Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

SALVA NOS DOMINE VIGILANTES

Μια φιγούρα στο παράθυρο κάποιου ξενοδοχείου έμοιαζε να παρακολουθεί στα σκοτεινά  πίσω απ’  τις κουρτίνες,  το ξημέρωμα αργούσε ακόμα, το φως σε μια κολόνα χόρευε αναβοσβήνοντας,   σ’ ένα γραφείο τελετών ένας γέρος λαγοκοιμόταν σε μια καρέκλα,  οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα, ούτε αστικά ούτε ταξί κυκλοφορούσαν εκείνες τις μέρες, όλοι απεργούσαν, ένας χαμός γίνονταν κι ο κόσμος στριμώχνονταν στα λιγοστά λεωφορεία που κυκλοφορούσαν  με προσωπικό ασφαλείας. Στο πλάι των δρόμων είχαν συσσωρευτεί σωροί σκουπιδιών με ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, έπιπλα, πολύφωτα, ρούχα, τα αμάξια περνούσαν πάνω απ’ τις σακούλες, οι γάτες σκαρφάλωναν στους κάδους, ένα βράδυ είχα δει σε μια ερημιά δυο τρία μικρά σκυλάκια να σκάβουν μες τα σκοτεινά για να βρουν τίποτα φαγώσιμο.

 Όλο το πρωινό ήμουν κάπως θολωμένος, τα καναρίνια που είχα  στο δωμάτιο  ξύπνησαν κι αυτά κι άρχισαν να τεντώνουν τις φτερούγες τους,  κάποιο φταρνίστηκε κιόλας μερικές φορές, όπως ήταν νύχτα ακόμα ύστερα από λίγο ξανάχωσαν το κεφάλι του μες τα φτερά τους και συνέχισαν τον ύπνο τους.  Βγαίνοντας απ’ το σπίτι κοίταξα τις εφημερίδες που έβγαζε εκείνη την ώρα ο κουτσός περιπτεράς, αργούσε ακόμα το ξημέρωμα, έπρεπε να πάω στο αεροδρόμιο, κάποιος φίλος έφευγε κι ήθελα να τον αποχαιρετήσω.  

Το αστικό που πήρα ήταν κατάφορτο, όλοι ήταν στριμωγμένοι, οι γυναίκες συζητούσαν για τους τσαντάκηδες, κάτι τύποι ύποπτοι που η ανάσα τους μύριζε αλκοόλ φτηνό, οι κοπέλες απέστρεφαν τα πρόσωπά τους όταν τις πλησίαζαν, ένας με μαύρα γυαλιά μόλις είχε βγει από το αστικό και λέγανε ότι αυτός μ’ έναν συνεργό του βουτούσαν τις τσάντες, σε μια στροφή ένα παλιό το αυτοκίνητο είχε κλατάρει, κάποιος το έσπρωχνε κρατώντας το τιμόνι, πίσω οι οδηγοί κορνάριζαν βρίζοντας σαν κολασμένοι…

Δεν πήγαινα καλά, είχα χωρίσει πρόσφατα και κινδύνευε να με πάρει από κάτω αν δεν με είχε πάρει ήδη, όταν με άφησε πήρε ένα σωρό πράγματα που ήταν και δικά μου, δε μ' ένοιαζαν τα άλλα,  το μόνο που ήθελα ήταν να μου δώσει ένα αντίγραφο από κείνο το αρχείο με τα βιντεάκια όπου μου μιλούσε κι εγώ κοιμόμουν και μ’ έκανε να παραμιλώ, κι ένα άλλο σε μια παραλία όπου τρώγαμε σε μια ταβέρνα κι ήταν σα να έβλεπα  τον εαυτό μου να παίζει σε κάποια ταινία ακούγοντας τη φωνή μου όπως την ακούν οι άλλοι , κι ένα άλλο όπου έτρεχα κοντά σε μια γούρνα, δίπλα σ ένα τεράστιο λιοντάρι που κείτονταν για αιώνες στις λάσπες ενός ποταμού, οι αρχαιολόγοι το είχαν ξεθάψει απ τη λάσπη και το στήσανε σ’ ένα βάθρο μαρμάρινο όπου περιμένει τα μαγικά λόγια για να ξυπνήσει και να πεταχτεί αγριεμένο…

Ήταν κι οι φωτογραφίες που μου είχε πάρει από εκδρομές που πηγαίναμε τις Κυριακές σ ένα μέρος γεμάτο νερά και πράσινο και πλατάνια, κάτι άνθρωποι χόρευαν δίπλα στο ρέμα, φωτογραφίες που είχαμε βγει έξω από μια μια ντισκοτέκ σαραβαλιασμένη πια, εκεί όπου  μου είχε πει ότι ένα αγόρι της κρατούσε τη γυμνή πλάτη κάτω απ’ το μπλουζάκι κάποτε ενώ ακούγανε ένα τραγούδι λίγο ξενέρωτο, όλα εκείνα τα είχα χάσει...

Στο αεροδρόμιο ήθελα κάτι να φάω αλλά δεν μπορούσα να βρω τίποτα, παντού ουρές περίμεναν για καφέ. Έναν καφέ έπρεπε να πιω κι εγώ, κοιμόμουν όρθιος, όλη νύχτα δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, μια υπερένταση με είχε καταλάβει, είχα ανοιχτό το ραδιόφωνο κι άλλαζα σταθμούς όλη την ώρα μέχρι που σταμάτησα σ έναν που είχε ψαλμωδίες, κάτι λόγια ξεχώριζαν  : «Και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου» και  κάτι  άλλα  ‘’Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι …’’ Αναρωτιόμουν που τα είχα ακούσει εκείνα τα λόγια, μετά θυμήθηκα, ένας καλόγερος κάποτε τα είχε αναφέρει σε μια κουβέντα, είχε περάσει πολύς καιρός , δε πήγαινα σ’ εκείνο το μοναστήρι μες την πόλη που είχε ξενώνες για όσους μοναχούς έρχονταν από μακριά να διανυκτερεύσουν, τους ξενώνες τους έβλεπα μόνο από ένα μαγαζί με δίσκους όπου έβαζα τα ακουστικά να ακούσω τραγούδια ενώ από ψηλά διακρίνονταν  τα καμαρωτά παράθυρα και τα μαγειρεία της μονής όπου μια μαγείρισσα  με είχε  βάλει να φάω κάποτε...

Ήξερε πολλά εκείνος ο καλόγερος, που συναντούσα,  έλεγε για την Παναγία ότι δεν άφησε κάποιο κείμενο δικό της αλλά μίλησε στον Λουκά και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, μιλούσε και για κάποιον Ανδρέα σαλό (τρελό) που είδε την Θεοτόκο στις Βλαχερνές, στο παρεκκλήσι, σε κάποια αγρυπνία βαθιά μες τη νύχτα να έρχεται κατά πάνω του με συνοδεία,  διηγήθηκε το όραμά του σ’ έναν άνθρωπο δικό του που αργότερα έγινε αρχιεπίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη και διέσωσε την ιστορία. Εκείνος ο καλόγερος ο ονειροπόλος  που ήταν λίγο τρελός, λίγο ονειροπόλος είχε αναφέρει και τα λόγια από  τους ψαλμούς που είχα ακούσει τη νύχτα, σηκώθηκα μες τη νύχτα κι έψαξα τα βιβλία μου, ήταν από τους ψαλμούς θαρρώ  εικοστός δεύτερος, γι αυτόν τον στίχο λέει ο Καντ ο φιλόσοφος είπε ότι δεν  διάβασε   κάτι ωραιότερο στη ζωή του...

Κατά τις τρεις το πρωί καθώς η υπερένταση δεν έλεγε να μ αφήσει  έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για κάποιον μουσικό που είχε καταδικαστεί σε μια φυλακή κάποιας χώρας της Λατινικής Αμερικής – μάλλον της Κολομβίας – για ναρκωτικά ή κάτι τέτοιο. Εκεί λέει δεν αστειεύονται, από κείνα τα κελιά δύσκολα βγαίνεις, το πιο φοβερό ήταν ότι η φυλακή όπου τον είχαν κλείσει τον μουσικό ήταν χτισμένη σ’ ένα μέρος ομορφιάς ασύλληπτης κοντά σε ένα καταρράκτη θεόρατο, οι φυλακές  λέει ήταν παλιά κοιτώνες μοναχών μιας ιεραποστολής, καλά  εκείνο το μέρος δε παίζονταν, οι τουρίστες ερχόταν να το  φωτογραφίσουν ,  στην έισοδο των φυλακών υπήρχε  μια επιγραφή από των καιρό των φραγκισκανών που  έλεγε στα λατινικά  ''salva nos domine vigilantes''  όμως οι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να δουν τίποτα, άκουγαν μόνο το αδιάκοπο βουητό του νερού,  μόνο μερικοί που έκαναν κάποιου είδους καταναγκαστική εργασία έβγαιναν κατά καιρούς να σκάψουν για ένα είδος ασβέστη που υπήρχε στο γειτονικό βουνό κι αντίκριζαν εκείνο το απίστευτο θέαμα. Τον μουσικό όπως έλεγε το ντοκιμαντέρ τον είχε σώσει η κιθάρα που έπαιξε στους κρατουμένους, τα βράδια κοιμόταν δίπλα σε κάτι ψυγεία,  ο ήχος των μηχανών που συνδυάζονταν παράξενα με το βουητό από το νερό των καταρρακτών τον ηρεμούσε βοηθώντας τον να τραγουδά. Μετά από κείνο το πρόγραμμα είχα ηρεμήσει κι εγώ και κοιμήθηκα λίγο βλέποντας όνειρα με φυλακές, φοβόμουν πολύ τις χώρες της Λατινικής Αμερικής εκείνο το διάστημα,  η γυναίκα μου είχε φύγει κατά κει κι εγώ αγωνιούσα μη την απαγάγουν, μη την σκοτώσουν,  μήπως χρειαστεί να ταξιδέψω κι εγώ  μέχρι την άλλη άκρη της γης...

Στο αεροδρόμιο κάθισα σ έναν πάγκο χαζεύοντας τα αεροπλάνα που σηκώνονταν μες το σκοτάδι, σε λίγο ήρθε ο φίλος που θα έφευγε αμέσως, είχε αργήσει, αποχαιρετιστήκαμε κι εγώ σκεφτόμουν ότι θ’ αργούσα να τον ξαναδώ, επειδή τα λεωφορεία αργούσαν πολύ είπα να περπατήσω λίγο, τελικά σταμάτησα σε μια στάση που είχε διαλυθεί όταν μια γυναίκα  είχε καρφωθεί  με το αυτοκίνητο πάνω της και σκότωσε κάποιον που περίμενε, το είχε δείξει κι η τηλεόραση.  Τα διαλυμένα κάγκελα από ένα διπλανό φράχτη και τα σμπαραλιασμένα σίδερα της κατασκευής φαίνονταν ακόμα, όποτε περίμενα σ’ εκείνη τη στάση κοιτούσα τα αυτοκίνητα με τα φώτα τους αναμμένα να περνούν σα δαιμονισμένα και  σκεφτόμουν,  ''Δεν μπορεί,  κάποιο θα ξεστρατίσει και θα καρφωθεί πάνω μου...''

Όλη μέρα στη δουλειά σερνόμουν, προσπαθούσα να ξεκλέψω λίγο χρόνο να ξεκουραστώ,  είχε αρχίσει να χειμωνιάζει  και βράδιαζε γρήγορα, σχολώντας δεν υπήρχε περίπτωση να βρω κάτι να με πάρει οπότε κίνησα με τα πόδια. Η εταιρία που δούλευα βρίσκονταν κάπου στα προάστια σ’ ένα ύψωμα κοντά σ’ ένα παλιό νταμάρι, για να κόψω δρόμο πέρασα μέσα από κάτι σκοτεινά μονοπάτια κι έπεσα πάνω σ’ έναν  γέρικο σκύλο που κοιμόταν αμέριμνος και τρόμαξε πιο πολύ από μένα ενώ κάτι άλλοι ελεεινοί  που είχαν κατά κει το γιατάκι τους γαύγιζαν δείχνοντας τα δόντια τους.  Αλλά φίλε μου αυτοί δεν ήταν σκύλοι σωστοί, σκύλοι κανονικοί ήταν αυτοί στα μαντριά στο χωριό μου που κάποτε σκότωσαν έναν δύστυχο γιατί πέρασε από κει πηγαίνοντας στα χωράφια με το κάρο του, τα τσοπανόσκυλα τρόμαξαν το άλογό του που πανικοβλήθηκε κι άρχισε να τρέχει μες τη νύχτα ρίχνοντας κάτω τον οδηγό του κοντά σε μια γέφυρα όπου λένε κάποιοι ότι τον έχουν δει τα βράδια να περνά με το κάρο του καθισμένος στη θέση του οδηγού, φαίνεται απαράλλαχτος  μοναχά που του λείπει το κεφάλι του…

Είχα βαρεθεί  να περπατώ μετά από ώρα επιτέλους έφτασα στο κέντρο,  οι  ταξιτζήδες είχαν σταματήσει την απεργία  και είχαν βγει προς  άγραν πελατών,  πολλοί απ’  αυτούς  αραδιάζονταν κάτω από μια αρχαία πύλη με  σκαλισμένους  καβαλάρηδες και άλογα  φαγωμένα απ’ τους καπνούς και την  μόλυνση, πιο κάτω στο μουσείο,  τα φυλαγμένα πέτρινα αγάλματα πρέπει να περνούν καλύτερα, τις νύχτες που όλοι κοιμούνται μπορούν να βολτάρουν στους σκοτεινούς διαδρόμους.  Αποφάσισα να πάρω ταξί, σταμάτησα ένα,  άνοιξα την πίσω πόρτα και μπήκα μέσα,  μια γυναίκα καθισμένη δίπλα  μου κρατούσε μια τσάντα κάπως βαριά, όπως κοίταξα μια στιγμή μου φάνηκε σαν να είχε μέσα κάτι χέρια κι ένα κεφάλι ξανθό που σάλευε, αυθόρμητα μου ήρθε στο νου εκείνη η επιγραφή στην είσοδο της φυλακής που είχα δει στο  ντοκιμαντέρ ''Salva nos domine vigilantes!''

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

ΥΠΕΡΘΕΡΜΑΝΣΗ ΚΙΝΗΤΗΡΩΝ

Όπως προσπέρασε μια κλούβα φορτωμένη με ζώα και βγήκε στον ανοιχτό δρόμο ένιωσε κάτι πολύ δυνατό να τον σπρώχνει στην άκρη κατά τις μεταλλικές μπάρες, πανικοβλήθηκε, ενστικτωδώς αρπάχτηκε γερά γερά από την μηχανή όμως ένας παλιός του είχε πει ότι ακριβώς στις πιο επικίνδυνες στιγμές χαλαρώνεις, δεν κάνεις σπασμωδικές κινήσεις, φρενάρισε όσο πιο μαλακά μπορούσε, η μηχανή έμοιαζε να σταθεροποιείται και να ισορροπεί, νόμιζε ότι τη γλύτωσε όμως απότομα η πισινή ρόδα ντεραπάρισε και τον έριξε στην άσφαλτο.

Εκείνη τη στιγμή πρέπει να έτρεχε κοντά στα διακόσια χιλιόμετρα, στην ανοιχτή ευθεία χτυπούσε και διακόσια πενήντα, μια φορά είχε πιάσει και πάνω από τριακόσια αλλά φοβήθηκε, σ αυτές τις ταχύτητες όλα συμβαίνουν τόσο γρήγορα που το μυαλό δεν προλαβαίνει να σκεφτεί ούτε ν’ αναλύσει τίποτα, γίνεσαι σκόνη και κομμάτια δίχως να προλάβεις να καταλάβεις τι έγινε, είναι μια άλλη διάσταση...

Πλησίαζε στην έξοδο για τον επαρχιακό δρόμο, λίγα οχήματα κινούνταν που τα περνούσε γέρνοντας από τη μια κι από την άλλη μεριά, όταν οδηγούσε δίπλα από νταλίκες ήταν το πιο επικίνδυνο, δημιουργούνταν ένα ρεύμα ισχυρό που μπορούσε να σε πετάξει έξω απ’ το δρόμο δίχως να το καταλάβεις, κάποιος του είχε μιλήσει για ένα σημείο κατά κει όπου φυσούν αέρηδες πολύ δυνατοί κι άμα δεν έχεις το νου σου μπορούν να σε στείλουν στις μπάρες, δεν είχε δώσει σημασία τότε...

Άφησε τη βαριά μηχανή να κυλά στο οδόστρωμα κι αφέθηκε να τον παρασύρει η αδράνεια, το κράνος και το χοντρό μπουφάν τον προστάτευαν, στα πόδια φορούσε πάντα επιγονατίδες όμως δεν ήξερε που θα κατέληγε αυτό το σύρσιμο, εκείνη τη στιγμή δε τον ένοιαζε τίποτα, σκέφτονταν ότι γλιστρώντας στο δρόμο βλέπεις τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία, από χαμηλή σκοπιά, από άλλη οπτική γωνία, όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, αισθάνθηκε το σώμα του να κατρακυλά στο χορτάρι που υπήρχε στην άκρη του δρόμου και τελικά βρέθηκε πεσμένος σ ένα χαντάκι σκοτεινό. Μια λάμπα σε μια κολώνα ψηλά έριχνε φως και μπορούσε να δει ένα φυτό ανθισμένο, άσπρο που απλώνονταν μες το χαντάκι, δοκίμασε να κουνήσει το χέρι του κι ένωσε μια υγρασία που πρέπει να είχε πέσει στη διάρκεια της νύχτας, έβγαλε προσεχτικά το κράνος του, δεν πονούσε πουθενά, σηκώθηκε αργά αργά να δει που βρίσκονταν, όλως παραδόξως όλο αυτό το διάστημα δεν είχε περάσει ούτε ένα αυτοκίνητο, γύρω δεν υπήρχε ψυχή, αναζήτησε τη μηχανή του,την βρήκε καμιά διακοσαριά μέτρα παρακάτω να κείτεται βουβή, την σήκωσε και την δοκίμασε, πήρε μπρος με το πρώτο, δεν είχε τίποτα σοβαρό. Μια ζαλάδα αισθάνονταν, δεν μπορούσε να πατήσει καλά σα να περπατούσε πάνω σε μπάλες στρωμένες παντού, μουδιασμένος όπως ήταν σταμάτησε σ’ ένα μαγαζί που παρέμενε ανοιχτό να πιει λίγο καφέ, δυο παιδιά ξενυχτισμένα έδιναν τυρόπιτες και νερά στους ταξιδιώτες, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο και μετά ξεκίνησε πάλι για τον φίλο του, όπως είχε συνηθίσει στην φαρδιά λεωφόρο με το που μπήκε στο χωριό τα στενά που ήταν γεμάτα χαλίκια και τα μικρά σπιτάκια του φάνηκαν άλλος κόσμος …

Μετά από κείνο το συμβάν δίχως να το καταλάβει άλλαξε, άρχισε να τα βλέπει όλα διαφορετικά σα να συνειδητοποίησε ότι ο χρόνος του σ’ αυτόν τον κόσμο ήταν μετρημένος, παλιά τα σχετικά με τη θρησκεία τον άφηναν αδιάφορο εντελώς όμως τώρα ήταν αλλιώς, είχε ανακαλύψει κάποιον καλόγερο που είχε το χάρισμα, σε ενέπνεε. Το πιο φοβερό ήταν ότι ο καλόγερος ήξερε από μηχανές, ποτέ δεν του είπε από που τα είχε μάθει αλλά καθόντουσαν μαζί και συζητούσαν ώρες για θέματα όπως οι φυσαλίδες στο σύστημα ψύξης, οι θερμοκρασίες των κυλινδροκεφαλών, η υπερθέρμανση κινητηρων, οι πληκτροφορείς και οι εκκεντροφόροι, τα αμφικόχλια, οι δονήσεις, οι κρούσεις κι άλλα τέτοια κουφά.

Μαζί είχαν κάνει ένα σωρό δουλειές στο μοναστήρι όπου ασκήτευε ο μοναχός, ξαναέφτιαχναν κάτι παλιά ξωκλήσια που τα είχαν κάψει οι Τούρκοι έναν καιρό και είχαν απομείνει για αιώνες ερείπια, κάποτε το μοναστήρι όπου έμενε ο καλόγερος ήταν κέντρο σημαντικό, είχε ένα σωρό κτήρια από τα οποία δεν σώζονταν παρά μόνο χαλάσματα, μαγειρεία, ξενώνες, αποθήκες, ακόμα κι ένα σχολείο. Προσπαθούσαν να αναστηλώσουν ότι μπορούσαν, τα είχαν φτιάξει πολύ ωραία, είχε ξοδέψει εκεί σχεδόν όλο το καλοκαίρι, όλη μέρα δούλευε στο μοναστήρι και τη νύχτα πήγαινε στο φούρνο που είχε να ετοιμάσει τα ψωμιά, όταν δεν άντεχε άλλο ξάπλωνε λίγο σε μια γωνιά περιμένοντας τη ζύμη να φουσκώσει. Ο φούρνος δούλευε καλά, του πατέρα του ήτανε, τον κρατούσε μαζί με τ’ αδέρφια του, δεν υπήρχε άλλος στο χωριό, έβγαζε λεφτά, είχε αγοράσει κι εκείνη τη μηχανή τη μεγάλη που πάντα ήθελε, μ’ αυτήν είχε οργώσει όλη την Ελλάδα, στο εξωτερικό δεν γούσταρε να πάει, δε τον ενδιέφερε, κατέβαινε ταχτικά στην Αθήνα, το έκανε σε τρεις ώρες με τρεις στάσεις για να γεμίσει το ντεπόζιτο και να ξεπιαστεί λίγο…

Εκείνος ο καλόγερος του είχε πει να κάνει ένα προσκύνημα στον Άθω,στην κορυφή του βουνού την γιορτή της Μεταμόρφωσης, στην καρδιά του καλοκαιριού ‘’Πήγαινε εκεί πάνω και θα γαληνέψεις, θα τα ξεχάσεις όλα!’’ του είχε πει και τελικά αποφάσισε να πάει μ έναν φίλο. Έφτασαν στο όρος, κοιμήθηκαν σ ένα μοναστήρι και το πρωί ξεκίνησαν, στην αρχή υπήρχε δάσος και μπορούσες να περπατήσεις στη σκιά, αυτό ήταν το καλύτερο, τα φυλλώματα σκέπαζαν το μονοπάτι κι οι ακτίνες που έφταναν μέχρι το χώμα έμοιαζαν να παίζουν, περπατούσαν άνετα αλλά μετά όσο ανέβαιναν το τοπίο γίνονταν γυμνό, μόνο πέτρες ξέθωρες, ξασπρισμένες και πουρνάρια έβλεπες, ο ήλιος έκαιγε τα βράχια κι ήταν ανυπόφορο να περπατάς εκεί πέρα, λέγανε ότι οι πιο έμπειροι ξεκινούσαν τη νύχτα πολύ προτού χαράξει ώστε να κάνουν το πιο δύσκολο δρομολόγιο με τη δροσιά, προτού πιάσει η ζέστη και πυρώσει ο τόπος, πριν το μεσημέρι ήταν κιόλας στην κορυφή και ξεκουράζονταν.

Όπως ανέβαιναν συναντούσαν κι άλλους προσκυνητές, μερικοί είχαν τρόφιμα μαζί τους και τους πρόσφεραν, ξηρούς καρπούς, παξιμάδια, μέλι για ενέργεια, νερό, υπήρχε μια ωραία διάθεση, απαντούσες εκεί πέρα κόσμο απ’ όλη την Ελλάδα και ξένους μαζί να κουβεντιάζουν για ότι να ναι κάνοντας την πεζοπορία λιγότερο βαρετή, κατά καιρούς σταματούσαν να πάρουν μια ανάσα ατενίζοντας την θέα από κάτω που όσο ψηλότερα ανέβαιναν τόσο πιο μαγευτική γίνονταν, κάποιοι παλιοί τους εξηγούσαν ποια νησιά ήταν εκείνα που διακρίνονταν μέσα στη θολούρα της θάλασσας, γελούσαν, όλοι είχαν γίνει μια παρέα, καλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην το ξανακάνει του χρόνου.

Σε κάποια φάση είχε μείνει μόνος του, ο φίλος του είχε φύγει λίγο μπροστά, όπως έστριβε σ ένα μονοπάτι κι ήταν χαμένος στις σκέψεις του ξαφνικά ένας μαύρος σκύλος πετάχτηκε μέσα απ’ τα χόρτα, μιλάμε του κόπηκε η αναπνοή, από που είχε εμφανιστεί εκείνο το πράγμα, ευτυχώς ξοπίσω του έτρεξε το αφεντικό του, ένα μεσόκοπος με μουστάκι και τον περιμάζεψε, τελικά δεν ήταν άγριος ο σκύλος μόνο το παρουσιαστικό του ήταν τρομαχτικό και θύμιζε δαίμονα. Όπως πλησίαζαν στην κορυφή σκέφτονταν ότι είχε αφήσει πίσω τη φυσική του κατάσταση, δεν περπατούσε και τώρα όλο το σώμα του πονούσε, είχε σακατευτεί μιλάμε, οι ξασπρισμένες πέτρες που υπήρχαν παντού γύρω θόλωναν τα μάτια του, σ ένα σημείο είδε λίγο πράσινο, μερικά λουλούδια κόκκινα κίτρινα κι άσπρα φύτρωναν ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, σκήτες καλόγερων πρέπει να ήτανε κάποτε, όπως έστεφε πίσω ο βλέμμα του κοίταζε μερικά πεύκα είχαν φυτρώσει στους γκρεμούς και κρέμονταν στο κενό, από κάτω τους η θάλασσα στραφτάλιζε φτιάχνοντας ένα θέαμα ήταν μαγευτικό.

Το πρωινό πάνω στην κορφή του βουνού ήταν πραγματικά εντυπωσιακό, όλοι σχεδόν είχαν σηκωθεί αγουροξυπνημένοι να δουν το θέαμα κι αυτός μαζί τους, κάτι καλόγεροι ετοίμαζαν τα καζάνια για το φαγητό κι άλλοι έφερναν τα σκεύη για την λειτουργία που θα γίνοταν. Ανακάθισε στο στρώμα του, όλη τη νύχτα είχε παγώσει, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί μια στιγμή, χωμένος μες το σλίπινγκ μπαγκ τουρτούριζε μέχρι το πρωί, άλλοι βέβαια που το είχαν κάνει πολλές φορές του έλεγαν ότι ήταν από τις λιγότερο κρύες νύχτες, ‘’Φίλε, δεν έχεις δει τίποτα!’’. Του χρόνου θα ερχόταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένος, δε χρειαζόταν να κουβαλά τόσο νερό μαζί του, κοντά στην κορφή υπήρχε πηγή με νερό παγωμένο, τέλειο μιλάμε, μπορούσες να πιεις όσο ήθελες, μόνο κάνα μπουκάλι για το δρόμο θα έπαιρνε και φυσικά μια χοντρή φόρμα για να μην ξυλιάζει το βράδυ.

Το απόγευμα αργά είχαν φτάσει στον προορισμό τους κι απόθεσαν τους σάκους σ ένα πλάτωμα, τριγύρω υπήρχαν εκατοντάδες επισκέπτες ξαπλωμένοι και καθισμένοι γύρω από μια εκκλησία πέτρινη, όλοι είχαν αφήσει τα πράγματα τους κι αναπαύονταν, μερικοί δοκίμαζαν να ανεβούν λίγο πιο ψηλά, σ ένα σημείο όπου είχε στηθεί ένας σταυρός ξύλινος σημάδι ότι εκείνο ήταν το πιο ψηλό μέρος του όρους, αυτός με το που ξάπλωσε στο χώμα ένιωσε μια γαλήνη και μια ηρεμία απίστευτη σα να ήταν αυτό που ήθελε από πάντα να κάνει. Όταν έδυσε ο ήλιος κι άρχισε να νυχτώνει ένα αεράκι κρύο πήρε να φυσά κι έπεσε μια τέτοια παγωνιά που έλεγες ότι χειμώνιασε απότομα παρ’ όλα αυτά μέχρι αργά εξακολουθούσαν να καταφτάνουν προσκυνητές με τα φαναράκια και τους φακούς μες τα σκοτεινά, καλά αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, μερικά μονοπάτια ήταν τόσο απόκρημνα που καλύτερα να μην έβλεπες κάτω πόσο μάλλον να περπατάς με το σκοτάδι όμως ένιωθες ότι μια δύναμη μυστήρια σε προστάτευε. Πλάγιασε για λίγο, γύρω στα μεσάνυχτα τον ξύπνησαν κάτι μουρμουρητά και φωνές, μερικοί σκληροπυρηνικοί έκαναν αγρυπνία, είχαν ανάψει κεριά που έφεγγαν απόκοσμα μες την ερημιά, όλη τη νύχτα δε μπορούσε να κοιμηθεί απ'  το κρύο,  κοντά στην αυγή σφάλισαν για λίγο τα μάτια του  και είδε ένα όνειρο  που του φάνηκε απίστευτα αστείο,  γελούσε συνέχεια, ο φίλος του που κοιμόταν από δίπλα καθόταν και τον άκουγε απορημένος...

Με το που ξημέρωσε έψαχνε τον ήλιο να ζεστάνει λίγο τα κόκαλα του, μια ανησυχία παντού επικρατούσε, κάτι γενειοφόροι με ράσα άναβαν φωτιά να κάψουν τα καζάνια για το μεσημεριανό, άλλοι κουβαλούσαn  κούτσουρα και κλαδιά  κι άλλοι κάρφωναν λαμπάδες πάνω σε πρόσφορα για να διαβαστούν, η σκιά του ήλιου που ανέτειλε άρχισε να πέφτει μέχρι πέρα μακριά στη θάλασσα σκεπάζοντας εκείνο το νησί που πήρε και το όνομα Σκιάθος από το φαινόμενο, όλοι εκστασιασμένοι έβγαλαν τα κινητά να αποθανατίσουν τη σκηνή, ένα αεροπλάνο που περνούσε από πάνω ζωγραφίζοντας άσπρες γραμμές στον γαλανό ουρανό...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...