Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

ΥΑΛΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ

Τη  μέρα του αγίου Βαλεντίνου όλοι αγόραζαν μπουκέτα και γλάστρες, στα λουλουδάδικα  επιτέλους οι άνθρωποι έβλεπαν πελάτες   μετά  από καιρό κι όλοι έφευγαν βαστώντας  τριαντάφυλλα,  κρίνους  κι ανεμώνες σε μπουκέτα,  στα  ζαχαροπλαστεία τα κορίτσια ετοίμαζαν τούρτες, πάστες  και γλυκά σε σχήμα καρδιάς, ‘’Θέλετε να γράψετε μια καρτούλα;‘’ με ρώτησαν χαμογελώντας ‘’Όχι’’ είπα και πήγα κρατώντας μια τούρτα  να βρω τα παιδιά που με περίμεναν στο πατάρι ενός  μαγαζιού.

‘’Ξέρεις πως ξεκίνησε  η γιορτή του Βαλεντίνου ;’’ μου είπε  ο  Κώστας που είχε το μαγαζί και καθόταν μαζί μας, ’’ Ένας ανθοπώλης την έφερε κάπου στις αρχές  του ογδόντα και στην αρχή κανείς δεν ασχολούνταν, όλοι τον δούλευαν, την άλλη χρόνια μερικοί τον μιμήθηκαν κι ο κόσμος άρχισε να ενδιαφέρεται κάπως, την τρίτη χρονιά είχε διαδοθεί σ’ όλη την Ελλάδα κι από τότε έμεινε!’’  Σταμάτησε λίγο να μιλά κοιτάζοντας από ψηλά τον κόσμο που περνούσε κρατώντας λουλούδια και κουτιά δεμένα με κορδέλες, ‘’Έλα το εσπρεσάκι σου!’’ ακούστηκε η Βένια, η γυναίκα του Κώστα που ήταν πολύ όμορφη, απόθεσε το πορσελάνινο φλιτζανάκι και κάθισε μαζί μας, ‘’Ούτε ένα λουλουδάκι δε μου πήρε!’’ παραπονέθηκε σε  μένα κι ύστερα τον  αγκάλιασε.

 Ο Κώστας ήπιε μια γουλιά σα να μη βιαζόταν να απαντήσει ‘’Θα φύγουμε το σαββατοκύριακο Χαλκιδική !’’ είπε  ‘’Φίλε,  κάθε τρεις και λίγο  πάω εκεί και ηρεμώ,  έχω χτίσει σπίτι  σε μια ακρογιαλιά σα  λιμανάκι φυσικό, κλεισμένη γύρω -γύρω από λόφους,  στη μια μεριά ένα βουναλάκι πράσινο αρχίζει να λουλουδιάζει τώρα που  βγαίνει ο Φλεβάρης , θα σε πάρω μια μέρα να δεις τι γίνεται έξω απ’ στο σπίτι μου κοντά στην παραλία,   ανεμώνες γαλάζιες, μαβιές και κόκκινες φυτρώνουν τέτοια εποχή  κοντά στη θάλασσα φτιάχνοντας  ένα χαλί χρωματιστό που σείεται  στο φύσημα του ανέμου, το αγόρασα από κάποιον τύπο που ήταν μερακλής, είχε φυτέψει εκεί πέρα ότι είδος δέντρου μπορείς να φανταστείς, μπροστά στη βρύση είχε κι ένα αγιόκλημα πανέμορφο που μου τόκοψε ένας βλάκας ντόπιος, τον είχα πάρει να μου κάνει κάτι δουλειές και πήγε και το πετσόκοψε, ήθελα να τον σφάξω!’’ τελείωσε τη φράση του.

‘’Ξέρεις τι ωραία περνάμε! πετάχτηκε η Βένια ‘’Όταν  είχε χιονίσει τον Ιανουάριο καθόμασταν  στο σπίτι και παρακολουθούσαμε έξω  ένα  κοπάδι από κοράκια που είχαν μαζευτεί  γύρω απ’ το αυτοκίνητο  μου, ξέρεις τι έκαναν, ανέβαιναν στο καπό του αμαξιού,  από κει γλιστρούσαν στο παρμπρίζ κι έπεφταν κάτω, μετά  πετούσαν ξανά  , για να ξαναγλιστρήσουν και να κυλιστούν στο χιόνι, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι έπαιζαν όπως οι άνθρωποι με είχαν πιάσει τα γέλια,  δεν μπορούσα να σταματήσω, ήταν ότι πιο κουφό έχω δει !’’

Έμοιαζαν ζευγάρι ευτυχισμένο σίγουρα, είχαν και δυο μικρά παιδιά  για τα οποία ο Κώστας χαλούσε κόσμο, τα αγαπούσε σαν παλαβός. Τον ήξερα από παλιά τον Κώστα κι αυτός  με πήγαινε  για κάποιο λόγο, είχε δουλέψει πολύ κι είχε αρχίσει να βαριέται, ήθελε να σταματήσει κάποια στιγμή, κάμποσα χρόνια τα είχε περάσει έξω  δουλεύοντας  στη Γερμανία με μείον είκοσι βαθμούς,  ύστερα τον έστειλαν στην Αυστρία και στη Σλοβενία,  ήταν σε μια εταιρία φύλαξης διάσημων καθώς ήταν αθλητικός  πάντα,  έπρεπε να περάσει μια εκπαίδευση πολύ σκληρή με πολεμικές τέχνες κι άλλα κόλπα από κάτι ισραηλινούς παλαβούς, λέγανε  ότι τον είχανε πάει ένα μήνα κάπου στη Μέση Ανατολή για να μάθει να επιβιώνει στους πενήντα βαθμούς,  είχε μάθει διάφορα, λαβές,  χτυπήματα,  αλλά  ποτέ δε μιλούσε γι αυτά ούτε έκανε φιγούρα, μόνο χανόταν για ώρες στο γυμναστήριο που είχε στο υπόγειο του σπιτιού του και γυμνάζονταν για ώρες με γάντια πυγμαχίας, σάκους του μποξ κι άλλα περίεργα .

 Όταν επέστεψε στην Ελλάδα,  κρατούσε το λογιστήριο  σε μια επιχείρηση,  είχε  ζοριστεί άσχημα εκεί πέρα και τελικά  αποφάσισε ανοίξει το μαγαζί με τις τυρόπιτες είχε μαζί του κι α έναν συνεταίρο, κάποιον στρατιωτικό που είχε λεφτά και δεν μπορούσε μόνος του να κάνει επιχείρηση, η  Βένια που είχε σπουδάσει ένα φεγγάρι διακόσμηση το είχε φτιάξει πολύ ωραίο  με κάτι τζάμια υαλογραφίες  σε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος που θύμιζαν παρεκκλήσι της βόρειας  Ευρώπης,   δεν τον χώνευε τον στρατιωτικό αυτή κι έλεγε για πλάκα ότι θα έπρεπε να του φάνε όλα τα λεφτά καθώς η επιχείρηση ήταν στ’  όνομα τους… 

Ένιωθα στεγνό το λαιμό μου, εκεί μέσα ήταν πολύ ζεστά,  η Βένια  βλέπεις αγαπούσε τη ζέστη, κατέβηκα  στο ισόγειο και κάθισα λίγο  σ’ ένα  ψηλό σκαμπό  χαζεύοντας  τις κοπέλες που στριφογύριζαν και πατούσαν όλη την ώρα  διακόπτες κι όλα εκείνα τα περίπλοκα μαραφέτια,  πίσω  απ’ τα τζάμια του αποχυμωτή  πορτοκάλια και μήλα πράσινα,  μπανάνες κι αχλάδια, τα   μηχανήματα έβγαζαν ατμούς, τα λαμπάκια αναβόσβηναν,  στους τοίχους   πλακάκια γυαλιστερά, μια ζέστη χαλαρωτική, μουσικές έπαιζαν απ’ τα ηχεία κι απ τα χρωματιστά τζάμια έμπαινε  το φως του ήλιου, η Βένια  ετοίμαζε κι έδινε   καφέδες και ροφήματα, χαμογελούσε  κι έδειχνε   ευγενική  μετά από τόσες ώρες δουλειάς. Ένας γέρος  πέρασε και ζήτησε  μια τυρόπιτα, έβγαλε κάτι κέρματα να πληρώσει μουρμουρίζοντας κάτω απ’ την πράσινη  μάσκα που  φορούσε    στο στόμα, οι γέροι φοβούνται πολύ κατά πως φαίνεται για την γρίπη  που σέρνεται, τρέμουν μη πάθουν τίποτα τώρα που ακούγονται διάφορα για τις εποχικές ασθένειες, πήρα ένα ποτήρι νερό  κι ανέβηκα στο πατάρι.

Από το τζάμι του μαγαζιού μπορούσες να δει μέχρι κάτω στη θάλασσα,  όπως σουρούπωνε  εκείνη τη γλυκιά ώρα του δειλινού,  όλα έπαιρναν ένα χρώμα κοκκινωπό σα να διαλύονταν σε κάποια φωτιά αόρατη, απέναντι   μπορούσες να δεις ένα αυτόματο μηχάνημα αναλήψεων που του είχαν βάλει φωτιά , κόσμος πήγαινε κι ερχόταν αέναα στην πλατεία,  ‘’Είμαι ξύπνιος απ’ τις πέντε…’’ άρχισε  πάλι να μιλά ο Κώστας που χασμουριόταν όλη την ώρα  ’’… πίσω απ το μαγαζί έχω το εργαστήριο όπου φτιάχνουμε τις ζύμες,  δίνω μπουγάτσες και τυρόπιτες  για ένα κάρο πρατήρια παντού στην πόλη,  σε λίγο θα πάω να κοιμηθώ λίγο, δε χορταίνω ύπνο!’’ συνέχισε πέφτοντας στην αγκαλιά της Βένιας που είχε ανέβει στο μεταξύ και τον κρατούσε  σα μικρό παιδάκι. 

Μιλούσαν χαμηλόφωνα λέγοντας τα δικά τους  κι εγώ δεν καταλάβαινα  τίποτα όταν  ένας τύπος απ’  το απέναντι τραπέζι  που μας  κοιτούσε  περίεργα όλη την ώρα  σηκώθηκε και μας πλησίασε, ήταν πανύψηλος, πάνω από δυο μέτρα σίγουρα,   ‘’Σε ξέρω εσένα, ψέλνεις στην εκκλησία έτσι δεν είναι; ‘’ μου είπε και μετά άρχισε να μιλά με τον Κώστα, ήταν ο στρατιωτικός  συνεταίρος του,  δούλευε  στην στρατιωτική αεροπορία κάπου στο αεροδρόμιο, ο Κώστας τον κοιτούσε κάπως περίεργα, μίλησαν για το μαγαζί κι έπειτα   άρχισαν να λένε κάτι άσχετο  για ένα μοναστήρι που ήθελαν να επισκεφτούν, ο ψηλός γνώριζε  τον ηγούμενο, ΄΄ Έχω ακούσει γι αυτόν,  λένε ότι είναι πολύ καλός  αλλά λίγο φιλοχρήματος!’’ πετάχτηκε η Βένια που εκείνη την ώρα ανέβαινε τις σκάλες , ο ψηλός την κοίταξε κάπως και συνέχισε δίχως να της δώσει σημασία όμως η Βένια  συνέχισε πεισμωμένη  ‘’Αν  είναι έτσι οι άνθρωποι της εκκλησίας καλά κάνει ο κόσμος και δεν πατά το πόδι του!’’ μονολόγησε  σα να της την έδωσε που ο άλλος αδιαφορούσε γι αυτήν, τότε ο ψηλός που έδειχνε να έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση λόγω του όγκου του  την διέκοψε ‘’ Κορίτσι μου άσε μας να μιλήσουμε, γιατί πάντα θα βρεθεί  μια γυναίκα να χαλάσει την κουβέντα!’’ 

Δεν έπρεπε  να το πει αυτό, η ατμόσφαιρα χάλασε απότομα κι ακολούθησε μια στιγμή αμηχανίας,  ο Κώστας δε μίλησε  ενώ  η Βένια τα πήρε άσχημα, καλά άμα  θύμωνε καλύτερα να μη βρισκόσουν σε ακτίνα βολής γιατί κινδύνευες, πρέπει να της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι,  μιλάμε τον πήρε παραμάζωμα τον ψηλό  κι ούτε χαμπάριασε το μπόι του, ‘’Μη  μου μιλάς έτσι εμένα, αλλά όλοι  εσείς στρατιωτικοί ίδιοι είστε, νομίζετε ότι μπορείτε να διατάζετε τους πάντες  !’’ του είπε κι ο άλλος  τα χρειάστηκε,  έκανε  πίσω σα να τον χτύπησε κάτι ενώ   αυτή  συνέχισε απτόητη  ‘’ Όλοι ίδιοι είστε, γύφτοι όταν πρόκειται να κεράσετε καμιά γυναίκα κι άξεστοι, αγενείς, ήθελα νάξερα τι σου βρήκε ο άντρας μου και σ’  έκανε συνεταίρο του !’’

Ούτε αυτό έπρεπε να το πει η Βένια όμως όταν ξεσπάσει καυγάς δεν μπορείς ποτέ να προβλέψει τι θα γίνει, ξεφεύγουν κουβέντες πάντα που δεν το περίμενες ότι θ ακουστούν δεν μπορούν όλοι ν συγκρατιούνται και να λειτουργούν λογικά. Ο ψηλός  δεν περίμενε τέτοια επίθεση, κοκκίνισε, κάτι ήθελε να πει όμως δεν έβρισκε τα λόγια, ο Κώστας πάλι αν και φαινόταν ήρεμος παρακολουθούσε κάθε κίνηση αλλά δεν έβλεπα ότι θα μπορούσε  να κάνει πολλά πράγματα με το άλλο το θηρίο που στέκονταν εκεί πέρα τρομακτικό κι ανεξέλεγκτο,  τότε ο ψηλός έκανε το δεύτερο του λάθος και κινήθηκε ενάντια  στη γυναίκα που τον έλουζε με κοσμητικά επίθετα  έχοντας συνηθίσει  φαίνεται να επιβάλλεται με κάθε τρόπο, πήγα να μπω στη μέση γιατί δεν μπορούσα να μην κάνω τίποτα όταν ο Κώστας πετάχτηκε σα διάβολος απ τη θέση του,  χτύπησε δυο τρεις φορές πολύ γρήγορα και πολύ δυνατά τον ψηλό στο λαιμό και στο στήθος, ύστερα του κατάφερε μια κλωτσιά στο πόδι κι άλλη μία κι ο άλλος σωριάστηκε σαν τον Γολιάθ στο πάτωμα, ο Κώστας πήδηξε από πάνω του,  στριφογύρισε το χέρι του άλλου κι ο ψηλός αναγκάστηκε να  πέσει μπρούμυτα ‘’Μη ξανατολμήσεις ν’  απλώσεις χέρι στη γυναίκα μου!’’ ούρλιαξε

Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, ήταν πολύ γρήγορο και πολύ αποτελεσματικό,  κεραυνοβόλο μπορείς να πεις,  τα μάτια της Βένιας γυάλιζαν ‘’Πήγαινε κάτω !’’ την διέταξε κι αυτή δεν επέμεινε, δεν περίμενε σίγουρα  ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν  έτσι,  ο Κώστας έμοιαζε να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση ‘’Εντάξει-  εντάξει σταμάτα, άσε με!’’ φώναζε ο ψηλός κι ο Κώστας τον άφησε, όταν σηκώθηκε ξανά όρθιος ανάσαινε βαριά και το μόνο που είπε ήταν ‘’Θα τα πούμε!’’ ύστερα κατρακύλησε τις σκάλες και βγήκε έξω στο δρόμο με μεγάλα βήματα.

Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν όπως στις ταινίες ακριβώς όπου όλα γίνονται πολύ γρήγορα μόνο που αυτό ήταν αληθινό κι είχε συμβεί μπροστά μου,  καθώς έφευγα απ’  το μαγαζί χαιρέτησα τη Βένια που έμοιαζε ταραγμένη όμως συνέχιζε να εξυπηρετεί τον κόσμο ανεβοκατεβάζοντας λεβιέδες κι αναβοσβήνοντας διακόπτες,  οι ατμοί  εξακολουθούσαν να βγαίνουν από τα μηχανήματα του καφέ νοτίζοντας  πλακάκια στους τοίχους, ο ήλιος που χανόταν κάτω στην παραλία εκείνη την  ώρα τρυπούσε για τελευταία  φορά τα  τζάμια διαθλώντας το φως του σε όλα τα χρώματα της ίριδας,   έξω στην πλατεία ο ψηλός είχε χαθεί ανάμεσα στη βουή του κόσμου που πήγαινε κι ερχόταν αέναα, στα λουλουδάκια ακόμα έδιναν μπουκέτα κι ανθοδέσμες... 

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

‘’Έλα πάρτε γλυκά , είναι απ’ την Καρβάλη, οι καλύτεροι κουραμπιέδες που υπάρχουν!’’ είπε ο Χάρης προσφέροντας το κουτί κι εμείς σπεύσαμε να τσιμπήσουμε κάνα κομμάτι προσέχοντας μη λερωθούμε από την σκόνη, όλο μας έταζε ότι θα έφερνε κι όλο το ξεχνούσε, ξέραμε βέβαια ότι δούλευε στο πιο φημισμένο μαγαζί εκεί έξω απ’ την Καβάλα που έφτιαχνε κουραμπιέδες ξακουστούς, καλύτερους απ’ αυτούς που φτιάχνουν οι τούρκοι οι οποίοι υποτίθεται έχουν το όνομα, φορτηγά ολόκληρα έστελναν στη Γερμανία κι ο ζαχαροπλάστης είχε πιάσει όλη την αγορά από τότε ειδικά που ο ανταγωνιστής του είχε χάσει απίστευτα ποσά στο καζίνο της Ξάνθης κι είχε χρεοκοπήσει αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο.

‘’Πάρτε παιδιά !’’ φώναξε πάλι ο Χάρης κάνοντας ένα γύρο το κουτί σ’ όλη την παρέα που άπλωνε τα χέρια, είχαμε μέρες να τον δούμε, ακούγαμε ότι έκανε τον οδηγό για τον ζαχαροπλάστη κι έβγαζε καλό μεροκάματο όμως δεν του έμενε τίποτα, όλα τα έτρωγε από δω κι από κει πίνοντας, απ’ όταν είχε χάσει τη γυναίκα του είχε καταρρεύσει, λέγανε ότι ήταν μια μελαγχολική, περίεργη, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε γίνει και πως είχε συμβεί το πράγμα, το σίγουρο ήταν ότι αυτός είχε πια πάρει την κάτω βόλτα και δεν σταματούσε, δεν πήγαινε καλά, ήθελε να πουλήσει κι ένα οικόπεδο που είχανε με τον αδερφό του κι ήταν στα μαχαίρια.

Κανείς δεν ήξερε κι ούτε ρωτούσαμε λεπτομέρειες, τρώγαμε μονάχα τους κουραμπιέδες που πραγματικά ήταν τέλειοι. Ήμασταν εκεί κάμποση ώρα, μερικοί είχαν κλείσει οκτάωρο, είχαν έρθει από νωρίς, δεν είχαν δουλειά άλλωστε καθώς στην αγορά δεν κινούνταν ούτε φύλλο, ήταν πια απόγευμα προχωρημένο προς βράδυ, κείνη την ώρα σταματούσαν στο στέκι που καθόμασταν κάτι παιδιά από μια ταχυδρομική εταιρεία να φάνε ένα σάντουιτς και να ξεκουραστούν από τα αλλεπάλληλα δρομολόγια καθώς είχαν πουντιάσει μες τον αέρα και στο κρύο όλη την ώρα. Ένας πλανόδιος μάζευε αργά τα βιβλία που πουλούσε και τα παλιά νομίσματα τοποθετώντας τα σ’ ένα κουτί , απέναντι μας ένας τύπος που κοιμόταν στο αυτοκίνητο του έβγαινε να ξεπιαστεί λιγάκι, κοπάδια από κοράκια προσγειώνονταν στις κεραίες των πολυκατοικιών καθώς σκοτείνιαζε, δυο σειρές από κολώνες φώτιζαν τους δρόμους που έβγαζαν κατά τη θάλασσα, τα βουνά αντίκρυ στεφανωμένα με χιόνια λούζονταν στο κόκκινο φως του ήλιου που είχε χαθεί, αεροπλάνα έβγαιναν μέσα απ’ τα σύννεφα με τους προβολείς αναμμένους σα διαστημόπλοια αλλόκοτα.

‘’ Έχω κι άλλους, μη τρελαίνεστε!’’ ακούστηκε ξανά ο Χάρης ξεκουμπώνοντας ένα σακίδιο που είχε στη πλάτη ‘’ Φεύγω για το Όρος, θα κοιμηθώ ένα βράδυ στην Ουρανούπολη και μετά θα κλειστώ εκεί πέρα λίγες μέρες να ηρεμήσω!’’ συνέχισε γελώντας, έδειχνε χαρούμενος, νηφάλιος, σοβαρός, ζήτησε και συγνώμη από μένα επειδή μια βράδια που ήταν πιωμένος είχαμε αρπαχτεί, ‘’Είχες δίκιο!’’ παραδέχτηκε κι έπειτα συνέχισε τα δικά του ‘’Θα πάω εκεί λίγο παιδιά να ηρεμήσω, τελευταία έχω κάτι πονοκεφάλους, μ’ έχουν σαπίσει, δοκίμασα χάπια και φάρμακα, δε γίνεται τίποτα και το μόνο που απομένει είναι να φύγω για λίγο, εκεί πέρα ξεχνιέμαι κι όλα περνούν!’’ αποτέλειωσε τα λόγια του λέγοντας ότι θα πήγαινε να βοηθήσει έναν καλόγερο φίλο του σ ένα μοναστήρι όπου επικρατούσε αναστάτωση γιατί κάποιος είχε κλέψει μια λειψανοθήκη παλιά που έλεγαν ότι περιείχε κομμάτια από το αγκάθινο στεφάνι του Χριστού, την είχαν εκεί από αιώνες πολλούς, ήταν το καμάρι του μοναστηριού, από τότε που είχε χαθεί είχαν γίνει όλα άνω κάτω και πολλοί καλόγεροι είχαν αποσυρθεί στις σκήτες τους.

‘’Ξέρεις πως μου ακούγεται η βροχή εκεί στο όρος, σαν μουσική απ’ τα πλήκτρα του πιάνου …’’ συνέχισε ο Χάρης που είχε κάνει μια παύση μιλώντας με κάποιον στο κινητό ‘’ Έτσι μου φαίνεται όταν βρέχει τη νύχτα και το πρωί κατεβαίνω κάτω στην παραλία από ένα μονοπάτι γεμάτο γούρνες με νερό καθαρό, βγαίνω στην αμμουδιά που έχει πάρει σχήματα απ’ το κύμα που σκάει όλη την ώρα και ηρεμώ, ξεχνιέμαι, μου περνούν όλοι οι πονοκέφαλοι, είναι το καλύτερο φάρμακο σας λέω, περπατώ ανάμεσα στα βότσαλα κι αδειάζει το μυαλό μου απ’ όλες τις άσχημες σκέψεις, κοιτάζω τα άστρα το βράδυ ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό και νιώθω πιο ελαφρύς σα να έχουν φύγει από πάνω μου οχτακόσιοι τόνοι που με πατούσαν και με πίεζαν, δε μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλη ανακούφιση είναι να βλέπω το νερό της θάλασσας που πάει κι έρχεται ασταμάτητα και να σκέπτομαι πόσο μικρή είναι η ζωή, πόσα χάνουμε κυνηγώντας κάθε μέρα ένα κάρο βλακείες, λεφτά και σπίτια, αμάξια και περιουσίες, φιλοσοφώ εκεί πέρα, νιώθω άνθρωπος !’’

Ο Χάρης σώπασε και κανένας δε μίλησε για λίγη ώρα σα να ταξιδεύαμε μαζί του σ’ εκείνο το μέρος με τα βότσαλα, τα άστρα που σκαρφάλωναν τη νύχτα στο στερέωμα και τη θάλασσα που πηγαινοέρχονταν αέναα. Ήταν πολύ όμορφα αυτά που μας περιέγραφε , του άρεσε πολύ το Όρος, ηρεμούσε κι ήμασταν σίγουροι ότι στο βάθος του μυαλού του το είχε σαν μια εναλλακτική αν όλα πήγαιναν στραβά, του πήγαινε η ερημιά κι η ησυχία, μας το είχε πει πολλές φορές, παρατηρούσε τα πάντα γύρω του τα πουλιά και τις κουκουβάγιες που χουχούλιαζαν τη νύχτα, τα κουνάβια και τα γεράκια , τους σπίνους και τις καρδερίνες, του άρεσε κι η βροχή που ήταν συχνή τέτοια εποχή τον βοηθούσε να κοιμηθεί και να ξαλαφρώσει, οι σταγόνες που έπεφταν πάνω στις σκεπές τον ησύχαζαν καθώς κουδούνιζαν στ’ αυτιά σαν μουσική απαλή κατά πώς έλεγε.

Πολλές φορές μας είχε πει ότι ήθελε να φύγει, σκεφτόταν να φτιάξει ένα αγρόκτημα κάπου στην επαρχία, έλεγε ότι πια η πόλη δεν τον τραβούσε, είχε χάσει την παλιά λάμψη της, δεν υπήρχαν πια τα μαγαζιά κι οι ταβέρνες που μάζευαν τόσο κόσμο κάποτε, οι συνοικίες είχαν αδειάσει, καφενεία έκλειναν, στόρια κατέβαιναν, άνθρωποι χανόταν πίσω από πόρτες που σφάλιζαν, μια εικόνα παρακμής, ένα κάρο παιδιά είχαν φύγει στο εξωτερικό, κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε, οι πρόσφυγες που είχαν έρθει εκεί πέρα δεν τα ήξεραν όλα αυτά και πως θα μπορούσαν άλλωστε, δεν καταλάβαιναν και δεν τους ένοιαζε, αυτοί ήθελαν να φύγουν για την Ευρώπη κι εδώ ήταν ένας σταθμός τίποτα άλλο.

Όλο έλεγε ότι θα φύγει ο Χάρης κι όλο εκεί μαζί μας ήτανε βέβαια, όλους μας βαστούσε κάτι που είχε αυτή η πόλη, μολονότι είχαν αλλάξει όλα μπορούσες ακόμα να δεις τις πολεμίστρες των κάστρων ανάμεσα στις γκρίζες πολυκατοικίες, στις γκρεμισμένες αψίδες των πυλών που υποδέχονταν κάποτε τους επισκέπτες, οι γάτες περπατούσαν και σουλατσάριζαν αγνοώντας εντελώς την ιστορία, στην μεγάλη πλατεία τύποι με μαλλιά σχοινένια έπαιζαν κάτι περίεργα όργανα σαν τύμπανα στρογγυλά που έβγαζαν έναν ήχο μαλακό, ο κόσμος σταματούσε να τους δει, άλλοι έβγαζαν βίντεο με τις κάμερες τους κι εκείνες τις στιγμές όλα μεταμορφώνονταν μαγικά κι αποκτούσαν μια λάμψη όπως παλιά.

’’Έ, αφήστε και κανένα κουραμπιέ για μένα !’’ είπε κάποιος κι όλοι γυρίσαμε να δούμε έναν μεγαλόσωμο τύπο με ξυρισμένο κεφάλι που άρπαξε ένα κέρασμα τινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα του, ‘’Φιλαράκι πως είσαι ρε, χρόνια και ζαμάνια!’’ απευθύνθηκε στον Χάρη κι εκείνου τα μάτια άστραψαν, ‘’Που είσαι αδελφέ!’’ φώναξε και τον αγκάλιασε, ύστερα πιασαν κουβέντα οι δυο τους σα να μην υπήρχε γύρω κανείς άλλος, γνωριζόντουσαν από παλιά, από τότε που δούλευαν κι οι δυο τους παρκαδόροι σ’ ένα παρκινγκ κάποιου μπουζουξίδικου κι έβρισκαν πεταμένα στα καθίσματα πιστόλια και σακουλάκια με σκόνες περίεργες, ο ξυρισμένος δούλευε σε μια εταιρία που έκανε έλεγχους στα βενζινάδικα βρίσκοντας ένα σωρό κλοπές κα λαμογιές, φώναζαν δυνατά σα να καυγάδιζαν, λέγανε για τα παλιά στέκια και για τα μούτρα της νύχτας, για κάτι πιστολάδες κι άλλους μάγκες φουσκωτούς, φλυαρούσαν μιλώντας για κάτι παλιές ντισκοτέκ όπου γινόταν διαγωνισμοί χορού και για γυναίκες ωραίες που χαλούσαν κόσμο κάποτε, κι ύστερα το γυρνούσαν για το ταξίδι του αναχωρητή που θα πήγαινε σ’ εκείνη τη σκήτη να βοηθήσει τον καλόγερο με τις επισκευές γιατί έπιαναν τα χέρια του.

Κάποια στιγμή σταμάτησαν για λίγο οι κουβέντες σα να σκέφτονταν καθένας αυτά που είχαν ειπωθεί, ο Χάρης έσβησε το τσιγάρο που κρατούσε κι άρχισε να μιλά σιγά στο φίλο του, αμέσως έγινε σιωπή απόλυτη κι όλοι προσπαθούσαμε ν’ ακούσουμε σα να καταλάβαμε ότι κάτι σημαντικό θα ήταν αυτό που επρόκειτο να πει: ‘’ Κοντά στην σκήτη που επισκευάζουμε έχει ένα ρέμα γεμάτο λακκούβες και πολλές φορές βρίσκεις ψαράκια να κολυμπούν μέσα του, μια μέρα είχα πάει να μαζέψω ξύλα για τη φωτιά, όπως κατεβαίνω το ρυάκι βλέπω μπροστά μια μεγάλη λακκούβα γεμάτη νερό καθαρό και κάτι να κινείται μέσα της, πλησιάζω να δω τι ήτανε κι όπως σκύβω ακούω έναν κρότο σα να τσάκιζε κάποιος ξύλα με μεγάλη δύναμη ενώ πουλιά πετάγονταν τρομαγμένα απ’ όλες τι μεριές, γυρνώ πίσω μου κι αντικρίζω ένα από κείνα τα μεγάλα οχήματα , τα ούνιμοκ που έχουν εκεί πέρα για τις δουλείες τους , να έρχεται κατά πάνω μου με τις μπάντες, κάποιος βλάκας μοναχός που δεν ήξερε να οδηγεί είχε χάσει τον έλεγχο κι έφευγε φουνταριστός για τη θάλασσα, δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο για να ξεφύγω από το να βουτήξω στο νερό της λακκούβας που ήταν καθαρό σαν κρύσταλλο, βουτάω καθώς το ουνιμοκ φεύγει με φόρα και καρφώνεται ίσια στη θάλασσα, δεν πρόλαβα να δω τίποτα άλλο.

Με το που έβαλα το κεφάλι μου κάτω απ’ το νερό βλέπω βυθισμένο στη λάσπη ένα κουτί γυαλιστερό με σχέδια απάνω του, αμέσως κατάλαβα ότι ήταν η κασετίνα που είχε χαθεί, ξέχασα εντελώς τον παλαβό τον καλόγερο και τι είχε απογίνει, ήμουν εντελώς καρφωμένος στο γυαλιστερό κουτί και μου φάνηκε ότι έμεινα κάτω απ’ το νερό ώρα πολύ μέχρι που κόπηκε η ανάσα μου, βγήκα γρήγορα έξω, ο καλόγερος είχε πεταχτεί πανικόβλητος με τα ράσα μουσκεμένα ενώ το ούνιμοκ είχε γείρει στο πλάι μες τη θάλασσα με τα κύματα να σκάνεν πάνω του, ξαναβούτηξα και τράβηξα την κασετίνα απ’ το βυθό, ξεκόλλησε εύκολα, την έβγαλα στο φως, ήταν άθιχτη, ποιος ξέρει πως είχε βρεθεί εκεί μέσα, την κράτησα λίγο στα χέρια μου, πολύ ψιλοδουλεμένη γύρω -γύρω και στο μπροστινό σημείο κάτι γράμματα αρχαία, δοκίμασα το καπάκι κι άνοιξε, κάτω από το τζαμάκι υπήρχε κάτι σαν κλαδάκι μαυρισμένο, το αγκάθι από το στεφάνι του Χριστού, έμεινα κάμποση ώρα εκστασιασμένους να το κοιτώ, από πού είχε έρθει εκεί πέρα και πόσοι το είχαν προσκυνήσει, τι όμορφο που το είχαν φτιάξει, τι ευλογία να το βρω με τέτοιο τρόπο, ήταν υπέροχο, ξαφνικά ένιωσα να παγώνω, ήμουν μούσκεμα, έπρεπε να στεγνώσω γρήγορα, πίσω μου ο καλόγερος έβγαινε στην κι εκείνος τσαλαβουτώντας, ξεκίνησα ν’ ανεβαίνω το μονοπάτι ακολουθώντας το ρέμα, όπως σήκωσα το κεφάλι είδα ένα σύννεφο να κατεβαίνει χαμηλά φτιάχνοντας μια χοάνη όπως αυτή των ανεμοστρόβιλων που έφτανε μέχρι ψηλά στο στερέωμα, ήμουνα σίγουρος ότι ήταν η πύλη του ουρανού’’.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...