Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΑΝΕΜΟΣ ΣΤΙΣ ΙΤΙΕΣ

 

Στη Σκύρο φυσούσε πολύ δυνατός αέρας,  το μελτέμι του Αυγούστου  που πιάνει από τα βόρεια  και χαλά τον κόσμο,  έπρεπε να βρουν ένα λιμάνι ν’  αράξουν τα σκάφη τους  αλλά ήταν πολύ δύσκολο να προσεγγίσουν,  τότε ένας ψαράς που είχε δέσει τους φώναξε  να πάνε στη νότια πλευρά,   σ’  ένα λιμανάκι με τρεις βράχους στην είσοδο του,  «εκεί πέρα  δε φυσά » τους είπε «γιατί  ο αέρας που έρχεται από τη στεριά είναι μαλακός»,  εκεί θα μπορούσαν να σταματήσουν με την ησυχία τους . Και όντως,  εκείνο το λιμανάκι που βρήκαν περιπλέοντας το νησί  ήταν σα φωτογραφία από περιοδικό ,  δεν υπήρχε ο παραμικρός κυματισμός ,  έδεσαν εύκολα κι όταν βούτηξαν στα καθαρά νερά  δεν μπορούσαν να το πιστέψουν,  υπήρχαν εκεί πέρα χιλιάδες ψάρια μικρά και μεγάλα όλων των ειδών κι όλων των χρωμάτων,  είχαν βρει κι εκείνα καταφύγιο εκεί πέρα,  έβγαλαν γρήγορα τις πετονιές και δεν προλάβαιναν να βγάζουν και να ψήνουν, είχαν περάσει υπέροχα εκείνη τη μέρα .

Από τότε που είχε σταματήσει τη δουλειά περνούσε πολύ ώρα με το σκάφος του, ένα εγγλέζικο από τα καλύτερα που μπορούσες να βρεις,  το είχε χρυσοπληρώσει όμως τα έβγαζε τα λεφτά του. Ένας γνωστός του είχε προτείνει να πάρει  ιστιοφόρο   όμως εκείνος δεν ήθελε  σκάφος με πανιά,  ήταν σκέτος μπελάς  κι ο μόνος λόγος  που τα αγόραζαν ήταν   για να κάνουν οικονομία   επειδή δε χρησιμοποιούσαν τις μηχανές και δεν ξόδευαν πετρέλαιο . Στο ιστιοφόρο  όμως πρέπει   να έχεις το νου σου όλη την ώρα,  παντού πάνω στο κατάστρωμα υπάρχουν  σκοινιά και μπορεί  να γλιστρήσεις ή να σε χτυπήσουν καθώς ανεβοκατεβαίνουν,  και να σε σακατέψουν, πρέπει  να φοράς ειδικά παπούτσια, σκληρά, είναι μπελάς μεγάλος  ενώ με το μηχανοκίνητο ένιωθε  άρχοντας καθόταν εκεί στο fly bridge  με τον ναυτικό χάρτη  κι ήταν σα να ονειρεύονταν .

 Όταν το είχε αγοράσει το παρέλαβε μαζί  μ’ έναν γέρο  καπετάνιο, είχαν  ταξιδέψει μαζί μέχρι τη Σαλονίκη για  να το μάθει.  Ξεκίνησαν  από τη Ραφήνα και πέρασαν από τον Ευβοϊκό γιατί ανοιχτά από το  Καβοντόρο ήταν ζόρικα. Στον κόλπο του Ευβοϊκού συνέβαινε το εξής,  το νότιο τμήμα ήταν φουρτουνιασμένο γιατί οι αέρηδες  από τα  βουνά περνούσαν  το φρύδι των ορέων και ξεσπούσαν εκεί πέρα μανιασμένοι,  ενώ το βόρειο τμήμα ήταν προφυλαγμένο κι έμοιαζε με λίμνη . Ταξίδευαν νύχτα  έχοντας για σημάδια ένα φωτάκι κόκκινο από τη μια μεριά που ήταν ο φάρος, κι ένα άλλο πράσινο από τη μεριά  του πελάγου  όμως  όπως αρμένιζαν άκουσαν ένα ήχο σα γδούπο κι έτρεξαν στην πλώρη να δουν τι συμβαίνει,  είχαν βγει στα αβαθή γιατί ένας ηλίθιος είχε εκεί πέρα ένα μπαράκι  με φώς  που έμοιαζε με φάρο,  εξαιτίας του είχαν εξοκείλει  ένα σωρό καράβια  ενώ το λιμενικό ήταν στον κόσμο του και δεν έκανε τίποτα.  Ευτυχώς οι προπέλες δεν είχαν πάθει ζημιά και συνέχισαν κανονικά, παρά το λάθος του ο γέρο καπετάνιος ήξερε ένα σωρό πράγματα και του έδειχνε όλη την ώρα  τι να προσέχει καθώς στέκονταν στη γέφυρα διασχίζοντας τον θαλάσσιο χώρο πάνω από τις Σποράδες. Ύστερα από κείνο το ταξίδι ένιωθε ότι μπορούσε να τα καταφέρει πια,  βέβαια για να πάρει την άδεια είχε παρακολουθήσει  κάτι μαθήματα για το πώς να διαβάζει  ναυτικούς χάρτες,   πως να βρίσκει τον προσανατολισμό του,  πως να καταλαβαίνει τις αλλαγές του καιρού,   αλλά τα πιο πολλά τα είχε μάθει στη διάρκεια των ταξιδιών του… 

Κάθε χρόνο, εκεί γύρω στα τέλη το Ιουνίου, γέμιζε το καράβι  με εφόδια,  έπαιρνε την οικογένεια του  και μαζί μ’ ένα φίλο  που είχε κι εκείνος ένα ωραίο  πλοίο,  αλώνιζαν το Αιγαίο. Η γυναίκα του που είχε καλλιτεχνική φύση, πρότεινε ένα όνομα που του άρεσε, ΑΝΕΜΟΣ ΣΤΙΣ ΙΤΙΕΣ,  όλοι όσοι το έβλεπαν γραμμένο  στα  πλαϊνά  του σκάφους  αναρωτιούνταν πως είχε σκεφτεί τέτοια παράξενη ονομασία.  Με τον καιρό είχε γίνει πολύ καλός κι έμαθε πως  να προσεγγίζει τις ακτές και τα λιμάνια, γύριζε το σκάφος με την  όπισθεν,  το έφερνε ακριβώς στην απόσταση που ήθελε,  και  τότε με μια μανούβρα πήγαινε  στο σημεία ακριβώς που χρειάζονταν,  πετούσε στη στεριά το σκοινί και βουτούσε για να το δέσει σε κάποιο δέντρο ή σε κάποιο γάντζο που ήταν φυτεμένος στο τσιμέντο. Μια χρονιά που είχε πάει στη Σκιάθο  ένας λιμενικός τον είχε πάρει μάτι και του είπε να μην πλησιάσει γιατί δεν υπήρχε μέρος  στο λιμάνι,   ήταν  γεμάτο από βάρκες και πλοία,  εκείνος όμως είδε ένα κενό και τράβηξε κατά κει,  ο λιμενικός που ήταν φιλότιμος έτρεξε να τον βοηθήσει,  τον είδε να κάνει τη μανούβρα που ήξερε και να το χώνει ακριβώς στο κενό που υπήρχε  «ρε φίλε σε παραδέχομαι! του φώναξε. 

Μια άλλη φορά, εκεί κοντά  στα μέσα  του Αυγούστου,  όπως  περνούσε από την Πάτμο στην Αμοργό   έπιασε ένα μελτέμι τόσο δυνατό που το σκάφος δεν προχωρούσε καθόλου. Η  απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη όμως είχε κάνει το λάθος να πλέει κάπου 500 μέτρα από τη στεριά,  τα κύματα  πού έρχονταν από κει ταρακουνούσαν το σκάφος ενώ  την ίδια ώρα ο  βορειανατολικός άνεμος τον χτυπούσε από την άλλη σηκώνοντας το πλοιάριο  στον αέρα σα να ήταν παιδική  βαρκούλα,  ήταν μια δύσκολη στιγμή.  Καθώς βρίσκονταν στ’  ανοιχτά και  τα κύματα έφταναν μέχρι τα  γένια του,   δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω κι  όλη την ώρα σκεφτόταν  τα μικρά παιδιά του που δεν καταλάβαιναν τι συμβαίνει κάτω στην καμπίνα  ενώ η γυναίκα του που  αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο  είχε τρομάξει άσχημα. Για μια στιγμή τα  ‘χασε όμως μετά ηρέμησε και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Το κόλπο ήταν να πλοηγείς απέναντι στα κύματα σε γωνία 45 μοιρών,  όταν σε χτυπούν από αυτή τη γωνία  δεν έχουν δύναμη κι έτσι μπορείς να χαράξεις μια πορεία σταθερή.  Αυτό ακριβώς είχε πει κάποτε σ’ ένα φίλο του Φλωρινιώτη, γιδοβοσκό,  στη Βουρβουρού που ξανοίχτηκε για να περάσει απέναντι αλλά ήταν τόσο άσχετος που πήγε κατευθείαν πάνω στο μπουρίνι. Είχε γυρίσει πίσω αλλά ήθελε  οπωσδήποτε να  δοκιμάσει ξανά κι αυτός του είχε εξηγήσει  το κόλπο με τη γωνία των 45 μοιρών που μάλιστα πρέπει να την αλλάζεις κάθε φορά ανάλογα με την πορεία του ανέμου και αν κινείσαι  σε μια πορεία κάπως ελικοειδή.   Τελικά είχε πέρασε αντίκρυ ο Φλωρινιώτης και του τηλεφώνησε για να του πει  «μ’  έσωσες,  έκανα όπως μου είπες και βγήκα  !» . Ήξερε λοιπόν ότι κι αυτή τη φορά έπρεπε  να κάνει κάτι παρόμοιο,  παρακολούθησε λίγο την κατεύθυνση των κυμάτων ,  έβαλε το καράβι σε ανάλογη ρότα και σιγά - σιγά πλησίασε  την Αμοργό.   Παρόλο που φυσούσε,   ο ήλιος ήταν τόσο δυνατός που έκαιγε το σώμα του,   έβαλε ένα φανελάκι και το καπέλο του και λίγο –λίγο   κατάφερε να βγει σe μια ακτή με λίγη άμμο κάπου κοντά  στο μοναστήρι.   Από τότε πρόσεχε πολύ προτού ανοιχτεί ακόμα κι όταν ο καιρός φαινόταν καλός.

Ήταν ωραία εκείνα τα χρόνια,   ήταν ακόμα πολύ νέος όμως δουλεύοντας ώρες ατελείωτες είχε καταφέρει να μαζέψει κάμποσα χρήματα και τότε αποφάσισε ότι  ήθελε να κάνει κάτι άλλο ή μάλλον να μην κάνει τίποτα.  Οι δουλειές είχαν αρχίσει να φθίνουν  καθώς η αγορά γέμιζε από κινέζικα κι εκείνος έφυγε την ώρα που έπρεπε. Τον πρώτο χρόνο η αίσθηση ήταν υπέροχη,  μετά από μια δεκαπενταετία που έτρεχε σαν τρελός  ήταν ευτυχία να μην έχει να σηκωθεί κάθε πρωί για να τρέξει να βρει  αντιπροσώπους σε όλη την Ελλάδα,  από τα Γιάννενα μέχρι την Κρήτη. Ά,  ήταν φοβερή εκείνη η χρονιά που γύρισε όλα  τα νησιά  και είδε ένα σωρό καινούρια μέρη,  εκτός από το ιστιοπλοϊκό είχε μανία και με το φαγητό,  σε κάθε λιμάνι ζητούσε να μάθει που βρισκόταν το καλύτερο εστιατόριο,  στην Άνδρο που είχαν  καθίσει να φάνε   ζήτησε μια καρμπονάρα κι όταν του την έφεραν ένιωσε ότι κάτι έλειπε, ήρθε ο σεφ και του είπε  «περίμενε», πήρε ένα αυγό από την κουζίνα,  το έσπασε μπροστά του,   το έριξε μέσα στα καυτά μακαρόνια και ανακάτεψε τα ζυμαρικά  με μια ξύλινη κουτάλα , το αυγό  ψήθηκε αμέσως και η μακαρονάδα πήρε την γεύση που έπρεπε «τώρα μάλιστα!»  φώναξε αυτός  μόλις έβαλε μια πιρουνιά  στο στόμα του.

Ήταν φοβερή  η πρώτη χρόνια που δεν δούλευε,  το ίδιο και η δεύτερη αλλά την τρίτη άρχισε να βγάζει αφρούς,  δεν μπορούσε να μη δουλεύει και να κάθεται αργόσχολος,  ήταν τόσο νέος ακόμα,  έτσι ξεκίνησε πάλι μια καινούρια επιχείρηση  που την έστησε από την  αρχή και τα είδε όλα μέχρι να τη στρώσει . Κάποια στιγμή τα παιδιά του μεγάλωσαν  κι είχαν αναλάβει εκείνα όλα τα πόστα οπότε είχε πλέον χρόνο ελεύθερο. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν χρησιμοποιούσε το  ιστιοπλοϊκό που  το είχε τυλιγμένο σε νάιλον στην αποθήκη. Λόγω της καινούριας του δουλειάς ήταν απασχολημένος τα καλοκαίρια περισσότερο,  μόνο  το χειμώνα, μερικές φορές, έπαιρνε το καράβι κι έκανε  βόλτες γύρω απ το λιμάνι της Θεσσαλονίκης,  είχε ανακαλύψει έναν  ψαρότοπο  σ’ ένα σημείο πάνω από κάποιο ναυάγιο πολύ παλιό,  εκεί πάντα έβγαζε πολύ πράμα,  τότε δεν υπήρχαν  πολλοί  ψαράδες και τα ψάρια πλησίαζαν τις ακτές ενώ το καλοκαίρι που η θερμοκρασία του νερού ανέβαινε έφευγαν κατά τα βαθιά…

Μια μέρα ξύπνησε πολύ πρωί  και πήγε στην προβλήτα όπου είχε δεμένο το καράβι.  Ανέβηκε κι έβαλε μπρος τις μηχανές που τις συντηρούσε τόσον καιρό χρόνια πληρώνοντας ένα κάρο λεφτά στους μηχανικούς,  μόλις έπιασε το τιμόνι ένιωσε εκείνο το συναίσθημα που αισθάνεσαι όταν βρίσκεσαι στη θάλασσα και νομίζεις  ότι μπορείς ταξιδέψεις σ’ όποια κατεύθυνση θέλεις,  ά,  του είχε λείψει πολύ αυτό ! Ανοίχτηκε μαλακά και διαπίστωσε ότι το σκάφος δεν είχε χάσει καθόλου την ικανότητα του να γλιστρά στα νερά,  ήταν άνοιξη κι ο καιρός είχε αρχίσει να φτιάχνει οπότε προχώρησε  μέχρι τη μέση του κόλπου,  εκεί που  ήξερε ότι βρισκόταν το ναυάγιο.  Από το σπίτι του που ήταν  ψηλά σε μια πολυκατοικία,  το χάζευε πάντα εκείνο  το σημείο,  έβλεπε κάτι βάρκες πάντα να βρίσκονται  εκεί, ήταν κάτι ψαράδες από την απέναντι ακτή που είχαν ανακαλύψει τον ψαρότοπο.

Καθώς ήταν μεσημέρι με  θερμοκρασία ασυνήθιστα υψηλή, γύρω δεν υπήρχε κανείς ούτε οι βάρκες των ψαράδων που τις έβλεπε μόνιμα αραγμένες εκεί πέρα.  Ένιωσε την ανάγκη να βουτήξει στο νερό,   έβγαλε τα ρούχα,  φόρεσε το μαγιό του κι έπεσε απαλά  στη  θάλασσα να δει τι υπήρχε από κάτω.  Το ναυάγιο φαίνονταν  πολύ καθαρά,  πρέπει να βρίσκονταν εκεί καμιά πενηνταριά χρόνια,  είχε ακούσει  την ιστορία,  ήταν  λέει ένα ρώσικο εμπορικό που είχε πάθει μια ζημιά,  είχαν πάρει φωτιά οι μηχανές του και δεν μπόρεσαν να  το σώσουν, έτσι  βυθίστηκε και τα ψάρια είχαν βρει καταφύγιο στις κάμαρες και στα αμπάρια του.  Για κάποιον λόγο το νερό ήταν εξαιρετικά διαυγές,  τόσο καθαρό που μπορούσες να δεις γύρω σε μεγάλη απόσταση. Μικρούτσικα  ψάρια με  χρώματα περίεργα  έκοβαν βόλτες ανάμεσα στις λαμαρίνες κοιτάζοντας τον, οι ακτίνες του ήλιου που κύρτωναν πάνω στην υγρή επιφάνεια δημιουργούσαν  άπειρα σχέδια πάνω στη άμμο του βυθού ενώ  τα πρασινοκίτρινα  φύκια άπλωναν αργά τα πλοκάμια τους,   στη διάρκεια του ενός λεπτού  που έμεινε κάτω από την επιφάνεια έκανε τη σκέψη ότι κάπως έτσι πρέπει να έμοιαζε ο παράδεισος.

 Καθώς τελείωνε ο αέρας από τα πνευμόνια του αναδύθηκε σιγά -σιγά βγάζοντας μπουρμπουλήθρες από το στόμα,  όταν έβγαλε το κεφάλι του  είδε  μια μελαχρινή γυναίκα με πολύ μακριά μαλλιά να στέκεται πάνω στο νερό σα να πατούσε πάνω σε μια στέρεη βάση,  δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τα χαρακτηριστικά της γιατί ο  ήλιος βρίσκονταν ακριβώς πίσω της και τον θάμπωνε,  ήταν σίγουρος  ότι  κάπου την είχε δει εκείνη τη γυναίκα αλαλ δεν μπορούσε να θυμηθεί που,  ασυναίσθητα έκλεισε τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο κι όταν τα άνοιξε  δεν υπήρχε τίποτα μονάχα ο ήλιος που τον χτυπούσε κατάματα και τον τύφλωνε.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...