Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ

Δεν την είχε προσέξει μέχρι τότε αλλά ένα βράδυ που έψαχνε απελπισμένα για πάρκινγκ στα στενά γύρω απ’ τη γειτονιά του την είδε, ήταν μια παλιά μονοκατοικία που έχασκε μόνη της στη μέση μιας αλάνας, σε κάθε της γωνιά δέντρα πανύψηλα τυλιγμένα στον κισσό υψώνονταν, έμοιαζε με σπιτάκι στο κέντρο κάποιου δάσους σκοτεινού σαν αυτά που περιγράφονται στα παραμύθια απ’ τον βορρά, σαν εκείνο το σπιτάκι όπου κλείστηκαν ο Χάνσελ κι η Γκρέτελ , μόνο που αυτό δεν ήταν σοκολατένιο. Είχε περάσει από κει άπειρες φορές κι όμως ποτέ δεν του έιχε κινήσει το ενδιαφέρον τώρα όμως καθώς σουρούπωνε άλλαζε όψη όπως όλα τα πράγματα όταν πέφτει η νύχτα, έδειχνε αλλόκοτο, κάπως τρομαχτικό, κάτι μάρμαρα άσπρα αρχαία βρίσκονταν στοιβαγμένα στα δεξιά του και μπροστά στην είσοδο ένα κυπαρίσσι βαθυπράσινο ύψωνε τον συμπαγή του όγκο προς τα πάνω, στάθηκε εκεί λίγη ώρα και το χάζευε…

Είχε βγει ν’ αγοράσει μερικά πράγματα, στο διανυκτερεύων φαρμακείο όπου ζήτησε ένα σιροπάκι για το βήχα κάποιος με άσπρη ποδιά εμφανίστηκε πίσω από ένα σιδερένιο πλέγμα, του έφερε ένα κουτάκι και μετά βιάστηκε να χαθεί στο βάθος. Στις γωνιές των δρόμων ζητιάνοι κι άστεγοι με σκισμένα παλτά προσπαθούσαν να σκεπάσουν τα παγωμένα σώματα τους, ένας τύπος προσπαθούσε να λυγίσει ένα τεράστιο σιδερένιο εξάρτημα για να το βάλει στο καρότσι του, σ ένα γηπεδάκι ποδοσφαίρου άνθρωποι με φόρμες έτρεχαν κάτω από αναμμένους προβολείς. Στις διαβάσεις τα φανάρια άλλαζαν αέναα από πορτοκαλιά σε πράσινα, κάποιος από απέναντι του έκανε σινιάλο να περάσει δίνοντας του προτεραιότητα, πίσω απ’ τις βιτρίνες των καταστημάτων οι κούκλες σάλευαν αδιόρατα. Στο σούπερ μάρκετ τα ψυγεία βούιζαν αδιάκοπα, γυναίκες πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους ψάχνοντας στα ράφια και στους πάγκους, η ατμόσφαιρα έξω μύριζε κρύο και υγρασία, η Άνοιξη αργούσε ακόμα...

Άφησε το αμάξι του κάπου κοντά σ’ εκείνο το σπιτάκι το στοιχειωμένο, βιαζόταν να πάει για ύπνο, δεν κλείδωσε, πάντα έτσι άφηνε το αυτοκίνητο και ποτέ δεν τον είχαν κλέψει. Στο σπίτι του έκανε κρύο διαβολεμένο, ο χειμώνας τελείωνε όμως η άνοιξη δεν έλεγε να φανεί στον ορίζοντα, τέτοια εποχή την προηγούμενη χρονιά οι αμυγδαλιές, οι σιντόνιες και κάτι άλλα δεντράκια ήταν κιόλας γεμάτα λουλούδια ψιλούτσικα, φέτος ούτε δείγμα δεν έβρισκες, τι ήταν αυτό το πράγμα, ο χειμώνας δεν έλεγε να περάσει με τίποτα, οι αλκυονίδες είχαν καθυστερήσει, όταν εμφανίζονταν ο ήλιος οι άνθρωποι σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή έβγαιναν να μαζέψουν όση ζέστη μπορούσαν.
Από κείνο το βράδυ εκείνο το σπιτάκι που έμοιαζε στοιχειωμένο γύριζε συνέχεια στο μυαλό του, περνούσε ταχτικά να το δει, φαινόταν ακατοίκητο, πώς να ήταν άραγε από μέσα, σε τι κατάσταση βρίσκονταν, έδειχνε πάντως γερή κατασκευή. Για κάποιο λόγο τον τραβούσε, ήθελε να μάθει λεπτομέρειες γι’ αυτό, άραγε θα μπορούσε να το νοικιάσει, πόσα να ζητούσαν, αν μπορούσε να εγκατασταθεί εκεί πέρα θα ήταν τζάμι, θα γλύτωνε ένα σωρό έξοδα, κοινόχρηστα, ασανσέρ, πετρέλαια, ένα κάρο βλακείες!. Θα ξεφορτώνονταν και τον σπιτονοικοκύρη του που του είχε γίνει τσιμπούρι, του χρωστούσε βέβαια τα νοίκια ενός χρόνου αλλά αυτό το είχε σαν αρχή, απ’ όποιο σπίτι περνούσε έπρεπε ν’ αφήνει κάποιο χρέος, σηκωνόταν κι έφευγε αφήνοντας πίσω τα πράγματα του κι άντε να τον βρεις, πρέπει να το είχε κάνει καμιά δεκαριά φορές αυτό το πράγμα. Και δεν ήταν μόνο οι νοικάρηδες του που χρωστούσε, όλη την αγορά είχε φεσώσει, δεν υπήρχε προμηθευτής να μη τον κυνηγά, τον φώναζαν Ρασπούτιν γιατί θύμιζε τον Ρώσο καλόγερο μ’ εκείνη τη γενειάδα και το τρελό βλέμμα , δεν σε κοιτούσε ποτέ ευθεία κι αυτό λένε ότι είναι ύποπτο, ακούγονταν ότι πατέρας του ήταν παπάς αυτός όμως ποτέ δεν το παραδέχονταν…

Βέβαια έτσι όπως τα είχε καταφέρει δεν θα τη γλύτωνε στο τέλος, από κάπου θα τον έπιαναν γι αυτό είχε πάντα το νου του, δεν χαλάρωνε ποτέ, όλα του φαινόταν ύποπτα, στα γραφεία των δικηγόρων όπου πήγαινε όταν είχε κάνα δικαστήριο επικίνδυνο παρακολουθούσε πάντα στους τοίχους τα σχέδια διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς, προσπαθούσε να καταλάβει πως θα το έσκαγε ακολουθώντας σκαλοπάτια και μπαλκόνια και διαδρόμους κρυφούς. Τελευταία είχε στριμωχτεί πολύ, οι δουλειές δε πήγαιναν καλά, αν κατάφερνε να εγκατασταθεί στο σπιτάκι εκείνο το στοιχειωμένο μια χαρά θα ήταν, ζέστη το χειμώνα, δροσιά το καλοκαίρι, οι παλιοί ήξεραν πως να χτίζουν, κι αν χρειαζόταν τίποτα επισκευές θα έβρισκε κάναν Αλβανό να του δουλέψει τζάμπα για να το σουλουπώσει, θα μπορούσε έτσι να κάνει κι ένα σωρό παζάρια με τον ιδιοκτήτη, καλά σ’ αυτά δε παίζονταν !

Ένα πρωί αποφάσισε να πάει να βρει τον ιδιοκτήτη, δεν ήταν σίγουρος αν κατοικούνταν αλλά αποβραδίς είχε δει φως οπότε κάποιος θα έμενε εκεί μέσα, τη μέρα δεν έδειχνε και τόσο τρομαχτικό, μόνο τα ψηλά δέντρα πάνω στα οποία ο κισσός είχε τυλιχτεί σα φίδι έστεκαν απειλητικά. Δίστασε μια στιγμή, έπειτα πλησίασε και χτύπησε την πόρτα, περίμενε λίγη ώρα, δεν απαντούσε κανείς, ετοιμάζονταν να φεύγει όταν αργά- αργά η θύρα άνοιξε τρίζοντας κι ένας γεράκος εμφανίστηκε στην είσοδο λέγοντας του να περάσει. Όπως διέσχιζε το μικρό χωλάκι σκεφτόταν ότι τον γέρο τον είχε του χεριού του, θα του πουλούσε έναν πρόλογο σούπερ, θα τον ζάλιζε στο μπλα μπλα, θα έκλεινε τη δουλειά στο φτερό. Ο παππούς προχώρησε μερικά βήματα προς ένα δωμάτιο που έμοιαζε να είναι σε καλή κατάσταση, σίγουρα κάποια γυναίκα είχε περάσει από κει πρόσφατα, και κάθισε σε μια πολυθρόνα μπροστά από ένα παράθυρο. Εκείνη την ώρα ο ήλιος βρίσκονταν ακριβώς πίσω απ’ τις κουρτίνες κι οι ακτίνες του έμοιαζαν να λούζουν τον γέρο μ’ ένα πράγμα σα φωτοστέφανο, ο Ρασπούτιν χώθηκε σ’ έναν καναπέ και τον παρατηρούσε όπως μιλούσε σιγανά με τον ήλιο να τον έχει τυλίξει σ’ ένα φως περίεργο. Δεν είχε αντίρρηση να νοικιάσει το σπίτι, θα μπορούσαν να πιάσουν και μια σειρά από δουλειές στο νοίκι, ο ένας τοίχος είχε αρχίσει να γέρνει και υποστηρίζονταν με κάτι δοκάρια μεταλλικά, ο Ρασπούτιν γελούσε από μέσα του, καλά ο γέρος φαινόταν πολύ ηλίθιος κι αν περίμενε να πάρει φράγκο απ’ αυτόν ήταν πολύ γελασμένος, θα του άνοιγε μια δουλειά εκεί πέρα ατελείωτη, θα το τραβούσε με τις επισκευές όσο μπορούσε και τελικά θα τον παρατούσε το γέρο σύξυλο όπως είχε κάνει άπειρες φορές. Κουβέντιασαν λίγη ώρα για τις λεπτομέρειες, είχαν σχεδόν συμφωνήσει όταν ο γέρος σηκώθηκε με τον ήλιο να τον φωτίζει πάντα γεγονός που είχε αρχίζει να εκνευρίζει τον άλλον, και του έθεσε έναν όρο περίεργο, μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλο το σπίτι εκτός από ένα δωμάτιο, εκεί πέρα απαγορεύονταν να μπει, έπρεπε να παραμείνει σφραγισμένο, θα έμενε κλειστό οπωσδήποτε.

Του εξήγησε ότι σ’ αυτό το δωμάτιο είχε σκοτωθεί ο αδερφός του, όταν έφευγαν οι Γερμανοί στην κατοχή ανατίναζαν τα πάντα, το σπίτι τους το είχαν επιτάξει κι έμενε μαζί τους ένας αξιωματικός, στο υπόγειο είχαν μαζέψει ένα κάρο πολεμοφόδια, βλήματα, όλμους, πολυβόλα, σφαίρες, ρουκέτες. Μια μέρα εκεί που καθόταν αυτός με τον αδερφό του ακούστηκε ένας κρότος φοβερός κι ένα κομμάτι σίδερο βγήκε από το υπόγειο και κάρφωσε τον αδερφό του στην κοιλιά, πέθανε επί τόπου, από τότε η μάνα του είχε κρατήσει την κάμαρα κλειστή σε ένδειξη πένθους για το παιδί της κι έτσι το είχαν διατηρήσει όλα τα χρόνια αργότερα.

Ο Ρασπούτιν δεν είχε αντίρρηση, συμφώνησε στα γρήγορα επειδή ήθελε να ξεμπερδεύει με τον γέρο- βλαμμένο, όμως από κείνη τη στιγμή η περιέργεια τον έτρωγε, είχε λυσσάξει, θα έσκαγε! Ήταν σίγουρος ότι άλλος ήταν ο σκοπός του παππού, δεν τον είχε πιστέψει ούτε μια στιγμή, κάτι κρύβονταν εκεί πέρα, μπορεί να ήταν λίρες, λεφτά, κοσμήματα, κάτι στο διάβολο που ν’ αξίζει δε μπορούσε να τ αφήσει έτσι δίχως να το ψάξει, έπρεπε να μπει απαξάπαντος σ εκείνο το δωμάτιο αλλιώς θ’ αρρώσταινε. Το άλλο βράδυ με το που πήρε τα κλειδιά η πρώτη το δουλειά ήταν να πάει κατευθείαν να δει τι στο δαίμονα υπήρχε.

Τη νύχτα το σπιτάκι έδειχνε διαφορετικό, έμοιαζε μ εκείνη τη φορά που το είχε πρωτοδεί, θύμιζε κάτι από παραμύθια και ταινίες τρόμου με ζόμπι και ξωτικά και τέρατα της κόλασης που εκτυλίσσονται σε δάση βαθύσκιωτα. Τώρα μάλιστα που ήξερε ότι κάποιο παιδί είχε πεθάνει εκεί μέσα το πράγμα έδειχνε ακόμα πιο αλλόκοτο, φοβόταν, δίσταζε αλλά η περιέργεια του και κάποιου είδους διαστροφική ικανοποίηση που δίνει η αίσθηση ότι καταπατάς κάτι ιερό κι απόκρυφο τον έσπρωχναν να συνεχίσει. Μπήκε στο σπιτάκι με μια μικρή ανατριχίλα να τον διαπερνά, και πήγε προς την κάμαρα, γύρισε το πόμολο αλλά η πόρτα δεν άνοιγε, δοκίμασε όλα τα κλειδιά που του έδωσε ο γέρος αλλά δε γινόταν τίποτα, πήγε στο αμάξι κι έφερε ένα κατσαβίδι, τελικά δεν ήταν δύσκολο. Στο σκοτάδι δεν μπορούσε να βρει πουθενά τον διακόπτη, άνοιξε το κινητό του να φωτίσει λίγο όταν ένιωσε κάτι να τον ακουμπά στην πλάτη και τινάχτηκε μέχρι το ταβάνι, τελικά ήταν ένα πολύφωτο που κατέβαινε μέχρι χαμηλά. Όλα έδειχναν ταχτοποιημένα, τα σανίδια έμοιαζαν γυαλιστερά σαν κάποιος να έμπαινε ταχτικά και να τα λουστράριζε, τίποτα ασυνήθιστο δεν μπορούσε να διακρίνει, το μόνο που τραβούσε την προσοχή ήταν ένα καγκελάκι ξύλινο σε μια γωνιά που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί υπήρχε, το ψηλάφησε και τότε κατάλαβε ότι υπήρχε μια σκάλα που κατέβαινε προς τα κάτω τώρα, τα νεύρα του ήταν τεντωμένα, ήταν σίγουρος ότι κάτι κρύβονταν εκεί πέρα και ρε φίλε να δεις που ο γέρος ο βλαμμένος ήθελε να το κρατήσει μυστικό, γι αυτό είχε αραδιάσει όλες εκείνες τι αηδίες για το πεθαμένο αδερφάκι του, καλά τον είχε καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή.

Τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι, στο υπόγειο υπήρχαν αράχνες παντού, όταν φώτισε με το κινητό το πάτωμα διέκρινε μια σειρά αποτυπωμάτων από παπούτσια μικρούτσικα πάνω στο τσιμέντο που ήταν νωπό κάποτε, γυρίζοντας το βλέμμα του φάνηκε ότι είδε ένα μικρό φωτάκι σε μια μεριά και στράφηκε προς τα κει. Το φωτάκι ήταν μια μικρή λάμπα σα καντήλι ηλεκτρικό που έφεγγε μπροστά σ’ ένα τετράγωνο πλαίσιο όμοιο με εικονοστάσι, στο κάτω μέρος του ξύλινου πλαισίου υπήρχε ένα συρταράκι, το έσυρε, μέσα είχε κάτι χαρτιά κιτρινισμένα, δυο στεφάνια από κάποιον γάμο και μερικές φωτογραφίες, παλιές αλλά πολύ καθαρές που εικόνιζαν ένα παιδάκι.

Περίμενε κάτι καλύτερο, πέταξε εκείνα τα άχρηστα χαρτιά, τα στεφάνια και τις φωτογραφίες, δεν έβρισκε τίποτα, είχε αρχίσει να τρελαίνεται, τελικά τράβηξε ολόκληρο το συρτάρι και είδε ότι από πίσω υπήρχε κάτι, το τράβηξε αλλά εκείνο αντιστέκονταν, έχωσε το κινητό στο κενό που είχε σχηματιστεί και είδε ότι ήταν κάτι σαν αγαλματάκι αρχαίο, μπρούτζινο που απεικόνιζε κάποιον αρχαίο ποιητή ή κάτι τετοιο. Δεν ενθουσιάστηκε όμως όπως το είδε καλύτερα πρόσεξε ότι ο ένας μηρός του γυάλιζε ασυνήθιστα, ήταν σίγουρος ότι ήταν φτιαγμένος από χρυσό, κάπου είχε διαβάσει έναν μύθο για τον Πυθαγόρα τον φιλόσοφο πως είχε το ένα πόδι του μαλαματένιο σημάδι της καταγωγής του από τον θεό ήλιο, με κάποιον τρόπο το είχαν σφηνώσει εκεί και δεν ξεκολλούσε με τίποτα.

Έβαλε όλη τη δύναμη του βρίζοντας εκείνο τον γέρο που του το είχε κρύψει, αν χρειαζόταν θα έσκαβε ολόκληρο τον τοίχο που βρίσκονταν από πίσω του, σε μια στιγμή το ένιωσε να αποσπάται κάπως, λίγο ακόμα ήθελε, επιτέλους το είχε, ήταν έτοιμος να ουρλιάξει από χαρά όταν ένας θόρυβος απίστευτος του βούλωσε τ’ αυτιά, μια λάμψη πορτοκαλιά πρόλαβε να δει μονάχα…

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

ΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Στη μέση του κτήματος πάνω σ’ έναν λόφο, ένα κτήριο σαν παλάτι ξεχώριζε, γύρω –γύρω στις πλαγιές αμπέλια απλώνονταν και το περιστοίχιζαν, από το λόφο ψηλά μπορούσες να δεις τη θάλασσα στο βάθος όπου κοπάδια από θαλασσοπούλια προσγειώνονταν το νερό πλαταγίζοντας τις φτερούγες τους.

Το κτήμα βρίσκονταν στους πρόποδες ενός βουνού μ’ ασπρισμένες κορυφές κάπου προς τα σύνορα. Ο χειμώνας εκείνη τη χρονιά ήταν βαρύς, οι πορτοκαλιές, οι λεμονιές κι ένα σωρό άλλα φυτά ξεράθηκαν σα να είχαν καεί από ένα κύμα φωτιάς που τις είχε σαρώσει, τα κλήματα άντεχαν και δε βιάζονταν να μπουμπουκιάσουν. Όταν άρχισε να μαλακώνει ο καιρός τα χιόνια έπιασαν να λιώνουν και τ’ αμπέλια γέμισαν με τόση λάσπη που δε μπορούσες να σταθείς, όλο το πόδι σου βυθίζονταν στο βούρκο. Όταν άρχισαν τα κλαδέματα οι εργάτες που δούλευαν στο αγρόκτημα υπέφεραν, ήταν απίστευτα δύσκολο να κάνεις τη δουλειά σου μέσα σ’ εκείνο το βούρκο.
Κανείς δεν ήξερε τους ιδιοκτήτες, ακούγονταν ότι ήταν κάτι καλόγεροι που έκαναν επιχειρήσεις κι έπαιρναν επιδοτήσεις αβέρτα, αυτοί είχαν βρει και το συνεργείο, τα τέσσερα άτομα που έπρεπε να κλαδέψουν όλο εκείνο το αχανές κτήμα, ένας Αλβανός κάπως ηλικιωμένος, ένας μαυριδερός απροσδιόριστης καταγωγής και δυο Έλληνες, ο ένας απ’ αυτούς κάπως σκοτεινός με τρομερή δύναμη, δε κουράζονταν ποτέ, οι μυς του ήταν σαν κούτσουρα, αν σ’ έσφιγγε μπορούσε να σε πεθάνει. Το πρωί προτού μπούνε μέσα στο χωράφι καθόταν και χάζευαν το αρχοντικό πάνω στο λόφο που έμοιαζε με παλιό μοναστήρι, μετά έπρεπε να χωθούν μες τη λάσπη βαστώντας το αεοψάλιδο που χρειάζονταν μεγάλη προσοχή μη σου πάρει κάνα δάχτυλο, ύστερα έκοβαν κληματόβεργες ώσπου να δύσει ο ήλιος. Όλα έπρεπε να γίνουν σωστά, σε κάθε κλαδί άφηναν τόσα μάτια ώστε να μπορεί να ταϊστεί το σταφύλι που θα γέμιζε χυμούς το καλοκαίρι, έπρεπε ακόμα να κόψουν τα ξερά και άχρηστα βλαστάρια, να προσέχουν μη τυχόν υπάρχουν άρρωστα, να καθαρίσουν το ξύλο μέχρι να βγει το υγιές μέρος του, να δώσουν τέλος σχήμα στα νεαρά αφήνοντας μερικές αμολητές βέργες, ήθελε τέχνη όλο αυτό.

Υποτίθεται ότι το κτήμα θα τους παρείχε τροφή αλλά εκεί πέρα είχαν ένα σύστημα μυστήριο, έμοιαζε με καλογερικό, όλη την ώρα τρώγανε όσπρια και τέτοια αλάδωτα κιόλας που ήταν μια αηδία, όταν πεινούσαν πολύ κι ήθελαν κάτι να τους χορτάσει έπρεπε να τη βγάλουν μ’ εκείνα τα νεροζούμια, κρέας δεν είχανε δει ποτέ, όλο νηστεία, είχαν σιχαθεί! Ακούγονταν ιστορίες ότι μέσα στο κτήριο οι παπάδες τρωγόπιναν καλά όμως κανείς δεν επιτρέπονταν να μπει στα ενδότερα, απαγορεύονταν αυστηρά, κατά καιρούς μόνο κάτι τύποι κουστουμαρισμένοι έμπαιναν κι έβγαιναν παρέα με του καλόγερους που έμοιαζαν να έχουν άνεση μαζί τους. Και σα να μην έφτανε η δίαιτα μια ομίχλη κρύα κατέβαινε συνέχεια από το βουνό που σάπιζε τα κόκαλα, τις μέρες εκείνες δεν δούλευαν καθόλου, οι καλόγεροι που ήταν πολύ προσεχτικοί λέγανε ότι το κλάδεμα με υγρασία κάνει κακό στο αμπέλι και περίμεναν μέχρι να ξαναβγεί ο ήλιος. Κάθε φορά που είχε ομίχλη δεν ήξεραν τι να κάνουν σ εκείνη την ερημιά, δεν υπήρχε τίποτα να περάσεις την ώρα σου, η μόνη λύση ήταν ένα καφενείο στο κοντινό χωριό όπου είχε τηλεόραση καλωδιακή, εκεί έβλεπαν άλλοτε μπάσκετ κι άλλοτε ντοκιμαντέρ με ζώα, κοπάδια γκρίζων λύκων να κυνηγούν ελάφια που έτρεχαν σε κοιλάδες δίπλα σε ποτάμια, βούβαλους να σκάβουν το χιόνι για να βρουν λίγο χορταράκι, καθόταν εκεί και παρακολουθούσαν μια το μπάσκετ μια τα ζώα κι έτσι περνούσε η ώρα κάπως ευχάριστα...

Είχαν κάπου μια βδομάδα τώρα που δούλευαν και δεν είχαν προχωρήσει καθόλου εξαιτίας της λάσπης, οι καλόγεροι γκρίνιαζαν, είχαν αρχίσει να τα παίζουν όλοι εκτός από κείνον τον χεροδύναμο που έμοιαζε με βούβαλο και δεν είχε πρόβλημα. Ο γηραλέος Αλβανός είχε αποφασίσει να φύγει, μέρες τώρα ήταν άρρωστος, οι καλόγεροι που τον εμπιστεύονταν γιατί ήταν ο πιο έμπειρος κουβάλησαν έναν γιατρό που τον πλάκωσε στις κορτιζόνες αλλά θα του έπαιρνε μέρες να συνέλθει . Οι τρεις εναπομείναντες ήταν αδύνατο να τελειώσουν όλα τα χωράφια μόνοι τους, δεν ήξεραν τι θα γίνονταν όταν ακούστηκε ότι θα έρχονταν κάποιος καινούριος για ενίσχυση, όλοι είχαν περιέργεια να δουν ποιος θα ήταν, μέσα στη βαρεμάρα που ένιωθαν μια αλλαγή ήταν ευπρόσδεκτη, όταν θα έφτανε ο καινούριος θα τον σάπιζαν, θα τον έχωναν κανονικά, ήταν η αλλαγή τους όπως στο στρατό. Ένα βράδυ όπως γύριζαν στο υπόστεγο όπου κοιμόταν είδαν κάποιον να τους περιμένει, του έριξαν μια ματιά ερευνητική, ΄΄ Ποιον διάβολο μας έστειλαν!’’ , ο Έλληνας όμως, όχι ο βούβαλος, ο άλλος, όταν τον είδε του έπεσε απ’ τα χέρια το μπουκαλάκι με το νερό που κρατούσε.

Γιατί ρε φίλε, αν έχεις το θεό σου, απ’ όλους τους ανθρώπους του κόσμου ποιος νομίζεις ότι ήρθε να δουλέψει μαζί τους σ εκείνο το κτήμα κοντά στα βουνά των συνόρων με την ατέλειωτη λασπουριά, ποιον νομίζεις ότι είχαν διαλέξει οι καλόγεροι, αυτός που ήρθε ήταν ο μικρός αδερφός του με τον οποίο είχαν χρόνια να μιλήσουν από τότε που ο μικρός έκανε εκείνη τη μαμουνιά κι έφαγε όλη την περιουσία του πατέρα τους βάζοντας τον να υπογράψει ενώ ο γέρος ήταν ετοιμοθάνατος. Αυτό το λαμόγιο είχε έρθει εκεί πέρα μαθαίνοντας ποιος ξέρει από που ότι υπήρχε δουλειά και τώρα έπρεπε να τον έχει μαζί του, ήθελε να τον σκοτώσει, δεν ήξερε τι να κάνει, πως να φερθεί, όταν είχε κάνει εκείνη τη δουλειά με τον πατέρα τους είχανε πιαστεί και στα χέρια, υπήρχε μια εποχή που τον μισούσε και σκεφτόταν να του κάνει κάποια ζημιά να τον εκδικηθεί, να βγάλει το άχτι του!

Νάτος λοιπόν ο μικρός σ εκείνο το μοναστήρι στην ερημιά με τα χιόνια που έλιωναν, νόμιζε ότι μετά από τόσο καιρό θα του είχε φύγει το μένος όμως με το που τον είδε σα να ξύπνησε μέσα του η οργή, που στο διάβολο τον είχε ανακαλύψει και είχε έρθει εκεί πέρα, δε μπορεί να ήταν σύμπτωση ποιος του το είχε πει, γιατί δεν τον άφηνε ήσυχο! Εκείνο το μικρό το αδερφάκι του που το είχε μεγαλώσει από μια σταλιά, εκείνο το τσογλάνι που το είχε ξελασπώσει ένα κάρο φορές από ένα σωρό προβλήματα, εκείνο το καταραμένο που αποδείχτηκε ένα φίδι και μισό, ε όχι ρε φίλε, τώρα που το είχε πετύχει θα του τα έχωνε χοντρά για όλες τις λαμογιές του, θα το έσκιζε, ευκαιρία ήτανε, αν χρειαζόταν θα τον πλάκωνε και στο ξύλο ! Βέβαια αν γινόταν κάτι τέτοιο και το μαθαίνανε οι καλόγεροι θα τους έδιωχναν κακήν κακώς από κει κι αυτός τα χρειαζόμουν τα καταραμένα τα λεφτά τους, τι θα έκανε ;

Καθόταν τα βράδια κι έσπαζε το κεφάλι του, πως στο διάολο είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, γιατί να τυχαίνουν όλα σ αυτόν, πως έπρεπε να το χειριστεί όλο αυτό ; Την Κυριακή που είχαν ρεπό δεν πήγε στο καφενείο, τράβηξε κατά το βουνό να σκεφτεί, είχε ανακαλύψει μια διαδρομή ωραία που ακολουθούσε ένα μονοπάτι όπου το χιόνι δεν είχε λιώσει ακόμα, σ’ εκείνο το μέρος ζούσαν ένα κάρο πουλιά περίεργα, πήγαινε σ’ ένα ρέμα και σκόρπιζε ψίχουλα, έπειτα καθόταν κρυμμένος παρακολουθώντας ένα σωρό πτηνά που έρχονταν να φάνε, μερικά ήταν πολύ όμορφα ρε φίλε, κόκκινα με λοφία σαν καρδινάλιοι, μαύρα με ράμφη κιτρινωπά κι άλλα με βούλες και κοιλιές χρωματιστές τόσο πολύ του άρεσε το θέαμα εκείνων των πουλιών που ξεχνιόταν για ώρες, μερικές φορές έβγαζε και φωτογραφίες με το κινητό του.

Σκόρπισε ψίχουλα και σπόρια στο χώμα κοντά στο ρέμα και τραβήχτηκε πίσω από έναν βράχο περιμένοντας, όλη την ώρα σκεφτόταν τι θα έκανε έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, αν ακολουθούσε το θυμό του θα έκανε καμιά βλακεία πάλι και θα το μετάνιωνε, έτσι την είχε πατήσει και με τη γυναίκα του όταν χώρισαν και του πήρε το παιδί , έπρεπε να είναι προσεχτικός, να συγκρατηθεί, να φερθεί έξυπνα. Όπως δεν είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ ένιωσε τα βλέφαρα του να χαμηλώνουν, έκλεισε για λίγο τα μάτια απολαμβάνοντας την ησυχία, όμως σε λίγο τα πουλιά άρχισαν να εμφανίζονται σα να τον παρακολουθούσαν από κάπου, σα να τον θυμόντουσαν, σα να τον περίμεναν όλα εκείνα τα υπέροχα χρωματιστά πετεινά του ουρανού που κατέβαιναν απ’ όλες τις μεριές να φάνε, με το που τα είδε χάρηκε τόσο πολύ που τα ξέχασε όλα, και τον αδερφό του, και τις κληρονομιές, και τις λαμογιές, και το καταραμένο κτήμα με τις λάσπες του.

Τα πουλιά τσιμπολογούσαν και χόρευαν και χοροπηδούσαν σα να είχαν ανακαλύψει κάποιον θησαυρό απ’ το πουθενά, έβγαλε προσεχτικά το κινητό να τραβήξει μια φωτογραφία, καλά όταν την έδειχνε στο γιό του ο μικρός θα τρελαίνονταν, έψαχνε τις ρυθμίσεις και εστίασε αλλά στην οθόνη μαζί με τα πουλιά διέκρινε να κινείται μέσα από τις φυλλωσιές ένα πράγμα σα γάτα μεγάλη με τρίχωμα παχύ. Στην αρχή τρόμαξε, δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, υποτίθεται ότι δεν υπάρχουν αγριόγατες στη Ελλάδα αλλά αυτή μπορεί να είχε περάσει τα σύνορα με τις παγωνιές του χειμώνα, μπορεί να είχε έρθει από το βορρά περπατώντας μέρες και νύχτες, με τέτοια γούνα παχιά που να το περάσει κρύο, τα ζώα όπως ξέρεις δεν γνωρίζουν όρια, κινούνται κατά κει που υπάρχει τροφή περιπλανώμενα. Ήταν πολύ όμορφο εκείνο το γκρίζο γατί ρε φίλε, αθόρυβο και γρήγορο, στην οθόνη του κινητού που ήταν εξαιρετικό και το είχε πάρει πρόσφατα ήταν όλα τόσο καθαρά που έμοιαζαν εξωπραγματικά, οι βούλες τα μουστάκια, τα μάτια, έμοιαζε φοβερά με μεγάλη γάτα σπιτικιά, παραμόνευε αρκετή ώρα υπομονετικά και μετά συσπειρώθηκε και τινάχτηκε με απίστευτη χάρη αρπάζοντας ένα πουλάκι απρόσεχτο, μια χαψιά το έκανε ενώ τα υπόλοιπα έσπευσαν να εξαφανιστούν πανικόβλητα.

Περίμενε μερικά λεπτά μέχρι το άγριο γατί να εξαφανιστεί αργά μέσα στο χιονισμένο μονοπάτι και μετά σηκώθηκε, αν είχε τραβήξει καλά τη σκηνή πρέπει να ήταν τρομερή, ανυπομονούσε να γυρίσει στο υποστατικό να τη δει με την ησυχία του.

Εκείνο το βράδυ τον έπιασε πυρετός, καιγόταν ολόκληρος, ο Αλβανός σίγουρα τον είχε κολλήσει, οι καλόγεροι έφεραν πάλι εκείνο τον γιατρό που χορηγούσε αντιβιώσεις και κορτιζόνες σα να ήταν καραμέλες, τον ακροάστηκε στη ράχη και του έγραψε κάτι φάρμακα ανάμεσα τους κι ένα λάδι ευκαλύπτου που τον μπούκωνε και του έκοβε την αναπνοή.

Τις επόμενες μέρες δε μπορούσε να σηκωθεί απ΄ το κρεβάτι του, κάποια στιγμή τον έπιασε παραλήρημα μάλλον από την κορτιζόνη, ένιωθε ότι άλλοτε κατέβαινε με ασανσέρ μέχρι τον πάτο της γης κι άλλοτε ανέβαινε στην επιφάνεια, μια φορά μες την ζαλάδα του νόμιζε ότι είδε κάποιον να ψάχνει τα πράγματα του και να του παίρνει το κινητό αλλά μπορεί να ήταν και όνειρο...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...