτσι μπορούσες να απαλλαγείς από τις δικές σου ευθύνες, να κάνεις ότι βλακεία ήθελες στη ζωή σου και να μη φταις για τίποτα, ήταν πολύ βολικό. Οι άνθρωποι σ’ όλες τις εποχές γοητεύονται από θεωρίες συνωμοσίας και από προβλέψεις συντέλειας, παθαίνουν ένα είδους κόλλημα, ο φόβος τους τραβά, παγιδεύονται σ’ αυτόν και δεν μπορούν να ξεφύγουν, όσο πιο πολύ φοβούνται τόσο πιο πολύ τους αρέσει, είναι μια νοσηρή κατάσταση, σκέψου τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης που προέβλεπαν όλη την ώρα εισβολές κι αποδεκατισμούς από τους βάρβαρους Βαβυλώνιους ή την Αποκάλυψη του Ιωάννη που σου μαυρίζει την ψυχή άμα τη διαβάσεις με όλες τις τρομερές εικόνες και τα τέρατα που φυτρώνουν σα μανιτάρια.

«Να δεις που ο άλλος θα τη μπουμπουνίσει τη μπόμπα» είπε ο μαγαζάτορας με τη γενειάδα και στα μάτια του φάνηκε μια λάμψη παράξενη σα να έβλεπε ήδη τη φλόγα της κι εκείνος σκέφτηκε ότι ο τύπος τα είχε χαμένα αλλά δεν ήταν ο μόνος. Είχαν γίνει τόσα πολλά τελευταία, πρώτα- πρώτα μια επιδημία που είχε να φανεί εκατό χρόνια κι έπειτα στο καπάκι ένας πόλεμος που πήγαινε για παγκόσμιος κι όπου έλεγαν ότι ίσως χρησιμοποιούνταν πυρηνικά τα οποία μπορούσαν ν’ ανατινάξουν τον πλανήτη, τι ήθελες να σκεφτεί ο καθένας; Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι, υπήρχε μια σύγχυση γενικευμένη, πολλοί είχαν αρχίσει να χάνουν τη μπάλα, στο δρόμο σου επιτίθονταν χωρίς αιτία, στο λεωφορείο παραμιλούσαν , το περιβάλλον ήταν ιδανικό για ν’ ανθίσουν τέτοιες παλαβές θεωρίες.

«Να δεις που θα τη μπουμπουνίσει ο άλλος τη βόμβα!» επανέλαβε ο γενειοφόρος σα να χαίρονταν με μια τέτοια προοπτική, «ξέρεις τι είπε ο Αμερικανός πρόεδρος όταν είδε την πρώτη βόμβα να σκάει στην έρημο της Αμερικής ‘’μου φάνηκε ότι είδα το Θεό!’’, και τώρα ήρθε η ώρα να αποκαλυφθεί και πάλι το πρόσωπο το θεού γιατί οι άνθρωποι έχουν ξεφύγει, δες μόνο τι γίνεται εκεί έξω, δε ξεχωρίζεις το άνδρα από τη γυναίκα, όλοι οι ανώμαλοι κι οι εγκληματίες έχουν ξαμοληθεί κι ότι και να κάνουν δεν τιμωρούνται γιατί τους προστατεύει το ίδιο το κράτος και τα δικαστήρια, ποιος έβαλε να φτιάξουν τέτοιους νόμους νομίζεις αν όχι ο ίδιο ο διάβολος γι αυτό κι ο θεός αποφάσισε να δείξει ξανά το πρόσωπο του!»

Αισθάνθηκε κάτι να τον πλακώνει, ο άλλος είχε ξεφύγει όμως αυτά που έλεγε τα πίστευε πολύ βαθιά με όλο το είναι του και είχαν σπέρματα αλήθειας γι αυτό και φάνταζαν πιο απειλητικά. Βιάστηκε να χαιρετήσει και να φύγει όμως όλες εκείνες οι εικόνες για τις οποίες μιλούσε ο τύπος με τη γενειάδα γυρνούσαν επίμονα στο μυαλό του όλη τη μέρα, η καταστροφολογία του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ομορφιά της φύσης που αναγεννιούνταν τούτη την Κυριακή των Μυροφόρων κι αυτό ήταν το πιο αλλόκοτο. Σ’ έπιανε μια θλίψη άμα σκεφτόσουν ότι όλη τούτη η ομορφιά μπορούσε να χαθεί σε μια στιγμή, δε μπορούσε να το δεχτεί.

Με το που έπεσε η νύχτα τ’ αηδόνια άρχισαν πάλι να τραγουδούν, ξεκίνησε κάποιο από κάπου μακριά κι έπειτα τα άλλα σα να περίμεναν το σύνθημα πήραν τη σκυτάλη, κατά διαστήματα έκαναν μια παύση κι ύστερα άρχιζαν πάλι γεμίζοντας το σκοτεινό αέρα με το τραγούδι τους, ο ήχος από το κελάηδισμα τους τον νανούρισε, κοιμήθηκε πολύ βαθιά και δεν είδε ούτε ένα όνειρο. 


ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...