Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

MASSIVE ATTACK

1.

Τελικά τη ξαναείδα,  ''Γεια σου Σπυράκη!'' μου είπε με το που με είδε,  κανείς δε με φωνάζει έτσι, ήταν  επιθετική,  είχα λίγο τρακ,  με τις γυναίκες ποτέ δε ξέρεις, παίρνεις θέση αμυντική και περιμένεις!

Το σπίτι  της ήταν ωραίο όμως δε το άντεχε, ζεσταίνονταν απίστευτα, όλο το  καλοκαίρι  άναβε  το κλιματιστικό! Περπατούσε  ξυπόλητη  στα πλακάκια, ένα μπλουζάκι άσπρο είχε  φορέσει μέαν φιογκάκι  που έκλεινε  κάτω απ το λαιμό της, απ τα  παράθυρα μπορούσες να  δεις  πέρα, όχι  πολύ μακριά, τη θάλασσα, το τηλέφωνο της χτύπησε  η κόρη της  ήτανε,  συζητούσαν στο τηλέφωνο οι δυο τους για τα ίδια  πράγματα  ώρες ολόκληρες, , είχαν ψύχωση φοβερή με κάποια θέματα, κόλλημα, εμμονή απίστευτη,   '' Τι κάνεις μωρό μου, τα έφαγες τα γεμιστά, μην αφήσεις τα φασόλια  να χαλάσουν, δέκα ώρες τα μαγείρευα !'' Η κόρη της  ρωτούσε για ένα όνειρο που είχε δει ''Μαμά  είδα τον παππού πεθαμένο τι σημαίνει; ''  -  ''Α μη σε στεναχωρεί, είναι καλό,  η γιαγιά σου  έλεγε ότι ο πεθαμένος στον ύπνο παίρνει το κακό !''   την άκουγα που μιλούσε, μια προφορά καθαρή, ωραία είχε, ''Εντάξει λοιπόν! Εντάξει  λοιπόν!'' έλεγε όλη την ώρα  ''Μαμά  διάβασα στο ίντερνετ ότι σα σήμερα έγινε ο σεισμός που μου έλεγες!''

Στο σπίτι της ήταν κάπου έξω από τη πόλη,  έμενε με τον αδερφό της, ένα κοτέτσι  είχαν στην αυλή  κι ένα σκύλο   ελληνικό ποιμενικό που έσκαβε με τα νύχια του το έδαφος ψάχνοντας  χώμα δροσερό να πλαγιάσει.  Ήταν μαλλιαρός,  φτιαγμένος για βουνά και  λαγκάδια να τρέχει πίσω απ τα κοπάδια, εκεί όπου φυσά ο άνεμος, πέρασα το χέρι από το συρματόπλεγμα, τον χάιδεψα, μου έγλειψε το χέρι  ''Είναι καλό σημάδι!'' είπε αυτή,  ''Κανονικά έπρεπε να σε δαγκώσει, έτσι κάνει με τους ξένους !''

Το μεσημέρι της Κυριακής  ένα κομβόι αμαξιών  έτρεχε ανάμεσα σε πικροδάφνες άσπρες και ροζ στο δρόμο της Χαλκιδικής, στα  σταροχώραφα  ρολά από άχυρο κείτονταν στους γύρω λόφους που τους είχαν αποικήσει Αθηναίοι ένα καιρό παλιά,  κριθάρια χλωρά  ακόμα απ τις βροχές σείονταν στον άνεμο, ''Διάβασα το βιβλίο σου!'' μου είπε ''Πολύ καραμέλα  είσαι !''  -  ''Τι σημαίνει αυτό;''   ρώτησα, δε μου το είχαν ξαναπεί, ''Είναι καλό ή κακό,  υποτίθεται  ότι  η καραμέλα είναι γλυκιά,  θα πρέπει  να είναι καλό!'' - '' Πολύ ρομαντικός  είσαι!''   συνέχισε, ''  Κι όλες αυτές τις γυναίκες που αναφέρεις  είναι πραγματικές;  Είσαι   κι ανορθόγραφος, ούτε μια αφιέρωση δε ξέρεις  να γράψεις  σωστά!''  μου κολλούσε, δε  με πείραζε,  για την ώρα τουλάχιστον.

''Όταν αγαπάς κάποιον κι ενδιαφέρεσαι γι αυτόν δε σου βγαίνει μια επιθετικότητα,  μια σκληρότητα   απέναντι του!''  μου είπε  ''Είναι  σα να θέλεις να  τον προστατέψεις,  να του δείξεις τη κακή σου πλευρά,  να τον προειδοποιήσεις, εγώ έτσι κάνω, οι  φίλες  μου λένε : ''Γιατί είσαι τόσο κακιά με τους  ανθρώπους που αγαπάς; Είμαι πνεύμα  αντιλογίας,  πάντα θέλω να  κολλάω τους άλλους,  ειδικά τους άντρες,  ίσως το παρακάνω!''.  Στροφάριζε  πολύ γρήγορα όπως πολλές γυναίκες,   μου είπε  ότι είχε απωθημένο με τον άντρα της γιατί την είχε απατήσει κι ύστερα την άφησε μόνη να μεγαλώσει το παιδί της,  λυπόταν  που δε τον είχε απατήσει αυτή πρώτη! Τη ρώτησα τι σίριαλ βλέπει,   μου είπε για  κάποιο που '' Έχει απίστευτα μηνύματα!', από ραδιόφωνο μόνο ένα σταθμό   με λαϊκά έπιανε, η ώρα περνούσε, δεν ήθελα να  φύγω, αυτή συνέχιζε '' Δε σου χει τύχει να μη μπορείς να συμφωνήσεις με τον καλύτερο σου φίλο και  με τίποτα να μη μπορείς  να τον μεταπείσεις, εμένα μου συμβαίνει συνέχεια  κι απλά  το προσπερνώ,  όταν μου είπε κάποια ότι στα είκοσι χρόνια  που ήταν με τη φίλη της δεν είχαν μαλώσει ποτέ  της είπα ''Ε τότε δεν ήταν φίλη σου !''

 Εγώ της έλεγα για κάποιον  που μου είχε πει μια κουβέντα και με είχε  πειράξει,  με είχε πονέσει,  ‘’Μήπως υπήρχε λόγος που σε πείραξε,  μήπως είχε δίκιο !’’ συνέχιζε να μου κολλάει όμως ταυτόχρονα  με χαλάρωνε, με ηρεμούσε, ήταν αλλιώτικη από μένα,  σκέφτονταν διαφορετικά,   πάντα μ  ενδιέφερε να βλέπω  πως σκέφτονται οι γυναίκες,  τι κρύβουν, πως λειτουργούν, τι θέλουν, τι μπορείς να  κάνεις μαζί τους,  τι προοπτικές σου δίνουν!  Δε μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε, είναι  μερικές  που νιώθεις ότι έχουν κάτι κρυφό, κάτι βαθύ που θέλει καιρό να  το ψάξεις,   άλλες   τις  διαβάζεις γρήγορα,  τις καταλαβαίνεις αμέσως, σ άλλες  περιπτώσεις όμως δε μπορείς να κάνεις κάτι, δε βιάζονται οπότε  δε πρέπει να βιάζεσαι κι εσύ, κάθεσαι και  περιμένεις προσέχοντας τα νώτα σου...

''Ξέρεις…’’  της είπα  ‘’Ήμουν στα καλά μου τις προάλλες και είπα  στη φίλη μου ότι πιστεύω πως θα βρει κάποια στιγμή  τον άντρα που ψάχνει.  Και μετά θα  κάνει  ένα παιδάκι πανέμορφο, ξανθό, γαλανομάτικο, υπέροχο κι εκείνη μου είπε  ότι ήταν ότι πιο  όμορφο της έχω πει’’ Αχ κι εγώ θα ήθελα  κάτι   τέτοιο  να το ξαναζήσω !’’ είπε η γυναίκα με το φιογκάκι που έκλεινε το στήθος της.

Μου έλεγε ότι για να καθαρίσει το σπίτι της έπρεπε  να έχει  ένα κίνητρο, κάποιον άντρα να τον  υποδεχτεί ή κάτι τέτοιο, αλλιώς το αφήνει όπως να ναι!  Η ακαταστασία  πάντως της θύμιζε  το σεισμό γιατί  τότε όλα άνω κάτω τ'  άφηναν κι έφευγαν, μικρο κορίτσι ήταν τότε,   θυμόταν  μια ρωγμή  που είχε χαραχτεί στο τοίχο του διαμερίσματος τους , σκόνη παντού υπήρχε που σ έπνιγε! 

Στη γωνιά της Τσιμισκή  ένα κτήριο  όπου στεγάζονταν  τα δικαστήρια είχε καταρρεύσει, κι ένα άλλο  λίγο πιο κάτω απ το δικό τους, καμιά πενηνταριά άτομα είχαν εγκλωβιστεί μπροστά στην είσοδο όταν η σιδερένια εξώπορτα είχε φρακάρει,  δε μπορούσαν να βγουν έξω, καταπλακώθηκαν όλοι,  έλεγαν ότι με την πανσέληνο που θα ερχόταν θα έπρεπε  ν αδειάσει όλη η πόλη  καθώς ο επόμενος σεισμός  θα  ήταν ακόμα πιο δυνατός!

Με τους δικούς της είχαν ξεκινήσει  να  φύγουν απ τη Θεσσαλονίκη,  ο μπαμπάς της είχε κατέβει μια στιγμή σ ένα γκαράζ να πάρει κάτι που είχαν  ξεχάσει και  νόμιζαν  ότι δε θα έβγαινε ποτέ  από κει, τελικά  βγήκε! Η Εγνατία  ήταν μπλοκαρισμένη από αμάξια  όσα υπήρχαν  είχαν βγει στους δρόμους,  όλοι  φεύγανε  για Χαλκιδική, για Κατερίνη, για  Καβάλα,  για τα χωριά,  τότε  αποικήθηκε η Χαλκιδική,  ήθελαν  όλοι ένα καταφύγιο   αν ξαναγίνονταν τέτοιο κακό...


2.   

Στο  ίντερνετ  καφέ  οι  ανεμιστήρες δούλευαν  στο φουλ,  δε τους αντέχω, ξεραίνουν το λαιμό, σακατεύουν τις αμυγδαλές μου! Είχε  ζέστη,  Στο δρόμο σκόνταφτα συνέχεια, πόσες φορές  μου  είχε πέσει το κινητό κάτω, το τζαμάκι είχε θρυμματιστεί,  δεν έβλεπα  τη τύφλα μου! Στο καφενείο   πιτσιρικάδες βλαμμένοι κυκλοφορόυσαν φωνάζοντας, ένα κείμενο  έπρεπε να γράψω,  είχα άγχος, δε μου έβγαινε με τίποτα,  το μυαλό είχε φρακάρει, πρέπει να το περιμένεις κι αυτό, δε μπορείς να το κατευθύνεις όπου θες πάντα!  Κατέβηκα στο υπόγειο του μαγαζιού, ήταν καλύτερα εκεί αλλά  όλοι βρίζανε,  είναι τόσο ενοχλητικό !  Σε μια οθόνη μπροστά κάθισα, ένα πληκτρολόγιο ανάγλυφο, ψηφία μ ένα φως πράσινο από κάτω τους για όσους παίζουν παιχνίδια στα σκοτεινά, ένα ποτήρι  με νερό είχε αφήσει κάποιος, μια απόδειξη, φασαρία πολύ, είχα βάλει τ ακουστικά να συγκεντρωθώ…

Στα τυφλά έψαχνα  ν  απαντήσω  όταν με κάλεσε, δε μπορούσα να καταλάβω ποιος  ήτανε, όλο τις ξεχνάω, τα παράτησα όλα,  δεν υπήρχε περίπτωση να το βγάλω το κείμενο, ένα διάλειμμα χρειαζόμουν!       

Καθόμουν αντίκρυ της, απογευματάκι ήτανε, πρόσεχα το στήθος της, μου άρεσε, δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο, ξέρεις τώρα, ο αέρας,  η αύρα που απέπνεε, η φωνή της,  το γέλιο της το χαμηλόφωνο, το  κάπως  δαιμονικό  της χιούμορ.   Καθόμασταν εκεί  σ ένα τραπέζι  με τη πλάτη στο τοίχο και χαζεύαμε το κόσμο που περνούσε, τα ταβλάνια άνθιζαν σκορπώντας  στο δρόμο γύρη κίτρινη,  υπάλληλοι κατάβρεχαν  το πεζοδρόμιο, γυάλιζαν τα τζάμια,  τα μαγαζιά  έκλειναν  εκείνη την ώρα...

Ήμουν καλά εκεί πέρα, η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν σαν την άλλη φορά στο σπίτι της  αλλά ένιωθα όμορφα, είχα πολύ άγχος,  με βοηθούσε να χαλαρώσω, πρόσεχα τ αραιά δόντια της και το φιογκάκι που έκλεινε το μπλουζάκι της. Ο Τομ απ το Μπρίστολ ήταν  εκεί πέρα    που ήμασταν μαζί  με κάτι τύπους παρακμιακούς,  ένα κασετόφωνο χαλασμένο, διαλυμένο,  κουβαλούσε, ρεμπέτικα όλο παράσιτα ακούγονταν, γυαλιά μαύρα φορούσε, ένα σορτσάκι, σαγιονάρες,  ένα κολάρο  είχε στο λαιμό,  κάποιος  σπόνδυλος  είχε φύγει απ τη θέση του, χόρευε μοναχός του,   τα έδινε όλα,  ''Οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι ! ΄΄ φώναζε ''' Οι Άγγλοι είναι όλοι γκέι!’’

Ένα κοράκι σταχτόμαυρο  έψαχνε γύρω από ένα  κάδο  σκαλίζοντας τα σκουπίδια, ο  Τομ απ το Μπρίστολ τα είχε  δώσει όλα,  είχε πιει το καταπέτασμα και τώρα σα γνήσιος Άγγλος κοιμόταν καθισμένος έχοντας ρίξει το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι.  Τον πλησίασα μαλακά,  ‘’Θες να σε πάω κάπου,  είσαι καλά;’’- ‘’Καλά είμαι, μόνο  θέλω ακόμα λίγο να κοιμηθώ σε παρακαλώ !’’ τον άφησα ήσυχο.

Ένα ζευγάρι  σταράκια κόκκινα φορούσε, τόση ώρα δεν τα είχα προσέξει, ''Δεν είναι ηλίθιες οι γυναίκες που ψάχνουν πόσα λεφτά έχεις¨’’ τη ρώτησα  ‘’Γιατί οι άντρες  πως σκέφτονται;’’ μου απάντησε  ‘’Εμένα ο άλλος  μου έκανε ανάκριση, πόσα βγάζεις σα λογίστρια, όχι τίποτ’  άλλο για να δω που μπορούμε διακοπές,  για ποσό ηλίθια  με περνούσε, ξαναβγήκα μαζί του, είχε πολύ πλάκα,  όταν δε σ ενδιαφέρει ο άλλος μπορείς να παίξεις όσο θες μαζί του, τον δούλεψα  άγρια - ‘’ Μέσα σου όμως τον είχες διαγράψει έτσι δεν είναι; ''   -    ''Εννοείται!’’

Ένα  ζευγάρι έτυχε να περνά, τους ήξερε,  είχαν  και το μικρό παιδί τους, με το που το είδε  πετάχτηκε πάνω,  το  φιλούσε,  το αγκάλιαζε, εγώ σκεφτόμουν ‘’Γιατί να μη φιλάει  εμένα!’’  Έκανε να φύγει μαζί τους,  τη χαιρέτησα αδιόρατα, δεν έπρεπε να κοιτάξω κατά  κει, έπρεπε να το παίξω σκληρός, την έβλεπα ν απομακρύνεται όμως  ύστερα  στράφηκε πίσω, όπως την έβλεπα να έρχεται από μακριά έμοιαζε διαφορετική σα να είχε μεσολαβήσει ένα μεγάλο διάστημα απ την ώρα που ήμασταν μαζί,  κάποιον φώναζε, δε καταλάβαινα, οι άλλοι που ήταν εκεί  είπαν,  ''Εσένα θέλει!''

Τη πλησίασα, ήταν λίγο πιο κοντή από μένα, στο τέλειο ύψος για να την ελέγχεις,  μου μιλούσε χαμηλόφωνα σα να γνωριζόμασταν χρόνια ''Τι γίνεται σ εκείνο το μαγαζί  με τα φρουτάκια, τι τύποι συχνάζουν, είναι  μήπως ύποπτο,  μπήκε κάποιος  μέσα και θέλω να ξέρω!''   -    ''Να σου πω!''   της είπα ''Δεν έχω δει κάτι παράξενο τόσο καιρό που έρχομαι εδώ πέρα, το μόνο που ξέρω είναι ότι δε κλείνει ποτέ,  δουλεύει εκεί  κι ο φίλος  μου ο αυτοφωράκιας  που έχει κάνει στο τμήμα κάνα  δυο φορές,  τον εμπιστεύομαι τον αυτοφωρακια, έχει μείνει  και στη στενή κάποια βράδια, πολύ βρώμικα ήτανε  εκεί μέσα,  δε μπορούσε να κοιμηθεί, μια φορά   είχαν φέρει και κάτι κοπέλες  ύποπτες, μαζί  τους  κοιμήθηκαν, κανείς δε τις πείραξε…

Τι να ήθελε και με ρωτούσε για τα φρουτάκια  σκεφτόμουν,  ήταν κάποιο κόλπο ή έτσι έτυχε,  που να ξέρεις,  έπρεπε  να  αναλύσω  τι στο διάβολο γίνονταν,  αν είχε νόημα,  αν έπαιζε μαζί μου,   είχα κι εκείνο το καταραμένο κείμενο να τελειώσω!

Μ έπιασε πάλι το άγχος, όπως περνούσα από ένα δρομάκι ένας ζητιάνος με μάτι χαλασμένο βγήκε μπροστά μου και  ζήτησε χρήματα,  τρόμαξα, σκουπίδια πεταμένα παντού, δε μπορούσα να περάσω.

Στο υπόγειο  του ίντερνετ καφέ τύποι καμένοι έβλεπαν βίντεο,  μιλούσαν στο  face book, κάπνιζαν,  κάποιος είχε καμιά πεντακοσαριά  αιτήματα φιλίας στοιβαγμένα, ένας μουσάτος μιλούσε με κάτι κοριτσάκια,  ένας άλλος  έβλεπε  σ ένα  βίντεο, κάποιον  να  τρέχει  σ ένα  υπόγειο χώρο,  άνθρωποι με φόρμες  έτρεχαν ξοπίσω του σα κοπάδι λυσσασμένο, μια μάζα έτοιμη να πέσει πάνω του και να τον κατασπαράξει,   αυτός  έστριβε σπάζοντας το κορμί  του,  από κολώνες δίπλα περνούσε,  μέσα από νερά και λακκούβες, γκράφιτι στους τοίχους παντού υπήρχαν, αμάξια στραπατσαρισμένα,  το σκυλολόι ξωπίσω του είχε ξαμοληθεί σφίγγοντας  τα δόντια, κουνώντας  σα μαχαίρια τις παλάμες τους, μαύροι,  άσπροι,   γυναίκες, άντρες, φώναζαν ούρλιαζαν, ο τύπος  άρχισε να κουράζεται,  τον είχαν πλησιάσει,  τον στρίμωξαν,  στάθηκε  με τη πλάτη σ ένα  αδιέξοδο, τον πλησίαζαν, ήταν χαμένος,  δε γλίτωνε...

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

CHECKPOINT CHARLIE


Στον  Κώστα Μαυρίδη 

Τον είδε να στέκεται στην είσοδο της μισάνοιχτης πόρτας, ήταν περασμένα μεσάνυχτα, φαίνονταν    το  γαλάζιο μανίκι της  φόρμας του και το μισό του πρόσωπο,  είχε μια έκφραση τόσο παλαβή με  τα  μάτια γουρλωμένα να κοιτάζουν λοξά  που δε μπορούσες  να τον κοιτάξεις κατάματα χωρίς  να ανατριχιάσεις, ήθελε ν αντιδράσει, να  πει κάτι,  να  φωνάξει, να ουρλιάξει  όμως απ το στόμα της δεν έβγαινε  τίποτα! 

Στο δωμάτιο  γίνονταν χαμός, ρούχα κι αντικείμενα υπήρχαν παντού στο πάτωμα, πρέπει να έψαχνε ώρα εκεί μέσα  αυτός όμως  δεν είχε ακούσει τίποτα, είχε πετρώσει, είχε  κοκαλώσει, προσπάθησε μ  όλη της τη δύναμη  αλλά  το μόνο που βγήκε  από μέσα της ήταν ένας  ήχος βαθύς  σα γρύλισμα, και τότε ξύπνησε!

Πρέπει να είχε κοιμηθεί  πάνω από τρεις ώρες,  είχε γείρει  στο πλάι εκεί που καθόταν στον καναπέ, ήταν πεθαμένη απ την κούραση,είχε μέρες να κοιμηθεί σαν άνθρωπος! Όλο  εφιάλτες  έβλεπε  τελευταία κι όλο το ίδιο πρόσωπο εμφανίζονταν, ο ίδιος άντρας, ο άντρας της!  Από τότε που  τον είχε χωρίσει είχε καταρρεύσει, είχε  πλακωθεί στα ψυχοφάρμακα, δε μπορούσε να μείνει μόνη της  ούτε δευτερόλεπτο, ήθελε  κάποιον πλάι της όλη την ώρα! Όποτε έβλεπε εφιάλτη προσπαθούσε  να μη σηκώνεται  γιατί τότε  ξαναθυμόταν όλες τις λεπτομέρειες απ το κακό όνειρο, όμως τώρα ήθελε να ξυπνήσει, ένιωθε να κρυώνει, όταν είχε πλαγιάσει  είχε ζέστη γι αυτό κι είχε αφήσει ανοιχτή τη  μπαλκονόπορτα, όμως  αργότερα η θερμοκρασία έπεφτε.

Δεν ήθελε να χωρίσει, δεν το  είχε προσχεδιάσει, συνέβη χωρίς καλά  καλά  να το καταλάβει, το μεγάλο της  αγόρι ευτυχώς  την είχε υποστηρίξει, πήρε το μέρος της έτσι αυθόρμητα, δίχως φωνές και φασαρίες, ρε φίλε ήταν εξόφθαλμο ποιος είχε δίκιο!  Το κοριτσάκι της  όμως ήταν άλλη υπόθεση,  είχε αποδειχτεί  φίδι κολοβό,  το παιζε ουδέτερο, δεν έπαιρνε θέση, δε διάβαζε, όλο έξω γυρνούσε  μέχρι αργά, γκρίνιαζε  συνέχεια,  της είχε σπάσει τα νεύρα!  Θα μου πεις  μικρό ήτανε, δε τόκοβε,  ναι καλά,  όλα τα καταλάβαινε, όλα τα ένιωθε,  δε χρειάζεται πολύ μυαλό ούτε φοβερή ωριμότητα, είναι θέμα χαρακτήρα  πάντοτε και τα κοριτσάκια  έχουν άποψη για όλα  από πολύ μικρά,  μη τρελαθούμε τώρα και τελικό πήγε με τον πατέρα του,  καλά  τώρα, στο καλό ! Και να σκεφτείς τι πόνο είχε ρίξει όταν το γέννησε, τα είχε δει όλα,  είχε σπάσει η μήτρα της γιατί ήταν μεγάλο, η αιμορραγία ήταν τρομερή, την είχαν  βάλει  στην εντατική, είχε κοντέψει  να πεθάνει,  ένα μήνα την είχαν κρατήσει, ο γιατρός της είχε πει να μη τολμήσει να μείνει ξανά έγκυος  και τώρα ιδού  το αποτέλεσμα!

Δεν το είχε σχεδιάσει, δεν ήθελε να χωρίσει, έγινε δίχως να το καταλάβει, είχαν κανονίσει να βρεθούν σ ένα μπαρ σκοτεινό, καθόταν σε κάτι ψηλά σκαμπό οι δυο τους  μπροστά στον πάγκο,      τα μαλλιά του είχαν μακρύνει, στα χέρια φορούσε ένα βραχιόλι  δυο δαχτυλίδια ασημένια με κάτι  λόγια σκαλισμένα πάνω τους .  Αυτή είχε μια φούρκα εκείνη τη μέρα, όλα της φταίγανε, ο ήλιος που έκαιγε, τα  ρούχα  που τη στένευαν, οι ειδήσεις  στις εφημερίδες που  μιλούσαν  για  εγκλήματα  κι αυτοκτονίες!  Δεν ήταν έτοιμη, τον χρειαζόταν  λίγο  ακόμα αλλά  δεν άντεχε πια, την είχε πρήξει,  αυτή  τραβούσε το κουπί με  τη δουλειά και το σπίτι  κι αυτός ήταν χαλαρός, άνετος,  και είχε κι όλο  το ταμείο όλο δικό του, α βέβαια  το ταμείο ήταν το άβατο, κανείς άλλος δεν επιτρέπονταν να το αγγίξει,  αυτός ήξερε απ αυτά,  αυτή ήταν η  ηλίθια, η βαλμένη, το τούβλο  που δεν έπρεπε ν’ ανακατεύεται! Θα μπορούσε να  τον ανεχτεί και να συνεχίσει  αλλά δεν τον άντεχε  όταν παρίστανε τον  τιμητή  κάνοντας κήρυγμα  περί ηθικής !  Γιατί όταν  ο άλλος πέφτει σε  λάθη απανωτά,  όταν κάνει  εκπτώσεις   στις αρχές του, όταν χάνει το μέτρο ξανά και ξανά  τότε  μένει πίσω, δεν απολαμβάνει εκτίμησης, δε χρειάζεται να  του το πούνε,  το αισθάνεται γύρω του, το καταλαβαίνουν όλοι, γίνεται  αντικειμενικά,  ανεξάρτητα αν το δέχεται ή όχι,  έρχεται μια στιγμή που δε σηκώνεις την  κάθε  αηδία  απ τον κάθε βλάκα,  τουλάχιστον αυτή τη πολυτέλεια  δε μπορούν να στη στερήσουν! 

Δε μπορούσε να τον  ανεχτεί πια,  φοβόταν αλλά  έπρεπε  να προχωρήσει παρακάτω, και στο τέλος  τέλος  ας πήγαινε στο διάβολο, δε θα ασχολούνταν επ άπειρον  μ αυτόν τον εγωιστή που δε θ  αναγνώριζε τα  λάθη του στον αιώνα τον άπαντα!  Είχε ένα κάρο πράγματα να κάνει, έπρεπε  να έχει το κεφάλι της ήσυχο,  το μυαλό της καθαρό, κι αυτός  στέκονταν  εκεί σαν εμπόδιο, σα μπάστακας, σαν πρόβλημα άλυτο που την τραβούσε προς τα πίσω ειδικά  τώρα  το καλοκαίρι, μια εποχή  επικίνδυνη,  που ήθελε  να είναι συγκεντρωμένη απόλυτα!
 

Έπρεπε  να είναι συγκεντρωμένη, ένα κάρο δουλειές είχε να τελειώσει, ντάνες από ρούχα την περίμεναν για σιδέρωμα  και κει μέσα στο σωρό  είχε βρει  ένα δικό του μπλουζάκι γαλάζιο, το πήρε και   το πέταξε μακριά  με απέχθεια, αυτή ήταν η εκδίκηση της! Έπρεπε  να συγκεντρωθεί,  ένα σωρό προβλήματα είχε,  τα πόδια της είχαν πρηστεί απ  τις κορτιζόνες που έπαιρνε για μια αλλεργία,  πάντα είχε πρόβλημα με τα πόδια  της, οι φλέβες  πρήζονταν με το παραμικρό,  κι η μάνα της κι η γιαγιά της που δούλευαν  παλιά στα καπνομάγαζα είχαν το ίδιο θέμα, έπρεπε  να φορά κάτι καλτσόν απαίσια,  δε μπορούσε το ζεστό νερό,  με το παραμικρό έσπαγαν τ αγγεία κι  έτρεχε όλη την ώρα στους γιατρούς.

Έπρεπε να αντιδράσει , να απαλλαγεί, την τραβούσε προς τα πίσω  μ όλα εκείνα τα κόλπα του που τα είχε βαρεθεί ! Καθένας έχει τον τρόπο  του να πορεύεται  σ αυτόν τον κόσμο , άλλος  ελίσσεται  όλη την ώρα σαν αίλουρος,  χαμογελά, υποκρίνεται,  καλοπιάνει, χαϊδεύει, γλύφει, κυλιέται στο πάτωμα, υπάρχει μια λεκτική  ποικιλία ατελείωτη για να εκφράσεις μια συμπεριφορά αυτού του είδους!  Άλλος πάλι έχει άλλα  προσόντα,  για παράδειγμα υπομονή ατελείωτη, ανέχεται καταστάσεις που δε μπορείς να φανταστείς, άλλος πάλι είναι σκληρός, χοντρόπετσος, ξεπερνά γρήγορα όλες τις  απογοητεύσεις, δεν εμβαθύνει,  δεν τον ποτίζουν μέχρι βαθιά τα συναισθήματα του, είναι κι αυτός ένας μηχανισμός αντίστασης, ο θεός  δεν αφήνει κανέναν έτσι, όλοι έχουν κάποιο όπλο ν αντέξουν και  να τα βγάλουν πέρα!

Αυτή δεν ήξερε τι απ όλα είχε, μπορεί και τίποτα, όμως έπρεπε να  συνεχίσει κάπως! Το καλοκαίρι  είχε μπει φορτσάτο, στα  μεγάλα εμπορικά  τα κλιματιστικά δούλευαν στο φουλ γουργουρίζοντας,  κουβέντες σέρβικες άκουγες  από παντού,  στα δοκιμαστήρια πόδια γυμνά  φαίνονταν κάτω απ τα  παραβάν. Στα πάρκινγκ  αναρριχώμενα κρέμονταν στους  στόχους απλώνοντας  τα πλοκάμια τους που έμοιαζαν με χέρια  αρπαχτικά,  ελιές έριχναν τη σκιά τους πάνω στο γρασίδι και στ'  άσπρα βότσαλα που είχαν σκορπίσει  στις ρίζες τους.  Απ τα μαγαζιά  γυναίκες  με γόνατα πληγωμένα έβγαιναν, λωρίδες είχαν  σχηματιστεί στο σώμα τους από τα  μαγιό που φορούσαν στις παραλίες,  δέματα τυλιγμένα με κορδέλες κόκκινες βαστούσαν  στα χέρια, σχέδια ζωγραφισμένα στα νύχια  των ποδιών  που έβγαιναν  μέσα από  διχαλωτές παντόφλες,  τα μαλλιά  έπεφταν  σα δαχτυλίδια στο  λαιμό τους.  Όπως έβγαινε απ τα καταστήματα το φως ήταν τόσο δυνατό που την τύφλωνε, μουσικές  και τραγούδια ακούγονταν στον αέρα,  τραγούδια  που δε σ αφήνουν να ησυχάσεις,  σου βγάζουν τα εσώψυχα,  μπορεί να μη μιλούν για  τίποτα  σπουδαίο,  να λένε για  βλακείες,  χαζά, ξενέρωτα,  αλλά  έχουν κάτι μελωδίες τρελές  που σε πάνε όπου να ναι, σε μέρη απ όπου δε μπορείς να γυρίσεις  με τίποτα, μια μελαγχολία την πλάκωνε τόσο βαριά που νόμιζε ότι θα πέθαινε!

Δεν ήθελε να χωρίσει, δεν το είχε προσχεδιάσει, έτσι προέκυψε! Καλά περνούσαν, τα καλοκαίρια πήγαιναν πάντα διακοπές στα Κουφονήσια,  είχαν ένα φίλο που τους  φιλοξενούσε,  βοηθούσαν στις δουλειές, αυτός έσκαβε  μ ένα κασμά βγάζοντας χώμα καφετί  και πέτρες άσπρες,  μια στέρνα τσιμεντένια  είχαν φτιάξει να μαζεύουν νερό βρόχινο, ένας μικρός λόφος είχε σχηματιστεί  δίπλα, τα παιδιά κάθονταν και τον χάζευαν τ απογεύματα. Στο χωρίο οι γριές τους έλεγαν καλημέρα όποτε τις συναντούσαν, άλλοτε πήγαιναν  με τα παιδιά   στις σπηλιές που υπήρχαν κάτω απ τα νησιά, όλο το μέρος ήταν τρύπιο  κι εκεί  κάποτε φώλιαζαν πειρατές μονόφθαλμοι. Στην Αμοργό από δίπλα πήγαιναν,  είχε λέει πάρει το όνομα της από μια ουσία πορφυρή με την οποία  έβαφαν  περίφημους χιτώνες στα παλιά τα  χρόνια χρησιμοποιώντας μια ουσία  από ένα φυτό  κοκκινωπό που φύτρωνε παντού στο νησί!

Δεν ήξερε αν θ άντεχε, ζορίζονταν, όλα είχαν πέσει απάνω της, το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά, οι μέρες  έμοιαζαν ατέλειωτες ! Η πόλη άδειαζε εντελώς τα  σαββατοκύριακα,  παλαβοί ζητιάνοι  τριγυρνούσαν  στα στενά φορώντας ρούχα χειμωνιάτικα μες το λιοπύρι,  σκύλοι κοιμόταν στα τσιμέντα σα πεθαμένοι, πουλιά παραδείσια  με μύτες κόκκινες  φτερούγιζαν μες τα κλουβάκια τους,  γέροι  ξεκούμπωναν τα πουκάμισα τους, γυναίκες σήκωναν τα φουστάνια τους να δροσιστούν!  Τα πρωινά  τύποι αγουροξυπνημένοι  κατέβαζαν  σακούλες μαύρες στους κάδους,  βροχές ξαφνικές έπιαναν  τ' απογεύματα, οι υδρορροές  πλημμύριζαν ξαφνικά από νερά που έτρεχαν με  μανία...

Και τελικά  πήρε την απόφαση και τον σούταρε, τον έστειλε, τον άφησε, τον εγκατέλειψε,  τον παράτησε όπως ήτανε  εκεί  στο μπαρ  κι ότι  ήθελε ας γίνονταν ! Δε μπορούσε να τον ανεχτεί άλλο,  έπρεπε να τελειώνει , οι συσχετισμοί είχαν αλλάξει , κι ούτε ήθελε πια καυγάδες και   φασαρίες , αυτός  δεν το περίμενε,  τη κοίταζε που έφευγε,  ήθελε κάτι να πει,  να εξηγήσει, να δικαιολογηθεί,  έκανε μια κίνηση, φάνηκε ότι θα την ακολουθούσε,  τελικά  έμεινε μόνος του σ εκείνο το ψηλό το κάθισμα...

Ένιωθε καλύτερα,  μπορούσε να ξεκολλήσει, να ησυχάσει,  αλλά  και πάλι δεν ήταν  σίγουρη, κάτι τη τραβούσε προς τα πίσω, της έλειπε, τον είχε συνηθίσει, τον ήθελε, δε μπορούσε να ξεχάσει! Το μπλουζάκι της είχε νοτίσει απ τον ιδρώτα,  από κάπου φυσούσε, μια φαγούρα αισθάνονταν  στα πόδια της, ξαφνικά  θυμήθηκε  κάποιο  καλοκαίρι  που  είχαν πάει  μαζί στο Βερολίνο!

Πολύ παλιά είχε γίνει αυτό, τότε που η πόλη ήταν ακόμα χωρισμένη στα δυο, μ ένα αεροπλάνο  κουβανέζικο   είχαν  ταξιδέψει, παντού έβλεπαν  φαντάρους  Αμερικάνους  με τις  στολές  τους που   έμπαιναν στην ανατολική περιοχή απ το σημείο  Charlie στη διασταύρωση Friedrichstraße, σ εκείνο ακριβώς το σημείο όπου  είχαν έρθει  πρόσωπο με πρόσωπο  σαλεύοντας τους πυργίσκους τανκς  σοβιετικά  κι αμερικάνικα  και κόντεψε να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος ! Σ εκείνο το σημείο ακριβώς   ένα παιδί που πήγε να περάσει  στην άλλη μεριά,  πυροβολήθηκε απ τους φρουρούς  κι έμεινε να αιμορραγεί  πάνω στα συρματοπλέγματα  χωρίς  κανένας να τολμά να το πλησιάσει μήπως πυροβοληθεί κι αυτός ! Κάμποσες μέρες  είχαν μείνει εκεί πέρα, ένα αμάξι είχαν νοικιάσει   να δουν την ύπαιθρο, γυρνούσαν  στην ενδοχώρα οδηγώντας  μέσα από κάτι γαλαρίες, νταλίκες τους προσπερνούσαν, σμήνη   καρφώνονταν πάνω στο παρμπρίζ τους,  ένα μεγάλο έντομο χρωματιστό   είχε σκάσει με ορμή  μπροστά στο τζάμι πιτσιλώντας όλο το μέρος, αυτός γελούσε, μακριά μαλλιά είχε τότε που ανέμιζαν όπως φυσούσε από το ανοιχτό παράθυρο...   




Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΕΣ

Για ένα  εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου  ένιωσε το χρόνο να παγώνει και προτού  το καταλάβει είχε καρφωθεί με ταχύτητα απίστευτη πάνω σ εκείνο το  δέντρο  που είχε φυτρώσει ακριβώς στη στροφή, δεν είχε καταλάβει πόσο γρήγορα πήγαινε  μέχρι  το τρομερό χτύπημα που κόντεψε να τον διαλύσει !

Απείχε λίγο απ το σπίτι  του όταν πήγε να πάρει τη  στροφή, πρέπει να οδηγούσε πιο γρήγορα  απ όσο έπρεπε και το αμάξι  δεν τον υπάκουσε, δοκίμασε να το γυρίσει, να φρενάρει αλλά δε γίνονταν !

Όλη νύχτα  γύριζε μαζί της, είχε  πιει, την είχε αφήσει  κάποια στιγμή κι επέστρεφε σπίτι μοναχό του, για κάποιο  λόγο αποφάσισε να πάρει  ένα δρόμο απ όπου δε πήγαινε ποτέ  ξημέρωνε, ένας  ήλιος  κόκκινος έβγαινε πίσω απ τα βουνά  , δε φορούσε ζώνη, το αμάξι που είχε αγοράσει  έμοιαζε διαστημικό  μ εκείνες τις διαστημικές αεροτομές του,  είχε ξοδέψει τ άντερα του γι αυτό, ήταν τόσο δυνατό τόσο όμορφο  που σου  έδινε την εντύπωση ότι ήταν άτρωτο, ότι μπορούσες   να κάνεις  ότι ήθελες,  να τρέξεις όσο γρήγορα σου έκανε κέφι,  να το αφήσεις  να πάει μόνο του!

Μιλούσε στο κινητό, το μέρος απ όπου περνούσε του φαίνονταν  ότι δεν το  είχε  ξαναδεί, γέφυρες μισογκρεμισμένες, στρατόπεδα εγκαταλειμμένα, ποτάμια γεμάτα βούρκο, καντίνες σμπαραλιασμένες,  στάσεις  λεωφορείων τρακαρισμένες, μια χαλαρότητα και μια  ζαλάδα ένιωθε, είχε την αίσθηση ότι  βρίσκονταν σ έναν άλλον κόσμο! Ο δρόμος είχε τόσες λακκούβες σ εκείνο το σημείο που δεν υπήρχε περίπτωση να μην κομματιάσει τις  αναρτήσεις  του,  μιλάμε δεν είχε  ξανανιώσει  τέτοιο ταρακούνημα! Στις άκρες των δρόμων  κεράσια γαλανά  πουλούσαν οι πλανόδιοι πρωί πρωί, μόνο γαλανά  δεν ήταν  βέβαια, προς το  διάφανο κιτρινοκόκκινο  έτειναν, ένα μπουκάλι  με νερό σήκωσε να πιει, πρόσεχε τις φυσαλίδες που σχηματίζονταν καθώς  αισθάνονταν  το λαρύγγι του ν’  ανεβοκατεβαίνει .  

Και τότε στουκάρισε πάνω στο δέντρο, το διαστημικό αμάξι τσαλακώθηκε σαν ήταν χάρτινο,  όταν τον έβγαλαν από κει μέσα κανείς δε περίμενε ότι θα ζούσε,  τη φωτογραφία την είχαν δημοσιεύσει κι οι εφημερίδες στο πρωτοσέλιδο τους, τις έχω κρατήσει!

 Γιατί δεν ήταν τυχαίος,  είχε  κέρδισε το λαχείο, κι όχι μια φορά ρε φίλε  αλλά  δυο, τη μια  φορά  είχε κερδίσει ένα εκατομμύριο ευρώ, την άλλη εξακόσια χιλιάρικα! Δεν το κυνηγούσε-   τη δεύτερη φορά τουλάχιστον-  απλά έγινε, υποτίθεται ότι αυτό είναι που θέλει  καθένας έτσι δεν είναι,  όλοι αυτό δεν ονειρεύονται,  ε λοιπόν αυτός το πέτυχε!

 Άλλαξε όλη η ζωή του, πήρε ένα κάρο δώρα σ όλους γύρω του,  τον είχαν φάει,  οι γκόμενες τον περιτριγύριζαν από παντού,  του την έπεφταν σα παλαβές,  κόντεψε να την ψωνίσει, απ το πουθενά  εμφανίστηκε κι εκείνη η βλαμμένη,  καλά πόσο τη κυνηγούσε  κάποτε,  πόσο την ήθελε,  τι παιχνίδι του είχε  παίξει,  πόσο ερωτευμένος  ήταν μαζί της, όλοι τον δούλευαν, κι όταν τον είχε  απορρίψει του είχε σαλέψει, ένα διάστημα έπαιρνε χάπια,  ένα φεγγάρι τον είχαν κλείσει και  στο ψυχιατρείο…

 Έκτοτε την είχε χάσει, τη ζητούσε και δε μπορούσε να τη βρει πουθενά- ευτυχώς!- και τώρα να την πάλι ρε φίλε  κουνιστή και λυγιστή σαν μην είχε συμβεί τίποτα, πως είχε το θράσος να εμφανίζεται  μπροστά του,   μα πόσο άτιμη ήταν μ εκείνη τη φωνή τη συρτή σα να βαριόταν, μια  αρμαθιά  από βραχιόλια  τυλιγμένα γύρω απ τον καρπό της, με  την αλοιφή που έβαζε  πάνω απ τα χείλη όπου είχε  ένα σημαδάκι,  την πλάτη της που την άφηνε ακάλυπτη,  τα μαύρα γυαλιά  κάτω απ τα οποία  δε μπορούσες να καταλάβεις   τι στο δαίμονα κοίταζε και τι σκέφτονταν,  το απαλό χνούδι που απλώνονταν στις παρειές της,  και πως φιλούσε ρε φίλε μ έναν τρόπο   κολλώντας στο στόμα τα χείλη της σα ρουφήχτρα έτοιμη να σε  καταπιεί!

Νόμιζε ότι την είχε ξεπεράσει  όμως  του φαίνονταν  κομψή και υπέροχη πάλι ακόμα  κι όταν φορούσε παντόφλες  καλοκαιρινές,  ότι  κι αν έβαζε πάνω της φαίνονταν  όμορφο και φυσικά ενέδωσε στο τέλος και γυρνούσε πάλι μαζί της κάθε βράδυ  μέχρι το χτύπημα… 

Έμεινε στο νοσοκομείο πολύ καιρό, έτσι όπως είχε γίνει έπρεπε να τον συναρμολογήσουν απ την αρχή,  είχε ξεχάσει πια πως είναι έξω κι εκείνη τη βλαμμένη  ούτε που τη σκέφτονταν πια,  πήγαινα  να τον δω μερικές φορές στη κλινική που του  είχαν,  καθόμασταν και  βλέπαμε  αμερικάνικο μπάσκετ στην καλωδιακή τηλεόραση που είχε εγκαταστήσει, όσο μιλούσε έστρεφε το βλέμμα στο πλάι  σα να κοίταζε όλη την ώρα  κάτι που εγώ  δε  μπορούσα  να δω…

Σαν βγήκε επιτέλους είχε αλλάξει, έγινε  πιο κλειστός, δεν του είχαν συμβεί και λίγα πράγματα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα,   τα είχε όλα και θα τα έχανε όλα, τόσο απλό ! Από κείνο  το πρωινό που είχε τρακάρει τον είχαν πιάσει τα μεταφυσικά,  ψάχνονταν, με κάτι παρέες περίεργες είχε μπλέξει, με κάτι τύπους που έψαχναν   για   χρυσό  όχι ότι  είχε ανάγκη  απλά τον  τραβούσαν τέτοια πράγματα, γυρνούσε  μαζί τους στα βουνά,  στα λαγκάδια και στις δρακολίμνες ψάχνοντας κασελάκια  με λίρες και τάφους ασύλητους  με κάτι μηχανήματα που τρελαίνονταν και χτυπούσαν παλαβά  γιατί  έβρισκαν παντού μέταλλα  ριγμένα  απ τον εμφύλιο!  Φωτογραφίες από κείνα  τα ταξίδια του πάνω σε βουνοκορφές  είχε τραβήξει, τον έδειχναν να περπατά  ανάμεσα σε χιόνια  και παγετώνες,  ένα  διάστημα  τους  φιλοξενούσε  μια οικογένεια βοσκών που έβγαζαν όλο το χειμώνα εκεί πάνω ποτίζοντας τα κοπάδια τους στη δρακολίμνη που υπήρχε γεμάτη με νερό κρυστάλλινο απ’  το χιόνια που  έλιωναν,  δίπλα σε μια κορφή που λέγανε ότι ισοπεδώθηκε με τους βομβαρδισμούς τόσο  τρομερούς που  το ύψος του βουνού είχε μειωθεί δυο  μέτρα !

Και τελικά εκεί που κανείς δε το περίμενε τα παράτησε όλα κι έγινε  καλόγερος, όλοι πάθανε πλάκα προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν μα  δεν άκουγε τίποτα, βρήκε έναν πύργο αρχαίο σε μια ερημιά  κι αποφάσισε ότι εκεί θα  έμενε πια για πάντα, αυτός ήταν ο προορισμός του!   

Λέγανε  ότι πρώτος είχε έρθει εκεί πέρα ένας αναχωρητής περίφημος με γένια μακριά σα σκοινιά,  κατόπι έφερε κι άλλους μαζί του για να χτίσουν  τον πύργο κι  άλλα οικήματα τριγύρω  και ξενώνες. Του άρεσε του αναχωρητή η τοποθεσία, φαίνονταν  τραχιά,  άβατη όμως  υπήρχε ένα ρέμα που κατέβαζε νερό γλυκό απ το βουνό  ψηλά, οι γκρεμοί γύρω  το προφύλαγαν  απ'  όλες τις  μεριές, η θάλασσα απλώνονταν μπροστά …

Όταν  πήγε αυτός στον πύργο  ένα σωρός μπάζα  ήτανε, δυο μοναχοί ερημίτες κατοικούσαν  εκεί πέρα  πριν απ αυτόν μα  δεν έκαναν τίποτα, δε σήκωναν ούτε πετραδάκι  από κάτω, το είχαν αφήσει να  ρημάξει  το μέρος εντελώς μιλάμε, τεμπέληδες, άχρηστοι, αχαΐρευτοι!  Με το που είδε εκείνο το χάλι τον έπιασε  μια  μανία  να τα φτιάξει όλα,  δούλεψε σα σκύλος, του άρεσε όμως, μπορούσε να περάσει  ώρες ατελείωτες δουλεύοντας  το καλοκαίρι ειδικά, δε βαριόταν ποτέ εκεί πέρα!
Πρώτα έφτιαξε τον  πύργο που ήταν ετοιμόρροπος και το πιο σημαντικό  κτίσμα,  μέσα του έτρεχαν να κρυφτούν  παλιά οι καλόγεροι  σαν  πλάκωναν τα πειρατικά   σκαρφαλώνοντας μέχρι ψηλά στις πολεμίστρες  αφού αμπάρωναν μ έναν  σύρτη πελώριο  τη χοντρή πόρτα του. Όταν  συμμάζεψε   κάπως τον πύργο  έπιασε το  παλιό ελαιοτριβείο   που είχε τα  μαύρα του τα χάλια, μοναχά τα τεράστια  άσπρα στρογγυλά   λιθάρια  που συνέθλιβαν τις ελιές είχαν απομείνει.  Έβγαλε σαβούρα άφθονη, δούλεψε μέρα νύχτα, καθάρισε,  έχτισε,  γκρέμισε, φώναξε ένα σωρό  μαστόρους,  το σουλούπωσε, τόκανε ωραίο! Κατόπι έπιασε να διορθώνει  τους ξενώνες, να μπορεί να δεχτεί  κάναν  άνθρωπο, έφτιαξε και μια ταράτσα  για να κάθεται και να κοιτά τη θάλασσα. Ύστερα στράφηκε  κατά την  πλαγιά που απλώνονταν πιο πέρα σε μια μεριά,  φύτεψε κλίματα, έψαξε ποικιλίες χαμένες,  έσκαψε, ξεχορτάριασε, σβάρνισε, φρεζάρισε, διάβασε βιβλία που έλεγαν για τον εμπλουτισμό του χώματος με κάτι κόλπα, σακατεύτηκε αλλά τελικά  έφτιαξε ολόκληρο αμπελώνα που απλώνονταν σ ολόκληρη τη πλαγιά ! 

Τ απογεύματα καθόταν στη μικρή ταράτσα που είχε κατασκευάσει κι αγνάντευε τη θάλασσα, κάποιο  βράδυ  ήθελε  να πάει σ ένα  κελί γειτονικό να δει έναν φίλο του,  χιόνιζε δε μπορούσε να βρει το μονοπάτι,  κόντεψε να τσακιστεί στο κακοτράχαλο στρατί,  δεν έβλεπε  τη τύφλα του δε  μπορούσε να γυρίσει πίσω τελικά  την είχε βγάλει σ ένα  εκκλησάκι όλη νύχτα τουρτουρίζοντας μ ε μόνη συντροφιά το φως από ένα καντηλάκι ενώ ο αέρας  χαλούσε το κόσμο έξω. τις Κυριακές   πήγαινε σ ένα  μοναστήρι κοντινό να εκκλησιαστεί και να μιλήσει με κάναν  άνθρωπο, χάζευε εκεί κάτι παιδιά  άγουρα με γένια λιγοστά που  έπλεναν  το πρόσωπο τους σε μια κρήνη  κάτω από   θεόρατες κολώνες,  μαρμάρινες που θύμιζαν εκείνες  που γκρέμισε ο Σαμψών, γέροντες με φρύδια σμιχτά,  συνοφρυωμένοι κι αγριωποί   τον  κοίταζαν, δε τον πήγαιναν,  τι ήθελε τούτος σκέφτονταν,  όπως τον παρατηρούσαν η όψη τους ήταν τέτοια ώστε  έλεγες  πως αν  άνοιγαν  το στόμα θα του έριχναν  μια τέτοια  κατάρα  που  δε θα μπορούσε  να συνέλθει σ ολόκληρη  τη ζωή του! 

Στις αρχές του καλοκαιριού επισκέπτονταν μια  σπηλιά περίφημη που υπήρχε εκεί κοντά, ήταν  πολύ βαθιά,  χιλιόμετρα ολόκληρα μέσα στα βράχια  και στο χώμα, στους τοίχους της  είχαν ανακαλύψει  σχέδια,  ζωγραφιές, μια φλογέρα από κόκαλο ζώου. Έψαξε και βρήκε  βιβλία για κείνη την εποχή των μεταναστεύσεων όταν οι πληθυσμοί  έρχονταν απ όλα τα μήκη και τα πλάτη  προ τα κει όπου βέβαια  θα υπήρχε κυνήγι μπόλικο να σκοτώσουν, το τοπίο πρέπει να ήτανε αλλιώτικο τότε, οι  εκτάσεις γεμάτες χορτάρι που σείονταν στον άνεμο, βίσονες κι άλογα  άγρια θα έβοσκαν αμέριμνα  έχοντας  κατέβει απ το βορρά  κυνηγημένα από λιοντάρια κι άλλους θηρευτές τρομαχτικούς. 

Του είχε φανεί σπουδαίο που διάλεξε εκείνο το μέρος όπου  είχαν βρει τόσα πράγματα κι όπου είχαν  γίνει  μάχες σπουδαίες  στον ανταρτοπόλεμο, μπορούσες ακόμα να δεις τα αμπριά  και τα καταφύγια που είχαν σκάψει στο χώμα, υπήρχε , οι αντάρτες  είχαν κάνει νοσοκομείο  την περίφημη σπηλιά, εκεί μέσα έβαζαν τους τραυματίες τους  ώσπου την ανακάλυψαν  οι άλλοι κι  έβαλαν φωτιά ρίχνοντας  βόμβες εμπρηστικές, Ναπάλμ, πρώτη  φορά λέει  εκεί πέρα  τις είχαν  χρησιμοποιήσει πριν απ την Κορέα  και το Βιετνάμ, φαντάσου τώρα να είσαι τραυματίας  σ εκείνο το μέρος  κι οι φλόγες να τρέχουν μες τις στοές! Μερικές βραδιές του φαίνονταν  ότι άκουγε τις  φωνές  αυτών που είχαν  θαφτεί  εκεί μέσα κάποτε,  ξυπνούσε   κι ήθελε να τρέξει  κατά κει μήπως  προλάβει να σώσει κάποιον!  

Ένα μεσημέρι κίνησε κατά κει, είχε δροσιά για καλοκαίρι,  ο  ήλιος  έβγαινε άλλοτε κρύβονταν κι άλλοτε  έβγαινε  πίσω απ  τα σύννεφα οργώνοντας τον ουρανό με το πύρινο πέρασμα του ενώ  οι  αχτίνες του πυροβολούσαν  με δεσμίδες φωτεινές το στερέωμα.  Δεκοχτούρες με μαύρα δαχτυλίδια γύρω απ τον αυχένα  έσκυβαν να πιουν νερό από κάτι  λακκούβες,   χελιδόνια φτερούγιζαν μαζεύοντας λάσπη με το ράμφος τους κι άλλα  πετούσαν οριζόντια με  τη γη  σαν την  εξερευνούσαν. Στη σπηλιά μέσα  ησυχία τέλεια επικρατούσε, οι  σκιές έπαιζαν παιχνίδια πάνω στις πέτρες, όπως στέκονταν στο κέντρο μιας ψηλής γαλαρίας  μπορούσε να φανταστεί   ανθρώπους  καθισμένους  γύρω απ  τη φωτιά να  μιλούν στην παράξενη  γλώσσα τους  λέγοντας  ιστορίες  για το κυνήγι της μέρας που πέρασε,  κάποιος έπαιζε έναν σκοπό  μυστήριο σα σφύριγμα  που αντιλαλούσε  καθώς οι  σταγόνες του νερού έπεφταν απ τα τοιχώματα της οροφής.

Του ήρθε έτσι στα κουτουρού να προχωρήσει πιο βαθιά, πολλές φορές το είχε σκεφτεί, ένα φακό είχε μαζί του όλο κι όλο,''Θα κινήσω κι όπου με βγάλει!''  είπε.  Περπάτησε μέσα από περάσματα στενά, σύρθηκε  πάνω από χαλίκια και πέτρες ψάχνοντας διέξοδο, κάποιες στιγμές  ήταν σίγουρος ότι εκεί μέσα θ άφηνε  τα κοκαλάκια  του! Θα πρέπει να του πήρε ώρες πολλές, δεν ήταν σίγουρος προς πιο κατεύθυνση πήγαινε, η ανάσα του κόβονταν όμως δε μπορούσε να τα παρατήσει πλέον, κάποτε ένιωσε ένα δροσερό αεράκι φρέσκο να τον χτυπά στο πρόσωπο,  σύρθηκε για μια φορά τελευταία φορά φτύνοντας  χώμα απ το στόμα του, το σώμα του είχε  γεμίσει πληγές και γρατζουνίσματα και τελικά βγήκε που  νομίζεις ρε φίλε ;  

Βγήκε  στη κορφή του βουνού, το τοπίο ήταν εκπληκτικό,  ένα χαλί καταπράσινο από χορτάρι μαλακό απλώνονταν,  μπαλώματα χιονιού υπήρχαν παντού,  αγριολούλουδα ανάμεσα σ'  αγκάθια φύτρωναν,  ένα κορμός ξεραμένος χτυπημένος από κάποιο  κεραυνό και πιο πέρα αν έχεις το θεό σου μια λίμνη με νερό κρυστάλλινο όπου αντικατοπτρίζονταν ο ουρανός και τα χιόνια και τ αγκάθια και τα λουλούδια  κι ότι υπήρχε γύρω. 



   





ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...