Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΑΥΤΗ ΜΟΝΑΧΑ

Ούτε κατάλαβα πως έγινε, υποτίθεται ότι πρόσεχα αλλά τη τύφλα μου δεν έβλεπα, έπεσα σα βλάκας, οι φίλες μου γελούσαν, εντάξει κορίτσια γελάστε όσο θέλετε, αλλά φίλε δεν άντεχα, δε μπορούσα, όλα μαζί πέσανε, δε γίνονταν.

Δεν άντεχα, τα είχαμε πει, δεν ερωτευόμαστε αν δεν είμαστε σίγουροι τι παίζει απ την άλλη μεριά, φυλάμε τα νώτα μας, δεν αφήνουμε να μας κατακλύσει αυτό το πράγμα, κρατάμε άμυνα, ναι καλά, άμα αρχίσεις να το σκέφτεσαι συνέχεια άντε γεια, στο τέλος χάνεις τη μπάλα!

Και την έχασα, όμως με είχαν σαπίσει, έτρεχα σα παλαβός, έπρεπε να φτιάξω εργασίες για θέματα που δε σκάμπαζα ''Ανάλυση συμπεριφορών στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλον!'' άκου τώρα. Σ ένα σπίτι έγραφα κι έσβηνα, πάλευα ανάμεσα σε σημειώσεις, έπρεπε να βγουν δυο χιλιάδες καταραμένες λέξεις με κάποιο τρόπο, δυο χιλιάδες λέξεις σε μια γλώσσα ξένη, όμως κάπου έπρεπε να κατευθύνω τη σκέψη μου επειγόντως , γιατί θα σαλτάριζα αν δε την έβλεπα εκείνη τη μέρα! Από το παράθυρο ενός μπαλκονιού κοίταζα έξω τη θάλασσα, τα σπίτια, κοράκια έκαναν ακροβατικά ανάμεσα σε γραμμές που χάραζαν τ αεροπλάνα κόντρα στο ηλιοβασίλεμα ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας. Έπρεπε να βγουν δυο χιλιάδες λέξεις, ο μικρός δε μπορούσε να γράψει τίποτα ρε φίλε σα να ήταν αυτιστικός, δε δούλευε το μυαλό του, δεν είχε φαντασία, δεν είχε θηλυκό μυαλό που γεννάει, κάτι δεν είχε πάντως, όταν το είδε έπαθε πλάκα, ''Πως τόκανες;'.

Δε μπορούσα, με τα παιδιά σε μια παρέα συζητούσαμε, για τον άλλο κόσμο λέγαμε, για τον παράδεισο και για την κόλαση. '' Πως τη φαντάζεσαι εσύ;'' ρώτησα τον πονεμένο φίλο μου, ''Μη περιμένεις να συναντήσεις καζάνια και φλόγες, κόλαση είναι να είσαι στους αιώνες των αιώνων μοναχός, να μη βρίσκει πουθενά γαλήνη η ψυχή σου καθώς θα περιπλανιέται αέναα και στο διηνεκές στις αβύσσους και στα τάρταρα! '' δε λέει. ''Στο παράδεισο απ την άλλη θα ευφραίνεσαι για πάντα στην αγκαλιά του θεού!'' ρε φίλε εκεί θέλω κι εγώ ! Τον ρώτησα αν ελπίζει να συναντήσει στον παράδεισο κανέναν δικό του, ''Το μπαμπά μου αποκλείεται τέτοιος που ήτανε, έτσι όπως έπινε, τη μάνα μου ίσως, αυτή ήταν καλή !''. Με ρώτησε γιατί δεν εξομολογούμαι, και πώς να πω ρε φίλε ότι δεν είμαι σίγουρος για το αν υπάρχει ο θεός! Λέει ο φίλος ο πονεμένος ότι όλα είναι ανθρώπινα, κι οι αμφιβολίες είναι μες το πρόγραμμα απλά πρέπει να μετανιώσεις και να συγχωρέσεις και να αγαπήσεις! Όμως ρε φίλε εμείς κακία δε κρατάμε, δε μπορούμε να κρατήσουμε, δε ξέρουμε πως γίνεται αυτό! Εμείς αγαπάμε όλο τον κόσμο, από αγάπη άλλο τίποτα ειδικά τώρα, κι αν αγαπάς τον πλησίον σου λέει σώζεσαι, οκ λοιπόν, εμείς που αγαπάμε πρέπει να σωθούμε, τώρα αν τυχαίνει να αγαπάμε όμορφες συνήθως τι φταίμε ρε φίλε όχι πες μου ! Όσο για τους άλλους, τους αντιπαθητικούς τους οποίους λένε ότι κι αυτούς πρέπει να τους να αγαπήσουμε να μου επιτρέψουν κι άλλωστε κι ο θεός ο ίδιος δεν μπορεί να τους συγχωρέσει όλους, κάποιοι είναι καταδικασμένοι έτσι δεν είναι, κάποιοι είναι χαμένοι από χέρι, κάποιοι δε τη γλυτώνουν τη κόλαση πως λοιπόν ζητά από μας να είμαστε τόσο μεγαλόψυχοι;

Δε μπορούσα ,δεν άντεχα, δε γινόταν, έπρεπε, δε μπορείς να πας κόντρα στο φτωχό τον εαυτό σου, δε μπορείς να του ζητάς πράγματα που δεν αντέχει, εδώ δεν έχεις να κάνεις με θεωρίες!

Το πρωί τα μικρά έφευγαν για τα σχολείο φορώντας σκουφάκια πολύχρωμα, άνθρωποι αγουροξυπνημένοι έβγαιναν από πολυκατοικίες κρατώντας θερμός με καφέ ζεστό. Στο δρόμο οι ποδηλάτες έστρεφαν πίσω το βλέμμα καθώς έγερναν για να στρίψουν, όλοι οι οδηγοί περνούσαν με κόκκινο, στις αυλακιές που σχηματίζονταν από τα χιλιάδες λάστιχα μπορούσες να τσακιστείς και να σκοτωθείς, ένα αμάξι με τσαλακωμένη μούρη είχα δει να περνά, μια λάμψη μεταλλική με ζάλισε, κάποιος ανέβαζε μια πλατφόρμα μ ένα τηλεχειριστήριο, η θάλασσα χρύσιζε κάπου στη παραλία ανάμεσα στα δέντρα. Στις στάσεις γυναίκες στέκονταν με το ένα γόνατο λυγισμένο, μια γιαγιά έβγαζε μια οσμή σα να είχε βγει μόλις απ το μικροβιολογικό εργαστήριο, στα ραντάρ τα λεωφορεία είχαν κολλήσει, δεν έλεγαν να εμφανιστούν, είχα σκάσει! Μια ξανθιά χτυπούσε το τζάμι ενός αστικού που έφευγε με το δαχτυλίδι που είχε περασμένο στο δάχτυλο της, ο οδηγός δεν έδινε σημασία, αυτή τον έβριζε…. Στα σούπερ μάρκετ γριές άνοιγαν τις τσάντες τους, καλά εκεί μ έχουν χάσει, βδομάδες έχω να πάω, οι κοπέλες που δουλεύουν εκεί με βλέπουν και τρομάζουν ! Στα ταμεία κόσμος με καροτσάκια και σακούλες, πορτοφόλια άνοιγαν χαρτονομίσματα, φωτογραφίες, κάρτες, σακούλες, καρότσια.

 Σ ένα ιντερνέτ καφέ άδειασα κατά λάθος όλα τα ψιλά που είχα στη τσέπη, το πάτωμα γέμισε κέρματα, ένας πιτσιρικάς μου τα έδειχνε όπως ρολάριζαν κάτω απ τις καρέκλες. Κάθισα εκεί πέρα, στη τηλεόραση αθλητικά, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, ντοκιμαντέρ, τοπία χιονισμένα, ένα κορίτσι μου είχε φέρει μια σοκολάτα καυτή κι ένα ποτήρι γεμάτο παγάκια, της ζήτησα να τα βγάλει, την έβλεπα που τα άδειαζε στο νεροχύτη, μου ζήτησε συγγνώμη, δεν ήταν ανάγκη αλλά ήταν όμορφο!

Τη πάτησα εντάξει, άντε να εξηγήσεις τώρα, αλλά είχα βαρεθεί, κάτι έπρεπε να κάνω, οι γιορτές πλησίαζαν, δεν άντεχα ξανά τα ίδια , έπρεπε κάτι διαφορετικό να γίνει! Με τα παιδιά σκοτωνόμασταν για τα θεολογικά, που έχω μπλέξει, δε θέλουν συμπροσευχή με τον πάπα , με τους καθολικούς, με τους προτεστάντες, με τους μουσουλμάνους, με τους Κινέζους, με κανένα! Κανένας δε με υποστήριζε, είχα λυσσάξει, είχα νεύρα δε ξέρω από που, φαίνεται ότι όταν ερωτεύεσαι γίνεσαι πιο ευερέθιστος. Όμως τι να τους πεις, ναι παιδιά, όπως θέλετε, καθίστε στ αυγά σας όσο ο κόσμος τη ψάχνει με τη γιόγκα και με τα βουδιστικά τα κόλπα τα καινούρια, τις τάντρες, τα άβαταρ και τις φιλοσοφίες τις μυστήριες, εσείς στο κόσμο σας, κρατήστε τη καθαρότητα σας , χαιρετίσματα!

Στη καμάρα λαμπάκια αναβόσβηναν στα γύρω καταστήματα, φοιτητές μαζεύονταν το σούρουπο, σκουπίδια παντού σκορπισμένα. Στα Μικέλ τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με κανάτες γεμάτες νερό, θερμοπομποί περνούσαν απ το πλάι κι από πάνω, γύρω πλαίσια γυάλινα, στα τραπέζια καλαμάκια άδειαζαν ποτήρια με καφέδες και πιοτά. Στη βιβλιοθήκη ένας γέρος διάβαζε ένα λεξικό με όρους μυστήριους, μ ένα μολυβάκι κρατούσε σημειώσεις, όταν έφυγε το άνοιξα, δε καταλάβαινα και πολλά, φωνές ακούστηκαν, ένας ψυχοπαθής έκανε επίθεση στους υπάλληλους, όλοι τα έχουν με το δημόσιο, όλοι θέλουν να τα φορτώσουν κάπου, όλοι έχουν τρελαθεί, έπρεπε να το υπερασπιστώ το παιδί που δούλευε εκεί, τον ήξερα, ''Μίλα του καλύτερα!'' του είπα του άλλου του ηλίθιου!

Απεργία είχαν όλα τα μέσα, έπρεπε να πάω με τα πόδια, ένα ψιλόβροχο έβλεπες να πέφτει λοξά μπροστά στα φανάρια των αυτοκινήτων καθώς τα φώτα τους έφτιαχναν μια καμπύλη στα κοιλώματα του δρόμου έξω απ τη Νεάπολη. Ένα ρέμα, κάτι κορμοί δέντρων, έλατα πουλούσαν κάτω από μια γέφυρα, σ ένα θερμοκήπιο γλάστρες με λουλούδια βρεγμένα. Στο σπίτι του ο Άγγελος που μαθαίνει αγγλικά μήπως και συνεννοηθεί με τους λεφτάδες τους Ρώσους το καλοκαίρι στη Χαλκιδική και τους πουλήσει κάνα σπίτι μου έλεγε για το αμπέλι του, πρέπει λέει να ρίξει χαλκό στις ρίζες των κούρβουλων, ένα τσίπουρο καλό έβγαλε, του χρόνου θα φτιάξει κρασί κόκκινο, διαβάζει βιβλία σχετικά, τον έχει πιάσει μια μανία με τα κρασιά! Μια φέτα μου έβγαλε κασέρι τρικαλινό κι ένα ψωμί απίστευτο που φτιάχνει ένας φούρνος στα Μουδανιά, όσο περνούν οι μέρες λέει περισσότερο νοστιμίζει, μια ουρά τεράστια γίνεται κατά κει συνέχεια, ο φούρναρης βγάζει τ άντερα του!

Ξέρω τι με περιμένει, σύνδρομο στέρησης, μελαγχολίες, αϋπνίες, πείνες, τα φαγητά χάνουν τη γεύση τους, ανεβοκατεβάσματα ψυχολογικά, τα γνωστά, δε μπορούσα όμως, δε γίνονταν!

 Στο σπίτι έπεφτα για ύπνο μόλις γυρνούσα απ τη δουλειά, ούτε σόμπα ούτε τίποτα, κάνεις κι οικονομία έτσι άσε που είσαι ζεστός απ το τρέξιμο! Στη τηλεόραση ήθελα όλα να τα δω, καμιά φορά με πιάνει ένα σύνδρομο στέρησης! Κοριτσάκια τραγουδούσαν και σούρχονταν να βάλεις τα κλάματα, χορεύτριες λικνίζονταν πάνω στ ατέλειωτα γυαλιστερά τους πόδια, στο κανάλι της βουλής είχε πάρει το μάτι μου και το Μάκη μετά το ευρωπαϊκό βραβείο του, πόσο καιρό έχω να τον δω, και να δεις που τη Δευτέρα έρχεται Σαλονίκη, τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο! Πάντως ήταν και στη τηλεόραση όπως τον θυμόμουν μόνο που τώρα δε μπορούσα να του πω ''Έλα ρε Μάκη πως πάει ! Και μια ταινία καλή επιτέλους έδειξε με κάποιον που έβλεπε το μέλλον, τρελαίνομαι για κάτι τέτοια, ο τύπος έφτιαχνε σενάρια εικονικά για τις μελλοντικές του κινήσεις, δοκίμαζε και διάλεγε το καλύτερο σενάριο για να ρίξει εκείνη τη γλυκιά κοπέλα , ναι καλά αν ήταν έτσι ήταν πολύ εύκολα !

Πόσο καθαρό ήταν το πρόσωπο της, πόσο άσπρο ήταν το δέρμα της, τα δάχτυλα της υπέροχα, τα χείλια της έμοιαζαν κοραλλένια μες το κρύο, αυτήν ήθελα,  αυτή  μονάχα ! Το ήξερα ότι παρατηρούσε το βλέμμα μου, την έβλεπα με την άκρη του ματιού μου, είχε εκείνη την έκφραση την έκπληκτη, τα μάτια της άλλαζαν ένα εκατομμύριο αποχρώσεις το δευτερόλεπτο ! Δεν άντεχα, δε γίνονταν ρε φίλε συγνώμη, μπορείς να γελάσεις κι εσύ, το παραδέχομαι! Κανονικά πρέπει να μη βιαστείς, να περιμένεις το κατάλληλο timing, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα, αλλά που να το βρεις αυτό, δεν υπάρχουν συνθήκες και καταστάσεις ιδανικές, ποιος τα κανονίζει όλα να συμβούν έτσι άναρχα, όποτε ναναι...

Ξέρω τι με περιμένει, δε μπορείς να σκεφτείς καθαρά, να ζυγίσεις όπως θέλεις τα πράγματα, είναι σα να παλεύεις με το ένα χέρι δεμένο στη πλάτη, όμως όσο μπορείς πρέπει να αντέξεις και να το χαρείς, όσο η καρδιά είναι ζεστή και το μυαλό θολωμένο, φοβάμαι λίγο, δε μ αρέσει να χάνω τον έλεγχο, έτσι όμως είναι αυτά, δε τα διαλέγεις...

Ούτε κατάλαβα πω έγινε, είναι κι οι γιορτές που έρχονται, η ατμόσφαιρα όσο πάει και γίνεται πιο γλυκιά. Σ' ένα σπίτι με βάλανε να διαβάσω όλα τα παιδιά για το σχολείο, να τα προετοιμάσω, η μάνα τους λείπει στη δουλειά όλη μέρα, ήμουν μονάχος εκεί, ρούχα πεταμένα παντού. Καθόμουν εκεί και πάλευα με τους τρεις νόμους του Νεύτωνα, τον κύκλο του αζώτου και του άνθρακα, τις ατέλειωτες θεολογίες των θρησκευτικών, τον Τεύκρο που πήγε να συναντήσει την Ελένη κάπου στην Κύπρο, τα παιδιά παπαγάλιζαν το μάθημα τους όπως τα μαθαίνουν. Μου έλεγαν ότι στη τάξη τους το έχουν ένα αγόρι που δε βγάζει ποτέ τη κουκούλα του, δε μπορείς να δεις το πρόσωπο του, το φοβούνται, τι γίνεται σ αυτά τα σχολειά πως δεν έμπλεξα, όμως πάλι κάτι πρέπει να κάνεις έτσι δεν είναι, δε μπορείς να αφήσεις αυτά τα παιδιά μονάχα τους!

Έπειτα έπρεπε να προετοιμάσω το άλλο το παιδί που έδινε το proficiency , τα τελευταία μαθήματα είναι ζόρικα, δε πρέπει να κάνεις λάθος, πρέπει να είναι καθαρό το μυαλό σου αν χρειαστεί να διακρίνεις και να διορθώσεις κάτι. Ήμουν ζαλισμένος, παραλίγο να το χάσω, να πέσει η ψυχολογία του, όλο το θέμα είναι εκεί πέρα να κρατήσεις το ηθικό του ψηλά, αν κάτι δε πάει καλά να μη το καταλάβει, δε χρειάζεται, δεν είναι ανάγκη, έπρεπε να του πω ότι ήταν σωστές οι λανθασμένες απαντήσεις που μου έδινε, μια, δυο, τρεις φορές μέχρι να το πιστέψει μέχρι να βρει ρυθμό, μέχρι να πάρει τ απάνω του!

Ένα κοριτσάκι πηγαινοέρχονταν και με κοίταζε με τα τεράστια μάτια του, δε με φοβόταν καθόλου, έμοιαζε με κούκλα ζωντανή που μιλούσε, ερχόταν κοντά μου, έδειχνε το ένα δοντάκι του που κουνιόταν κι ήταν έτοιμο να πέσει , είχε γκρεμιστεί μια νύχτα από τη κουκέτα του και χτύπησε το μάτι του, παραλίγο να το χάσει, το είχαν τρέξει στο νοσοκομείο, ακόμα φαίνονταν η μελανιά. Βλέπει λέει όνειρα, το Χριστό ολόσωμο, τη παναγία, διαβόλους , αγγέλους, οράματα, τη νύχτα η μάνα του κοιμάται στο προσκεφάλι του πάντα γιατί έχει προβλήματα αναπνευστικά, κόβεται η αναπνοή του, σταματά ν αναπνέει, πνίγεται, δε μπορούσα!

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΜΠΙΚΟΒΙΚ



‘’Δεν μπορούσα να έρθω στην Ελλάδα, άμα κατέβαινα  έπρεπε να σκοτώσω τον Αλευρά,  αυτόν που είχατε για πρόεδρο της βουλής!'' είπε ο τύπος κι όλοι γυρίσαμε να  δούμε.

 '' Αυτός που είχατε για πρόεδρο στη βουλή ήταν διοικητής του αδερφού μου στο Μπίκοβικ, στο τέλος του εμφυλίου,  ο αδερφός μου έπρεπε να τον καλύψει για να το σκάσει κατά την Αλβανία, μαζί του ήτανε ο πατέρας του Κόκκαλη, ο γιατρός, κι ο πατέρας του Σημίτη, γίνονταν τότε οι τελευταίες μάχες του εμφυλίου. Δεν ήταν αντάρτης ο αδερφός μου , είχε υπηρετήσει ήδη δυο φορές, δεν είχε πάρει ανάσα, τον κάλεσαν ξανά, βαρέθηκε, δε πήγε, τον κήρυξαν λιποτάκτη, αν τον έπιαναν μπορεί και να τον εκτελούσαν επί τόπου, έτσι ήταν τότε. Πήγε με τους αντάρτες τον έβαλαν να καλύπτει όλους τους μεγάλους και τον αρχηγό, το Μάρκο Βαφειάδη, αυτοί φύγανε τρέχοντας από ένα μονοπάτι στενό πάνω από μια χαράδρα που λέγεται’’ Χάρος’’, ο αδερφός μου τους κάλυπτε πυροβολώντας αλλά μετά δεν γύρισαν να ρίξουν ούτε μια σφαίρα, τον άφησαν εκεί πάνω,  τη κοπάνισαν όλοι, τελικά σκοτώθηκε απ το εθνικό στρατό !''

Όλοι είχαμε στριμωχτεί στο στενό μαγαζί , βοριάς φυσούσε απ τις χαραμάδες, κρύο είχε βγάλει. Δε τα ξέρω καλά τα μέρη εκείνα για τα οποία μιλούσε ο άλλος,  Δυτική Μακεδονία,  Ήπειρος, μερικές φορές έχω πάει μόνο μάρτυρας σε κάτι δικαστήρια, σχηματίζεις μια γνώμη αλλά δε μπορείς να ξέρεις τι παίζει σε βάθος άμα δε ζήσεις σ ένα μέρος . Εκκλησιές πολλές λέει έχει, οι πιο περίφημες είναι εκεί και στη Σιάτιστα, ιδέα δεν είχα για όλα αυτά! Η Πίνδος είναι πίσω τους,  κόβει την επικοινωνία κατά τα Γιάννενα των μαστόρων του ασημιού και της λίμνης που σκορπά παντού ομίχλη κι υγρασία, περάσματα ορεινά,  μονοπάτια απόκρημνα, Βλάχοι και Σαρακατσάνοι, νομάδες και φύλλα ντόπια κατοικούσαν από παλιά..

Όπως γίνεται στα μικρά μαγαζιά γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας  αλλά τον τύπο που φώναζε δεν τον είχα ξαναδεί, ήταν πάνω από εβδομήντα σίγουρα.Έδειχνε γερός μιλούσε με μια προφορά σπασμένη, πρόσεξα ότι είχε τρία δάχτυλα μόνο και τον αντίχειρα, κάπου θα του έφυγε το τέταρτο. Είχε περάσει όλη τη ζωή του στο παραπέτασμα, τον πήρε η μπάλα και δε μπορούσε να γυρίσει, κατέληξε στη Βουλγαρία, ύστερα από  πολλά  έγινε οδηγός του  ίδιου του προέδρου του Τοντόρ Ζίβκοφ!  Όλα αυτά τα χρόνια είχε γυρίσει   τα Βαλκάνια, ταξίδεψε στο Δούναβη με ποταμόπλοιο ξεκινώντας απ τις εκβολές  στη Μαύρη Θάλασσα, δάση βαθυπράσινα, βλάστηση οργιαστική στις δυο όχθες, μια διαδρομή να σου φύγει το μυαλό! Στη Σερβία κοπέλες πανύψηλες,  η πιο κοντή ένα κι εβδομήντα, κτίρια κατεστραμμένα, τάχουν αφήσει όπως ήταν,  τους θυμίζουν τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ.  Στη Βουλγαρία ήσυχος  κόσμος, στα Σκόπια ότι να ναι, δε ξέρουν που πατούν και που βρίσκονται, ποιος τόφτιαξε αυτό το κράτος! Στην Αλβανία παλαβοί μεγαλοιδεάτες , μαφιόζοι  πρώην μπασκετμπολίστες που έγιναν πρωθυπουργοί, ‘’ Άμα βρεθεί κάνας Μεγαλέξανδρος στην Αμφίπολη όλοι θα το βουλώσουν!’’  είπε.

Σ ένα πάρκο ξεχασμένο κι απ το θεό  απέναντι μας  ένα τριαντάφυλλο άλικο άνθιζε μοναχό του, περικοκλάδες αναρριχώμενες κρέμονταν από λεύκες ψηλές, μια εκκλησιά πνιγμένη από ροδιές με φύλλα κιτρινισμένα. Πάει το καλοκαιράκι και το φθινόπωρο πέρασε , Χριστούγεννα πλησιάζουν ,η σαρακοστή  άρχισε, στις εκκλησιές ουρές για να ξομολογηθούν, να πάρουν μύρο απ τα λείψανα των αγίων, ένας γύφτος  έκλεψε το κινητό του παπά Γιώργη, μια άλλη που έπαιρνε ένα κάρο χάπια τον ρώτησε πότε είναι η επόμενη συνεδρία, όλοι έχουν σαλτάρει, οι γυναίκες περισσότερο!

 Κρύο έπιασε, οι νύχτες μεγαλώνουν ολοένα, το βράδυ πέφτω ξερός, το ράδιο ανοιχτό, καμιά φορά  λόγια ελληνικά ξεχωρίζουν  μέσα σε μια θάλασσα από τραγούδια ξένα. Τα ξημερώματα η Χρύσα απ το σαν Φρανσίσκο με ξυπνά , έχει λέει μποτιλιάρισμα δαιμονισμένο κατά κει κι έχει σκάσει, θέλει με κάποιον να μιλήσει μέχρι να φτάσει σπίτι , της λέω να ηρεμήσει. Τώρα λέει αρχίζει να μπαίνει το φθινόπωρο, έκανε ζέστη ως πρόσφατα, σταματά σ ένα μαγαζί με κοτόπουλα να πάρει κάτι για να φάει, φωνές παιδικές  στο ακουστικό’’ Άμα θες κλείσε τώρα , έφτασα σπίτι, είμαι κομπλέ, φιλιά !’’
 

''Και τώρα άμα πας  οι χαράδρες μυρίζουν μπαρούτι!'' ξανάρχισε ο τριδάκτυλος . '' Δε μπορείς να φανταστείς πόσες βόμβες ρίξανε, εκεί δοκίμασαν πρώτη φορά και τις εμπρηστικές, τις Ναπάλμ, εκεί κι όχι στο Βιετνάμ τις έριξαν πρώτη φορά ! Πρέπει να ρθείτε  να σας τα δείξω όλα, θα πάμε και στη πόλη,  για μένα η Καστοριά είναι η ωραιότερη πόλη της Ελλάδας! Κάποτε ήταν τόπος εξορίας των ανεπιθύμητων που ήθελαν να τους διαβολοστείλουν οι βασιλιάδες του Βυζαντίου,  πάντα είχε τη φήμη ότι κάνει τα καλύτερα γουναρικά, άμα δεις τις στολές των αυτοκρατόρων έχουν ένα κομμάτι γούνα στο πέτο τους, εδώ φτιάχνονταν!

 Όταν γύρισα προτού δεκαπέντε χρόνια  τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόμουν, μονάχα τα βουνά έστεκαν όπως παλιά ! Τώρα τα πράγματα άλλαξαν, έκανε τόσο κρύο κάποτε που μπορούσες  να σκάψεις με τον κασμά όσο ήθελες το χοντρό πάγο πάνω απ τη λίμνη! Όταν γύρισα πήγα κατευθείαν στο μνήμα του παππού, τον αγαπούσα  πολύ .  Όλη μέρα που τον έχανες που τον έβρισκες στο αμπέλι ήτανε, μια έκταση μεγάλη, κάπου δώδεκα στρέμματα σε μια κατηφοριά του βουνού, δεν ξεκολλούσε από κει χειμώνα καλοκαίρι , ένα κρασί απίθανο έφτιαχνε, δεν υπήρχε ούτε υπάρχει τέτοιο πράγμα, σε κάτι νταμιτζάνες γυάλινες μ ένα κάλυμμα ψάθινο το φύλαγε, ένα ποτηράκι να έπινες σου κόβονταν τα γόνατα και των χεριών οι αρθρώσεις! Όταν γέρασε το άφησε στον πατέρα μου,  αυτός το  χάλασε, έβγαλε τα παλιά κούρβουλα,  έβαλε ρίζες καινούριες , χάθηκαν οι παλιές ντόπιες ποικιλίες, χάθηκαν εκείνες οι γεύσεις που είχαν ραφιναριστεί μέσα στους αιώνες και μπορούσες να τις νιώσεις στα πατητήρια και στα καζάνια όπου οι σταγόνες του αλκοόλ έπεφταν αργά μες τα μεταλλικά δοχεία που άχνιζαν….’’

Από ένα κανάτι μπρούτζινο κοκκινωπό γέμισε το μικρό ποτήρι του μ ένα κρασί κόκκινο, έβαλε και σε μένα. Κανονικά δε πίνω αλλά αυτό είχε ένα χρώμα βαθύ, όμορφο, μου έβαζε συνέχεια, τελικά με ζάλισε. Τον άκουγα θολωμένος να λέει πως το καλό κρασί χρειάζεται χώματα αμμουδερά, να μη κρατούν πολύ υγρασία, το ξερό χώμα είναι που δίνει τη γεύση, δε πρέπει να είναι ούτε λασπώδες, ούτε αργιλικό, τα καλύτερα αμπέλια φυτεύονται σε χωράφια κατηφορικά που δε συγκρατούν πολύ νερό,  έλεγε και για τον καιρό που έπρεπε να σηκωθεί τη νύχτα για να πει τα κάλαντα μες τα μαύρα σκοτάδια, όταν έφεγγε πια κανένας δεν τους άνοιγε, είχε τελειώσει το πανηγύρι…

Έξω από τις γυάλινες πόρτες όλα ένα συνοθύλευμα γίνονταν, ένα μωσαϊκό από κινήσεις και χρώματα που σχηματοποιούνταν και διαλύονταν αέναα . Στα ανθοπωλεία λουλούδια και φύλλα πράσινα ανάκατα, στα μαγαζιά με τα ηλεκτρικά τηλεοράσεις σβησμένες, τράπεζες με τα στόρια κατεβασμένα, στα εμπορικά αφίσες γιγάντιες μοντέλων που πόζαραν με άνεση θυμίζοντας αγάλματα αρχαία. Στα διαμερίσματα  σκιές φαίνονταν να σέρνονται στα σκοτεινά δωμάτια ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια, στους μεγάλους δρόμους  σειρές από φώτα, μέσα στ΄ αμάξια ζευγάρια έψαχναν να βρουν που βρίσκονται ψηλαφώντας  JPS, ένα ποτάμι αυτοκινήτων κυλούσε προς την έξοδο της πόλης , αεροπλάνα κατέβαιναν αναβοσβήνοντας τα γαλαζωπά φωτάκια τους, μερικά πετούσαν τόσο χαμηλά που μπορούσες να διαβάσεις τα γράμματα  που ήταν ζωγραφισμένα στα πτερύγια τους...

Πέρασε και το φθινόπωρο,  χειμώνας πια,  κόσμος τυλιγμένος στα παλτά του περνά, γάτες κοιμούνται σε σωρούς από φύλλα που στοίβαξε  ο άνεμος προσπαθώντας να βρουν λίγη ζέστη. Στα αστικά άνθρωποι όλων των ειδών κι όλων των φύλλων στριμωγμένοι, αρσενικά και θηλυκά ανάκατα, μερικοί θυμίζουν λύκους, άλλοι αλεπούδες ,  άλλοι ζώα πιο όμορφα.   Στις τσάντες των γυναικών σάντουιτς τυλιγμένα σ αλουμινόχαρτο, μπουκαλάκια νερού, μπανάνες και πορτοκάλια,  ήθελα ένα από αυτά, πρέπει να μου έλειπε  βιταμίνη C, ήμουν άρρωστος μάλλον.  Μια ραφή κάθετη στο σβέρκο κάποιου,   γύρω μου  δάχτυλα σέρνονταν πάνω σε οθόνες κινητών, δαχτυλίδια και βραχιόλια, κορδόνια άσπρα και γαλάζια , τακούνια και γόβες κι άλλα πατούμενα επίπεδα, φορέματα σε χρώματα βεραμάν κι άλλα που φέρνουν σε φλούδα χλωρού αμύγδαλου, δυο φλέβες γαλάζιες σάλευαν στη  πάνω μεριά μιας παλάμης, μια ξανθιά με παντελόνι πέτσινο, εφαρμοστό μου χαμογελούσε, τραβούσε τα μαλλιά της στο πλάι όλη την ώρα, ένα μέικ  απαλό περασμένο στα μάγουλα της , ένα ρολόι μεταλλικό φορούσε,  μ άρεσε πολύ …

Στο μικρό  μαγαζί είχαμε μείνει λίγα άτομα πια, κανονικά θα έπρεπε να κοιμάμαι εκείνη την ώρα , ρωτούσα διάφορα τον Καστοριανό που είχε γεράσει στο παραπέτασμα , όταν ο άλλος σου ανοίγεται μπορείς να προχωρήσεις άνετα, δε σε ζορίζει, η κουβέντα κυλά όπως πρέπει, άμα αρχίζει να κρύβει πράγματα συνήθως είναι σημάδι ότι πρέπει να φυλάγεσαι, κάτι κρύβει και καλύτερα να μη το ψάξεις, κάποιος έλεγε για τη Κέρκυρα, είχε πάει διακοπές τον Αύγουστο όλοι τους κερνούσαν λεμοντσέλο , το Μέτσοβο όπου είχε σταματήσει πολύ χάλια του φάνηκε!

 Πότε πέρασε το καλοκαίρι  τότε που ήμασταν Χαλκιδική, στο λεωφορείο, στις μπροστινές θέσεις, τουρίστριες ξανθιές, φακίδες διάφανες κάτω απ τα μάτια τους, γυαλιά και λαμαρίνες, μπιτόνια πλαστικά πεταμένα στις άκρες του δρόμου, σταροχώραφα αλωνισμένα, πως περνά ο καιρός ! Για το σεξ μετά πιάσαμε κουβέντα, καλά αυτοί δεν έχουν ιδέα, δεν τους βλέπω να ξέρουν τη τύφλα τους, πολύ γέλιο, όχι ότι είμαι ειδικός αλλά αυτοί ρε φίλε δε ξέρουν που πάν τα τέσσερα και να σκεφτείς ότι μερικοί είναι παντρεμένοι! Ένας πιτσιρικάς από ένα χωριό που ήταν μαζί μας δεν  τόχει κάνει ποτέ , σ ένα ίντερνετ καφέ όπου μπήκε έπαθε πλάκα, γέροι έβλεπαν πορνό χωρίς να ντρέπονται. '' Μια αηδία ήτανε, πήγα σπίτι να πλυθώ, ένιωθα βρώμικος μου πήρε δυο μέρες να συνέλθω, δε  θέλω  ούτε να το δοκιμάσω!' Μια μελαχρινή με καλτσόν σκισμένο που δε την είχα προσέξει έμοιαζε να παραμιλά, ξαφνικά με κάρφωσε ‘’Τον άκουσες το πιτσιρικά, μη με κοιτάς έτσι, όλοι οι άντρες ίδιοι είστε!''

Τα ποτήρια μας είχαν αδειάσει,  οι άλλοι είχαν όρεξη,  γύρευαν κι άλλο κρασί. Στη πλατεία  δίπλα μας,  κυκλάμινα ροζ, μια αλάνα γεμάτη λίμνες λάσπης απ τις νεροποντές που μας έχουν σαπίσει. Σ ένα ρετιρέ κάπου εδώ είχα ένα ιδιαίτερο κάποτε, μαρούλια πράσινα είχαν φυτέψει μέσα σε παρτέρια στο μπαλκόνι, κρεμμυδάκια κι άλλα χορταρικά μουσκεμένα απ τις νεροποντές,  πάνω σ΄ ένα τραπέζι φρουτιέρες υπήρχαν γεμάτες ξινόμηλα, φιρίκια, λωτούς κίτρινους, ντομάτες μούσμουλα χειμωνιάτικα, κολοκύθες σ ένα χρώμα απροσδιόριστο μεταξύ πορτοκαλί και κόκκινου. Σιλουέτες βουνών διακρίνονταν  στο βάθος ανάμεσα στις κεραίες, στα γειτονικά μπαλκόνια ρούχα απλωμένα σε σκοινιά κάτω από τέντες, κλουβιά με σκύλους που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, πουλιά φτεροκοπούσαν φυλακισμένα. Μια βροχή γερή είχα φάει κατά δω, ο αέρας  είχε διαλύσει την ομπρέλα μου, έχασα το δρόμο, ιδέα δεν είχα που πήγαινα , μέχρι να φτάσω στη στάση ήμουν μούσκεμα, νύχτα ήτανε ...

Ένας ήχος από γυαλιά που γίνονται θρύψαλα με ξύπνησε,  η γυναίκα που είχε καεί απ τους άντρες  γονάτισε να τα μαζέψει.   Ο τύπος με τα τρία δάχτυλα  ήθελε να πει κάτι ακόμα:  ‘’Όταν σκοτώθηκε ο αδερφός μου μια σταλιά ήμουνα, την άλλη μέρα  πήγα να τον βρω, τρία μερόνυχτα έμεινα εκεί πάνω  τελικά τον βρήκα, είχε πέσει   στο ρέμα που το λένε ''Χάρος'', μπορεί να δοκίμασε να δρασκελίσει το βάραθρο και να γκρεμίστηκε,   εκείνη η θέση λέγεται τώρα  ‘’Σκοτωμένος!’’ Τον σκέπασα μ ότι βρήκα,  κάτι κοτρόνες , δυο τρεις   πλάκες, οβίδες έπεφταν ακόμα από παντού, σκόνη, φασαρία, κόλαση, ένα πουλάκι τραγουδούσε μες το χαλασμό, ύστερα βγήκα σε μια κατηφόρα, είδα μια τελευταία φορά  τη λίμνη πίσω,  μετά πέρασα τα σύνορα…

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ΩΣΕΙ ΟΡΑΣΙΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Στο Φώτη

Δεν είχα δει  ποτέ μου κάποιον  να σκέφτεται  έτσι,   είχε ένα δικό του τρόπο, λειτουργούσε με συνειρμούς παράξενους, δεν πήγαινε λογικά απ  το ένα συμπέρασμα στο άλλο παρά έφτιαχνε συνδυασμούς περίεργους στη σκέψη του σα να πηδούσε ενδιάμεσα στάδια  κι εμπόδια ψάχνοντας για τη λύση σ αυτό που τον απασχολούσε παρακάμπτοντας στάδια ενδιάμεσα,   στοχεύοντας   κατευθείαν στη καρδιά!

Εκεί που εσύ θα χρειαζόσουν δέκα βήματα αυτός ήθελε δύο, τρία, μη σου πω ένα μονάχα,  ήταν τρομερό,  ώρες ώρες του έρχονταν  κάτι ιδέες κουφές  πούλεγες ‘’Καλά πως δεν το είχα σκεφτεί τόση ώρα!  Έμοιαζε να μη σταματά πουθενά, δε δέχονταν  καμιά αυθεντία  αν δεν τον  ικανοποιούσε , τίποτα δεν ήταν   δεδομένο. Δε μπορούσες  ποτέ να ξέρεις τι έχει στο πολύστροφο μυαλό του,  όλοι περιμέναμε να πει τα τρελά του, μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα από ένα πλήθος άχρηστων λεπτομερειών και πληροφοριών αυτό που είχε πραγματική σημασία,  όταν τον απασχολούσε κάτι το γυρόφερνε απ όλες τις μεριές σα να είχε υπόσταση υλική,  το γύριζε ξανά και ξανά  και ξανά ώσπου  να βρει το αδύνατο σημείο, τη χαραμάδα εκείνη  που θα του επέτρεπε να διεισδύσει στον πυρήνα  και να  το κάνει  χιλιάδες,   εκατομμύρια,  δισεκατομμύρια  κομματάκια!

Σ ένα μέρος που έμοιαζε με κουζίνα ήμασταν και τον ακούγαμε, θα έλεγες ότι δεν έκανε για παρέα, έλεγε τα δικά του σα να ήταν η δική του άποψη η σωστή και πάει τέλειωσε, έπρεπε να το δεχτείς,  σα να το είχε ψάξει τόσο πολύ που δεν υπήρχε περίπτωση ν αμφιβάλεις.    Μετά σώπαινε κι ύστερα πάλι σα να   ξυπνούσε,   έπιανε ξανά το νήμα   κι έλεγε φωναχτά τις σκέψεις του ξεκινώντας  από κει που είχε τελειώσει ή από κάπου αλλού που δεν το περίμενες ,  όπως του έρχονταν,  όπως νόμιζε.    Εμείς ακούγαμε και χαζεύαμε  τα  αντικείμενα γύρω ,  μια φρουτιέρα  με λωτούς  κίτρινους,  μήλα,  ρόδια,   μπουκαλάκια  με  φυλλαράκια χαραγμένα στο γυαλί τους για το  λάδι και το  ξύδι,  χαρτοπετσέτες,  ντουλάπια,   χερούλια, ζάχαρη σε κρυστάλλους,  αλάτι κόκκινο ορυκτό.  Ένα κάρο βαζάκια είχε εκεί  πέρα,  μπορούσε να  τ ανοίξεις   και να τα μυρίσεις , είχαν κάτι τσάγια περίεργα,  σπόρους αγριοτριανταφυλλιάς  ανάκατους  με σταφίδες, άλλο είχε  ένα άρωμα σα  βανίλια που σούρχονταν να το καταπιείς  όπως ήτανε, χαμομήλια και φλαμούρια, τσάγια μαύρα κι  εξωτικά,  αλατιέρες, καρέκλες, μεταλλικές  και φυτά διάφορα, μια αρμαθιά από πιπεριές κόκκινες κρέμονταν από κάπου,    άσπροι  κύκλοι   χαραγμένοι  πάνω στα μάτια  ενός φούρνου,  πλακάκια σε χρώματα  έξοχα,  κόκκινα,  κίτρινα, καφετιά,   γαλαζωπά,  καλά εκείνη η  κουζίνα ήταν άλλο πράγμα!

Κάποιος απ τη Χαλάστρα ήταν μαζί μας,  έλεγε ότι  φέτος    εμφανίστηκε  κατά κει ένας Τούρκος  και ζήτησε μια τεράστια ποσότητα από ρύζι, υπάρχει ζήτηση φαίνεται,   κάπου  δε  μάζεψαν τίποτα γιατί έπεσαν βροχές λιμοί,  καταποντισμοί,   στην Ινδία,   στην Αίγυπτο  θα σε γελάσω.  Οι δικοί μας  λέει    πρόλαβαν  και μάζεψαν  το ρύζι πριν τις βροχές,  τόστειλαν  στους φούρνους που έχουν κατά κει  να στεγνώσει,   είναι   ευχαριστημένοι.  Καλά φέτος έχει σαπίσει το σύμπαν,  τα σταφύλια βγήκαν χάλια,  θέλουν ξέρα  τ αμπέλια, οι ελιές πάλι έπεσαν κάτω απ τους  αέρηδες,   εδώ όμως  είναι Μεσόγειος ρε φίλε,  το κλίμα πρέπει νάναι ξερό όχι βάλτος!   Αυτός απ τη Χαλάστρα πάντως ήταν ευχαριστημένος αλλά είχε  πιαστεί, τον έχει πεθάνει η μέση του,  μια μέρα  στο χωράφι του  είδε ένα βουναλάκι από χώμα, σήκωσε τη τσάπα να τσακίσει   τον τυφλοπόντικα που σάλευε από κάτω όμως έμεινε στον τόπο απ την απότομη κίνηση, μια βδομάδα έμεινε στο κρεβάτι.

 Ένα βουητό ακούγονταν στο μαγαζί, από δίπλα   τρώγανε φαγιά    μαγειρευτά  και σούπες,   χαλβά  είχαν   για επιδόρπιο.   Καθόμασταν   εκεί πέρα   αντικριστά  τσιμπολογώντας  κρέατα ανάμεσα σε φέτες κρεμμυδιού και ντομάτας. Πιο πέρα στα φαστφουντάδικα οι  μηχανές  έβγαζαν  θορύβους παράξενους, μοχλοί ανεβοκατέβαιναν,  κορίτσια στέκονταν   όρθια  φτιάχνοντας  καφέ, ποδιές μαύρες φορούσαν, κάθε τόσο  έστρεφαν τη ράχη τους να δουν τι  γίνεται.  Πίσω από τ αυτί τους μπορούσες να δεις τατουάζ με γράμματα κινέζικα,  έκοβαν ρόδια στη μέση και τάβαζαν σ'  ένα μηχάνημα, ύστερα  κατέβαζαν  ένα μοχλό κι έβγαζαν ένα χυμό  σαν αίμα κόκκινο!

''Δεν υπάρχει ένας δρόμος  μοναδικός γι  αυτό που ζητάς . ’’   έλεγε αυτός με τις τρελές ιδέες, ‘’ Δε μπορείς να βάζεις φράχτες,  δεν υπάρχει ένας τρόπος,  μια μέθοδος μόνο όπως λένε κάποιοι. Δε μπορείς να είσαι άκαμπτος, να βάζεις  νόρμες απαράβατες, δε μπορείς ν ανοίξεις το κεφάλι του  καθενός  και να του βάλεις μέσα ότι θες,  δε γίνεται να είσαι απόλυτος,  σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα είναι που μετράει !  Άλλος μαθαίνει  στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο με γεια του με χαρά του,  γι αυτόν είναι πιο εύκολα , έχει υπομονή αντέχει την επανάληψη,  δε χρειάζεται  να το ζορίσει!    Άλλος όμως  είναι  φύση ανήσυχη,  θέλει  να το βασανίσει,  να το παιδέψει,  πως μπορεί να του απαγορέψεις  κάτι τέτοιο!    Θέλει να δοκιμάσει μόνος του,  άστον λοιπόν  ήσυχο, αφού βλέπεις  ότι  καίγεται δώστου κάποια ενθάρρυνση!  Όλο το θέμα είναι να μη χάσει το ενδιαφέρον του, να μη ξεχάσει αυτό που τον τράβηξε στην αρχή,  να το κρατήσει ζωντανό,  να μη βαρεθεί, να εξελίσσεται,   να μη κολλήσει με κανένα τρόπο!   Σ άλλον αρέσουν σκέψεις αφηρημένες, ιδέες και θεωρίες,  γι  αυτόν πάλι τα πράγματα  είναι  εύκολα, τον βλέπεις και τον ζηλεύεις,   θα  κοπιάσει αλλά θα περπατά σ ένα δρόμο ανοιχτό , είναι τυχερός κατά κάποιο τρόπο.  Άλλος όμως  είναι πιο πρακτικός, δε μπορεί να συλλάβει τις αφηρημένες γενικότητες,   θέλει  στοιχεία απτά, θέλει αποδείξεις λογικές απ αυτά που βλέπει κάθε μέρα ! Άλλος πάλι  είναι  φύση καλλιτεχνική, θέλει να βρει αυτό που ψάχνει  μέσα απ τη μουσική,  τα ποιήματα,   τα κείμενα, τις λέξεις , έχει φαντασία μεγάλη βλέπει πράγματα που δεν μπορούν να δουν άλλοι ...''         

 Ο   αγρότης     τέντωσε αργά τη πονεμένη μέση του.    Άλλες χρονιές  θα πήγαινε για κυνήγι τέτοιο καιρό καθώς  οι πάπιες με τους πρασινωπούς στιλπνούς λαιμούς κατέβαιναν κατά το Δέλτα του Αξιού.   Τώρα έχει απαγορευτεί  το κυνήγι  αφού  τα ρήμαξαν, τα σκότωσαν όλα,  δεν άφησαν ούτε πετούμενο!  Στο Δέλτα , στις  εκβολές ,   φυσούσε βαρδάρης από ψηλά απ το βορρά ,  πάγωνε ολόκληρος  βλέποντας τα πουλιά να πετούν με φόρα κατά πάνω του, σήκωνε τη καραμπίνα όμως  ούτε που προλάβαινε να πυροβολήσει μόνο   έβλεπε  ψηλά τις άσπρες χήνες  και τους πελώριους γερανούς να φεύγουν γρήγορα, κάποτε   χτύπησε έναν  απ αυτούς , έναν   λευκό, υπέροχο, τον ξάπλωσε κάτω,  όταν τον είδε από κοντά τον λυπήθηκε.  Είχε ένα τουφέκι  ρώσικο με σχέδια σκαλιστά στα μεταλλικά  κομμάτια του, σχέδια    λεπτά σαν αραβουργήματα, πολλά χρόνια το κουβαλούσε μαζί του, τώρα πια πιο πολύ το   είχε  για τους κλέφτες. Μας το είχε δείξει μια φορά,  το είχα  κρατήσει    στα χέρια  μου, ήταν ελαφρύ,  ωραίο στην αίσθηση.  Κανονικά τα μισώ τα όπλα αλλά εκείνο είχε κάτι το καλλιτεχνικό με τον ξύλινο υποκόπανο   του κι όλα τα τερτίπια του. Ήταν  ευθύβολο, ο αγρότης  είχε χτυπήσει  μ αυτό λαγούς,   μπεκάτσες,   πέρδικες, τσίχλες,  φάσες, ορτύκια, κοτσύφια,  ότι μπορείς να φανταστείς! 

Ένας  τελειωμένος γυρνούσε ανάμεσα στα τραπέζια,  ήρθε κοντά μας,  ‘’Δώστε  κάτι να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα,  το  ένα πνευμόνι  μου είναι   σμπαραλιασμένο όμως δε μπορώ να το κόψω !’’  ο  αγρότης    τον λυπήθηκε,  έβγαλε μερικά κέρματα στο τραπέζι, ο άλλος τα πήρε φοβισμένα σα να μην ήταν σίγουρος ''Τι του δίνεις ρε ;’’    του είπαμε    ''Άμα  κάποιος θέλει να πεθάνει δε μπορείς να  κάνεις τίποτα!'' 

 Του άρεσε  του αγρότη το κυνήγι,  το μόνο που   δεν άντεχε    ήταν   το    καρτέρι του   αγριογούρουνου    ''Είναι   ότι  πιο βαρετό!’’ έλεγε ‘’  Στέκεσαι  σα βλάκας μες τη παγωνιά περιμένοντας να εμφανιστεί το  ζώο   μέσα  απ'  τα  λαγκάδια.  Μια φορά…’’ συνέχισε   ‘’…ήμασταν  σ  ένα  φαράγγι ,  ένα ποτάμι απλώνονταν μπροστά, καλάμια και λάσπη  παντού,    σε κάποιο σημείο τα νερά σα να καταπίνονταν από ένα βάραθρο  για να βγουν  πιο πέρα! Καθόμαστε λοιπόν  εκεί στην ερημιά πάνω  στο χορτάρι το χειμωνιάτικο σκαλίζοντας τα κάρβουνα από μια φωτιά  που είχαμε  ανάψει . Κι άλλοι  κυνηγοί προτού από μας πρέπει να πέρασαν από κει κι είχαν αφήσει αποκαΐδια και  πέτρες μαυρισμένες απ τις φλόγες.  Έπαιζα  με το σκύλο που είχαμε  μαζί  μας,  έναν   χοντροκέφαλο που τον είχαμε  μαζέψει απ το δρόμο,  από κάποια μαντριά θα την είχε κοπανήσει.   Δε μπορούσε να κυνηγήσει, γι αυτή τη δουλειά είχαμε  τα  κοκαλιάρικα  κυνηγόσκυλα  που δεν έχαναν    μυρουδιά,    το τσομπανόσκυλο  δε μπορούσε να   βρει ούτε την ουρά του! Τον παίρναμε  μαζί  για χαβαλέ πιο πολύ,   δεν υπήρχε περίπτωση να μη δαγκώσει  όποιον δεν ήξερε , δε μπορούσες να τον εμπιστευτείς κι  όταν σήκωνε το κεφάλι να ουρλιάξει σου σηκώνονταν η τρίχα! Όταν  κοιμότανε έβλεπες να τρέμει το κάτω χείλος του σα να έβλεπε  όνειρο αλλόκοτο,  ξυπνούσε πανικόβλητος    κι έγλειφε  τις  πληγές του ,  πρέπει να τον είχαν δαγκώσει  ή τον  έδειραν   άσχημα, άμα χάιδευες  το σβέρκο του μπορούσες να  νιώσεις μια   πληγή πολύ βαθιά που έκλεισε μονάχη της!  Καθόμασταν εκεί πέρα με  τα σκυλιά,   πουλιά  μικρούτσικα  τσιμπολογούσαν   κούμαρα  κόκκινα, κάποιος έτρωγε μούρα φθινοπωρινά,  μανιτάρια φύτρωναν , άμα τα βάλεις στη φωτιά με λίγο  αλατάκι δε θέλουν τίποτα άλλο   εκτός από λίγο  τσίπουρο όμως  είχαμε ακούσει  για κάμποσους που πήγαν αδιάβαστοι από δαύτα !''

 Δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστούν  γουρούνια,   τραβήξαμε για   ένα  παλιό  μοναστήρι   που  υπήρχε κατά κει,  μπήκαμε μέσα κάνοντας το σταυρό μας. Το ξέραμε το μέρος  είχαμε ξαναπάει, όλοι σ εκείνα τα μέρη έλεγαν για τον  ασκητή που ζούσε κατά κει,  έναν ξερακιανό λιπόσαρκο. Ζούσε σε   μια κατακόμβη, σ  έναν    λαβύρινθο από στοές και τούνελ  σκοτεινά,  επιγραφές αρχαίες υπήρχαν, από μια τρύπα έμπαινε λίγο φως,  ένα σιντριβάνι που μπορεί να ήταν κολυμβήθρα κάποτε, νομίσματα  σκόρπια  σκουριασμένα  στον πάτο του κι  άλλα    γυάλιζαν στις ακτίνες   που περνούσαν τα ντουβάρια.    Εικόνες χτυπημένες , οι Τούρκοι λέει όταν ήρθαν κατά δω τα ρήμαξαν όλα, χτυπούσαν με τα σφυριά στα πρόσωπα των αγίων και της Παναγίας, δε θέλουν λέει να βλέπουν πρόσωπα ούτε εικόνες  ; Έλεγαν για τον γέρο καλόγερο   ότι έβλεπε αγγέλους να κατεβαίνουν  γύρω απ την αγία τράπεζα όποτε ετοιμάζονταν η θεία   κοινωνία, όταν έβγαινε έξω  το δισκοπότηρο  αισθάνονταν ένα θρόισμα,  ένιωθε να τον αγγίζουν με τα φτερά τους σα να τον χάιδευαν, μια φορά του φάνηκε ότι είδε δυο  χερουβείμ  να σκεπάζουν το πρόσωπο με τις φτερούγες τους για να μη δουν το φοβερό μυστήριο, τον είχαν ακούσει να παραμιλά, ένα κομμάτι απ τη βίβλο ήταν το αγαπημένο του ''...και το σώμα αυτού ωσεί θαρσίς,  και το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής!’’

Ήθελε να συνεχίσει την ιστορία του ο αγρότης  όμως ο άλλος που έκανε  άλματα στη σκέψη σα να ξύπνησε απ το λήθαργο του ‘’ Βλέπεις…’’  πετάχτηκε  ‘’Ο καλόγερος  έβλεπε οράματα, αυτός ήταν ο δρόμος του να προσεγγίσει αυτό που έψαχνε, το ένστικτο, η διαίσθηση, η παραισθησία, η φαντασία,  η  ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του. Έτσι είναι, καθένας βρίσκει αυτό που θέλει με τον τρόπο του, είτε  είναι ο θεός,  είτε  μια επιθυμία,  ένας στόχος, ένα όνειρο,  κάτι που σε γεμίζει,  σε κάνει να νιώθεις ότι άξιζε που έζησες!’’  

‘’Και πως ξέρεις ότι αυτό που βρήκες είναι αληθινά  αυτό που έψαχνες;’’ ρώτησε ο αγρότης που ήθελε να συνεχίσει την ιστορία αλλά  είχε αποδεχτεί ότι ο άλλος μπορούσε να τον διακόπτει. ‘’Πως γίνεται να το ξέρεις,  άλλος μπορεί να ψάχνει  για γυναίκες,   για λεφτά,  μπορεί να θέλει να κερδίζει στα χαρτιά, στο καζίνο,  πως ξέρεις  ότι είχες θέσει το σωστό στόχο κι ότι τον έχεις εκπληρώσει;’’

‘’ Α…’’ απάντησε ο άλλος, ‘’…αυτό είναι εύκολο, το καταλαβαίνεις βαθιά μέσα σου,  είναι ένα αίσθημα βαθύ, μια ευεξία, μια αγαλλίαση, μια χαρά όπως όταν ήσουν παιδί,  όπως όταν είσαι ερωτευμένος ένα πράγμα,  μια καθαρότητα νιώθεις μέσα σου, όλους τους αγαπάς!’

Σωπάσαμε όλοι για μια στιγμή κι ο αγρότης σα να έμεινε ικανοποιημένος και δεν τον πείραζε που τον κόψανε στο καλύτερο. Μια κοπέλα όμορφη με μια ζακέτα βυσσινιά που της πήγαινε πολύ πέρασε,    ένα τζιν   σκισμένο στα γόνατα που εξείχαν κάπως και μπορούσες να δεις τη σάρκα    φορούσε, είχε κάτι χέρια ολόασπρα,  ένα δέρμα τρυφερό,  απίστευτο ,   κάτι νύχια κατακόκκινα,  τα μαλλιά της γυάλιζαν απόκοσμα,  τι θαύμα ήταν κι εκείνο,  όλοι γυρίσαμε να  τη δούμε ακόμα κι αυτός με τη σκέψη που έκανε  άλματα... 

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΝΤΑΝΙΕΛΑ

Κανονικά δεν περιμέναμε να βγει ποτέ,   όταν  μέθυσε και  πυροβόλησε  εκείνον τον αστυνομικό είχε υπογράψει τη καταδίκη του.  Ήταν  όμως υποδειγματικός κρατούμενος, στους φρουρούς έκανε εντύπωση η ευγένεια  κι οι τρόποι του,  ο άνθρωπος είχε γυρίσει όλη την Ευρώπη  με τη μοτοσυκλέτα  πριν καταλήξει εκεί.  Μεγαλόσωμος, αθλητικός, γυμνάζονταν συνέχεια, πάντα είχε ψώνιο με τη διατροφή του,  μπορούσε να επιβάλλεται εκεί μέσα. Πολλοί  δεν τον χώνευαν, δυο  Αλβανοί είχαν επιχειρήσει να τον μαχαιρώσουν μ ένα όπλο αυτοσχέδιο ,  τη γλύτωσε, μετά  από χρόνια  ζήτησε   και τον έβαλαν  να φυλά πρόβατα σ ένα υποστατικό,  το  βράδυ  γυρνούσε  στο κελί του.

Θα πρέπει να είχε περάσει μια δεκαετία από τότε που  είχα δει τον Λ στο  δικαστήριο,   κατέβαινε  τα σκαλιά, γύρω  φρουροί,   στα χέρια  χειροπέδες,  τον πηγαίνανε στη κλούβα,  πρόλαβε να μου πει μερικά λόγια για το πως τον πιάσανε,  ήταν τόσο έξαλλος που έπεσαν πέντε αστυνομικοί και τον χτυπούσαν,   σήκωνε  βάρη τότε, γυμνάζονταν   έπαιρνε και κάτι ουσίες.  Τώρα είχε  φτιάξει  μια γενειάδα τεράστια , πιο γεμάτο τον θυμόμουν, είχε αλλάξει, να του είχε φύγει εκείνη η ορμή που θυμόμουν,  κι αυτό δεν ήταν κακό απαραίτητα.  Έμοιαζε να μετρά κάθε του κουβέντα έδειχνε πιο σοβαρός.   Ήταν καλά  στη Κρήτη, το κλίμα θαυμάσιο, ξερό,  κάθε πρωί χάζευε μια φωλιά πλατάνων μέσα σ ένα δάσος από αγριελιές,  ένας  καταρράκτης  έριχνε τα νερά του ψηλά  πάνω σε κάτι βράχια άσπρα, ένα κοπάδι γλάρων πετούσε  πάνω από ένα σωρό σκουπιδιών, αμάξια  έτρεχαν  ανάμεσα σε δεντροστοιχίες, η  θάλασσα  πέρα  άλλαζε όψη κάθε στιγμή. Στο βάθος  η σκεπή  από σχιστόλιθο μιας εκκλησίας,  δυο κυπαρίσσια σε κάθε μεριά του νάρθηκα, ένα λατομείο με λευκά κομμάτια ασβεστόλιθου, φυτά αναρριχώμενα με φύλλα σε χρώματα φθινοπωρινά  σκαρφάλωναν  σε φράχτες, σμήνη πουλιών πετούσαν κατά το νοτιά, κατά την Αφρική  αεροπλάνα  χάραζαν  γραμμές λοξές και τεμνόμενες, ο ορίζοντας γύρω  έμοιαζε να παίρνει φωτιά στο κρύο ηλιοβασίλεμα.   Όλα αυτά θα μπορούσε να τα χαρεί ξανά όταν έφευγε από κει,  οι αρμόδιοι  τον εκτιμούσαν , ο εισαγγελέας υπόγραψε την άδεια του,  υπολόγιζε  να βγει την άνοιξη.

Με είχε ειδοποιήσει να τον βρω   στη πόλη  όπου ζούσαν   τα ξαδέρφια του,  είχε πάρει  τη  πρώτη άδεια  απ τις φυλακές των Χανίων.  Όλο κρέας και φρούτα έτρωγε όσο ήταν έξω, του έλειψαν.  Ήταν καλοφαγάς, ένα κεφαλάκι  είχε φτιάξει  στο φούρνο, τρεις ώρες τόψηνε σε σιγανή φωτιά μέχρι που έγινε λουκούμι, δεν   έτρωγε ποτέ  μύδια ‘’Πως μπορείς να τρως κάτι που είναι κολλημένο σε μια πέτρα όλη του  τη ζωή;''  Ήθελε  να πάω να καταθέσω μάρτυρας στο δικαστήριο που  είχε,  ''Δε θα σ αφήσω έτσι!'' μούπε.

 Είχε περάσει καιρός από τότε που είχα ξαναβρεθεί   σ αυτή τη πόλη,  συνήθως ερχόμουν     όποτε  ήθελα  μια δόση υπαίθρου να στανιάρω, να πάρω τ απάνω μου,   μια γεύση από  επαρχία, μια δόση από  χώμα και πέτρες. Κάτι είχα πάθει, κάτι  μου συνέβαινε,  δε μπορούσα να συντονιστώ μ ότι γίνονταν  εκεί έξω, δε μπορούσα να παρακολουθήσω τα πολιτικά, τα αθλητικά, τα διεθνή, η μάνα μου με πήρε ένα βράδυ, κατευθείαν στο κακό το μυαλό τρέχει, ξέρω ότι κοιμάται κι αυτή νωρίς, τρόμαξα, ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Το κινητό χτυπούσε συνέχεια, κοπέλες από εταιρείες κινητών με ζάλιζαν όλη την ώρα, δε σ αφήνουν ήσυχο, τι έχουν πάθει, τι θέλουν; Λογαριασμοί  έληγαν συνέχεια κι   έτρεχα να τους πληρώσω, υποθέσεις  έπρεπε να διευθετηθούν, φίλοι γιορτάζανε  και δεν έπρεπε να τους ξεχάσω, δε μπορούσα να συντονιστώ,   κανονικά μετά από λίγο καιρό όλα παίρνουν το δρόμο τους όμως αυτή τη φορά έδειχνε ότι θα τραβούσε το πράγμα.

Με είχαν σουτάρει ακόμα μια φορά από μια δουλειά, είναι λίγο σκληρό όσο κι αν έχεις συνηθίσει.  Έπρεπε να το περιμένω, το βλέμμα τους παραήταν ζηλόφθονο, υποτίθεται ότι έχω μάθει να διαβάζω βλέμματα κι αντιδράσεις όμως ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος κι ούτε μπορείς να σταματήσεις να είσαι καλοπροαίρετος πάλι όμως πρέπει να είσαι καχύποπτος έστω και λίγο. Έτσι είναι οι πλούσιοι κι οι υλιστές, έχουν τρελαθεί , έχουν σαλτάρει, είναι για κλάματα, είναι να τους λυπάσαι! Δεν αντέχουν να χάσουν τα καταραμένα τα κοτεράκια , τα εξοχικά και τις μερσεντές τους! Πρέπει  να είναι πολύ σπαστικό γι αυτούς, δίχως αυτά δε μπορούν, τους είναι αδύνατο ν αλλάξουν, να προσαρμοστούν, να μάθουν να λειτουργούν διαφορετικά, να μεταβάλουν τον τρόπο σκέψης τους! Δε μπορούν να το χωνέψουν, δε μπορούν να δεχτούν ότι εσύ μπορεί να είσαι χαρούμενος και να γελάς όλη την ώρα δίχως όλες αυτές τις σαβούρες ! Λες κι εσύ δεν έχεις άγχος, λες κι όλα τα δικά σου είναι εντάξει, λες κι εσύ ζεις σαν τα πετεινά του ουρανού χωρίς να νοιάζεσαι τι θα σου ξημερώσει κάθε μέρα. Και γιατί πρέπει να στενοχωρηθείς γι αυτούς, δε πάνε στο διάβολο,  άλλωστε καθένας βρίσκει τη θέση που του ταιριάζει καλύτερα σ αυτόν τον κόσμο! Το μόνο που θα μου έλειπε πάντως ήταν εκείνο το κοριτσάκι που μου έλεγε στο ιδιαίτερο  ΄΄ Μη πείτε στη μαμά μου ότι πίνω καπουτσίνο όταν βγαίνουμε με τις φίλες μου, σοβαρά έχετε Facebook, γιατί έχετε τόσο παλιό κινητό, πως αντέχετε, πως είναι η φίλη σας, καμιά ξανθιά με γαλάζια μάτια ; ‘’
 

 Ήταν κι οι  αργίες που  μου   έσπασαν τα  νεύρα,  σε  βγάζουν  απ το ρυθμό , παλεύεις  να λειτουργήσεις  θετικά, η νύχτα μεγαλώνει συνέχεια.  Άλλαξε κι η ώρα, κοιμόμουν  νωρίς, ξυπνούσα  νύχτα μες τα χαράματα, στο αστικό πρόσωπα βλοσυρά ανθρώπων που έπρεπε να  σηκωθούν  ώρες άγριες, μια  μεσόκοπη  έγερνε το κεφάλι στο τζάμι θλιμμένη , τι να σκέφτονταν άραγε. Στα ίντερνετ καφέ καρέκλες άδειες, μηχανήματα αυτόματα με κρουασάν κι αναψυκτικά αναβόσβηναν τα λαμπάκια τους, οθόνες έδειχναν σκηνές,  τοπία φανταστικά, λεωφόρους επαρχιακές που περνούσαν από χωριά και πολιτείες, σκηνές βίας, τύποι βαρεμένοι  έβγαζαν  τα μάτια τους εκεί μέσα. Στα στενά αμάξια με τζάμια σμπαραλιασμένα από  κάποιο τρακάρισμα, στους διαδρόμους των σφαλιστών σούπερ μάρκετ ράφια φωτισμένα, μια γυναίκα έκλεβε χρυσάνθεμα από ένα πάρκο του δήμου, γάτες  έτρεχαν  πανικόβλητες να κρυφτούν,  άνθρωποι    σε οχήματα δεμένοι στις ζωνούλες τους με μια ψευδαίσθηση ασφάλειας εκτεθειμένοι στις δυνάμεις της φυσικής και της αδράνειας που μπορούν να σε σκοτώσουν ανά  πάσα στιγμή...

Καθόμασταν  στα ψηλά σκαμπό   ενός  μαγαζιού και τα λέγαμε με τον Λ μ
ου είπε και  για τον άλλον  που είναι στις φυλακές της Λάρισας, έπηξε όλο το καλοκαίρι στην  κολασμένη  ζέστη  του κάμπου, δε πρόκειται να βγει αυτός.  Οι δεσμοφύλακες σκληροί κατά κει,  διώχνουν  άγαρμπα τις μανάδες που πάνε να δουν τα παιδιά τους γιατί δεν έχουν κάποιο χαρτί μαζί τους,  είχα αρχίσει να  στενοχωριέμαι    όταν  απ το πουθενά  κάποιος   πήδηξε πίσω απ τον πάγκο, τράβηξε το συρτάρι  της ταμειακής κι άρχισε να το κραδαίνει πέρα δώθε! Χαρτονομίσματα ανέμιζαν στον αέρα, κέρματα κουδούνιζαν,  μια   χοντρή ξανθιά που ήταν  μαζί του  είχε γονατίσει απ τα γέλια,  ήταν μια σκηνή σουρεαλιστική!   Τον είχα προσέξει νωρίτερα τον τύπο, τα μάτια  του   γυάλιζαν τρελά  στο   τεράστιο τετράγωνο κεφάλι   του, ένα δόντι μοναχό έχασκε στο στόμα του, δεν είχα ξαναδεί φυσιογνωμία τόσο τερατόμορφη,  θύμιζε Φρανκενστάιν ! Ένας άνθρωπος με τέτοιο πρόσωπο είναι ικανός για οτιδήποτε,  μπορεί για το τίποτα να σου χώσει μια μπουνιά, να σου σπάσει τα μούτρα, να σε κλωτσήσει όπου νάναι αν  κάνεις  το λάθος και τον κοιτάξεις κατευθείαν στα μάτια! .  Μια ξανθιά απαίσια , ηλίθια, τι μπάζο θεέ μου , ήταν μαζί   του  και τον σιγοντάριζε , ήταν από κείνες που θέλουν  να  δουν  όλα σμπαράλια   έτσι για  να σπάσουν   πλάκα!   Ο ιδιοκτήτης βγήκε  πανικόβλητος από  το βάθος όπου κάθονταν με μια παρέα  και μάζεψε τη μηχανή,  προσπαθούσε  να  τους   ηρεμήσει , αφού τους  είχε  αφήσει να οργιάσουν και να πιουν το καταπέτασμα ήθελα νάξερα τι περίμενε .

Και μέσα σ΄  όλα αυτά έσκασε μύτη  σα φάντης  κατά τα μεσάνυχτα κι η Ντανιέλα,  τι όνομα κι αυτό! Δεν  είχα ξανασυναντήσει κάποια που να τη λένε έτσι,  της   έδινε έναν αέρα.  Ολόκληρη φασαρία λέει είχε γίνει όταν πήγαν να τη βαφτίσουν, ο παπάς δε το δέχονταν με τίποτα, δεν είναι χριστιανικό, δεν είναι ορθόδοξο,  η μάνα της όμως δε χαμπαριαζε τίποτα!  Βλεπόμασταν πάντοτε  όποτε βρισκόμουν σ εκείνα τα μέρη, ως συνήθως  ταλαντεύτηκε μέχρι το τέλος , την είχα ειδοποιήσει από μέρες όμως  όλο τα μασούσε    αλλά φίλε  δεν θα ξανάλλαζα το πρόγραμμα μου για πάρτη της, όχι ξανά! Είχε διαβάσει  κάτι που είχα γράψει γι αυτήν,   πίστευα πως δεν θα το καταλάβαινε αλλά τόπιασε  φυσικά αμέσως.    Εσύ νομίζεις ότι τόγραψες σα μήνυμα στο μπουκάλι και το πέταξες  στη θάλασσα, όμως αυτό είναι εκεί και σε κυνηγά, δεν το είχα  δει   έτσι μέχρι τότε. Τα σπάσαμε, την έχασα  δε μπόρεσε να το ξεπεράσει, κόλλησε .  Δεν περίμενα να εμφανιστεί αλλά  ήθελε να  τσεκάρει βλέπεις σε τι κατάσταση είμαι.   Χαμογελούσε  δείχνοντας τα κάτασπρα δόντια της, εκείνο το χαμόγελο    έδειχνε  τόσο ειλικρινές όμως δεν ήταν. Είχε το γνωστό μυστήριο ύφος που  αποδείχτηκε ότι δεν έκρυβε και τίποτα από κάτω του, ένα δερμάτινο σε χρώμα κόκκινο γλυκό φορούσε, μικρά στεφάνια μεταλλικά ήταν περασμένα στον αντίχειρα και στον δείκτη της, όλα τα νύχια βαμμένα σ ένα κόκκινο βαθύ εκτός απ το μεσαίο που ήταν στο χρώμα του χρυσαφιού, ένα βραχιόλι με δυο σειρές διαμαντάκια περασμένο στον καρπό της.  Όπως  στρέφονταν   μπορούσα να δω το προφίλ της , σκεφτόμουν ότι δεν ήταν το ίδιο όμορφη σ αυτή τη στάση,  απέφευγε να γυρίσει, είχε βρει μια θέση που πραγματικά της πήγαινε, θα πρέπει να το είχε δουλέψει πολύ! Τα μάτια  της  πάντως  είχαν μια ζεστασιά, τα μαλλιά της φρεσκολουσμένα μοσχοβολούσανε,  όμως  εκείνον το χαλκά που  περνούσε  απ το στόμα κι έβγαινε μπροστά στα  χείλια της τι τον ήθελε…

Είχε μια τάση  αυτοκαταστροφική πάντα,  μια ροπή απαισιόδοξη,  μελαγχολική,  σα να επιθυμούσε τις απογοητεύσεις,  τις αποτυχίες κι ότι αρνητικό. Οι ψυχολόγοι πρέπει να τόχουν μελετήσει περισσότερο, λένε ότι ο πόνος σε κάνει καλύτερο σε σμιλεύει μ ένα τρόπο, όσο κι αν φαίνεται τρελό ο άνθρωπος που δεν έχει πονέσει έχει κάποιο πρόβλημα λένε, εγώ δε το καταλαβαίνω, γιατί να θέλεις να πονέσεις και να υποφέρεις , λίγο μαζοχιστικό ακούγεται,  δε ξέρω . Πολλές  γυναίκες πάντως   είναι μυστήριες, θέλουν αίσθημα μ οποιονδήποτε τρόπο , όχι κάτι χυδαίο η φτηνό αλλά   οτιδήποτε μπορεί ν απελευθερώσει τους αδένες που εκλύουν εκείνη την ουσία την υπέροχη που σε γεμίζει , δίνει ένα χρώμα πιο σκούρο ή πιο φωτεινό αλλά ένα χρώμα τέλος πάντων,  που σε βοηθάν ν αντέξεις την αβάσταχτη ρουτίνα της καθημερινότητας. Δε λειτουργούν λογικά και δε μπορείς να τις κατηγορήσεις, ακόμα κι όταν το παρακάνουν και το τραβούν  πολύ μακριά, όταν κατρακυλούν μέχρι βαθιά πολύ, όταν χάνουν τον έλεγχο, όταν θέλουν χρόνο απεριόριστο και  πρέπει τις περιμένεις,  να μη τις αφήνεις όταν γυρεύουν σοκολάτες και γλύκα σε ποσότητες άφθονες , να νιώθεις τύψεις όταν  σε πιο βαριές περιπτώσεις χρειάζονται φάρμακα ηρεμιστικά, χαλαρωτικά, αντικαταθλιπτικά…

Έτσι είναι οι γυναίκες, κι οι άντρες βέβαια  αλλά πιο πολύ οι γυναίκες, θέλουν συναίσθημα,  όσο περισσότερο τόσο καλύτερο.   Θα το ψάξουν σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ευκαιρία, μπορεί να είναι ένας έρωτας, μια απόρριψη,  μια ασθένεια, ένας θάνατος, οτιδήποτε τις διεγείρει,   μπορεί να φαίνεται νοσηρό μα έχει την εξήγηση του. Ίσως ήμουν σκληρός μαζί της,  τελικά γιατί να χαλιέσαι,  ο άλλος έτσι θέλει να τραβήξει τη  πορεία  του,  ποιος είσαι εσύ που θα  πεις τι είναι σωστό,  μπορεί να θέλει να ζήσει μια ζωούλα ήρεμη, να κάνει  μια τρέλα,  μια βλακεία,  να μη κάνει τίποτα,  δεν μπορείς να του το απαγορέψεις, το μέλλον θα δείξει ποιος  είχε δίκιο,  εσύ    απλά  μένεις  μαζί του ή  ψάχνεις κάτι άλλο,  τόσο απλό!  

 Ο ιδιοκτήτης άρχισε  να κατεβάζει τις ασφάλειες, έγινε σκοτάδι, μια δίψα ένιωθα,   στο αυτί μου  ακούστηκε η τραγουδιστή φωνή της Ντανιέλας '' Μπορείς να κοιμηθείς σπίτι μου αλλά μη φας το κοτόπουλο που έχω στο ψυγείο!  Όπως φεύγαμε  ο  Φρανκεστάιν που τόση ώρα κάρφωνε με το παλαβό βλέμμα του τον   Λ έκανε  μια κίνηση,   ο γενειοφόρος  τον κοίταξε από ψηλά,  του έριχνε ένα κεφάλι, όπως στεκόμουν από πίσω του δε μπορούσα να δω τι γίνονταν,  οι πλάτες του ήταν τεράστιες.  Υπήρχε ένταση στον αέρα, περίμενες ότι κάτι κακό θα συνέβαινε,  ''Τώρα θα γίνει κόλαση!''  σκέφτηκα. Για μια στιγμή  στάθηκαν αντίκρστά  σα να αναμετρούνταν όπως γίνεται  στα έργα,  έπειτα ο άλλος παραμέρισε και  βγήκαμε έξω, ένα αεράκι φυσούσε, διψούσα ...



 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...