Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΟΣΜΗ ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟΥ

Μπορούσε να λέει ότι ήθελε αλλά ρε φίλε ο λόγος που τον χώρισε ήταν απλός, της έτρωγε λεφτά, την άρμεγε κανονικά, την χρησιμοποιούσε, καλά όταν έμαθα λεπτομέρειες, τι απαιτήσεις είχε, τι κόλπα έκανε, τι παζάρια, τι τεχνάσματα, τι προλόγους είχε πουλήσει, τι είχε τραβήξει μαζί του, έφριξα. Της είχε φορτωθεί κανονικά ο τύπος, είχε κουβαληθεί κι αυτή έπρεπε να τον ανεχτεί, φέρονταν σα νοικοκύρης κανονικός σε ξένο σπίτι, δεν έκανε ούτε μια δουλειά ο δικός σου εκεί πέρα, δεν πρόσφερε τίποτα, καθόταν σαν το Βούδα αραχτός και χλαπάκιαζε ο τεμπέλαρος, όταν αυτή είδε κι αποείδε και του ζήτησε να φύγει δεν μπορούσε να το πιστέψει, να τον βγάλουν από κει που είχε βολευτεί, δε γίνονταν, δε μπορούσε, εξεμάνη, άρχισε να βαρά τα έπιπλα, ότι έβρισκε μπροστά του, μια σόμπα την πλήρωσε πιο πολύ, και μετά στράφηκε εναντίον της, την κυνήγησε στις σκάλες, η κοπέλα είχε τρομάξει, δεν της είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, για μια στιγμή είχε μπλοκάρει, σαλτάρισε, κόμπλαρε, ύστερα συνήλθε.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι τα είχε φτιάξει μαζί του, είχα απογοητευτεί εντελώς, μα δεν έβλεπε που πήγαινε, και της το είπα, με τρόπο βέβαια αλλά ρε φίλε ήταν πολύ κουφό, δεν ταίριαζαν σε τίποτα, μιλάμε καμιά σχέση, είχα θυμώσει όσο δεν λέγεται, την συναντούσα και δεν ήξερα τι να της πω, ήταν πολύ χάλια, εγώ που σκάω από περιέργεια σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είχα όρεξη να μάθω τίποτα, δε μ΄ ενδιέφερε, θα μπορούσα να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Για ένα διάστημα είχα χάσει επαφή μαζί της, όλως παραδόξως έβλεπα αυτόν κυρίως, με τη φίλη μου είχαμε χαθεί, όποτε βρισκόμασταν απέφευγα ν’ αναφερθώ, δεν είχα καμιά όρεξη, από δω κι από κει μάθαινα τι γίνονταν, τι της έκανε, πως της φέρονταν, μια φορά μπροστά στα μάτια μου αν έχεις το θεό σου της μίλησε στο τηλέφωνο τόσο άσχημα που ήθελα να του χώσω μπουνιά, ήταν θέμα χρόνου να τον σουτάρει και ξαφνικά μαθαίνω ότι το διαλύουν, εντάξει, μπορούσα να πανηγυρίσω.

Όταν άκουσα ότι χωρίζει με πιάσανε κάτι γέλια, δε μπορούσα να κρατηθώ, δεν είπα τίποτα στη φίλη μου ‘’Στά λεγα εγώ!’’ και τέτοια, μοναχά γελούσα, μου φάνηκε πολύ αστείο, ήμουν σίγουρος ότι αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα, βασικά έχω σιχαθεί να μου λένε εκ των υστέρων ‘’Είχες δίκιο!’’ Βέβαια η φίλη μου είχε γίνει κομμάτια, ήταν απαρηγόρητη αλλά εγώ το ήξερα, και ρε φίλε δεν είχα καρφώσει τίποτα όλο αυτό το διάστημα, το σιχαίνομαι , έβλεπα τι έκανε ο άλλος ο βλάκας, το χαμένο κορμί αλλά δεν κάρφωσα τίποτα, όποτε τον έβλεπα με ρωτούσε να μάθει τι γίνεται, να του μεταφέρω πληροφορίες, ήθελε να με κάνει και καρφί το φελέκι μου, όμως εγώ δε γούσταρα, δε μ’ άρεσε, μου φαίνονταν αηδιαστικό, χαμερπές. Απ’ την άλλη μ’ αυτά που έβλεπα είχα φρίξει αλλά σκεφτόμουν ‘’Κορίτσι μου εσύ τα ήθελες, εγώ σε προειδοποίησα τώρα όπως τα έκανες να τα λουστείς μήπως βάλεις μυαλό!’’

Κάνοντας έναν πρόχειρο απολογισμό συνειδητοποίησε ότι της είχε φάει ένα διαμέρισμα, το καταλαβαίνεις, τόσο της είχε στοιχίσει, ένα ολόκληρο διαμέρισμα σ’ ένα χρόνο είχε πάει στράφι! Γιατί ο δικός σου το έπαιζε ειδήμων στα τεχνικά κι οι γυναίκες πάντα έχουν αδυναμία σε τέτοιους, πήγαινε κάθε μέρα σ’ εκείνο το σπίτι που έμενε γιαπί για μήνες και υποτίθεται ότι θα το ανακαίνιζε, όλη την ώρα βέβαια ζητούσε υλικά για να χτίσει, να σοβαντίσει, να βάψει, να κολλήσει, να διορθώσει, να επισκευάσει, να βγάλει τα μάτια του κι ο λογαριασμός ολοένα ανέβαινε, ένα καλοκαίρι είχαν φάει κι εκείνο το σπίτι έμενε ατελείωτο, δεν φτιάχνονταν με τίποτα! Και γιατί να φτιαχτεί, ο τύπος είχε βρει το κόλπο, όλο του έφταιγαν οι άλλοι, δεν υπήρχε μάστορας που να μην είχε πλακωθεί μαζί του, ο ηλεκτρολόγος, ο υδραυλικός, ο σοβατζής, ο αλουμινάς, ο σιδεράς, όλοι ήταν άχρηστοι, ανίκανοι, όλο ζητούσε περισσότερα γιατί όλο και κάτι καινούριο προέκυπτε και στο τέλος τα έριχνε φυσικά σ αυτήν, αυτή τα άκουγε απ’ όλους...

Μετά απ αυτές τις εξελίξεις ήθελα ν’ ακούσω την δική του εκδοχή γι αυτό κατέβηκα σ’ εκείνο το καταραμένο πάρτι( ο θεός να το πει έτσι), στην πραγματικότητα όλοι οι τζαμπατζήδες( Γιάννη δε μιλάω για σένα) είχαν μαζευτεί εκεί πέρα να περάσουν την ώρα τους τρώγοντας και πίνοντας χωρίς να δίνουν φράγκο, από μια τούρτα μασούσαν, κρασί πίνανε, κάτι φωτάκια, κορδέλες, χαρτιά παντού πεταμένα κάτω, μια μουσική βλαμμένη, δε μπορούσα να μείνω ούτε λεπτό εκεί, σηκώθηκα κι έφυγα. Αργά το βράδυ όταν όλοι φύγανε πέρασα μια βόλτα να δω τι γίνεται, η Β μου τηλεφώνησε ότι θα ρθει να φύγουμε μαζί , μετά από λίγο ήρθε κι αυτός, καθόταν μέσα από τον πάγκο, εμείς απ’ έξω, είχαμε σφραγίσει τις πόρτες να μην μπάζει, μαζί μας ήταν κι εκείνος ο βλάκας που πετούσε κοτσάνες και χαζά όλη την ώρα, τι ανόητος θεέ μου!

Καθόμουν εκεί πέρα και τον παρατηρούσα που έψαχνε ένα φίλτρο για το τσιγάρο του ενώ μιλούσε και χειρονομούσε σα διάβολος προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα χαζά του, έτσι ήταν πάντα, έκανε τις μεγαλύτερες βλακείες, τους μάζευε όλους εναντίον του κι ύστερα απορούσε γιατί έπεφτε ο ουρανός να τον πλακώσει. Καλά μιλάμε για πολύ βλάκα, θεωρούσε τον εαυτό του κάτι σπουδαίο, κάτι φοβερό κι όλοι οι άλλοι ήταν κατώτεροι του, όταν του είχα πει ότι τα έφτιαξα με την Β,- που για να τα λέμε όλα απ αυτόν την είχα γνωρίσει- δεν μπορούσε να το πιστέψει, χτυπιόταν, βλέπεις η Β δεν ήταν όποια να ναι, ‘’ Εσύ με την Β, δεν γίνονται αυτά, δεν μπορεί, ψέματα λες, ορκίσου, πες μου που μένει, πως είναι το σπίτι της, πως είναι η γειτονιά της, εσύ με την Β, αποκλείεται, πλάκα κάνεις!’’ Δεν μπορούσε να το χωνέψει, την πήρε κατευθείαν τηλέφωνο και ρωτούσε λεπτομέρειες, εγώ δεν είχα πρόβλημα, άστον να ρωτά, η έκπληξη του ήταν η μεγαλύτερη μου ικανοποίηση, με είχε υποτιμήσει, ‘’Άστον τον ηλίθιο να χτυπιέται!’’ σκεφτόμουνα, εγώ βέβαια ήξερα πως θ αντιδρούσε και γι’ αυτό δεν του τό λεγα για καιρό μέχρι να σιγουρευτώ, ήξερα ότι θα έσκαγε απ’ την ζήλεια του...

Είχα ακουμπήσει σ’ ένα σκαμπό με την πλάτη σε κάποιο ψυγείο, ήμουν πολύ ήρεμος, άκουγα χωρίς να μιλώ, το γεγονός ότι ήταν εκεί η Β που τον ήξερε πριν από μένα και τον συμπαθούσε με βοηθούσε, είχαν περάσει τόσα μαζί άλλωστε πριν τους γνωρίσω, ήταν φιλαράκια, κατά διαστήματα έκανα κάτι ερωτήσεις, κι εκεί απάνω πάθαινε πλάκα, του πετάγονταν τα μάτια, καλά σ’ αυτό είμαι καλός, μπορώ να πω ‘’ Ποιος ήταν ο λόγος , όχι η αφορμή ο λόγος, ποιος το ξεκίνησε, αν ξεκινούσες τώρα τι διαφορετικό θα έκανες, και μια ακόμα ερώτηση του είχα κάνει νομίζω για τις φίλες και τι ρόλο έπαιξαν, καλά αυτές ήθελε να τις φάει, να τις γδάρει, να τις σκοτώσει, ήταν σίγουρος ότι αυτές του είχαν χαλάσει τη δουλειά, ότι είχαν συνωμοτήσει, τις μισούσε πραγματικά εκείνη την ώρα. Ο τύπος μας αφηγούνταν το τι έγινε, το τραβούσε πολύ, έλεγε κι έλεγε, κι έλεγε, ήθελε να το βγάλει από μέσα του, να το μοιραστεί, αυτή ήταν η δική του εκδοχή βέβαια, μπορούσε να πει ότι ήθελε. Η Β κάπνιζε νευρικά, κάτι την έτρωγε, έβλεπε το πράγμα από τη σκοπιά της γυναίκας και την πονούσε, στριφογύριζε στο κάθισμα της κάτι σκεφτόταν και στο τέλος τον περιέλαβε για τα καλά, όταν θυμώνει αυτή καλύτερα να είσαι μακριά, όμως το άτομο ήταν σάικο, τρελαμένος εντελώς, δεν μπορούσες να μιλήσεις σοβαρά μαζί του, δεν άκουγε, άρχισε να ωρύεται, να χτυπιέται, πιο πολύ τον πείραζε η υπόθεση με το σπίτι που έλεγε ότι το είχε φτιάξει με τις πλάτες του, σιγά ρε φίλε, θεωρούσε ότι είχε αποκτήσει δικαιώματα, ότι του ανήκε ‘’Εκείνο το σπίτι έπρεπε να είναι δικό μου! ‘’ ούρλιαξε σε μια φάση.

Όπως γυρίζαμε σπίτι η Β ήταν έξαλλη,‘’’Έπρεπε να μου το είχε κάνει εμένα!’’ είπε ‘’Θα έβρισκα δυο νταγλαράδες να του σπάσουν κάνα χέρι, κάνα πόδι, θα έβαζα κι έναν σκύλαρο έξω απ την πόρτα μου κι άστον τον χαμένο να χτυπιέται!’’ Ήταν μες τα νεύρα ‘’Πως τους επιτρέπουν; ‘’ αναρωτιόταν. Το αστικό που πήραμε αναπηδούσε περνώντας πάνω απ’ τα μεταλλικά φρεάτια που προεξείχαν, δεξιά κι αριστερά αμάξια παρκαρισμένα εμποδίζονταν τις διόδους, δημιουργώντας ασφυξία, παντού ένα δάσος από λαμαρίνα και σίδερο, πως τα είχαν φτιάξει έτσι τα στενά της συνοικίας ώστε να μην περνά τίποτα. Ομίχλη σκέπαζε τις λάμπες στην ανηφόρα της Νεάπολης, χειμώνας είχε μπει πια, κάπου είχε χιονίσει κι έκανε κρύο, στα βενζινάδικα τα βυτία ξεφόρτωναν φορτία βενζίνης, το φεγγάρι ξεπρόβαλε πίσω από μια πολυκατοικία πελώριο φωτίζοντας το δάσος των κεραιών. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο και προχωρήσαμε μπροστά , ένα παιδί στέκονταν κοντά στο τιμόνι του οδηγού και μιλούσε μαζί του, προσπάθησα ν’ ακούσω , λέγανε για αποστακτήρια και καζάνια, ο οδηγός θα πήγαινε το σαββατοκύριακο σ ‘ ένα μέρος όπου βγάζουν τσίπουρο, φαινόταν ότι ήξερε απ’ αυτά, μιλούσε για τεχνικά πράγματα, άμβυκες, θαλάμους βρασμού και λέβητες, για το σημείο ζέσεως του μίγματος, για οσμές πικραμύγδαλου και για την διάταξη απόσταξης, μου άρεσαν όλα εκείνα χωρίς να τα καταλαβαίνω η κουβέντα απέπνεε μια αίσθηση υγρασίας και ομίχλης ανακατεμένης με αλκοόλ.

Με το που ακούμπησα το μαξιλάρι ξεράθηκα, στον ύπνο μου έβλεπα καζάνια, ατμούς και λέβητες, σε μια στιγμή άνοιξα τα μάτια καθώς ένιωσα μια μυρουδιά στο δωμάτιο που μπορεί να ήταν κι απ’ τα όνειρα που έβλεπα,είχα την αίσθηση ότι η κάμαρα είχε πλημμυρίσει από υγρασία, καθώς αναρωτιόμουν τι συμβαίνει οι τοίχοι έτριξαν, οι τζαμαρίες ταρακουνήθηκαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε καθαρά το υπόγειο τράνταγμα που ανακίνησε συθέμελα το κτήριο, κάπου μακριά ένας ήχος μακρόσυρτος ακούστηκε σαν ένα γιγάντιο σκοινί που κόβεται, η Β σφίχτηκε πάνω μου, εγώ δε φοβήθηκα καθόλου ...

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΓΑ ΝΕΦΕΛΩΜΑ ΤΟΥ ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΥ

 Ένας  πυροβολισμός ακούστηκε στο φαράγγι, ο αντίλαλος του αντήχησε μέχρι ψηλά στα  βουνά όπου η βλάστηση απλώνονταν σα χαλί παρδαλό σ’  όλα τα χρώματα, κόκκινο, πράσινο, καφετί, κίτρινο, εμείς είχαμε βγει να μαζέψουμε κάστανα, τριγυρνούσαμε κάτω απ’ τα δέντρα σε κάτι μονοπάτια μες τις σκιές, ρε φίλε δεν είχε ούτε για δείγμα, μόνο στοίβες κούτσουρα που  είχαν αφήσει οι ξυλοκόποι, με πολύ κόπο ανακαλύψαμε μερικά μικρούτσικα τυλιγμένα στ’ αγκάθια τους, είχαμε βαρεθεί, ψάχναμε  μονοπάτι να βγούμε από το πυκνό δάσος όταν εμφανίστηκε  ο  κυνηγός, φόρμες στρατιωτικές φορούσε, το κεφάλι του  ξυρισμένο σύρριζα, έναν ασύρματο βαστούσε στο ένα χέρι,  στο άλλο την καραμπίνα, ‘’Μη ψάχνετε άδικα!’’ φώναξε, ‘’  Τα μάζεψαν όλα!’’
 

Της  Βαϊας ιδέα  ήταν να πάμε για κάστανα,  όλο ιδέες φαεινές είχε, αποβραδίς είδε  ένα πολύ ωραίο όνειρο, δεν θυμόταν ακριβώς μόνο έλεγε ότι όταν ξύπνησε είχε στα μάτια της ένα φως σαν εκείνο που βλέπεις να βγαίνει από τον τρούλο των εκκλησιών το πρωί όταν οι αχτίνες του ήλιου  φτάνουν μέχρι το πάτωμα,  όταν έβλεπε τέτοιο όνειρο η μέρα της θα πήγαινε καλά, ήταν σίγουρη, είχε  πείσει   κι έναν ντόπιο γνωστό της   να έρθει μαζί μας για  να μας δείξει το δρόμο.  Αυτός ήξερε καλά τα μονοπάτια, σ ένα ρέμα είχαμε χωθεί με δέντρα τόσο ψηλά που έκρυβαν τον ήλιο όμως ο οδηγός  μας ήταν τόσο καλός που δεν ανησυχούσαμε, μας φιλοξενούσε  για ένα τριήμερο  στο εξοχικό του και περνούσαμε τζάμι,  το είχε φτιάξει τόσο ωραίο που δεν έβρισκες τέτοιο σ’ ολόκληρη την περιοχή, όσοι έρχονταν κατά κει τρελαίνονταν  ήθελαν να το φωτογραφίσουν τόσο όμορφο ήτανε! 

Στην αυλή του  λωτοί κιτρινωποί, ώριμοι  έγερναν τα κλαδιά τους, μηλιές  γεμάτες φρούτα κατακόκκινα, γλυκά, τραγανά, τα ρόδια είχαν αρχίσει να σκάνε, κρόκοι μαβιοί φύτρωναν μέσα στο χορτάρι που σκέπαζε την αυλή, τριανταφυλλιές άσπρες και ροζ, θάμνοι χαμηλοί σχημάτιζαν φράχτες κάθετους, φυτά αναρριχώμενα με λουλούδια γαλάζια σα χωνάκια απλώνονταν στους τοίχους, τι ωραίο κήπο που είχε φτιάξει  ρε φίλε ο τύπος! Εμείς μαζεύαμε κούμαρα και  καρύδια κουνώντας τα μικρά δέντρα,  ‘’ Τα κούμαρα να τα αφήσετε στο μπαλκόνι μαζί με τα κυδώνια να ωριμάσουν!’’ μας φώναζε ο οικοδεσπότης…
 

Το σπίτι ήταν παλιό, χρόνια πολλά είχε μείνει εγκαταλειμμένο και ρήμαζε, μας έδειξε φωτογραφίες στο κινητό, κάτι μαστόρους Αλβανούς φώναξε που γκρέμισαν την διαλυμένη σκεπή, καθάρισαν τους τοίχους με αμμοβολή, έβγαλαν τις φαγωμένες ξυλοδεσιές στις γωνιές, αρμολόγησαν τα ντουβάρια, έβαλαν δοκάρια περιμετρικά στα ταβάνια, διόρθωσαν το κελάρι  και τις καμάρες στις εισόδους, έστρωσαν πλάκες στην αυλή, μέχρι κι έναν ξυλόφουρνο που κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχε κάτω από μια σκάλα ανακάλυψαν και τον ξανάφτιαξαν, όλο το κτίσμα έμοιαζε μεγαλόπρεπο, ωραίο,  τέλει,  μονάχα άμα πήγαινες στην πίσω πλευρά έβλεπες κάτι γκρεμίσματα, κάτι τοίχους σμπαραλιασμένους, μπάζα παντού, ένα χάλι, απορούσαμε γιατί δεν το είχε φτιάξει κι εκείνο το σημείο μοναχά το άφησε έτσι ρημάδι…
 

Όλα τα λεφτά που έιχε μαζέψει όλα τα χρόνια  δουλεέυοντας στα καράβια τα είχε ρίξει ο νοικοκύρης σ’ εκείνο το σπίτι, του άρεσε η ησυχία εκεί πάνω, μπορούσε να μείνει μόνος για μέρες, βδομάδες, μήνες,  έιχε συνηθίσει απ'  τα βαπόρια,  δεν είχε πρόβλημα, όταν ήταν μικρός ο πατέρας του τον έστελνε σ ένα μαντρί με πρόβατα που είχε ένας θείος του, το σόι του όλοι βοσκοί ήτανε, έπρεπε να διανύσει μια μεγάλη απόσταση με τα πόδια περνώντας από ένα  νταμάρι απ’ όπου κουβαλούσαν πέτρες για τα σπίτια τους, δεν έβγαζαν πλέον πέτρες από το λατομείο κι είχε απομείνει μια τεράστια τρύπα, κάποτε απ’  την κοινότητα πήγαν να φυτέψουν ένα δάσος για να καλύψουν λίγο την ασχήμια, τη μέρα φύτευαν τα δεντράκια  τη νύχτα οι βοσκοί  τα ξερίζωναν να μη χαθούν τα βοσκοτόπια τους κι έτσι έμεινε το νταμάρι να χάσκει μες την ερημιά γυμνό, με τον καιρό βέβαια είχε γίνει κι εκείνο μέρος του τοπίου κι οι ντόπιοι ερχόντουσαν τις Πρωτομαγιές κατά κει να ψήσουν σε  κάτι ψησταριές τσιμεντένιες που είχε στήσει κάποιος κοινοτάρχης…
 

Φθινόπωρο ήτανε, καιρός καλός, μαλακός, τα βράδια  στην κουζίνα του παλιού αρχοντικού o άντρας  που έιχε εκείνο το σπίτι καθόταν με το εγγόνι του ένα μελαχρινό κορίτσι κάπου δεκαπέντε - δεκάξι χρονών και του μιλουσε για  τα ταξίδια του τότε που γύριζε στις νότιες θάλασσες και τις νύχτες μπορούσε να δει αστερισμους που δεν υπάρχουν στο βόρειο ιμισφαίριο σαν τον Χαμελαίοντα, την Οκταδα, τον Ιπτάμενο ιχθύ και κυρίως το πιο λαμπρό σχηματισμό,  αυτόν που βλέπανε οι θαλσσοπόροι σαν διέσχιζαν τις ακτες της Νότιας Αμερικής  το περίφημο  Μέγα Νεφέλωμα του Μαγγελάνου που έιναι γεμάτο από γιγάντιους  κυανούς αστέρες...  
 

Καθώς έμπαινε ο χειμώνας η γυναίκα του έβγαζε απ’ τις ντουλάπες τις κουβέρτες και τα χαλιά   για το μεγάλο δωμάτιο των καλεσμένων, σε μια μεριά του δωματίου  υπήρχε ένα τζάκι τεράστιο μπροστά στο οποίο   τα βράδια καθόμασταν και μιλούσαμε, ο οικοδεσπότης δεν έλεγε τίποτα φαίνονταν όμως ευχαριστημένος που μας άρεσε εκεί πάνω, ‘’Τι ωραίο σπίτι που έχετε!’’ του είπε ένα βράδυ  η Βάϊα ‘’Μόνο που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το πίσω μέρος είναι τόσο χάλια, φαίνεται πολύ άσχημο έτσι,  γιατί δεν κάνετε τίποτα !’’ –‘’ Δεν είναι δικό μας!’’ πετάχτηκε η γυναίκα του οικοδεσπότη ‘’Είναι του κουνιάδου μου, ξέρετε τι έχουμε τραβήξει, τι προβλήματα μας έχει δημιουργήσει, τι μηνύσεις μας έχει κάνει ο κουνιάδος μου που είναι κι αστυνόμος’’- Σταμάτα πια!’’ πετάχτηκε ο άντρας της κάπως αγριεμένος σαν κάτι να είχε πάθει κι  άρχισε να μιλά με τόσο μένος για τον αδερφό του  που σε κάποια στιγμή φοβηθήκαμε, μάλιστα χρησιμοποίησε και κάτι κουβέντες βαριές, κάτι βρισιές που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα εκστόμιζε εκείνος ο άνθρωπος.

Η βραδιά είχε χαλάσει,  η Βαϊα έφταιγε που είχε φαγωθεί να ρωτά,  τι την ένοιαζε για τα μπάζα, πολύ μυστήρια ήταν φίλε μου, όλα να τα ξέρει ήθελε, μας είχαν  φερθεί τόσο καλά κι εμείς  τα είχαμε  κάνει μαντάρα,   σκεφτόμασταν ότι την  άλλη μέρα θα μαζεύαμε τα μπογαλάκια μας και πάνε τα τζάκια κι οι κιτρινωποί λωτοί και τα λουκάνικα που ψήναμε, όλα έμοιαζαν χαμένα όμως μετά κάτι του είπε η φίλη μας κάτι κουβέντιασαν στα κρυφά- καλά σ αυτά δεν παίζονταν-  και προτού κοιμηθούμε ο οικοδεσπότης μας ρώτησε αν θα θέλαμε την άλλη μέρα να πάμε μια βόλτα στο μοναστήρι που υπήρχε εκεί κοντά σ ένα οροπέδιο. Άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς, αυτό έμοιαζε λίγο με περιπέτεια, πρωί πρωί ξεκινήσαμε  ακολουθώντας έναν χείμαρρο  ξερό, με τόσο  ποδαρόδρομο είχαμε λυσσάξει απ' την πείνα, ευτυχώς κουβαλούσαμε μαζί μας σαλάμια, ψωμιά, κασέρια, τυριά ότι θες, η Βαϊα κρατούσε ένα θερμός με καφέ ασημένιο τυλίγοντας όλη την ώρα τα δάχτυλα της γύρω του, χωρίς αυτό δεν πήγαινε πουθενά. Όπως είχαμε ξεθεωθεί στο περπάτημα τα μπουκάλια μας άδειασαν από νερό οπότε τραβήξαμε κατά το μοναστήρι,  ευτυχώς δεν ήταν μακριά,  απ’ έξω δεν φαίνονταν  εντυπωσιακό, ένα τείχος το περικύκλωνε κι από ψηλά ένας πύργος απ΄ όπου μπορούσες να κατοπτεύσεις το οροπέδιο.  Διαβήκαμε την παλιά μαρμάρινη πύλη, στην αυλή  μια γυναίκα σκούπιζε το λιθόστρωτο, σε μια πλευρά περιφραγμένη  ζαρκάδια έτρεχαν στις πέτρες μιας πλαγιάς, πλησιάσαμε να τα ταΐσουμε βελανίδια που υπήρχαν άφθονα στο χώμα,  ήσυχα ήτανε,  κάπως χαζά, μεγάλα μάτια και μια σειρά από βούλες σαν στίγματα στη ράχη τους, τα ελάφια λέει γίνονται πιο ψηλά, σαν άλογα, αυτά εδώ ήταν σα κατσίκια αλλά πιο όμορφα, κάποια στιγμή λέει οι καλόγριες τα αμολούσαν στα κορφοβούνια κι αυτά μάθαιναν  να επιβιώνουν μόνα τους, έψαχναν  για νερό που  ήταν το πιο  δύσκολο, τροφή υπήρχε άφθονη, συνήθως κατέληγαν  σε μια περιοχή με πηγές, αν προλαβαίναμε θα πηγαίναμε…
 

Αφήσαμε τα χαζά ζαρκάδια και τραβήξαμε προς την εκκλησιά, στην είσοδο αγιογραφίες με τον παράδεισο και την κόλαση, στο ιερό μπροστά   ένα τέμπλο βαρυφορτωμένο γεμάτο κόλπα και σχέδια, περιστέρια, λιοντάρια, ρόδακες, παγόνια,  ότι ήθελες, σε κάμποσα σημεία του η χρυσή μπογιά είχε ξεβάψει,  φαίνονταν το ξύλο, στην οροφή θόλοι ψηλοί γεμάτοι ζωγραφιές, στο αναλόγιο βιβλία παλιά, γεμάτα κεριά που στάξανε , μια καλόγρια ξερακιανή  πηγαινοέρχονταν φουριόζα, ‘’Οι γυναίκες να φορέσουν φούστες !’’γρύλισε σε μια στιγμή κι όλοι τρομάξαμε, ύστερα άλλαξε τροπάρι ‘’Μπορείτε να μας βοηθήσετε να ξεφορτώσουμε κάτι άχυρα;’’  Ρώτησε.  Τι να κάναμε, την ακολουθήσαμε, ανεβήκαμε οι άντρες σ ένα μικρό φορτηγό γεμάτο χόρτο, φορτωνόμασταν στην πλάτη τις μπάλες  και τις αδειάζαμε σ’  έναν μύλο παλιό που τον είχαν κάνει αποθήκη, δεν ήταν και πολύ κουραστικό, στο τέλος εκείνη η καλογριά η σπαστική μας ευχαρίστησε κι αυτό μας φάνηκε πολύ περίεργο, περιμέναμε ότι θα μας έριχνε καμιά κατάρα…
 

Και μετά η Βάϊα πρότεινε να πάμε για κάστανα και μούρα,  κατάλαβες φίλε μου, εμείς θέλαμε να πάμε για  κάνα ντουζάκι  και να την πέσουμε κι αυτή ήθελε να μαζέψει φρούτα του δάσους, τι να κάναμε, μπήκε μπροστά ο οικοδεσπότης κι εμείς  ακολουθήσαμε, αφήσαμε το οροπέδιο και μπήκαμε στο δάσος όπου δεν έβλεπες τη μύτη σου  τόσο σκοτεινά ήταν,  περπατούσαμε πάνω σε αχινούς άδειους,  πριν από μας πρέπει να είχε περάσει από κει ένα κάρο κόσμος και δεν είχαν αφήσει τίποτα  παρά μόνον αγκάθια,  τι γκαντεμιά ρε φίλε , όπως ήμασταν απελπισμένοι ακούσαμε εκείνη τη ντουφεκιά και πεταχτήκαμε εκεί μέσα στα σκοτεινά,  θα μπορούσαμε να φάμε καμιά αδέσποτη και να πάμε αδιάβαστοι, ο οδηγός μας ανησύχησε και βιάστηκε να βρει κάποια έξοδο σε μέρος ανοιχτό όπου μπορούσες να δεις  τι γινότανε. 
 

Με το που βγήκαμε σ’ ένα ξέφωτο πέσαμε  σ’  εκείνον τον κυνηγό με τα στρατιωτικά και τον ασύρματο,  όταν τον είδε ο οικοδεσπότης μας άλλαξε χρώμα ενώ ο άλλος φάνηκε να μαζεύεται κι έσφιξε στα χέρια του το όπλο, στεκόμασταν εκεί και τους κοιτάζαμε, δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε  την αιτία της  έντασης,  ήταν μια στιγμή δύσκολη, χρειαζόταν  κάποιος να προσέξει ότι μοιάζανε  και τότε καταλάβαμε τι συνέβαινε. Για ένα διάστημα που μας φάνηκε ατελείωτο παρακολουθήσαμε μια φιλονικία  εκεί πάνω στα βουνά με τα καφετιά,  τα κόκκινα  και τα κίτρινα χρώματα, εμείς φυσικά ήμασταν με τον οικοδεσπότη όμως ο άλλος βαστούσε το όπλο και δεν ήταν για να παίζεις,  η Βάϊα έτριβε τα δάχτυλα της στο θερμός,  μια κοπέλα που ήταν  μαζί μας άρχισε να κλαίει ενώ οι δυο άντρες έβγαζαν την επιφάνεια λεπτομέρειες και ιστορίες που διαφορετικά  δεν θα έβλεπαν το φως και δεν έπρεπε να ακουστούν,  όλο το σκηνικό γύρω ήταν σα θέατρο τεράστιο και δεν ξέραμε πως θα τέλειωνε όλο αυτό  όταν τελικά μέσα απ’ το δάσος βγήκαν δυο ακόμα κυνηγοί,  πλησίασαν σιγά- σιγά εκείνον  με τον ασύρματο,  του πήραν ήρεμα το όπλο κι όλα ησύχασαν πάλι…
 

Όλοι ξεφυσήσαμε ανακουφισμένοι και καθίσαμε σε κάτι πέτρες να ηρεμήσουμε λίγο,  ‘’Πηγαίνετε μόνοι σας,  ξέρετε το δρόμο,  εγώ θα καθίσω λίγο μόνος μου!’’ είπε ο άντρας που μας φιλοξενούσε κι εμείς βιαστήκαμε να φύγουμε από κει,   όπως περπατούσαμε δίπλα στον ξερό  χείμαρρο γυρίζαμε πίσω να δούμε αν έρχεται, για ώρα πολλή δεν φαίνονταν,  τελικά είδαμε τη φιγούρα του να μας ακολουθεί από μακριά,  στο βουνό πάνω απ’  τα κεφάλια μας  ντουφεκιές ακούγονταν μέχρι ψηλά πάνω στις πλαγιές…

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...