Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

ΒΑΝΙΛΙΑ ΠΑΓΩΜΕΝΗ

Ένα αεροπλάνο πετούσε  ψηλά, τόσο ψηλά,  που ζαλιζόσουν να το δεις εκεί πάνω καθώς περνούσε   ακριβώς στη  μέση των παράλληλων  γραμμών  που ορίζονταν από δυο πολυκατοικίες,  ένας τύπος που πουλούσε  μπουκέτα από  βιόλες  σε μια γωνιά σήκωσε το κεφάλι να δει το ιπτάμενο όχημα που έσκιζε τον ουρανό, κάτι  κορίτσια που φορούσαν στο χέρι  βραχιολάκια   χρωματιστά για να μη τα  κάψει ο ήλιος,  σήκωσαν κι εκείνα το κεφάλι  να δουν το αεροπλάνο που χάραζε μια γραμμή στους αιθέρες πάνω  από τις  ανθισμένες  δαμασκηνιές του δρόμου...

Σήκωσε το κεφάλι κι αυτός  και είδε το σκάφος να ίπταται στο διάστημα  μέσα σ’ ένα πανόραμα που ανοίγονταν μπροστά στα μάτια του, ξεκινώντας κάθε πρωί για τη δουλειά  έβλεπε από το σπίτι του βουνά  χιονισμένα,  τη  θάλασσα,  τα  σύννεφα,  τον  ήλιο, το άσπρο φεγγάρι που σεργιάνιζε ακόμα ξεχασμένο εκεί πάνω,  γι’  αυτό είχε διαλέξει το σπίτι του όταν το  αγόρασε,  το είχε δει κάτω απ’  την παραλία να χτίζεται και το στάμπαρε,  ανέβηκε με  τα πόδια στο λόφο όπου έφτιαχναν την πολυκατοικία κι έδειξε   στον εργολάβο το ρετιρέ:  ‘’Αυτό θέλω !’’του είπε.

Το αεροπλάνο σιγά - σιγά χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα κατά τα βουνά  που ήταν στεφανωμένα από χιόνια σα να φώναζαν: ‘’Ο χειμώνας είναι ακόμα εδώ !’’  αν και παντού έβλεπες την  άνοιξη  να μπαίνει  ορμητικά. Στα στενά  απ’ όπου περνούσε  κατεβαίνοντας  για την πόλη,  δεντράκια μπουμπούκιαζαν ανάμεσα στα χαλάσματα, στα παρτέρια   υάκινθοι   κόκκινοι  κι άσπροι , οι γυναίκες οι  πιο θερμόαιμες τα πετούσαν όλα έξω καθώς είχαν ανάψει από τώρα,  στα πάρκα  δεντράκια πλημμυρισμένα  από άνθη   μικρούτσικα έφτιαχναν ένα τοπίο που θύμιζε κήπο γιαπωνέζικο,  τόσο όμορφα  ήτανε, σκύλοι έτρεχαν στο χορτάρι μπροστά από τα αφεντικά τους ενθουσιασμένοι σα να πανηγύριζαν.

Κάθε πρωί  άνοιγε το μαγαζί και ξεκινούσε, έπειτα από τόσα χρόνια  είχε τη ρέγουλα του, έπρεπε  ν’ ανάψει πρώτα τα κάρβουνα  ψάχνοντας στη στάχτη για όσα είχαν μείνει ζωντανά και  να τα βάλει να πυρώσουν, τη Δευτέρα ειδικά τα κάρβουνα είχαν σβήσει μετά από την αργία κι έπρεπε  να βάλει μπρος απ’  την αρχή,  ετοίμαζε έπειτα  τις  σούβλες και τις σχάρες,  μετά έπρεπε  να ετοιμάσει τους κιμάδες,   τα κοτόπουλα,  τα χοιρινά,  να τα  μαρινάρει,  να τα κόψει μ’  κείνο το τεράστιο μαχαίρι,  το κοφτερό,  που έμοιαζε με σπαθί,  να τα στερεώσει, να τα ταιριάξει,  να τα ανεβάσει και να είναι έτοιμος κατά  τις έντεκα που ερχόταν οι πρώτοι πεινασμένοι.

Κάποτε ήθελε να μπαρκάρει αλλά  τελικά το μετάνιωσε, στο  στρατό τον φώναζαν  νωχελή, δε χωρούσε σε καμιά νόρμα,  όλο καμπάνες έτρωγε από τον λοχαγό που ούτε να τον δει δεν ήθελε,  αυτός  ήταν χαμένος πάντα,  κάτι τραγούδια περίεργα άκουγε  συνέχεια που κανένας δεν τα ήξερε, ήταν κάπως ονειροπόλος,  κάπως φευγάτος όμως του άρεσε η δουλειά που έκανε. 

Το χειμώνα δεν είχε και τόσο κόσμο,  με το που έφτιαχνε ο καιρός  καλυτέρευαν τα πράγματα, οι άνθρωποι  καθόταν έξω κι απολάμβαναν  τη λιακάδα τσιμπολογώντας. Η  άνοιξη ερχόταν πια  όμως παντού όπου πήγαινες  ένα πράγμα παράξενο  διαχέονταν στον αέρα,  όλοι ανησυχούσαν, όλοι  έμοιαζαν  τρομαγμένοι,  το παραμικρό προκαλούσε την αγωνία τους,  με το ελάχιστο πανικοβάλλονταν.  Στο δρόμο οι αστυνομικοί είχαν χαθεί, πρεζόνια και τύποι μαυριδεροί  κυκλοφορούσαν ύποπτα λοξοκοιτώντας τους περαστικούς, μιλούσαν   γλώσσες ξένες και δεν μπορούσες να καταλάβεις τι στο διάβολο λέγανε.  Γέροι διέσχιζαν τις διαβάσεις  με κόκκινο, αμάξια  παρκάριζαν στη μέση  των δρόμων, τα αστικά αργούσαν απελπιστικά και   δε μπορούσες να πας πουθενά στην ώρα σου,  όταν ερχόντουσαν ήταν  φουλαρισμένα τόσο  που μπορούσες να σκάσεις εκεί μέσα!  Λακκούβες τεράστιες είχαν ανοιχτεί  στην άσφαλτο και κανείς δε νοιάζονταν να τις σκεπάσει, οι οδηγοί φοβούνταν,  οι  άνθρωποι φώναζαν,  γκρίνιαζαν,  αναστέναζαν, οι αναρχικοί κι όλοι οι τρελαμένοι είχαν ξεσαλώσει, όλη την ώρα έκλειναν  τους  δρόμους κι έσπαζαν ότι έβρισκαν,  κάποιοι  έλεγαν ότι  ετοιμάζονταν πόλεμος, κάτι δεν πήγαινε καλά,  οι μόνοι που έδειχναν  ατάραχοι ήταν  οι Ιεχωβάδες,  καθισμένοι στην άκρη του δρόμου μοίραζαν τα βιβλιαράκια τους σα να μην έτρεχε τίποτα περιμένοντας την έλευση της  αιώνιας βασιλείας τους , καλά αυτοί ήταν  περιπτώσεις!  Ένας τους  τον είχε πλησιάσει και είχαν μιλήσει μια φορά, καλά μεγάλος πρήχτης,  φανατικός  όπως όλοι τους, στο τέλος δεν τον άντεξε και ήθελε να τον ξεφορτωθεί,  ο άλλος φεύγοντας του έδωσε ένα  φυλλάδιο όπου έγραφε με κάτι γράμματα αλλόκοτα το όνομα του θεού στα εβραϊκά, ΓΙΑΧΒΕ!   ‘’Πάρτο για να με θυμάσαι’’ του είχε πει… 

Μες τη θολούρα και τον αναβρασμό  το μόνο καλό ήταν ο καιρός  που έφτιαχνε σε πείσμα όλων των ανάποδων καταστάσεων,  τα παιδιά στα σχολεία  ετοιμάζονταν για τις  ανοιξιάτικες εκδρομές τους, τα πουλιά κουβαλούσαν ξερόκλαδα στις φωλιές τους,  ο ήλιος  που έβγαινε λαμπρός δε σ’ άφηνε   να χαλαστείς , το καλοκαιράκι δε φαινόταν μακριά κι αυτό  έφτιαχνε τη διάθεση.

Το καλοκαίρι περίμενε κι αυτός , α το καλοκαιράκι  ρε φίλε, αυτή ήταν η αγαπημένη του εποχή.  Δεν του άρεσε ο χειμώνας όσο ήπιος  κι αν ήτανε ,  νοσταλγούσε  τον Αύγουστο  που πήγαινε σ’ ένα  μέρος με κάτι υψώματα  απ’  τα οποία μπορούσες  να βλέπεις  τη θάλασσα σα  τον Ξέρξη που παρακολουθούσε το στρατό του από ψηλά. Εκεί πήγαινε κάθε  καλοκαίρι  όταν έκλεινε το μαγαζί  αλλά πολλές   φορές προτιμούσε και την  Ήπειρο,  την Πάργα.  Οδηγούσε μέχρι εκεί με το παλιό του αυτοκίνητο και  περνούσε καλά,  δε του άρεσε η θάλασσα,  δε κολυμπούσε αλλά  ο χρόνος των διακοπών ήταν ότι καλύτερο συνέβαινε στη ζωή του,  χαλάρωνε,  έπινε τα ουζάκια του, δε  τον  ένοιαζε τίποτα, μια φορά δοκίμασε και τη Σαμοθράκη μαζί με κάποιο φίλο, είχαν βουτήξει  στις βάθρες οι οποίες  ήταν τόσο κρύες  που δεν ένιωθες το δέρμα σου  μες το κατακαλόκαιρο, σ’ ένα καφενείο    είχαν φάει κι ένα παγωτό βανίλια μαστιχωτό που δεν κόβονταν σε κομμάτια,  φοβερά γευστικό,  εκείνη   ήταν  η καλύτερη ανάμνηση  που μπορούσε να  θυμηθεί σ’  ολόκληρη τη ζωή του …

Ωραίο  ήταν το καλοκαίρι αλλά αργούσε ακόμα κι αυτός δεν αισθάνονταν  και πολύ καλά τον τελευταίο  καιρό, μια Κυριακή  με το που ξύπνησε  ένιωσε ένα βάρος στο στήθος,  δε  μπορούσε  ν’  ανασάνει,  έπρεπε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια,  για να  τραβήξει αέρα στα πνευμόνια του,  αγκομαχούσε, ζορίζονταν,  αισθάνονταν ότι θα πνιγεί,   τι στο  διάβολο συνέβαινε ! Οι γιατροί  που τον είδαν του  είπαν ότι όλα προέρχονταν από τη καρδιά, του συνέστησαν να κόψει το κάπνισμα,  να μη πίνει,  να μη κουράζεται, να μη στενοχωριέται. Όταν επέστρεψε στη δουλειά  μετά τη νοσηλεία,  ήταν σα φάντασμα, αξύριστος,  χλωμός,  δε μπορούσαν να τον γνωρίσουν.  Χρειαζόταν μια σφραγίδα από   το αφεντικό του   για να πάρει κάποια χρήματα από την ασφάλεια  κι εκείνο το ζώο   του μίλησε  άσχημα  σα να μην είχε σηκωθεί πριν από λίγο  από το κρεβάτι, κάποιος που ήταν εκεί  τα πήρε  στο κρανίο ‘’Μη του μιλάς έτσι ρε ηλίθιε !’’ του φώναξε κι ο άλλος  το βούλωσε σα να κατάλαβε τη βλακεία του ...

Θα έκανε υπομονή, δεν είχε άλλη λύση άλλωστε  του έμενε  ένα μικρό διάστημα μέχρι να βγει στη σύνταξη ύστερα θα έστελνε στον αγύριστο το αφεντικό του κι όλους όσους τον έπρηζαν τόσα χρόνια!  Εκείνη τη μέρα  έμεινε  πολλές ώρες στο μαγαζί  και ήπιε  λίγο παραπάνω   ξεκίνησε να φύγει καθώς βράδιαζε και είχε πια σκοτεινιάσει.  Το πάρκο με τις δαμασκηνιές που έμοιαζε με κήπο γιαπωνέζικο το πρωί   τώρα φάνταζε  απειλητικό και σκοτεινό,  ‘’Μα πόσο άχρηστος είναι ο χαμένος ο δήμαρχος !’’ σκέφτηκε φωναχτά. Ούτε ένα φωτάκι δεν υπήρχε εκεί πέρα,  να μπορείς να δεις τι σου γίνεται,  μ’ όλους εκείνους τους μυστήριους που κυκλοφορούσαν δε  μπορούσες να είσαι ήσυχος αν θα πεταχτεί κανένας μαχαιροβγάλτης από κει μέσα για να  σε κόψει φέτες,  παρ’ όλα αυτά δεν είχε καμιά διάθεση να  κάνει τον  κύκλο, βιαζόταν να πάει σπίτι του  και προχώρησε στην ευθεία  περνώντας   δίπλα από κάτι θάμνους που έφτιαχναν  έναν φράχτη.

Μια πόρτα  μεταλλική άνοιξε σκούζοντας όπως το σκυλί που του πατούν την ουρά του,  γύρισε κατά  κει και είδε σκιές να γλιστρούν πίσω από το φράχτη  σα να έσκυβαν,  σα να ήταν μικρά παιδιά που φαινόταν μοναχά τα κεφάλια τους.  Δε  μπορούσε να καταλάβει τι στο δαίμονα συνέβαινε,  τα κεφάλια  μια  εμφανίζονταν μια χάνονταν πίσω από τα δέντρα και τους θάμνους σα να έπαιζαν μαζί του,  τα χρειάστηκε. Αυτό που γύριζε εκείνη την ώρα στο μυαλό του ήταν  κάτι αναρχικοί αγριεμένοι , κάτι τσογλάνια που είχαν καταλάβει ένα κτήριο παλιό κι όλοι τους έτρεμαν εκεί κοντά,  λέγανε ότι έμπαιναν στα σπίτια,  ότι έκαναν μέσα στο κτίριο σημεία και τέρατα, στο συνοικιακό   σούπερ μάρκετ οι κοπέλες φοβόταν τις πορείες  τους  που δεν έλεγαν να σταματήσουν,  αν  αμολούσαν καμιά  μολότοφ  ανάμεσα στα ράφια θα γίνονταν  παρανάλωμα  όλα εκεί μέσα, έτσι κάθε φορά έκλειναν το κατάστημα και καθόταν απέξω παρακολουθώντας εκείνα τα παράξενα ξωτικά που κρατούσαν σημαίες κόκκινες και μαύρες…

Αφού  δίστασε μια στιγμή αποφάσισε να προχωρήσει να δει τι συνέβαινε  πίσω από  τους θάμνους,  τον έτρωγε  η περιέργεια, είχε σκάσει.  Βγαίνοντας σ’ ένα ξέφωτο στη μέση του πάρκου είδε  στο μισοσκόταδο δύο  τύπους τετράγωνους να έχουν πιαστεί και να παλεύουν χωρίς  να μιλούν,  μόνο κάτι κραυγές έβγαζαν όπως τα ζώα που χιμούν το ένα πάνω στον άλλο, τη μία απομακρύνονταν  παίρνοντας θέση και την άλλη συμπλέκονταν και χτυπιούνταν αλύπητα,  του έκανε εντύπωση ο  ένας από τους δύο που επεδίωκε να βαρέσει  τον άλλον στο κεφάλι,  τα χτυπήματα του έμοιαζαν δολοφονικά, επαγγελματικά,  δεν είχε  ξαναδεί τέτοιο πράγμα,  ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι και γιατί πάλευαν έτσι μέσα στο σκοτάδι;

Μετά  από λίγο σα να ήταν συνεννοημένοι ή σα να ένιωσαν  ότι κάποιος τους παρακολουθεί έφυγαν τρέχοντας και χάθηκαν σαν ίσκιοι,  πλησίασε στο σημείο όπου τους είχε δει να παλεύουν  γιατί του φάνηκε ότι κάτι είχε πέσει από τον έναν,  αυτόν που έμοιαζε επαγγελματίας πυγμάχος.   Με τον αναπτήρα του φώτισε τα πλακάκια  και είδε ένα χαρτάκι  τσαλακωμένο,  το σήκωσε προσεχτικά και το άνοιξε,  πάνω του υπήρχαν  γράμματα σαν αραβικά, σαν εκείνα που του είχε σχεδιάσει ο πρήχτης ο γιεχωβάς,  δίπλα με κεφαλαία  ήταν σημειωμένο:

Στον Πύργο  του Δαβίδ : Σαράντα ασημένια κηροπήγια

                                        εκατόν πενήντα ασημένια κηροπήγια

                                        ασημένια λάμπα – 44 κιλά

                                        ακόμα  20 χρυσά κηροπήγια

Τι σόι κηροπήγια ήταν εκείνα και που βρίσκονταν, ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που σκοτώνονταν στα σκοτεινά,  σίγουρα το κλειδί ήταν τα αραβικά γράμματα που υπήρχαν στο χαρτάκι  αλλά ποιος διάβολος θα μπορούσε να τα διαβάσει, αστραπιαία  θυμήθηκε  τον ιεχωβά που του είχε γράψει την εβραϊκή λέξη,  αυτός ο άτιμος  θα ήξερε τι έλεγε εκεί στο χαρτί  όμως που να τον βρει;  Xάλασε τον κόσμο τις επόμενες μέρες,  ρωτούσε σ’  όλα τα σημεία   όπου στέκονταν  εκείνοι οι αλλόκοτοι τύποι, πήγε ακόμα και σε μια σύναξη τους όπου μαζεύονταν όλοι κουστουμαρισμένοι σ’ ένα υπόγειο αλλά  τίποτα, ο τύπος είχε εξαφανιστεί. Για μέρες πολλές σκέφτονταν το περιστατικό,  μια  βραδιά είδε στον ύπνο του τον ιεχωβά να κάθεται μαζί του και να του εξηγεί εκείνο το σημείωμα,  βρίσκονταν μαζί σ’ ένα μέρος κοντά στη θάλασσα κι έτρωγαν βανίλια παγωτό γλυκό, πολύ γλυκό,  πολύ νόστιμο...    

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...