Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

ΒΑΛΙΑ ΚΑΛΝΤΑ

  


Από κει φαινόταν μια θέα φοβερή κάτω στη θάλασσα και τα νησιά, καράβια γλιστρούσαν πάνω στο νερό φτιάχνοντας αυλάκια στην επιφάνεια καθώς κουβαλούσαν κόσμο σε δυο νησιά που αχνοφαίνονταν στο βάθος. Στέκονταν στο μπαλκόνι του τσιμεντένιου κτηρίου που χτιζόταν κάποτε και τώρα το είχαν παρατήσει, γύρω του έχασκαν κολώνες χωρίς τοίχους ενώ αυτός άκουγε μια μουσική που έπαιζε στο ράδιο, χαλάρωσε λίγο κι εκεί άρχισε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις του, μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει πλέον το μέλλον κι όλα τα ενδεχόμενα που κρύβονταν μέσα του…

Και το ήξερε ότι έτσι θα γινόταν, χρειάζονταν ένα διάλειμμα, μια παύση, μια ανάσα να ξελαμπικάρει και να σκεφτεί λίγο με καθαρό μυαλό, αν ο φίλος του δεν ερχόταν θα ξεκινούσε μόνος του, ήταν αποφασισμένος να φύγει απ’ την πόλη ότι και να γίνονταν αλλά έτσι όπως είχε γίνει τελικά ήταν πολύ καλύτερα. Αν και δεν είχαν ταξιδέψει ξανά μαζί ο άλλος είχε κέφια κι αποδείχτηκε μια χαρά συντροφιά, σ’ όλη τη διαδρομή μιλούσαν για το εμβόλιο, ο φίλος του οδηγούσε πολύ γρήγορα κι όλη την ώρα φώναζε γιατί είχαν τα παράθυρα ανοιχτά, ήταν φανατικός κατά του εμβολίου και δε μπορούσες να βρεις άκρη, άμα έπαιρνε φόρα δε σταματούσε, σου μιλώ για πώρωση μεγάλη, έχανε τη μπάλα. Τον άφηνε να φωνάζει γιατί έτσι ήταν απασχολημένος και δε βαριόταν τη διαδρομή, ο αέρας έμπαινε με ορμή γι αυτό είχε βάλει μια πετσέτα γύρω από το λαιμό μη τον χτυπήσει το ρεύμα και του αφήσει κανένα πρόβλημα, ο ώμος του πονούσε από τα ρεύματα όλο το χειμώνα κι είχε ορκιστεί να προσέχει.

Κοιτάζοντας έξω έβλεπε μπόλικο πράσινο, δέντρα, θάμνους, χωράφια, στην πόλη η τηλεόραση έδειχνε φωτιές και καταστροφές όλη την ώρα, είχες την αίσθηση ότι όλη η χώρα καιγόταν, του έκανε λοιπόν εντύπωση όταν είδε ότι δεν ήταν έτσι, δεν καίγονταν τα πάντα, εδώ πέρα αναπαύονταν το μάτι σου κι ούτε καπνοί ούτε τίποτα, στην πόλη με την τηλεόραση χάνεις τη μπάλα και την επαφή με την πραγματικότητα γι αυτό ήθελε να φεύγει, να μη μένει εκεί πέρα κλεισμένος, να βγαίνει από το κλουβί…

Προορισμός τους ήταν ένας άλλος φίλος που είχε γίνει όχι ακριβώς παπάς αλλά κάτι σαν καλόγερος σ’ ένα μοναστήρι παλιό που το ανακαίνιζε όλη την ώρα. Τους είχε καλέσει στο σπίτι των γονιών του όπου θα τους έκανε το τραπέζι, αυτός τα ήξερε τα μέρη εκείνα γιατί εκεί κοντά είχε γεννηθεί και μεγαλώσει οπότε ήταν μια καλή ευκαιρία να δει τα πάτρια εδάφη. Ο άλλος ήθελε να κολυμπήσει λίγο έτσι σταμάτησαν σε μια παραλία όπου βούτηξαν στη θάλασσα. Εκείνου δεν του άρεσε να κολυμπά όμως τώρα του φάνηκε ωραία, δεν είχε πολύ κόσμο και τα νερά ήταν καθαρά, εκεί στη θάλασσα συνέχισαν να μιλούν για τα εμβόλια μόνο που ο άλλος είχε ηρεμήσει τώρα και μιλούσε χωρίς να φωνάζει «σ’ άφησα να φωνάζεις γιατί ξέρω ότι παθιάζεσαι» του είπε κι ο άλλος χαμογέλασε. Μιλούσαν εκεί κάμποση ώρα δυνατά κι όσοι κολυμπούσαν από δίπλα κοίταζαν περίεργα αλλά δεν τους ένοιαζε, μετά τα εμβόλια είχαν πιάσει κουβέντα για τα χωριά τους, εκεί που είχαν μάθει να κολυμπούν στα ποτάμια δίπλα στα καρπούζια που έριχναν στο νερό οι χωρικοί για να παγώσουν. Αφού βούτηξαν μια φορά στα βαθιά πήραν ξανά το αυτοκίνητο και συνέχισαν τη πορεία τους.

Το πατρικό του παπά βρισκόταν στην άκρη ενός χωριού, για να φτάσεις στο σπίτι ανέβαινες ένα λοφάκι απ’ όπου έβλεπες κάτω τη θάλασσα, δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα άλλο κτίσμα ημιτελές που κάποτε είχαν σηκώσει αλλά τώρα για κάποιο λόγο το είχαν εγκαταλείψει και μόνο οι κολόνες του έχασκαν εκεί ψηλά σα να ατένιζαν κάτω τη θέα. Ο παπάς που ήταν περίπου τριάντα χρονών αλλά φαίνονταν μεγαλύτερος, τους περίμενε στην είσοδο της αυλής όπου τους υποδέχτηκε κι άρχισε να τους δείχνει τα κατατόπια , «εδώ ήταν οι στάβλοι των παππούδων» τους εξήγησε δείχνοντας κάτι κρίκους όπου έδεναν τα ζώα « κι εδώ είναι τα καινούρια δωμάτια που έφτιαξε ο πατέρας μου». Ο πατέρας του ήταν σίγουρα μερακλής γιατί είχε φτιάξει ένα χώρο όμορφο, οι κάμαρες εκεί πέρα ήταν δροσερές από ένα τεράστιο κλιματιστικό που βούιζε κι εκείνος έκατσε σ’ ένα σημείο στο βάθος του δωματίου όπου δεν τον χτυπούσε το ρεύμα. «Εδώ είναι οι τηλεοράσεις μου» είπε ο πατέρας του παπά, ένας γεροδεμένος άντρας κοντά στα πενήντα, αφού τους έσφιξε το χέρι και συστήθηκε, «εδώ κάθομαι και βλέπω όλα τα αθλητικά, δε χάνω τίποτα, παλιά έπαιζα μπάλα, τώρα το χω κόψει αλλά μ’ αρέσει να παρακολουθώ όλα τα αθλήματα» .

Ο τύπος ήταν πολύ συμπαθητικός και χαμογελούσε όλη την ώρα βοηθώντας τη γυναίκα του που ετοίμαζε τα φαγητά, «καλά περνούν εδώ» σκέφτηκε αυτός γέρνοντας πίσω στον καναπέ που ήταν πολύ άνετος, πολύ ωραία τα είχε φτιάξει όλα ο τύπος, και το σπίτι και την οικογένεια του, γερός να ήταν για να μπορούσε να τα χαρεί . «Έχετε κλιματισμό στο αμάξι;» τους ρώτησε κι όταν του απάντησαν αρνητικά χαμογέλασε, «κατάλαβα, μπαίνει ζεστός αέρας από τη μια και βγαίνει καυτός από την άλλη!» - «εντάξει είναι, κανένα πρόβλημα, το συνηθίζεις » είπε αυτός που το μόνο που τον ένοιαζε κείνη τη μέρα ήταν να φύγει από την πόλη. Βυθίστηκε στον καναπέ καθώς όλα γύρω τον βοηθούσαν να ξεχαστεί, να ηρεμήσει , εκεί πέρα ο χρόνος αποκτούσε άλλη έννοια, στην επαρχία όλα κυλούν πιο αργά, οι ρυθμοί είναι πιο ανθρώπινοι, από την άλλη αυτό το αργό πολλές φορές του έσπαγε τα νεύρα, δεν μπορούσε, βαριόταν απίστευτα, ήθελε δράση, κίνηση, να τρέξει λίγο, όμως κι η πόλη τον είχε φέρει στα όρια του ιδίως το πληκτικό της τοπίο με το ατέλειωτο τσιμέντο και την άσφαλτο που άναβε τα καλοκαίρια , βρισκόταν σε μια σύγχυση…

Αφού μίλησαν λίγο καθίσανε στο τραπέζι κι ο παπάς είπε μια προσευχή που του φάνηκε πολύ μεγάλη , επειδή ήταν παραμονές του δεκαπενταύγουστου όλα ήταν νηστίσιμα αλλά πολύ νόστιμα, κάτι ρεβίθια χωρίς λάδι αλλά πολύ ωραία, κάτι κολοκύθια ψητά στη σχάρα με μια σος περίεργη, κάτι ζυμαρικά σαλάτα, ένα ψωμί που είχαν ψήσει στον πέτρινο φούρνο τους. Έφαγαν με όρεξη κι ύστερα τους έβγαλαν καρπούζι και πεπόνι που ήταν πολύ δροσερά, αφού τέλειωσαν με τα φρούτα κάθισαν να δουν τους ολυμπιακούς αγώνες που έδειχναν οι δυο τηλεοράσεις, είχε ηρεμήσει κανονικά όμως μέσα του έβραζε καθώς πίσω του είχε αφήσει υποθέσεις ανοιχτές που έπρεπε να τις κλείσει , άλλωστε χρειαζόταν ένα διάλλειμα όχι κάτι παραπάνω, το μυαλό του ήταν σ’ αυτά που τον περίμεναν πίσω στην πόλη.

Όπως μιλούσαν τους ρώτησε για κάποιον που ήξερε ότι ζούσε σ’ εκείνο το χωριό «ήταν φίλος του παππού μου» τους εξήγησε «είχαν πολεμήσει μαζί στην Αλβανία, εκεί γνωρίστηκαν, όταν κατέρρευσε ο στρατός γύρισαν μαζί, κοιμήθηκαν τρεις νύχτες στα βουνά, στη Βάλια Κάλντα κοντά στο Μέτσοβο, έκανε τόσο κρύο που μια νύχτα ο παππούς μου δεν άντεχε, τότε ο φίλος του έστρωσε ένα μεγάλο πουρνάρι στο χιόνι και μετά κοιμήθηκε πάνω του για να τον γλυτώσει από την παγωνιά» - « κατάλαβα ποιον λες» είπε ο πατέρας του παπά «δε ζει πια, ο εγγονός του που είναι μεγάλος πια έχει τ’ όνομα του»...

Όλα πήγαιναν πρίμα κι αυτός σκεφτόταν ότι η ιδέα για κείνη την εκδρομή ήταν πολύ πετυχημένη όταν, χωρίς να το καταλάβουν, η συζήτηση γύρισε πάλι στα εμβόλια που όλη η οικογένεια εκτός από τον πατέρα, δεν ήθελε να τα κάνει. Η κουβέντα όσο πήγαινε άναβε κι ο παπάς εκεί που ήταν ήσυχος άρχισε να φωνάζει και να κοκκινίζει, η αλήθεια ήταν ότι δεν τον ήξερε πολύ καλά, πιο πολύ ο φίλος του είχε πάρε δώσε μα ζί του και τώρα προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, εκείνος δεν ήθελε να του πάει κόντρα όμως ο παπάς είχε πάρει φόρα, μιλούσε θεολογικά, μετά το γύριζε στα νομικά, ύστερα στα ιατρικά, πετούσε συνέχεια αποσπάσματα από βιβλία εκκλησιαστικά και κείμενα πατερικά που δεν είχαν καμιά αξία αλλά έκαναν εντύπωση αν δεν ήξερες, έλεγε ένα σωρό βλακείες και λίγο - λίγο πιάστηκαν εκεί πέρα άγρια. Του παπά άρχισαν να του ξεφεύγουν κάτι κουβέντες , «είσαι ανόητος, αδαής, ανοικτίρμων, το εμβόλιο είναι ο προάγγελος της αποκάλυψης, δε βλέπεις τα σημεία των καιρών ! ». Τον κοιτούσε εκεί πέρα και σκεφτόταν αν έπρεπε να πιαστεί μαζί του, φιλοξενούνταν εκεί πέρα κι έπρεπε να δείξουν σεβασμό «πάτερ με όλη την εκτίμηση, εγώ δε χρησιμοποίησα τέτοιους χαρακτηρισμούς, θα έπρεπε να είστε πιο προσεκτικός, δεν τιμάτε το σχήμα σας, υποτίθεται ότι υπηρετείτε μια θρησκεία της αγάπης και εσείς ξεχειλίζετε από φανατισμό και μισαλλοδοξία » του είπε κι εκείνος σταμάτησε απότομα σα να τον χτύπησε κάτι.

Κανείς δε μιλούσε και μια παγωμάρα απλώθηκε, η μητέρα του παπά σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα κι ο πατέρας του άρχισε ν’ αλλάζει τα κανάλια για να καλύψει την αμηχανία του.Ο παπάς σαν να μετάνιωσε που είχε ξεφύγει έγειρε πίσω στη θέση του αναστενάζοντας κι αυτός για να του δώσει χώρο και χρόνο είπε ότι ήθελε να περπατήσει λίγο και τράβηξε κατά την κορυφή του μικρού λόφου, όταν έφτασε στο εγκαταλειμμένο κτίριο είδε ότι πίσω του ερχόταν ο πατέρας του παπά, σκαρφάλωσαν μαζί τις τσιμεντένιες σκάλες κι από το μπαλκόνι που είχε μείνει στα μπετά αντίκρισαν τη φοβερή θέα κάτω στη θάλασσα. «Εδώ πέρα ήθελαν κάποτε να φτιάξουν το καλύτερο γηροκομείο της περιοχής…» είπε ο πατέρας του παπά « η μητρόπολη θα το διαχειρίζονταν και περίμεναν να μαζέψουν τους πιο πλούσιους αλλά ο δεσπότης που ήταν πολύ ανοιχτομάτης έπαθε ανακοπή μια μέρα που κολυμπούσε στην πισίνα του κι έτσι όλα έμειναν στη μέση, άμα ζούσε ο δεσπότης ο γιος μου θα ήταν τώρα διευθυντής εδώ πέρα αλλά δε βαριέσαι, ίσως έτσι να είναι καλύτερα»

Δεν μπορούσε να μη παραδεχτεί τη σοφία του ανθρώπου που είχε τόσο καλά φτιάξει τη ζωή του, για κάμποσα λεπτά δε μίλησαν μόνο κοίταζαν κάτω το πέλαγος που απλώνονταν και τα καράβια που σεργιάνιζαν πηγαίνοντας από το ένα νησί στο άλλο. «Πόσο γεροί ήταν οι άνθρωποι τότε…» ακούστηκε σιγανά ο πατέρας του παπά «…κοιμόταν μες τα χιόνια κι άντεχαν»- «Ναι..» είπε αυτός «…ήταν πολύ δυνατοί, συγνώμη που μίλησα έτσι στο γιο σας» συμπλήρωσε κι ο άλλος χαμογέλασε κατά πως το χε συνήθειο, «δεν πειράζει, του χρειάζεται, εγώ του μιλώ πολύ χειρότερα…»

Όπως έφευγαν ο παπάς μιλούσε με τον άλλον και μόνο την ώρα που αυτός έμπαινε στο αμάξι τον κοίταξε μια στιγμή και τον ξεπροβόδισε. Βγαίνοντας από το χωριό έψαχναν για βενζινάδικο όμως δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά κι ούτε υπήρχε κανείς να τους δείξει που να πάνε, τελικά βρήκαν ένα μισοεγκαταλειμμένο , γέμισαν το ντεπόζιτο κι από κάτι χωματόδρομους βγήκαν τελικά στο μεγάλο δρόμο, είχε περάσει πια το μεσημέρι αλλά ο ήλιος χτυπούσε με μανία τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου που είχαν πάρει φωτιά, το αμάξι κατάπινε τα χιλιόμετρα σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από τον καύσωνα ενώ ο αέρας έμπαινε με μανία απ όλες τις μεριές . 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...