Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Ο ΠΙΟ ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΒΑΖΑΡ

‘’Πρέπει να της μιλήσω οπωσδήποτε!’’ είχα σκεφτεί μόλις την είδα, για μένα είχε έρθει εκεί πέρα, το ήξερα, με είχε προσέξει, μου το είπε άλλωστε τότε που με κρατούσε μπροστά σ ένα τζάμι όπου έβλεπες παγωτά με σύκο, πορτοκάλι, φράουλα, κομμάτια γκοφρέτας, κομμάτια σοκολάτας, ένα φόρεμα κοκκινωπό στο χρώμα του δέρματος φορούσε, εγώ κοιτούσα κατά τη θάλασσα που χρύσιζε…

Της άρεσε η φωνή μου ‘’Απ αυτήν άρχισα να σ ερωτεύομαι!’’ μου είπε, δε μου το χαν ξαναπεί, εγώ δεν αντέχω ν μ ακούω όταν μας ηχογραφεί ο Άρης, μου φαίνεται πολύ χάλια. Ανάμεσα στα σώματα μας υπήρχε μια χημεία καταπληκτική, ήταν καλή μαζί μου, φιλότιμη έτοιμη να δώσει και τη καρδιά της δίχως να ζητήσει αντάλλαγμα, μου έδειχνε φωτογραφίες από νησιά, ακτές, βράχια, παραλίες, εκδρομές στο εξωτερικό, βόλτες σε πλατείες με συντριβάνια κι αγάλματα όπου γίνονταν γιορτές, κόσμος στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον, βεγγαλικά απαστράπτοντα έσκαγαν ψηλά, στον αέρα αιωρούνταν πιάνα, κλόουν, ακροβάτες, μάγοι, το πρωί είναι όλοι μούσκεμα απ το κρασί… Μου έδειξε τα κοσμήματα που είχε μέσα σε κουτάκια μικρούτσικα χρωματιστά, τα μονόπετρα τεράστια, βραχιόλια ασημένια σκαλιστά με σχέδια όμορφα περίπλοκα που έσπασαν και θέλουν κόλλημα και κάτι άλλα δαχτυλίδια και δώρα και κόλπα διαφορά, ρε φίλε τι μαζεύουν οι γυναίκες… Μου είπε και για κείνο το κόσμημα που το είδε σε μια βιτρίνα και το ήθελε οπωσδήποτε, όμως τα μαγαζιά είχαν κλείσει αλλά αυτή επέμενε ότι θα της το έπαιρναν, το πρωί της δευτέρας έτρεξε να το πάρει, όμορφο ήτανε …

Μου έλεγε ιστορίες για τη Δωδώνη, το παλιό ζαχαροπλαστείο με τις μπουγάτσες που είχαν ένα φύλο χοντρό και νόστιμο, δεν το βρίσκεις πια, και για τη γυναίκα που σερβίριζε εκεί πέρα μια μεσόκοπη με κρεπαρισμένα μαλλιά χειμώνα καλοκαίρι, κάτι πάστες άσπρες με ινδοκάρυδο μου είχε ζητήσει να τις πάρω, πολύ φρέσκες, πολύ απαλές ήτανε, είχαν κάτι στρώσεις μαλακές, θύμιζαν τις πάστες που έτρωγες όταν ήσουν παιδί , ήθελε να τις φάει όλες επί τόπου…


Όταν ξυπνούσα έβρισκα την οδοντόβουρτσα και το ξυραφάκι μου στο ποτήρι, τη πετσέτα διπλωμένη πάνω στο πλυντήριο, ζητούσα το σώμα της, άκουγα την ανάσα της στ αυτιά μου συνέχεια, ήθελα να της μιλώ, το πρωί ήταν όμορφη, τα μάτια της θύμιζαν χάντρες μικρούτσικες, οι μαύροι κύκλοι κατά τρόπο παράξενο τις πήγαιναν…


‘’Γιατί ρωτάς τόσα πολλά;’’ μου έλεγε, ‘’Γιατί σκέφτεσαι συνέχεια; ’’ όμως εγώ ήθελα να μάθω τι γίνεται σ αυτόν το κόσμο τον εσωτερικό, τον μυστήριο, τι συμβαίνει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που μένουν στο ίδιο σπίτι, που κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, πως γίνεται να συνυπάρχουν, το είχα ξεχάσει…

Είχα ακουμπήσει πάνω της, ήμασταν τόσο καλά, την είχα ήταν δικιά μου εκείνη τη στιγμή, της είπα ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί της, δε με πίστεψε, έτσι είναι οι γυναίκες, αμφιβάλουν ότι κι αν κάνεις, όλο παρερμηνείες και παρεξηγήσεις συμβαίνουν καθώς είσαι στη τσίτα, θέλει πολύ προσοχή, πολύ ψυχραιμία, πολύ υπομονή, οι γέφυρες δε στήνονται εύκολα, κι ούτε ξέρεις κατά που θα κινηθεί το πράγμα, κάθε στιγμή μπορεί ν αλλάξει κατεύθυνση, να σε πάει προς τα πίσω και άιντε ξανά πάλι απ την αρχή, δεν είναι διατεθειμένες να κουνηθούν ούτε εκατοστό απ τη θέση τους, σέρνουν αμαρτίες κι εμπειρίες που πονάνε σαν πληγές ανοιχτές, φοβούνται ότι καμιά κατραπακιά τις περιμένει πάλι τη γωνία.


Κι ύστερα είναι το τελείως διαφορετικό του χαρακτήρα που είναι ελκυστικό απίστευτα αλλά πρέπει να το συνηθίσεις, να το προσαρμόσεις στα μέτρα σου. Σου λένε και ιστορίες τόσο τρομερές που δε λέγονται, μερικά πράγματα δε μπορείς να τα γράψεις, δε γίνεται, δεν είναι δυνατό, θυμώνουν με το παραμικρό, σου λένε ότι αν αδιαφορούσαν δε θα έκαναν τίποτα οπότε πρέπει να χαίρεσαι για τα βασανιστήρια που σε υποβάλουν, πολύ ωραία, ψάχνουν να βρουν αδυναμίες, ελλείψεις και ψεγάδια πάνω σου, γίνονται σκληρές, τόσο σκληρές που σε κάνουν να βάζεις τα κλάματα κι όλα αυτά ενώ υποτίθεται ότι σ αγαπούν, δε καταλαβαίνουν τίποτα, αδύναμο φύλο σου λέει, ναι καλά, όλο αυτό είναι λίγο σαδιστικό βέβαια, που να μη μας αγαπούσαν κιόλας…

Τη νύχτα ήχοι περίεργοι με ξυπνούσαν, αυτή τινάζονταν τρομαγμένη σα να έβλεπε εφιάλτες, ένα ρίγος με διαπερνούσε, πονούσαν τα λαιμά μου, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, δε μ έπιανε ύπνος ένα θρίλερ είχα δει κάποιο που του είχαν κόψει τα δάχτυλα πάλευε μ ένα παλαβό σ ένα νησί οι κόρες των ματιών του παλαβού είχαν διασταλεί τόσο πολύ που γέμισαν ολόκληρο το μάτι του, στη ζαλάδα μου ένα μπλουζάκι άφησα δίπλα στη λεκάνη με τη χλωρίνη, το πρωί το μαύρο χρώμα του είχε γίνει μια κηλίδα πορτοκαλιά.



Ήταν τόσο πολλά που έπρεπε ν αφομοιώσω να καταλάβω να χωνέψω υπήρχαν στιγμές που το μυαλό ήταν έτοιμο να καταρρεύσει τα συνεχή μπρος πίσω μπορούν να σε τρελάνουν οι μέρες περνούσαν γρήγορα κι το καλοκαίρι τελείωνε και τα βράδια έπιαναν βροχές κι ορίζοντας φωτίζονταν από αστραπές. ''Όταν με δεις να βάφω τα νύχια μου να ξέρεις ότι δεν είμαι καλά!'' μου είπε κι εγώ σκέφτηκα ότι αυτό θα έπρεπε να το θυμάμαι, όταν μαλώναμε κι έφευγα απ τις σκάλες μου άναβε το φως, εκεί που νόμιζα ότι όλα τελείωναν ελπίδες τυφλές αναδύονταν κάθε φορά έπρεπε να καταλάβω τι εννοούσε μ αυτά που έλεγε και τι κρύβονταν κάτω απ τα λόγια της.


Μια τρυφερότητα για όλους ένιωθα, όλους ήθελα να τους αγγίζω, κάτι πρέπει ν ανέδυε το σώμα μου, οι γυναίκες πρέπει να το καταλάβαιναν, στο αστικό ένα κορίτσι ήρθε να καθίσει δίπλα μου, ένα στεφάνι μεταλλικό είχε τυλιγμένο γύρω απ το μέτωπο, ''Πολλές τρελές μπαίνουν μες τα λεωφορεία...'' είπε '' και με κοίταξε περίεργα με τα γαλανά μάτια της, ένα άρωμα βαρύ φορούσε, έπαψε για λίγο , μετά συνέχισε '' Τη Κυριακή είναι τα εννιάμερα της Παναγίας, γιορτάζουν στη Μηχανιώνα !’’


Τα πρωινά έβγαινα ζαλισμένος, στο δρόμο, μια εκκλησία έψαχνα, γυναίκες κατέβαζαν σακούλες στους κάδους, κάποιος ανέβαζε ένα στόρι, γάτες με ρίγες πιτσιλωτές που θύμιζαν πάνθηρες διέσχιζαν αργά το οδόστρωμα , ένα μηχανάκι με μια σημαία πελώρια καρφωμένη στη πίσω μεριά του πέρασε, ένα παιδί είχα πετύχει σε μια ανηφόρα, έμοιαζε ξέπνοο, ένα μπλουζάκια μ ένα κορδόνι που έδενε στο στήθος φορούσε, το ρώτησα κατά που έπεφτε η εκκλησία’’ Μια ανάσα να πάρω !’’ μου είπε ‘’Έρχομαι από ποτό! ‘’ κοντοστάθηκε και μου έδειξε. Κουράστηκα μέχρι να φτάσω, σ ένα σκαλί σκόνταψα, παλιό κτίσμα, κάτι θόλοι ψηλοί, τοιχογραφίες παλιές, ένα παιδί έψελνε, ωραία φωνή είχε, ακουστική θαυμάσια είχε ο χώρος, ο Χρήστος που ανέβηκε κάποτε στον τρούλο μου είχε πει ότι έχουν βάλει εκεί πάνω πιθάρια αρχαία που αναπαράγουν τον ήχο και τον σκορπίζουν τριγύρω, αυτός ανέβηκε κάποτε από μια σκάλα μυστική μαζί μ ένα νεωκόρο και τα είδανε, δε χρειαζόταν μικρόφωνο, ο ήχος απλώνονταν όμορφα, ένα κορίτσι ψηλό με πρόσωπο άσπρο μας κοίταζε...


‘’Μετά την εκκλησία τα λέγαμε με το Χρήστο, ‘’Κάνεις καθόλου τη προσευχή σου;’’ με ρώτησε ‘’Όχι!'' είπα ''Ψέλνεις όμως στο αναλόγιο, κι αυτό είναι καλό, πολύ καλό!’’ είπε σχεδόν από μέσα του, τι παιδί κι αυτό, τελευταία διάβαζε πολύ αστρονομία, μου ζητούσε να του βρω βιβλία για τους γαλαξίες, είχε κόλλημα, ψώνιο δε ξέρω πως σκέφτονταν αυτό το παιδί, ποτέ δε μπορούσες να καταλάβεις τι είχε στο μυαλό του. Μιλούσε για τα φάσματα των γαλαξιών, τον τρέλαινε η ιδέα ότι φως που φτάνει από κει πάνω χρειάζεται να ταξιδέψει απίστευτα διαστήματα, ήταν καλός στα μαθηματικά, του άρεσαν οι υπολογισμοί μεγάλων αριθμών που περιλάμβαναν δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια, τον τρέλαινε κι ότι σχετίζονταν με το φως, μου εξηγούσε τις θεωρίες για τις μαύρες και τις λευκές τρύπες οι οποίες καταναλώνουν τέτοιες ποσότητες ενεργείας που το μυαλό δε μπορεί να συλλάβει! Καλά πολύ κουφά μου φαίνονταν όλα αυτά, είχα και τα δικά μου αλλά όπως τα έλεγε εξέπεμπαν μια γοητεία, πίστευε ότι εκεί ψηλά υπήρχε ένα πράγμα φωτεινό, ένας κβάζαρ που ήταν το λαμπρότερο αντικείμενο σ όλο το σύμπαν, ένα πράγμα που έμοιαζε με το υπέρτατο θεϊκό δημιούργημα και που δεν είχε μελετήσει κανείς ποτέ! Ήταν φανερό ότι αυτό ήταν το πάθος του,  δε μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν είχε σπουδάσει, μια φορά μου είπε ότι είχε κερδίσει μια υποτροφία για ένα πανεπιστήμιο κάπου στην Αμερική μα δεν πήγε επειδή δε καταλάβαινε τη γλώσσα, του φαίνονταν εμπόδιο αξεπέραστο, ανυπέρβλητο, για κάποιο λόγο δεν ήθελε να κάνει κάτι για να το ξεπεράσει, έμεινε εδώ πέρα ....

Στο κέντρο είχε δροσιά , τουρίστες με ρούχα καθαρά, σιδερωμένα, πέδιλα άνετα, καπέλα πλατύγυρα, νερό από μπουκαλάκια έπιναν, κοπέλες με γάμπες γυμνές αραδιασμένες στα καθίσματα, άνθρωποι έτρωγαν μπροστά σε τραπέζια με τραπεζομάντιλα καρό, ένας ζητιάνος είχε σωριαστεί στο κάθισμα του με το χέρι απλωμένο , αθλητικά ακούγονταν απ το ανοιχτό ραδιόφωνο που είχε κρεμάσει στη ράχη της καρέκλας του, κτίρια ψηλά τριγύρω με κλιματιστικά σφηνωμένα ανάμεσα σε τζάμια καφετιά, σταγόνες έπεφταν απ’ τα καπάκια του εξαερισμού…

Στο μαγαζί που πήγαμε γίνονταν χαμός, παρέες, όργανα ακούγονταν από κάπου, όλοι ήταν χαρούμενοι, μερικοί χόρευαν κάτι τραγούδια παλιά, γύρω τύποι περίεργοι που βρέθηκαν εκεί πέρα ένας μ ένα μουστάκι βαυαρικό που κρέμονταν μέχρι το λαιμό ένας άλλος με δυο δαχτυλίδια ένα κόκκινο κι ένα γαλάζιο μ είχε πιάσει μια εφορία, μιλούσα ασταμάτητα χειρονομούσα, αντικείμενα έπεφταν απ τα χέρια μου , ‘’ Μήπως είσαι ερωτευμένος; ‘’ με ρώτησε μια κοπέλα …

Καθόμασταν με το Χρήστο στο μαγαζί που ήταν στέκι όλων των αποτυχημένων κι όλων των σμπαραλιασμένων κι όλων των καμένων, τι μέρος κι εκείνο ρε φίλε, χαζεύαμε εκείνο το τύπο που δε μπορούσες να καταλάβεις την ηλικία του που κατάφερνε κάθε φορά να τον κερνούν όλες οι παρέες, πως το 'κανε ρε φίλε δε μπορούσαμε να καταλάβουμε, ήταν περίπτωση, μιλούσε όποτε ήθελε αυτός κι όταν άνοιγε το στόμα του μπορούσε να γίνει πολύ ωμός, σου έλεγε κάτι απίστευτα βαρύ με τη μεγαλύτερη άνεση κι εσύ ψαχνόσουν να βρεις από που σου ρθε, ποτέ δεν ανοίγονταν, λέγανε ότι κάποτε ήταν νονός της νύχτας, έδινε εκατοντάδες χιλιάδες γαρύφαλλα στα νυχτερινά μαγαζιά όλης της πόλης, έβγαζε ένα κάρο λεφτά που τα παιζε το καζίνο. Ήταν επικίνδυνο αλλά άρχισα να τον ρωτώ για τη ζωή του με κοίταξε μ ένα βλέμμα θολωμένο είπε ''Γιατί με ρωτάς;''- ''Αν θες απαντάς!'' του απάντησα όπως λέω πάντοτε, πήγαινα γυρεύοντας, δε ξέρω γιατί μ εμπιστεύονται πάντως έτσι γίνεται αν και είναι παιχνίδι με τη φωτιά, αυτός άρχισε να μιλά σιγά, κάποιος άσχετος πλησίασε ν ακούσει κι ο ''νονός'' στράφηκε μουρμουρίζοντας άγρια ''Μας αφήνεις μόνους!'' τον ρώτησα και για το γιο του κι εκεί με κοίταξε λίγο τρομαχτικά όποτε άλλαξα θέμα αμέσως γιατί το πράγμα άρχιζε να ξεφεύγει...

Νόμιζα ότι θα περνούσα το βράδυ μόνος μου όταν μου τηλεφώνησε'' Άμα θες πέρνα!'', στα ραντάρ νούμερα λεωφορείων ανεβοκατέβαιναν, δεν ήξερα ποιο ήταν το δικό μου, που θα κατέβαινα, φοβόμουν αν θα με δουν οι γείτονες που παρακολουθούσαν απ τα παράθυρα κι απ τα μπαλκόνια, σ ένα μέρος όπως καθόμουν και τη περίμενα κοίταζα τον ουρανό ψηλά ψάχνοντας εκείνο το λαμπερό αντικείμενο που βρίσκεται τόσο μακριά όταν απ το πουθενά εμφανίστηκε ένας γίγαντας τριχωτός με χέρια σαν κλαριά και γενειάδα που θύμιζε το μεγαλοπόδαρο ''Μήπως έχεις αναπτήρα;'' με ρώτησε...

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

ΒΟΜΒΕΣ ΣΧΑΣΗΣ

Στο σπίτι της κάπου στην Άνω Πόλη ηρεμούσε, πουθενά αλλού, εκεί μονάχα, αναζητούσε ενστικτωδώς την ευεργετική της αύρα, τον χαλάρωνε, έβαζε μουσική να παίζει και ξάπλωνε κοιτάζοντας μια καρυδιά με παχιά φύλλα που έφτανε μέχρι το μπαλκόνι, θα πρέπει να υπήρχαν μπαξέδες εκεί κάποτε συλλογίζονταν, μια μαύρη γάτα σκαρφάλωνε συχνά στο δέντρο και τον κοίταζε με τα γυαλιστερά της μάτια...

Αισθάνονταν ασφάλεια μαζί του, φοβόταν λιγότερο, μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχα τις νύχτες δίχως να τρομάζει απ τα τα τριξίματα της πόρτας κι απ τους περίεργους ήχους όταν νόμιζε ότι κάποιος ψηλαφούσε απ έξω το πόμολο, όταν όλα της φαίνονταν αλλόκοτα ακόμα και τα απορριμματοφόρα του δήμου που έβγαιναν ν αδειάσουν τους κάδους στα στενά μες τ άγρια μεσάνυχτα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν λίγο φοβιτσιάρα, όταν ξεχνούσε ένα αντικείμενο στο κρεβάτι της, μια πετσέτα ή ένα ρούχο, αν το άγγιζε στα σκοτεινά όπως πήγαινε να πλαγιάσει μπορούσε να πεταχτεί μέχρι το ταβάνι! Κι ήταν και τα όνειρα με τον μαυροφορεμένο τύπο που στέκονταν στο ανοιχτό ντουλάπι της κουζίνας και κάρφωνε πάνω της το βλέμμα του ενώ αυτή είχε παραλύσει στο κρεβάτι και δε μπορούσε να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι της!

Η κοπέλα είχε θεματάκια όχι μόνο τη νύχτα μα και μέρα μεσημέρι, στο εργαστήρι που δούλευε έβλεπε, μόνο αυτή, κάποιον να μπαίνει και να της χαμογελά, τον παρακολουθούσε με το βλέμμα μέχρι να φύγει, του χαμογελούσε κιόλας, όλοι είχαν πάθε πλάκα ''Είσαι στα καλά σου κορίτσι μου !'' της λέγανε.

Αυτός της παρείχε σιγουριά όπως κάθε σωστό αρσενικό από γενέσεως κόσμου έως σήμερα, λειτουργούσε σταθεροποιητικά, την παρηγορούσε, την καθησύχαζε ειδικά τις δύσκολες ζεστές μέρες του καλοκαιριού όταν οι θερμοκρασίες γίνονταν αφόρητες,μαζί του δε φοβόταν, της έδινε την εντύπωση ότι αυτός θα τα κατάφερνε ότι και να γίνονταν, θα επιβίωνε κάθε δοκιμασίας, θα έβγαινε ζωντανός, θα πάλευε με θεούς και δαίμονες κι οτιδήποτε τρομαχτικό υπήρχε εκεί έξω !

Έφερνε μαζί του ένα καφέ μαύρο και πηχτό σα λάδι αυτοκινήτου, δεν έδινε δυάρα για κάτι τέτοια κι ούτε πρόσεχε στο ελάχιστο τη διατροφή του, σιγά μη κάθονταν ν' ασχολείται, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να ρίξει κάτι μες το στομάχι του και να μην ασχολείται μ αυτή τη βλακεία! Καμιά φορά λαχταρούσε λίγο φρούτο και τότε αυτή του έκοβε κάνα πεπονάκι μοσχομυριστό, έπαιρνε τη φέτα και τη δάγκωνε απολαυστικά γλείφοντας τα χείλη του, κάποτε ζητούσε και μια δεύτερη, όποτε του έρχονταν φλασιά τρελή γύρευε καμιά ντομάτα και τη δάγκωνε όπως ήταν, δίχως αλάτι ή λάδι κι άλλοτε πάλι είχε όρεξη για καμιά κονσέρβα ψαριού πνιγμένη στο λεμόνι....

Έτρωγε κάτι κι έπειτα ξάπλωνε στον καναπέ ώρες ολόκληρες, τα βράδια του καλοκαιριού του άρεσε να βλέπει ντοκιμαντέρ, μπορούσε να κάθεται και να τα βλέπει μέχρι το ξημέρωμα αλλάζοντας νευρικά κανάλια όλη την ώρα. Του άρεσαν οι εκπομπές για τα μέρη εκείνα που είναι λέει τόσο καυτά ώστε οι σόλες των παπουτσιών σου λιώνουν σε μερικά λεπτά ενώ το σώμα χάνει με ρυθμούς διαβολικούς τους ηλεκτρολύτες που ρυθμίζουν την κατανομή του νερού μέσα του. Του άρεσαν προγράμματα σχετικά με τη χημεία, το κάλιο, το νάτριο, τα ιχνοστοιχεία, το βόριο, το μαγνήσιο, το σελήνιο...

Η δουλειά του δε πήγαινε καλά μα ούτε που ασχολούνταν, έδειχνε αποτραβηγμένος,έμοιαζε σα να ήθελε να παραιτηθεί απ όλα, για πολλά χρόνια είχε δουλέψει σα σκύλος, είχε μαζέψει κάμποσα λεφτά, πήρε κι ένα δάνειο για ν' αγοράσει μια βίλα τρίπατη. Εκείνο το διάστημα ήταν ενθουσιασμένος, την έφερνε με τ αυτοκίνητο να δει τη βίλα, της εξηγούσε ότι εκεί κοντά ήταν το σχολείο όπου θα πήγαινε τα παιδιά του, στο υπόγειο θα έβαζε τη μάνα του που ήταν μονάχη της κι είχε αρχίσει να το χάνει, δε την έβλεπε συχνά κι είχε τύψεις γι αυτό. Όποτε πήγαινε τα καλοκαίρια να τη δει τα χορτάρια κι οι αγριοσυκιές στο προαύλιο είχαν θεριέψει, έπρεπε να τις ξεριζώσει γιατί αλλιώτικα τη γρια θα την έτρωγαν τα φίδια, τα μαμούνια κι οι αράχνες, μια φορά όπως είχε πέσει με τα μούτρα να τα καθαρίσει κάτι πετάχτηκε μες απ τα χόρτα και τον τσίμπησε, έβγαλε σημάδια παντού στα πόδια του, είχε τρομάξει, έτρεχε στα φαρμακεία να πάρει αλοιφές...

Έπρεπε να τη πάρει τη μάνα του απ το χωριό, η γρια δε πήγαινε καλά, την είχε πιάσει μια μελαγχολία, μια κατάθλιψη, μια στενοχώρια κι οι γιατροί τη εγραψαν κάτι φάρμακα που την έκαναν να κοιμάται και να σέρνεται όλη μέρα!

Την αγαπούσε τη μάνα του, όλο ιστορίες παλιές του έλεγε τελευταία, ιστορίες που δε τις είχε πει ποτέ σα να καταλάβαινε ότι το καντήλι της έσβηνε. Του μιλούσε για τον πατέρα του, για τότε που γνωρίστηκαν έξω από μια εκκλησιά, κάτω από ένα δέντρο, αυτή ήταν πιο ψηλή κι εκείνος είχε κομπλάρει, όμως η μητέρα του τον γούσταρε, ήταν όμορφος, οι δικοί της δεν τον ήθελαν γιατί είχε μείνει λίγο ανάπηρος από ένα φάρμακο που έδιναν τότε στα παιδιά και σακάτευαν τα ποδαράκια τους, ένας γιατρός τον έσωσε, τον είχε δει μια φορά να κουτσαίνει και του πρότεινε μια σειρά από εγχειρίσεις, του έσπαγαν το πόδι, μετά το ίσιωναν, το έσπαζαν πάλι και ξανά απ την αρχή, ήταν μια διαδικασία οδυνηρή, νόμιζε ότι θα πέθαινε απ τον πόνο αλλά τελικά έστρωσε κάπως το πόδι του και περπατούσε σαν άνθρωπος!

Όσο της πήγαιναν κόντρα αυτή τρελαίνονταν σκύλιαζε, δε θα της λεγε κανείς τι να κάνει, αυτή τον αγαπούσε γιατί ήταν όμορφος και δε την ένοιαζε τίποτα, να πήγαιναν να πνιγούν όλοι, τελικά παντρεύτηκαν, μιλάμε στις φωτογραφίες η μάνα του ήταν μια κούκλα απίστευτη δεν υπήρχε στη γη πιο όμορφο πλάσμα !

Είχε προγραμματίσει να τους έχει τους γονείς του στο σπίτι του μα δεν του ήρθαν όπως τα ήθελε, τα έχασε όλα, του τα πήραν οι τράπεζες, τώρα του είχε μείνει αυτή μόνο. Γνωρίζονταν από παλιά όμως για κάποιον λόγο είχαν έρθει κοντά τελευταία, περνούσαν μαζί πολλές ώρες, τα καλοκαίρια έπρεπε οπωσδήποτε να πάνε στη θάλασσα, αυτή δίχως κολύμπι αρρώσταινε, ήταν το καλύτερο αγχολυτικό του κόσμου, με το που έμπαινε στο νερό τα ξεχνούσε όλα, ηρεμούσε, δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο!

Αυτός δε τη γούσταρε καθόλου την απέραντη υδάτινη έκταση, προέρχονταν απ τα ορεινά, ούτε που έβρεχε τα πόδια του, καθόταν μονάχα σε μια καρέκλα κοιτάζοντας τις μικροσκοπικές φυσαλίδες που ανέβαιναν στο ποτήρι της μπίρας καθώς τα κύματα της ηλιακής ακτινοβολίας απλώνονταν σαν ομίχλη που σκόρπιζε στον ορίζοντα. Την περίμενε να βγει για να τη σκουπίσει κι ύστερα της εξηγούσε όλα τα βουνά και τα ακρωτήρια που φαίνονταν στον ορίζοντα, αυτή άκουγε το μάθημα γεωγραφίας εντελώς χαμένη, ποτέ δε μπορούσε να βρει τον προσανατολισμό, την ανατολή, τη δύση, το νοτιά, τίποτα! Τα βράδια έβγαιναν με φίλους, όλοι ήξεραν ότι θα σωριάζονταν στο κάθισμα του μέχρι τις δυόμιση τα ξημερώματα, ακριβώς εκείνη τη στιγμή θα πετάγονταν πάνω φωνάζοντας ''Έλα παιδιά, δε βλέπω κέφι, δεν είμαστε ζωηροί !'' Όταν οι άλλοι έφευγαν αυτοί καθόταν μέχρι την αυγή, τα γκαρσόνια ήθελαν να κλείσουν, χασμουριόταν, τραβούσαν τις τζαμαρίες, έσβηναν τα φώτα, αυτοί δε λέγανε να ξεκουμπιστούν!

Το ξημέρωμα πάντα ήθελαν να βλέπουν την ανατολή καθώς ο ήλιος έβαζε φωτιά στα σύννεφα που έμοιαζαν να καίγονται και να πυρπολούνται μέχρι μακριά πέρα, νερά υπήρχαν στο δρόμο από κάποια νεροποντή νυχτερινή ή από καμιά διαρροή, τη φιλούσε κάτω από τ' αυτί αγγίζοντας ένα σκουλαρίκι χρυσό, πολύ λεπτό, μ ένα πετράδι γαλάζιο σε σχήμα ρόμβου καρφωμένο πάνω του, το δέρμα της ήταν υπέροχο, απαλό, σε καλούσε να το χαϊδέψεις, μια ρίγα άσπρη έτρεχε στη μέση της πλάτης της απ' το μαγιό που φορούσε, τα σανδάλια με τα χρυσά λουράκια που τύλιγαν τα πόδια της την έκαναν να μοιάζει με βασίλισσα της Αιγύπτου...

Τον αγαπούσε μα δε μπορούσε ν αφεθεί μαζί του, ήταν κι εκείνο το βλέμμα του το λοξό, ποτε δεν τη κοίταζε κατάματα, δεν τον εμπιστεύονταν καθόλου. Της είχε συμπαρασταθεί βέβαια τότε που περνούσε τα δικά της κι ο άνδρας της την κακομεταχειρίζονταν, την έκλεινε στο σπίτι, της έκανε τη ζωή δύσκολη, τη χτυπούσε, είχε λυσσάξει, μια φορά της είχε στραμπουλίσει άσχημα τον καρπό, τρέχανε στα νοσοκομεία, την παρακαλούσε μαζί μ όλο του το σόι να κρύψει τις μελανιές και να μη του κάνει μήνυση! Αυτός της είχε συμπαρασταθεί τότε, τη στήριζε, ''Πρέπει να χωρίσεις!'' της έλεγε ''Δε θα βγεις ζωντανή απ αυτό !'' δε μπορούσε να το ξεχάσει, όμως ήταν απρόβλεπτος, απ το πουθενά μπορούσε να θυμώσει, ν αγριέψει, να ξεσπάσει σε εκρήξεις ζήλιας έτσι, δίχως λόγο σοβαρό, μια φορά την είχε κάνει να κλάψει κιόλας, ..

Δε τον εμπιστεύονταν, δε μπορούσε να αφεθεί, όλο με κάτι τύπους παρακμιακούς έκανε παρέα ένιωθε μια γοητεία γι αυτούς, άνθρωποι της νύχτας, τελειωμένοι, καμένοι, σωματέμποροι που ταξίδευαν στη Ρωσία για να φέρουν κοπέλες στα μαγαζιά τους, με κάτι τέτοιους ήταν όλη την ώρα, δένονταν μαζί τους, σε μερικούς που είχαν μπει φυλακή έστελνε λεφτά, τους επισκέπτονταν, τους κουβαλούσε φαΐ...

Όμως ήταν αστείος, γελούσε ασταμάτητα με τα καμώματα του, όλο πατέντες έβρισκε για να γλυτώνει λεφτά, πέθαινε για κάτι τέτοια, όταν κατάφερνε να μη καίει πολύ βενζίνη τρέχοντας με μια στάνταρ ταχύτητα ένιωθε ότι έκανε κάτι φοβερό, στα διόδια συνειδητοποίησε ότι αν πήγαινε απ την ακριανή μπάρα και την ακουμπούσε με τον προφυλακτήρα αυτή άνοιγε μόνη της, κανείς δε τον ρωτούσε τίποτα, κανένα περιπολικό δεν αμολιούνταν ουρλιάζοντας ξοπίσω του...

Όπως και να είχε αυτή τον χρειάζονταν περισσότερο, αισθάνονταν ευάλωτη, ο κόσμος είναι κακός, άγριος, έτοιμος να σου μιλήσει άσχημα, να σε προσβάλει, να σε πληγώσει, να σε κομματιάσει, να σε πιάσει απ το λαιμό και να σου χτυπήσει το κεφάλι στο τοίχο, μόνο που είχε έναν άντρα στο σπίτι ήταν καλύτερα, τον έβαζε στον καναπέ κι αυτός δε ζητούσε τίποτα, όταν δε τον έπαινε ο ύπνος έβαζε το κλιματιστικό που δρόσιζε τον αέρα και καθάριζε το μυαλό του που έμοιαζε να περιπλανιέται συνέχεια, της μιλούσε, άκουγε μουσική και ταυτόχρονα έβλεπε ντοκιμαντέρ σα να ήθελε περισσότερα από ένα ερεθίσματα ν απασχολήσει τη σκέψη του ταυτόχρονα, ν αναλύει αέναα κάνοντας συνδυασμούς ασυνήθιστους...

Καθόταν και παρακολουθούσε σειρές διάφορες για τους πάγους και τους κρύους βοριάδες που φυσούν ξεκινώντας από θύλακες χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης στα σημεία του πλανήτη τα ξεχασμένα απ το θεό, για ωκεανούς γαλανούς γεμάτους κοπάδια ψαριών με ράχες αστραφτερές, για μεταναστεύσεις πληθυσμών από αντιλόπες, ζέβρες, πεταλούδες, για αναβάτες που σκαρφαλώνουν σε κάθετους όγκους γρανίτη. Του άρεσαν και τα σήριαλ με γυναίκες τόσο τρομαχτικές που φοβάσαι να τις δεις κατάματα, αυτές που τεμαχίζουν σε κομματάκια τους συζύγους και τους κρύβουν στα ντουλάπια και στα υπόγεια, πιο πολύ όμως του είχε κάνει εντύπωση ένα έργο μ ένα επιστήμονα παλαβό που έχε ανακαλύψει το κόλπο για να φτιάξει μια βόμβα τόσο δυνατή που μπορούσε να ανατινάξει το σύμπαν ολόκληρο! Εκείνος ο παλαβός επιστήμονας βομβάρδιζε πυρήνες προκαλώντας θερμοκρασίες εκατομμυρίων βαθμών Κελσίου που ενεργοποιούσαν ακόμα και τα πιο αδρανή υλικά προκαλώντας ένα χάος καταστροφικό που εξαερώνει τα πάντα στο διάβα του. Σαν κοιμόταν συνέχιζε να βλέπει στον ύπνο του σκηνές απ όλα αυτά που γίνονταν ένα μείγμα, ένα ανακάτεμα, ένα συνονθύλευμα τρελό, όταν τύχαινε ν ανοίξει μια στιγμή τα μάτια του η γάτα ήταν πάντα εκεί στο δέντρο, τα μάτια της γυάλιζαν ...


Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

TΟ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ ΤΟΥ ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΟΥ ΒΟΥΝΟΥ



Κεραυνοί πέρα απ τη μεριά του μενεξεδένιου βουνού αυλάκωναν τον ουρανό με εκκενώσεις ηλεκτρικές, οι βροντές και τα μπουμπουνητά θύμιζαν βρυχηθμούς λεοπάρδαλης, στο δρόμο οι οδηγοί είχαν σταματήσει, κατέβαιναν από τ αμάξια να δουν τη φαντασμαγορία που διαγράφονταν στον ορίζοντα αν κι ήταν επικίνδυνο, όταν έπιανε καταιγίδα κατά κει δεν ήταν να βρίσκεσαι εκτεθειμένος, ένα σωρό άνθρωποι είχαν χτυπηθεί!

Απ το παράθυρο βλέπαμε κι εμείς τους κεραυνούς να εκτοξεύονται απ το βουνό όπου είχαν εγκαταστήσει ένα αστεροσκοπείο, κανείς δεν ήξερε γιατί ονομάζονταν μενεξεδένια η οροσειρά αντίκρυ μας, οι ειδικοί όμως διαβεβαίωναν ότι η τοποθεσία ήταν ιδανική για το παρατηρητήριο, λέγανε μάλιστα ότι οι αστρονόμοι είχαν ανακαλύψει από κει κι έναν κομήτη που δεν είχε δει κανείς άλλος ποτέ πριν !

Οι αστραπές τώρα έσκαγαν με βία στη θάλασσα, η βροχή που είχε πιάσει πάντως έσπασε τον καύσωνα της μέρας, στο σπίτι είχε δροσιά, στα τραπέζια χυμοί με παγάκια άφθονα, μια μουσική ακούγονταν από κάπου, στα ράφια αραδιασμένα βάζα γυάλινα γεμάτα καραμέλες, οι γυναίκες έπαιρναν από ένα καλάθι σαπούνια αρωματικά και τα δοκίμαζαν στη μύτη…

Ένα κορίτσι μπήκε στην κάμαρα αφήνοντας στο τραπέζι μια γλάστρα ορχιδέας μαβιά κι άσπρη, δυο σκουλαρίκια μαργαριταρένια καρφωμένα στο αυτί είχε, όπως καθόταν έφερνε το αριστερό χέρι στο μέρος της κοιλιάς, στο δεξί βαστούσε τώρα ένα κυπελλάκι πλαστικό με καφέ, η επιδερμίδα της πολύ απαλή με κάτι τριχούλες μικροσκοπικές, μια στάλα ιδρώτα έτρεχε απ το λαιμό, τα νύχια της ήταν μικροσκοπικά, το σώμα της έβγαζε μια αύρα που με χαλάρωνε, μπορούσα να κάθομαι εκεί και να με ηρεμεί δίχως να μιλά...

Γύρω μιλούσαν για τους καύσωνες, ο Γιώργος ερχόταν απ το χωριό του όπου είχε πάει να δει τη μάνα του που υπέφερε απ τη ζέστη, οι γέροι κι οι άρρωστοι ζορίζονται περισσότερο τέτοια εποχή, ο Γιώργος έλεγε πως οι παλιοί άντεχαν πιο πολύ, ήταν σκληρότεροι, άλλος πάλι έλεγε ότι παλιά τα καλοκαίρια οι άνθρωποι δούλευαν πιο πολύ, άντεχαν περισσότερο όλη μέρα- μη σου πω κι όλη νύχτα, καλά η ζωή τότε πρέπει να ήταν πολύ χάλια - στα χωράφια, στις οικοδομές, στους φούρνους και στα κάρβουνα όπου έψηναν κρέατα, ήταν πιο δυνατοί, το χειμώνα βέβαια καθόντουσαν αραχτοί για μήνες καρτερώντας το καλοκαίρι πάλι…

Μερικοί συμφωνούσαν, άλλοι όχι, όπως και να χει ο Αύγουστος είναι μια περίοδος περίεργη, διάφορα συμβαίνουν πάντοτε, το πρωί είχαμε χαιρετήσει το Γιάννη, έφυγε για το εξωτερικό να δει τα πεθερικά του, θα κοιμόταν ένα βράδυ σε μια πόλη και κατόπι θα συνέχιζε προς τα βόρεια μέσα από κοιλάδες και ροδώνες ανθισμένους, τελικά μας είχε τηλεφωνήσει ότι στα σύνορα τον γύρισαν πίσω, ένα χαρτί του έλειπε και δε μπορούσε να περάσει...

Η Γιώργος που πίστευε ότι οι παλιοί άντεχαν περισσότερο, διηγούνταν ότι στο βάθος του κόλπου που βλέπαμε υπήρχε ένα σημείο όπου η θάλασσα ήταν άπατη, το σημείο λέγονταν ‘’ο βυθός’’, εκεί είχε πνιγεί κάποτε μια κοπέλα όπως κολυμπούσε, οι ντόπιοι ιστορούσαν ότι την έβλεπαν τις νύχτες με φεγγάρι να περπατά στα νερά, πολλοί την είχαν δει κι ένας παπάς μάλιστα…

Κατά πως έλεγαν οι ντόπιοι εκεί που τελείωνε το ακρωτήρι που κύκλωνε τον κόλπο, κάτω απ τα βράχια, υπήρχε μια σπηλιά πολύ βαθιά, όσοι είχαν μπει μέσα με βάρκα είδαν κάτι καμάρες και μια ρωγμή γαλάζια, λαμπερή σε μια πέτρα, μα φοβήθηκαν, δε μπορούσαν να πάνε πιο βαθιά, ο αέρας εκεί μέσα ήταν αποπνικτικός, αν κατάφερνες βέβαια με κάποιον τρόπο έστω και έρποντας να συνεχίσεις ένα άνοιγμα σχηματίζονταν, ένα κενό, ένα χάσμα από κατακρήμνιση του εδάφους, από ψηλά μπορούσες να δεις τη σπηλιά, ήταν ένα θέαμα έξοχο , εκεί κοντά είχε γίνει ένα φονικό κάποτε και το μέρος το λέγανε ‘’του φονιά το λαγκάδι''...
Οι κεραυνοί και τ’ αστροπελέκια στο μεταξύ είχαν αρχίσει ξανά να πέφτουν και να βρυχώνται απειλητικά, μπουμπούνιζαν, έτριζαν, έσκιζαν τον ορίζοντα, ‘’Θα σας βάλω ένα τραγούδι ν’ ακούσετε’’ είπε κι όλοι γυρίσαμε να δούμε μια γυναίκα που δε μιλούσε τόση ώρα παρά μόνο έκρυβε με μια βεντάλια το στόμα της καθώς τα δόντια της δεν ήταν ότι καλύτερο. Ένα ζευγάρια γυαλιά με φαρδιούς φακούς λίγο παλιομοδίτικα φορούσε, όταν γελούσε έκρυβε με το ριπίδι το μισό της πρόσωπο, έβαλε στο κινητό ένα λαϊκό ωραίο που δεν το είχα προσέξει ποτέ, μιλούσε για κάποιον ετοιμοθάνατο, από κάποια παλιά ελληνική ταινία γυρισμένη στο Αιγαίο ήτανε, που τη θυμήθηκε, πόσα χρόνια είχα να τη δω τη ταινία, ήταν από κείνες τις απαγορευμένες που τώρα προκαλούν μόνο γέλιο, ταινίες που βλέπεις τα καλοκαίρια καθώς κυλιέσαι σε μαξιλάρια και σεντόνια ιδρωμένα όταν δε σε πιάνει ο ύπνος με τίποτα...

Ένας υδραυλικός με μια γενειάδα σα του Διογένη υπήρχε στη παρέα, είχε έρθει για κάποιο μνημόσυνο, μια γυναίκα έπεσε απ την ταράτσα εκεί κοντά που ήμασταν γιατί μάλωσε με τον άντρα της που της μίλησε άσχημα, οι γυναίκες είναι απρόβλεπτες πάντα, ο υδραυλικός την ήξερε από μια δουλειά που της είχε κάνει...

Τα χρόνια της ανοικοδόμησης είχε κάνει τις εγκαταστήσεις σ όλη τη περιοχή, τα καλοκαίρια έψαχνε διαρροές νερού μες τα ντουβάρια που σάπιζαν, σε μια πολυκατοικία ένας σωλήνας είχε σπάσει πλημυρίζοντας το σύμπαν, έπρεπε ν’ αλλάξει όλο τα σύστημα, στο κήπο είχε σκάψει ένα λάκκο δυο μέτρα γύρω απ τις ρίζες ενός δέντρου τεράστιου που είχε καλύψει εντελώς τον μεταλλικό σωλήνα. Καθώς παιδευόταν και τυραννιούνταν με τις ρίζες ένα παιδί πολύ ζωηρό χτυπιόταν στο μπαλκόνι, ή μάνα του είχε τρελαθεί, δε μπορούσε να το κάνει ζάφτι, ξαφνικά το μικρό καβάλησε το κάγκελο και βούτηξε στο κενό, ο υδραυλικός το πρόσεξε στον αέρα με την άκρη του ματιού κι ενστικτωδώς έστριψε το σώμα του αρπάζοντας το, το μικρό προσγειώθηκε πάνω του και παραλίγο να του διαλύσει το στήθος αλλά σώθηκε, η μάνα του πήγε να τσιρίξει απ την τρομάρα της όμως απ το στόμα της δε βγήκε τίποτα, είχε κολλήσει δίχως να καταλαβαίνει τι γίνεται, από τότε έχασε τη φωνή της, τη πήγαν σ όλους τους γιατρούς του κόσμου, στους καλύτερους θεραπευτές, δε ξαναβρήκε τη μιλιά της ποτέ, το παιδί πάντως μεγάλωσε, έγινε γιατρός παρακαλώ, κατά καιρούς έβρισκε τον υδραυλικό και τον ευχαριστούσε, η γυναίκα εκείνη, η βουβή τελικά δεν άντεξε κι έπεσε απ την ταράτσα...

Ο υδραυλικός που καθόταν αμίλητος ώρα πολύ κι άκουγε μονάχα ξαφνικά άρχισε να μιλά σα ν αποφάσισε μόνος του ότι ήταν η ώρα να το κάνει, είπε ότι μια τέτοια μέρα με κεραυνούς ήταν η χειρότερη στη ζωή του, τότε που φοβήθηκε πιότερο από κάθε άλλη φορά.

Πρέπει να είχε συμβεί καμιά δεκαετία πριν, όπως οδηγούσε το καινούριο Φίατ 500, το sport ψάχνοντας το δρόμο πίσω απ τους βρεγμένους υαλοκαθαριστήρες ένας μεθυσμένος απ την απέναντι μεριά καβάλησε τη νησίδα και τον κάρφωσε στη μέση, το αυτοκίνητο δίπλωσε κι αυτός βρέθηκε εγκλωβισμένος στις λαμαρίνες που τον πίεζαν σα λαβίδες στο δεξιό γοφό. Η βροχή έμπαινε από παντού ανελέητη και τον μούσκευε ως το κόκαλο, δε μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα, νόμιζε ότι έβλεπε ένα έργο από κάπου μακριά, μια μεσόκοπη τον πλησίασε κι έριξε πάνω του μια κουβέρτα κι ένα αδιάβροχο κίτρινο, πρέπει να ήξερε αυτή, ανθρώπινα κεφάλια είχαν μαζευτεί γύρω του και κάτι έλεγαν, ήθελε να τους ευχαριστήσει μα δε μπορούσε, η βροχή συνέχιζε, οι κεραυνοί, οι αστραπές δεν έλεγαν να σταματήσουν, το οδόστρωμα είχε μεταβληθεί σε ποτάμι, όλα ήταν θολά, στο πρόσωπο ένιωθε να τον τσούζει κάτι, πρέπει να ήταν τα γυαλιά που είχαν καρφωθεί παντού, ο πόνος στο δεξί του πόδι ήταν το χειρότερο, ήθελε να κλείσει τα μάτια να τελειώνει μ όλο αυτό το πράγμα, η μεσόκοπη όμως που του είχε ρίξει τη κουβέρτα και το αδιάβροχο δε τον άφηνε, του κρατούσε το κεφάλι, κάτι του ψιθύριζε, δε καταλάβαινε, ‘’Όλα καλά θα πάνε!’’ κάτι τέτοιο, νερό του έδινε να πιει μ ένα μπουκαλάκι…

Όσο περνούσε η ώρα η καταιγίδα ησύχαζε, μια ομάδα από πιτσιρικάδες βγήκε στη προβλήτα κι άρχισε να βουτά από ψηλά στην αφρισμένη θάλασσα, μερικοί ήταν πολύ θεαματικοί, έκαναν ανάποδα φλιπ, έπεφταν σα βόμβες κι άλλοι πηδούσαν διαγράφοντας καμπύλες στον αέρα, δε κουράζονταν με τίποτα, ένας απ αυτούς ήταν πραγματικό δελφίνι, δεν έβγαινε καθόλου και τα δάχτυλα δεν έσκαγαν απ το νερό. Ένα κορίτσι ήταν μαζί τους, ξανθό με μαλλιά κυματιστά σα μικρή γοργόνα, φοβόταν να βουτήξει στην τρικυμία μονάχα τραβούσε με το κινητό τ' αγόρια που είχαν στυλ κι άνεση, τα βοηθούσε να βγουν απ το νερό και να σκαρφαλώσουν στο τσιμέντο, τα κύματα που έσκαγαν στη προβλήτα ανέβαιναν πολλές φορές στο τσιμέντο βρέχοντας τα πόδια της.

Στο τοπικό ΚΤΕΛ οι τουρίστες ξάπλωναν στο πάτωμα έχοντας υπνόσακους για μαξιλάρια, στις αποθήκες με τα δέματα αφίσες κρεμασμένες έδειχναν παραλίες γαλάζιες και πράσινες, κολώνες αρχαίες, κάστρα βυζαντινά, πηγές ρέουσες και καταρράκτες, αμφορείς με ζωγραφιές του μεγαλότοξου Απόλλωνα, του Δόλωνα που ζητά τα υπέροχα άλογα του Αχιλλέα, εικόνες του νεκρού Σαρπηδόνα που τον κουβαλούν ο ύπνος κι ο θάνατος, ''Τελικά το σωσα το πόδι μου!'' είπε ο υδραυλικός που θύμιζε τον Διογένη, ‘’ Πήγα στο Λονδίνο, εννιά ώρες εγχείριση, νόμιζα ότι θα πέθαινα, όλο συννεφιά έβλεπες εκεί πέρα …’’

Το βραδάκι η θάλασσα είχε γαληνέψει ολότελα, οι πιτσιρικάδες συνέχιζαν τα μακροβούτια απτόητοι ακούραστοι, ακάματοι, τούρμπο σκέτα, όταν έβγαιναν έλεγαν ότι δε πήγαν διακοπές φέτος με τους γονείς τους, με το ζόρι τους έφερναν μονάχα τα σαββατοκύριακα, δε πήγαν όπως κάθε χρόνο στην Αμουλιανή όπου κατέβαιναν μέχρι δέκα μέτρα βάθος δίχως μπουκάλες μονάχα με τη μάσκα βγάζοντας γυαλιστερές και κοχύλια, φέτος όλο το καλοκαίρι οι γονείς τους βάφουν τα σπίτια τους, λέγανε ότι θ' ανέβαζαν τις φωτογραφίες στο face book, είχαν βάλει και στοίχημα να τους κάνουν καμιά διακοσαριά σχόλια στις φωτογραφίες. Ένα ψάρι με μια ρίγα κίτρινη που γυάλιζε πέρασε δίπλα στις πέτρες τις στρογγυλεμένες απ το αέναο χτύπημα του νερού, στην αμμουδιά φάνηκαν βότσαλα βρεγμένα, σωροί από φύκια πράσινα, χαλίκια αμμουδερά, πέρα κατά το βουνό ο ήλιος έδυε βάφοντας μενεξελί τον ορίζοντα, κάτι λάμψεις ξεθυμασμένες εξακολουθούσαν ν αναβοσβήνουν …

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...