Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

ΓΚΝΤΑΝΣΚ

Βαρέθηκα το Χειμώνα κι ακόμα έχει κρύο γιατί ο Μάρτης όπως λένε κι οι παλιοί μπορεί να βγάλει βροχές παγωνιές και χιόνια και να μαρμαρώσει γριές και γέρους τσομπάνηδες με τα κοπάδια τους που τα βλέπεις να χάσκουν έξω από χωριά ανάμεσα σε βράχια  και πουρνάρια. Χάλασε και το Μp3 κι ακόμα ένα μηχανηματάκι  όπου έγραψα ένα σωρό κομάτια, πεταμένο στο συρτάρι. Πάει κι ο Τonwεs  Van Zandt  με το '' sometimes I don' t know where this dirty road is taking me. . .'', πάει κι ο J. J. Cale με το '' ... that lonesome old highway seems to be our way no doubt..''.
Στην τηλεόραση μαμάδες κλαίνε για τα παιδιά τους που μαγειρεύουν και γέροι δακρύζουν ακούγοντας τραγούδια από τα μέρη τους όπου απόμειναν μονάχα τοίχοι κι αγριόχορτα. Στα έργα του μετρό δουλεύουν τη νύχτα πίσω από παραπετάσματα σιδερένια και βλέπεις κράνη μόνο και στολές φωσφορίζουσες σαν κάποιοι να περιεργάζονται ένα UFO που έπεσε στην πόλη σα μετεωρίτης τη νύχτα και το είδε ένα παιδί μονάχα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί νόμιζε ότι κάτι θα βγει από τη ντουλάπα του.
Άντε νάρθει η Άνοιξη για να πλυμμηρίσουν τα πάρκα από μαυροπόυλια με καφετιά στιγματα κι η Μεγάλη Παρασκευή με τους Γάλλους τουρίστες να σε ρωτούν στον Άγιο Δημμήτριο για τα μάρμαρα , τα λείψανα και τις αγιογραφίες. Η Άνοιξη με τους επιτάφιους και τις βιόλες που μαζεύαμε από τον κήπο της κυρα Χριστοδουλιάς  που μας χαμογελούσε δείχνοντας τα χρυσά της δόντια, τότε που πηδούσαμε από γιαπιά πάνω σε σωρούς άμμου κι ανακατεύαμε σιμιγδάλι κίτρινο σ' ένα ταψί πάνω από τη φωτιά για να γίνει χαλβάς. Άντε νάρθει η Άνοιξη εκεί κάτω στα Αλώνια όπου παίζαμε μπάλλα με κάτι βράχους όρθιους για εστίες, κοντά στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων, τους πολεμιστές με τους θώρακες και τις ασπίδες, εκεί που έχει κερασιές και μια γέφυρα όπου ο Νίκος έμπλεκε τα πόδια σε κάτι κάγκελα κι έριχνε το κεφάλι του στο κενό ενώ εγώ έψαχνα για μέντα με τα βιολετιά λουλουδάκια που φύτρωνε ανάμεσα σε πέτρες κόκκινες, εκέι όπου υπηρχαν πλέγματα για να κρατούν τις σαθρές πέτρες και κάτι φούρνοι αρχαίοι με πέτρες στρογγυλεμένες, εκεί όπου βάζαμε αεροζόλ μέσα στα τεράστια λάστιχα των τρακτέρ για να τα δούμε από μακρια να ανατινάζονται με κρότο στον αέρα.
Κι ύστερα νάρθει το Καλοκαιράκι με τα πανηγύρια στον Αι Γιάννη όπου από το ξημέρωμα έβραζαν κρέατα στα μπακιρένια καζάνια κι έψηναν πατάτες σε μεγάλα ταψιά κι έφερναν σταφύλια από τα αμπέλια κάτω εκεί στα Μπουργκάζια. Το καλοκαίρι που μαζεύονταν στο καφενείο κάτι τύποι αξύριστοι, έπιναν ούζο από το πρωί κι ύστερα καβαλούσαν κάτι γαλάζια τρακτέρ θεόρατα ενώ τη νύχτα έπαιζαν στα χαρτιά τα λεφτά των επιδοτήσεων.
Το καλοκαίρι που ο ήλιος δέρνει ανελέητα  το Βορινό μου διαμέρισμα και τα κοράκια σκοτώνουν τα παραδείσια πουλιά μέσα στα κλουβιά τους το ξημέρωμα εκεί σ' ένα μπαζωμένο ρέμα στην Ηλιούπολη. Το καλοκαίρι που ο ήλιος φλέγει τα Φλογητά κι ο κύριος Μηνάς στο μαγαζί του εκεί στο Βαρδάρη μας λεει ιστορίες για τότε που πήγαινε στη Σουηδία μέσω Δανίας μ' ένα κάρο προμήθειες κι οι τελωνειακοί έψαχναν σαλταρισμένοι  μέσα στα τάπερ και τις πετσέτες κι άλλοτε ήθελε να πάει στην Στοκχόλμη για να δουλέψει στο'' ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ ''όπου τραγουδούσαν οι ΑΒΒΑ Κι ο Ροντ Στιούαρτ και δοκίμασε το δρόμο μέσω Γκντανσκ, το λιμάνι με τα ναυπηγεία όπου δούλευε ο Βαλέσσα  εκεί πάνω στη Βαλτική Θάλασσα για να καταλήξει στο Ανατολικό Βερολίνο με κάτι τρένα προιστορικά που έκαιγαν κάρβουνο, όπου τον ανάκριναν τρία μερόνυχτα σ' ένα κελί εφιαλτικό κάτι ξανθοί τύποι και παραλίγο να τον κρατήσουν πίσω από το παραπέτασμα για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...