Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

ΛΙΘΟΥΣ ΧΑΛΑΖΗΣ

 

Μια βροντή τρομερή τράνταξε τον ορίζοντα  κι αμέσως όλος ο κόσμος φωτίστηκε τόσο έντονα  σα να ξεκινούσε η Δευτέρα Παρουσία. Προσπάθησε να καταλάβει που βρισκόταν αλλά αμέσως έγινε πάλι  νύχτα, συνέχισε να παραπατά για  μερικά λεπτά όταν  μια σειρά από ομοβροντίες του ουρανού έφεξαν πέρα για πέρα το τοπίο  και κατάλαβε ότι περπατούσε  κοντά σε μια χαράδρα που έχασκε από κάτω του κι αν δεν πρόσεχε θα καταποντίζονταν. « Έ που πηγαίνεις, πρόσεχε, εκεί πέρα είναι γκρεμός !»  ακούστηκε από το πουθενά την ώρα που είχε αρχίσει να χάνει το κουράγιο του, γύρισε και είδε ένα φως να τον πλησιάζει, ήταν ένας φρουρός που κρατούσε κλεφτοφάναρο, φυλούσε  το στενό πέρασμα των συνόρων. Ήταν σκεπασμένος  με  μια προβιά που έφτανε  μέχρι τους αστράγαλους κι είχε περασμένο σταυρωτά στο στήθος ένα ξίφος μεγάλο σαν το δικό του. Το πέρασμα εκείνο  ήταν το πιο επικίνδυνο σ’  όλη την έκταση των συνόρων, από κει μπορούσαν να εισβάλουν οι Σελτζούκοι  κι ο αυτοκράτορας είχε διατάξει  να υπάρχουν πάντα σκοποί  ό,τι κι αν συνέβαινε. "Πάρε το μονοπάτι στα δεξιά σου" του είπε ο φρουρός  προσπαθώντας ν’  ακουστεί μες  στο χαλασμό , «προχώρα ίσια και σε μισή ώρα θα βρεις μια σπηλιά μπροστά σου, εκεί μπορείς να περάσεις τη νύχτα, πήγαινε τώρα στην ευχή του θεού!».  Ευχαρίστησε το φύλακα  προσέχοντας μια στιγμή το πρόσωπο του, τα μάτια του έδειχναν βαθιά χωμένα στις κόγχες τους,  φαινόταν  κουρασμένος αλλά συνάμα μαθημένος  στις κακουχίες, ύστερα  τράβηξε κατά  κει που του είπε.

 Για να φτάσει στη σπηλιά  έπρεπε να περάσει μέσα από ένα χείμαρρο που τον   σκέπασε  σχεδόν μέχρι τη μέση, ένιωθε το ρεύμα να τον τραβά, τα κόκαλα του πονούσαν  και φοβήθηκε ότι θα τον παρέσερνε όμως κατάφερε να κρατηθεί. Σαν  βγήκε στην άλλη μεριά του χειμάρρου ήταν τόσο εξαντλημένος που σέρνονταν στα γόνατα ενώ η βροχή είχε μετατραπεί σε χαλάζι που τον χτυπούσε με δύναμη. Στο φως μιας αστραπής είδε επιτέλους  το άνοιγμα στο βράχο  που του είχε πει  ο φρουρός. Σύρθηκε  μέσα κι αμέσως έβγαλε τα ρούχα του που έσταζαν, εκεί κοντά στην είσοδο του σπηλαίου κι απέναντι από ένα βράχο, υπήρχε μια εστία κυκλωμένη από πέτρες με υπολείμματα ξύλων, σίγουρα πολλοί άνθρωποι είχαν βρει εκεί καταφύγιο πριν απ’ αυτόν. Τρέμοντας από την παγωνιά μάζεψε ότι απομεινάρια κλαδιών  υπήρχαν κι ένα σωρό από χορτάρια που σχημάτιζε μια μπάλα σε μια γωνιά  της σπηλιάς. Από τον πάτο του σάκου του έβγαλε  μια τσακμακόπετρα  κι άναψε φωτιά να στεγνώσει και να ζεσταθεί το σώμα του, όλο αυτό του πήρε κάμποση ώρα και ήταν βασανιστικό επειδή περίμενε το φως των αστραπών κάθε φορά για να κάνει τη δουλειά του. Οι φλόγες που άρχισαν να σχηματίζονται ανέβασαν αμέσως το ηθικό του, εξακολουθούσε να τρέμει  αλλά  ένιωθε  καλύτερα, έβγαλε το τσίγκινο  κύπελλο  του και το άφησε για λίγο έξω να γεμίσει με  νερό της βροχής.  Έριξε μέσα   λίγα χόρτα τσαγιού  και μερικές σταφίδες που είχε πάντα  στο πουγκί του και το έβαλε πάνω στη φωτιά ενώ ταυτόχρονα έφτιαξε πλέκοντας  τρία κλαδιά σε σχήμα Π, μια αυτοσχέδια απλώστρα για το πανωφόρι και το μάλλινο ρούχο που φορούσε από μέσα και τον προστάτευε από το κρύο. Ακούμπησε την απλώστρα  στο βράχο αντίκρυ στις φλόγες,  κι έπειτα ζάρωσε προσπαθώντας να ησυχάσει. Σε λίγη ώρα  το νερό έβρασε, το έφερε κοντά στα χείλη  και το φύσηξε, χρειαζόταν απελπισμένα κάτι ζεστό και υγρό γιατί είχε  αφυδατωθεί εσωτερικά. Έβγαλε μια κόρα που είχε μείνει στεγνή μέσα στο σάκο του  και τη βούτηξε στο ποτήρι,  μόλις έφαγε μερικές μπουκιές και ήπιε κάμποσες γουλιές   το σώμα του αμέσως  χαλάρωσε για πρώτη φορά μετά από εικοσιτέσσερις ώρες . Γύρισε από την άλλη μεριά το πανωφόρι του να στεγνώσει καλά, το φόρεσε πάνω στο παγωμένο κορμί του,  έριξε ακόμα λίγα ξύλα στη φωτιά κι έπειτα επιτέλους αποκοιμήθηκε.

Ο ήχος της βροχής που συνέχιζε να πέφτει καταρρακτωδώς τον νανούριζε για πολλή ώρα όμως μια νυχτερίδα που πετούσε στα σκοτεινά του χαλούσε την ησυχία ενώ μια πέτρα καταραμένη χώνονταν στα πλευρά του. Ξημέρωνε πια όταν ξύπνησε, ο ύπνος τον είχε αναζωογονήσει όμως ένιωθε όλο το σώμα του να πονά. Σκάλισε τη φωτιά ρίχνοντας ακόμα λίγα ξύλα μισοκαμένα και στάθηκε  στην είσοδο της σπηλιάς βλέποντας  το απίστευτο τοπίο που σχηματίζονταν  μπροστά στα μάτια του,  πως είχε καταφέρει να περπατήσει στο χείλος εκείνου του φαραγγιού που διέσχιζε μια κοιλάδα πολύ βαθιά ; Από την προηγούμενη νύχτα η ζωή του κινούνταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας,  οι Τούρκοι  είχαν μπει  στο κάστρο τους  παραβιάζοντας μια πύλη κι είχαν βάλει φωτιά παντού, οι φλόγες έκαιγαν τις στέγες κι ήταν σαν  να τις τραβούσε ένα πελώριο χέρι για να καταπιούν τα πάντα στο πέρασμα τους. Στις αυλές έβλεπες παντού κρεμασμένους και βάρβαρους που χτυπούσαν κάτι ταμπούρλα απαίσια,  όλοι έφευγαν πανικόβλητοι κι ο βασιλιάς πρόλαβε την τελευταία στιγμή να το σκάσει από μια κρυφή έξοδο αφήνοντας τα πάντα πίσω του, ευτυχώς εκείνος  ήταν  ψύχραιμος κι είχε κρατήσει το κλειδί της κρύπτης κάτω απ’  το παλάτι  που κανείς δεν σκέφτηκε να πάρει μαζί του. Καθισμένος εκεί στην είσοδο της σπηλιάς έβλεπε τη βροχή να υποχωρεί επιτέλους αφήνοντας πίσω της ένα ουράνιο τόξο πελώριο. Φόρεσε τα δερμάτινα παπούτσια του- δώρο του βασιλιά-  που τον είχαν σώσει από ένα σωρό κακοτοπιές και δρόμους κακοτράχαλους, έπρεπε τώρα με κάποιον τρόπο να γυρίσει στο παλάτι, να ανοίξει την κρύπτη και να πάρει τα κοσμήματα, τα εικονίσματα τα ασημένια, τα εμβλήματα με τις διαμαντένιες πέτρες και τα χρυσοποίκιλτα ρούχα του αυτοκράτορα, στην κατάσταση που είχαν βρεθεί τους ήταν εντελώς απαραίτητα για να κερδίσουν την υποστήριξη του κόσμου…

Στην είσοδο του κάστρου  δεν υπήρχαν φρουροί, κατέβασε την κουκούλα του πανωφοριού του για κάθε ενδεχόμενο όμως  οι Σελτζούκοι  είχαν μεθύσει πανηγυρίζοντας την επιτυχία  της άλωσης, κανείς δεν τον σταμάτησε εκεί μπροστά στη τάφρο κι έφτασε χωρίς κανένα πρόβλημα  μέχρι το κτήριο των ανακτόρων που είχε γλυτώσει από την πυρκαγιά.  Άνοιξε τη βαριά πόρτα και μπήκε στο κατεστραμμένο ανάκτορο βάζοντας πίσω από την είσοδο ένα τεράστιο τραπέζι που είχε μείνει μισό για κάποιο λόγο. Κατέβηκε στο υπόγειο κουβαλώντας ένα δαυλό, σκούπισε  την  επιφάνεια του πατώματος που ήταν γεμάτη χώματα μέχρι που βρήκε την κρύπτη,  ξεκλείδωσε το μεταλλικό καπάκι  κι έβγαλε μέσα από το άνοιγμα όλα τα κοσμήματα, τα ασημικά, τα ρούχα  και τις εικόνες που φυλούσαν εκεί πέρα κι άστραφταν στο φως της δάδας. Σφράγισε την κρύπτη,  έριξε χώμα πάνω της ξανά να μη φαίνεται, και πέταξε όλα τα αντικείμενα μέσα σ’ ένα ξύλινο  μπαούλο που είχε φέρει μαζί του. Δεν πρόλαβε  ν’ ανέβει τα σκαλιά του υπογείου  όταν άκουσε χτυπήματα στην πόρτα, τον είχαν καταλάβει, ευτυχώς τους καθυστερούσε  το τραπέζι πίσω από την πόρτα. Βιάστηκε να βγει από το υπόγειο και  μέσα από τις χαραμάδες είδε τα αγριεμένα πρόσωπα των Τούρκων που κοπανούσαν με δύναμη την είσοδο, είχε παγιδευτεί.  Καθώς δεν είχε χρόνο να  κρυφτεί έριξε πάνω του ένα σακί  που βρήκε μπροστά του κι έκρυψε το μπαούλο πίσω του, τα πόδια του ήταν εκτεθειμένα αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Ήταν σίγουρος ότι θα τον έπιαναν αμέσως, έβλεπε  να περνούν μπροστά του δεκάδες πολεμιστές κραδαίνοντας τα σπαθιά τους και βρίζοντας στη βάρβαρη γλώσσα τους, μέτρησε πάνω από πενήντα άτομα που χάλασαν τον κόσμο και στάθηκαν ακριβώς δίπλα του, νόμιζε ότι η τύχη ήταν μαζί του ξανά όταν ένα χέρι σα δαγκάνα πελώρια τον άρπαξε από το λαιμό φωνάζοντας θριαμβευτικά.

Μια ομάδα αιμοχαρών βαρβάρων  τον έφερε  μπροστά στο Σουλτάνο  τους, έναν  τύπο με μάτια σαν χάντρες  και μια γενειάδα που έφτανε μέχρι το πάτωμα. Καθόταν σ’ ένα ψηλό κάθισμα σα θρόνο και στο πλάι του  στέκονταν ένας γίγαντας που τον γνώρισε αμέσως,  ήταν ο Γαβριήλ, ένας στρατιώτης δεινός  που είχε αυτομολήσει στους Σελτζούκους  αν και κάποιοι έλεγαν ότι ήταν κατάσκοπος, κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά  τι ρόλο έπαιζε. Ο Γαβριήλ  μιλούσε και τις δυο γλώσσες και του  μετέφραζε τα λόγια του Σουλτάνου:  «σε ξέρουμε, είσαι ο υπασπιστής του βασιλιά, θα σου  χαρίσουμε τη  ζωή άμα νικήσεις σε μια παρτίδα ζάρια,  γνωρίζουμε  ότι είσαι ο καλύτερος παίχτης που υπάρχει κι ο σουλτάνος μας αγαπά πολύ αυτό το παιχνίδι,  αν δεχτείς σώζεις τη  ζωή σου και παίρνεις  όλα τα κοσμήματα  αλλιώς…» σταμάτησε τη φράση ο Μιχαήλ  κι έκανε την κίνηση με το χέρι που περνά μπροστά από το λαιμό.

Είχε καιρό να παίξει ζάρια, ένα διάστημα που δεν πολεμούσε έπαιζε στα καπηλειά και στα καταγώγια της πρωτεύουσας, είχε γίνει ο καλύτερος, ήξερε ένα σωρό κόλπα,  είχε παίξει και με φτιαχτά ζάρια που τα καταλάβαινε αμέσως δοκιμάζοντας τα μέσα τη χούφτα του. Κάποια περίοδο  είχε γίνει ξακουστός  κι όλοι ήθελαν να παίξουν μαζί  του,  είχε κερδίσει χιλιάδες νομίσματα, θα μπορούσε να φτιάξει περιουσία αλλά τα είχε παρατήσει έτσι ξαφνικά, βαρέθηκε τις τρώγλες και τα σκοτεινά  υπόγεια όπου ξημεροβραδιάζονταν  άρρωστοι άνθρωποι, σκελετωμένοι από την αϋπνία και το πάθος τους. Ήξερε  ότι οι Τούρκοι είχαν μανία με τέτοια παιχνίδια και το μυαλό του πήρε φωτιά,  έκανε το σταυρό του κι άρχισε να ρίχνει τους τετράγωνους πεσσούς - οι Τούρκοι έπαιζαν με τρία ζάρια-  που ήταν κεχριμπαρένιοι κι έκαναν έναν ήχο ωραίο καθώς χοροπηδούσαν πάνω σε μια τάβλα μπρούτζινη που έμοιαζε με ταψί . Από γύρω ακούγονταν φωνές,  οι συνοδοί του σουλτάνου  χειρονομούσαν και κραύγαζαν  δυνατά κάθε φορά που τα ζάρια προσγειώνονταν στο στολισμένο με πετράδια ταψί.

Οι πρώτες του ζαριές ήταν ελεεινές και τον έπιασε απελπισία, έχασε το χρώμα του την ίδια στιγμή που οι Τούρκοι πανηγύριζαν, «ως εδώ  ήταν!»  έκανε τη σκέψη. Ο σουλτάνος  κουνούσε ώρα πολύ τα ζάρια  μέσα τη χούφτα του  κι  ύστερα τα πετούσε θριαμβευτικά μέσα στο ταψί φωνάζοντας μια λέξη που δεν καταλάβαινε,  όταν είχε μεγάλο νούμερο γελούσε και  τραντάζονταν  ολόκληρος,  όταν έριχνε μικρό νούμερο τα μάτια του σκοτείνιαζαν και με τα δάχτυλα του χτυπούσε μια χρυσή ταμπακιέρα που είχε δίπλα στο  κάθισμα του. Κάποια στιγμή που κανείς δεν πρόσεχε ο Γαβριήλ έσκυψε στο αυτί και του είπε «όταν χτυπά τα δάχτυλα του εκεί πέρα τους δίνει το σήμα για να ετοιμάσουν την κρεμάλα, μη φοβάσαι για τίποτα όμως, ό,τι και να γίνει  εγώ θα σε σώσω». Τα λόγια του γίγαντα αναπτέρωσαν το ηθικό του,  ένιωσε μια δύναμη μέσα του κι από κείνο το σημείο η τύχη του έστρωσε,  όλες οι ζαριές του  ήταν  φοβερές  και κάμποσες φορές πέτυχε τη Ζαριά της Αφροδίτης όπως την έλεγαν στα καπηλειά, τρείς  εξάρες!   Ήταν   σαν κάποιος να είχε μαγέψει τους κεχριμπαρένιους κύβους  κι ότι κι αν έριχνε ήταν καλό, για μια ώρα περίπου έπαιζε μανιασμένα, κι ούτε που τον ένοιαζε ο αντίπαλος κι όλοι εκείνοι οι σχιστομάτηδες που είχαν έρθει από τα βάθη της Ασίας. Ήξερε πια ότι τον είχε το σουλτάνο που δεν ήθελε να το πιστέψει κι όλο έπαιζε τα δάχτυλα του πάνω στη χρυσή ταμπακιέρα αναψοκοκκινισμένος. Ήταν φανερό ότι είχε  κερδίσει και τώρα φοβόταν ότι είχε φανεί αλαζόνας όμως  ο σουλτάνος  έμοιαζε ευχαριστημένος  καθώς είχε διασκεδάσει,  τον αγκάλιασε συγχαίροντας τον ενώ  όλη η ακολουθία γύρω γελούσε, είχαν  ευχαριστηθεί κι εκείνοι  το παιχνίδι.  

«Άιντε τη γλύτωσες!»  του μετέφρασε ο Γαβριήλ δίνοντας του έναν σάκο με τα πολύτιμα αντικείμενα, «πάρε τον τουρβά σου κι εξαφανίσου γρήγορα προτού αλλάξει γνώμη ο Τούρκος». Φόρτωσε το σάκο σ’ ένα άλογο με χαίτη ασημένια που του έδωσαν και βιάστηκε να φύγει από κει πέρα. Κάλπαζε ώρες ατέλειωτες μέχρι που έφτασε στα σύνορα,  εκεί που τον είχε πιάσει εκείνη η καταραμένη βροχή,  περνούσε πάλι το βαθύ φαράγγι  κοντά στα σύνορα που αντηχούσε από ήχους καμπάνας ενός μοναστηριού χωμένου στα βράχια,  είχε φτάσει το  Πάσχα . Θέλησε να προσκυνήσει και μπήκε στην εκκλησία όπου οι καλόγεροι μουρμούριζαν προσευχές «και Κύριος  επέρριψεν αυτοίς λίθους χαλάζης εκ του ουρανού..» γονατίζοντας στο χωμάτινο δάπεδο έφερε στο νου το χαλάζι που τον χτυπούσε τη νύχτα του κατακλυσμού. Ένα χέρι   άγγιξε τον ώμο του και τινάχτηκε τρομαγμένος,  ήταν ο φύλακας που τον είχε σώσει τη δύσκολη νύχτα, γονάτισαν μαζί κι ύστερα ο φρουρός   τον συνόδεψε μέχρι μια τεράστια πέτρα που ήταν το ορόσημο απ' όπου ξεκινούσε το βασίλειο. Χαιρετίστηκαν και τη στιγμή που ο φύλακας  έσκυβε να δέσει τα σανδάλια του  άφησε πάνω στη μεγάλη πέτρα ένα πετράδι από το σάκο του. Είχε φτάσει πια στον πάτο του φαραγγιού και  γύρισε το βλέμμα,  από ψηλά η φιγούρα του φύλακα που έμοιαζε μικροσκοπικός μέσα στην απέραντη μεγαλοπρέπεια του τοπίου,  τον χαιρετούσε.

 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...