Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΜΩΛΩΠΑΣ ΥΠΗΝΕΓΚΑΣ

Της άρεσαν οι παλιοί ηθοποιοί, τρελαίνονταν για την Κλαούντια Καρτνινάλε, ήθελε να ξεσηκώσει   το  περπάτημα της,  σκέφτονταν  να κάνει  ακόμα κι εκείνο το κόλπο που της είχαν πει ότι έκανε  η Ιταλοτυνήσια κουκλάρα  που έκοβε δυο εκατοστά απ το τακούνι της για να έχει  πιο προκλητικό περπάτημα !

Σκεφτόμουνα ότι παραήταν νευρική,  μου  είχαν δείξει  πως είναι στη σελίδα της  αλλά δε τη περίμενα  έτσι,  ξέρεις πως είναι τώρα αυτά,  άντε να βγάλεις συμπέρασμα  απ το Facebook,   κι ύστερα είναι κι εκείνες οι αηδίες  που λένε  για τη πρώτη εντύπωση,   ε λοιπόν  σε μένα δεν ισχύει ούτε στο ελάχιστο,  οχτακόσιες φορές έχω βγει λάθος,  τις  κοιτάς πρώτη φορά και δε σου κάνουν  τη παραμικρή αίσθηση, μετά  λες ''Δεν είναι άσχημη!'' και σιγά – σιγά,  χωρίς να το καταλάβεις  κολλάς σαν ηλίθιος  και δε μπορείς  να ξεκολλήσεις με τίποτα,   το χω δει άπειρες φορές το σενάριο,  σκέφτηκα  ''Δεν έχω τίποτα να  χάσω!'' ξέρεις,   άμα σ'  ενδιαφέρει είσαι  επιφυλακτικός, δεν ανοίγεις όλα τα χαρτιά σου, άμα όμως σκεφτείς  ''Εντάξει δεν είναι για μένα!'' μπορείς  να νιώσεις άνετα.

 Δε φορούσε τίποτα ιδιαίτερο, ένα πορτοκαλί αδιάβροχο μ ένα κόκκινο σταυρό, τη σημαία της  Νορβηγίας, γρατζουνιές και σημάδια κόκκινα στη παλάμη της,   ένα χαμόγελο μόνιμο  γλυκό ζωγραφίζονταν όλη την ώρα στα χείλια της. Είχε τραβήξει τα μαλλιά στη μια μεριά  ώστε να βλέπω   την καλή της πλευρά, πρόσεξα ότι δε βιάζονταν να πιει τη σοκολάτα της,  καθόμουν και τη χάζευα,  πάντα μ εξιτάρει να βλέπω  πως είναι οι γυναίκες σ όλες τι ηλικίες τους,  στα δεκαεννιά,  στα εικοσιπέντε,  στα τριάντα τρία,  στα σαράντα δύο,  προσπαθώ να καταλάβω πως σκέφτονται κάθε φορά,  πότε είναι στην ακμή τους,  πότε αρχίζουν να σπάνε. Ένα κραγιόν έβγαλε να βάψει  τα χείλια της,  τη ρώτησα τι χρώμα  ήταν εκείνο,  έβγαλε ξανά το   κραγιόν απ τη τσάντα της  να το δω, όπως ήμασταν αντίκρυ   την είδα που  κόλλησε μια στιγμή,  το βλέμμα  των τριών δευτερολέπτων, ξέρεις τώρα,   όπως έσκυβα προς το μέρος της, μπορούσα να διακρίνω ότι  πρόσεχε τα μάτια μου, πάντα  νομίζουν ότι δεν τις βλέπεις όταν το κάνουν αυτό…

Μου  έδειχνε  φωτογραφίες στο κινητό της,  δεν ήξερε ποια να διαλέξει για εξώφυλλο, την έδειχναν δίπλα σε καταρράχτες με νερά άσπρα να στέκεται, σε παραλίες μ'  αχιβάδες,  κοχύλια μισάνοιχτα, πεταλίδες,  άμμο,  κύματα, αρμύρα, σώματα μαυρισμένα...   Της άρεσε πολύ  το καλοκαίρι,  τρελαίνονταν γι αυτή την εποχή,  στο σχολείο είχε γράψει μια έκθεση  που   ενθουσίασε  τους δασκάλους  και  την είχαν κρατήσει,  έλεγε για τα  στάχυα που κυματίζουν   στον άνεμο,  τον  ήλιο,  τους  σκονισμένους δρόμους , την  απέραντη ανοιχτωσιά του ορίζοντα.  Μου έλεγε  ότι όλο το καλοκαίρι κάνει  μπάνιο μόνο με καυτό νερό,τι βίτσιο κι αυτό,  οι φίλες της στη κατασκήνωση την άφηναν  πάντα   τελευταία  γιατί τσουρουφλίζονταν, όπως μιλούσαμε σήκωσα άγαρμπα   τη τσάντα μου  που άδειασε  σκορπίζοντας στο πάτωμα  ένα κάρο αντικείμενα,  μολύβια, ξύστρες,  χαρτιά,  καραμέλες, ότι να ναι,   έσκυψα να τα μαζέψω, γελούσε  μ  ένα γέλιο που ακούγονταν όπως το νερό που κυλάει.  Μου   έδειξε σκηνές απ την ορκωμοσία της,  τη  μάνα  της, τη γιαγιά της, ένα βιντεάκι,  ο πατέρας της σ ένα πανηγύρι στο χωριό  τραγουδούσε ‘’Γυρίζω απ’  τη νύχτα,  από τον κόσμο έλειψα πολύ καιρό!’’ ''Το ξέρεις;'' με ρώτησε...

Θέλαμε να βγούμε κι εμείς  καμιά φωτογραφία όμως τα κινητά  μας  είχαν πρόβλημα,  ζητήσαμε από δυο παιδιά που καθόταν δίπλα  αν μπορούσαν,   Σύριοι ήτανε, δέχτηκαν ευχαρίστως,    κανονικά έπρεπε  να τους είχα κάνει χιλιάδες ερωτήσεις  για τη χώρα τους,  για το πόλεμο,  πως στο δαίμονα είχαν βρεθεί κατά δω, πως  τα βλεπαν τα πράγματα,    όμως αλλού ήταν το μυαλό μου,  ήμουν  ήδη τόσες ώρες μαζί της   και δεν είχα βαρεθεί, καταλαβαίνεις, δεν είχα βαρεθεί μετά από τόση ώρα!

Τα παιδιά απ τη Συρία μας δείξανε τις φωτογραφίες που είχανε βγάλει, όπως καθόμασταν μπροστά  από τον  πράσινο  μεταλλικό πάγκο  συνδυασμοί  χρωμάτων περίεργοι   σχηματίζονταν  ανάμεσα στο πορτοκαλί  νορβηγικό μπουφάν, το βαθύ πράσινο του   πάγκου,   το  σκούρο μελαχρινό της επιδερμίδας της....
Στο μαγαζί   παιδιά με ποδιές  και κουρέματα περίεργα  έτρεχαν   να ετοιμάσουν καφέδες, ανεβοκατέβαζαν μοχλούς,  έβγαζαν   ντόνατς  και  τυρόπιτες από ψωμιέρες γυάλινες, στους πάγκους  μπολ με ρόδια και γκρέιπ φρουτ  κίτρινα,  ανεμιστήρες γύριζαν από πάνω,  στα ράφια κουβάδες με ποπ κορν, τσιγάρα, μποτίλιες ουίσκι.   Έξω απ το τζάμι δέντρα δίχως φύλλα, ομίχλη απλώνονταν  στο δρόμο,  κόσμος περνούσε, κορίτσια  κάθονταν  σε ψηλά σκαμπό παίρνοντας  πόζες,  μερικά   είχαν κάτι χαλκάδες στη μύτη  σαν αυτούς  που φορούν  οι  Αβορίγινες φύλαρχοι,  άλλων το προφίλ  θύμιζε  αγάλματα αρχαία,   έλεγαν ευχαριστώ όποτε  σηκωνόμασταν για να περάσουν απ'  το στενό διάδρομο, οι γυναίκες  είναι πλάσματα  πιο πολιτισμένα,  πιο εξελιγμένα,  πιο ραφιναρισμένα  όπως και να χει. Πιο πολύ  φοιτήτριες ήταν μα  και κάτι άλλες, πιο μεγάλες, ένα μείγμα περίεργο,  μια  σαραντάρα ξανθιά  καθόταν μπροστά μου, ένα σημάδι  σκούρο είχε  στο σαγόνι της, μια γούνα φορούσε,  δοκίμασα ν'   ακουμπήσω το δέρμα του σκοτωμένου ζώου που  ήταν απαλό πολύ,  νόμιζα ότι θα ζωντανέψει…

Το μαγαζί ανήκε σ έναν τύπο  μ ένα βλέμμα  που   θύμιζε λύκο  άυπνο  για πολλές νύχτες,  τον  φοβόμουν , του είχα  πάει κόντρα μια φορά,  το θυμόταν,  λέγανε ότι είχε πολλά λεφτά κάποτε,   είχε λέει ένα ξενυχτάδικο χτισμένο  σ ένα λόφο   έξω απ τις Σέρρες,  ''Τα Δεκατρία Φεγγάρια!'' όμως ένα βράδυ πήρε φωτιά,  κάποιοι  έλεγαν ότι του το κάψανε επίτηδες γιατί έκανε δουλειές βρώμικες,  είχε σηκωθεί νύχτα  για ν αντικρύσει τις φλόγες έξω απ το παράθυρο του να τρώνε το κτήριο,  δοκάρια κατέρρεαν με πάταγο,  κεραμίδια γκρεμίζονταν με κρότο,  είχε παραλύσει καθόταν εκεί και  χάζευε το απίστευτο θέαμα καθώς οι πορτοκαλιές φλόγες έκαιγαν το πρόσωπο του από μακριά, από τότε  τον  είχε πάρει  η κάτω βόλτα,  η γυναίκα του τον άφησε,  τα παιδιά του δεν τον θέλανε, κατέρρευσε…

Από  ένα φερμουάρ που  είχε  στο μέρος  του  στήθους   κάτι τσιγάρα   στριφτά έβγαλε,  με ρωτούσε για τη δουλειά μου ‘’Δεν προετοιμάζεσαι, για τα  μαθήματα σου,  δε διαβάζεις  βιβλία , τι τεχνικές εφαρμόζεις, τι  κείμενα  παιδαγωγικά διαβάζεις,  γνωρίζεις  την τάδε θεωρία;’’    -    ‘’ Να σου πω!'' της είπα ''Με τους μαθητές μου παίζουμε ξύλο, κάνουμε κόντρα στις κάμψεις, βάζουμε στοιχήματα, βριζόμαστε, τέτοια πράγματα,   πάντως στις εξετάσεις δε τα πάνε άσχημα,δε μπορείς να φανταστείς τι κουφά πράγματα  μπορούν  να παρακινήσουν  τους πιτσιρικάδες !’’

Βγήκαμε έξω, περπατήσαμε στο δρόμο, στ'  ανθοπωλεία  κυκλάμινα κι ορχιδέες μαβιές  πουλούσαν, ο Θερμαϊκός   μια λίμνη ακίνητη,  ο ήλιος  που τρυπούσε τα σύννεφα καθρεφτίζονταν στα καπό των αυτοκινήτων, μια γάτα έγλειφε τα χείλια  της  δείχνοντας τη κόκκινη γλωσσίτσα της.   Στα κράσπεδα της καμάρας παιδιά  με  σκουλαρίκια και κοτσιδάκια  άγρια κάθονταν, ένας σκύλος γάβγισε  τρομάζοντας  τα περιστέρια   που κούρνιαζαν  ψηλά  σ  ένα   πλατάνι, ξεχύθηκαν  όλα μαζί  και χάθηκαν πίσω από  τα κτήρια.  Μια μυρουδιά υγραερίου που ξέφυγε από κάπου  υπήρχε στην ατμόσφαιρα, λάδια χυμένα στην άσφαλτο,   κάποιο  ατύχημα  είχε γίνει το ξημέρωμα στην Εγνατία,  ένα αυτοκίνητο πήρε  σβάρνα  δυο  κορίτσια  που  είχαν σταθεί στη μέση του δρόμου, στη  διαχωριστική λωρίδα,  στην εντατική με χτύπημα στον αυχένα ήταν   ακόμα  ένα απ αυτά...

Από ένα  προποτζίδικο που  έχει κλείσει πια περάσαμε, μες τις γιορτές σκοτώσανε λέει  τον ιδιοκτήτη και το παιδί του σ ένα μακελειό κάπου στο Ωραιόκαστρο θαρρώ, μου  έλεγε    πώς έκοψε το τσιγάρο,   ξύπνησε κάποιο  πρωινό νιώθοντας   βαριά την ανάσα της   ''Πρέπει να το κόψω!'' μουρμούρισε κι ο φίλος της  από δίπλα ''Ναι καλά, σιγά μη το κόψεις!'' ε  αυτό ήταν,  δεν έπρεπε να το πει,  δεν έπρεπε να την υποτιμήσει,  σκύλιασε, το κοψε μαχαίρι, δε το ξανάβαλε το καταραμένο στο στόμα της !

Δεν ήθελα να πάω σπίτι, λίγο ακόμα ήθελα, δεν ήθελα να μείνω μοναχός, μια μελαγχολία   με πιάνει  τέτοια εποχή,  υποθέσεις που μοιάζουν να μη  τελειώνουν  ποτέ με βασανίζουν,  συσκευές κι  αντικείμενα που χαλούν και πρέπει να τα φτιάξεις, ρούχα που  φθείρονται, άνθρωποι που φεύγουν από κοντά σου και πρέπει να τους αντικαταστήσεις,  δε μπορώ, δε προλαβαίνω,   γιατί να μη κρατούν όλα  λίγο παραπάνω!
 Μια μελαγχολία με πιάνει πάντα τέτοια εποχή, φοβάμαι  το πρώτο  εξάμηνο   του χρόνου, που περνα αγχωτικά και πολύ γρήγορα,  μέχρι να το καταλάβω έχει φτάσει κιόλας  το καλοκαίρι,  αρχίζουν οι ζέστες,  είμαι για κλάματα !  Όμως φέτος   μου την έχει δώσει,  θέλω να δω  το τέλος του χειμώνα,  τις άσπρες  σιντόνιες που ανθίζουν μες το κρύο,  τις αμυγδαλιές που είναι έτοιμες να πετάξουν  μπουμπούκια,  τις κλαδεμένες τριανταφυλλιές, τις πηγές   και  τις νερομάνες που είναι έτοιμες να σκάσουν ξεχειλίζοντας με νερά αφρισμένα, τις απόκριες.

Στη πλατεία  της ΧΑΝΘ  βγήκαμε,  κάτι την έπιασε, δε χόρταινε  να κοιτάζει γύρω της '' Τι πολιτεία είναι αυτή!''    φώναζε  ''' Τι παραλία, τι πλατεία !''   έμοιαζε  σα να  ήθελε  να  κλείσει μέσα της  όλα όσα  υπήρχαν γύρω,  ''Πότε θα πάμε στο Πολύγυρο !''  μου λεγε  ''Την Τσικνοπέμπτη  να πάμε, τότε   γίνεται το καλύτερο,  κερνούν  τα πάντα  τότε, μια χρονιά   είχαμε πιει,  είχαμε φάει του σκασμού  σ όποιο  μαγαζί θέλαμε,  παντού φώτα,  φασαρία,  όργανα, όλα  τζάμπα!''

Θα ήταν ωραία κατά κει να πηγαίναμε τώρα που ξεκινά το Τριώδιο, είναι ωραία  κι αυτή η εποχή,   τα ψυχοσάββατα  στις εκκλησιές   πιατέλες στολισμένες με κανέλα και  καρύδια κι όλοι ζητούν  συγνώμη απ τους  άλλους   δείχνοντας  μεγαλοκαρδία,  πολύ μ αρέσουν  οι   ιστορίες του τριωδίου  αυτή   του Ασώτου που τη κοπάνισε και περιπλανήθηκε σα την άδικη  κατάρα   σε χώρες μακρινές κάνοντας παρέα με ρεμάλια, κι η άλλη  ιστορία μ αρέσει,  αυτή   με τον Αδάμ που   κάθεται απέναντι στον παράδεισο και   κλαίει   κι οδύρεται για  ότι έχασε,   τι να σε κάνω μεγάλε,  ας πρόσεχες, ας μην άκουγες τη γυναίκα,   κάτσε τώρα να βλέπεις  τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα χορτάρια  κι όλα τ άλλα όμορφα  ενώ εσύ είσαι  με την Εύα που δε βλέπεται πια!

Δε θέλω να τα χάσω  όλα αυτά ξανά κι αυτή τη χρονιά, τις ιστορίες για τις σάλπιγγες που ηχούνε και τα θεμέλια της γης  αναταράσσονται, οι νεκροί βγαίνουν απ τα μνήματα,  άγγελοι τρέχουν πέρα δώθε ανεμίζοντας τ άσπρα φτερά τους,   όλα τα κρυφά βγαίνουν στο φως,  μιλάμε για πολύ χαμό, μεγάλο πανικό,  ο κριτής  κάθεται στο θρόνο του κι εξετάζει τον καθένα, ελάτε δω  μάγκες,   αυτοί που έκαναν  τις αηδίες τρέμουν, χτυπιούνται,  τι να σας κάνω παιδιά, ας προσέχατε,  ετοιμαστείτε για το πυρ το εξώτερο και  τα καζάνια τα καυτά!

Δε θέλω να τα χάσω ξανά όλα αυτά   κι είναι και το Πάσχα στο βάθος μ'  εκείνα τα φοβερά  και τ'  ανατριχιαστικά'''.. .ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων... δεικνύων  αυτοίς τα του σώματος πάθη,  άπερ κατεδέξω σωτήρ μακροθυμήσας! ''  ή το άλλο ''...τους μοχλούς του αιωνίους συντρίψας και δεσμά διαρρήξας του μνήματος  ανέστης  !''  ή το άλλο  το άπιαστο ''... ως εκ σπέρματος Δαυίδ μώλωπας υπήνεγκας !'' τι είχαν δει οι παλάμες του αδερφέ μου,  τι κάρφωμα πέρα για πέρα  ήταν εκείνο, πως άντεξε,    κι ύστερα  πως το κανε ο Χριστός ρε φίλε,  πως τα πήρε όλα σβάρνα, πως τα διέλυσε όλα, πως αναποδογύρισε  το σύμπαν ολόκληρο,  μα δεν άφησε τίποτα όρθιο,  κι έπαθαν πλάκα οι στρατιώτες  κι οι γυναίκες  κι  οι άγγελοι κι όλα τα συμπαρομαρτούντα!

Συνεχίσαμε  το περπάτημα, στα πρακτορεία  ταξιδιών οι κοπέλες  πίσω από οθόνες και γραφέια χτυπούσαν υπερωρίες, άνθρωποι περνούσαν δεξιά κι αριστερά μας, κάποιος άνοιγε τη πόρτα ενός γκαράζ να βγάλει τ'  αμάξι του, τύποι περίεργοι στέκονταν έξω από τα μαγαζιά με τα φρουτάκια, ζητιάνοι έψαχναν  μέσα στους κάδους, δυο  σκύλοι ξερακιανοί  που  θύμιζαν ύαινες,   άνθρωποι περνούσαν δεξιά κι αριστερά μας, όπως τη φώτιζε το κινητό έμοιαζε με πίνακα του Ζωρζ ντε λα τουρ, τη Μαρία Μαγδαληνή μπροστά σ'  ένα κερί αναμμένο, φωτογραφίες μου έδειχνε πάλι  από τότε που ήταν  πολύ μικρή, ένα φουστάνι  κοντό πολύ  φορούσε, το πουκάμισο της μάνας της ήτανε που  είχε φάει το τόπο να το βρει,  αυτή  το  είχε σουφρώσει, το  είχε κάνει φούστα έξοχη  και φωτογραφήθηκε  μια μέρα  με λιακάδα υπέροχη  ‘’Φορούσα σορτσάκι από κάτω!’’ μου  είπε.

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝ ΑΙΧΜΑΙΣ


είδον
καλπάζοντας εν αιχμαίς ....

Αισχύλος , αποσπάσματα,  ''Μυσοί''

Με την άκρη του ματιού του είδε ανθρώπους να τρέχουν απ τα  γύρω πεζοδρόμια, τρόμαξε, δε μπορούσε να  πιστέψει ότι όλοι αυτοί είχαν μαζευτεί εκεί εξαιτίας του! 


Με τίποτα δεν το περίμενε, έτυχε να βρίσκεται εκεί πέρα, είδε  τον πιτσιρικά να βρίζει τους πάντες, να φωνάζει, να ωρύεται σα δαίμονας,  του φάνηκε αδιανόητο, πως γίνεται ένα  παιδί   να  έχει  τόση αναίδεια,  τόσο θράσος, ποιος του  το επέτρεψε'' Μη μιλάς έτσι!'' του είχε πει,  ο μικρός τον έγραψε κανονικά,  δε καταλάβαινε τίποτα!

Και τότε τον είχε σπρώξει τον πιτσιρικά,  ελαφρά βέβαια, τον είχε παραμαζέψει, τον είχε βγάλει από κείνο το μαγαζί όπου ο θεός ξέρει πως είχε βρεθεί, του έδωσε και δυο χτυπηματάκια, πιο πολύ σα χειρονομία αποδοκιμασίας!

 Όμως ο μικρός ήταν σατανάς κανονικός,  άρχισε να παίζει  θέατρο, έκανε  πως έκλαιγε, πως πονούσε, χτυπιόταν,  οδύρονταν  σα να τον είχε γρονθοκοπήσει ο Μάικ Τάισον, έκλαιγε, χτυπιόταν ‘’Μου έσπασε τη μέση,  με σακάτεψε!’’    οι περαστικοί που μαζεύτηκαν  τον ρωτούσαν  μ αγωνία ''Τι έχεις,  πες μας,  μη κλαις!''

 Αυτός ζήτησε  συγνώμη ''Εντάξει παιδιά,   δεν το ήθελα!''  όμως  δεν ήταν ευχαριστημένοι, κανείς δεν τον πίστευε,   ήθελαν την κεφαλή του επί πίνακι,   μια χοντρή   είχε γίνει έξαλλη,  σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπο της  ΄΄ Το σακάτεψες το παιδάκι!''  νόμιζε ότι θα του επιτίθονταν όλοι μαζί να τον λιντσάρουν, να του βγάλουν τα μάτια, να τον γδάρουν ζωντανό,  ήταν εφιαλτικό, ήταν όπως στα έργα στη τηλεόραση μόνο που εδώ συνέβαινε πραγματικά, ένας ασπρομάλλης  με μουστάκι  του φώναζε αγριεμένα  ''Δε ντρέπεσαι ρε να χτυπάς  το παιδί,  καλέστε  την αστυνομία!'' 

Φαίνεται  ότι το ν' αγγίξει,  ν' ακουμπήσει, πόσο μάλλον να χτυπήσει κάποιος μεγαλύτερος  ένα παιδί έστω και για πλάκα, έστω και γι αστείο  και μάλιστα δημόσια,   έχει γίνει  ταμπού,   στην Αμερική λέει οι δασκάλες   απαγορέυεται ακόμα και  ν'  αγκαλιάζουν τα μωρά στους παιδικούς σταθμούς,  ο κόσμος έχει  γίνει ψυχωτικός,  τα μεγαλοποιεί όλα,  τρελαίνεται αντιδρά απρόβλεπτα, είναι να φοβάσαι!

Βέβαια   άμα  δεις πως χτυπιούνται  τα μικρά,  με πόση βία,  πόσα κόλπα καράτε και τέικ  βοντό δοκιμάζουν, πόσα δολοφονικά  παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας παίζουν σκοτώνοντας  όποιον βρουν μπροστά τους,   έτσι,  δίχως λόγο,  πόσες ταινίες φρικιαστικές με ότι σαδιστικό κι ανώμαλο παρακολουθούν χωρίς κανείς να τους λέει τίποτα,   πόσο αίμα και πόση βία και πόσο θάνατο έχουν καταπιεί,   πόσα απ  αυτά βρίζουν τόσο αισχρά που δεν αντέχεις, πόσα   τρέχουν στα γήπεδα κι έχουν σαν όνειρο να δείρουν  τον  οπαδό της άλλης  ομάδας  ώσπου να βγάλει αίμα, άμα τα σκεφτείς όλα αυτά λες ‘’Τί γίνεται ρε φίλε,  έχουμε τρελαθεί όλοι !’’

Όποιος έχει δοκιμάσει να διδάξει παιδιά κι εφήβους τόχει αντιμετωπίσει, σου μιλώ για περιπτώσεις  φοβερές, άμα τ αφήσεις   μετατρέπονται σε  αγέλη, σε βλέπουν σαν αντίπαλο  μισητό,  είσαι ''ο άλλος'',  ''ο εχθρός'',  ειρωνεύονται, προκαλούν, σ αμφισβητούν ,  αλίμονο  αν  αφήσεις μια χαραμάδα και δουν τις αδυναμίες σου, θα σε σκίσουν,   και θα το χαρούν,   μιλάμε για  ένστικτα πρωτόγονα,  δεν υπάρχει λογική,  καθοδηγούνται απ αυτά,  νιώθουν άγρια ικανοποίηση όταν ταπεινώνουν τον  μεγαλύτερο,  το δάσκαλο,  οποιονδήποτε τους περιορίζει,  τους βάζει φραγμούς και όρια, έχουν μια αλαζονεία  απίστευτη!


Η  ιστορία το λέει ότι τα παιδιά  μπορούν να γίνουν αδίσταχτα,  τρομαχτικά, να  μη  λογαριάζουν τίποτα,  μη  ξεχνάς ότι  οι πιτσιρικάδες ήταν οι χειρότεροι εκτελεστές  των Ερυθρών  Χμερ στην Καμπότζη! Στην Αφρική  κάτω έχουν από μια ματσέτα και σπέρνουν τον τρόμο απ όπου περνούν χωρίς ν αστειεύονται καθόλου,  θα μου πεις δεν είσαι ειδικός, ναι καλά, τους είδαμε και τους ειδικούς, γιατί καταδικάζεις έτσι εύκολα ένα παιδί,  που ξέρεις από τι  οικογένεια  προέρχεται και τι έχει τραβήξει, ξέρεις  τώρα,  τα γνωστά των παιδαγωγών περί   ενσυναίσθησης κτλπ,  ότι πρέπει  να μπεις  στη θέση των παιδιών,   να τα καταλάβεις , να τα κατανοήσεις , να τα νιώσεις  και πάει λέγοντας, εδώ όμως φίλε μου  κάποιος σε βρίζει κατάμουτρα, σε υποτιμά εν ψυχρώ,  δε   ψάχνεις για  εξηγήσεις   επιστημονικές, δε προλαβαίνεις,   πρέπει ν'  αντιδράσεις γρήγορα,  δε γίνεται να είσαι τόσο δημοκρατικός, δεν μπορούν να έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα,   κι αν  κάποιος  έχει το κακό  και το διεστραμμένο μέσα του  κάποια στιγμή θα το βγάλει  είτε είναι  απόγονος γύφτου  είτε είναι  απόγονος εκατομμυριούχου!

Κι ούτε που θέλει κανείς να θυμάται τα παλιά σχολεία,   τι βέργα και τι σφαλιάρες  έριχναν οι πατεράδες  κι οι  μανάδες  που    είχαν  ένα χέρι απίστευτα τόσο  βαρύ που ΄σ έκανε να βλέπεις   κεραυνούς κι αστράκια και τον γαλαξία ολόκληρο,  ο γείτονας μπορούσε να σε πλακώσει ότι ώρα ήθελε άμα νόμιζε ότι  παρεκτρέπεσαι , καταστάσεις  βάρβαρες που δε θέλει  κανείς να τις θυμάται....

Και φαίνονταν ότι εκείνη η μέρα, Σάββατο ήτανε,   θα πήγαινε  κατά διαόλου,  το πρωί είχε διαπιστώσει  ότι δεν  του είχαν μείνει καθόλου  λεφτά, του είχαν τελειώσει χωρίς να το καταλάβει,  κάτι ψιλά μονάχα είχε  ίσα-  ίσα για έναν καφέ, η γυναίκα του που είχε χωριστό ταμείο  δεν ήθελε με τίποτα  να  του δώσει,   είχαν  μαλώσει τη προηγούμενη μέρα,  ούτε που θυμότανε  για ποιο λόγο  και του το κρατούσε, ήταν μια ξεροκέφαλη αυτή, δε ξεχνούσε ποτέ!

Είχε βγει   να περπατήσει λιγάκι, ακόμα νύχτα ήτανε,  όπως έβγαινε απ το διαμέρισμα σταμάτησε μπροστά  στο ασανσέρ   που    κατέβηκε  με φόρα δίχως να σταματήσει  σα να το έσπρωχνε κάποια αόρατη δύναμη, στο κρύσταλλο του θαλάμου  μια φιγούρα αντρική διακρίνονταν να χάνεται προς τα κάτω. Στο δρόμο   κάποιος κοιμόταν   με το κεφάλι καρφωμένο στο τιμόνι ενός παλιού,  γαλάζιου Οτομπιάνκι  που είχε αναμμένα τα φώτα του , ψηλά από πάνω   το φεγγάρι  γκρεμίζονταν  λαμπρό κατά τη δύση…

Ήθελε να περπατήσει κοντά στη θάλασσα να ξελαμπικάρει λίγο,  στην Όλγας  μπροστά   από ένα  παλιό  κτήριο με ξύλινη οροφή  πέρασε,   τώρα τόχουν οι πρόσκοποι.   Εκεί  ήταν κάποτε η  ‘’Αρτζεντίνα’’,  κάποτε  έρχονταν σ αυτό  η  χοντρούλα η Ρίτα Σακελαρίου  και χαλούσε κόσμο με τα σκέρτσα της,  έστριψε προς τα κάτω, πέρασε  πάνω απ την αερογέφυρα εκεί στο Μακεδονία  Παλλάς, τα αμάξια  περνούσαν σα σφαίρες και χάνονταν στο βάθος πέρα μακριά, ο ήλιος ανέβαινε   κατά τη Χαλκιδική,  ομίχλη και καυσαέριο  σκέπαζαν  τα  κτήρια…

Σε μια καφετέρια  οι σερβιτόρες  γέμιζαν με  νερό τα ποτήρια, μια γυναίκα  έβαζε  αλοιφή στα ξερά χείλια  της, σ’  ένα βενζινάδικο απέναντι  οι υπάλληλοι ξεροστάλιαζαν μες το κρύο,  ο αέρας κουνούσε τις τέντες πάνω- κάτω,   στα κλειστά ψυγεία των ψιλικατζίδικων παγωτά με φύλλο Βηρυτού διαφημίζονταν.   Η παραλία  είχε πάρει το χρώμα του βούρκου, τα κύματα έσκαγαν με πάταγο πάνω στα βράχια,  ένα καράβι παλαντζάριζε κι έλεγες ότι  θα έσκαγε κι  αυτό πάνω στη προβλήτα   άμα συνεχίζονταν   η φουσκοθαλασσιά!   Δυτικά,  αντίκρυ του,  οι σιλουέτες των ανεμογεννητριών που έχουν στήσει στα βουνά κατά το Βέρμιο διακρίνονταν, έβγαλε ένα τσιγάρο από  μια ταμπακιέρα ασημένια μ ένα ρουμπίνι κόκκινο καρφωμένο στο καπάκι της, ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο είχε βάλει  στο κουτί  κάτω από τα στριφτά του,   ο παππούς του   είχε φέρει αυτή τη  ταμπακιέρα  απ την Αμερική  καμιά εκατοστή χρόνια πριν,  φαντάσου να καπνίζεις  απ’  την ίδια ταμπακιέρα που είχε ο παππούς σου  προτού έναν αιώνα!   Ένα καραβάνι αυτοκινήτων σέρνονταν αργά στην ευθεία,  σε μια αλάνα χορτάρι ξέθωρο φύτρωνε, νερό έτρεχε στο δρόμο από μια διαρροή,   ήταν τόσο  καλά,  τόσο όμορφα εκεί πέρα,  κι εκείνες οι σερβιτόρες είχαν  ένα πρόσωπο αλαβάστρινο,  χείλια κόκκινα,  ένα βήμα τόσο ανάλαφρο,   ήταν τόσο καλές,  τόσο όμορφες,  σούρχονταν να τις ρουφήξεις  επί τόπου!

Το μεσημεράκι πέρασε κι απ το άλλο το στέκι, δεν ήθελε με τίποτα να γυρίσει στο σπίτι,  θα σκοτώνονταν πάλι  με τη γυναίκα του! 


Τους βρήκε όλους μαζεμένους εκεί , τη γυναίκα  με τη    ραφή  στο μέτωπο από κάποια εγχείριση, αυτόν που  κινούνταν  τόσο αργά  σα  βραδύποδας  του Αμαζονίου, όλους!   Είχαν ξεκινήσει   κουβέντα για την καταγωγή κάποιων  λέξεων που τους  φαίνονταν μυστήριες, για λέξεις  αρχαίες  κουβεντιάζανε,  λέξεις  με καταγωγή  στον Όμηρο και στον Αρχίλοχο!  Μερικοί απ τη παρέα είχαν μανία με την ετυμολογία,  μπορούσαν  να συζητούν  για ώρες την προέλευση μιας λέξης που   κέντριζε  συνειρμούς περίεργους στο μυαλό τους,     ‘’Από πού βγαίνει  η λέξη  λόγχη ;''  ρώτησε   κάποιος   που κρατούσε  ένα ποτήρι με  κρασί άσπρο,   ένας μαυριδερός πέταξε  ότι οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη αιχμή για να περιγράψουν τη λόγχη, το είχε δει στον Αισχύλο,  σ ένα κομμάτι από μια τραγωδία χαμένη. Ο μαυριδερός  που  έδειχνε διαβασμένος  τους  είπε   και  για κείνο το κομμάτι όπου   η  πτώση της Τροίας  αναγγέλλεται  απ τις  αλλεπάλληλες φωτιές στην  Τροία πρώτα, κατόπιν   στη Λήμνο, στον Άθω, στην Ίδη, μέχρι να δουν τη  λάμψη οι φρουροί του παλατιού στο Άργος,  τότε  κάποιος πέταξε  ότι  απ την  κορφή του Ολύμπου  ο ορίζοντας είναι τόσο ανοιχτός   που  όταν ο καιρός είναι καλός μπορείς να δεις τόσο μακριά μέχρι  την Ιταλία  κι ακόμα  μακρύτερα  ωςτα Πυρηναία, ήταν σίγουρος εκατό τα εκατό, έβαζε και στοίχημα  ‘’Το  λέει κι ο Πλούταρχος’’  ‘’Σε πιο  βιβλίο  ’’  - ‘’Πάτα στο Google <<Πλούταρχος- Όλυμπος >>και θα βγει!’

Είχε χαλαρώσει είχε ξεχάσει κι αυτή ακόμα  τη γυναίκα του, η μέρα έδειχνε να στρώνει  όταν μπούκαρε   ο πιτσιρικάς.  Όλοι τον ήξεραν,  κάποιος απ τους γονείς του δε ζούσε,  από δω κι από κει  γύρναγε, στο σχολείο δε πατούσε,  η γιαγιά του, μια  μη πω τώρα,  έρχονταν κάπου κάπου και χασκογελούσε με τον εγγονούλη της,   υποτίθεται ότι ο πιτσιρικάς βοηθούσε στο μαγαζί  άλλα στην ουσία έκανε το κομμάτι του, τους κορόιδευε όλους,  γελούσε, οργίαζε,  ότι ήθελε έκανε,  τον είχαν βαρεθεί όλοι,  δεν άντεξε αυτός,  τον έστειλε κακήν κακώς!

Τι το θελε,  όλοι χίμηξαν απάνω του,  σκέφτονταν  ότι δε θάβγαινε ζωντανός από κει,  όπως ήταν απελπισμένος ένα χέρι τον έπιασε  απ  το μπράτσο,   ένας φίλος που έτυχε να περνά από κει πέρα, αυτός   τον  έσωσε, τον  γλύτωσε, τον τράβηξε παράμερα  με τρόπο ''Πάμε να φύγουμε από δω!''   του είπε.   Όπως έστριβαν απ τη γωνιά του δρόμου οι άλλοι που είχαν μαζευτεί άρχιζαν να φωνάζουν ''Που πας ρε,  έλα δω, μη φεύγεις  δειλέ,  δε θα τη γλυτώσεις έτσι εύκολα!'' Είχε την εντύπωση ότι  το  πλήθος   ήθελε να τον κάνει   κομμάτια,  περίμενε ότι όλοι θα ξεχύνονταν να τον κυνηγήσουν,   σκεφτόταν ότι θα πλάκωνε η αστυνομία,  θα έπρεπε  να τρέχει  στο τμήμα,  θα τον έγραφαν οι εφημερίδες,  θα τον έδειχνε η τηλεόραση, όμως παραδόξως κανείς δεν κινήθηκε να τον ακολουθήσει, απλα τον βρίζανε από μακριά,  περπάτησε  γρήγορα,  ήθελε ν αρχίσει να τρέχει,  να  φύγει από κείνο το καταραμένο μέρος και να μην ξαναπατήσει ποτέ  ξανά, ο φίλος έφυγε για  την άνω πόλη, αυτός   τράβηξε προς  το σπίτι του ακολουθώντας κάτι σοκάκια...

Η γυναίκα  του κοιμόταν,  ευτυχώς,  δεν θ άντεχε αν  του έλεγε τίποτα! Όλη νύχτα    στο μυαλό του ερχότανε  εκείνο το μανιασμένο πλήθος που ήθελε  να τον κατασπαράξει, 
κάτι ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση έβλεπε φευγαλέα καθώς άλλαζε τα κανάλια,    ένας  κήπος  φθινοπωρινός με σφενδάμια  κοκκινωπά, γιαπωνέζικα,  ένα κοπάδι   μπαρακούντα   στροβιλίζονταν γύρω από ένα δύτη φτιάχνοντας ένα ζωντανό γαλάζιο   τούνελ κινούμενο, μερικοί  παρακμιακοί σκοτώνονταν για τα καταραμένα τ’  αθλητικά τους!  Ένα κοπάδι περιστέρια  σκαρφαλωμένο   σ ένα ταβλάνι  τσιμπολογούσε τους μαύρους καρπούς που έμοιαζαν με σκάγια,  κάτι του θύμιζε αυτή η εικόνα, κάπου  είχε δει κάτι παρόμοιο,  σ ένα τέμπλο ίσως,  σε κάποια εκκλησιά παλιά μ  αναλόγια και θρόνους  δεσποτικούς, εικόνες μ  αγγέλους και   πολεμιστές ,  φως που μπαίνει από τζαμάκια χρωματιστά, φωτοστέφανα χρυσαφένια, ο Διγενής με το κοντάρι του  πολεμά κάπου στην ανατολή ή στην  Αραβία…

 Ένα όνειρο είδε, ένα ποταμάκι  ήταν να περάσει λέει , το νερό κυλούσε γάργαρο,  παγωμένο,  μερικές  άσπρες πέτρες είχε βάλει κάποιος μες το ρέμα,  προσπαθούσε  να πατήσει  πάνω τους και να μη βραχεί  μα δε γίνονταν,  οι πέτρες   βούλιαζαν στη λάσπη! Ένα άλλο όνειρο, σ ένα λεωφορείο λέει ήταν τώρα που έτρεχε σα παλαβό σ ένα δρόμο υπερυψωμένο, κάγκελα δεν υπήρχαν αριστερά και δεξιά, ένιωθε ότι δεν ήταν και πολύ ασφαλής, ανά πάσα στιγμή μπορεί να γκρεμοτσακίζονταν εκείνο το λεωφορείο που έφευγε σα δαιμονισμένο στη κατηφόρα,  ένα άλλο όνειρο, ένα μέρος σκοτεινό,  σ ένα ύψωμα στέκονταν,  πλήθος περνούσε από κάτω  κραδαίνοντας λόγχες,  σπάθες, ρόπαλα, δαυλούς πυρσούς, φωνές,   κραυγές διαπερνούσαν τον αέρα, πρόσωπα αγριεμένα διάβαιναν, κάποιον γύρευαν...  

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015


Keep on rockin

‘’Σκάσε!’’ ούρλιαξε o Λάκης όταν πήγα να μιλήσω  σ ένα  μεθυσμένο  που τρέκλιζε και προσπαθούσε να βρει   το πόμολο της πόρτας.

Πολλοί μεθυσμένοι περνούσαν από κει αλλά αυτός πρέπει να ήταν ο χειρότερος, το έβλεπες στο βλέμμα όλων που ήταν στο μαγαζί , ο μεθυσμένος  δε μπορούσε  ν'  ανοίξει με τίποτα, τελικά  κατάφερε να βρει το πόμολο, μπήκε μέσα κι όλοι τότε  έπεσαν απάνω του  σα να είχαν συνεννοηθεί,  άρχισαν να τον σπρώχνουν βίαια   κατά την έξοδο ‘’Σήκω φύγε ρε, δε σε θέλουμε εδώ πέρα!’’ φάνηκε ν'  αγριεύει, το  στραβό χαμόγελο  του έδειξε ότι του έλειπαν τα δόντια στη μια μεριά του στόματος του,  πήγε να πει κάτι , το μάτι του  γυάλισε τρελά,  το χέρι του έτρεμε, έδειχνε να παίρνει ανάποδες σα ζώο που στριμώχνεται και τρελαίνεται απ τη μανία του,  τελικά κατάλαβε ότι δε τον έπαιρνε, υποχώρησε κατρακυλώντας άγαρμπα μέχρι το πεζοδρόμιο, και τότε ένας από μας όρμηξε απάνω του  εντελώς απρόβλεπτα,  είδαμε και πάθαμε να τους μαζέψουμε,  καλά οι άνθρωποι αγριεύουν απίστευτα στις γιορτές, ο μεθυσμένος αποτραβήχτηκε απρόθυμα φορώντας το σακάκι του που το είχε μισοβγάλει, ’Έχετε χάρη που πρέπει να περάσω απ το τμήμα αύριο!’’ γρύλισε…

Ο Λάκης πήρε τη μεταλλική τσιμπίδα κι άρχισε ν ανακατεύει  τη στάχτη κάτω απ τις σχάρες  για να βγάλει τα κάρβουνα στην επιφάνεια, κάποιος ζήτησε κρασί, λέγαμε γι αυτό που είχε  γίνει, ''Μα τι βλάκας που είσαι!'' φωνάζαμε  στο  δικό μας που ήθελε να πλακωθεί σώνει και καλά,   ύστερα μιας κι  ήμασταν μόνο άντρες   γυρίσαμε τη  συζήτηση   για τις γυναίκες ώστε να χαλαρώσουμε,  με κορόιδευαν ‘’Καλά ρε άχρηστε, δεν έχεις πάει ποτέ με πόρνη;’’ - ‘’ Έ όχι ρε,  δεν έχω πάει, σιγά την απώλεια! ‘’ λέγανε για σπίτια κάπου στη Παύλου Μελλά, εκεί ήταν η Φωφώ, μ αυτήν είχαν πάει οι πιο πολλοί από τότε που ήταν δεκατριών χρονών μόλις, καλά τότε πρέπει να γίνονταν σημεία και τέρατα, όργια, πάντα πίστευα ότι σήμερα ότι και να λένε όλα είναι πιο συντηρητικά,  ρώτησα έναν πως ήτανε ''Πολύ καλά!'', εκεί λέει ήταν  λέει  η Αμαλία,  κι η Ειρήνη απ'   τη Κρήτη που ήταν όμορφη αλλά σου έβγαζε τη πίστη!

Μετά το γυρίσαμε στα πολιτικά, ένας λογιστής έλεγε ότι υπάρχουν δεκαπέντε εκατομμύρια στο ΕΣΠΑ που δεν μπορούν να τα ρίξουν στην αγορά να πάρουν μπρος όλα, ν ανασάνει ο κόσμος,  ένας χοντρός που δούλευε σ ένα μαγαζί με ξηρούς καρπούς παραπονιόταν ότι δούλευε δεκαπέντε, δεκαοχτώ  ώρες για εννιακόσια ευρώ , οι άλλοι του έβαλαν τι φωνές ‘’Και τι θες ρε, έτσι είναι η αγορά, όταν έχει δουλειά δε πας σπίτι, κάθεσαι εκεί σα μ…. μέχρι να φύγει κι ο τελευταίος πελάτης!’’, ο χοντρός επέμενε να γκρινιάζει , έδειχνε εξαντλημένος, έχει φουλάρει το αμάξι του μ'  αέριο για να φύγει μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα μόλις γίνει το πατατράκ, μόλις σκάσει το κραχ που το περιμένει ,  '''Οχτακόσια πενήντα χιλιόμετρα θα με πάει, όπου φτάσω, μετά βλέπουμε!’’,  ο Λάκης   κάτι μουρμούρισε κάτω απ τα μουστάκια του,  έπειτα πήγε  να τυλίξει ένα γύρο σ'  αλουμινόχαρτο ...

Παραμονές  πρωτοχρονιάς ήτανε, τις φοβάμαι πάντα   τούτες τις μέρες, ήταν   και κείνη  η  γριά με  τα μαύρα γυαλιά που  στέκονταν σα χάρος στο βάθος  της εκκλησίας   κι έδειχνε σα να είχε καρφωμένα πάνω μας τα μάτια της όλη την ώρα, τίποτα καλό δεν προμήνυε, ευτυχώς  όπως είχε έρθει έτσι εξαφανίστηκε, σα φάντασμα! Μια βόλτα στη πόλη είχαμε βγει, στα φρουτάδικα  ρόδια όλοι αγόραζαν, στ'  ανθοπωλεία αρμαθιές ξερά λουλούδια βαμμένα σε χρώμα πορφυρό,  στάχυα κίτρινα,    κερωμένα,  αγκάθια στοίβες,  στα ‘’notos galeries’’ έκοβαν βασιλόπιτες , κορίτσια με πορτοκαλιά μπλουζάκια αραδιασμένα πίσω απ τους πάγκους στα ‘’Πάμπλικ’’,  ένα  μήνυμα μου είχε έρθει,   ‘’Θέλεις νάρθεις να φάμε μαζί;’’  -   ‘’Φυσικά!’’

Το διώροφο της   είχε έξοχο προσανατολισμό, ένα φως μαγικό έμπαινε απ τις γαλάζιες κι άσπρες  κουρτίνες, ήταν ωραία σ' εκείνο το σπίτι.  Ζεστά,  μαλακά στρώματα, καλοριφέρ, χαλιά τουρκικά από μαλλί ανοιξιάτικο και βαφές φυσικές, το καλύτερο δωμάτιο ήταν η κουζίνα  όπως πάντα βέβαια, γκρίζα πλακάκια, μεταλλικά πόμολα,  βρύσες ασημένιες, φρούτα σε πιατέλες που με τρελαίνουν,   παράθυρα  μικρά που έβλεπαν σε μια συστάδα από  κυπαρίσσια,  ένας σκύλος έτρεχε μες το κρύο  βαστώντας ένα ξύλο ανάμεσα στα δόντια του, ένα αηδόνι  πάνω στα ξερόκλαδα πετάριζε τα μικρά του φτεράκια, μια γάτα αφού τέντωνε πρώτα το άσπρο λυγερό σωματάκι της άφηνε τις εκκρίσεις των αδένων απ τα μάτια της  σ ένα σωλήνα πλαστικό.  Μου έδειχνε τους χώρους, τις ντουλάπες, φτάσαμε στη  σοφίτα  κοντά στο ταβάνι, στρωμένη με  φλοκάτες κόκκινες και κάτι μαξιλάρια μεγάλα,  βιβλία,  περιοδικά παντού, μ΄ άρεσε πολύ,  εγώ εκεί θ'  άραζα συνέχεια!

Σ'  ένα συρτάρι είχε τα άλμπουμ της όλα, μου έδειχνε φωτογραφίες που είχε πολλά χρόνια να δει απ το εξωτερικό όπου σπούδαζε κάποτε.  Με το τρένο είχαν πάει εκεί, αυτή δεν ήθελε  να σπουδάσει σε μια σχολή τέτοια, η μάνα της επέμενε, αυτές οι μανάδες με την επιμονή τους  μπορούν να δημιουργήσουν τραύματα και χάσματα και πληγές που κρατούν μια ζωή!

 Εκεί στο εξωτερικό το κλίμα σάπιο, οι άντρες τίποτα το ιδιαίτερο, οι γυναίκες ωραίες, ψηλές, εντυπωσιακές, αλλά κρύες, και φορούσαν κι ότι νάναι!  Δε μπορούσε τα πρώτα χρόνια να καταλάβει τίποτα,  τα βιβλία  μιλάμε τόσο δύσκολα που δεν ήθελε ούτε να τ'  ανοίξει, από τύχη είχε περάσει μερικά  μαθήματα, αλλού έπρεπε να λαδώσει  καθηγητές γλοιώδεις, έναν Τυνήσιο είχε ερωτευτεί κι ένα ντόπιο αργότερα κι έναν Έλληνα ηλίθιο. Μου έδειξε φωτογραφίες απ την ορκωμοσία της, δεν ήθελε να τις βλέπει, εμένα  πάλι μου άρεσαν, ήταν όμορφη, καλοντυμένη, στιλάτη,  ένα φόρεμα εφαρμοστό,  ανοιχτόχρωμο, πολύ όμορφη, έξοχη !

Μιλούσε  για τον πρώτο διορισμό της στην Ελλάδα,  σ ένα μέρος στο οποίο έχει ρίξει μαύρη πέτρα από τότε που έφυγε, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται,  οι άνθρωποι εκεί έμοιαζαν από άλλο πλανήτη, μισούσαν ο ένας τον άλλον και πιο πολύ τους ξένους,   όταν θέλησε ν'  αλλάξει σπίτι γιατί  ήταν γεμάτο υγρασία και μούχλα  ο ιδιοκτήτης παραλίγο να τη λιντσάρει μπροστά σ όλο το κόσμο,  μόνο μια οικογένεια καλών ανθρώπων  της φέρθηκε  άψογα κι είχε να το λέει! Πήρε των ομματιών της, πήγε στα Χανιά, πιο ήσυχα κατά κει, τώρα  δουλεύει  κάπου στη Χαλκιδική, βρήκε την υγειά της,  πολιτισμός ξανά!

Είδαμε μαζί  ειδήσεις, χιόνια, κρύα, κακοκαιρίες παντού, στη Ρωσία λέει η αγαπημένη τους θερμοκρασία είναι οι μείον δέκα βαθμοί όπου δεν έχει καθόλου υγρασία κι όλοι βγαίνουν έξω να διασκεδάσουν,  λύσαμε σταυρόλεξα, εγώ βαριόμουν αλλά αφού επέμενε  ας είναι, ξαπλώσαμε, κάτι κουβέρτες πολύ μαλακές, όπως τρίβονταν μεταξύ τους έβγαζαν σπινθήρες φωτεινούς, ανατριχιαστικούς, από τι στο καλό ήταν φτιαγμένες, κρατς – κρατς, με ήθελε κοντά της, δεν ήθελε να μένει καθόλου μόνη της, ποιος  θέλει τέτοιες μέρες…

 Όπως μιλούσαμε της ξέφυγε κάτι κι ήταν σα ν'  άνοιξε μια χαραμάδα για να μπω στο μυαλό της, είναι πάντα  σοκαριστικό, τρομαχτικό το  να μπαίνεις στο μυαλό των γυναικών και ν αντικρίζεις τον εαυτό σου με τα δικά τους μάτια,  τα πήρα, θα μπορούσα να πω χιλιάδες πράγματα γι αυτήν όμως τα παραβλέπεις αυτά, όλοι έχουν τις καλές και τις κακές τους στιγμές,  βέβαια οι γυναίκες συνήθως τη πατάνε, νομίζουν ότι θέλεις κι άλλο απ αυτές την ώρα που τις έχεις χορτάσει ήδη, τέλος πάντων είχα θυμώσει, τελικά τα βρήκαμε, ευτυχώς μου περνά γρήγορα, δε βαριέσαι, πουθενά δεν υπάρχει τελειότητα και πρέπει νάσαι κι ευχαριστημένος που κάποια ασχολήθηκε μαζί σου,  άλλες ούτε γυρνούν να σε κοιτάξουν, της ζήτησα συγνώμη, το δέχτηκε, πάει κι αυτό...

Από ένα φάκελο παλιό  κιτρινισμένο έβγαζε  φωτογραφίες παιδικές από παραλίες, ο μπαμπάς  κρατούσε  αγκαλιά τα κοριτσάκια του, αυτή και την αδερφή της  σε μια ακτή,  κάπου στη δεκαετία του εβδομήντα.   Τζιν φαρδιά φορούσε ο μπαπμπάς της , σ  άλλες φωτογραφίες μεταγενέστερες που  μου έδειχνε,  ο ίδιος άνθρωπος με τα φαρδιά τζιν  που ήταν όμορφος και γεροδεμένος  άλλοτε  είχε γίνει   παχουλός , αγνώριστος,  φορούσε  γυαλιά, πως γίνεται ν αλλάζουν  και να χαλνούν έτσι οι άνθρωποι,  μου είπε ότι δεν της  μιλούσε πια,  για κάποιο λόγο είχαν χαλαστεί...

Είχε και φωτογραφίες απ τη Σαμοθράκη,  πήγαινε  εκεί  πολλά χρόνια , ήταν τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής της!   Κάτι Αθηναίοι  ψαράδες έπιαναν ροφούς τεράστιους, φαγκριά πλατιά,  τσιπούρες πελαγίσιες  με λέπια γυαλιστερά,  στιλπνά,  δε ξέρανε τι να τα κάνουν, μα τι άσχετοι που ήτανε, ‘’Φέρτε τα εδώ!’’ τους είχε πει ο πατέρας της.  Είχε πάρει  τα ψάρια, τα έπλυνε στο ποταμάκι που κυλούσε κάτω απ το σπίτι τους, μπορείς να το φανταστείς, ένα ποτάμι   αληθινό περνούσε δροσερό και γάργαρο μες το κατακαλόκαιρο κάτω απ το σπίτι τους! Στην αυλή υπήρχαν τρία πλατάνια μ ένα τραπέζι μαρμάρινο στη μέση, πόσο τον είχε παρακαλέσει η γριά που το είχε εκείνο το σπίτι να τ αγοράσει, μόνο δυο  εκατομμύρια δραχμές ήθελε, κι είχε λεφτά αυτός τότε μα το άφησε, δεν ήθελε η γυναίκα του! Λοιπόν τα έπαιρνε τα ψάρια τα πελαγίσια , τα έσχιζε στη μέση, τ'  αλάτιζε, τ'  άφηνε καμιά ωρίτσα να τραβήξουν το αλάτι, και κατόπι τάψηνε στα κάρβουνα, γίνονταν τέλεια,  όλοι είχαν τρελαθεί,  έφερναν   σ αυτόν ότι έπιαναν ’’ Φέρτε τα δω και μη σας νοιάζει!'' τους έλεγε.

Περνούσαν  φοβερά   είχαν γνωρίσει έναν τσομπάνη που είχε χίλια ζώα,  τους είχε ψήσει ένα κατσίκι τόσο ωραία που μαλάκωσε μέχρι το μεδούλι, μα πόσο είχανε φάει εκεί πέρα! Πολύ τους άρεσε, γυρνώντας περνούσαν απ στις Σάπες, έβρισκαν τα καλύτερα κρέατα εκεί, χοιρινά, μοσχάρια, καβουρμάδες, μια φορά τους είχαν δώσει ένα κομμάτι αγριογούρουνο ‘’Πάρτε το,  δε θέλουμε λεφτά!’’ Η  μάνα της  το είχε μαγειρέψει στιφάδο κοκκινιστό,  όλη η γειτονιά είχε βγει στα μπαλκόνια ‘’Μα τι μαγειρεύετε;''.  Τυριά καταπληκτικά έβρισκαν, πρόβεια ολόπαχα και   κατσικίσια, μπορούσαν να φάνε ένα κιλό έτσι, σκέτο! Στην Αλεξανδρούπολη κάτι παραλίες θαυμάσιες, στο Πόρτο Λάγος  ταβέρνες έξοχες, οι ταβερνιάρηδες  τους ήξεραν, τους αγαπούσαν, τους έστρωναν να κοιμηθούν τα μεσημέρια! Ένας μελισσοκόμος μ ένα μέλι φοβερό, ανθόμελο, τους περίμενε να περάσουν με το μαύρο  Άουντι τους,  σε μια πλαγιά είχε τις κυψέλες του, μα τι μέλι ήταν εκείνο, ήθελες να το ρουφήξεις κατευθείαν απ την κερήθρα όπως ήτανε, μοσχοβολούσε, είχαν πάρει ένα μεγάλο δοχείο, καμιά εικοσαριά κιλά, τα παιδιά είχαν τρελαθεί ‘’Μπαμπά, τι μέλι είναι αυτό!’’.  Βλέπεις ο μελισσάς  το είχε μαζέψει την  καλύτερη εποχή, την άνοιξη, τότε που στις πλαγιές φύτρωναν μαργαρίτες, κρίνοι, αγριολούλουδα, ραδίκια, παπαρούνες,  ανεμώνες,  ότι λογής λουλούδια  μπορείς να βάλεις με το νου σου, το είχαν πάρει το μέλι στη Σαμοθράκη,   ένα βράδυ  μια γειτόνισσα πήγε να το κλέψει, την έπιασαν ‘’Γιατί δε μας ζητούσες,  θα σου δίναμε όσο ήθελες!’’

Είχε ένα ταλέντο να διηγείται,   ξεχείλιζε  από νοσταλγία, σα να τα ζούσε ξανά  όλα αυτά, σα να  τα είχε κάπου θαμμένα και τάβγαζε προσεχτικά στην επιφάνεια  να  μη τσαλακωθούν! Είχα χαλαρώσει,  είχα χαθεί, καμιά φορά ξεχνάς πως είναι να ζεις με γυναίκα κι όταν το βρίσκεις  μπορεί να χαλαρώσεις  λίγο ,  όμως πάντα έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού ότι όλο αυτό μπορεί να είναι μια παγίδα, δε πρέπει να εφησυχάζεις, πρέπει να φεύγεις νωρίς πάντα προτού σε βαρεθούν, όμως για λίγο, για λίγο μόνο,   είναι καλά ....

 

Το βράδυ της  μέρας της πρωτοχρονιάς σ ένα μπαρ πήγαμε, στο δρόμο  ένας πυράκανθος ξεριζωμένος πατόκορφα  από κάποιο αμάξι που σαβουρντήχτηκε πάνω του, τα λάστιχα των αυτοκινήτων τσακίζονταν πάνω στις ατελείωτες λακκούβες του δρόμου.  Στις εισόδους  των πολυκατοικιών   λεκέδες και σπόροι κοκκινωποί  από ρόδια σπασμένα, στα μπαλκόνια οι αναμμένοι  λέβητες έτριζαν δουλεύοντας στο φουλ, γάτες μαύρες  πηδούσαν τρομαγμένες μέσα από κάδους ….

 Το μπαρ  ήταν λίγο σα δικό μας,  τους  ξέραμε  όλους  εκεί μέσα, ένας απ τους παλιούς  ραδιοφωνατζήδες του ‘’Ράδιο Ακρόπολις’’ έκανε πρόγραμμα.  Στα τραπέζια  ποτήρια κολονάτα με κρασιά κόκκινα που άστραφταν,  όλοι  χόρευαν,  άλλοι τριγύρω κι άλλοι όρθιοι στις καρέκλες,  κάτι μικρούτσικα ποτηράκια με πιοτά χρωματιστά μας  κερνούσαν,  ένας ελληνοκαναδός  λικνίζονταν    κρατώντας  το ξανθό  κοριτσάκι  του  στην αγκαλιά,  ζητούσε   Neil Young,  η γυναίκα  με ρώτησε ‘’Γιατί δε χορεύεις;’’ με τράβηξε μαλακά προς το μέρος της,  τα  χέρια και τα  δάχτυλα της   καταπληκτικά, υπέροχα, μαγικά,  όταν άρχισε να χορεύει ένα ταμπεραμέντο που δεν είχα ξαναδεί, μου είπε στο αυτί ‘’ Ξέρεις θα μεθύσω,  το κάνω σπάνια  και μόνο  όταν νιώθω απόλυτα ασφαλής!’’  Αυτός απ το ''Ράδιο Ακρόπολις'' είχε βάλει ένα κομμάτι   ‘’Keep on rockin’  in the free world!,  γύρω οι  γυναίκες είχαν ξεσαλώσει,   τα έδιναν όλα,  ήθελαν να βγάλουν, να  πετάξουν   τα ρούχα από πάνω τους,  έμοιαζαν  σα να  πάλευαν   να εκτονωθούν, να ξεχαστούν, να μην επανέλθουν ποτέ, μα ποτέ πίσω   στη βάναυση   καθημερινότητα να μείνουν για πάντα εκεί μέσα χορεύοντας,   never get to to fall in love- never get to be cool- got fuel to burn- got roads to drive-  keep on rocking...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...