Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΡΟΔΙΑ

Mια γυναίκα δε θέλει να περνά από μια κατηφόρα  έξω απ΄ τη πόλη εκεί όπου είναι ένα σπίτι με μια ροδιά στην αυλή και  βλέπεις κόκκινα φρούτα νάχουν πέσει στο  πράσινο χορτάρι, φύλλα κίτρινα  έχουν παραμείνει πάνω στο δέντρο κι είναι όμορφο.
Σ' αυτό το σπίτι έζησε κοντά δέκα χρόνια ώσπου ένα μεσημέρι, παραμονή Πρωτοχρονιάς,  είδε μια ζακέτα πράσινη σε μια κρεμάστρα και κάτι γόβες - κάτι υποψιάζονταν από καιρό-  κι είχε ρωτήσει τότε τον άντρα της '' Ετοιμάζεσαι να ντυθείς τραβεστί και να κατέβεις στο Βαρδάρη ;''.

Όλα τούτες τις μέρες γίνονται, στη πολυκατοικία μας όλοι σχεδόν οι γέροι έχουν πάθει Αλτσχάϊμερ, παίρνουν τους δρόμους φορώντας μοναχά τη ρόμπα τους, η αστυνομία τους ψάχνει, ένας παππούς- αυτός που σακάτεψε τη μέση του όταν πήγε να σηκώσει μια ταφόπλακα μαζί με δυο τρεις ακόμα  στα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας κι όταν οι άλλοι την άφησαν απότομα απόμεινε  να τη κρατά μοναχός του και σακάτεψε τη μέση του-    σε κοιτά λοιπόν ο παππούς  στα σκαλιά ΄΄Ποιος είσαι εσύ;΄΄.

Ένας τύπος ζητά από ένα κορίτσι υπέροχο να χωρίσουν για μια βδομάδα κι αυτή κλαίει και μαραζώνει, ο αέρας φυσά στο δρόμο παρασέρνοντας χαρτιά και σακούλες μαύρες που ζωντανεύουν, τετράγωνα ολόκληρα σκοτεινά ούτε ένα φωτάκι για τις γιορτές, σκύλοι με όρθιες τρίχες φυλάνε μάντρες μες το κρύο κι άλλοι σέρνουν κόκαλα τεράστια από ζώα  προιστορικά, γάτες χασμουριούνται δείχνοντας τα κοφτερά σα μαχαιράκια δόντια τους , κάποιος κλέβει κέρματα από το δίσκο μιας εκκλησίας κοιτάζοντας δεξιά αριστερά,  στα μαγαζιά οι συναγερμοί χαλούν το κόσμο, σεκιουριτάδες ανοίγουν τσάντες ψάχνοντας μέσα, καρέκλες χάσκουν μοναχές τους πίσω από τζαμαρίες σκοτεινές, κάποιος λέει φυλάει το υπόγειο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδας και κάθε τέταρτο χτυπά ένα κουδούνι μη τυχόν κι αποκοιμηθεί, στο σπίτι  το τηλέφωνο χτυπά κατα τις τεσσεράμιση το πρωί,  τινάζεσαι ξυπνώντας από ένα όνειρο, ανάσες κοφτές σα να βγαίνει η ψυχή σου, ένα πλάσμα τάχα πρασινωπό είχε μπει στο σπίτι και ψαχούλευε   το ψυγείο, φοβάσαι να πας στη κουζίνα, ήχοι περίεργοι μες την ησυχία της νύχτας, από τα διαμερίσματα αναδύεται ζέστη,  μέσα καίνε ξύλα, κούτσουρα, πόρτες, παράθυρα, πατώματα, όλα ρίχνονται στο πυρ το εξώτερον, νερά τρέχουν σε παλιούς σωλήνες, κάτι διαμερίσματα λέει έχουν πλημμυρίσει ταβάνια στάζουν, όλα τέτοιες μέρες γίνονται .

Σ' ένα μέρος κάποια σου λέει ''Πως τη κοιτάζεις έτσι ;'' ούτε που το πρόσεξα όμως μου άρεσε πολύ ,  ζακετούλα απαλή, κάτι κουμπιά που θυλήκωναν  μπροστά, φανελάκι άσπρο, από κάτω το στήθος πάλονταν, σκούρα επιδερμίδα μαλακή,  δάγκωνε τα χείλη του προσέχοντας αν την κοίταζα,  μαλιά φρεσκολουσμένα, έγερνε το κεφάλι πίσω κι  είχε κι ένα άρωμα που με ζάλιζε,  μούρχονταν να ακουμπήσω στον ώμο της,  να υσηχάσω για λίγο,  όμως αυτές τις μέρες είναι σα να έχει ανοίξει ένα αμπάρι με αναμνήσεις θαμένες και ξεχειλίζουν  και τρέχουν ασταμάτητα πράγματα ξεχασμένα.

Τέτοιες μέρες μ΄ έστελνε ο πατέρας μου να κόψω κάτι πουρνάρια με φύλλα μαλακά που τα καίγαμε στη φωτιά για το καλωσόρισμα του χρόνου και θυμιαζόμασταν λέγοντας ''Καλώς ήρθε ο Αϊ Βασίλης και του χρόνου με υγεία!'',  ύστερα ο  πατέρας μου πήγαινε να θυμιάσει τα ζώα στο στάβλο και μετά  έφευγε να παίξει χαρτιά κι εγώ έψαχνα το πρωί στις τσέπες του για καμιά γκοφρέτα που είχε κερδίσει και κατόπι τον καλούσαν οι παρέες να παίξει ακορντεόν στα σπίτια και κάτι τύποι ηλιοκαμένοι με μουστάκια χόρευαν γύρω από τραπέζια γεμάτα  φρούτα και ξηρούς καρπούς, στους τοίχους φωτογραφίες κυνηγών που γελούσαν γύρω απο ζώα σκοτωμένα,   στο τέλος έβγαιναν  σε αυλές πλακόστρωτες όπου ακούγονταν σαν ποδοβολητό τα χτυπήματα  από τα τακούνια των γυναικών.

Εγώ δοκίμαζα τα πλήκτρα σ ένα αρμόνιο που μου είχε αγοράσει όταν πήγαμε στη πόλη σε μια αγορά παλιά  όπου έβλεπα σούπες να κοχλάζουν  μέσα σε καζάνια μπακιρένια σε μαγειρεία, ρόδια σπασμένα στη μέση με σπόρους πορφυρούς, σταφύλια και λωτοί κι αλλα φρούτα του Χειμώνα, νταμιτζάνες με κρασιά κόκκινα και ροζ και  κρέατα και κεφάλια ζώων σφαγμένων να με κοιτάνε κρεμασμένα ψηλά και λεμόνια  ανάμεσα σε ψάρια ασημένια πάνω στο πάγο κι ανάμεσα τους πράσινα μαρουλόφυλλα και πιπεριές κόκκινες και κάποιοι είχαν ρίξει και γαρύφαλλα κι όλοι φώναζαν κι ένα ανθρωπομάνι κυλούσε μπροστά στα μάτια μου βουίζοντας κι είχα σηκώσει το κεφάλι,  ένα κοπάδι μαυροπούλια πετούσε ψηλά αλλάζοντας σχήμα σα ρευστό υγρό '' Κοίτα μπαμπά!!
 

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΒΕΛΟΥΔΙΝΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

Tο πρωί των Χριστουγέννων ένας ήλιος τεράστιος, κατακόκκινος στο ύψος της Εγνατίας μας τύφλωνε,  δε βλέπαμε τη τύφλα μας.
Με το Νίκο είχαμε πεθάνει στα γέλια,  δε μπορούσαμε να σταματήσουμε, κάποιος ήθελε να πλακώσει έναν τύπο γιατί του είχε ποδοπατήσει το σακάκι κι ύστερα τόριξε στα σκουπίδια τρέχα γύρευε για ποιο λόγο, ο δικός μας ήταν έξαλλος, εμείς τον κουρντίζαμε κι ύστερα τον συγκρατούσαμε, γύρω ερημιά και κρύο, τα καφενεία όλα κλειστά, πάχνη στα πάρκα, σκυλιά ψάχνανε στους κάδους να φάνε τίποτα, κοράκια σκούπιζαν τα ράμφη τους στα χορτάρια κι ύστερα τσιμπούσαν σ ένα μέρος με πούπουλα όπου κείτονταν κάτι,     ζητιάνοι έβγαιναν από μαγαζιά με φρουτάκια,  ένα παιδί που ήταν στην Άνδρο από το καλοκαίρι μας έλεγε για τους βοριάδες που δε σταματούν κατα κει το Χειμώνα, υσηχία παντού, στα ΚΤΕΛ ένας γέρος μιλούσε σ΄ένα σκύλο και το ζώο τον κοίταζε στα μάτια, μπήκαμε σ' ένα πούλμαν, ένα κορίτσι με κάρφωσε με το βλέμα της, χρειαζόμουν μια δόση Εθνικής Οδού να ξεμπλοκάρω .

Περνούμε δίπλα από ποτάμια, ο Γαλικός ένας βάλτος με λασπόνερα όπου τσαλαβουτούν πουλιά με μακριά πόδια,  ο Αξιός κατεβάζει νερά από ψηλά από τη κοιλάδα που περνά ο  μανιασμένος Βαρδάρης, ο Λουδίας ένα κανάλι με νερά που αχνίζουν, μνήμες έρχονται στο μυαλό, είμαστε στο χωριό και λέμε τα κάλαντα, παραμονή Χριστουγέννων, κρύο, η Χριστοδουλιά μια γυναίκα που μας αγαπούσε πολύ  κι όλο γελούσε μας έδινε τα πιο πολλά, αυτή που είχε στο μπαξέ της  βιόλες σ ένα χρώμα πορτοκαλί βελούδινο κι έφερνε μπουκέτα στον επιτάφιο  το Πάσχα κι άλλες μνήμες, ανάβουμε φωτιές ρίχνοντας θάμνους κατάξερους που ξεριζώνουμε από κάπου , φλόγες ανεβαίνουν ψηλά, καμματάκια καψαλιασμένα αιωρούνται,   πρόσωπα φωτισμένα, είμαστε χαρούμενοι κι άλλες μνήμες έρχονται στο μυαλό όπως με χτυπά ο ήλιος, είμαι στο σχολείο,  το στήθος μου πονά για κάποιο λόγο και κάθομαι στο χώμα ακουμπισμένος σ ένα τοίχο,  οι ακτίνες σα να μαλακώνουν τον πόνο μου κι άλλες μνήμες, με τη μάνα μου πάμε σ' ένα κτήριο σε μια πόλη, κάτι κουμπιά στον τοίχο πατάμε κι εγώ περιμένω ν΄ ανοίξει το ντουβάρι και να δω μια σπηλιά σκοτεινή πίσω  του κι άλλες μνήμες πάω σχολείο ένα πρωϊ κι ο ήλιος βγαίνει λαμπρός πίσω από έναν λόφο κι άλλες μνήμες στο γυμνάσιο, κάποιος μιλά σε μιά αίθουσα κι εγώ βλέπω το φρύδι μιας οροσειράς που βάφεται πορφυρό στο ηλιοβασίλεμα εξαϋλώνοντας κάτι δέντρα που βρίσκονται αραδιασμένα εκεί πάνω.

Κάτι τύποι κλαδεύουν ροδακινιές με αεροψάλιδα σ ' ένα χωράφι,  απο πάνω μας περνούν αεροπλάνα ποιος ξέρει που πανε κι απο που έρχονται, αυτά δε σταματούν ούτε τα Χριστούγεννα, ένα  ανεβαίνει κάθετα σα να θέλει να φτάσει στον ήλιο, περνούμε απ τη Βέροια, κάτι γιορτές έχω περάσει εδώ  κοντά σε κάτι σπίτια παλιά αρχοντικά, στέγες κόκκινες, μπαλκόνια ξύλινα, λωτοί παγωμένοι στα κλαδιά,  κρύσταλλα κρέμονται απ' τα κεραμίδια, γεφύρια πέτρινα στενά, πίσω  στον κάμπο τα φορτηγά ρολάρουν στο δρόμο σα παιχνίδια παιδικά, χωριά σφηνωμένα στις πλαγιές, ο Αλιάκμονας κυλά ανάμεσα σε φαράγγια, μπαίνουμε σ ένα τούνελ ατέλειωτο, ενα βυτιοφόρο μας προσπερνά επικίνδυνα, σκέφτομαι σκηνές από ένα ατύχημα που είχε γίνει στις Άλπεις σε μια γαλαρία κι οι άνθρωποι έψαχναν τις εξόδους κινδύνου καθώς οι φλόγες και οι καπνοί απλώνονταν  παντού.

Μια άσπρη BMW βγαίνει  μπροστά μας, ''Ένα τέτοιο αμάξι θέλω'' λέει ο οδηγός, τον ρωτώ για ένα βουνό ολόασπρο, καταχιονισμένο, το Βίτσι σίγουρα, η Καστοριά πιο πίσω κι  η Φλώρινα βορειοδυτικά, τα Γιάννενα στην ευθεία και λίγο νότια, ο Νίκος  από δίπλα μου λέει ότι είχε οργώσει την Ελλλάδα οριζόντια κάθε Σαββατοκύριακο όταν σπούδαζε κάτω εκεί κι έρχονταν στη Σαλονίκη με το σαραβαλιασμένο αμάξι του,  τότε που μια τέτοια ΒMW σαν κι αυτή  τον είχε προσπεράσει τρέχοντας σαν κολασμένη και σε μια στιγμή  την είχε δει να απογειώνεται  όπως στα έργα στο σινεμά  πάνω από μια γέφυρα πάνω απ το χάος κι ύστερα να γκρεμίζεται  κάτω με φόρα παρασέρνοντας βράχια και πέτρες και κοτρώνια στην άβυσσο .

 Ο ήλιος ανεβαίνει και μεις συνεχίζουμε σα να τον ακολουθούμε στη πορεία του, μνήμες εξακολουθούν νάρχονται,  με τη  μάνα μου περπατάμε ένα βράδυ σκοτεινό,   σκιές φαίνονται σα να κινούνται απειλητικά πίσω από κάτι δέντρα, πάμε σ΄ ένα σπίτι να δούμε ένα γέρο άρρωστο, ''Έίναι πολύ  μακριά  ακόμα ;'' τη ρωτάω .......

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

ΣΟΥΠΕΡ ΝΟΒΑ

Η παραμονή των Χριστουγέννων έλεγε ο πατέρας μου είναι σπουδαία βραδιά όπως καθόμασταν μες τη νύχτα να δούμε κάνα άστρο που γκρεμίζονταν και κατρακυλούσε στο άπειρο με φόρα.

Ο ουρανός λένε έχει αλλάξει ελάχιστα τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια παρόλο που δε μπορείς πια να δεις καθαρά τι γίνεται εκεί πάνω εξαιτίαςτων εκατομυρίων  προβολέων που θολώνουν την ατμόσφαιρα πάνω απ τις πόλεις.
Δε μπορείς να δεις πια τον 'Αλφα του Σκορπιού, τον πιο φωτεινό άστρο του αστερισμού, ούτε τον Αντάρη τον ανταγωνιστή του πολεμοχαρούς Άρη στον ουρανό, ούτε τον Ωρίωνα που φαίνεται να κρατά το σπαθίτου έτοιμος να χυμήξει σε κάποιον αιθέριο εχθρό, ούτε την Αδφροδίτη που ανατέλει πλάι στη Σελήνη κι είναι λέει τόσο όμορφο άστρο που οι αρχαίοι της έδωσαν το όνομα της θεάς του έρωτα.
Παλιά οι βοσκοι ξενυχτούσαν ψάχνοντας για σημάδια αλλαγής του καιρού εκεί ψηλά μιας και  τα βαρομετρικά είχαν πέσει  ήδη από την κατακόκκινη δύση όταν έπεφτε το μούχρωμα.
Σ' ένα τέτοιο ξενύχτι  όπως φύλαγαν τα πρόβατα με βάρδιες είχαν δει κι εκείνο  το λαμπρό θέαμα με το άστρο πάνω απ τη Βηθλεέμ  και τους αγγέλους ντυμένους στα λευκά  να ανεβοκατεβαίνουν τραγουδώντας ύμνους εξαίσιους.
Οι αστρολόγοι πάλι μελετούσαν τα δικά τους στην αρχαία Βαβυλώνα και στην Αίγυπτο παλεύοντας να μαντέψουν το μέλλον απ τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, παρατηρώντας τις κινήσεις του ήλιου και της σελήνης-   αυτής που λέγανε ότι στη γέμιση αμολά όλα τα κακά και καταχθόνια στοιχεία στη γη να τρομάξουν το κόσμο- τον Πολικό αστέρα που μένει πάντα σταθερός κι οδηγά τους ναυτικούς σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου, το λυκόφως και το λυκαυγές και τα Ισημερινά σημεία,  τον Σείρριο που έφερνε πλημμύρες όταν ανέτειλε μαζί με το  φεγγάρι και τις πλειάδες που προανάγκελναν κυκλώνες  τροπικούς που σάρωναν τα πάντα μες το μάτι τους.

Έτσι είδαν κι αυτοί το άστρο πάνω απ τον Χριστό κι έτρεξαν να δούνε τι συμβαίνει τότε που ο Καίσαρας απέγραφε όλη τη Ρωμαϊκή οικουμένη κι όλοι έτρεχαν στα σημεία καταγραφής κι οι επιτήδειοι είχαν καταλύσει στα καλύτερα δωμάτια - έτσι γίνεται πάντα- κι έριξαν την Παναγία, κοριτσάκι  έγκυο τότε δεκάξι χρονών σ΄εκείνο το στάβλο να βγάλει  τη βραδιά.
Όνειρα έβλεπε ο Ιωσήφ όπου  άγγελοι τούλεγαν τι να κάνει καθώς ο σαλεμένος Ηρώδης έστελνε φονιάδες σκοτεινούς να μακελέψουν τα παιδιά κι άστραφταν μαχαίρια και μπαλτάδες τεράστιοι στο φως των αστεριών καθώς οι μάγοι αστρολόγοι κοίταζαν ψηλά με τους εξάντες τους,  σημειώνοντας τα ύψη των ουράνιων σφαιρών, προσεγγίζοντας τις γωνίες των ησιμερινών σημείων μες τον αχανή ορίζοντα.
Τώρα δε μπορείς να δεις τίποτα ο ουρανός σκεπάζεται απο αιθαλομίχλη και καπνούς που βγαίνουν σα μανιτάρια από γιγάντιες χοάνες τσιμεντένιες και μεταλικές, θολούρα πάνω απ τα πανεπιστήμια απ το καπνό που βγάζει καυστήρας της πρυτανείας, ντουμάνι κατά την Τριανδρία και κατά την Πυλαία απ' τα τζάκια που έπνιξαν το τόπο με τον καπνό τους.
Μονάχα δέντρα στολισμένα με φωτάκια χιλιάδες βλέπεις σα να έπεσε ο ουρανός ολος απάνω τους κι άλλα φωτάκια να αναβοσβήνουν σα καλοκαιρινές πυγολαμπίδες κι άλλα να αναβοσβήνουν παίζοντας μουσική. Τώρα μπορείς να δεις μονάχα κάποιες ακτίνες του ήλιου που τρυπούν τζάμια διυλίζοντας δαχτυλίδια καπνού και το φεγγάρι μισό να τρέχει μέρα μεσημέρι μαζί με τα σύννεφα όπως το βλέπεις μέσα από το αυτοκίνητο που κινείται.
Πυροτεχνήματα σκάνε ψηλά σκορπώντας λάμψεις τη Πρωτοχρονιά, λαμπατέρ ρίχνουν το χλωμό μοναχικό τους φως στα μαγαζιά με τα φωτιστικά,  λεωφορεία αραδιασμένα στην Εγνατία τρυπούν τον αέρα με τις ριπές φωτός απ' τα φανάρια τους.
Σε μια εκκλησιά ένας γέρος παππάς σου λέει για τον όσιο Δαυίδ που πήγε στον Ιουστινιανό κρατώντας ένα καρβουνάκι αναμένο  σε κάθε χέρι κι ο αυτοκράτορας έπαθε τη πλάκα του, κλείνεις τα μάτι μια στιγμή κι εκατομύρια φωτάκια λάμπουν στο μυαλό σα γαλάζια βιτρό τζαμάκια, σα να έπεσε το σύμπαν ολόκληρο, φλεγόμενο μες το μυαλό σου, σούπερ νόβα και μαύρες τρύπες κι εκρήξεις μπιγκ μπανγκ, όλα γίνονται στάχτη και σκόνη αστρική.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ZIMERA IME

Στον Ντ.

Και του είχα πει του βλάκα να προσέχει, να μη κάνει άλλες κουταμάρες.
 Κατά τις δέκα το βράδυ έξι αστυνομικοί μπούκαραν στο σπίτι κρατώντας τον δεμένο με χειροπέδες. Το ΄να μάτι μαυρισμένο κι ένα σημάδι κόκκινο στο μάγουλο. ''Μη πειράζετε τίποτα!!'' ούρλιαζαν οι αστυνόμοι ''Μη μιλάτε Αλβανικά!'', άρχισαν να ψάχνουν το διαμέρισμα τις ντουλάπες, ''....μόνο τρία παντελόνια έχεις;.... που το βρήκες καινούριο στρώμα,  πως αγόρασες το κινητο, τι είναι αυτές οι αποδείξεις, που έστειλες τα λεφτά; '', σ' ένα δωμάτιο δεν είχε φως, άναψαν ένα φακό, τάριξαν όλα στο πάτωμα,  αυτήν τη πήραν στη κουζίνα , ένας έρχονταν άλλος έφευγε, να μην τον αφήσουν μοναχό,'' Το ξέρεις ότι είχε γκόμενα; ''Ψέμματα,  αλλά δε με πειράζει΄΄ που τα βρήκες τα λεφτά που φαίνονται στη απόδειξη, γιατί δε σηκώνεστε να φύγετε στην Αλβανία;''.
Στο δωμάτιο αυτός έμοιαζε χαμένος, δε καταλάβαινε τι γινόταν, πως έγιναν όλα ξαφνικά σ' εκείνο το καφενείο, μόλις πήρε εκείνα τα χαρτονομίσματα ένα τσούρμο έπεσε απάνω του κι αρχισε να τον χτυπά, θυμήθηκε τη πρώτη φορά που τον πιάσανε, τότε που έκανε βάρη κι ήταν εκατόν είκοσι κιλά και πάλευε εκεί στο εξοχικό του όπου είχαν βρει ένα σακουλάκι και δε μπορούσαν να τον κάνουν κουμάντο κι είχαν ρίξει απάνω του μια παλέτα και χοροπηδουσαν απάνω του ώσπου του σακάτεψαν το θώρακα. Κι ύστερα τον έτρεχαν στα κρατητήρια και στις  φυλακές, στα Γιάννενα που έκανε ψοφόκρυο και στη Κρήτη και στην Κομοτηνή κι ήταν χαμένος και τότε και δεν ήξερε τι γίνονταν και  που πηγαινε κι είχε βάλει φωτιά στα στρώματα ένα βράδυ και πετούσε τα ντιβάνια  στα κιγκλιδώματα και τον είχαν ρίξει στη απομόνωση κι είχε σαλέψει για λίγες μέρες.
Έκανε πέντε χρόνια να βγει  ώσπου είδε εκείνον το στριφνό εισαγγελέα με τη τσιριχτή φωνή, αυτόν που τούκοβε όλες τις άδειες και τούχε πει ήρεμος πια''  Κάνε με ότι θες,  εσύ δεν είσαι πάνω από τους νόμους ούτε πάνω απ το θεό'' κι ο  στριφνός εισαγγελέαςα είχε μείνει κόκαλο.

Τίποτα δεν έλεγε τώρα μονάχα έκλαιγε σιγά και της έλεγε ''Καρδιά μου (zimera ime), ψυχή μου, πως σου τόκανα  αυτό, με συγχωρείς, πως θα κάνεις Χριστούγεννα μοναχή σου;''.
 Και να δεις που τα πήγαιναν καλά τελευταία, αυτός δούλευε στη λαϊκή τρες φορές τη βδομάδα , ούτε χέρι σήκωνε πια πάνω της και βγαίνανε για ψώνια κι είχαν πάρει  παπούτσια Camper που του άρεσαν κι ένα μπουφάν κίτρινο Columbia αντιανεμικό που δεν πήρε ούτε σταγόνα υγρασία τότε που κυλιόντουσαν στα χιόνια, στο χιονοδρομικό και πηγαναν μαζί στο Ρώσικο σούπερ μάρκετ με τα παστά  Κρακοβίας και τα συσκευασμένα κομάτια λίπους και τα εξωτικά τουρσιά και τις επιγραφές τις Κυριλικές,  εκεί όπου όλοι μιλούσαν Ρώσικα κι έβλεπες στις βιτρίνες πλευρά άλκης καπνιστά από ζώα που έβοσκαν κάποτε στις τούντρες και στις στέππες της Σιβηρίας,  εκεί ψηλά στον παγωμένο βορρά. Ούτε μαλωναν πια όταν   τους είχα δει και του σιδέρωνε τα ρούχα κι ήταν πεντακάθαρος, αυτό που του είχε λείψει πάνω απ' όλα και του μαγείρευε κρέατα από την Αλβανία τρυφερά και ποδαράκια σούπα με μπόλικο λεμόνι που του άρεσε, του είχε φτιάξει  και κρέας άλκης  εκείνη τη μέρα με δυο αυγά στο πλάι στο τηγάνι κι είχε πιει και λίγο ρακί και τής είπε ''Ευχαριστήθηκα σήμερα, καλά περνάμε κρίμα που δε μπόρεσες να μείνεις έγγυος  νά κάνουμε και κανα  παιδάκι''.

Αυτή πρόσεχε μια γριά σπαγγοραμένη που δεν της έδινε ούτε καφέ, έφερνε κι έψηνε τον δικό της και το καλοριφέρ πάντα στο χαμηλό, στο δεκαέξι και την είχε πρήξει με τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες για τον εμφύλιο και για τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους και για τους συμμορίτες που σκότωναν κόσμο αβέρτα  κάπου στη Δράμα κι όταν της είχε ζητησσει ένα ρεπό να πάει να δει τη μάνα της στην Αλβανία-  φτώχεια καταραμένη και κατα κει, ούτε φάρμακα ούτε αλοιφές από τότε που κόπηκαν τα εμβάσματα απ την Ελλάδα, τα ψυγεία άδεια, πείνα και κακό -  η γριά αντί για ρεπό της είχε κατεβάσει  το μηνιάτικο.
Η αστυνομικίνα είχε χωθεί βαθειά στη πολυθρόνα,  ένας τύπος έγραφε συνέχεια σ' ένα χαρτί, σε μια στιγμή τον σήκωσαν να φύγουν  ''Φίλησε τον θα τον δεις ξανά  μετά από δεκάπέντε χρόνια'' κι αυτός ''Σ' έκαψα, zimera ime,  zimera ime''.
To βράδυ δε μπορούσε να κοιμηθεί στο κρύο κρεβάτι χωρίς αυτόν, της ερχόταν ζαλάδα και λιποθυμία, δε μπορούσε να ανασάνει, ήξερε ότι τώρα για ένα εικοσιτετράωρο θα τον σάπιζαν στο ξύλο ώσπου να περάσει το αυτόφωρο, πήγε να φάει κάτι και δε μπορούσε ''Τι θα τρώει τώρα εκεί μέσα'',  κοίταξε τη φωτογραφία στο κινητό αυτή που είχαν βγάλει το Καλοκαίρι στη Χαλκιδική, αυτή με το μαγιό αυτός με το άσπρο μπλουζάκι χαμογελούσε γλυκά, την  έπιασε σκοτοδίνη σωριάστηκε στο πάτωμα.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

SO THIS IS CHRISTMAS

Όλο το χρόνο περιμένω τις γιορτές,  έχω το νου μου νάμαι έτοιμος και τώρα που βλέπω στα πρακτορεία  και στους σταθμούς να στοιβάζονται σκέφτομαι ΄΄Άντε στο καλό παιδιά,  εγώ δε πάω πουθενά''.
Μπορεί να σου πάρει ένα αιώνα αλλά ρε φίλε κάποτε θα τους βρεις αυτούς που σε χρειάζονται πραγματικά, που σε ρωτάνε  ''Θα ρθεις αύριο;'' αχ θέ μου πόσο μου έλειψε αυτό,  ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο πάθος με σένα,  που μπορείς να ποντάρεις πάνω τους  όλα τα λεφτά κι όλες τις μάρκες σου, αυτούς που δε ζηλεύουν ρε μεγάλε άμα κάνεις κανα δυο βήματα μπροστά, όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτεις ότι αυτό είναι ίσως το πιο βασικό.

Χρειάστηκε να ξεφορτωθώ πολύ μα πολύ σαβούρα, να βρεθώ μπροστά σε δρομους και μονοπάτια που διχάζονταν, φανάρια γκρεμισμένα από δίπλα λάμψεις και καπνοί μαύροι  και ντουμάνια,,  αλλά κάποια στιγμή ραγίζει  ο τοίχος και βλέπεις πίσω και το αισθάνεσαι ότι είσαι κοντά οπότε δε σε νοιάζουν ούτε τα  ρούχα  στις βιτρίνες, ούτε τα  φαγιά στις ταβέρνες όπου μαζεύονται οι παρέες  με το κρύο, ούτε   κορίτσια που ανεβαίνουν σε τραπέζια και κουνιούνται φορώντας καλτσόν δικτυωτά και κάτι τακούνια πανύψηλα που θα τις γκρεμίσουν καμιά ώρα και σορτσάκια τζιν πάνω απ΄ το καλτσόν και τιράντες σταυρωτές στη ράχη.
 Ξέρεις πια πως δουλεύει ο οργανισμός σου, δε σε νοιάζει  τίποτα , έχεις διανύσει δρόμο να πάρει ο δαίμονας, έχεις ξεφύγει μπροστά επιτέλους, δε γινόταν κάποια στιγμή έπρεπε να γίνει, δε μπορούν πια να σε αποδιοργανώσουν ότι και να κάνουν, στόχοι πρέπει να καταδιωχθούν,  το μομέντουμ και η φόρα να κρατηθούν οπωσδήποτε, με κάθε κόστος,  μαθαίνεις να προσαρμόζεσαι  ξανά και ξανα και ξανά, όσες φορές κι αν χρειαστεί, ότι και να παραουσιαστεί μπροστά σου, σου γίνεται δεύτερη φύση κι αντανακλαστικό όπως προχωράς διορθώνοντας δεξιά κι αριστερά ότι έχει ξεφύγει, χωρίς να χαλαρώνεις, κυνηγώντας σκοπούς αληλοκαλυπτόμενους, έναν βασικό κάθε φορά, άμα τον πετύχεις αυτόν όλα μπαίνουν στη θέση τους.

 Ο κόσμος γύρω στο κόσμο του ακολουθεί τροχιά αντίθετη ''Μην ανοίγετε σε κανέναν ουρλιάζει μια γριά  ''θα μας σκοτώσουν όλους ανάθεμα την ώρα που ήρθαν'' , όπως έβγαινε λέει σ ένα σκοτεινό διάδρομο της πολυκατοικίας της κάποιος με κουκούλα την άρπαξε και της πήρε τα λεφτά, Χριστούγεννα έρχονται, τραγούδια τριγύρω, And so this is Crhistmas,  στο σούπερ μάρκετ ΄΄Η Μόσχα στο Βαρδάρη αγοράζουν λουκάνικα και σαλάμια και βότκα Stolishnaya διάφανη, τηλεφωνικές εταιρείες πουλάνε γραμές και συνδέσεις, πωλητές αλαζόνες νομίζουν ότι σ΄εχουν στο χέρι, ένα παιδάκι που θέλει ένα παιχνίδια καταραμένο χαλάει το  τόπο με τις φωνές του, η μάνα του απελπισμένη δε ξέρει τι να το  κάνει, από ένα κορίτσι πέφτει το κινητό στην άσφαλτο,  θέλει να τρεξει να το μαζέψει, ένα αμάξι περνά με φόρα από πάνω του, ένα κρακ ακούγεται, το τηλεφωνάκι έχει γίνει κιμάς, μια πορτοκαλιά λάμψη απόμεινε, το κορίτσι κλαίει,  σε κάτι συσίτια άστεγοι έχουν αγριέψει, φωνάζουν ''Παππά φέρε μας φαί!'' άλλοι πάνε  στα ίντερνετ καφέ μ ένα κουτάκι μπύρα στο χέρι, κοιμούνται μπροστά στην οθόνη ψάχνοντας για ζεστασιά, οι ειδήσεις μιλούν για κάποιον στην Αμερική που μοιράζει εκατοδόλαρα, γυναίκες παίρνουν τα χαρτονομίσματα, δακρύζουν, άλλες ειδήσεις λένε για ένα τρελλαμένο πιτσιρικά που καθάρισε παιδιά και δασκάλες κι όποιον βρήκε στο διάβα του,  ο Ομπάμα συγκινημένος, γονείς και γείτονες ανάβουν κεριά, τρέχουν σε εκκλησιές και συναθροίσεις καθώς έρχονται γιορτές, πυροβολισμοί ακούγονται από κάπου  όπου δοκιμάζουν βεγγαλικά για τη πρωτοχρονιά, σκύλοι τρέχουν γαυγίζοντας  στα μπαλκόνια, οι εφημερίδες προαναγγέλουν το τέλος του κόσμου κάποιοι φοβούνται ότι θα πέσει ο ουρανός να τους πλακώσει, ότι και να γίνει όμως εγώ πρέπει να περάσω καλά, το θέλω, μου έλειψε πολύ , το χρειάζομαι.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ

Στη μνήμη του πατέρα μου που έφυγε χτες

Με το που έφεραν το φέρετρο κάποιοι φοβούνταν να κοιτάξουν κι άλλοι δεν είχαν πρόβλημα, έμοιαζε σα μούμια με τα χαρακτηριστικά τραβηγμένα κι ένα ύφος γαλήνιο, οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε όπως θυμούνταν τους δικούς τους άντρες που τους έχασαν κατα καιρούς, άλλλον σα γύρισε από το αμπέλι κι έπεσε να κοιμηθεί για να μη ξυπνήσει ποτέ,  άλλον που πήγε γιατί δοκίμασε ένα χόρτο σα πιπεριά πάνω στο βουνό κι έμεινε στο τόπο, άλλον που υπέφερε χρόνια και πονούσε κι  έβαζε αναλγητικά αυτοκόλητα κι έπαιρνε κορτιζόνες των 25 και των 50 και των 100 ml και πάλι ο πόνος ήταν εκεί, λέγανε για τους άντρες τους που γηροκομήσανε κι είχαν καρκίνους διάφορους, στο έντερο, στη κοιλιά, στο λαιμό στον εγκέφαλο, άλλες φοβούνταν να πούνε τη λέξη κι έλεγαν για το κακό που αρχίζει από κάπα, κι ελεγαν και για νέους που πήγαν προτού  την ώρα τους ΄΄Ο μπαξές του άδη θέλει τα λουλούδια του,  αγόρια και κορίτσια στη νιότη τους''.

Στο κάτω όροφο οι άντρες τόχαν κάνει καφενείο, λέγανε αυτοί για το καιρό που πήγαιναν σχολείο κι ένας δάσκαλος  τους έδινε από εβδομήντα βεργιές γιατί δεν έιχαν γράψει τη τιμωρία τους  κι έπαιρνε τα παιδιά και βαρούσε το κεφάλια τους στο πίνακα μέ δύναμη ώσπου μια φορά έπεσε απ το χτύπημα η εικόνα του Χριστού που ήταν κρεμασμένη στο τοίχο και τρόμαξε. Ένας γέρος είπε'' Έτσι μαθαίνουν τα παιδια γράμματα'' κι άλλος θυμήθηκε την αδερφή του που στη πρώτη δημοτικού ο ίδιος δάσκαλος της είχε ξεκολήσει το αυτί και το κοριτσάκι φοβούνταν να πάει στο σχολείο κι ο πατέρας της   είχε σαλτάρει τον είχε στριμώξει άσχημα εκείνον το δάσκαλο κι ήθελε να τον ξεκοιλιάσει .
Λέγανε και για το μακαρίτη που είχε περπατήσει κάμπους και βουνά βόσκωντας άλογα και γελάδια γιατί πάντα αγαπούσε τα ζώα κι είχε στο σπίτι του κότες και κατσίκες και γουρούνια ένα απο τα οποία ,θυληκό, το είχε χρόνια κι είχε γίνει τεράστιο γιατί το τάιζε το καλύτερο καλαμπόκι κι άλλες τροφές και το πρόσεχε πολύ  κι όταν  έμεινε στείρο ήρθε να το σφάξει εκείνος ο γέρος που του άρεσε ο σαδιστής δάσκαλος, κουβαλώντας τα καλα ακονισμένα μαχαίρια του κι άλλα σύνεργα φονικά και τα παιδιά φεύγανε μακριά κι ακούγανε τα στριγκλίσμτα του ζώου που πέθαινε . Ήταν αδύνατο να το σηκώσουν εκείνο το ζώο ζύγιζε κοντά τετρακόσια κιλά κι έφεραν ένα γερανάκι μα και κείνο λύγισε και παραλίγο να σπάσει.

Κάποιος είπε πως είχε δει τελευταία τον μακαρίτη κι ο τελευταίος τον είχε αναγνωρίσει μες τη θολούρα του και του είπε βαθειά βαθειά  με μια φωνή σα ρόγχο ''Εσύ είσαι Μήτσο΄΄.
Άρχισαν νάρχονται αδερφές και ξαδέρφια κι άλλοι συγγενείς γερασμένοι με μπαστούνια και πόδια σακατεμένα κι έλεγαν κι άλλες ιστορίες για κλέφτες που ξεφύτρωναν παντού στα χωριά κι έκλεβαν καμπάνες από εκκλησιές και ξωκλήσια κι απ' τους τάφους έπαιρναν το λάδι και ξύλωναν κάγκελα να τα λιώσουν στα χυτήρια κι άλλα τρομερά.
Ήρθε ένα παπαδάκι και διάβασε κάτι ευχές και δυο άνθρωποι πήραν  να σηκώσουν το φέρετρο και τότε η γυναίκα του έσπασε γιατί της έπαιρναν τον άντρα που πέρασε μαζί του μια ζωή κι έκανε παιδιά με πεθερικά και καυγάδες και στιγμές γαλήνιες κι όμορφες κι όλα πέρασαν σαν αστραπή κι ο χρόνος είχε τρέξει με φρένο χαλασμένο κι ηρθε το τέλος.

Μια πομπή απο αυτοκίνητα κυλούσε αργά στο δρόμο, στα νεκροταφεία ο νεκροθάφτης είχε σκάψει ένα λάκο κι είχε βγάλει ένα σωρό κοτρώνια, τον απόθεσαν μαλακά κι εκείνη τη στιγμή ήταν σα να είδε για μια τελευταία φορά τα βουνά γύρω  και τα χωράφια που περπατούσε κάποτε κι ο νεκροθάφτης άρχισε να ρίχνει φτυαριές γεματες χώμα και πέτρες πάνω στο κλειστό καπάκι και τα ρέματα έτρεχαν τριγύρω κι  είχαν κοκκινίσει ξαφνικά για κάποιον λόγο κι έπεφταν σε μια τρύπα  γεμάτη βούρκο, τεράστια που κατάπινε κλαδιά και δέντρα ολόκληρα κι ήταν σα να περίμενε τη ψυχή να περάσει απ το χώμα σ εκείνη τη τρύπα περνώντας απο ένα  κόκκινο ποτάμι,  σαν αυτό στη τοιχογραφία ψηλά σ΄έναν θόλο στην εκκλησιά του χωριού  όπου έψελνε ο μακαρίτης, αυτό που κυλούσε κατα τον άλλο κόσμο κουβαλώντας σώματα και ψυχές για το μεγάλο ταξίδι.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

''Έλα να καθήσεις μαζί μας '' μου είπε  κι εγώ που έκανα ότι δεν την είχα δει, αν κι ένιωσα τη καρδιά μου να κλωτσάει με το που την έκοψα από μακριά, σκέφτηκα '' Τώρα τη κάτσαμε''.
 
Γιατί δεν ήμουν προετοιμασμένος , δεν ένιωθα άνετα, κάτι με ενοχλούσε, αποδείχτηκε ότι δεν την είχα ξεπεράσει εντελώς, ένα κομάτι της συνέχιζε να με επηρεάζει, έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα, να βρω τι με ενοχλούσε, να μη δείξω αμηχανία, να προλάβω να αναλύσω τα δεδομένα, να ξεθολώσω, να βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου, να συμπεριφερθώ σωστά  προτού πάρει χαμπάρι πως  αισθανόμουν, όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα.
Κάτι δε μου άρεσε απάνω της μα δε μπορούσα να το προσδιορίσω, ήταν όμορφη πάντα, έπρεπε να το παραδεχτώ, μ'  εκείνα τα καθαρά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, τα τονισμένα ζυγωματικά όπως τα θυμόμουν, το μαντήλι στο λαιμό, τα γαλάζια αθλητικά, τον δείκτη να σέρνεται πάνω στο κινητό ανεβοκατεβάζοντας τη μπάρα με τα ονόματα, μια κίνηση που θυμόμουν από παλιά,   αυτή  με κοίταζε εξεταστικά, έψαχνε μέσα μου,  ήξερα πως δουλεύει το δικό της το μυαλό,  ότι αναρωτιόταν πως θα ήταν  τα πραγματα αν συνέχιζε μαζί μου, σίγουρα της έλειπε ο ενθουσιασμός που της μετέδιδα, ήξερε   ότι μαζί μου ότι και να έκανε θα έτρεχε πιο γρήγορα, αυτό δε μπορούσε να  μου το αρνηθεί, της είπα συγχαρητήρια για ότι έιχε κάνει - αυτό είναι κανόνας όπως κι αν αισθάνεσαι μέσα σου - ήθελα να ' μαι αντικειμενικός,  όταν την είχα γνωρίσει δεν τις ήξερα τις γυναίκες, θα φερόμουν αλλιώς αν ξαναγύριζα πίσω, αλλα κάποια πράγματα δεν αλλάζουν  όσο κι αν πονάνε σαν τα ξαναφέρνεις στη μνήμη.

 Θυμήθηκα τότε που μου ζήτησε τα κλειδιά από το διαμέρισμα της, τέτοια εποχή, παραμονές γιορτών, ένα Σάββατο απόγευμα που οι γυναίκες έκαναν τα τελευταία τους ψώνια από τα σούπερ μάρκετ, τότε που σχολούσαν οι λαϊκές κι έβλεπες σωρούς απο σκουπίδια και φρούτα σαπισμένα και γάτες να ψάχνουν στα απομεινάρια και τα οχήματα του δήμου να ρίχνουν νερό στο βρώμικο δρόμο καθώς μούχρωνε κι εγώ έβλεπα τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν  κι ήταν σα να έτρεχε το φως απάνω τους, τότε που ήξερα ότι περίμενε τηλέφωνο μα είχα ορκιστεί να μου κοπέι το χέρι αν πληκτρολογούσα εκείνο το νούμερο, τότε που με έιχε ξελασπώσει ένα CD από τα Public που τόλιωσα, το σάπισα, δε παίζει πια τίποτα, τότε που έβλεπα το ανθρωπομάνι στη Τσιμισκή να προχωρά βουίζοντας, πρόσωπα καπέλα, παλτά, φωνές κι ήταν σα να κυμάτιζε όλο εκείνο το παράξενο σύνολο και μια αχτίνα φωτός που έμπαινε από κάπου έκανε τα σωματίδια της ύλης να αιωρούνται στον αέρα και να ίπτανται και να διαλύονται  και γω γύρισα για να αντικρύσω μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά και μαύρα ρούχα να στέκεται απο πάνω μου κι είχα ανατριχιάσει.Τότε που έβλεπα τους άστεγους να τραβούν στρώματα απάνω τους στο κεφαλοσκαλο της Παναγίας Δεξιάς κι άλλους να μπαίνουν στο αστικό  τα ξημερώμωτα για να ζεσταθούν κι απο κάποιον είχε αδειάσει μια σακούλα μανταρίνια κι εγώ τα μάζευα και κάποιος  τα πήρε μουρμουρίζοντας κάτι.

Αλλά αυτά όλα είχαν περάσει, την έβλεπα τώρα μπροστά μου και δε μπορούσα να νιώσω κατι κακό, το ήξερα ότι κι αυτή μ' αγαπούσε, το καταλάβαινες στη θέρμη που απέπνεε η φωνή της και στο κάτω κάτω της όφειλα πράγματα, έπρεπε να το παραδεχτώ κι αυτό.

Ζήτησα ένα τσαϊ, έβαλα τέσσερις πέντε κουταλιές ζάχαρη να πάρει το μυαλό γλυκόζη και να στροφάρει καλύτερα, άνοιξα τη τσάντα μου και είδα ότι είχε αδειάσει ένα μπλάνκο κι έιχε πλημμυρίσει το τόπο βάφοντας τα όλα άσπρα, βιβλία, σημειώσεις, Mp3, καλώδια, τα χέρια μου, το τζιν, αλλά ποιος νοιάζονταν, της έριξα μια τελευταία ματιά, μια θλίψη άρχισε να απλώνεται μέσα μου,  σηκώθηκα να φύγω, στην ουσία την είχα αφήσει πίσω μου για πάντα.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

ΣΩΣ ΒΙΝΕΓΚΡΕΤ

Κανονικά θα έπρεπε να κανονίζω που θα περάσω τα Χριστούγεννα καθώς νιώθω την ατμόσφαιρα των γιορτών να πλησιάζει, έξω απ την Έκθεση στοίβες τα κομένα  έλατα, μουσικοί στην Αριστοτέλους με τρομπέτες και σαξόφωνα  και τύμπανα,  κόσμος κοντοστέκεται ν' ακούσει,  χοντροί με βλέμα θολό πίνουν ούζα   κι αλλού πίνουν ρετσίνες ακούγοντας παλιά λαϊκά  ''Τόξερα πως θα μου φύγεις...'' στους πάγκους πορτοκάλια μέρλιν Χανίων, φιρίκια από το Βόλο, ρόδια απ' την Πέλλα λεμόνια Ναυπλίου, φράουλες Μανωλάδος, πεπόνια Ισραήλ, τσουκνίδες Ημαθίας, κυδώνια Χαλκιδικής, φυστίκια Κίνας, ρολόγια μέσα σε ποτήρια με νερό που δε σκουριάζουν υποτίθεται, χιόνια ως τους πρόποδες στα βουνά τριγύρω απ'  τη   Σαλονίκη,  η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει απ' τις αλεπάληλες βροχές, φώτα κρεμασμένα, φώτα σε σειρές, μπάλλες από φώτα, νύφες δοκιμάζουν μπροστά σε καθρέφτες νυφικά, τυρόπιτες κερνάνε έξω από φούρνους, παιδιά βάφουν τις στάσεις κόκκινες και πράσινες, ζωγραφίζουν σχέδια χρωματιστά πάνω στο σίδερο, στη κατακόμβη του Αγίου Δημητρίου η εικόνα του χριστού σε μια σπηλιά από βράχους, τσομπάνηδες με προβιές τριγύρω, ένα κοριτσάκι παίζει μ' ένα μαντήλι ροζ, το τυλίγει στο λαιμό του, ένα αγοράκι μ ένα κερί μπροστά στο πρόσωπο σαν αγγελούδι ξανθό, μεγάφωνα σκιές ,  χάθηκα στους θαλάμους χάθηκα στα περάσματα.
Έπρεπε να κάνω σχέδια τέτοιον καιρό με κάνα μωρό απ' αυτά με τα γυαλιστερά σα χάντρες μάτια που με κοιτάζουν όταν νομίζουν ότι δεν τα βλέπω, αυτά που με φιλούν στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου,  να κανονίσω καμιά εκδρομή με την Αγγελική σε κάνα χιονοδρομικό, στη Φλώρινα λέει ανάβουν φωτιές πελώριες, πάντα έχει χιόνια και κρύο και φοιτήτριες ωραίες κατά κει, κανονικά θα έπρεπε...

Αλλά δε προλαβαίνω τίποτα τρέχω σα παλαβός με τις εξετάσεις των παιδιών, τέτοια εποχή πάντα χάνω τη μπάλα,  βγαίνω στη στάση και σκέφτομαι σε ποια κατεύθυνση πάω, κοιμάμαι το βράδυ και ξεχνώ τη εξώπορτα ανοιχτή,  η γειτόνισσα μ΄ έχει μάθει και παίρνει το κλειδί, πάλι καλά που δε με κλειδώνει μέσα, αέρας  λυσσομανά, κλαδιά ξεριζώνονται από σφενδάμια κι ακακίες, απλώστρες ολόκληρες φεύγουν από μπαλκόνια και προσγειώνονται πάνω σε παρμπρίζ αυτοκινήτων, πουλιά  σκυλιά, γατιά που κοιμούνται πάνω σε σωρούς φύλλων τρέχουν να κρυφτούν, πως θα τους ξημερώσει μες στη παγωνιά, κάδρα πέφτουν από  τους τοίχους,  το πρωί τα βλέπω ξηλωμένα δε προλαβαίνω να τα σηκώσω,  στέκονται πεσμένα και με κοιτάνε.

Δε προλαβαίνω πρέπει να τρέξω, στα σπίτια παιδιά μπλοκαρισμένα, κομπλαρισμένα, μαμάδες τρομαγμένες, πατεράδες κρυμένοι, σκύλοι με καρτερούν στα μπακλκόνια να τους πάω καμιά βόλτα, κανείς δε νοιάζεται γι αυτούς, τρώω ότι νάναι, ξηρούς καρπούς από  ένα μπωλ,   φράουλες από  το κτήμα στη Κατερίνη, πίνω χυμούς, λαχταρώ καμιά σούπα να στανιάρω,  ένας πιτσιρικάς μου δείχνει τη γαλάζια  βελούδινη θήκη απ το βιολί του, παίζει κάλαντα Ποντιακά ''...οψές γεννέθεν ουράνο στάθεν...''' στο κεφαλόσκαλο ντομάτες απο το κτήμα τους, ο μπαμπάς του τον αφήνει να ρίξει με τη καραμπίνα, πρέπει λέει να τη στερεώσεις γερά στον ώμο για να μη σε χτυπά το τράνταγμα, ιδρώνω όπως τον ακούω, με πιάνει ρίγος, το κρύωμα περνά στο πόδι, δε προλαβαίνω.

 Στα αστικά κάποια λέει '' Αν βρεις αυτόν που ψάχνεις μη τον χάσεις''  ένας άλλος ''...βάλε σος βινεγκρέ με μπαλσάμικο, κρουτόν, κουκουνάρι,  ρόκα και λιαστή ντομάτα κοματάκια..'',   ο οδηγός δίνει ένα υπολογισμένο χτύπημα σ΄ένα αμάξι ενός προκλητικού πιτσιρικά και το στέλνει τρία μέτρα μακριά,  ντελιβεράδες σα δαίμονες βγαίνουν απο τα στενά με κουκούλες στο κεφάλι, γλυστρούν στην  άσφαλτο, πέφτουν,  πίτσες σκορπούν στο δρόμο.

Στη γωνία Τρίτης Σεπτεμβρίου με Στρατού ένας φορτωτής  τεράστιος, τρομαχτικός,  με τον κουβά να χάσκει προτεταμένος στον αέρα. Δοκιμάζω να περάσω με κόκκινο, ούτε που σκέφτομαι τι κάνω, φώτα αναβοσβήνουν, κόρνες στριγκλίζουν, ''Πέρνα ιλίθιε!!΄΄ φωνάζουν κάποιοι, κάτι έχω πάθει όπως στα άσχημα όνειρα, δε μπορώ να κουνηθώ όπως στον ύπνο σου που βλέπεις το κακό να έρχεται κι έχεις παραλύσει, το σώμα δε σε υπακούει πρέπει να το υποστείς.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ

Tα Σαββατοκύριακα κάτι μας έπιανε και παίρναμε τους δρόμους να μη σκεφτόμαστε τίποτα να μη καταποντιστούμε να μη βουλιάξουμε, μια τάση φυγής φοβερή, θέλαμε να κινούμαστε πάντα φοβόμασταν τα κενά, τις άδειες μέρες που σε καταπίνουν.

Σε κάτι μέρη πηγαίναμε όπου έφτιαχναν ούζο, όλος ο τόπος γύρω μύριζε αλκοόλ και κρέατα ψημένα, φωτιές έκαιγαν κάτω από καζάνια της κόλασης, υγρά κυλούσαν σε σωλήνες μεταλικούς κι ύστερα άδειαζαν μέσα σε δοχεία μπρούτζινα, φλόγες έβγαιναν πάνω από ψησταριές, όλα γίνονταν παρανάλωμα,  το μέρος ντουμάνιαζε από καπνούς, κάποιοι χόρευαν με τα μάτια κλειστά κάνοντας φιγούρες, τουμπερλέκια χτυπιούνταν με μανία απο κάτι ξερακιανούς γύφτους, αρμόνια έπαιζαν στο φουλ, κλαρίνα αντηχούσαν μαζί με κιθάρες ηλεκτρικές ως πέρα μακριά. Στα τραπέζια έβλεπες κοψίδια και σαλάτες πράσινες από ραδίκια πικρά και μπρόκολα πράσινα και παντζάρια κόκκινα ανάμεσα σε κηλίδες λαδιού και ξυδιού, πιο πολύ τα χρώματα κοίταζα τότε, ποτέ δε κατάλαβα τίποτα από φαγητά και ποτά μονάχα εκπομπές μαγειρικής βλέπω όλη την ώρα, ο άλλος ήξερε απ όλα,  τα φρέσκα και τα μαλακά και τα καλοψημένα και τους συνδυασμούς και τα πιοτά και τ' άλλα κόλπα.  Κορίτσια ωραία τριγύρω υπήρχαν κι άλλα βαμένα σα ξωτικά και μαμάδες με τα παιδια τους ωραίες καθρεφτίζονταν σε τζαμαρίες. Ύστερα παίρναμε γλυκά, ραβανί από τη Βέροια και γαλακτομπούρεκα μια φορά είχα φάει όλο το κουτί,  είχα λυσσάξει, ο άλλος με κοιτούσε.

Σαν χιόνιζε πηγαίναμε σε κάτι άλλα μέρη με λωρίδες άσπρες  στα μονοπάτια δίπλα, σε κάτι κέντρα από όπου έβλεπες τα φορτηγά της Εγνατίας οδού, κοντά σε κάτι ξέφωτα με πρασινάδες όπου φύτρωναν στο τέλος του χειμώνα κρόκοι μαβιοί και κίτρινοι,   φύτρωναν απο βολβούς υπόγειους, κάτι χρώματα γλυκά πολύ,   νερά κυλούσαν κάτω από γέφυρες,  υγρασία παντού . Εκεί μια φορά μας έφεραν ένα βουνό από κρέας και κατευθείαν μου κόπηκε η όρεξη, δε το μπορώ αυτό το πράγμα.

Όπως γυρνούσαμε ένα βράδυ κι  ήμουν ζαλισμένος κοίταζα θολωμένος τριγύρω ταμπέλες για παρακάμψεις και εκτροπές,  μια διαροή υδάτων  υπήρχε κάπου, νερά σκόρπια στο δρόμο,  λασπωμένοι εργάτες έσκαβαν,  αστυνομικοί περνούσαν με μοτοσυκλέτες σαν αυτή του δικαστή Ντρεντ συνοδεύοντας ένα αμάξι γυαλιστερό, η άσφαλτος έμοιαζε να κυματίζει όπως ανεβοκατέβαινε κυρτώνοντας.
 Είχαμε  σταματήσει σ' ένα μέρος πάνω στην Εθνική οδό, μια γυναίκα που ήταν μαζί μας με ρωτούσε γιατί δε παντρεύομαι, την είχα ρωτήσει  με τη σειρά μου αν είχε απατήσει ποτέ τον άντρα της κι αν τον είχε  βαρεθεί,  μου είπε ναι και στα δύο δισταχτικά κάπως. ''Εγώ δεν έχω απατήσει αυτή που συζώ μαζί της -ήταν αλήθεια εν μέρει- κι ούτε την έχω βαρεθεί''  η γυναίκα με κοιτούσε  σα χαμένη πρέπει να είχα αγγίξει κάποιο νεύρο, κάποιο σημέιο αδύνατο, δεν έλεγε τίποτα, είχε ταραχτεί, άρχισε να τρέμει,  είχα σοκαριστεί.  
Υπήρχαν καθρέφτες παντού σ' εκείνο το μέρος, στην οροφή, στους τοίχους, κορίτσια έβγαιναν φωτογραφίες με κάτι κινητά σα πλακέτες μεγάλα, φλάς άστραφταν και μας στράβωναν, άλλα παραμιλούσαν σε συσκευές ασύρματες και νόμιζες ότι είναι σαλεμένα, ανθρωπάκια πράσινα έτρεχαν σε ταμπελίτσες κατα την έξοδο κινδύνου, βρύσες στο χρώμα του ασημιού, πλακάκια φιδωτά,  σχάρες στο πάτωμα έχασκαν,  μηχανήματα έβγαζαν αέρα  να στεγνώσεις τα χέρια σου, κόσμος πηγαινοέρχονταν,  έβλεπες παπούτσια καστόρινα, φούξια και γαλάζια κάτι χρώματα απαλά ,  βουή που σε ζάλιζε,  κρήνες λευκές, μπλοκάκια στους τοίχους σημείωναν τις βάρδιες, θυμάμαι ότι είχα αγοράσει κάτι  κουτιά μουσικά που κουδούνιζαν κάτι μελωδίες περίεργες, είχα πιει κι έναν καφέ γαλικό που με είχε σμπαραλιάσει, δεν αντέχω τα διεγερτικά καθόλου,  ένας σκορπιός υπήρχε ζωγραφισμένος κάπου σ' ένα τοίχο που με τρόμαζε.

 Τα ξημερώματα φτάσαμε σ΄ένα σπίτι, ένας σκύλος  τεράστιος αμολήθηκε απο μια πόρτα ανοιχτή και σκέφτηκα  ότι αυτό ήταν όμως σαν είδε τη γυναίκα που είχαμε μαζί μας υσήχασε.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε ένα χάος μπροστά μας, κάποιος είχε αφήσει τις βρύσες ανοιχτές βιβλία κι αντικείμενα κολυμπούσαν στο νερό, σπινθήρ έβγαιναν από κάτι καλώδια όλο το μέρος μπορούσε να πάρει φωτιά ανά πάσα στιγμή, η γυναίκα είχε αρχίσει να τσιρίζει, η ανάσα της μύριζε οινόπνευμα,  την πήραν τα κλάματα, προσπαθούσαμε να την ηρεμήσουμε......

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

ΥΔΡΑΤΜΟΙ

Όταν πάω στο πατρικό μου τέτοια εποχή νιώθω σα να βυθίζομαι όλο  και πιο βαθειά, σα να είμαι μέσα σε βαθυσκάφος και βλέπω τριγύρω ψάρια και φύκια και υδρατμούς στο φινιστρίνι καθώς ανεβαίνουν στη επιφάνεια οι  αναμνήσεις σα φυσσαλίδες.

Πάω στο παλιό μου σχολείο, θυμάμαι τότε που είχε έρθει η αστυνομία κι έκανε ανακρίσεις σε μια αίθουσα με σωλήνες γυάλινους και σφαίρες και κώνους κι άλλα περίεργα αντικείμενα  γιατί κάτι παιδιά είχαν μπουρλοτιάσει  μια αποθήκη προσπαθώντας να καπνίσουν, θυμάμαι διηγήσεις παιδιών πιο μεγάλων για τότε που οι δάσκαλοι τους έπιαναν από τις φαβορίτες και τους σήκωναν ψηλά κι άλοτε τους έβαζαν να σταθούν σε κάτι χαλίκια με τα γόνατα σε μια γωνιά ώρα πολύ κι άλοτε τους έδερναν αλύπητα με το ζωστήρα σε μια κατηφόρα όταν τους έβλεπαν να κατρακυλάνε πάνω σε κάτι πατίνια αυτοσχέδια, με ρουλεμάν για ρόδες κι ο πατέρας των παιδιών  παράγγελνε να τα δέρνει πιο δυνατά ο σαδιστής δάσκαλος. Κι εμάς μας έδερναν χωρίς λόγο σοβαρό  τότε που πηγαίναμε να μαζέψουμε κισσό βαθυπράσινο και κλαδιά ελιάς για τα στεφάνια της παρέλασης και το χέρι μελάνιαζε και πονούσε πολύ όταν είχε κρύο.

Θυμάμαι τότε που πίναμε λεμονάδες ύστερα από ένα αγώνα μπάσκετ κι ύστερα περιμέναμε το βραδυνό λεωφωορείο κι εγώ ήμουν ερωτευμένος χωρίς να το καταλάβω μ΄ ένα κορίτσι που γελούσε κι από κάπου έρχονταν μια μουσική μ'  ένα ακορντεόν και τον ήχο των κυμάτων που σκάνε στην ακτή κι εγω ένιωθα αυτή τη γλυκιά μελαγχολία δεν τόχα ξανααισθανθεί αυτό το πράγμα.

Σ' εμάς έφτανε ο απόηχος από άλλες δεκαετίες τότε που βλέπαμε τα μεγαλύτερά μας αδέρφια να φορούν κάτι μπότες με τακούνια τεράστια και παντελόνια που σκούπιζαν το πάτωμα καθώς τριγύρω πιάναμε ειδήσεις απο ραδιόφωνα και τηλεοράσεις για τρομοκράτες που ανατίναζαν αεροπλάνα και βαπόρια για τον Πάππα που αγκάλιαζε ένα παιδάκι με έιτζ, για τον Χομεϊνί  που τάκανε όλα σμπαράλια στην Περσία και βλέπαμε τον Μάικλ Τζάκσον να ανατινάζεται από ενέργεια- κάποιοι έλεγαν ότι είχαν δει κομματάκια του στη γωνιά μιας ντισκοτέκ, εκεί όπου φιλιοντουσαν κάτι ζευγαράκια γλαρωμένα.

Κοιτάζω τώρα αυτές τις τρύπες που ήταν τότε ντισκοτέκ κι αναρωτιέμαι πως κλεινόμασταν εκεί μέσα. Είχα τρομάξει τότε πολύ και με μια ταινία που έδειχνε τύπους να κλείνονται σε θάλαμους τηλεφωνικούς και να τους κουβαλούν κατόπι σ' ένα υπόγειο γεμάτο νεκροκεφαλές και σκελετούς μέσα σε άλλους θαλάμους.

Υγρασία πολύ κατά την Καβάλα, ένας κολυμβητής  έχει βουτήξει στα παγωμένα νερά κάτω απ΄ το παλιό νοσοκομείο, στο ΚΤΕΛ ένας γεροδεμένος με διαμαντάκι  στο αυτί πουλά με ύφος συνομωτικό ένα κινητό κλεμένο, ένας τύπος βαράει μια ένεση για το ζάχαρο κάπου μοναχός του, ένα κορίτσι λυποθυμα για κάποιο λόγο, τα γόνατα  του λυγίζουν, το  κρατούν, το  αποθέτουν σ' ένα παγκάκι μια μάνα φέρνει το γιο της που ταξιδεύει, τον φιλά, στη καρότσα του  τεράστιου αγροτικού της ένα μπιτόνι βενζίνης κι ένα αλυσοπριονο, έχει λέει αναστενάξει ή ύπαιθρος από τα αλυσοπρίονα που κόβουν ότι βρούν μπροστά τους φέτος ένα Ροντβάιλερ που μοιάζει τρομερά με το αφεντικό του τραβά αφρίζοντας τα λουριά που κρατούν την ωμοπλάτη του .

Στη διαδρομή παντού κόκκινο και κίτρινο γλυκό του φθινοπώρου, τρακτέρ οργώνουν το χώμα, πουλιά πετούν ξοπίσω τους, φορτηγά περνούν φορτωμένα  με κοτρόνες τετράγωνες μαρμάρου, ο οδηγός ανοίγει το ράδιο να ακούσει ειδήσεις, στην Έρα σπορ αποτελέσματα Γερμανικού ποδοσφαίρου, μια γυναίκα λέει ότι έχει βραδιάσει πια  στην Αθήνα.

Στη Σαλονίκη νιώθω χαμένος, θέλω χρόνο να συνέλθω πάντα όταν γυρνώ  από τέτοιο ταξίδι, ομίχλη παντού, προβολείς θεόρατοι στο γήπεδο της Καλαμαριάς, πλοία μπαίνουν στο λιμάνι σα να ανηφορίζουν, πολυκατοικίες θυμίζουν επιφάνεια από  σκάκι με τα φωτισμένα και τα σκοτεινά τους παράθυρα.
Κάποιος με ρωτά για ένα δρόμο, ψάχνει μια κλινική έξω απ τη πόλη, έχει ραντεβού με το γιατρό του ύπνου, δεν ήξερα ότι υπαρχει τέτοια ειδικότητα, δε βρίσκει άκρη με το GPS, αποφασίζω να πάω μαζί του δεν υπαρχει περίπτωση να βρει άκρη μοναχός του παρόλο που λέει ότι οδηγούσε ελικόπτερα Χιούι στο στρατό, δε μπορώ να καταλάβω πως τόκανε, κατηφορίζουμε την Εγνατία εκεί κατά το Ιπποκράτειο μια κατηφόρα, μια εκκλησιά, ένα καμπαναριό σκοτεινό ψηλά, φτάνουμε στο τούνελ της Μουδανιών, ομίχλη και θολούρα παντού,  οι υαλοκαθαριστήρες πάνε κι ερχονται, κάτι φωτάκια αραδιασμένα από πάνω μας,  ένας ποδηλάτης σα φάντασμα μας κάνει νεύμα, μπαίνουμε στο τούνελ και νιώθω ξανά ότι βυθίζομαι όλο και πιο βαθειά .....


Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

ΑΔΙΑΒΡΟΧΑ

Μπορεί να μη το καταλαβαίνεις αλλά όταν δεν έχεις κοιμηθεί καλά κι όλο το σώμα είναι πιασμένο εκπέμπεις αδρεναλίνη κι οι γυναίκες  το πιάνουν ,  νιώθουν την πίεση που υφίστασαι, όχι αυτή που σε καταβάλει αλλά αυτή που την ελέγχεις,   εκπέμπεις  κάτι τότε και στις γυναίκες αρέσει και σε πλησιάζουν και νιώθεις κι αλλη πίεση αλλά αυτή είναι ωραία.

Εγώ τουλάχιστον δεν έχω πρόβλημα όταν τις βλέπω με την άκρη του ματιού να με ανιχνεύουν προσπαθώντας να καταλάβω αν πρέπει να ακολουθήσω επιθετική η αμυντική στάση, αν πρέπει να το παίξω αδιάφορος, αν αξίζει το κόπο, αν έχει βάθος το πράγμα, καταλαβαίνεις πολλά προτού μιλήσουν κι άμα ανοίξουν το στόμα τους νιώθεις αν πρέπει να το σπρώξεις ή να το αφήσεις να πάει στο καλό, αν πρέπει να αρπάξεις την ευκαιρεία απ΄ το λαιμό,  διαβάζεις τη σκέψη τους, προλαβαίνεις τις κινήσεις τους, αποφασίζεις αν πρέπει μετά τους ανιχνευτικούς γύρους να βαρέσεις στο ψαχνό, καλύτερα απ την αρχή ότι είναι να γίνει, άμα το αφήσεις να σέρνεται είναι όλο μπερδέματα, παίζεις με ανοιχτά χαρτιά κατά κανόνα αλλά πάντα πρέπει νάσαι απρόβλεπτος, εμένα τουλάχιστον έτσι μ αρέσει,  όχι ότι έχω και μεγάλη πέιρα αλλά έκανα τα μεταπτυχιακά μου κοντά σε κάποιες, μαθαίνεις κάποτε.

Μετά είναι τα ωραία, τραγούδια σβουρίζονται στο μυαλό ''Είναι όμορφα εδώ κι από λάθος μπορεί να σωθώ'', τις βλέπεις να μπαίνουν στο σπίτι σου κι ο τόπος ημερεύει, σταματάτε για τα τσιγάρα της στο περίπτερο κοντά στο Βασιλικό Θέατρο τις Κυριακές τα απογεύματα κάτω από τη στοά που φτιάχνουν οι κίτρινες και καφετιές φυλλωσιές των πλατάνων, ξυπνάς τα χαράματα να κουβαλήσεις τους φακέλους για τη δουλειά  της, ρίχνεις στον κάδο τα γυαλιά της και της δίνεις τα σκουπίδια, γυρνάς στο κρεβάτι και παλεύεις να υσηχάσεις μια σταλιά, ο χρόνος περνά, ανακαλύπτεις αλλαγές όπως ψηλαφείς το σώμα της αλλά δε λές τίποτα, είπαμε εδώ είμαστε, βέβαια αυτή δεν έχει το ίδιο πρόβλημα και μια ωραία πρωϊα, προειδοποιημένα ή απροειδοποίητα το σοκ δε διαφέρει και πολύ, ΄΄Ξέρεις εγώ τη κάνω''.

 Αλλά ρε φίλε αυτή τη φορά ατύχησαν, δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομύριο να παρακαλέσεις, δε μπορώ δυο φορές το ίδιο έργο κι ας αρρωσταίνω τις γιορτές, τότε που τα σοκάκια είναι έρημα και οι είσοδοι των πολυκατοικιών έρημες κι αυτές με τα φυτά να αντανακλώνται στους καθρέφτες και τις μαρμάρινες σκάλες μοναχικές κι αυτές πλάι στο ασανσέρ κι απο τις κλειστές πόρτες μυρουδιές από χύτρες και κατσαρόλες ξεχειλίζουν  στους διαδρόμους.

Δε παρακαλάω ρε φίλε ότι θέλει ας γίνει κι ας βωλοδένω σα στοιχειό τότε που το σώμα και το μυαλό σε προδίνουν και θες να πάρεις μια ανάσσα, ν΄ αλλάξεις ρυθμό και κατεύθυνση, τότε που τα αμάξια σου ρίχνουν νερό στα μούτρα σε μια στροφή του Φοίνικα κι ένας παππούς που κάνει όπισθεν σε γρεμοτσακίζει στη άσφαλτο ''Είσαι καλά αγόρι μου'' -  ''Το παλεύουμε''.

Δε παρακαλάω ρε φίλε, δε μπορώ, δεν γίνεται, δε μ' ενδιαφέρει, ας καεί το σύμπαν ολόκληρο  ας με τυφλώνει ο ήλιος στη Αριστοτέλους τότε που οι γραβατωμένοι στα κοσμηματοπωλεία γυαλίζουν πλακέτες να βάλουν απάνω τους δαχτυλιδάκια αστραφτερά κι οι κούκλες σαλεύουν στις βιτρίνες, οι σκύλοι δαγκώνουν λάστιχα αυτοκινήτων κι ένα τζιπάκι παίρνει παραμάζωμα έναν τύπο και τον παρασέρνει για ώρα πολύ πάνω στο οδόστρωμα, τότε που τα αμάξια κορνάρουν και βλέπεις το πρόσωπο σου παραμορφωμένο και κοματιασμένο  σ' ένα κάθρέφτη, τότε που κόσμος περνά φορώντας αδιάβροχα βυσσινιά  και κίτρινα και γαλάζια κι όλα γίνονται μες το μυαλό σαλάτα πολύχρωμη.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

BLUE BLOODS

Το Βlue Bloods είναι το αγαπημένο μου σήριαλ αυτό το καιρό - δε βλέπω και τίποτε άλλο άλλωστε γιατί κοιμάμαι νωρίς. Καλά  αυτός που παίζει το γιό του Τομ Σέλεκ είναι ηθοποιός απίστευτος πρέπει να τον προσέξω,  δεν είναι τυχαίο πως όλες οι καλές σκηνές γυρίζονται απάνω του καθώς ελικόπτερα βουτάνε σε φαράγγια ουρανοξυστών  φωτισμένων που αψηφούν τον άνεμο,  κυνηγώντας τρομοκράτες παλαβούς που κουβαλούν πυροκροτητές κι άλλα μαραφέτια δολοφονικά και μηχανες πλοήγησης και μηχανές αναζήτησης και μηχανές καβαλούν, κινούμενοι μέσα από συστήματα ασύρματα και καλωδιωμένα, δορυφορικά και διαπαλανητικά,  ψάχνοντας ευκαιρία να χτυπήσουν τη μητρόπολη του καπιταλισμού, σπέρνοντας το πανικό και τον τρόμο στο διαδίκτυο με ταχύτητα κεραυνοβόλα καθώς ο ντοπαρισμένος κόσμος διψά ακόρεστα κι έχει ψύχωση και μανία  για καινούριες ειδήσεις καταστοφής και μακελειού .

Κάποιος πρέπει να τους παρακολουθεί αυτούς που θέλουν να γκρεμοτσακίσουν την Αμερική Μουσουλμάνους που στριφογυρίζουν δαιμονισμένοι γύρω από το μετεωρίτη της Μέκας και Βραχμάνους που λούζονται στο Γάγγη κι αηδιάζουν με την παρακμή της δύσης και σαμάνους που εκστασιάζονται με χορούς δαιμονικούς και κόλπα βουντού και κακομοίρηδες που πεθαίνουν στους δρόμους της Βομβάης περιμένοντας να μετεμψυχωθούν  σε πλάσματα αλλόκοτα με εφτά κεφάλια και δεκαπέντε μπράτσα και Χριστιανούς υστερικούς που απειλούν με φωτιές που θα πέσουν απ΄ τον ουρανό να κάψουν αρσενοκοίτες κι ομοφυλόφιλους κι όλους όσους  ξανάφεραν στη γη τα Σόδομα και Γόμορα.

Κάποιος πρέπει να τους προσέχει, κάποιοι κώδικες κι αρχές πρέπει να τηρούνται καθώς η οικογένεια των μπάτσων μαζεύεται γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι,  κάνοντας προσευχή προτού το φαγητό, μπορεί να πιστεύεις ή όχι αλλά δεν είναι και τόσο κακό να ευχαριστείς κάποιον προτού καταβροχθίσεις τα καταραμένο γεύμα σου, έτσι δομήθηκε το πράγμα για χιλιάδες χρόνια, μια συνέχεια πρέπει να υπάρξει κάπως ανάμεσα στις γενιές.

Άμα αφήσεις ανεξέλεγκτους τους άλλους  θα φέρουν το χάος, θα κολυμπούν ευτυχισμένοι μέσα σε πελάγη σύγχισης, κάποιος πρέπει να φρουρεί αυτούς που ξεχειλίζουν τις φυλακές κι απειλούν να τις τινάξουν στον αέρα κι αυτούς που λυμαίνονται το διαδίκτυο απειλώντας μικρά παιδιά που βλέπουν ύποπτες σκιές να κινούνται σε τοίχους λευκούς,  σε όθόνες με ζωντανή μετάδοση, κάποιος πρέπει να παρακολουθεί τους παλαβούς Βορειοκορεάτες που ετοιμάζονται να ρίξουν τις  ρουκέτες  τους κατά των Γιαπωνέζων και τους Κινέζους που νιώθουν δυνατοί πια να μπουκάρουν στην Ταιβάν και να τα κάνουν όλα γης μαδιάμ κι ύστερα από κοινού με τους Κορεάτες  να ξαμολυθούν στους προαιώνιους εχθρούς τους τους  Γιαπωνέζους όπως οι τελευταίοι  παρακολοθούν νευρωτικά βίντεο- κλιπάκια έχοντας δυτικοποιηθεί κι αυτοί και πλαδαρέψει,  κανείς δε μπορεί να υπογράψει ότι υσηχία θα υπάρχει για πάντα .

Μπορεί να γουστάρεις ή όχι τους Αμερικάνους αλλά κάποιος πρέπει να εμποδίζει τους αδίσταχτους κι αυτούς που γυαλίζει το μάτι τους  να πάρουν τα ηνία, κάποιος πρεπει να ιεραρχεί, να ζυγίζει, να κρατά σταθερά το τιμόνι όταν όλα πάνε κατά διαόλου,  να αποφασίζει, να ορίζει προτεραιότητες, κάποιος πρέπει να παρακολουθεί τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους που θα μισούν ό ένας τον άλλο ως τη συντέλεια του κόσμου, κάποιος πρέπει να παρακολουθεί του μετεωρίτες που τριγυρνάνε τη γη και τους τρομαχτικούς σεισμούς  που γίνονται στα χαοτικά έγκατα του Ειρηνικού και που αλάζουν τη τροχιά της, σ αυτούς έλαχε ο κλήρος δε θάθελα με τίποτα μιλάμε  να ήμουν στη θέση τους.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι ειν' η πατρίδα μας όπως έλεγε εκείνο το παλιό  ποιηματάκι, μην είναι οι άνθωποι που τρώνε επιδόρπια τα μεσημέρια στα τραπέζια γύρω από τις ταβέρνες, μην είναι οι μηχανουργοί που χαμογελούν όπως σκίζουν μια φραντζόλα  ψωμί με τα χέρια τους γεμάτα πληγές και κοψίματα  στο εργαστήριο τους το γεμάτο ελάσματα, σκουριές και τόρνους και  μέταλα, μην είναι οι λωτοί από την Έδεσσα και τα πλυμένα ραδίκια από τα Κύμινα και οι πορφυροί σπόροι από ρόδια Χαλκιδικής, τα χειμωνιάτικα σταφύλια από το Μαρκόπουλο και τα δίχτυα από πορτοκάλια στα φωτισμένα μανάβικα πλάι σε φέτες μπακαλιάρου που έχουν ρίξει απάνω τους κρυστάλους αλατιού χοντροκομένου.
Η Σταυρούλα που ψάχνει στον Μπαμπινιώτη λέξεις περίεργες ''Σελήνη΄΄   ''Γυναίκα'' ''Υσηχία'' ''Θάνατος'', ο κυρ Χρήστος που πάει σε μια κηδεία  με γαλάζιο σακάκι και γαλάζιο πουκάμισο, τα κορίτσια με τα βρεγμένα μαλιά που  στηλώνεις το βλέμα να πάρεις τ' απάνω σου σαν εισαι σακατεμένος, αυτά  με τα μαλακά δαχτυλάκια τις πράσινες ζακέτες και τους φιόγκους για δαχτυλίδια που σε κοιτούν και διαβάζεις στο βλέμα τους ΄΄Σε θέλω'' όπως το στήθος τους πάλεται κάτω από το άσπρο φανελάκι .
 Μην έιναι ένα παιδί με φόρμες κι άσπρα παπούτσια Nike που θέλει να  σου πάρει ένα λαπ -τοπ να μην τρέχεις στ ίντερνετ καφέ, εκεί όπου συναντάς άλλα παιδια που θέλουν να φύγουν στη Γερμανία και να ρίξουν μαύρη πέτρα ξοπίσω τους κι άλλα παιδιά που φεύγουν για Αυλώνα, στις διαβιβάσεις και κάνουν το τελευταίο τους μεροκάματο, σ΄ενα μέρος γεμάτο σκουπίδια και βρώμικα πλακάκια, γεμάτα γυαλιά σπασμένα γιατί πάλι έχει απεργία, σ' ένα μέρος με μια Καμάρα κάτω απ' την οποία περνούν κοπάδια πουλιών κι ανθρώπων όπως προτού χιλιάδες χρόνια καθώς κάποιος ακούγεται να φωνάζει ''Στον Καιάδα ρίχτε τους όλους στον Καιάδα σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες''.

Μην είναι τα παιδιά που τα μαζεύουν τα σχολικά απ' τα στενά τα σκοτεινά πρωϊνά κι αυτά που σχολάνε το μεσημέρι κουβαλώντας τσάντες ασήκωτες ροζ και γαλάζιες σα να έχουν μέσα τη συλογή τους από πέτρες κι αυτά που αμολιούντα να περάσουν το δρόμο κι οι μανάδες τους τρέχουν αλαφιασμένες να τα προλάβουν στη διάβαση, εκεί όπου σταματά στριγγλίζοντας ένα φορτηγάκι κι ο οδηγός χαμογελά. Μην είναι τα άλλα παιδιά που περιμένουν έξω απ τα ΙΕΚ με μπουγάτσα κα γάλα σοκολατούχο στα χέρια κι αυτά που πανε να μαζέψουν μανιτάρια στον Ταξιάρχη ΄΄Εγώ όλο κι όλο δυο είδη ξέρω΄΄ λεει ένα, μην είναι κάτι ξανθά κορίτσια που δίνουν ρέστα στα διόδια όπως πηγαίνεις σε μια πόλη γεμάτη ροδιές και στρώσεις απο πευκοβελόνες,  κι ελιές φορτωμένες καρπούς πράσινους και μαύρους, σ' ένα μερος με κορυδαλούς στο χρώμα του χώματος που μετακινούνται και βλέπεις τις περικεφαλαίες τους.
 Μην είναι ο παπά- Θανάσης που κάνει μνυμόσυνο για τα τριαντάχρονα  του πατέρα του κι η παπαδιά που κερνά τυρόπιτες στην έξοδο και την  ακούς να σου λέει'' Μη φύγεις κρυφά κι αυτή τη φορά, περίμενε να κεραστείς'',  σε μια εκκλησιά με ρόδακες και μάρμαρα αρχαία, χτισμένα στους τοίχους, κάτω από αγιογραφίες σβησμένες, θολές που δείχνουν αγίους και θαύματα, μια εκκλησιά με τζαμάκια κόκκινα, κίτρινα γαλάζια και πράσινα, εκεί όπου μια φορά μια γυναίκα έπεσε πάνω στο δισκοπότηρο και χύθηκε η μεταλαβιά στο μάρμαρο  κι ο παππάς σταυροκοπιόταν, εκεί  όπου ένα ψάλτης ψέλνει με τα μάτια κλειστά το νανούρισμα της Παναγίας στο Χριστο ''Τεριρέμ- τενενά -ρουμ τε -ρουμ τε -''πάνω σε δρόμους  Λύδιους και Φρύγιους, αυτούς που τραγουδιόταν κάποτε στα χορικά του Σοφοκλή καθώς   ο ένας βοσκός  θυμόταν τον άλλον από τότε που έβοσκαν τα κοπάδια τους απο Άνοιξη έως Φθινόπωρο '' ''..εξ ήρος εις αρκτούρον..''  κι ο Οιδίποδας κάνει  ερωτήσεις ξανά και ξανά σα καταραμένος, αλλά άμα έχεις τη κατάρα στο αίμα σου σε πάει όπου θέλει, είσαι χαμένος, δυνάμεις πάνω από σένα σε κινούν σα μαριονέτα τραβώντας τη κλωστή πάνω απ το κεφάλι σου προς το  χαμό, τη κόλαση  κι εσύ ρωτάς ξανά και ξανά μανιασμένα ζητώντας την αλήθεια ποιος δαίμονας σε παράτησε   μονάχο τότε στο δάσος με τα πόδια μελανιασμένα , ''...τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νουν, τα τα όματα''.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

ΖΟΦΟΣ

Tried to  run
 Tried to hide

The Doors

Είναι ντροπή να προτείνεται η   ''Λούφα και παραλαγή'' του Περάκη στα σχολικά βιβλία  της ιστορίας, σαν επιπλέον υλικό  για την περίοδο της δικτατορίας, εγώ θα πρότεινα αποσπάσματα από τα πρακτικά των δικών της χούντας και ειδικά από τη δίκη του Πολυτεχνείου, εκεί  μέσα υπάρχουν κάτι καταθέσεις τρομαχτικές .

Ο οδηγός του Ντερτιλή τον καίει περιγράφοντας τη σκηνή της δολοφονίας του Κομνηνού, σηκώθηκε και τον έριξε κάτω σαν κοτόπουλο '' Με παραδέχεσαι ρε, σαρανταπέντε χρονών άνθρωπος και τον πέτυχα στο κεφάλι, τι περιμένετε ρε, βαράτε στο ψαχνό εγώ έδωσα το παράδειγμα'', ο οδηγός βλέπει τα μυαλά του παιδιού χυμένα στο δρόμο, ο Ντερτιλής ''Να φύγει ο μάρτυς δεν τον ξέρω'',  ο οδηγός ''Εγώ δεν σας γέμιζα τον χρυσό αναπτήρα σε μια στοά στη Βουκουρεστίου;''  του θυμίζει το όπλο που κρατούσε, ένα περίστροφο με μύλο, κάποιος άλλος καταθέτει πως όταν ο Ντερτιλής έμαθε πως υπήρχε φωτογραφία του να πυροβολεί  του κόπηκαν τα πόδια κι έτρεμε, κατέρευσε.
 Ένας ενωμοτάρχης κατηγορείται για δεκαεφτά ανθρωποκτονίες, μια γυναίκα λέει ότι την παρακολουθούσαν όταν επισκέπτονταν το μνήμα του γιού της, έγγραφα περίεργα  που έχουν κλαπεί από υπηρεσίες εμφανίζονται, κάποιοι λένε ψέμματα αηδιαστικά, δικηγόροι ασχημονούν χαρακτηρίζοντας τις σωρούς νεκρών ''Αυτό το πράγμα''
 Οι μαρτυρίες ανασυνθέτουν γεγονότα φοβερά,  κάποιος είδε εναν αστυνομικό να πυροβολεί και να σβήνει έναν από τους λαμπτήρες  του Πολυτεχνείου, άλλοι που περνούσαν από το αστυνομικό τμήμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας είδαν το σκοπό να δουλεύει το κλείστρο του όπλου του καθώς ετοιμάζονταν να τους ρίξει, ένας υπολοχαγός κατεβαίνει από ένα άρμα στην Πατησίων , στήνει ένα οπλοπολυβόλο κι αρχίζει να ρίχνει αδιάκριτα στον κόσμο, χωροφύλακες πυρπολούν λεωφορεία, τανκς μουγκρίζουν μαρσάροντας, ένα άρμα περνά πάνω από το σώμα ενος παιδιού που σώζεται γιατί βρέθηκε στο κενό των ερπυστριών, σκηνές Τιεν αν μεν, από τα παράθυρα  χειροκροτόύν επειδή  σώθηκε, ένας στρατιώτης στον πυργίσκο απειλεί να τους γαζώσει όλους, κορμιά πεσμένα τριγύρω μακελειό στο κέντρο της πόλης,  σκηνές από το Σεράγεβο, ανώτεροι βαθμοφόροι της αστυνομίας με ρόπαλα στα χέρια σακατεύουν παιδιά,  χτυπούν άγρια  μια κοπέλα στον αυχένα, ένας φαντάρος κραδαίνοντας το αυτόματό του λέει σε έναν απ' αυτούς ''Κτήνος άστους να φύγουν'', εμφανίζεται κάποιος με χιτώνιο στρατιωτικό μακρύ που τον ονομάζουν καλόγερο, φορά κασκόλ στο προσωπο και δίνει διαταγές, προσπαθούν ν' ανάψουν φωτιές για προστασία απο τα δακρυγόνα, κάποιοι ηλικιωμένοι πετάγονται απ' το πουθενά και τις σβήνουν, στρατιώτες βγαίνουν από το κτήριο τραγουδώντας παιάνες αφού σκότωσαν άοπλα παιδιά, κάποιον τον χτυπούν με γροθιές στο πρόσωπο  και του σπάνε τα γυαλιά, μια ριπή θερίζει ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι που περνούσε από κει με τη μάνα του , άλλος γονατίζει και πυροβολεί προς το πλήθος,  άλλος στερεώνει τον αγκώνα επί ενός αυτοκινήτου για καλύτερη σκόπευση, μια Μερσεντές κορνάρει εφιαλτικά από μόνη της καθώς το τανκ περνά πό πάνω της, ένας διαδηλωτής  χάνει το μάτι του.

Παιδιά τρέχουν να ξεφύγουν μες την κόλαση, πάνε σ' ένα ξενοδοχείο,κρύβοναι σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό,   μια Νορβηγίδα μ ' ένα τραύμα βαθύ στο λαιμό ξεψυχά, ένας ανώτερος της αστυνομίας έρχεται, τα παιδιά σηκώνονται  σα μανιτάρια, είναι φοβισμένα, τους βρίζει αισχρά, άλλοι μπαίνουν σε κτήρια, πέφτουν με το κεφάλι πάνω σε τζαμαρίες, γκρεμίζονται  μέσα σε φωταγωγούς, χάος.

 Πίσω από τις γρύλιες διαμερισμάτων βλέπουν το όργιο της βίας και τους ξυλοδαρμούς. 'Ολη νύχτα ακούγονται κασμάδες να σκάβουν στον περίβολο του Πολυτεχνείου, πανικός,τρόμος και ζόφος παντού.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

SWAROVSKI

Στο περιφερειακό γέρνουμε στις στροφές με μια μηχανή, άλλη αίσθηση όταν είσαι πάνω σε μοτοσυκλέτα, νιώθεις  ευάλωτος όπως ρολάρουν από δίπλα οχήματα μεταλικά, αισθάνεσαι το οδόστρωμα από κάτω να πάλεται, θες να σύρεις το χέρι σου απάνω του, τούνελ μπροστά,  απο κάτω ο Θερμαϊκός σα λίμνη τεράστια, καράβια αραγμένα μοιάζουν νάχουν κολήσει στο νερό,  ο ήλιος πυρπολέι τα βουνά καθώς γέρνει στη δύση του, κόκκινο παντού καθώς το βαρομετρικό χαμηλώνει, μια καντίνα κάτω απ τη κοιλιά μιας γέφυρας,  δυο τρεις τύποι γύρω από ένα τραπέζι πλαστικό, κάποιος κολά με ηλεκτροκόληση, ματογυάλια μαύρα να προφυλάξουν τα μάτια, σπινθήρες πετάγονται τριγύρω, ο αέρας μαστιγώνει το πρόσωπο, θάλασα απο πολυκατοικίες, δάση από κεραίες άλλες δείχνουν κατά το βορρά, άλλες κατα το  νότο, σκαλωσιές μεταλικές της ΔΕΗ, πιάτα περσελάνινα για μόνωση από τα ψηλά βολτ που μπορούν να σε καρβουνιάσουν,  πουλιά παρασέρνονται από τον αέρα, αερόπλανα πετούν από πάνω, έχω ψύχωση μ αυτά.

 Ο Αντώνης μ'αφήνει κάπου στα Διαβατά, τα αστικά έχουν στάση, πρέπει να κινηθείς κάπως σ αυτή τη δουλειά.
 Δε περίμενα ποτέ  ότι θάκανα μαθήματα σε μικρά παιδιά, ότι θα έβαζα πράγματα στο μυαλουδάκι τους που άλλες φορές αντιστέκεται κι αλλες φορές του αρέσει το όλο πράγμα, οπως μου ζητούν να τους ξαναδιαβάσω παραμύθια κι εγώ παίρνω μάτι τα βιβλία τους, ανθολόγια με ρόδια ζωγραφιστά και βιβλία αρχαίων που τάχω ξεπετάξει ώσπου να τελειώσει το μάθημα, κείμενα ωραία, ένα του Ροϊδη'' Η εορτή του πατρός μου'' πολύ γέλιο. Άλλα παιδιά είναι σε χορωδίες,  τραγούδια για το πολυτεχνείο'' Η πλατεία ήταν γεμάτη'' τόχα ξεχάσει εντελώς.

Πάω σ' ένα σπίτι έξω από το προάστιο δίχως φώτα, ένα στρατόπεδο εγκαταλειμένο, μια σκοπιά υπερυψωμένη, διώροφη κατοικία με σοβάδες ακόμα στους τοίχους, ένα Πεκινουά σα γκρέμλιν δαιμονισμένο ορμά από κάπου και δαγκώνει το παπούτσι μου με μανία, ''Μη φοβάσαι είναι εμβολιασμένο'' ένα καναρίνι γκρίζο και κίτρινο τρομαγμένο σ΄ ενα κλουβι στο τοίχο, κουβέντες Ρώσικες, ένα Άλφα Ρομέο παρκαρισμένο, ευτυχώς ο μικρός είναι γατόνι και δε με κουράζει, ο μπαμπάς χαίρεται να μου δίνει λεφτά, κάνει κάτι για το παιδί του, ο άλλος γιος στο Μόναχο σερβιτόρος,  μπορεί  νά φύγουν όλοι κατά κει μλούν μαζί του στο skype, τους αρέσει που δε φοβήθηκα το γκρέμλιν και γελούσα όταν με δάγκωνε.

Μετά πάω στην Πολίχνη, τα αστικά κινούνται πια,  ένα κορίτσι κατα κει,  ο πατέρας του είναι αστυνομικός στη Τυφλίδα,  μαλακό το κλίμα λέει γύρω από τον Εύξεινο Πόντο , πορτοκαλιές και λωτοί με σκούρα σάρκα, σκληρή  φυτρώνουν στη Μαύρη θάλασσα δίπλα, γι αυτό άλλωστε τόχαν αποικίσει το μέρος οι αρχαίοι, ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα έχει στείλει ο μπαμπάς στο κορίτσι  για τη γιορτή του κι ένα σταυρό swarovski που τον φορούσε  σ' ένα χορό του σχολείου κι αντανακλούσε όλα τα χρώματα ώσπου έπεσε κάπως κι έσπασε- δεν ήξερα ότι σπάνε τόσο εύκολα αυτά τα πετραδάκια-  μου φέρνει ένα τσάι που τό πήραν   στα σύνορα Τουρκίας - Γεωργίας, μυρίζει υπέροχα.Το κορίτσι τρελλαίνεται για τη  Μόνικα Μπελούτσι, πίνει νερό από ένα νεροπότηρο διάφανο, κάτι σάιτ Ρώσικα  στον υπολογιστή, εικόνες από κει πάνω, κρουαζιερόπλοια στο Βόλγα και στη Βαλτική θάλασσα.

Όπως σχολάω αργά το βράδυ λεοφωρεία εκδομικά έξω απο το ΚΑΨΗΣ, πνακίδες Τούρκικες, άλλα λεωφορεία ελληνικά, εκδρομές στο Πήλιο και στα Ζαγοροχώρια, πρακτορεία Βουλγαρικά για τη Βάρνα, το  Μπουργκαζ και τη Σόφια, πρακτορεία Αλβανικά για τη Κορυτσά και τα Τύρανα, σκουριαμένα βαγόνια του ΟΣΕ, αναγελίες για δρομολόγια στα Σκόπια, επιγραφές έξω απο ανταλακτήρια σε όλες τις γλώσσες για αποστολές χρημάτων  σ' όλο το κόσμο, μαγαζιά με στολίδια Χριστουγεννιάτικα έχουν ανοίξει, φώτα πολύχρωμα, γυαλιά σπασμένα αντανακλούν ακτίνες, συντριβάνια εξακοντίζουν στάλες νερού χρωματιστές, άλλα καταστήματα πουλάνε πολυέλαιους με κρυσταλάκια swarovski που περιστρέφονται σε άξονες αόρατους, γάτες βγαίνουν από τα στενά, μάτια με κόρες κάθετες που γυαλοκοπούν, όλα λάμπουν, δε μπορώ νάχω παράπονο από τη δουλειά μου.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΧΩΡΙΣ ΑΙΜΑ

Aς μιλήσουμε λοιπόν για γράψιμο, τόσο καιρό κάθομαι κι ακούω κριτικές ''Κράτα τη δουλειά σου, μη βγάζεις τα προσωπικά σου στη φόρα, έχεις μέλλον, είναι αλήθεια αυτά που γράφεις; Mη γράφεις σε πρώτο πρόσωπο, ρίχτο στα μυθιστορήματα αυτά έχουν ψωμί, μη γράφεις τόσο απλά'' ,   ακούω και δε μιλώ αλλά θα σκάσω μ' αυτά που βλέπω τριγύρω μου.

Πας στο βιβλιοπωλείο και παθαίνεις ναυτία,  Ουμπέρτο Έκο  και Γιάλομ -πως τον λένε -με το κιλό ψυχανάλυση και κόντρα ψυχανάλυση, τους ρωτάς ''Πως σας φάνηκε;'' δύσκολο αλλά πρέπει νάναι καλό αφού δε το κατάλαβαν, ανοίγεις ένα στη τύχη  κάποιας που πουλά εκατοντάδες χιλιάδες, κάτι κλαράκια λέει παρασέρνονται όπως και η ζωή της από τη μοίρα, λες'' Δεν είναι δυνατόν'' ο Ράμφος κι ο Γιανναρας με ατέρμονες περικοκλάδες και θεωρητικολογίες, γράψε σαν άνθρωπος να πάρει ο διάολος,  ιντελιγκέντσια ανάπηρη, ο Μαρωνίτης έχει πάρει εργολαβία τον Όμηρο, θα τρίζουν τά κόκαλα του μακαρίτη,  πάει όλη η γοητεία του έπους, κείμενα στυφά, στεγνά,  στριφνά σα το μεταφραστή τους, πιο εύκολα διαβάζεται το πρωτότυπο που θάλεγε κι ο Ταχτσής.

Απο τα γραφειάκια τους σκαρώνουν εγκεφαλικά κατασκευάσματα, η Ιζαμπέλ Αλιέντε από το κτηματάκι της στη Καλιφόρνια βγάζει πράγμα άφθονο για γυναίκες κουλτουριάρες- τι πληγή κι αυτή πριμαντόνες του διαδικτύου γράφουν κείμενα γλυκανάλατα, νερόβραστα, χωρίς ύφος, χωρίς ψυχή χωρίς αίμα, για να ρίξουν γκομενίτσες με λόγια της συμφοράς, τους βλέπεις μέσα στο ίντερνετ το πρωί ,το μεσημέρι, τα μεσάνυχτα το ξημέρωμα, άλλοι ζουμάρουν σε κοριτσάκια ιμίγυμνα σε παραλίες στις άκρες της Ελλάδας ,ψάχνουν βιντεάκια τους στο U - tube, αναρωτιέσαι πότε δουλεύουν, τι ζωή κάνουν.

Εσύ σαν ιλίθιος δε προλαβαίνεις να πλυθείς, να φας- τι πρόβλημα κι αυτό- ο πάγος έχει βγει μέχρι έξω από το ψυγείο, πρεπει να βγάλεις χειμωνιάτικα,  πότε πέρασε το Καλοκαιράκι, χτες ήτανε θαρώ να πληρώσεις λογαριασμούς, να συμαζέψεις το μυαλό σου, περισπασμοί σε αποσυναρμολογούν, στο όριο πάντα κινείσαι, να ανεβάσεις το πήχυ, να σου γίνει δεύτερη φύση κι αντανακλαστικό, να δρέψεις καρπούς το καιρό της σοδειάς για την εποχή της ξεραϊλας,  φοβάσαι να μπεις στο μπλογκ  πόσοι μπήκαν πάλι, έχεις χάσει το μπούσουλα, σηκώνεσαι κι έχεις αδειάσει απο συναισθήματα, έχεις ξεζουμιστεί οοκληρωτικά, κουτουλάς σε πόρτες και καρέκλες,  θες δυο μέρες να συνέλθεις, δε μπορώ να καταλάβω πως αλλιώς μπορεί να γίνει.

Μαθήματα δημιουργικής γραφής λέει και ιστότοποι λογοτεχνικοί και κόλπα περίεργα, έπρεπε νάχαμε γεμίσει Σέξπηρ κι Αισχύλους εδώ πέρα, εκδοτικοί οίκοι μπαίνουν στο κόλπο,  γέροι αργόσχολοι στις βιβλιοθήκες, παντρεμένες αραχτές στα ζαχαροπλαστεία έχουν αποθέσει τα καροτσάκια με τα παιδιά και διαβάζουν μπεστ σέλλερς χοντρά, κορίτσια άσχετα γεμάτα αλαζονεία ξέρουν τον  Κορτώ και δε ξέρουν το Γιώργο Ιωάννου, μπλοκαρίσματα κι απορίψεις και μαγκιές διάφορες στο facebook.

O Nταλί λέει  έβαζε ένα αυγό τηγανητό στον ώμο ενός κοριτσιού και ζητούσε ένα κάρο λεφτά - εξ ου και το αβίντα ντόλαρς- κάτι τζαζίστες της αβάν - γκαρντ έβγαιναν κι έπαιζαν με τρομπετίτσες πλαστικές κι ο κόσμος χειροκροτούσε ώσπου τη ρήμαξαν κι αυτή τη μουσική, ο Αντρέ Μπρετόν έλεγε ''Έναν φιλόσοφο που δεν τον καταλαβαίνω πρέπει νάναι  απατεώνας'',  ό Αινστάιν '' Αν δε μπορεις το εξηγήσεις   απλά σημαίνει ότι δεν το ξέρεις'' ο Μπρεχτ ''Από τις καινούριες κεραίες μας ήρθαν οι παλιές βλακείες΄΄, η ίδια ιστορία ξανά και   ξανά τι τα θες

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ

Και να σκεφτείς ότι ήθελε να γίνει αρχηγός ολόκληρου του σώματος, όταν μου είπε το βαθμό που αποστρατεύτηκε  ήθελα να βαρέσω προσοχή, το ήθελε πολύ, το κυνήγησε, τα έδωσε όλα, αλλά ρε φίλε στην Ελλάδα είσαι, τον φάγανε στις κρίσεις έπεσαν βίσματα, δόντια και σαγόνια, καρχαρίες και πιράνχας, τον γονάτισαν, ''Μή χάσεις το χαμόγελό σου και γώ σαν και σένα  ήμουνα, δε θέλω να τα θυμάμαι, με τσάκισε , κράτα δύναμη'' μούπε και  μούσφιξε το χέρι δυνατά.
 Οι σοφοί βέβαια λένε ''Σε ότι αγαπάς δώσε τη μικρότερη σημασία, άμα το  χάσεις έσβησες, κάηκες''.
Γουστάρεις ένα κορίτσι μη πέφτεις με τα μούτρα, κάνε λίγο κράτει, άστην να ψάχνεται,'' Μήπως δε με θέλει, μήπως δε του αρέσω;'' παίχτο αδιάφορος κι ας τρέμουν τα γόνατα σου κι ας κοχλάζεις από μέσα σου, άστην να σκέφτεται ''Τι ρόλο βαράει ο τύπος;'' γίνε προσιτός κι απόμακρος όπως τη παρατηρείς με την άκρη του ματιού να σε κοιτά κάτω απο τα μαύρα γυαλιά της, μη την αγνοείς εντελώς καθώς κουμπώνει και ξεκουμπώνει το κόκκινο πουκάμισο στο μέρος που φουσκώνει το στήθος της.

Αν το θες πολύ πάλεψέ το κι άστο νάρθει από μόνο του, τότε που δεν το περιμένεις, που είσαι αλλού που τόχεις ξεχάσει, είναι καλύτερα έτσι, φυλάξου, μη το ζορίζεις, μη το πιέζεις κι αμα δεις ότι δε σε παίρνει κάνε πίσω εγκαίρως, πριν πάρουν χαμπάρι τι έγινε, μπορεί να μην ήταν για σένα, να μη το ήθελες και τόσο πολύ, να μην άξιζε το κόπο βρε αδερφέ, δε θα πεθάνουμε κιόλας, πρόσεχε τις νοητές κόκκινες γραμές, από ένα σημείο και μετά γίνεται επικίνδυνο το πράγμα, τραβήξου, δες το από απόσταση, άμα τρελλαίνεσαι για την οικογένεια κράτα και κάνα δυο φιλαράκια, βρες και κάνα χόμπυ δε ξέρεις τι γίνεται.
Εδώ κόσμος και κόσμος έγινε θρύψαλα, ήθελαν ένα κάρο πράγματα και δε μπορείς να τους κατηγορήσεις γι αυτό, σπίτια με αξεσουάρ αστραφτερά, κόλπα αρχιτεχτονικά, σκάλες ελικοειδείς μπαλκόνια και βεράντες με θέα το πέλαγο, ταξίδια όλο το χρόνο κι επικοινωνίες μ΄όλες τις άκρες της γης, βόλτες στη Φλωρεντία με τη Swiss Air,  τα κυνήγησαν  αυτά με  πάθος σφοδρό κι όταν όλα σκόρπισαν στον άνεμο αποδείχθηκε ότι δεν είχαν σχέδιο εναλακτικό, πήγαν στο περίπτερο ζητώντας μονάχα βανίλια δεν είχαν σκεφτεί να ζητήσουν φράουλα ή καραμέλα ή σοκολάτα,  όταν δε πήραν αυτό που ζητούσαν ράγισαν, έσπασαν αγρίεψαν, δε μπορείς να τους υσηχάσεις, το μάτι τους γυαλίζει, όλα τους φταίνε, δε ξέρουν που να ξεσπάσουν.

Αλλά ακόμα κι ο Ωνάσης τη πάτησε σαν σκοτώθηκε ο γιος του, δεν το περίμενε, δεν του είχε περάσει απ' το μυαλό ότι μπορούσε να του συμβεί κάτι τέτοιο, ήθελε να τον καταψύξει για να τον αναστήσουν και να τον φέρουν πίσω από τον άλλο κόσμο οι γιατροί στο μέλλον. Κοιμόταν στο μνήμα του στο Σκορπιό και τούφερναν μια κουβέρτα να μη κρυώνει, τα βλέφαρά του έπεφταν μοναχά τους έβαζε τσιρότα να τα κρατήσει, έγινε κομάτια,  δεν έζησε και πολύ μετά από αυτό.

 Και στο τέλος τέλος έχει ένα σωρό ωραία πράγματα τριγύρω να προσέξεις, γυναίκες ξανθιές με μαλιά φουντωτά και μπότες γούνινες, πλάσματα περίεργα, σωστοί  Κένταυροι δίποδοι έτοιμοι να καλπάσουν  στην άσφαλτο, χακί παντελόνια καινούριες σειρές, ήρθε η απαλλαγή μας, μαλιά βρεγμένα από τη βροχή, πράσινα μάτια, κουβαλούν μπουκέτα με χρυσάνθεμα και τριαντάφυλλα τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, γήπεδα βρεγμένα, φώτα αντανακλώνται στα νερά τους, προβολείς  στα πλακάκια φτιάχνουν μονοπάτια, σχάρες αυτοσχέδιες έξω από καφενεία ψήνουν κρέατα, κορυδαλοί με περικεφαλαίες καμουφλάρονται στο έδαφος, σκύλοι έτοιμοι να σου μιλήσουν κοιτάζουν κατά την ακίνητη θάλασσα καθώς βραδιάζει, φώτα στο Θερμαϊκό, γυναίκες  με γαλάζιες ποδιές τυλίγουν σάνουιτς σε ζελατίνες, άσπρο ψωμί, κόκκινες φέτες ντομάτας, φροντιστήρια σχολανε, τσάντες στον ώμο, παιδιά αμολιούνται στο δρόμο, φωσφοριζέ παπούτσια, ο καιρός κυλάει, προβλήματα λύνονται μονάχα τους στο βάθος του χρόνου, άστο να πάει, μη το πιέζεις, άκου τους παλιούς.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

JET LAG

Μερικοί γιατροί λένε ότι το μυστικό της μακροζωίας είναι να ταλαιπωρείς τον οργανισμό, να τον στεσσάρεις, να τον έχεις στη τσίτα, να τα βλέπει όλα, να κοιμάσαι ώρες περίεργες να μη τρως πολύ κι άλλα τέτοια.

Αυτό βέβαια μπορεί νάναι λίγο επικίνδυνο, η πολύ αυπνία μπορεί να σου αφαιρέσει χρόνια, γιατροί και νοσοκόμοι με βάρδιες νυχτερινές δε ζουν λέει πολύ, καλόγεροι ξάγρυπνοι βλέπουν οράματα και οπτασίες, στο σπίτι σου μπορεί να δεις διαφημιστικά να σέρνονται κάτω από τη πόρτα σαν ερπετά επίπεδα και να πεταχτείς μέχρι το ταβάνι , ανοίγεις τη πόρτα, νέκρα στο διάδρομο.
Σου φαίνεται ότι είσαι σε μέρη περίεργα αλλά δε θα έπαιρνες και όρκο ότι έτσι συνέβη, κάτι στενά ένας μαύρος ξαπλωμένος σ' ένα καλντερίμι ανάσκελα, κάτι γυναίκες βαμένες βγαίνουν απο μια πόρτα ξεφωνίζοντας, κάποιος γνωστός σε θυμάται, σε βάζει σ' ένα όχημα με κόσμο που γυρνά απο ένα καζίνο στα Σκόπια, τύποι ξενυχτισμένοι, ρολόγια χρυσά, μαντήλια στους λαιμούς των γυναικών, ο οδηγός σου λέει ''Εδώ κατεβαίνεις φιλαράκι, ΄΄ ένα αμάξι σταματημένο, ένα κοριτσάκι μέσα μοναχό του αναβοσβήνει τα φανάρια, δυο αντρες   έχουν λυσσάξει και ανταλάσουν γροθιές μες την υσηχία, αμάξια αραδιασμένα, φοίνικες στη σειρά, air condition το ένα δίπλα στο άλλο αγκομαχούν ζητιάνοι ταλαίπωροι καρτερούν το ξημέρωμα μαζί με αδέσποτα, ένα κοράκι με ράμφος τεράστιο παλεύει να ξεκολλήσει ένα κομάτι κρέας από την άσφαλτο.

Στο δρόμο  τη άλλη μέρα είσαι ζαλισμένος,  έχει αλάξει και η ώρα, κουτουλάς σε κολωνάκια καρφωμένα σε πεζοδρόμια, παίρνεις σβάρνα μια γυναίκα'' Πρόσεχε ρε μου ξήλωσες τον αγκώνα!΄΄, Συγνώμη κυρία'',  κάτι κορίτσια με προφίλ Αιγυπτιακό σχεδιάζουν σύμβολα περίεργα στέλνοντας μυνήματα από κινητά, γελούν. Νομίζεις όλη την ώρα ότι έχασες  τα λεφτά, το κινητό, στα σπίτια μπερδεύεις το φως με το κουδούνι, φάτσες περίεργες βγαίνουν,'' Με συγχωρείτε''.

Στο ιδιαίτερο ένας πιτσιρικάς έχει μανία με ιστορίες από το χωριό του κάπου έξω απ τη πόλη ψάχνουν για λίρες εκεί όλη νύχτα με μηχανήματα, κάποιοι κατέβηκαν σ' ένα πηγάδι, είδαν ένα σταμνί με κάτι να γυαλίζει στο πάτο, τελικά ήταν σφαίρες από το πόλεμο, κόντεψαν να πεθάνουν απο τις αναθυμιάσεις, ένας γέρος σήκωσε μια πλάκα γιατί γλυστρούσε το άλογό του συνέχεια και βρήκε χρυσά νομίσματα ένα κάρο, άνοιξε καφενείο, ο μικρός πάει και του παίζει λύρα ποντιακή'' Βλέπεις εκέινο το βουνό το παραχιονισμένο-  εκεί βάλτε το τάφο μου χουγιαμάν!''. Ύστερα του δίνει να ξεπουπουλιάσει κοτσύφια με κίτρινο ράμφος και μαύρες φτερούγες, μπεκάτσες και φάσσες με φτερά στιλπνά, γαλάζια και κόκκινα, ο μικρός τα ψήνει στα τζάκι πασαλέιβοντας τα με βούτυρο, τα τρώει πίνοντας μπύρα.
 Σε μια στιγμή πετάγεται στο μπαλκόνι , ένα αεροπλάνο περνά σκίζοντας τα κόκκινα σύννεφα στο ηλιοβασίλεμα ''Έλα να σε βγάλω μια φωτογραφία για το facebook΄΄  ''Δε μ' άρέσει''  του λέω ''Μη κάνεις σα παρθένα''.
Το αεροπλάνο  χαράζει τον ορίζοντα πετώντας σα διάβολος, μπορεί να πάει κατά το Βορρά όπου είναι νύχτα συνέχεια, ή κατα το Νότο που έχουν Καλοκαίρι, στην Ανατολή που είναι νύχτα ή στη Δύση που έχουν πρωί ακόμα,  οι πιλότοι ξενυχτισμένοι κι αυτοί τάχουν παίξει τόσες ώρες ταξιδεύντας μ αυτές τις απίστευτες ταχύτητες,τυφώνες κι ανεμοστρόβιλοι κατα κει σκοτείνιασε το Μανχάταν, τα συστήματα μπλοκάρισαν, οι οθόνες δείχνουν νούμερα και σύμβολα κουφά, αέρηδες λυσσασμένοι σφυροκοπούν τα φαραγγια των κτηρίων, θάλασσες από φώτα απλώνονται από κάτω  ρολόγια μηχανικά κι ανθρώπινα αχρηστεύονται, αμάξια αμολιούντια σε μπάρες στις άκρες των δρόμων, γέφυρες βουλιάζουν, πουλιά σιδερένια, πελώρια  βουτάνε σε δρόμους και κανάλια, συναγερμοί ουρλιάζουν, το σύμπαν αποδιοργανώνεται,  όλα σμπαράλια γίνονται.


 

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΠΟΥΘΕΝΑΣ

Στη Χρύσα και στην Αφρο

Νιώθεις περίεργα όταν κοιμάσαι σε άλλο, σπίτι φωτογραφίες γύρω ενός άντρα με γυναίκες όμορφες σε μια ταβέρνα, ψάχνεις το διακόπτη του θερμοσίφωνα, ανοίγεις ντουλάπια, πόρτες ένα μπάνιο μεγάλο, μια καμαρούλα μ' ένα πλυντήριο, απορυπαντικά σ' ένα ράφι, αναρωτιέσαι τι να έχουν τα συρτάρια μέσα, ψηλαφείς στα σκοτεινά, δε μπορείς να βρεις καφέ, ζάχαρη μια φίλη σου λέει ότι δε πιάνεις πολύ χώρο κάτω απο τις κουβέρτες, συζητάτε για γυναίκες, θέλουν λέει να τις κυνηγάς, να νιώσουν σίγουρες ότι τις θες πραγματικά- με μένα ατύχησαν- άλλες πάλι ξέρουν ότι κάπου βρίσκεται ο δικός τους και τον περιμένουν κι όταν έρθει θα είναι βέβαιες ότι αυτός είναι, θα τον αγαπόύν μια ζωή ακόμα κι όταν φύγει και τις αφήσει.Το κόλπο πάλι λέει με τους άντρες είναι να τους λες ''Είσαι το κάτι άλλο, μαζί σου αισθάνομαι σιγουριά - αυτό όχι από την αρχή γιατί ασφυκτιούν- δεν τόχω ξανα αισθανθεί αυτό με κανέναν'' τέτοια πράγματα.
 Δε με πιάνει ύπνος διαβάζω τη Βίβλο, στον Δανιήλ κάτι γέροι παρακολουθούν πίσω απο φυλλωσιές μια γυναικάρα να λούζεται σ' έναν κήπο και ορμάνε, βάζει τις φωνές, πλακώνει κοσμος οι γέροι λένε ψέμματα πάντα η ίδια ιστορία. Διαβάζω τον Ιεζεκιήλ, αυτός καταριέται τις πόρνες της Ιερουσαλήμ που έπεσαν με τα μούτρα στους Βαβυλώνιους, η φίλη κοιμάται αμέριμνη σα το Βούδα προτού τη Νιρβάνα, εγώ στριφογυρνώ σα  το αρνί στη σούβλα το ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να υσηχάσω, έχω ρίγος, μαξιλάρια πέφτουν, όνειρα ατέλειωτα,αλλόκοτα.
 Το πρωί μια βόλτα στην επαρχιακή πόλη, υγρασία, εφημερίδες κρεμασμένες μπουγάτσες και τυρόπιτες στις βιτρίνες, δυο σκύλοι κοιτούν απ' έξω, στις πιάτσες ταξί βυσσινιά , κόσμος έξω από κάποιον που πουλά ξηρούς καρπούς , ψάρια αραδιάζουν στην αγορά, κόβουν σάπιες ρόγες από τσαμπιά, κοράκια πετούν ψηλά πάνω από λεύκες, ένα ζευγάρι δεκαοχτούρες τρομαγμένο πετάγεται μέσα απο κάτι θάμνους, αεράκι μαλακό, φθινόπωρο γλυκό, μνήμες καλοκαιριού που πέρασε, δυο εργάτες καρφώνουν πλακάκια στο πεζοδρόμιο μ' ένα καουτσουκένιο σφυρί, χρυσάνθεμα και κυδώνια και δέντρα φορτωμένα μ' έλιές σ' ένα πάρκο, γρασίδι νωτισμένο, σύννεφα κατεβαίνουν από τα βουνά τριγύρω.
 Σ' ένα σπίτι βοηθάω ένα κορίτσι να ξεπλύνει τη βαφή από τα μαλιά του, μυρουδιά ευκάλυπτου σα νάχεις καταπιεί ένα vix, μια μπανιέρα τεράστια θα μπορουσες να κοιμηθείς εκεί μέσα, ένας σταυρός από λευκόχρυσο στο λαιμό , σπίτι υπέροχο, κάτι ανάγλυφα φυλλλώμαστα και κλαδιά  στο τοίχο ασημένια, κουζίνα με πράσινα πλακάκια σε ηρεμεί, το κορίτσι μιλά στο facebook με τη κουμπάρα της στη Καρσλούη στη Γερμανία, με τον αδερφό της που είναι στα καράβια κάπου σ' ένα λιμάνι της Κίνας, η κουμπάρα θάρθει το Καλοκαίρι να βαφτίσουν το μωρό της, το κορίτσι τρελαίνεται γι αυτό, το μωρό λέει χαμογελά στον ύπνο του από τότε που γεννήθηκε.
Φεύγω κάποια στιγμή, τα κορίτσια με φιλούν σ' ένα πρακτορείο, επιγραφές για δέματα προς την Αχαϊα, την Επίδαυρο, τη Φλώρινα, το Ναύπλιο, κάποια στιγμή βγαίνουμε απ τη πόλη επιτέλους δίχως φανάρια, πιάτα φωτοβολταϊκών στα χωράφια, κοίτες ποταμών ξεραμένες, νταμάρια με βράχους τετράγωνους, ερείπια απο αποκοίες αρχαίες των Αθηναίων πλάι σε ποτάμια πλωτά, πούλμαν εκδρομικά, τρένα  σκουριασμένα εκσφενδονίζονται πάνω σε ράγιες παράληλα από μας, υδατοδεξαμενές και προειδοποιήσεις για ισχυρούς πλάγιους ανέμους που μπορούν να σε πάρουν και να σε σηκώσουν, βρισιές στα κράπεδα της Εγνατίας ''Μα όλες;'' εκδρομές με ομάδες έχουν αφήσει τα ίχνη τους, ο ''ΠΟΥΘΕΝΑΣ'' γράφει τα δικά του ΄Κι αν δε φαίνομαι υπάρχω΄΄.

Όπως βραδιάζει γυαλάκια πορτοκαλιά  καρφωμένα στο τσιμέντο από αριστερά κι άλλα κόκκινα απο δεξιά κολημένα στις μπάρες, τα χιλιόμετρα καταπίνονται κάτω από τα λάστιχα,φώτα από χωριά σχηματίζουν τόξα πάνω στους λόφους, πολιτείες απλώνουν τα δικά τους φώτα, δρόμοι χιαστοί και παράληλοι ανοίγονται μπροστά, θες να φύγεις πιο πέρα, σε μέρη άγνωστα μονάχος να γυρνάς,  στο αλλιώτικο, στο περίεργο, στο αλόκοτο, σ' ότι δεν έχεις ξαναδεί, στο πουθενά.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΡΙΣΚΟ


 ''Πόσο τη βρίσκω
μ' αυτό το ρίσκο...''

ΦΑΤΜΕ

''Είστε δολοφόνοι!'' φωνάζει ένας ταξιτζής  στη πλατεία Ελευθερίας σ' έναν οδηγό ενός πούλμαν  κι ο τελευταίος'' Έλα το βραδυ που σχολάω να σε σκίσω'', παρακάτω ένας ντελιβεράς παίρνει σβάρνα ένα παιδάκι που σηκώνεται αυτόματα με μάγουλα κοκκινισμένα, η γιαγιά του τρέμει, το μηχνάκι στην άσφαλτο παρατημένο , οι ρόδες γυρίζουν στον αέρα, το κοριτσάκι  ''Καλά είμαι γιαγιά, καλά είμαι'' ένας γέρος σκύλος με ματωμένο πόδι γλύφει τις πληγές του σε μια γωνιά, έχει ρίσκο να ζεις στην Ελλάδα.

Αλλά ρε φίλε μας αρέσει,  μας φτιάχνει μπορεί και νάμαστε μαζοχιστές δε ξέρω, αλλά  έχουμε συνηθίσει εδώ πέρα να βλέπουμε κορίτσια λουκουμάκια τριγύρω δε ξέρεις ποιο να διαλέξεις, σε κοιτάνε όπως στέκονται απέναντι από τη διάβαση παίρνοντας πόζες σα φωτομοντέλα με το περίγραμα του σουτιέν να διαγράφεται καθαρά κάτω από το μπλουζάκι, σε κοιτάνε όπως διαλέγουν ρούχα στο pull and bear, όπως τρέχουν στους διαδρόμους των γυμναστηρίων σπρώχνοντας κάτι μηχανήματα περίεργα, ράχες μαυρισμένες , το σκούρο χρώμα υποχωρεί όπως προχωρά το Φθινόπωρο, χάντρες στον αφαλό, λευκά μπλουζάκια ιδρωμένα , βέρες στα δάχτυλα των παντρεμένων.

Έχει ρίσκο να ζεις στην Ελλάδα, γονείς κουβαλούν τα παιδιά στις μηχανές σα σακιά ένα μπρος, ένα πίσω, άλλοι  δίνουν  στα αγόρια να ρίξουν με ντουφέκια στα χωριά για να συνηθίσουν να σκοτώνουν, μαμάδες ξεχύνονται να περάσουν το δρόμο με κόκκινο, ο Νίκος φοβάται πως θα τον σουτάρουν από τη δουλειά οι ξένοι που ετοιμάζοντια να τη κάνουν καθώς το πλοίο βουλιάζει, ο Κύριος Λεωνίδας τρέχει στα νησιά να βρει πελάτες μπαταξήδες που  βάρεσαν πιστολιές,  οδηγοί  των ΚΤΕΛ όπως κοιτάζουν δίπλα από το πούλμαν γυναίκες να αλλάζουν ταχύτητες με τα άσπρα χεράκια τους έχοντας τα πόδια ακάλυπτα σου λένε  καπνίζοντας προς το ανοιχτό παράθυρο ότι δεν μπορούν να το κόψουν παρόλο που ο αδερφός τους πήγε απο καρκίνο στα πνευμόνια, νταλίκες περνούν με συνθήματα γραμένα απάνω τους ''Κάτω τα χέρια από την ελλάδα΄΄, γάτες  έχουν γίνει ταπετσαρία στην άσφαλτο, άλλες βγαίνουν σα δαίμονες μέσα από κάδους άλλες παραμονεύουν κάτω από αμάξια σταματημένα, άλλες επιτέθηκαν λέει σ' ένα παιδί στα σκοτεινά και το καταγρατζούνισαν, έχει ρίσκο.

Όμως μας αρέσει, μας φτιάχνει όλο αυτό ο Κυρ Βασίλης σε ρωτά συνέχεια ''Τι κάνει ο μπαμπάς σου;''  τι να κάνει απλώς του κόψαν το ποδαράκι του κάτω απ' το γόνατο, δεν πρόσεχε έπινε και τσίπουρο απο τα σταφύλια απο το αμπέλι μας, εκεί όπου βγάζαμε κι αμύγδαλα αφράτα και καρύδια με ψίχα τραγανή εκεί όπου κοιμόταν τα καλοκάιρια μοναχός του σ' ένα υπόστεγο ασβεστώνοντας και φυτεύοντας τριανταφυλλιές μαβιές όλο το διάστημα . Το χειμώνα έβαζε φωτιά στα ξερά καλαμπόκια μ' έπαιρνε και μένα κι ένα πρωί είδα τον ήλιο να βγαίνει σα τεράστιο πορτοκάλι πίσω απ' τα βουνά.

Μας αρέσει στην Ελλάδα, ένας τύπος μου λέει για το κτήμα του στη Λήμνο,  μια γυναίκα έχει την αδερφή της καλόγρια σ' ένα μοναστήρι στη Πορταριά, η Χρύσα μου λέει ότι έχει ωραίες φοιτήτριες στη Κομοτηνή, ο Παναγιώτης  πάει για κυνήγι αγριογούρουνου κάπου στο Κιλκίς κι ύστερα ρίχνουν συκωτάκια πάνω στα κάρβουνα και τρώνε με μπολικο λεμόνι και ρίγανη, ο Κώστας πάει Ιταλία ''Πεσμένοι και κατα κει'' η Νικολέτα πάει στη Νέα Υόρκη ''Μη μιλάς δυνατά'' της λέει η φίλη της που ζει εκεί  πέρα,'' Οι μαύροι καταλαβαίνουν Ελληνικά, μη τους κοιτάς στα μάτια''.

Μ' όλα τα ρίσκα έχουμε μάθει πια εδώ, κοιτάζοντας νύφες να χορεύουν  στις οθόνες των μαγαζιών με τα φωτογράφικά είδη, από κάτω φωτογραφίες για μνήμα ''Θα σε θυμόμαστε πάντα'',  μοτοσυκλέτες αραδιασμένες  πλάι στις διαχωριστικές γραμές ντουμανιάζουν το τόπο, τροχονόμοι βλοσυροί,  Ρωσοπόντιες πουλούν τσιγάρα λαθραία,  το φάντασμα της Ζωής Λάσκαρη με οχτακόσιες πλαστικές στο πρόσωπο τρώει κάπου στη παραλία, αεροπλάνα υπερηχητικά βυθίζονται στα σύννεφα με κρότο διαπεραστικό που  ξεσκίζει  τα αυτιά,  σημαίες στα μπαλκόνια για τη παρέλαση, παιδιά πανικόβλητα ετοιμάζονται να φύγουν στο εξωτερικό αλλά εμείς έχουμε μάθει πια, δε μπορούμε,δε γίνεται, δεν έχουμε επιλογή.



Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΛΥΚΟΙ

Τώρα βέβαια εγώ το ξέρω ότι όσοι φεύγουν έξω μας ζηλεύουν κατά βάθος.
.Γιατί που θα βρούν σουβλατζίδικα όπου σε κερνάνε σουτζουκάκια στο χέρι, κάποιοι  κόβουν κομάτια χαλβά πίνοντας ρετσίνα σε ποτηράκια, ένα παιδί ζητά σάντουιτς με μπόλικο μπούκοβο, άλλος λεει ότι σ' ένα ταξίδι στο Παγγαίο χάθηκε και τον ψάχνανε  οι φίλοι του ώσπου  τον βρήκαν στραπατσαρισμένο σε κάτι χωριά, μια γυναίκα'' Μη μου βάλεις γύρο καμένο'', άλλλος δεν έχει να πληρώσει'' Πάρτο και φύγε όπως είσαι'',  σε μια γωνιά λένε για τα περιστέρια που γουργουρίζουν στα μπαλκόνια τα πρωινά.
Που θα βρουν τη κυρία Μόνα που σου στίβει πορτοκάλια στο Βαρδάρη, τότε που θες λίγη θαλπωρή, σα να ήταν η μάνα σου , κορίτσια έξω από το ''Φωκά'' με μπουκαλάκια νερό παγωμένο, τότε που ο ήλιος ανεβαίνει σκορπώντας την υγρασία καθώς σηκώνεις το κεφάλι ψηλα, ανάμεσα στα τσιμέντα και στα γυαλιά να δεις ένα κομάτι ουρανό, αεροπλάνα χαμηλώνουν σα να θέλουν να προσγειωθούν στο δρόμο όπως στις ταινίες, τυφλοί ψηλαφούν το έδαφος στα στενά με μπαστούνια, αμάξια περνούν αφηνιασμένα τις διασταυρώσεις, μαμάδες τραβούν τα καροτσάκια με τα μωρά,  πορείες στη Εγνατία, σκυλιά γαυγίζουν αγριεμένα στον αέρα μπροστά από πανώ, στο ΔΕΛΤΑ μπουκάρουν τα ΜΑΤ, βρίσκουν κροτίδες και κράνη, ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι τάχουν για αυτοοργάνωση, ότι νάναι.

Που θα βρούν τέτοια χώρα όπου οι αγρότες πυρπολούν κάθε φθινόπωρο τα χωράφια τους γεμίζοντας καπνό όλες τις Δυτικές συνοικίες, στραγγίζουν τη Κορώνεια κάθε χρόνο όσο και να βρέξει, στον Έβρο υψώνουν τείχη για να μη μπουν οι βάρβαροι, στη Λέσβο σαλταρισμένοι μετανάστες βουτάνε στο νερό μέσα σε καταιγίδες, βγαίνουν σε βράχια, πέφτουν πεθαμένοι μπρος τα παιδιά των φυλακίων, σ' ένα μέρος σου λένε μή κοιμάσαι με χήρες, ρε παιδιά δεν είμαστε τόσο  λιμασμένοι, μια παλαβή σε παίρνει κάθε έξι μήνες ''Ο κύριος Απόστολος;'' άντε πάλι, τρελλοί κυκλοφορούν ανεξέλεγκτοι βρίζοντας ασυνάρτητα, σκορπώντας τον τρόμο, πιτσιρικάδες αρπάζουν τα γκλομπ αστυνόμων στα γήπεδα και τους κοπανάνε αλύπητα, φεύγοντας  απλώνουν τα ποδάρια πάνω στα καθίσματα των αστικών.
 Περιπτεράδες ψυχροί απαξιούν να σου απαντήσουν και σε χαλάνε, ταξιτζήδες ξενυχτισμένοι στη πιάτσα της Καμάρας, γυναίκες με τιράντες ριγμένες ανέμελα στους ώμους σε πλησιάζουν επικίνδυνα, πάρκα με νυχτολούλουδα κόκκινα και κίτρινα μαζί με κατηφέδες κι αρμπαρόριζες και δυόσμο  γεμίζουν αρώματα τον αέρα, Γεωργιανοί που σχολάνε απο βενζινάδικα σου λένε ότι τα Χριστούγεννα θα είναι στη Τυφλίδα και θέλουν να φέρουν κάτι σκυλιά   άγρια σα λύκους,  φουρνάρηδες   φεύγουν απ τη δουλειά σα πεθαμένοι με κύκλους μαύρους γύρω από τα μάτια,  φιγούρες περνούν το δρόμο το ξημέρωμα σα φαντάσματα.

Μόνο εδώ θα βρεις θα βρεις τον Ηλία που ξέρει παλιά καλα τραγούδια από τότε που πήγαινε στην Ορεστιάδα μ' έναν τύπο που τραγουδούσε τόσο καλά που ήθελε εκατό αυτιά για να τον ακούει ΄΄Ας χαμηλώναν τα βουνά να δω τη Σαλονίκη..'' αυτόν το τύπο που έπινε ούζο στη Χαλαστρα με ψάρι φρέσκο και που τελικά σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα μπαλκόνι με σάπια κάγκελα.

Μόνο εδώ θα δεις αστικά να ξεχύνονται στην Εθνικής Αντίστασης με φουλ γκάζια περνώντας δίπλα από γερανούς που σέρνουν αμάξια σαραβαλιασμένα , καθώς ο ασύρματος βουίζει για  έναν γέρο με Αλτσχάιμερ-έχει χαθεί και τον γυρεύουν- ενώ  κάποιος από δίπλα σου λέει για το χωριό του στο Κιλκίς όπου λέει ένας λύκος τριγυρνά κάθε βράδυ κι έχει σκοτώσει καμιά δεκαριά λυκόσκυλα κι όλοι φοβούνται να  βγουν έξω απ τα σπίτα τους απο τότε   που κάτι σκυλιά τον κυνήγησαν για να χαθούν σ' ένα δάσος πυκνό κι όταν γύρισαν ήταν αίματα γεμάτα παντού.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ

Αχ θέ μου ήταν υπέροχα στον Άγιο Δημήτριο και να φανταστείς ότι βαριόμουνα να σηκωθώ το πρωί, ουρές από τα ξημερώματα για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας, δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω να περιμένω,  καμάρες κι αψίδες, κολώνες άσπρες, αρχαίες με σχέδια στους κίονες ψηφιδωτά ψηλά στους τοίχους, κάτι Ρώσοι καλόγεροι με γενειάδες μακριές τεράστιες και σκούφους, κάνουν το σταυρό μ' εναν τρόπο περίεργο, παιδιά σε μπουλούκια από σχολεία, κορίτσια με φόρμες , μερικά είναι ωραία, ο κόσμος γονατίζει μπροστά στην εικόνα , σέρνουν τα χέρια πάνω της κι ύστερα στο μέτωπό τους, ψέλνουμε με τον Άρη, μου λέει '' Έχεις βελτιωθεί πολύ'' -κοίτα να δεις- σε μια φάση στεκόμαστε μπροστά στο εικόνισμα να πούμε το ''Άξιον εστί'' προς τιμή της νιώθω όμορφα πολύ, κάποιος μας λέει'' Μπράβο!'' ένα παιδί ύσηχο απο τη Κύπρο μαζί μας ο Βαρνάβας με φωνή χαμηλή, μου λέει πως έχει να πάει απ' το Καλοκαίρι στη Λευκωσία, όλοι κάνουν πέρα για να προσκυνήσουμε, πρόλαβα να δω το τζάμι,  κάτι πλαίσια χρυσά και τη φιγούρα στο μαυρισμένο ξύλο, σεκιουριτάδες αυστηροί από δίπλα,  ο ήλιος μπαίνει από ένα παραθυράκι ζωγραφίζοντας ανταύγειες στο μαρμάρινο  πάτωμα, ένας παππάς με θυμάται απο τότε που δούλευα στη Μητρόπολη, στο κήπό είχα πάει ένα απόγευμα κι όπως περνούσα απο κάτι υπόγειους διαδρόμους έπεσα πανω στον γέρο δεσπότη που τρόμαξε, γούρλωσε τα μάτια'' Ποιος είσαι εσύ;'' ο παππάς αυτός μούχε πει ''Θα έρχεσαι μονάχα το πρωί''.

Και να σκεφτείς ότι χτες ήμουνα χάλια έπρεπε να πάω σ' ένα δικαστήριο για μάρτυρας, ο τόπος εκεί αποπνέει άγχος, μυρουδιά τσιγάρου, γόπες στο πάτωμα , κάρτες ξεχασμένες στα καρτοτηλέφωνα , μηχανές ανίχνευσης σιδερικών, δικηγόροι με καμπαρντίνες σα μανδύες, δικαστές απηυδησμένοι, ένας Αλβανός μας έλεγε πως πέρασε τα σύνορα , ''...μισή ώρα δρόμος'' λέει, κάτι σκυλια τον πλησίασαν ''Τι να μου κάνουν''; ένα ταξί τον περίμενε απέναντι. Σε μια γωνία ένας τύπος ξερακιανός έχει λέει σκοτώσει τη γυναίκα, του έκανε τη ποινή του και βγήκε κάποια στιγμή,  τον ξανασέρνουν στα δικαστήρια για κάποιο λόγο, κανείς δεν τον πλησιάζει, τις νύχτες δε μπορεί να κοιμηθεί στο σπιτι του, τριγυρνάει σα φάντασμα. Ένας αστυνόμος παλιός μας λέει'' Οι Γεωργιανοί είναι οι πιο σκληροί'' άλλος ''Να φοβάσαι τους Ρώσσους '', ένας τρίτος''Από τους Έλληνες πιο μπαμπέσηδες δεν έχει'' κάτι γεροδεμένοι αστυνομικοί κουβαλούν έναν τύπο με χειροπέδες έχει λέει πυροβολήσει χωροφύλακα δεν πρόκειται να βγει αυτός, ένα κορίτσι πάει να του δώσει ένα δέμα, την σπρώχνουν βίαια μακριά ένα τηλεφώνημα για βόμβα, όλοι τσακίζονται να εξαφανιστούν, κατρακυλούν στις σκάλες, κάτι αναρχικοί τρελλαμένοι φωνάζουν συνθήματα, κλούβες καταφτάνουν, σειρήνες ουρλιάζουν, ματατζήδες με θώρακες και περηκνιμίδες έχουν στυαματήσει ένα φορτηγάκι διαλυμένο, κάτι λενε σε κάποιον μαυριδερό .Στις κρεμασμένες εφημερίδες ειδήσεις για γυναίκες που σκότωσαν τους συζύγους τους, αδέρφια που σκοτώνονται για κληρονομιές καταραμένες, στα STARBAΚCS αραχτοί τύποι με τρυπημένα φρύδια πιάνουν απο δυο καρέκλες, τα Notos galleries κλειστά, στα Hondos center έχουν γράψει ''Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ''

Αλλά σήμερα είμαι καλά, το πρωινό μ' έφτιαξε, ένα τύπος από τη SONY ΜΟΥ λέει'' Έλα να πάρεις το Μp3 σου'',  δεύτερη φορά που το διαλύω και μου το φτιάχνει τζάμπα γιατί παραδέχτηκα ότι το είχα ρίξει χάμω, αλλά ρε φίλε το είχα σμπαραλιάσει τι να πω.  Μ' ένα παιδί  περνούμε ανάμεσα από αμάξια στην Εθνικής Αμύνης καβαλώντας ένα μηχανάκι, είχαν πάει λέει μ' ένα σύλλογο μοτοσυκλετιστών στις ΄Αλπεις, τα μηχανάκια είχαν κλατάρει απο το αραιό οξυγόνο όπως οι άνθρωποι και μόνο ένας Ιταλός τρελλαμένος ανέβαινε γκαζωτός τις στροφές, είχε βάλει μια συσκευή τροφοδοσίας οξυγόνου στη μηχανή και δε καταλάβαινε τίποτα. Στις πλατείες αμαξάκια τηλεκατευθυνόμενα στροβιλίζονται, πιτσιρικάδες τρέχουν ξοπίσω τους , στα κομωτήρια ξανθά μαλιά τραβιούντα πίσω, ανταύγειες φουξ και πράσινες, κορίτσια με φιογκάκια στο λαιμό, πεταλουδίτσες για σκουλαρίκια,  τατουάζ στο σβέρκο σα barcode, μπουκαλάκια με νερό παγωμένο στο χέρι, ψηλαφούν κινητά.
Σ ένα αστικό μια γριά σακατεμένη παραπατά, κανείς δε κουνιέται απο τη θέση του, όπως είμαι ξενυχτισμένος κοιμάμαι όρθιος, ξυπνώ κάποια στιγμή, δεντρα και σπίτια τριγύρω,  ένα μέρος άγνωστο, ο ήλιος γίνεται καυτός όπως περνά μέσα από το τζάμι, όλοι έχουν κατέβει μονάχα η σακατεμένη γριά έχει απομείνει,''Μη γεράσεις'' μου λεει,   που είμαι πάλι.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

ΜΗ ΦΟΒΗΘΕΙΣ

Τώρα που ο φίλος μου  Ο Μάκης Τσίτας- Μάκη φιλιά πολλά - μ΄ αφήνει να γράψω για τη φοβερή ιστοσελίδα του το ΄΄Διάστιχο''  που κάνει θραύση, θα μπορούσα να γράψω για  βιβλία που με ξελάσπωσαν και για φράσεις και για κομάτια που καρφώθηκαν στο μυαλό σα μπετονόκαρφα. Βιβλία που μ' έσωσαν όταν κάποια μούλεγε'' Θα μείνεις μόνος΄΄ κι εγώ διάβαζα κάππου''  Σ' αυτούς που πιστεύεις δώστα όλα, όσους σε απογοήτευσαν αγνόησέ τους, δεν υφίστανται, δεν υπαρχουν΄΄,  βιβλία που διάβασα με κάποια στο Τσινάρι ένα απόγευμα, γύρω ήλιος σπίτια παλιά,  γκρεμισμένα, τούβλα κόκκινα , καρέκλες ψάθινες, δεν ήμουν ερωτευμένος πλέον αλλά στο στόμα υπήρχε μια γεύση γλυκιά όπως όταν πίνεις ένα κρασί ωραίο, κι ύστερα πηγαίναμε κάπου στα Μετέωρα, πίσω απ τη Νεάπολη, κάτι βράχοι υπήρχαν κατα κει, μεταλικά αντικείμενα γυάλιζαν στον ηλιο, περιστέρια πετούσαν ψηλά, αμάξια πηγαινοέρχονταν στον περιφερειακό, στις πολυκατοικίες πόρτες και παραθύρια άπειρα. Θα μπορούσα να γράψω για κάτι άλλα βιβλία που διάβαζα κάπου στα Διαβατά ένα μεσημέρι '' ότι είσαι χαμένος αν δεν αμυνθείς αυτό πια πρέπει να το καταλάβεις'',  τότε που κοίταζα εργάτες να σχολάνε πεθαμένοι από κούραση και να κοιμούνται στο αστικό με το στόμα ανοιχτό,  γύρω μυρουδιά υγραερίου από  το  Esso Papas, έργα παντού, γαλάζια βελάκια αραδιασμένα έδειχναν σε μια κατεύθυνση,  χαλίκια σκόρπια, στην άσφαλτο ρωγμές, λακούβες και καπάκια  αναπηδούσαν,  στο καθρεφτάκι τα μαύρα γυαλιά του οδηγού, αέρας γέμιζε σκόνη όλο το τόπο, το χυτήριο ''Αθάνατος''  που έφτιαχνε καμπάνες χάλκινες  κοντά στη γέφυρα του Κορδελιού, σ' ένα τοίχο ο μάγος της Χαλάστρας είχε γράψει'' Έχω φίλτρα πανίσχυρα, μπορώ να κάνω δύο αγνώστους να ερωτευτούν''.

Θα μπορούσα επιτέλους να γράψω για τους αγαπημένους μου το Γιώργο Ιωάννου που σηκώνονταν μες τ' άγρια χαράματα σα τρελλός να δει και να γράψει για την Ομόνοια και τον κόσμο της, τον Τσέχωφ που έγραφε ανάμεσα σε αιμοπτύσεις, το Σοστακόβιτς που συνέθετε στριμωγμένος στο καταραμένο κομουνιστικό του διαμέρισμα - ''είθε να πάει στη κολαση'' όπως έλεγε-  κι οι καλύτερες εμπνεύσεις τούρχονταν στη διάρκεια χαοτικών συνελεύσεων στη σκοτεινή  Σταλινική Ρωσσία.

Στο δικό μου το κεφάλι πάντως οι εμπνεύσεις κατεβαίνουν όπως βλέπω πράγματα τριγύρω, καπνούς να βγαίνουν από ψησταριές στο Καπάνι, μυρουδιές ούζου, φέτες λεμονιού στα τραπέζια, ένας αλκοολικός σηκώνει ένα μπουκάλι ρετσίνα και κατεβάζει γουλιές μεγάλες σα να πίνει κόκα- κόλα,
κάτω από ένα αμάξι πυρπολημένο βρίσκω ένα πενηντάευρο, πάω στη τράπεζα να πληρώσω μια δόση, αγωνία μέχρι να το δεχτεί το καταραμένο μηχάνημα, στην είσοδο γριές ψάχνουν κόκκινα φωτάκια, καταριούνται, κλωτσούν τα τζάμια. Στα πάρκα μπεκ ρίχνουν νερό από κατευθύνσεις αντίθετες, στους θάμνους μέσα γδυμένα  πορτοφόλια και τσάντες , τύποι τρομαχτικοί  με τατουάζ σ' ολόκληρο το σώμα, αυτιά τρυπημένα, μαμάδες σφίγγουν τα μωρά στην αγγαλιά σαν περνούν από δίπλα τους, κορίτσια βγαίνουν απο ζαχαροπλαστεία κρατώντας παγωτά, άσπρα χέρια,  δαχτυλιδάκια ψιλά στα δάχτυλα, κάποιος πρέπει να πει για όλα αυτά δε γίνεται να τ΄ αφήσεις να περάσουν έτσι.

 Τώρα πια θα μπορούσα να γράψω για και  βιβλία με τραγούδια Ινδιάνων πολεμιστών που πεθαίνουν στις πεδιάδες τις κυκλωμένες απο βουνά χιονοσκέπαστα΄΄Δε μου μένει καιρός πια να ζήσω, μάνα μπορείς να με κλάψεις'', μπορώ να γράψω για λευκώματα που κοίταζα σε μια παραλία, ο ήλιος έφτιαχνε μια γραμή απο αντανακλάσεις στο νερό, τα φύκια πήγαιναν κι έρχονταν με το κύμα, ψαράκια κολυμπούσαν ανάμεσα σε αχινούς κι εγώ έβλεπα σχέδια αρχαία χταποδιών πάνω σε σταμνιά κι  άλλα σχέδια πάνω σε κύπελλα χρυσά απ τις Μυκήνες κι άλλα σχέδια σε βράχους, αποτυπώματα χεριών σε σπηλιές, λιοντάρια πληγωμένα να ξεψυχούν σε τοίχους Ασσυριακών παλατιών κι άλλα σχέδια....
Τώρα πια θα μπορούσα να γράψω πολλά ατενίζοντας τους λάκους  και τα ρήγματα του μετρό, βλέποντας κράνη κίτρινα ανάμεσα σε αγωγούς σκουριασμένους, τοίχους αρχαίους να ξεθάβονται.
 Κι όταν τα παίζω πρέπει νάχω στο νου εκείνα τα λόγια'' ότι κι αν  συμβεί εσύ δε πρέπει να δείχνεις το φόβο σου'' και τα άλλα λόγια από τον Ιησού του Ναυί   ''Μή φοβηθείς μηδέ δειλιάσεις''...

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

ΦΥΓΑΣ

Στο σπίτι του παππού μου είχα δει τον Χάρρισσον Φορντ στο Φυγά να πηδά από κείνο το φράγμα στο κενό ενώ ο Τόμυ Λη Τζόουνς  τον έβλεπε να καταποντίζεται στην άβυσσο μαζί μετα νερά. Εκεί είχα δει και τον Αλ Πατσίνο με το απίστευτο βλέμα να φτύνει αίμα σ' εκείνη την αναθεματισμένη ληστεία στη ''Σκυλίσια μέρα'', τον Μπόμπυ ντε Νίρο - διάβολο να καταβροχθίζει το αυγό, κάτι ανεμιστήρες να γυρίζουν τρομαχτικά μούχουν μείνει στη μνήμη, κάτι ασανσέρ σκοτεινά τρομαχτικά, μια εκκλησία κάτι μάγισσες.. Εκεί είχα δει την Ούμα Θέρμαν στα  ντουζένια της να κάνει έρωτα με τον Ντε Νίρο και να τον ενθαρύνει  '' My hero!'' στο Mad dog και Gloria, ένα ελάφι στη μέση μιας διασταύρωσης στη Νέα Υόρκη τη νύχτα μου χει μείνει δε ξέρω γιατί απ αυτό το  έργο, ο Ντάστιν Χόφμαν κρατούσε το χέρι μιας κοπέλλας κάτω από ένα τραπέζι - ιδέα δεν έχω ποιο έργο ήτανε, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν κοίταζε με το μοιραίο βλέμα που μάρεσε πολύ τότε, καλόγεροι τυφλοί σε στοές μοναστηριών μεσαιωνικών συνομωτούσαν στο'' Όνομα του ρόδου''. Ούτε μια ταινία του Σκορτσέζε δε μου άρεσε, όλες νευρωτικές, όλες αρωστημένες, το ''Στη φωλιά του κούκου '' πατάτα μεγάλη, το Chinatown πολύ καλύτερο, πάλευα να το τελειώσω ένα μεσημέρι. Θυμάμαι ένα βράδυ προτού αποκοιμηθώ  και το κλιπάκι με τον Ντέιβ στιούαρτ να κοπανά τη κιθάρα του κι εκείνη τη ξανθιά κουκλάρα να λικνίζεται φυσσώντας στο σαξόφωνο το ''Lily was here''.

 Η Χριστίνα έφευγε για τους δικούς της στη Βέροια κι εγώ καθόμουν μέχρι αργά, στο διαμέρισμα της Μουσσών στο Κουλέ Καφέ. Ο παππούς μου ξυπνούσε τη νύχτα, έριχνε μια χούφτα φλαμούρι απο το δέντρο μας στο χωριό στη κατσσαρόλα κι αποκοιμιόταν ξανά καθώς το νερό έπαιρνε  εκείνο το βαθύ κόκκινο χρώμα όπως έβραζε. Ένα πρωί είχα βρέι το μάτι πυρωμένο έτοιμο ν' ανατιναχτεί, είχε γυρίσει μονάχα το κουμπί χωρίς να βάλει τίποτα πάνω του . Μούλεγε τις δικές του ιστορίες αυτός για τον πατέρα του που δούλευε στα καπνομάγαζα της Καβάλας προπολεμικά κι οι Γερμανοί έμποροι τούδιναν μια λίρα χρυσή κάθε χρόνο γιατί ήταν ο πρώτος που έδενε ένα δέμα καπνού, ήταν γρήγορος πολύ. Κατόπι πήγαινε με τους Γερμανούς για κυνήγι στο βάλτο των Φιλίππων, που έιχε τότε πουλιά και βίδρες άφθονες προτού αποξηρανθεί. Κοιμόταν σε κάτι καλύβες το βράδι που επέπλεαν πάνω στα νερά της λίμνης. Μούλεγε ο παππούς μου και για την Αλβανία όπου πολέμησε κάτι Κρητικοί θέλανε να σκοτώσουν καμια δεκαριά αιχμαλώτους  τα είχε πάρει στο κρανίο δε τους άφησε. Με τη κατάρευση του μετώπου τον είχε μαζέψει ένας Γερμανός μισοπεθαμένο απ την ακρη του δρόμου κάπου στη Κατάρα και τον έβαλε στο τρίκυκλό του.

Σαν γύριζε η Χριστίνα κοιμόμουν στο σπίτι της και τα πρωινά έτρεχα γαι την Άνω Πόλη κοιτάζοντας τα κατεβασμένα ρολά της Εθνικής τράπεζας καλυμένα από στρώσεις αλεπάληλες γκράφιττι, τύποι με μάσκες στο στόμα διέσχιζαν το δρόμο, καφενεία κλειστά, φωτισμένα, καρέκλες στοιβαγμένες πάνω σε τραπέζια, ανθοπωλεία με βιτρίνες γεμάτες χρυσάνθεμα πελώρια, άσπρα, κίτρινα και βυσσινιά, κάτι συνεργεία ασφαλτόστρωναν τα στενά μες το ξημέρωμα, διαφημίσεις στις στάσεις για μαθήματα Ιαπωνικών, Κινέζικων, Αραβικών κι άλλων γλωσσών ακατάληπτων, γυναίκες με πόδια μακριά και τακούνια  περπατούσαν στα καλντερίμια ''τακ- τουκ'' σαν άλογα πεταλωμένα, στις πόρτες των ταξί διαφημίσεις πανεπιστημίων Εγγλέζικων, μια γριά  σαλταρισμένη παραμιλούσε, ''Δε μας αφήνουν στη υσηχία μας, μας ψεκάζουν, να πάνε στα χωριά τους,  στον ήλιο μοίρα να μη δούνε!''

Βλέπω τώρα κόσμο στα μαγαζιά που νοικιάζουν ταινίες κι αναρωτιέμαι τι ψάχνουν, δε θέλω ούτε να μπω μέσα δύσκολα πολύ να μου κάνει κάτι αίσθηση.
Τον παππού μου τον βλέπω στον ύπνο μου ταχτικά είναι το ίδιο όνειρο σχεδόν πάντα  με παραλαγές, τρέχω στο σπίτι του να προλάβω, να του κάνω παρέα, να του πάρω τα φάρμακα του, να καθήσω μαζί του, τον βρίσκω βυθισμένο στη πολυθρόνα, τα χέρια ανάμεσα στις παλάμες, αξύριστος ''Άργησες πολύ ''- '' Ρε παππού δε γίνεται αυτό αφού έχεις πεθάνει'',  αυτός με κοιτά με απορία ''Σοβαρά μιλάς!!!''

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΕΑΡ

Πρωϊνό Κυριακής, με το Μαργαρίτη πάμε σε μια εκκλησία , ατμοί βγαίνουν ανάμεσα στις σαρκοφάγους στο προαύλιο του αρχαιολογικού μουσείου από το σύστημα θέρμανσης, πάπιες πεταρίζουν στα πάρκα, στο Ναυαρίνο ζητιάνοι κοιμούνται σε παγγάκια, τριγύρω βόσκουν κοράκια , περιστέρια και κάτι άλλα πουλιά περίεργα με φτερούγες πιτσιλωτές, ξενυχτισμένοι τύποι στα γραφεία κηδειών, στοίβες χαρτάκια μπροστά στα ΑΤΜ, καθαρίστριες με γαλάζιες ποδιές και γάντια πλαστικά στις εισόδους των πολυκατοικιών, γυναίκες ξεριζώνουν λουλούδια από ένα πάρκο, Βούλγαροι ψάχνουν στους κάδους, σκίζουν σακούλες με κάτι σιδερένια εργαλεία, στα τυροπιτάδικα κερνούν ένα κυπελάκι πλαστικό γκαζόζα με τρία παγάκια να επιπλέουν, κάρτες ξεχασμένες στα καρτοτηλέφωνα, τα φώτα σβήνουν στα στενά στις εφτά και πέντε.

Σταματάμε στην Ιασωνίδου, ο Μαργαρίτης έχει πάρει φόρα απαγγέλει ψαλμούς του Δαυίδ που τους ξέρει απ' έξω  ''συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος...''  -  ''περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου δυνατέ...''- '' τόξον συντρίψει και συνθλάσει όπλον και θυρεούς κατακαύσει εν πυρί..'' -  ''πυρ ενώπιον αυτών καυθήσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα'',  πίσω κάποιος μας κορνάρει ο Μαργαρίτης στο κόσμο του.
 Στην εκκλησία περνούμε από το καμαράκι όπου εξομολογούνται διάφοροι και τα μαλιά του παππά Θανάση φυλλοροούν μ' αυτά που ακούει, ζέστη όπως ψέλνουμε, ιδρώνουμε, το air condition μας χτυπά, ρίγος με πιάνει, ένα κρανίο έχουν φέρει κάποιου αγίου σε μια θήκη επάργυρη, ένας γέρος πάει να προσκυνήσει, σκοντάφτει πάει να τσακιστεί, έρχονται γυναίκες να τον κρατήσουν, γίνεται σούσουρο, ο παππάς μας λέει για τον Διονύσιο  τον Αρεοπαγίτη,  ήταν λέει στη Παλαιστίνη το καιρό της σταύρωσης, τότε που η σελήνη έτρεχε να σκεπάσει τον ήλιο και σκότος περιέβαλε τη γη κι όλοι είχανε πάθει πλάκα μ'  αυτά που γίνονταν. Μια άλλη  ομιλία γίνεται μετά, βαριέμαι αφόρητα, ο Μαργαρίτης κάνει ερωτήσεις, εγώ σκέφτομαι τα κεράσματα, ένας γέρος στο προαύλιο έχει ρημάξει έναν βασιλικό κόβει κλωνάρια δεν άφησε τίποτα.

 Μεσοβδόμαδα είχα  μια  μέρα δύσκολη , είμαι μ' ένα πιτσιρικά δε μπορώ να τον κουμαντάρω, στο τέλος του αδειάζω στο κεφάλι το κουβά με τα σκουπίδια ''Μάζευε τα τώρα μου λέει'',  έχει ένα πιάτο με πατάτες και κρέας μπροστα του, δε πρόλαβε να φάει, το κοιτάζω ΄΄Θες να αλάξουμε με το γλυκό μου;'',  δέχεται,  εγώ έχω φάει ένα κέικ υπέροχο σ' ένα σπίτι προηγούμενο μ' ένα ποτήρι γάλα δροσερό, ο μικρός μου λέει για το Καλοκαίρι, σε μια παραλία περίμενε το κύμα ορμητικό να τον σκεπάσει, έτρωγε θάλασσα και γελούσε, γελάμε, χτυπά το τηλέφωνο, ο παππά Θανάσης μου λέει ότι έχουμε αγρυπνία, ''Ωχ!'' σκέφτομαι αλλά δε μπορείς να του πεις όχι, άντε λοιπόν υπερωρίες για απόψε, όχι ότι με χαλάει.
Είμαι μοναχός με τον Μαργαρίτη αλλά είναι απίστευτα φάλτσος, δεν έχω ένα ισοκράτημα, φοβάμαι το χερουβικό, αλλά  θα το φάω ζωντανό, μετά απελευθερώνομαι, στο'' σε υμνούμεν'' οι γυναίκες γονατίζουν στο ''Άξιον εστί'' τα δίνω  όλα έχω δει πως το κάνουν, άμα έχεις μεγαλώσει και στις εκκλησιές στο χωριό σου κυλάει στο αίμα σου, ένας τύπος με κοιτάζει, στο τέλος λέμε κι έναν ψαλμό του Δαυίδ, αυτούς που έπαιζε με τη κιθάρα στον Σαούλ μπας και τον υσηχάσει  μα αυτός λυσσασμένος από ζήλεια,  του είχε αμολήσει  το κοντάρι του που καρφώθηκε στο τοίχο πάνω απο το κεφάλι του παιδιού.
 Σχολάμε κατά τις δωδεκάμιση μαίνουμε στο αμάξι μου λέει για το ταξίδι του στον Καναδά, κάθε μέρα ξυπνούσε στις  πέντε το πρωί για μια βδομάδα ώσπου να συνέλθει, στον υπόγειο  στο  μετρό, χάθηκε του είχαν πει να κατέβει απο τη μπροστινή πόρτα αλλά ήταν κλειστή από κάτι έργα, κατέβηκε αλλού,  γύρω μαύροι κι Ασιάτες μιλιούνια,  θόρυβος, βουητό, διαφημίσεις, ένας περίεργος τον πλησίασε, τον βρήκαν ύστερα από ώρες σ' ένα πάγκο να διαβάζει το ψαλτήρι.

''Πες κάνα στίχο να στανιάρουμε'' του λέω οπότε αρχίζει  ''άβυσσος 'αβυσσον επικαλείται εις φωνήν των καταρακτών σου...''- '' ο θεός συνέτριψε τους οδόντας αυτών,.. τας μύλας των λεόντων συνέθλασεν ο κύριος...'' - '' του στρέψαντος την πέτραν εις λίμνας υδάτων και την ακρότομον εις πηγάς υδάτων...''-  ''άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού '' -  ''συ συνέθλασας την κεφαλήν του δράκοντος,  συ διέρηξας πηγάς και χειμάρους συ εποίησας πάντα τα ωραία της γης θέρος και έαρ...''. 
Κοιτάζω πίσω πολυκατοικίες φωτισμένες κι άλλες σκοτεινές κυκλώνουν την εκκλησία, ταξιτζήδες κολούν μια ξανθιά σε μια πιάτσα μπροστάμας , ένας αστερισμός αχνοφαίνεται κατά το βορρά, ένα αεροπλάνο με τα φώτα αναμένα πετά από πάνω μας....

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...