Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

BΕΝΖΙΝΗ

Κάποιοι λένε ότι θα πέσει πείνα και συγκεντρώνουν τρόφιμα όπως έκαναν κάτι γέροι στο χωριό μου που μάζευαν σακιά με αλεύρι και τενεκέδες με λάδι κι άλλα φαγώσιμα σ' ένα κελάρι μυστικό , υπόγειο. Στην Τσιμισκή κάτι τύποι  με κοστούμια φωνάζουν και βρίζουν μιλώντας στα κινητά, στα γραφεία άνθρωποι καταρέουν πάνω στα χαρτιά τους εξαντλημένοι κι ένα μαγαζί πέτρινο, καταραμένο κάπου κοντά στη Δωδεκανήσσου δε λέει να σταυρώσει ενοικιαστή. Γυναίκες οδηγούν αμάξια μεγάλα σαν άρματα, είναι μακιγιαρισμένες άψογα και φορούν γυαλιά μαύρα όπου μπορείς να τσακίσεις το βλέμα σου αν τυχει και τις κοιτάξεις. Στις εισόδους των τραπεζών κάτι κλουβιά που φοβάμαι ότι δεν θα ανοίξουν και θα με κρατήσουν στα σαγόνια τους κάποια στιγμή, στα ταμεία τα χαρτονομίσματα στοίβες και μια γυναίκα χτυπά με δύναμη τα ρέστα πάνω στον πάγκο.  Σ' ένα αστυνομικό τμήμα κάποιοι ψάχνουν ένα πορτοφόλι κλεμένο. Διάδρομοι στρωμένοι με μωσαικό , τοίχοι βρώμικοι, κάποιος που θέλω να αποφύγω οπωσδήποτε και κάπου στη γωνία πρέπει να βρίσκονται τα όπλα όπως στο στρατό. Στο δρόμο μια ξανθιά μ' ένα σακίδιο - μακριά απ' αυτήν-τύποι χοντροί τρέχουν να μαζέψουν τα διπλοπαρκαρισμένα  αυτοκίνητλα τους, κάποιοι άλλοι τους βρίζουν , ένας ζητιάνος τυλιγμένος μ' ένα σεντόνι στέκεται κάπου στην Ερμού και μια γριά έχει ένα πρόσωπο τόσο χαραγμένο σα να πρόκειται να τεμαχιστεί. Μέσα στα αστικά κάποιος φοβάται να καθήσει μπροστά σ' ένα γυάλινο χώρισμα από τότε που έσπασε σε ένα άλλο αστικό και τα κρυσταλλάκια σκόρπισαν πάνω του με δύναμη. Ο φωτεινός πίνακας τάχει παίξει και δείχνει αριθμούς και σύμβολα σαν ιερογλυφικά ακατανόητα. Τα αμορτισέρ έχουν γίνει σμπαράλια και μας τραντάζουν σε κάθε λακούβα. Τα βράδια γήπεδα μπάσκετ φωτισμένα κι έρημα,  σκοτεινοί διάδρομοι στο Ιπποκράτειο,περιπτεράδες ξενυχτισμένοι κρατούν από τα ρέστα σου για την ταλαιπωρία που τραβούν όλη νυχτα, ένα πρεζόνι περνά σα χαμένο ανάμεσα στα αυτοκίνητα κοιτάζοντας ψηλά προς  μια εκκλησία και κάνοντας το σταυρό του. Βενζίνη έχει πέσει στα πάτωμα του αστικού σαν κάποιος να θέλει να μας κάψει, τα παράθυρα ανοίγουν γιατί η μυρωδιά είναι ανυπόφορη και μπορείς να δεις το φεγγάρι από το οποίο έχει απομείνει μια κυρτή άσπρη γραμή.  Στα κομωτήρια γυναίκες με αλουμινόχαρτα στο κεφάλι σα να πρόκειται να μπουν στο φούρνο και σ ένα άλλο μέρος ένα κορίτσι που φορά ένα γιλέκο πράσινο, μαλακό, βελούδινο με κοιτά με κάτι μάτια σα χάντρες γαλάζιες. Ένα τηλέφωνο χτυπά κι έχει για σήμα ένα τραγούδι παλιό'' η αγάπη αυτή με πεθαίνει ''. Όντως. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...