Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΚΑΜΠΑΝΕΣ

Λένε ότι είναι λιγότεροι από ένας στο εκατομμύριο αλλά αυτοί  είναι που θα πετύχουν!

Η καμπάνα της στατιστικής ευφυίας, αυτή που δείχνει τα επίπεδα νοημοσύνης μες τη κοινωνία, 
τους έχει μπροστά - μπροστά. Αφομοιώνουν σα διάβολοι, βλέπουν ένα στόχο και καρφώνονται απάνω του, έχουν μυαλό κοφτερό σα λεπίδα, τεμαχίζουν και κομματιάζουν προβλήματα δύσκολα, βρίσκουν τη ρίζα του κακού.

Σ αυτούς αναθέτουν τις πιο δύσκολες υποθέσεις, αυτοί θα βγάλουν τα φίδια απ τις τρύπες τους, είναι στο στοιχείο τους, βλέπουν μπροστά κι οσφραίνονται το μέλλον, λίγο προφήτες δηλαδή, αντέχουν όταν οι άλλοι τάχουν παίξει, δουλεύουν δίχως σταματημό, δε χαλαρώνουν μέχρι να τερματίσουν, φεύγουν μπροστά, πετούν, ένα πράγμα παράξενο σα να τους οδηγεί, έχουν αυτοέλεγχο απόλυτο κι αντίληψη ταχεία, ξεχωρίζουν τα σημαντικά μες απ τον ορυμαγδό των πληροφοριών, το βλέπεις στο μάτι τους που γυαλίζει, είναι και λίγο παλαβοί βέβαια, αποκομμένοι συχνά εντελώς απ τον έξω κόσμο, αλλά τόχουν ρε φίλε!

Οι γύρω τους φθονούν, πράγματα που γι αυτούς είναι αυτονόητα οι γύρω θέλουν καμιά εκατοστή χρόνια να τα καταλάβουν, κι ύστερα είναι κι εκείνες οι επιτυχίες τους που σου σπάνε τα νεύρα, δε μπορεί ρε μεγάλε να τα καταφέρνουν πάντα, να κάνουν τόσα πολλά σωστά, να μη γκρινιάζουν ποτέ σχεδόν, άι στο διάβολο πια, γιατί να είναι άδικη η φύση, γιατί να τα δίνει όλα σ αυτούς.

Κάποιοι δε το αντέχουν κι είναι φυσικό, φίλοι φεύγουν από κοντά τους ανεξήγητα υποτίθεται, γυναίκες αρχίζουν να φέρονται μυστήρια, καλά μ αυτές δε βρίσκεις άκρη, εποφθαλμιούν όσα πετυχαίνουν οι εκλεκτοί , προδοσίες κι εξαπατήσεις, εχθροί εμφανίζονται από παντού, κάποιοι έχουν χάσει τον ύπνο τους, δεν αντέχουν να τους βλέπουν πετυχημένους και χαρούμενους πως γίνεται να είναι πάντα φρέσκοι κι ορεξάτοι κι ανανεωμένοι, καταντά αηδία άι στο καλό!

Βέβαια και για τους πετυχημένους δεν είναι όλα εύκολα, η πολύ επιτυχία μπορεί να σε τρελάνει - έτσι δεν είναι Θόδωρε!- χάνεις τη γη κάτω απ τα πόδια σου, πρέπει να είσαι συνέχεια στο όριο και στη κόψη, να κουμαντάρεις το φόβο σου όλη την ώρα όπως κινείσαι σε περιοχές αχαρτογράφητες.

Το ότι δεν το δείχνουν δε σημαίνει ότι δε φοβούνται, άνθρωποι είναι κι αυτοί, πρέπει να σφάλλουν για να μάθουν – πραγματικά θα ήθελα κάποιον να μου δείξει έναν τρόπο διαφορετικό για να κινηθείς προς τα μπρος - κι άλλωστε όπως έχουν πει η σκέψη σ αυτά τα επίπεδα είναι μια υπόθεση επικίνδυνη.

Μετά είναι κι ο περίγυρος, πως γίνεται να ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς και ποιόν όχι, ποιανού τη συμβουλή να κρατήσεις και ποια ν αγνοήσεις, ποιες πληροφορίες σου είναι χρήσιμες και ποιες έπρεπε να πεταχτούν στη σαβούρα, πότε πρέπει ν ακούσεις το ένστικτο και πότε να πας κόντρα σ αυτό, πότε η διαίσθηση σου είναι σωστή και πότε έχουν δίκιο οι ειδικοί, πως να χειριστείς θέματα άγνωστα εντελώς όπου οι άλλοι απέτυχαν, ποιος είναι οι σωστές προσεγγίσεις, γιατί αργούν τα αποτελέσματα, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για το σάλτο μορτάλε και πότε πρέπει να περιμένεις υπομονετικά σαν ηλίθιος, πότε πρέπει να ανοίξεις ρήγματα και πότε πρέπει να κλείσεις υποθέσεις που σ έχουν ζαλίσει, άστα να πάνε!

Αλλά ρε φίλε αυτοί πετυχαίνουν, δε ξέρω πως το κάνουν κάποιοι θα τόχουν ψάξει περισσότερο, αλλά πετυχαίνουν, προχωράνε, βάζουν έναν στόχο και καρφώνονται σ αυτόν, έχουν ταλέντο, δουλεύουν μέρα νύχτα, διακοπές κι αργίες, συνεχίζουν όταν οι άλλοι μένουν από δυνάμεις, ένα πράγμα παράξενο μ αυτούς, επιβιώνουν ξανά και ξανά με τρόπο εκνευριστικό , κυνηγάνε όνειρα άπιαστα, η σπίθα δε σβήνει από μέσα τους, η σκέψη τους είναι σύνθετη και πολυεπίπεδη αλλά ταυτόχρονα ξέρουν πως να κάνουν τα περίπλοκα απλά, τα παίρνουν όλα πολύ στα σοβαρά, έχουν ψάξει, έχουν μελετήσει κι έχουν και χαρακτήρα, α προπαντός χαρακτήρα κι υπόβαθρο ηθικό γερό, αλλιώς τι να το κάνεις!

Το πρώτο βήμα είναι το πιο δύσκολο, ύστερα παίρνουν φόρα κι ο πήχης ανεβαίνει συνέχεια, κι αυτοί συνεχίζουν ν'  ανεβαίνουν μαζί του , προβλήματα κόβονται σε φέτες με λεπίδες αιχμηρές, πέφτουν με τα μούτρα, αξιοποιούν κάθε δυνατότητα, δεν αφήνουν τίποτα να πέσει χάμω, ρισκάρουν,  τα παίζουν όλα για όλα, φτάνουν μέχρι το μεδούλι, ως εκεί που δεν πάει, βρίσκουν τη ρίζα του κακού, το συντρίβουν μ ένα κούτσουρο, το διαλύουν, το εξαφανίζουν!

Όμως η αρχή ήταν το πιο δύσκολο μέρος, τότε που ξεκινούσαν κι όλα τους φαίνονταν περίεργα κι ανυπέρβλητα, αλλά κάτι μέσα τους τους έσπρωχνε να φύγουν, να δοκιμάσουν, να το κάνουν, ούτε κι αυτοί άμα τους ρωτήσεις δεν έχουν ιδέα, όμως στην καμπάνα της ευφυίας που απεικονίζει το πως δουλεύει το πράγμα έπρεπε να είναι μπροστά, άμα δεν το έκαναν θα ήταν δυστυχισμένοι, δε θα μπορούσαν να ησυχάσουν και να κοιμηθούν τα βράδια, θα τους βασάνιζε συνεχώς,θα τους έτρωγε,  δε θα μπορούσαν  να κοιτάξουν το πρόσωπο τους στο καθρέφτη . ..


Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΑΝΕΜΟΠΥΡΩΜΑ

Ένα σωρό ιστορίες μας έλεγε εκείνος ο άνθρωπος, για δέντρα και σπίτια στοιχειωμένα, στέρνες απ' όπου έβγαιναν ήχοι κι άκουγες να φωνάζουν το όνομα σου μα δεν έπρεπε να αποκριθείς, για φώτα που αναβόσβηναν μοναχά τους, άροτρα που σκάλωσαν πάνω σε πέτρες κι από κάτω τους βρίσκονταν κασέλες με νομίσματα, λίμνες άπατες στις κορφές των βουνών, λαγκάδια όπου έγιναν φόνοι κι οι σκοτωμένοι αναστέναζαν τα βράδια, για καλόγερους που περνούσαν μέσα από τοίχους και πόρτες. 

Για γεφύρια που έτριζαν και για σταυροδρόμια καταραμένα, για καλαμιές που σείονταν κι ακούγονταν σα να τραγουδούσαν γλυκά, για καβαλάρηδες που κάλπαζαν σε ξέφωτα και σκόνταφταν σε τρύπες που είχαν σκάψει τυφλοπόντικες, για παιδιά που τα είχαν αρπάξει γυναίκες πρασινομαλλούσες με ζώνες χρυσές , ανεμοστρόβιλους που εμφανίζονταν απ το πουθενά, για σπηλιές που αντιλαλούσαν παράξενα και πηγάδια με νερό διάφανο που κατάπιναν όποιον έσκυβε να κοιτάξει μέσα τους, κι άλλες ιστορίες που εμείς δε χορταίναμε να ακούμε.

Όλο το καλοκαίρι γυρνούσαμε σαν αδέσποτα αμολημένα από δω κι από κει, πηγαίναμε σε κάτι σπίτια να δούμε τηλεόραση γιατί δεν είχε πολλές τότε , κάτι τύποι τρέχανε πίσω από μια μπάλα σε μια οθόνη ασπρόμαυρη , ένας σκύλος περνούσε ένα ποτάμι κι έπειτα πήγαινε να συναντήσει κάτι άλογα σ ένα λόφο.

Άλλοτε πηγαίναμε σε μια αγροικία με χόρτα φυτρωμένα στη στέγη της και ντομάτες κόκκινες λιωμένες, απλωμένες πάνω σε πλάκες πυρωμένες απ τη ζέστη. Εκεί ήταν κάτι γριές που δεν άνοιγαν το στόμα τους μα ήξεραν να στολίζουν κόλλυβα, έριχναν ζάχαρη λευκή σα χιόνι πάνω στο βρασμένο στάρι κι απάνω στο άσπρο φόντο ζωγράφιζαν με καρύδια, σταφίδες και μια σκούρα σκόνη σταυρούς κι αστεράκια κι άλλα σχέδια, ψιθυρίζοντας λόγια ακαταλαβίστικα και προσευχές περίεργες ''Αί χείρες σου εποίησαν με καί έπλασαν με...'', κάτι τέτοια λέγανε όπως έσερναν το σταθερό τους χέρι πάνω στη ζάχαρη κι εμείς κοιτάζαμε τα δαχτυλίδια που φορούσαν με κάτι σχήματα χαραγμένα απάνω τους αστέρια και πεντάλφες κι άλλα τέτοια.

Εμένα μ' έπαιρνε ο πατέρας μου να πάμε στο παζάρι, κάτι ποδηλάτες είχαμε δει στο δρόμο να τρέχουν ανάμεσα σε ηλιόσπορους κίτρινους. Εκεί είχα δει πρώτη φορά κόσμο πολύ να πηγαινοέρχεται κι αντικείμενα χρωματιστά κρεμασμένα κι ο ήλιος ήταν λαμπερός και καθαρός. Ή θα πηγαίναμε να ραντίσουμε ανακατεύοντας φυτοφάρμακα και κάποτε όπως έσκυβα πάνω από ένα δοχείο με μείγμα εκρηκτικό είχα ζαλιστεί κι έπεσα στο χώμα με το κεφάλι, μια ζάλη γλυκιά θυμάμαι κι έναν πόνο στο μέτωπο όταν σηκώθηκα. Κι ένα άλλο που μου άρεσε πολύ ήταν να τρέχω σ εκείνο το δροσερό υπόγειο που είχαν φτιάξει από πέτρα και τσιμέντο παλιά οι αντάρτες, σωστό οχυρό ήταν κι έβρισκες εκεί ξιφολόγχες σκουριασμένες και κράνη και υποκόπανους όπλων και στολές χακί διαλυμένες.

Για μπάλα πηγαίναμε τ απογεύματα στ αλώνια, τρέχαμε ακούραστα πάνω κάτω σε κάτι χωράφια με κλίση απίστευτη μα ούτε που μας ένοιαζε και σαν βαριόμαστε πηγαίναμε σ εκείνο τον τύπο που φύλαγε όλη μέρα τα πρόβατα όπως αυτά μαζεύονταν σα ζαβλακωμένα απ τη ζέστη κάτω από ένα πλατάνι κι όταν δρόσιζε τη νύχτα τα αμολούσε μες τα τριφύλλια κι έβοσκαν μέχρι αργά. Καμιά φορά τον βλέπαμε να βρέχει τα πόδια του σε μια γούρνα όπου το νερό αντανακλούσε σκιές που έτρεμαν. Το βράδυ κοιμόταν σ ένα κρεβάτι καρφωμένο ψηλά σε μια ακακία ακούγοντας τα χορτάτα ζώα να αναστενάζουν και να ξεφυσούν, κάτι τραγούδια άκουγε στο ράδιο, δυο τρεις φωτογραφίες υπήρχαν πάνω σ ένα έπιπλο που τον έδειχναν φαντάρο μέσα στα χιόνια.

Μια φορά μας είχε φιλέψει κιόλας, κάτι ψάρια έψηνε σε μια σχάρα, μια σαλάτα είχε ετοιμάσει ρίχνοντας λάδι από κάτι πιθάρια αρχαία, ένα καρπούζι είχε κόψει στη μέση, κάτι κεράσια μαύρα και κόκκινα, ένα βάζο με μέλι. Αυτός έπινε ούζο που έβγαζε από ένα αμπέλι φυτεμένο σ ένα οροπέδιο που λέγανε ότι εξαιτίας της ξέρας του έβγαζε τα πιο γλυκά σταφύλια.

Δεν έβλεπε και πολύ καλά, ζάχαρο πρέπει να είχε, δόντια σμπαραλιασμένα βλέπαμε σαν χαμογελούσε, αυτό που περιμέναμε πραγματικά όμως ήταν εκείνες οι ιστορίες για αγροφύλακες που φύλαγαν τα χωράφια κι άκουγαν ποδοβολητά πάνω σε δρόμους λιθόστρωτους δίχως να βλέπουν άλογα, για ξωτικά που έκλεβαν μέσα από μπαούλα σεντόνια μεταξωτά και μαξιλάρια, για γητευτές που γιάτρευαν το ανεμοπύρωμα, είχε κιαυτός ένα τέτοια πράγμα έναν καιρό και μια γριά του καθάρισε το πρόσωπο με κάτι βότανα και χόρτα.

 Για πανηγύρια καλοκαιρινά μας έλεγε,  για αλωνίσματα και θερισμούς και πέτρες που έμοιαζαν με ανθρώπους όρθιους  μες τη ζέστη, για σκαλοπάτια σκαμμένα σε πέτρες που οδηγούσανε βαθιά μέσα στη γη, για κάποιους που κοιμόντουσαν με τα μάτια ανοιχτά και για λιβάδια με καστανιές τριγύρω γεμάτες αχινούς, λιβάδια με νερά όπου κυλούσαν νερά άφθονα ανάμεσα σε φυλλωσιές όπου φύτρωναν λουλούδια παράξενα- αυτός είχε ένα τέτοιο, κατακόκκινο με πέταλα τεράστια σ ένα μπουκάλι μέσα.

Μια φορά είχαμε κοιμηθεί κιόλας σ ένα υπόστεγο από κάτω που υπήρχε κατά κει, βλέποντας πυγολαμπίδες να πετούν κι άστρα να γκρεμίζονται, καθώς οι υδρονομείς πήγαιναν να πιάσουν δουλειά διοχετεύοντας νερό ποτιστικό  σε αυλάκια και δεξαμενές, τα κοκόρια λαλούσαν όλη νύχτα ....


Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

ΜΗ Μ ΑΓΓΙΖΕΙΣ

Μες το ταξί ήμουνα θολωμένος εντελώς, είχα αργήσει κι αγχώθηκα, δεν ήμουνα σίγουρος αν είχα χρήματα μαζί μου, ο τύπος δίχως πολλά μαλλιά με όψη λίγο άγρια, μιλούσε σ ένα σύρμα, κατέβηκα γρήγορα, άσε λέω να περπατήσω και λίγο, μπήκα σ ένα στενό και τότε διαπίστωσα ότι δεν είχα μαζί μου το κινητό, πάει κι αυτό σκέφτηκα, άντε ξανά τα ίδια.

Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ στο μάθημα , ο Δημήτρης το κατάλαβε, μου ΄λεγε τα δικά του, πως έχασε το δικό του κινητό σ ένα ταξίδι στην Ισπανία, κάπου στη Γρανάδα η στη Κόρδοβα σ ένα τρένο μέσα, εκεί σε θέλω, έπαιρνε τηλέφωνα στις εταιρείες, τελικά το βρήκε αυτός. 

Όπως προσπαθούσα να συμμαζέψω το μυαλό μου σκεφτόμουν ένα κορίτσι που μου έλεγε ότι είχε χάσει το δικό της τηλέφωνο στο magic park, κι είχε μέσα λέει πέντε χιλιάδες φωτογραφίες και δυο χιλιάδες επαφές, κάποιοι μου είπανε ότι δε γίνεται αυτό, έτσι κι αλλιώς ψέμματα πολλά έλεγε εκείνο το κορίτσι, γυναίκες τώρα ξέρεις, τελικά έλεγε ότι το βρήκε σε κάτι τουαλέτες, σ ένα κάδο όπως έσκυβε να πλυθεί σ ένα νιπτήρα κι άκουσε έναν ήχο που της θύμιζε κάτι- ναι καλά!

Πήγαμε με το Δημήτρη στο σταθμό των τραίνων απ όπου είχα πάρει το ταξί, κάτι τύποι ξενυχτισμένοι κατά κει μιλούσαν δυνατά, ένας κοιμόταν με το κεφάλι βουτηγμένο κάτω απ το παρμπρίζ, τα μανίκια σηκωμένα, ένα παιδί από ένα περίπτερο έβαζε πορτοκαλάδες και νερά στα ψυγεία που βούιζαν, μου είπαν ότι ο ταξιτζής είχε το ψευδώνυμο ''Καλαματιανός'' μούδωσαν κι ένα νούμερο, το πήρα κανείς δεν απαντούσε, κάτι γυναίκες σκούπιζαν τραπέζια και κατέβαζαν στόρια , τελικά αφήσαμε δυο τηλέφωνα να μας ειδοποιήσουν αν εμφανίζονταν ο ''Καλαματιανός'' και πήγαμε σ ένα μέρος κάπου στα Λαδάδικα.

Σ ένα πάγκο μπροστά καθίσαμε κοιτάζοντας μπουκάλια με ποτά σ όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου, ποτήρια κι ασημένιες μηχανές του καφέ, μπολ με παγάκια και φέτες από λεμόνι και κανάτες με νερά.

Κάτι κουπόνια μου δώσανε στην είσοδο, έπρεπε κάπου να τα δώσω, ένας τύπος με κοτσίδα μου φάνηκε για γκαρσόνι, του τάδωσα και τα πήρε, ο Δημήτρης γελούσε, φώτα αναβοσβήνανε εκεί μέσα, κάτι σκάλες μεταλλικές ανέβαιναν προς τα πάνω, πλάτες γυναικών ηλιοκαμένες, αραδιασμένες στις καρέκλες, τυλιγμένες με στηθόδεσμους και τιράντες σ όλα τα χρώματα, μια τύπισσα με μαύρα μαλλιά στο χρώμα των φτερών του κόρακα με κοίταζε, ο Δημήτρης μου λεγε ξύπνα ρε μ.... αλλά εγώ στο κόσμο μου, ρε φίλε ήταν μια μέρα δύσκολη, είχα θολώσει με τόσο ήλιο και τόσα κύματα απανωτά ζέστης, πονούσε το κεφάλι μου .

Ο τύπος που πήρε το κουπόνι μου ανέβηκε σε μια στιγμή στη πίστα κι άρχισε να παίζει με μια ορχήστρα κάτι κομμάτι λυπητερά, μαυλιστικά, με ακόρντα περίεργα κι αρμονίες μυστήριες και κλίμακες παράξενες και σόλα που δεν είχα ξανακούσει, ένας μελαχροινός ύστερα σήκωσε μια τρομπέτα, την έβαλε στα χείλη του και κάτι ήχοι απόκοσμοι βγήκαν από κει μέσα, ο ντράμερ άρχισε να στριφογυρίζει τα ξυλαράκια στα τύμπανα σα δαίμονας αλλάζοντας το ρυθμό και ίδρωνε και ξεΐδρωνε και στάλες τρέχανε από το μέτωπο του, αυτός ήταν που μου είχε πάρει το κουπόνι ο μπαγάσας, ένα σαξόφωνο εμφανίστηκε από κάπου και ξεσήκωσε ακόμα περισσότερο το όλο πράγμα και τότε ένα κορίτσι βγήκε κι άρχισε να τραγουδά με μια φωνή βαθιά που την ένιωθα να διαπερνά το δέρμα μου '' Μη μ' αγγίζεις μ εκείνα τα χέρια που καίνε !!!''

Εγώ σκεφτόμουν από που στο διάβολο είχαν προκύψει όλοι αυτοί, κι ο κεφαλόπονος μου άρχισε να φεύγει, κι η σκέψη να ξελαμπικάρει, και τα νήματα του μυαλού να ξεδιαλύνονται, κι η διάθεση να ανεβαίνει καθώς εκείνοι οι τύποι έπιαναν τα ακόρντα και τα τραβούσαν μέχρι τα άκρα, ως το θεό, η μελαχρινή κοπέλα κουνιότανε, πρόσεχα το λευκό ρολόι στο μαυρισμένο απ τον ήλιο και τη θάλασσα χέρι της, και μια λωρίδα σάρκας κάτω απ την τραβηγμένη εφαρμοστή της μπλούζα .

Ένα χυμό ζεστό ζήτησα γιατί τα λαιμά μου έχουν γίνει σμπαράλια απ τα παγωμένα, ο Δημήτρης γελούσε πάλι, κάτι κουβέντες απόμακρες έπιανα από γύρω κάποιος έλεγε για κόντρες παράνομες που γίνονται τη νύχτα έξω απ το εμπορικό κέντρο το COSMOS, ή κάπου τη Σίνδο σ ένα δρόμο εγκαταλειμμένο κι οι πιτσιρικάδες τρέχουν σα βλαμμένοι τσακίζοντας χέρια και ποδάρια, κάποιος άλλος έλεγε για έναν υδραυλικό που τον έπιασε η γυναίκα του σ' ένα μαγαζί στη Χαλκιδική να πίνει ουίσκι με κάτι χήρες, ένας τρίτος έλεγε ότι είχε πάει σ ένα λούνα παρκ κι όπως ετοιμάζονταν να γκρεμιστούν από μια νεροτσουλήθρα κολλήσανε στο χείλος της κατηφόρας και τα κοριτσάκια ούρλιαζαν για κάνα τέταρτο.


Φύγαμε απο κει, στην παραλιακή αμάξια γλιστρούσαν απαλά στο δρόμο, το φεγγάρι έβγαινε πάνω απ το μουσείο πελώριο, ''Πως να είναι τα αγάλματα τη νύχτα εκεί μέσα ;'' σκεφτόμουν, ένας σκύλος ξάπλωνε στο βρεγμένο γρασίδι του πάρκου, ένας κόρακας τσαλαβουτούσε στα νερά ενός σωλήνα σπασμένου, σ ένα pet shop κάτι παπαγαλάκια άσπρα και γαλάζια έστεκαν ακίνητα, μια πεταλούδα μπήκε στο αμάξι από ένα παράθυρο, που βρέθηκε τέτοια ώρα, στα μαγαζιά με τα οπτικά, γυαλιά χρωματιστά, αραδιασμένα, γυναίκες κάθονταν σε τραπέζια πίσω από τζαμαρίες, τα καφενεία όλα κλειστά, έβαλα το χέρι στη τσέπη, ένα χαρτάκι σκισμένο έπιασα μ ένα νούμερο απάνω του , ήξερα ποια το είχε αφήσει , κάτι μπουλντόζες δούλευαν μες τα σκοτεινά υπό το φως των προβολέων.

Στη πολυκατοικία δροσιά είχε στην είσοδο όπως έμπαινα , κάτι ρύζια σκόρπια από κάνα γάμο πάνω στο μωσαϊκό, πλακέτες με ονόματα χαραγμένα, κλειδαριές στις πόρτες, ασανσέρ προϊστορικά έτριζαν επικίνδυνα, είχες την αίσθηση ότι κάποιος σ' ακολουθούσε, στις πόρτες πάνω λουκέτα και σύρτες και μπάρες και συστήματα ασφαλείας και συναγερμοί κι εμπόδια κι επάλξεις και τάφροι με αλιγάτορες και πιράνχας για να μείνουν οι εχθροί απ έξω, διάδρομοι σκοτεινοί, μπήκα στο σπίτι έπεσα να πλαγιάσω χώνοντας το κεφάλι ανάμεσα στα μαξιλάρια, τι μέρα κι αυτή έλεγα από μέσα μου όταν το σταθερό χτύπησε, μια φωνή τραχιά:
 ''Έλα! Είμαι ο Καλαματιανός! Έχω το κινητό σου! ...

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ ΚΡΕΜ



Έπρεπε να είσαι πιο προσεχτική ρε χαζό, έκανες πολλά λάθη, ωραίο είναι το παιχνίδι αλλά πρέπει να σέβεσαι κάποιους κανόνες, να ξέρεις που θα σταματήσεις, έρχεται μια στιγμή που όλα γίνονται ξεκάθαρα και βλέπεις το αληθινό πρόσωπο του άλλου κι όλα μπαίνουν στη θέση τους.

Ένα διήμερο μου πήρε να σε ξεπεράσω όπως συνήθως,     αυτή τη φορά θα έλεγα ότι ήταν πιο εύκολο, εντάξει ομολογώ ότι ζορίστηκα λίγο στην αρχή, δε μπορούσα να το χωνέψω ότι συνέβαινε σε μένα, δε μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ, ήθελα να το αναλύσω, να δω αν έκανα λάθη, μια ταινία έπαιζε, κάποιος ήταν χαμένος κάπου στο Βερολίνο, δε πίστευε κι αυτός ότι του συνέβαινε. 
Κάτι άλλα ντοκιμαντέρ για ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν σε χώρες άγριες,   στην  Αραβία και στον άγιο Μαυρίκιο, στη μέση του Ινδικού ωκεανού,   κοιτάζοντας απ'  τα παράθυρα των φυλακών τα πράσινα κύματα των τροπικών, και στη Κολομβία όπου κοιμόντουσαν πλάι σε ψυγεία που βούιζαν,   περιμένοντας να περάσουν οι μέρες και τα χρόνια.

Με ζόρισε λίγο άλλα έχω μάθει πια, κάτι φίλοι το πρωί ν'  ανοιχτείς, λίγη ενέργεια θετική, ένα ποτήρι νερό, ένας καφές, με τον Αντώνη στη παραλία, κουβέντες και χειρονομίες καθώς το μυαλό δουλεύει σε μονοπάτια παράλληλα κι η σκέψη κινείται σε κατευθύνσεις διαφορετικές κι εξελίσσεται μέχρι να φτάσει στο πυρήνα αυτού που σ΄ απασχολεί, μια γυναίκα μούλεγε πως έκοψε το κάπνισμα σε μια στιγμή μαγική, κι έπαιρνε τα λεωφορεία να μη το σκέφτεται, κι άλλαζε τη θέση στα έπιπλα μέσα στο δωμάτιο της για να αποσυντονίσει τη ρουτίνα του εθισμού, κι απέφευγε τις φίλες της κι έψαχνε για πακέτα τη νύχτα.

Στο εμπορικό κέντρο πιτσιρικάδες ξαπλωμένοι ένιωθαν τους κραδασμούς των αυτοκινήτων στα ηλεκτρονικά μηχανήματα εξομοίωσης κι έγερναν το σώμα στις στροφές όπως τα οχήματα έμπαιναν σε τούνελ και γέμιζαν τον τόπο με σκόνη περνώντας πάνω από κακοτράχαλους χωματόδρομους.

Κόσμος ψάρευε παιχνίδια μέσα από γυάλινα κλουβιά, κι άλλοι έριχναν μπάλες βαριές πάνω σε πατώματα γυαλιστερά σημαδεύοντας στήλες άσπρες χαμηλές, στις οθόνες τύποι με πλατιά χιονοπέδιλα κατηφόριζαν σε πλαγιές χιονισμένες, κι άλλοι έτρεχαν σε γήπεδα με χορτάρι πράσινο, δροσιά είχε σ εκείνο το μαγαζί, πιο πέρα στο λούνα παρκ, κάποιοι γκρεμίζονταν στο κενό κι ανέβαιναν ψηλά πάνω σε ράγες σιδερένιες ουρλιάζοντας, τα χρειαζόμουν όλα αυτά, ν' αγοράσω χρόνο, να διασπάσω τη προσοχή μου καθώς το μυαλό εξακολουθούσε να επεξεργάζεται και να διεισδύει στην ουσία του θέματος, ζυγιάζοντας τις επιλογές που έγιναν, κρίνοντας κινήσεις κι ενέργειες και λέξεις κι υποσχέσεις κι ανθρώπους και χαρακτήρες.

Στάχυα θερισμένα έξω απ τη πόλη καθώς το καλοκαίρι προχωρά ακάθεκτο, στοίβες από άχυρο στα κίτρινα χωράφια, πεταλούδες γαλάζιες σε κάτι νερά τρεχούμενα, ροδιές με λουλούδια κόκκινα στη οδό Απόλλωνος,    μανόλιες με τεράστια λουλούδια λευκά και φύλλα πράσινα, γυαλιστερά,   παιδιά μάζευαν δαμάσκηνα κόκκινα, μυρουδιές από πεπόνια και φράουλες στις λαϊκές, γυναίκες έτρωγαν βερίκοκα τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτες, κι άλλες έριχναν τα σώματα τους πάνω σε μπάρες και σε στρώματα στα γυμναστήρια, κι άλλες ξάπλωναν στις πολυθρόνες των κομμωτηρίων ρίχνοντας πίσω τα κεφάλια τους με τα μαλλιά τους να κρέμονται,    στη πόλη μέσα  σκύλοι βρώμικοι κοιμόντουσαν στα πλακάκια της  πλατείας Αριστοτέλους. 

Το Σάββατο το ξημέρωμα  δυο φοίνικες σα παραστάτες στη έξοδο κατά τη θάλασσα, αεράκι δροσερό φυσούσε στις κολώνες κάτω απ το ΟΛΥΜΠΙΟΝ, ένας τύπος με μαύρα γυαλιά με κοίταζε, ''Ορειβάτης πρεπει να είστε'',   κάτι μικρά με φωτογραφίες στα τζάμια των κινητών τους, ένα αγόρι, ένα κορίτσι, μια λίμνη,      με τον  Θανάση βλέπαμε κάτι ζητιάνους να σκαλίζουν μέσα σε σκουπίδια έξω από ένα φαρμακεία,  ψάχνοντας ταμπλέτες και φιαλίδια και σωληνάρια, τι στο διάβολο τα ήθελαν, κάτι καταπακτές ανοιχτές μπροστά στα βενζινάδικα, μυρουδιά πετρελαίου ο Θανάσης ήταν σακατεμένος απ τη δουλειά στο αεροδρόμιο όπου κουβαλάει τσάντες, έχει γεμίσει ο τόπος Ρώσους τουρίστες και Βορειοευρωπαίους, ''Πρόσεχε τα λεφτά σου!'', μου είπε κοιτάζοντας κάτι τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που προεξείχαν απ' τη τσέπη μου.

Ανθρώπους που αγάπησα κατά καιρούς και χάθηκαν απ τη ζωή μου σκεφτόμουν, δίχως λόγο, χωρίς να το καταλάβω, δε μπορείς όλους να τους ευχαριστήσεις, ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, δεν έχεις πάντα τη πολυτέλεια του χρόνου, κάποτε πρέπει να βιαστείς, να πιέσεις καταστάσεις, να καθαρίσεις το τοπίο, να ξέρεις τι σου γίνεται, κάποιοι θα μείνουν πίσω, σε κάποιους θα δώσεις βάρος περισσότερο, έτσι είναι αυτά, ότι δίνεις παίρνεις, τα λάθη πληρώνονται,    πάντοτε έτσι ήτανε.

Έξω απ το τμήμα του λευκού πύργου κάποιος χαιρέτησε έναν αστυνόμο των ΜΑΤ, ''Τον είχα υπό τις διαταγές μου'' μου είπε, κοίταξα το  ματατζή,    ψηλός, χαμογελαστός, ένας άλλος έλεγε ιστορίες για μια άσκηση στο στρατό, ένας βλάκας μ ένα άρμα έφυγε από τη γραμμή, πήγαινε μοναχός του μέσα στο λιοπύρι κατά το σημείο όπου τ' αεροπλάνα έκαναν βολή αδειάζοντας βόμβες, ο διοικητής τον πήρε χαμπάρι, ''Που πάει ο ηλίθιος!!!'' ωρύονταν στον ασύρματο, γύρω γίνονταν χαμός, πυροβολισμοί κι εκρήξεις,   λάμψεις και κρότοι, το άρμα σταμάτησε, οι επίστρατοι που ήταν μέσα άρχισαν να πηδάνε από το άνοιγμα του πυργίσκου σα τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται,   ο δικός μου από δίπλα γελούσε, μ έπιασαν κι εμένα  γέλια τρανταχτά,  το χρειαζόμουν, συγνώμη μωρό μου αλλά σε ξεπέρασα.




Γράφτηκε ένα μεσημέρι, ψηλά στο δάσος του Σέιχ Σου, 
στη διάρκεια μιας βάφτισης, ατενίζοντας το Θερμαϊκό μπροστά μου
και τον κάμπο της Σαλονίκης πέρα μακριά, ανάμεσα σε πεύκα και πυροφυλάκια,
καθώς έκανε ζέστη κι έβλεπα λουλούδια και τούλια και καπέλα άσπρα και φουστάνια κρεμ..

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΦΥΛΑΧΤΑ


Αλέξανδρος δέ βάλλεται καί αυτός διά τού θώρακος ές τό στήθος τοξεύματι υπέρ τόν μαστόν,.....

καί πνεύμα ομού τώ αίματι έκ τού τραύματος εξεπνείτο...

ίλιγγός τε αυτόν καί λειποψυχία κατέσχε καί πίπτει αυτού επί τήν ασπίδα ξυννεύσας.


ΑΡΡΙΑΝΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ βιβλίο στ', 10.


Στη κυρία Βάσια.

Εκείνη η πόλη των Μαλλών του είχε σπάσει τα νεύρα, δεν άντεχε άλλο, πήρε μια σκάλα που βρήκε μπροστά του, ανέβηκε στις πολεμίστρες, έριξε κάτω όποιον βρήκε μπροστά του κι από κει πάνω πήδηξε μες την ακρόπολη.

Και τότε όλοι πέσανε απάνω του, τον ξεχώριζαν λέει από τη λαμπρή του πανοπλία κι απ την απίστευτη τόλμη του, έβαλε τη πλάτη στο τοίχο κι άρχισε να πολεμά λυσσασμένα, γύρω γινόταν κόλαση, χτυπήματα από σπαθιά και λόγχες αντηχούσαν, ασπίδες από ξύλα φλαμουριάς και σάρισες από ξύλα κρανιάς ένα κουβάρι γίνονταν, ξίφη και λεπίδες, πανοπλίες διαλυμένες, σώματα ματωμένα, ιδρωμένα, ανάσες λαχανιασμένες, κουρνιαχτός και ζέστη αφόρητη, λάμες γυάλιζαν στον ήλιο, σπίθες πετιούνταν καθώς τα σίδερα διασταυρώνονταν αδυσώπητα, ένας υπασπιστής του, ένα παλικάρι, ο Πευκέστας, έτρεξε να τον καλύψει με την ασπίδα την πελώρια που είχαν πάρει απ την Τροία, κι ένας διμοιρίτης, ο Αβρέας, έτρεξε δίπλα του να τον φυλάξει με το κορμί του,   κι ακόμα ένας, ο Λεοννάτος.

Από τους προμαχώνες ψηλά έπεφταν πέτρες και κουβάδες με νερά ζεματιστά., ο χώρος ήταν στενός οι στρατιώτες ποδοπατιούνταν, κατασφάζονταν, ρημάζονταν λιώνανε ζωντανοί, σε μια στιγμή ο Αβρέας χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο, πάει αυτός, κάποιος χτύπησε μ ένα ρόπαλο το βασιλιά στη κορυφή του κράνους και μια σαΐτα διαπερνώντας το θώρακα του τον χτύπησε στο στήθος, πάνω απ το μαστό, εκεί που θηλύκωναν οι κρίκοι της πανοπλίας .

Μαζί με το αίμα έφευγε απ την πληγή και η ανάσα του, πολεμούσε όσο το τραύμα ήταν ζεστό, δε καταλάβαινε τίποτα μόλο που πονούσε, ύστερα όμως άρχισε να ζαλίζεται, λιποθύμησε κι έπεσε πάνω στην ασπίδα του νιώθοντας μια ζάλη γλυκιά, ξαπλώθηκε στην άμμο με τα μάτια γλαρωμένα, ο χρόνος ήταν σα να σταμάτησε, μια βουβαμάρα απλώθηκε, όλα γύριζαν, κοράκια έφερναν βόλτες ψηλά, ένιωθε τη ζωή να φεύγει από μέσα του.

Ίσως έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός, όπως τότε που επιθεωρούσε από ένα ύψωμα το στρατό του Δαρείου υπολογίζοντας πιθανούς ελιγμούς και κινήσεις, σ εκείνο το απέραντο ασσυριακό αλώνι όπου είχαν παραταχτεί άρματα δρεπανηφόρα κι ελέφαντες και καμήλες κι άλλα πλάσματα αλλόκοτα, όπως τότε που περνούσε με τους Μακεδόνες μέσα από χωράφια με ψηλά στάχυα για να μη δίνουν στόχο, όπως τότε που έψαχνε για περάσματα πάνω σε βουνά με δρόμους τραχιούς και μονοπάτια δύσβατα, όπως τότε που διέσχιζε την έρημο της Λιβύης ψάχνοντας το δρόμο τον σκεπασμένο απ την άμμο που σήκωνε ο αέρας τ απογεύματα, τότε που είχαν βρει εκείνο το ορυχείο του αλατιού με τους τεράστιους κρύσταλλους που έμοιαζαν με κομμάτια γυαλιού, κοντά σ εκείνη τη πηγή με το νερό που σε πάγωνε μες το καταμεσήμερο σαν έβαζες το χέρι σου μέσα του.

Αφού αυτός μπορούσε να συγκρατηθεί όταν οι καβαλάρηδες οι Θεσσαλοί δεν αντέχανε μετά από ώρες δίψας κι έπιναν λαίμαργα από κάτι πηγές στα βάθη των φαραγγιών και πέθαιναν εκεί μπροστά του, αυτός δεν είχε πρόβλημα αν και είχε κορακιάσει ν αδειάσει μπροστά τους το νερό απ το κράνος που είχαν γεμίσει για να του το προσφέρουν, σ εκείνο το μέρος όπου πατούσαν τις ρίζες των νάρδων και ο τόπος ολόκληρος μοσχοβολούσε γλυκά, εκεί που είχαν δει κάτι λουλούδια σα μενεξέδες τεράστιους να γεμίζουν ευωδιές τον αέρα, εκεί που είχαν στρατοπεδεύσει και μια τρομαχτική καταιγίδα τους είχε πάρει παραμάζωμα σκηνές και στρώματα και υποζύγια κι είχαν μουλιάσει μες την αφιλόξενη ερημιά μέχρι να κοπάσει το κακό .

 Αυτός μπορούσε να συγκρατηθεί όταν του φέρανε τη γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου που δεν άγγιξε ούτε το δαχτυλάκι τους, ενώ ο Πέρσης βασιλιάς τόσκαγε πανικόβλητος, εγκαταλείποντας τα σπαθί και τ, άρματα του, πετώντας σ ένα χαντάκι τον λαμπρό βασιλικό του μανδύα.

Χίμηξαν να τον σώσουν όλοι τότε, έγινε ένας χαμός πηδούσαν από ψηλά όπως μπορούσαν, πατούσαν ο ένας απάνω στον άλλον, κρεμιούνταν, σέρνονταν, βουτούσαν μέσα σε τάφρους και κανάλια, κλωτσούσαν την τεράστια πύλη, έσπρωχναν με τους ώμους, προσπαθούσαν να σπάσουν τους μοχλούς που τη συγκρατούσαν, τελικά τη σπάσανε, όρμησαν μέσα αλαλάζοντας, ουρλιάζοντας, σκοτώνοντας, τον σηκώσανε πάνω σε μια ασπίδα, ένας γιατρός απ τη Κω του τράβηξε το φαρμακερό βέλος και τότε έπαθε τέτοια αιμορραγία έτρεξε τόσο αίμα που λιποθύμησε ξανά, ο γιατρός του άλειψε τη πληγή με κάτι βότανα, του βαλε κι ένα φυλαχτό ασημένιο του Ασκληπιού στο κόρφο του.

Μες τη θολούρα σκέφτονταν ότι τιμωρούνταν γιατί μες το μεθύσι του εκείνη τη βραδιά σ εκείνη τη περσική πόλη είχε αφηνιάσει κι άρπαξε το δόρυ από ένα σωματοφύλακα για να ξεκοιλιάσει το φίλο του τον Κλείτο που δε μασούσε και του τάριχνε χοντρά για όλες τις βλακείες του και τα γλειψίματα και τις κολακείες και τις αηδίες που ανέχονταν κι έκανε με τις παλλακίδες τις ασιάτισσες. Έίχε μετανιώσει βέβαια κι έκανε τρεις μέρες να φάει και να πιει άλλα τι τα θες ήταν αργά πια.

Τώρα όλα έμοιαζαν να τελειώνουν, κλαγγές αντηχούσαν στο μυαλό του, λεπίδες άστραφταν, εικόνες από πρόσωπα παραμορφωμένα, δόντια σπασμένα, κρανία ανοιγμένα, ο χρόνος έμοιαζε να σέρνεται βασανιστικά, λίγο ανάπαυση ήθελε πια, λίγο ησυχία.

Κατά το βράδυ έπεσε σε παραλήρημα, ο Περδίκας, ο σωματοφύλακας του βαλε ένα βρεμένο πανί στο μέτωπο, κουκουβάγιες και τσακάλια αλυχτούσαν λυπητερά από μακριά, η νύχτα προχωρούσε πνιγηρή κι αποπνικτική, άγγιξε το μαγικό ασημένιο φυλαχτό που τούχε κρεμάσει η μάνα του κάποτε στο λαιμό, πίσω στις Αιγές που έβλεπαν κατά τα χωράφια της Μακεδονίας, εκεί όπου κάλπαζε με το αγέρωχο άτι του το Βουκεφάλα με τ' άσπρο σημάδι στο μέτωπο, σα να ησύχασε κάπως.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

JUST A DREAM

Στα Public μέσα κατέρρευσα, τάπαιξα, σωριάστηκα, διπλώθηκα σε κάτι μαξιλάρια που είχαν βάλει στο πάτωμα, ένα γυάλινο δάπεδο, νερά τρέχανε ανάμεσα σε πέτρες από κάτω, ένα κοριτσάκι φοβόταν να πατήσει το γυαλί, δεν ήθελα να φύγω από κει, ήμουνα κομμάτια ήθελα κόσμο γύρω μου μέχρι να συνέλθω, να πάρω τ' απάνω μου, είχε δροσιά, ήταν καλά, πήρα ένα βιβλίο και κάθισα.

Με είχε διαλύσει αυτή η επαφή, είχαμε έρθει πολύ κοντά και πρέπει να φοβήθηκε, είχα προχωρήσει πολύ και περίμενα την αναμενόμενη αντίδραση, έπρεπε να ήμουν σε επιφυλακή κι ετοιμότητα, ν΄ απορροφήσω κραδασμούς και παρενέργειές και παρεξηγήσεις, όλος ο μηχανισμός είχε σημάνει κόκκινο, νεύρα και ίνες, αντανακλαστικά κι αναρτήσεις, άξονες στροφαλοφόροι και κινητήρες ώθησης, αμορτισέρ σασμάν κι αισθητήρες του περιβάλλοντος έπρεπε να αντιληφθούν το τι γίνεται, οι στροφές του κινητήρα ν ανεβοκατεβούν εκατομμύρια φορές, να πάρουν χιλιάδες στροφές στο δευτερόλεπτο , το σύστημα μπήκε σε δοκιμασία, έτριζε, δοκιμάζονταν οι αντοχές μου.

Όλα έπρεπε να φανούν φυσικά άσχετα με το τι συνέβαινε μέσα μου, όλα έπρεπε να γίνουν σωστά κι απαλά κι όμορφα, μια ζωή αυτό ψάχνω, αυτό θα με φάει , χειρισμοί λεπτοί, κινήσεις και ρυθμίσεις προσεχτικές, να χρησιμοποιήσεις όλα τα αποθέματα , την εφευρετικότητα και τη φαντασία και τη τόλμη που σου απόμεινε, έκθετος ξανά και στον αέρα, στο τέλος όταν όλα πήραν τη πορεία που ήθελα κι έπρεπε, αυτή έλαμπε ξανά, τα μάτια της άστραφταν , δε το περίμενε να γίνει έτσι, ένιωσα να χαλαρώνω ασυναίσθητα.

Οι μύες δεν υπάκουαν, το μυαλό κατέρρεε βαθμιαία, ήθελε το μερίδιο του στην ανάπαυση, το είχα καταχραστεί, έπεσαν κι όλες οι υποθέσεις μαζί, αρχή καλοκαιριού, υπολογισμοί για διακοπές, λογαριασμοί κι υποθέσεις εκκρεμείς, είχα στραγγίξει πια, η ενέργεια έφευγε από μέσα μου σαν καπνός, στο τέλος σερνόμουν παρέλυσα, τα γόνατα μου κόβονταν, τα πόδια μου δε με υπάκουαν.

Εκεί μέσα στα πολυκαταστήματα συντριβάνια έστελναν ψηλά στήλες ύδατος, μωσαϊκά πολύχρωμα, οθόνες δείχνανε αμάξια να τρέχουν κι άλλες έδειχναν παραλίες με νερά γαλάζια και πράσινα κι ομπρέλες αραδιασμένες σε παραλίες εξωτικές και φρούτα που έμοιαζαν με αληθινά, πιτσιρικάδες έπαιζαν video games, κοπέλες με μαλλιά γαλάζια χάζευαν , κόσμος περίμενε μπροστά στα ταμεία να πληρώσει, στα φαγάδικα πατάτες και κρέατα, χαρτοπετσέτες και πιρούνια, ποτήρια και κουτάκια πλαστικά και τσίγκινα, κορίτσια με σορτσάκια κοντά, πόδια ξυρισμένα, στερεοφωνικά στη διαπασών στις καφετέριες.

Κάθισα με μια φίλη, κάτι κεράσια σε μια σακούλα με χρώμα υπέροχο απ το χωριό της μού φερε, κάτι μου έλεγε, δε μπορούσα να καταλάβω και καλά, για έναν δάσκαλο συνάδελφο της που γκρεμίστηκε από μια στέγη όπου είχε πάει να φτιάξει μια κεραία οι συνάδελφοι κάνουν έρανο για την εγχείρηση στο κεφάλι του ο τύπος ήταν λέει έξοχος, μπορούσε να κουμαντάρει άνετα πενήντα μικρά, είχε το χάρισμα, τον αγαπούσαν.

Η φίλη μου έδειξε κάτι ζωγραφιές των παιδιών ''Κύριε Νώντα περαστικά!'', κάτι ζωγραφιές αδέξιες, θαυμάσιες, της έλεγα για τους φίλους μου ''Μπα έχεις και φίλους ! Από πότε;'' ένας γνωστός μου έκανε πλάκα αδειάζοντας μια κανάτα δίπλα στο κεφάλι μου καθώς μιλούσα, αναρωτιόμουν τι στο καλό συνέβαινε, μουσικές περίεργες ακούγονταν που με παρέσερναν όπου νάναι είχα χάσει τον έλεγχο των αισθημάτων μου, είχα ξεφύγει.

Κι έπρεπε με κάποιο τρόπο να συνεχίσω τη μέρα, με τον Βύρωνα στο αμάξι ακούγαμε''... that was just a dream - just a dream....'' στη λεωφόρο του αεροδρομίου ξερά χόρτα δίπλα στο δρόμο, στάχυα κίτρινα κυματίζατε, πλανόδιοι πουλούσαν φρούτα της εποχής, δαμάσκηνα και μούσμουλα, σκουπίδια πεταμένα παντού, μπουκάλια πλαστικά και σακούλες φθαρμένες, ποδηλάτες με κολάν έτρεχαν μες τη ζέστη, άνθρωποι κάπνιζαν τσιγάρα ηλεκτρικά μες τα διερχόμενα αυτοκίνητα, αφροί στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων που πλένονταν στα βενζινάδικα, νταλίκες παρκαρισμένες, οδηγοί ξενυχτισμένοι, μαγαζιά νυχτερινά εγκαταλειμμένα στραπατσαρισμένα, λαμαρίνες και πινακίδες τσαλακωμένες από τρακαρίσματα απανωτά κι εγώ προσπαθούσα να μαζέψω τα κομμάτια μου.

Στη Τούμπα είχα ένα μάθημα κατόπι, δεν είχα ξαναπάει, ένα κοριτσάκι με περίμενε κανείς άλλος δεν ήταν στο σπίτι, θε μου πως αφήνουν έτσι τα παιδιά τους , το κοριτσάκι μου έδειχνε κάτι ράματα στο ποδαράκι του από τότε που είχε κάνει γκελ στο τζάμι του μπαλκονιού και παραλίγο να γκρεμιστεί απ τον τρίτο όροφο καθώς κυνηγιόταν με την αδελφούλα του, η γιαγιά του ήρθε σε λίγο, σ ένα φούρνο δούλευε, ξάπλωσε σ ένα καναπέ, άναψε τσιγάρο, φαίνονταν ψόφια, τη ρώτησα για τη δουλειά της.

Και μετά χάθηκα ολοκληρωτικά, στο ασανσέρ μια γυναίκα μ ένα σκύλο ''Έχετε κι εσείς σκυλάκι; Κανονικά τους γαβγίζει όλους, εσάς σας συμπάθησε'' βγήκα σένα ρέμα, έχασα το προσανατολισμό μου, κάτι δέντρα τριγύρω, ρώτησα κάποιον να μου πει κάνα ορόσημο, να βρω άκρη, ο ήλιος έκαιγε δυνατά, έκατσα σε μια πέτρα....


Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Σ ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ

Σ αγαπώ όταν μου σφραγίζεις τα χείλη με τα δικά σου κι η γεύση τους μένει πάνω μου για ώρες κι όταν ακουμπάς το δέρμα μου κι όταν λύνεις τα μαλλιά στους ώμους κι όταν με χαϊδεύεις, σ αγαπώ τότε και σε χρειάζομαι και σ έχω ανάγκη.

Σε χρειάζομαι όταν γυρνώ κομμάτια στο σπίτι και θέλω να κλείσω τη πόρτα και να τα ξεχάσω όλα, να τα αφήσω απέξω, να μη σκέφτομαι προδοσίες κι απογοητεύσεις και κατακρημνίσεις σε βάραθρα βαθιά. Δε θέλω πολλά, ένα ποτήρι νερό, λίγο να βρέξω το πρόσωπο μου, να πλυθώ μια στάλα, να βγάλω τη σκόνη από πάνω μου, μια ανάσα να πάρω, σαν άνθρωπος να νιώσω για λίγο, δε νομίζω ρε ότι ζητάω πολλά, δεν είναι τόσο δύσκολο να το κάνεις.

Μπορώ όλη μέρα να τριγυρνώ ζαλισμένος στους λαβύρινθους της πόλης που ξετυλίγονται προς όλες τις κατευθύνσεις, να πέφτω και να σηκώνομαι, να ρίχνομαι μέσα σε λάκκους λεόντων και μέσα σε λίμνες με κροκόδειλους αναδυόμενους, να βγαίνω από μέσα τους μ ένα κομμάτι κρέας λιγότερο, να σφίγγω τα δόντια σαν τον πληγωμένο Πάτροκλο που του δένει την πληγή ο Αχιλλέας και να προχωράω, περνώντας τοίχους που υψώνονται τριγύρω, νιώθοντας την κακία και τον κυνισμό του κόσμου που είναι άσχημος κι αδίσταχτος και χυδαίος και βρώμικος.

Ο Φόβος και Δείμος παραμονεύουν τριγύρω, πέτρες συμπληγάδες ανοιγοκλείνουν βίαια έτοιμες να σε λιανίσουν και να σε κάνουν κιμά, κεφαλές της μέδουσας που πρέπει ν αποφύγεις να κοιτάξεις κατάματα προτού σ απολιθώσουν και σε μεταβάλουν σε στήλη πέτρινη, γοργόνες και τέρατα παντού, τοξότες σε σημαδεύουν κλείνοντας το αριστερό τους μάτι, ο ύπνος και ο θάνατος ετοιμάζονται να σε κουβαλήσουν, ο ένας κρατώντας τις ωμοπλάτες, ο άλλος τα πόδια, σκύλοι και λυκόσκυλα και λύκοι λυμαίνονται τη νύχτα τους δρόμους , αμάξια αμολιούνται στις μπάρες των στροφών σαν τ αρχαία άρματα που στρίβουν στο στάδιο.

Χτυπήματα δέχεσαι στο σώμα και στο κεφάλι, στο κεφάλι προπαντός, υποθέσεις χειροβομβίδες που πρέπει να ξεφορτωθείς, να φύγουν απ τα χέρια σου, το παλεύεις το γυρίζεις, δεν υπάρχει λόγος να ξέρουν όλοι πόσο έχεις προσπαθήσει, δε χρειάζεται να ξέρουν πόση υπομονή έκανες, σε χρειάζομαι.

Δεν είναι ανάγκη να με ζορίζεις κι εσύ ρε, αφού σούχω δείξει ότι είμαι εντάξει, εσύ ξέρω ότι θα μου πεις να καθίσω,   να μη φύγω εγώ,    ειδικά εγώ,    έτσι δεν είναι,   αφού καταλαβαινόμαστε ρε, σε παρακαλώ, μπορώ και μόνος μου αλλά είναι πιο δύσκολο, λίγη θετική ενέργεια ανατροφοδοτική  χρειάζομαι,     να ξέρω τι θες πες μου,   δε μπορώ να μπαίνω πάντα στο μυαλό σου και να σε διαβάζω, πρέπει να με βοηθάς λίγο, πως θα γίνει.

Άνθρωποι εξαφανίζονται και κανένας δε ρωτά για αυτούς ποτέ, άμα θες μπορείς να με παίρνεις κάνα τηλέφωνο που και που, δεν είμαι πάντα καλά, λίγο ενθάρρυνση δε θα με χαλούσε άμα θες να ξέρεις, μπορώ και μόνος μου αλλά είναι πιο δύσκολα είπαμε, ανέβασε με λίγο τώρα το καλοκαίρι που η αντηλιά της ασφάλτου με τυφλώνει και κλείνω τα μάτια να μη βλέπω, καθώς κάθομαι στην Αριστοτέλους, σ ένα παγκάκι, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια, προσπαθώντας να σκεφτώ που πάω, τι θέλω, ποιος είμαι, τι κάνω εκεί πέρα.

Κι όταν τη νύχτα τρομάζω από όνειρα άσχημα, μπορείς να μου λες καμιά καλή κουβέντα κι ας κοιμάμαι, κάτι θα περάσει μέσα μου καθώς το μυαλό αδυνατεί να σταματήσει την επεξεργασία δεδομένων και πληροφοριών, εσύ να μου μιλάς γλυκά,   το χρειάζομαι, τόχω ανάγκη.

Μαθαίνεις να ζεις βέβαια μ αυτόν τον τρόπο, όπως όλα τριγύρω αλλάζουνε και τίποτα δε μένει σταθερό, σε τίποτα δε μπορείς να βασιστείς, συνεχίζεις παρά τα χτυπήματα τα απανωτά, δεν υπάρχει άλλος δρόμος μαθαίνεις να ξεκολλάς, προχωράς, περνάς εμπόδια ακόμα κι αν χρειαστεί να εκτοξευτείς από πάνω τους, αλλά εσύ μην είσαι ρε τόσο καχύποπτη, δε χρειάζεται, μη το παρακάνεις,   άσε και σε μένα κάτι,   θα τα βρούμε, θα δεις,    δως μου μια ευκαιρία,    θύμιζε μου εκείνα που σου είχα πει και σε σημάδεψαν ενώ εγώ τάχω ξεχάσει πια,   αφού ξέρεις ότι θα είμαι καλός μαζί σου.

Κι ύστερα αφού ξέρεις ότι κάτω απ την τραχιά κρούστα της επιφάνειας μου είμαι μαλακός,   μπορείς να μ ακουμπήσεις με το δάχτυλο και να πονέσω, μη το κάνεις αυτό ρε, δε πρέπει, δεν είναι σωστό, σε παρακαλώ, σε χρειάζομαι.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΝΑ

Αυτός πρέπει να ήταν ένας ωραίος γάμος.

Το κορίτσι ρε φίλε ήταν υπέροχο, πολύ θα θελα να το είχα εγώ, με τα κατάμαυρα μαλλιά της το καθαρό βλέμμα, τα μάτια που λάμπανε, τους απαλούς ώμους, ήταν περίπτωση τώρα τι να λέμε.

Αλλά και το αγόρι ήταν όμορφο και δε μιλούσε πολύ κι αυτό της άρεσε, την τρέλαινε ήτανε τόσο διαφορετικοί, αυτός μετρημένος, αυτή διαχυτική, δε σταματούσε να μιλά όλη την ώρα δεξιά κι αριστερά , επικοινωνούσαν με νοήματα και με τα μάτια , δε χρειάζονταν να αγγίξει ο ένας τον άλλον, το ρεύμα περνούσε από τα σώματα τους μόλις πλησίαζαν λίγο ο ένας τον άλλον.

Αυτή βέβαια ήταν πιο ώριμη, όπως είναι πάντα οι γυναίκες και τον είχε κόψει κι είχε ρωτήσει και τη μάνα της, άλλα δεν ήτανε απ΄ αυτές που θα ενέδιδαν τόσο εύκολα, ούτε απ αυτές που θα έκαναν εύκολα βλακείες, τρεις φορές είχε στείλει πίσω την αντιπροσωπεία του μ όλα τα χρυσάφια και τ ασημικά τους , δε πήγαιναν στο διάβολο, αυτή ήξερε ότι ο πατέρας της δε θα της χάλαγε χατήρι, ότι πέθαινε γι αυτή, μπορούσε να το τρενάρει λίγο, άστο το παλικάρι να χτυπιέται, δε θα πάθει τίποτα.

Όμως καιγόταν μέσα της, ήθελε να τον ψάξει, να τον γνωρίσει μέχρι βαθιά κι ήξερε ότι θα της έπαιρνε χρόνια, αλλά μπορούσε να περιμένει, ήξερε ότι μπορούσε να τον ησυχάζει, να τον κάνει να λιώνει, μπορούσε να τον ανοίξει όταν έκλεινε σα στρείδι, καταλάβαινε από χιλιόμετρα πότε της έλεγε ψέμματα, θα ήταν καλός μαζί της, θα την πρόσεχε, θα την περίμενε όσο κι αν αργούσε, δε την κούραζε, δε την ταλαιπωρούσε, γι αυτήν ήτανε γεννημένος, όλα ήταν πιο εύκολα μαζί του, γελούσανε ασταμάτητα όταν βρίσκονταν, πάνω απ όλα θα γίνονταν καλός πατέρας, τον είχε κόψει αυτή.

Σ αυτόν θα έλεγε τα μυστικά της, μόνο καλά θα του έλεγε όσο γίνονταν, θα τον στήριζε ότι και να συνέβαινε, είχαν αρχίσει να κάνουν ήδη σχέδια, έβγαζε από μέσα του ότι καλό υπήρχε, φοβόταν και λίγο, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά , αλλά της άρεσε κι όλο αυτό, δε θα το έχανε με τίποτα, ήταν η ώρα να το κάνει, ήταν η στιγμή της, όλα έδειχναν τέλεια, όσο τέλεια μπορεί να είναι γιατί ποτέ δε ξέρεις.

Οι γυναίκες κουβαλούσαν γλυκίσματα και τάβλες και ταψιά με πίτες διάφορες, χέρια γυναικεία έπλαθαν ζύμες, βούτυρα και γιαούρτια και μυζήθρες κι αμπελόφυλλα, μυρωδικά και χόρτα αρωματικά έριχναν μέσα τους, φούρνοι είχαν πάρει φωτιά,ψάρια ψήνονταν πάνω σε σχάρες, φρούτα ξερά και φρέσκα, ρόδια και κεράσια σύκα και καρύδια και χουρμάδες, ορτύκια και περιστέρια, ελάφια και ζαρκάδια, τρούφες και μανιτάρια κι άλλα πολλά.

Ποτήρια και κούπες τσούγκριζαν, καράφες και γυάλινα δοχεία κι αμφορείς και πιθάρια με ζωγραφιές απάνω τους ξεθάβονταν από την άμμο κι ανέβαιναν από πηγάδια όπου είχαν θαφτεί για να μείνουν δροσερά, μέχρι και χιόνι είχανε κουβαλήσει από ένα βουνό για να το ανακατέψουν με το γλυκό πιοτό τους, κόσμος έρχονταν από δρόμους λιθόστρωτους, απ όλες τις κατευθύνσεις, πεζοί και καβαλαρέοι πλησίαζαν χτυπώντας τα σανδάλια τους προς το μέγαρο εκείνο με τις πέντε στοές να το περιβάλουν.

Καθώς ο ήλιος έδυε φλαμουριές ανθισμένες μοσχοβολούσαν τριγύρω με το τέλος της άνοιξης, λίγο μετά το Πάσχα, προτού αρχίσουν οι ζέστες, κληματαριές κι αναρριχώμενα σκαρφάλωναν στους εξώστες, δυόσμος και μέντα φυτεμένη στα παρτέρια, τοίχοι ασβεστωμένοι, γάτες κοιμόντουσαν μέσα σε γλάστρες, μπαλκόνια πλύνονταν, τραπέζια στρώνονταν, κορίτσια κουβαλούσαν τραπεζομάντιλα, φούρνοι έψηναν ψάρια και κυνήγια, ο οικοδεσπότης είχε ευθυμήσει, ανέκδοτα κι ιστορίες παλιές λέγανε οι παραμυθάδες, κάποιοι είχαν αρχίσει να μεθάνε ήδη.

Και τότε ξέμειναν από κρασί, ο αρχιοινοχόος που έστυβε τις κόκκινες και τις ροζέ και τις άσπρες ρώγες των σταφυλιών στη παλάμη του και δοκίμαζε κατόπι τις γεύσεις τους, είτε από την Καρχηδόνα έρχονταν, είτε απ τη Συρία και την Παλαιστίνη, τώρα δεν ήξερε τι να κάνει ο άνθρωπος, κάποιο λάθος είχε γίνει, γάμος δίχως κρασί δε γίνεται, όλα μπορούσαν να τιναχτούν στον αέρα.

Αλλά ρε φίλε ήταν ο Χριστός κάπου εκεί έτοιμος για όλα, σιγά μη το άφηνε να χαλάσει το γλέντι , καλά είμαστε σοβαροί τώρα , ''Γεμίστε με νερό ρε μάγκες τις υδρίες τις πέτρινες, τις πελώριες που είναι για να πλένονται οι καλεσμένοι!'' τους είπε κι ύστερα ψιθύρισε εκείνα τα λόγια που ήξερε κι αρχιοιονοχόος έπαθε πλάκα ρε φίλε, '' Δεν είστε με τα καλά σας, που στο δαίμονα το είχατε αυτό το πράγμα!!΄΄ φώναξε.

Κι ύστερα τα όργανα πήρανε μπρος κι άρχισαν ν αντιλαλούν μέχρι πέρα μακριά, σερβιτόροι έτρεχαν πανικόβλητοι, ο αρχιοινοχόος είχε αρχίσει να τρεκλίζει απ τις πολλές δοκιμές, αυτό το καινούριο το κρασί ήταν πολύ δυνατό ρε φίλε, που το είχανε βρει, το κορίτσι κάρφωνε το αγόρι το υπέροχο, μα αυτό ήξερε να συγκρατηθεί, δεν ήταν τυχαίο κι αυτό πως να το κάνουμε, ο οικοδεσπότης είχε ξεσαλώσει, ήταν ωραίος ο τύπος, αυτός πρέπει νάτανε ωραίος γάμος.




ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...