Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Ο ΕΠΟΠΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΦΡΑΓΙΔΟΦΥΛΑΚΑ

Κάποτε αυτή η πόλη έμοιαζε γεμάτη υποσχέσεις, μέσα της ένιωθε άνετος, ασφαλής, όταν είχε έρθει πρώτη φορά και την είδε από ψηλά όλα του φάνηκαν μαγικά, οι γερανοί, τα καράβια, τα αμάξια, τα λεωφορεία, τα αναψυκτήρια, τα κτίρια, τα φώτα, η θάλασσα. Τα κορίτσια εκεί είχαν έναν αέρα που τον ψάρωνε, του φαίνονταν όλα πολύ όμορφα σα να είχαν κάτι ιδιαίτερο, δεν είχε δει ποτέ του τόσα πολλά μαζεμένα, αργότερα βέβαια όταν τα πετύχαινε στο δρόμο έμοιαζαν πολύ σπασμένα, είχαν χάσει τον αέρα της σιγουριάς, εκείνα πάλι απορούσαν γιατί τα πρόσεχε τόσο πολύ κάποιος άγνωστος. Είχε προλάβει την πόλη στην ακμή της όταν κυκλοφορούσε ακόμα χρήμα κι οι άνθρωποι γελούσαν, όλα του φαίνονταν αλλιώτικα, τα φαγητά, τα φώτα, τα μαγαζιά, μέσα της ένιωθε σίγουρος, ότι κι αν συνέβαινε εκεί θα έβρισκε τρόπο να το αντιμετωπίσει, θα έβρισκε καταφύγιο, τροφή, μέθοδο να επιβιώσει σε κάθε κατάσταση , ήταν ο τόπος του, δε μπορούσε να ξεκολλήσει από κει πέρα, σπάνια έφευγε ακόμα και τα καλοκαίρια, σκεφτόταν ότι σ’ αυτήν τη πόλη θα περνούσε όλη τη ζωή του.

Πως άλλαξε ούτε που το κατάλαβε με τον καιρό όμως όλα αυτά φθάρηκαν κι από μέσα του βγήκε μια επιθυμία πολύ δυνατή να φύγει, νόμιζε ότι είχε γίνει αστός κι άνθρωπος της πόλης όμως επειδή είχε γεννηθεί κοντά στη φύση πάντα την έψαχνε και τώρα ξαφνικά η επιθυμία είχε γίνει ανάγκη επιτακτική. Πως είχε αδειάσει έτσι απότομα η πόλη του και πλέον δε μπορούσε να του δώσει ενέργεια, περνούσε απ’ τις παλιές του γειτονιές κι ούτε γυρνούσε να κοιτάξει, δεν του έλεγαν τίποτε τα μέρη όπου είχε ζήσει για δεκαετίες, το κέντρο ειδικά δεν το άντεχε, ούτε ήθελε να το βλέπει, προσπαθούσε να αλλάξει δρόμο για να μη δει τα ίδια και τα ίδια κι ούτε είχε όρεξη να τον χαιρετούν κάποιοι παλιοί γνωστοί και να τον ρωτούν ‘’Που είσαι; Τι κάνεις; Πως περνάς;’’ βαριόταν να δίνει απαντήσεις στον κάθε περίεργο, ήθελε την ησυχία του, να μη τον ενοχλεί κανένας, μόνο σε λίγους ανοίγονταν και μιλούσε, αυτούς που εκτιμούσε πραγματικά . Είχε βαρεθεί την πόλη, ότι είχε να δώσει του το έδωσε, έπρεπε ν’ αλλάξει τόπο, ούτε ήξερε που ήθελε να πάει το μόνο που αισθάνονταν ήταν μια βαθιά ανάγκη να φύγει από το τσιμέντο κι από κείνους τους αγχωτικούς ρυθμούς που έκαναν όλους να τρέχουν σαν ηλίθιοι. Χωρίς να το καταλάβει όλα γύρω είχαν αλλάξει, ο τόπος είχε γεμίσει πρεζόνια, ζητιάνους, ξένους από κάθε μεριά της γης, παντού υπήρχε παρακμή, ένιωθε σα να βρισκόταν σε μια φυλακή κι έπρεπε ν’ αποδράσει με κάποιον τρόπο, να φύγει οπωσδήποτε, ήταν θέμα χρόνου να το κάνει μόλις έβρισκε μια καλή ευκαιρία. Το πρόβλημα ήταν βέβαια η δουλειά, δεν είχε σκοπό να φύγει γιατί δεν είχε βρει κάτι καλύτερο κάπου αλλού, έπρεπε να το σκεφτεί, είχε ένα σωρό υποχρεώσεις, δε μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να κάτσει εκεί ακόμα λίγο, όσο χρειαζόταν, έπρεπε να κάνει υπομονή λίγο ακόμα, δε γινόταν αλλιώς.


Έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρει πάλι τη φρεσκάδα που είχε κάποτε, να ξεκινήσει από την αρχή, τούτη η σκέψη τριγύριζε συνέχεια στο μυαλό του. Η μόνη ώρα που ένιωθε καλά ήταν το πρωί, πάντα ήταν πρωινός τύπος, του άρεσε αυτή η ώρα όταν όλοι κοιμούνταν και μπορούσες να παρακολουθήσεις τα πράγματα γύρω με την ησυχία σου. Του άρεσε να ξυπνά πρωί κι όσο περνούσε ο καιρός σηκώνονταν όλο και νωρίτερα, το καλοκαίρι είναι καλά βέβαια γιατί έχει χαράξει αλλά το χειμώνα είναι μαύρα μεσάνυχτα, περιμένεις πόση ώρα μέχρι να φύγει το σκοτάδι όμως κι αυτό είναι ωραίο, έχεις διαύγεια όλα τα προβλήματα που σε βασανίζουν το βράδυ λύνονται σε ελάχιστο χρόνο. Κατεβαίνοντας για τη δουλειά προτιμούσε να περπατά μέσα από κάτι στενά με σπίτια ξεχαρβαλωμένα, εγκαταλειμμένα, ένα απ’ αυτά είχε πάρει φωτιά κι οι τοίχοι του έχασκαν γυμνοί, σ’ άλλα είχαν βρει καταφύγιο κάτι σκουρόχρωμοι, έβλεπες στην αυλή ένα σωρό παλιατζούρες που είχαν μαζέψει απ’ τα σκουπίδια. Καθώς περνούσε μπροστά από μια εκκλησία άκουγε την καμπάνα που χτυπούσε κι έκανε το σταυρό του, πιο κάτω σ’ ένα δρομάκι πάντα πετύχαινε τους εργάτες του δήμου να κουβαλούν τους κάδους επειδή το φορτηγό δεν χωρούσε να μπει εκεί μέσα , από κάποιο σπίτι καλοδιατηρημένο έβγαινε φως, ο κήπος του φαίνονταν βρεγμένος και σκουπισμένος, ένας γέρος έβλεπε τηλεόραση, οι ηλικιωμένοι ξυπνούν νωρίς πάντα, δεν τους πιάνει ύπνος. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα του, οι αισθήσεις όλες βρίσκονταν σε εγρήγορση και πρόσεχε τα πάντα, τα πουλιά σ’ ένα δέντρο τεράστιο που είχε φυτρώσει σ’ ένα ρέμα χαλούσαν τον κόσμο με το χάραμα, , οι κοπέλες που άνοιγαν τα μαγαζιά χασμουριόταν αγουροξυπνημένες, ήταν μια ώρα που η πόλη εξακολουθούσε να είναι όμορφη.

Μια μέρα καθώς περπατούσε όπως πάντα πολύ πρωί ένας μοτοσικλετιστής φώναξε το όνομά του, ήταν εκείνος ο τύπος με τα τεράστια μουστάκια, που τον συμπαθούσε , ‘’Ανέβα στο μηχανάκι!’’ του φώναξε ‘’Θα σε πάω εγώ!’’ καβάλησε τη σέλα ενώ ο άλλος που έμενε εκεί κοντά φώναζε μέσα στην πρωινή ησυχία,‘’Μια φιλική συμβουλή θα σου δώσω, άλλαξε δουλειά, φύγε από δω πέρα, δεν είναι για σένα αυτό το μέρος!’’ Κατάλαβε τι εννοούσε, τον είχε πετύχει κάποιες φορές όταν τον ταπείνωνε το αφεντικό του κι αυτός το ανέχονταν, ήταν σα να του έλεγε ‘’Τι άντρας είσαι που κάθεσαι εκεί πέρα να σε βρίζει ένα χαμένο κορμί ;’’ Τα είχε ξανακούσει αυτά όμως τώρα του έκαναν μεγάλη εντύπωση, ο άλλος δεν είχε κανένα λόγο να του μιλήσει έτσι, το έκανε επειδή τον εκτιμούσε. Πολύ καιρό τώρα ήθελε να φύγει όμως δεν το αποφάσιζε, πληρώνονταν καλά, είχε μάθει τα κόλπα στην πιάτσα, πολλές φορές εγκλωβίζεσαι κάπου κι είναι δύσκολο να ξεκολλήσεις όμως κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι τα λεφτά δεν είναι το πιο σημαντικό. Τον μουστάκια όλοι τον σέβονταν στην αγορά και δε μπορούσες να μη τον πάρεις σοβαρά, ήταν θηρίο, πολύ δυνατός με κάτι χέρια σα σίδερα, δούλευε σ’ ένα μαρμαράδικο και σήκωνε κάτι κομμάτια που ζύγιζαν διακόσια κιλά, όταν άλλαξε δουλειά τον έβαλαν να κουβαλά κάτι χαρτικά και ο προϊστάμενος του είπε : ‘’Είναι λίγο ζόρικα εδώ πέρα!’’ εκείνος γελούσε, σε σχέση με τα μάρμαρα που ζύγιζαν έναν τόνο τα χαρτικά του φαινόταν παιχνίδι, σιγά τώρα ρε φίλε το πράγμα !


Στ’ αυτιά του βούιζαν τα λόγια του μοτοσικλετιστή όταν άκουσε το αφεντικό του να ξεφωνίζει : ‘’Πάλι άργησες, μα τι βλάκας είσαι, τσακίσου στο υπόγειο !’’ ο τύπος ήταν ένα τομάρι της κακιάς ώρας κι άμα άνοιγε το στόμα δεν ήξερε τι έλεγε, αυτός δεν έδινε σημασία, ήταν χοντρόπετσος όμως εκείνη τη μέρα απάντησε ‘’Δε θα μου ξαναμιλήσεις έτσι κατάλαβες !’’ ο άλλος γέλασε, ΄΄’Έλα κουνήσου ‘’ – ‘’Ακούς τι σου λέω!’’ του επανέλαβε ‘’Δε θα μου ξαναμιλήσεις έτσι !’’- ‘’Κοίτα να δεις’’ είπε το αφεντικό ‘’Σ’ εμένα δε θα πουλάς τρελίτσα, μια χαρά έχεις βολευτεί εδώ, αν δε σ’ αρέσει σήκω φύγε και μη μας ζαλίζεις!’’ – ‘’ Εντάξει!’’ είπε αυτός κι έκανε μεταβολή επί τόπου ‘’Που πας ;’’ φώναξε το αφεντικό όμως αυτός  ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει σα να είχε σπάσει κάτι μέσα του οριστικά, ένιωσε ξαφνικά μια ανακούφιση σα να είχε φύγει από πάνω του ένα βαρίδι οχτακοσίων κιλών . Γύρισε σπίτι και κάθισε στη τηλεόραση ώρες πολλές χωρίς να προσέχει, εικόνες αδιόρατες περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του, τι θα έκανε τώρα, είχε μάθει τόσο καιρό τη ρουτίνα, είχε συνηθίσει σ’ έναν τρόπο ζωής και δεν περνούσε άσχημα όμως τώρα ένιωθε τη γη να φεύγει κάτω απ τα πόδια του κι ούτε είχε προετοιμαστεί για μια τέτοια εξέλιξη, ξαφνικά΄ όλα είχαν γίνει πολύ ρευστά, έψαχνε μια λύση, μια βάση σταθερή απ’ όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει πάλι, ότι και να γινόταν δε θα γύριζε πίσω, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Το μεσημέρι του τηλεφώνησε το αφεντικό ‘’Τσακίσου κι έλα, έχουμε δουλειά μη σε πάρει ο διάβολος!’’- ‘’ Δε μπορώ , δε θα έρθω’’ είπε απλά ενώ το αφεντικό του έβριζε σα διάβολος , του έκλεισε το τηλέφωνο.


Την άλλη μέρα πέρασε απ’ τη δουλειά να πάρει την απόλυση, είχε κλείσει εκεί πέρα δέκα χρόνια, το αφεντικό χαμογέλασε με τα πονηρά μάτια του που γυάλιζαν όποτε έβλεπε λεφτά, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι τον έχανε ‘’Ρε είσαι καλά ; ‘’του είπε ‘’Δε θα βρεις πουθενά τα χρήματα που σου δίνω, άσε τις βλακείες !’’τον καλόπιασε, ήταν σίγουρος ότι θα γύριζε, δεν μπορούσε να το δεχτεί όμως είχε λάθος, δεν τον ήξερε καλά, μπορούσε να ταλαντεύεται για καιρό όμως άμα έπαιρνε μια απόφαση δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξει, ο κύβος είχε ριφθεί, είχε ήδη γυρίσει σελίδα, ‘’Δε γίνεται !’’του είπε ξερά και πήγε στο λογιστή να συμπληρώσει τα χαρτιά του.


Την άλλη μέρα σηκώθηκε πολύ πρωί όπως είχε συνηθίσει και βγήκε να περπατήσει στα στενά, έξω απ’ τη πόρτα του κάποιο συνεργείο σφουγγάριζε τα μάρμαρα της εισόδου, περνώντας δίπλα από ένα αυτοκίνητο άκουσε θόρυβο, κάποιος είχε ξεχάσει ανοιχτό το ραδιόφωνο κι έπαιζε μια μουσική πολύ περίεργη ενώ τα λαμπάκια στο ταμπλό του αμαξιού αναβόσβηναν σα να έτρεχαν πάνω στην πλαστική επιφάνεια. Τα φανάρια κι αυτά έφεγγαν, κάποιος μεθυσμένος θα ήταν που έφυγε όπως- όπως για να κοιμηθεί, άλλωστε το αμάξι ήταν στραβά παρκαρισμένο, αν έμενε έτσι θα άδειαζε η μπαταρία του κάποια στιγμή. Δοκίμασε το πόμολο κι είδε ότι άνοιγε, έβαλε μέσα το κεφάλι κι έβγαλε ένα cd από το ταμπλό δίπλα στο τιμόνι, το έβαλε σε μια χάρτινη θήκη που υπήρχε πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού διαβάζοντας τον τίτλο ‘’Ο ΕΠΟΠΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΦΡΑΓΙΔΟΦΥΛΑΚΑ ’’ – ‘’Ποιος στον κόρακα είναι αυτός ο επόπτης !’’ σκέφτηκε φωναχτά όταν μια χερούκλα τον άρπαξε και τον έσφιξε σα μέγγενη, μόνο ένας μπορούσε να έχει τόσο δυνατό κράτημα ‘’Τι κάνεις ρε !’’του φώναξε ο μουστάκας ‘’Ρε χαζέ τα έχεις αφήσει όλα ανοιχτά!’’-- ‘’ Άστο το ρημάδι λίγο να κοιμηθώ, μετά δεν έχω πρόβλημα, τι κάνεις εσύ ;’’---’’Έφυγα απ το βλάκα!’’--’’ Επιτέλους!’’ φώναξε ο μουστάκας αφήνοντας το χέρι του που είχε αρχίσει να μελανιάζει. Έτριψε τον καρπό στο σημείο που τον είχε γραπώσει ο παλαβός και πήρε μια βαθιά ανάσα , στο απέναντι γυράδικο μια γυναίκα πίσω απ το τζάμι καθάριζε λίπη από τις σχάρες, ένα αστικό φρενάρισε στριγκλίζοντας τα φρένα του για ν’ αποφύγει μια γάτα με μάτια που γυάλιζαν και ταυτόχρονα οι λάμπες στις κολώνες ψηλά έσβησαν όλες μαζί, ξημέρωνε.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

ΑΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΕΣΤΕΡΕΣ

Το φθινόπωρο είχε μπει πια για τα καλά κι η φύση γέμιζε με κείνα τα υπέροχα χρώματα, κίτρινο, κόκκινο, καφέ, πράσινο, ο καιρός ήταν γλυκός, πολλά πρωινά έβγαζε μια ομίχλη που τα σκέπαζε όλα κι η υγρασία ήταν ευχάριστη ύστερα απ’ τις κάψες του καλοκαιριού, πέρα μακριά μπορούσες να δεις τη θάλασσα κι υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που κολυμπούσαν, μάλιστα λέγανε ότι τέτοια εποχή τα νερά είχαν την καλύτερη θερμοκρασία, δεν υπήρχε πλήθος να σε ζαλίζει ούτε ζέστη που σου σπάει τα νεύρα, ήταν η καλύτερη σεζόν για μπάνιο. Πολλές φορές σταματούσαν στη διαδρομή και κατέβαιναν να μαζέψουν κούμαρα, αυτηνής της άρεσαν πολύ κι ήξερε πώς να τα διαλέγει, προτιμούσε εκείνα που είχαν χρώμα κατακόκκινο κι ήταν μαλακά, είχε ακούσει ότι αποτελούσαν την αγαπημένη τροφή των αγριογούρουνων και των πουλιών, λέγανε ότι οι ντόπιοι εκεί πέρα τα βάζανε και στο ούζο γιατί έδινε μια γεύση ιδιαίτερη.

Ο οδηγός δε βιαζόταν καθόλου να φτάσει στα αμπέλια όπου άφηνε τις γυναίκες να μαζέψουν σταφύλια, έκανε μια στάση κι αυτή με μια φίλη της έβγαιναν σε μια πλαγιά να γεμίσουν τα σακουλάκια τους με κούμαρα. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά σχεδόν τελείωνε, μερικά χωράφια μονάχα είχαν μείνει σε κάτι σημεία ημιορεινά κι έπειτα θα σταματούσαν, ήταν ευτύχημα που κάθε χρόνο δούλευε εκεί πέρα για να κολλήσει τα λίγα ένσημα που χρειαζόταν καθώς πλησίαζε την ηλικία της σύνταξης, είχε κι ένα θέμα με το χέρι της που πάθαινε τενοντίτιδα και δεν έπρεπε να το ζορίζει οπότε πρόσεχε τις κινήσεις της κι άλλες φορές το έδενε μ’ ένα μαντήλι, λίγο ακόμα υπομονή έπρεπε να κάνει, τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει κι είχαν αρχίσει να βγάζουν δικά τους λεφτά, μάλιστα ήταν περήφανα γι αυτό κι όσο κι αν καταλάβαινε ότι στο τέλος θα έμενε μόνη από την άλλη ανυπομονούσε περιμένοντας αυτή τη στιγμή μετά από μια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις.

Το μεγάλο πρόβλημα ήταν η μάνα της που είχε εγχειριστεί και πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο, καθηλωμένη στο κρεβάτι ήθελε άνθρωπο δίπλα της όλο το εικοσιτετράωρο, δε μπορούσε να την αφήσει μόνη όπως παλιά, την εγκατέστησε στο σπίτι κι από τότε άρχισαν τα βάσανα της. Οι γέροι γίνονται εγωιστές σαν πλησιάσουν στο τέλος, σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και κανέναν άλλο, νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου, όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτούς, όσο καλοί κι αν υπήρξαν δείχνουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα καθώς η λογική υποχωρεί και λειτουργούν αυτόματα, σπάνια να δεις γέρο καλοσυνάτο. Καθόταν εκεί δίπλα της με τις ώρες να της βάζει μαξιλάρια και να της φέρνει ότι ζητούσε ενώ εκείνη γκρίνιαζε συνέχεια ζητώντας να την αλλάξει, να τη φροντίσει, να την ταΐσει, όλα της φταίγανε. Τις νύχτες η μάνα της μονολογούσε, είχε αρχίσει να τα χάνει κι αράδιαζε όλα τα σόγια, όλους τους συγγενείς κι όλους τους γείτονες που θυμόταν απ’ το χωριό όπου είχε γεννηθεί, ο τάδε ήταν παντρεμένος με την τάδε κι είχαν τόσα παιδιά ή μήπως όχι, κι ο δείνα ζούσε ή είχε πεθάνει; Η γριά θυμόταν ένα κάρο ανθρώπους ενώ ξεχνούσε αν είχε πάρει το χάπι της πριν από λίγο, παραμιλούσε αδιάκοπα καθώς όλα είχαν μπερδευτεί σαν ένα κουβάρι στο μυαλό της και τις νύχτες προσπαθούσε να το ξεμπερδέψει, αυτή καθόταν εκεί κι άκουγε τα ατελείωτα ονόματα χωρίς να βγάζει άκρη, πολλούς απ’ αυτούς τους ήξερε γι’ άλλους δεν είχε ιδέα, έτσι την έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ καθώς η γριά συνέχιζε τις ασυναρτησίες.

Μια άλλη φορά πάλι η γριά μιλούσε σα να είχε κάποιον απέναντι της, έλεγε μια ιστορία για τότε που είχε πάει να μαζέψει φλαμούρι από ένα δέντρο μέσα σε μια λαγκαδιά, είχε γεμίσει λέει ένα τσουβάλι με άνθη που μοσχοβολούσαν κι ετοιμάζονταν να φύγει όμως στο μεταξύ είχε περάσει η ώρα κι έπεσε το βράδυ, μέχρι να βγει από τη λαγκαδιά είδε κι έπαθε, με το που είχε πέσει ο ήλιος άκουγε από ψηλά απ’ το βουνό ουρλιαχτά σκύλων ή λύκων .περπατώντας στα τυφλά κατ κει που υπολόγιζε ότι βρίσκονταν μονοπάτι βρέθηκε σε κάτι πηγές με ζεστό νερό που άχνιζαν κι όλο το μέρος γύρω ήταν τυλιγμένο στους ατμούς, ‘’Θέ μου που βρέθηκα;’’ είπε η γριά και σταυροκοπήθηκε καθώς θυμόταν ξανά το μέρος . Τέτοιες ιστορίες θυμόταν όλη την ώρα η μάνα της κι αυτή καθόταν μόνη κι άκουγε θέλοντας και μη, έτσι περνούσε τα βράδια της, άκουγε παραμιλητά, κοιτούσε τις φωτογραφίες στους τοίχους και σκεφτόταν πως είχε περάσει ο καιρός, πως είχαν αλλάξει όλα, τα παιδιά είχαν φύγει για τις σχολές και τις δουλειές τους κι όσο για τον σύζυγο, όσο μακρύτερα βρίσκονταν τόσο το καλύτερο, είχαν χωρίσει πια από χρόνια και δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναβρούν.

Το περίμενε βέβαια ότι κάποτε θα ερχόταν η στιγμή να κοιτάξει τους γονείς της κι είχε αγοράσει ένα σπίτι με χώρο στον κάτω όροφο όπου θα τους έβαζε να έχουν την άνεση τους, είχε διαλέξει μια μονοκατοικία έξω απ την πόλη, κοντά σε μια ρεματιά απ’ όπου φυσούσε όλο το καλοκαίρι και δρόσιζε, όλα έδειχναν να πηγαίνουν όπως τα είχε προγραμματίσει όμως ύστερα έχασε τη μπάλα, πρώτα πέθανε ο πατέρας της έτσι ξαφνικά, ύστερα χώρισε, μετά η κόρης της έφυγε έξω, κατόπι ήρθε η μάνα της σαν κερασάκι στην τούρτα. Κάποιοι της πρότειναν να τη βάλει σε ίδρυμα, αυτή λέγανε θα ήταν η καλύτερη λύση όμως η γριά όποτε άκουγε κάτι τέτοιο έβαζε τις φωνές, ‘’Καλύτερα να με ρίξτε στη θάλασσα !’’ και τότε την πλάκωναν οι τύψεις, δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει, να την πετάξει στον καιάδα, ένιωθε ότι ήταν ο μόνος δεσμός που είχε με το παρελθόν, ήθελε να την κρατήσει ακόμα λίγο. Έψαξε για γυναίκα που θα μπορούσε να τη φροντίζει στο σπίτι όμως καμιά δεν αναλάμβανε να έρθει εκεί πέρα έξω απ’ την πόλη, όλες θέλανε να είναι κοντά στους δικούς τους και δεν το κουνούσαν από το κέντρο, δεν στάθηκε δυνατό να βρει ούτε μία πρόθυμη κι έτσι αναγκάζονταν να τη φροντίζει η ίδια για να μη νιώθει ενοχές. Το πάλεψε για ένα διάστημα όμως ύστερα τάπαιξε, δεν άντεχε, πνίγονταν, έπρεπε να ξεκολλήσει, να πάει μπροστά τη ζωή της, ήταν ακόμα νέα και δεν ήθελε να θαφτεί στο σπίτι παρέα με τη μάνα της, αν είχε κοντά τη μεγάλη της κόρη δε θα φοβόταν τίποτα αλλά εκείνη είχε φύγει μακριά πολύ στο εξωτερικό να βρει την τύχη της, αν είχε εκείνη όλα θα ήταν διαφορετικά, μπορούσε να την εμπιστευτεί, πως στο δαίμονα είχαν έρθει έτσι όλα;

Αυτό που την έσωσε ήταν μια φίλη της, συμφώνησε να προσέχει τη γιαγιά για το διάστημα που θα είχε δουλειά στα χωράφια, αμέσως πήρε πάνω της, με το που έβγαινε στην ύπαιθρο και πατούσε χώμα της έκανε καλό, από τη ρεματιά του σπιτιού της δε μπορούσες να δεις και πολλά πράγματα εδώ όμως το μάτι άνοιγε, η φύση απλώνονταν μπροστά σου, ψηλά τα αεροπλάνα πετούσαν διαγράφοντας πορείες σταυρωτές στον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα, ήταν ένα διάλειμμα που ξεκούραζε το μυαλό. Εκεί που τελείωναν τα χωράφια με τα κλήματα είχε τις εγκαταστάσεις του ένα οινοποιείο τεράστιο που είχε ανοίξει πρόσφατα, μια μέρα τους πήγαν να το δουν, είχαν πάθει πλάκα με όλα εκείνα τα βαρέλια, τα καζάνια και τα πελώρια μεταλλικά δοχεία για την αλκοολική ζύμωση, οι τύποι όποιοι κι αν ήταν, είχαν κάνει φοβερή δουλειά ,το είχαν φτιάξει πολύ όμορφο σαν αυτά που βλέπεις στην τηλεόραση.

Στο οινοποιείο τους είχαν κάνει και μια ξενάγηση όπου εξηγούσαν την ιστορία του κρασιού σ’ εκείνα τα μέρη, στην περιοχή υπήρχαν λέει κάτι χώματα περίεργα κι ένα μικροκλίμα που επηρεάζονταν από υπόγεια θερμά νερά, εκεί κοντά άλλωστε βρισκόταν και κάτι λουτρά όπου ο κόσμος έκανε τα θεραπευτικά μπάνια του, εκεί κάπου πρέπει να είχε βρεθεί κι η μάνα της τότε που χάθηκε στο λαγκάδι με τις φλαμουριές κι αργότερα έπαιρνε τον συγχωρεμένο τον πατέρα της και πήγαιναν για υδροθεραπείες. Η ξενάγηση ήταν πολύ ωραία, μια γυναίκα που ήξερε ένα κάρο πράγματα έλεγε ότι στα κρασιά μπορείς να βρεις μέχρι και τετρακόσια διαφορετικά αρώματα ανάλογα με τις ζύμες που χρησιμοποιούνται, τις αρωματικές εστέρες , το ξύλο του βαρελιού, το μπουκάλι της φιάλης . Πολλά από κείνα που άκουγε δεν τα τα καταλάβαινε όμως ακούγονταν πολύ όμορφα, τι ωραία θα ήταν να είχε σπουδάσει κάτι σχετικό, πάντα της άρεσε λίγο κρασί στο τραπέζι και μπορούσε να διακρίνει τα καλά από τα εντελώς άχρηστα, είχε σχεδόν ξεχαστεί εκεί πέρα και το βράδυ που γύρισε στο σπίτι ήταν σχεδόν χαρούμενη.

Ένιωθε πιο ανάλαφρη παρόλο που ήταν κουρασμένη, τις μέρες που είχε ρεπό η φίλη της ξεκουράζονταν κι εκείνη πρόσεχε τη μάνα της . Την είδε να ροχαλίζει ήρεμα κι έπεσε στο κρεβάτι ξερή. Κοντά στα μεσάνυχτα ξύπνησε από έναν θόρυβο σα γδούπο, έτρεξε στο δωμάτιο της μάνας της ενώ η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά, τη βρήκε στο πάτωμα ν’ αγκομαχά, φαίνεται ότι προσπαθώντας να σηκωθεί είχε πέσει με το πρόσωπο, η όψη της ολόκληρη είχε μελανιάσει. Τρόμαξε όταν την είδε έτσι παραμορφωμένη, σκιάχτηκε, της ήρθε να βάλει τα κλάματα, πήρε τηλέφωνο για ασθενοφόρο και προσπάθησε να τη σηκώσει όμως ήταν αδύνατο, η γιαγιά ήταν πολύ βαριά και μπορούσε να σακατέψει τη μέση της, την τράβηξε στον τοίχο, της έπλυνε το πρόσωπο και την έβαλε να πιει λίγο νερό, η γριά ανάσαινε βαριά, ύστερα άρχισε να παραμιλά όπως έκανε τα βράδια που δεν είχε ησυχία ‘’Αχ! πότε θα πάω στα λουτρά για τη μέση μου, το ζεστό νερό θα πάρει τους πόνους μου!’’ ύστερα φώναζε τον άντρα της ‘’Γιώργο μη μπαίνεις στη δεξαμενή τη βαθιά, θυμάσαι τότε που πνίγηκε ένα παιδί, κράτα το χέρι μου, εγώ ξέρω καλό κολύμπι!’’ Οι νοσοκόμοι κατάλαβαν τι συνέβαινε κι ούτε που τη ρώτησαν γιατί έκλαιγε, η γιαγιά συνέχιζε να παραμιλά μέχρι που την έβαλαν στο όχημα.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...