Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΦΡΥΓΙΚΗ ΤΕΦΡΑ

''Εν ταίς Ηλεκτρίσι νήσοις, αι κείνται εν τώ μυχώ του Αδρίου, δύο αδριάντας ανακειμένους, τον μεν κασσιτέρινον τον δε χαλκούν ειργασμένους τον αρχαίον τρόπον.  λέγεται δέ τούτους του Δαιδάλου είναι έργα,   υπόμνημα τών πάλαι,   ότε Μίνω φεύγων εκ Σικελίας και Κρήτης εις τούτους  τούς τόπους παρέβαλε. ''

Αριστοτέλης ‘’Περι θαυμασίων ακουσμάτων’’. 81, 24-29.


Bόλτα στη πόλη βγαίνει ο γέρο δήμαρχος μας να επιθεωρήσει  τι γίνεται ως αρμόδιος γαρ.  Τον βλέπουμε να περνά κάπου στη Κορομηλά καθώς  σερβιτόρες πονηρές προσπαθούν να μας πασάρουν λεμονάδες σπιτικές  υποτίθεται  μ ένα φυλλαράκι δυόσμου να επιπλέει στην επιφάνεια του ποτηριού.   Φορτηγά ξεφορτώνουν τελάρα με  ρόδια και πορτοκάλια, φλαμουριές μοσχοβολούν στα στενά όπως έχουν  ανθίσει κατά το τέλος της άνοιξης,  ζητιάνοι επιθετικοί  με μια λωρίδα από τατουάζ χαραγμένη στο μπράτσο  βγαίνουν  από ένα μέρος που έχει    μπλοκαριστεί με σιδεριές και κλειδαριές, ποιος ξέρει τι γίνονταν τη νύχτα εκεί πέρα.   Στα φαρμακεία  πουλούν προϊόντα ενυδάτωσης κι αναζωογόνησης της επιδερμίδας,  εκχυλίσματα μαύρης πεύκης που ξαναδίνουν  δροσιά στο κουρασμένο  δέρμα, χυμό αγριοτριανταφυλλιάς  κι άνθη της ερήμου που ξαναφέρνουν  ζωντάνια  στις γυναίκες που     βλέπουν το χρόνο να τις χτυπά αλύπητα την ώρα που οι άντρες αντιστέκονται.  Ντοκιμαντέρ σε κάποιες  οθόνες  δείχνουν   σκηνές από πάγους κι  ωκεανούς βαθιούς και θάλασσες τροπικές και βουνά  χιονισμένα …

Γρανίτες παγωμένες και μηχανές παγωτού,  αγροτικά περνούν με γυφτάκια στις καρότσες  τους ανάμεσα  σε κεράσια και φράουλες,  κοπέλες γεμίζουν με νερά τα ποτήρια από κανάτες μπρούτζινες,  γυναίκες  καθισμένες σε καρέκλες αναπαυτικές με μπράτσα μελανιασμένα σα να τις είχε αρπάξει  βίαια κάποιος,   φανελάκια άσπρα φορούν με  σχέδια από παγόνια και πουλιά,   μικροί ρόμβοι γαλάζιοι  σα διαμαντάκια μικρούτσικα καρφωμένοι στα νύχια τους ,  δαχτυλίδια περασμένα στον αντίχειρα, πόδια μακριά, λεπτά,  μαυρισμένα,  θυμίζουν γαζέλες νεαρές,  βραχιόλια τυλιγμένα στον καρπό,  τζιν με στρας κολλημένα σε σχήματα παραλληλόγραμμα…  .  

Ανάθεμα με   κι αν  ο δήμαρχος έχει  ιδέα τι στο δαίμονα συμβαίνει στη πόλη  του, τα παιδιά που έχουν  καταστήματα στο κέντρο τον βρίζουν όλη την ώρα, είναι καλός για κόλπα επικοινωνιακά κι αηδίες αυτού του είδους, και τρικ της κακιάς ώρας για την ευρωπαϊκή και τη σύγχρονη πόλη,  για παρελάσεις ομοφυλοφίλων κι άλλες τέτοιες εξυπνάδες,  σα να  λύθηκαν όλα τ’  άλλα κι απόμεινε αυτό τώρα να μας βασανίζει, ότι νάναι  γίνεται.  

Ένα συνονθύλευμα παρδαλό τριγύρω , μαύροι προκλητικοί κι Αλβανοί και Πακιστανοί και Γεωργιανοί  ξεχαρβαλωμένοι που κείτονται στο πεζοδρόμιο και δε ξέρεις αν  είναι ζωντανοί η πεθαμένοι, ναρκομανείς  μισοπεθαμένοι   στα παγκάκια των στάσεων,    κανείς δεν ασχολείται , όλοι περνούν από δίπλα αδιάφορα σα να μη συμβαίνει  τίποτα,  σα να γίνονται όλα αυτά  κάπου αλλού. Το βράδυ  στα στέκια του κέντρου  ουσίες περίεργες κυκλοφορούν ,  πάρκα  ρημαγμένα, σμπαραλιασμένα, αποξηραμένα,  όπως πιάνουν οι ζέστες δε πρόκειται να μείνει τίποτα. Φρένα στριγγλίζουν στις διαβάσεις, συνθήματα  απειλητικά στους τοίχους, η άσφαλτος αρχίζει να λιώνει όπως ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες,  . Σε μια  πολυκατοικία  ένας  χαπακωμένος έχει γκρεμίσει μια  πόρτα  ψάχνοντας κάποια γυναίκα, αυτοί που είναι μέσα τα  έχουν δει όλα  μέχρι να καταλάβει ο παλαβός  ότι έκανε λάθος όροφο,  παράθυρα και μπαλκονόπορτες ανοίγουν να μπει αέρας , διαρρήκτες κι άλλοι μυστήριοι εισβάλουν ,  στους δρόμους τα μεσάνυχτα ακούγονται  φωνές και πυροβολισμοί, σιγά μη νοιαστεί κανείς, σιγά μη χαλάσουν τον ύπνο τους  το μακάριο. 

Η  ατμόσφαιρα θολώνει  στο ξεκίνημα του καλοκαιριού,   οι ορίζοντες ανοίγουν και το φως ξεχύνεται ασυγκράτητο απ όλες τις κατευθύνσεις , θες  να φύγεις  μακριά όσο γίνεται  προς όλες τις  διευθύνσεις του ορίζοντα. Η θάλασσα  απλώνεται  στην ευθεία και λίγο χαμηλότερα,  γερανοί του μετρό περνούν πάνω απ τα κεφάλια στριφογυρίζοντας,    μουσικές δυνατές στα καλοκαιρινά μαγαζιά, πίσω από πάγκους κορίτσια παίρνουν πόζες σε στάση προφίλ και ανφάς, κι άλλα στέκονται όρθια στις εισόδους, κι άλλα γονατίζουν στις βιτρίνες τοποθετώντας αντικείμενα που γυαλίζουν. 

Αεράκι δροσερό φυσά στις στοές στο Καπάνι  ανάμεσα στους πάγκους με τα ψάρια και τον πάγο που έχουν σκορπίσει για να τα κρατά ζωντανά, μηχανές της αστυνομίας παρκαρισμένες στη Τσιμισκή,    στους ασύρματους  βουίζουν  ειδοποιήσεις για κλοπές  κι επιθέσεις και βιαιοπραγίες δυτικά κατά τον Εύοσμο και κατά  την Ιωνία,  κατά  το Κορδελιό,   και  κατά  το Δενδροπόταμο, φρένα στριγκλίζουν  μπροστά στις διαβάσεις ,  ντελιβεράδες πανικόβλητοι μπαίνουν  σα διάβολοι  στο αντίθετο ρεύμα  για να  κόψουν δρόμο.   Στα γυράδικα τύποι ιδρωμένοι ακονίζουν  μαχαίρια τεράστια,  γριές με νύχια βαμμένα περνούν απ το πεζοδρόμιο,  μια φασαρία ακούγεται  από κάπου κι όλοι τρέχουν να δουν τι γίνεται  κατά κει, δυο μεθυσμένοι έχουν  αρπαχτεί άγρια και παλεύουν   να τους χωρίσουν,  ένας τεράστιος είναι έξαλλος,  γυαλιά  σπασμένα παντού  τριγύρω.. .

Όλοι εναντίον  όλων  σ αυτή τη πόλη, ταξιτζήδες σκοτώνονται με οδηγούς λεωφορείων,   χριστιανοί κατά άθεων, νομοταγείς ενάντια σ αντικομφορμιστές, γυναίκες εναντίον  ανδρών,  δεξιοί θέλουν να φάνε τους αριστερούς  και  τούμπαλιν , ο δήμαρχος αραχτός στο διαμερισματάκι  του στη παραλία κοντά δεκάρα δε δίνει, σιγά μην ιδρώνει τ αυτάκι του, μας δουλεύει υποτιμά τη νοημοσύνη μας,  αμολά μπαρούφες   τις οποίες κάποιοι πεθαίνουν ν ακούν   για   καύσεις νεκρών  και για  μετονομασίες οδών,  ελίσσεται  σα σβούρα, (εντάξει είναι καλός σ  αυτό το άθλημα ),  αλλά ουσία μηδέν, αποτέλεσμα τίποτα.

 Στα  φαστφουντάδικα  φραπέδες πίνουν στα όρθια,   παγάκια άφθονα μες το πλαστικό ποτηράκι ,  κάποιος μιλά για τη Φραγκφούρτη,  αυτή είναι πόλη, η οικονομική καρδιά της Ευρώπης, με το χρηματιστήριο κι όλα τα παραλειπόμενα, πολύ ωραία  λέει απλωμένη στις δυο όχθες του Ρήνου, πράσινη…

Φασαρίες  ξεσπούν όλη την ώρα έξω απ τα γήπεδα, οπαδοί σαλταρισμένοι θέλουν να ξεσπάσουν κάπου τα βίαια ένστικτά τους, τσακώνονται ,πλακώνονται, πετούν ο ένας στον άλλο ότι μπορείς να φανταστείς, λεηλατούν περίπτερα, κλέβουν νερά και σοκολάτες.  Κάπου  λέει  υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ που φαλίρισε, τη νύχτα φιγούρες σκοτεινές μπουκάρουν από παντού να αρπάξουν ότι  προλάβουν από ράφια και ψυγεία χωρίς κανείς να τους σταματά,  μερικοί πάλι  δεν αντέχουν όλη αυτή τη πίεση , βουτάνε στο Θερμαϊκό περαστικοί βουτούν να τους βγάλουν,  που να βάλεις τάξη σ αυτό το χάος.

Το καλοκαίρι προμηνύεται ζόρικο,  οι ειδήσεις λένε για σεισμούς στη Λήμνο και στο ρήγμα της Ανατολίας  και στην τάφρο του βορείου αιγαίου όπου όλα χάνονται μέσα σ εκείνη τη τρομερή κατωφέρεια,  για σεισμούς κι εκρήξεις ηφαιστείων ανά την υφήλιο. Πολλοί   θα ήθελαν να  φύγουν  για κάπου,  όπου νάναι μόνο να φύγουν από δω πέρα ,  θάθελαν να πάνε διακοπές σε μέρη όπου έζησαν τις καλύτερες στιγμές  της ζωής τους, σ  ακρογιαλιές με βότσαλα σ όλα τα χρώματα, βότσαλα τόσο όμορφα  που δεν έχει δει κανένας τέτοια  ούτε πρόκειται να δει ξανά  κατά πως λένε , εκεί   όπου η  άμμος χρυσίζει στον πάτο δυο οργιές πιο χαμηλά απ την επιφάνεια,  σε μέρη με  λίμνες που έχουν βάθος ασύγκριτο  και ποτάμια τόσο καθαρά που δεν το πιστεύεις. Εκεί  όπου τα δέντρα κρέμονται μέχρι χαμηλά   αλλά  δεν υπάρχει  ούτε ένα φυλλαράκι να επιπλέει κι αναρωτιέσαι πως στο καλό γίνεται αυτό.  Εκεί που λένε ότι αν είσαι τυχερός  μπορεί  να δεις κομμάτια από χρυσάφι  ατόφιο να βγαίνουν στην αμμουδιά,  σε μέρη όπου τα νερά αλλάζουν χρώμα  ανάλογα με την ώρα και την ατμόσφαιρα και  γίνονται πότε γαλάζια και βαθυκύανα,  πότε σκοτεινά σα τον ουρανό που προμηνύει καταιγίδα πότε  κοκκινωπά όταν ο ήλιος γέρνει κατά τη δύση...

Το πρωί  αγουροξυπνημένοι ξεκινούν για  τις δουλειές τους,  ανοίγουν   μαγαζιά κι  άλλοι βγάζουν βόλτα το σκύλο τους, νοσοκόμες σχολούν από βάρδιες νυχτερινές και σέρνονται κατά σπίτια τους,  στα ενεχυροδανειστήρια αγοράζουν κοσμήματα χρυσά και ρολόγια και δόντια και σαγόνια ολόκληρα ,  πιτσιρικάδες φιλιούνται στις γωνιές μπερδεύοντας σα φίδια τις γλώσσες τους,  στο Ναυαρίνο τους βλέπεις  να γαζώνουν σχέδια  περίεργα στο δέρμα τους,  καθαριστές σκουπίζουν χαρτιά και φύλλα κι ότι μαζεύει ο αέρας  σ  αυτή τη βρώμικη πόλη.

 Τα  σαββατοκύριακα μαμάδες  τρώνε κρουασάν και πίνουν  χυμούς μπροστά στους παιδικούς σταθμούς  καθώς  τα μικρά  τους απογειώνονται  πάνω σε τραμπολίνο,    γάτες πληγωμένες από μάχες νυχτερινές πλησιάζουν σημεία  όπου κάποιοι έχουν αφήσει τροφή,  περιστέρια  σαν ιπτάμενοι αρουραίοι πάνε κι έρχονται γύρω απ τη Καμάρα, κοπάδια  από κοράκια κουρνιάζουν πάνω στις κεραίες των ψηλών κτηρίων σα να μας κατοπτεύουν.

 Στη παραλία τα κύματα σκάνε αέναα αφρίζοντας πάνω από μαύρα όστρακα  κολλημένα στα τσιμέντα που έχουν γίνει πράσινα πια, στα κάστρα τουρίστες αναπαύονται κάτω απ τη σκιά των τειχών, γάμοι και βαφτίσεις  στα εκκλησάκια, στον Άγιο Δημήτριο ρωσίδες σταυρώνουν τα χέρια στο στήθος  όπως πλησιάζουν για  να κοινωνήσουν,  βροχές πιάνουν όλη την ώρα, ποτάμια σχηματίζονται,  φρεάτια βουλώνουν συνέχεια  απ τα φύλλα και τα σκουπίδια , νερά  κατεβαίνουν με ορμή απ την Άνω Πόλη, εκεί  στην Εθνικής Αμύνης καθόμαστε  κάτω από μπαλκόνια και κοιτάμε  στην άκρη του δρόμου το θέαμα  ….

Χρειαζόμαστε  διακοπές σε μέρη παράξενα κι ασυνήθιστα, εντελώς διαφορετικά απ  αυτή τη σάπια  πόλη και το δήμαρχο της ,  σε μέρη για τα οποία έχουν ακούσει πράγματα θαυμαστά κι απίθανα, εκεί όπου  λένε ότι  οι αρχαίοι βασιλιάδες  έθαψαν έναν καιρό χρυσάφι που δεν είχε κοπεί ακόμα  μέσα  σε τέσσερα χάσματα. Εκεί όπου τα ηφαίστεια προσφέρουν τέτοιο θέαμα που δεν μπορείς να το αφηγηθείς, εκέι όπου η βροχή ξεθάβει μέταλλα πολύτιμα, κι όταν καίγονται τα δάση το ασήμι ρέει  μέσα απ τα έγκατα της γης.  Σε μεταλλεία κατά την ανατολή όπου μπορείς να βρεις φάρμακο για τις αρρώστιες  των ματιών από  τέφρα φρυγική, εκεί όπου μπορείς να δεις αγάλματα δουλεμένα με τον παλιό τρόπο που κατασκευάστηκαν την εποχή  του Δαίδαλου απ το φημισμένο τεχνίτη,  κοντά στο μέρος όπου γκρεμίστηκε ο Φαέθωνας κεραυνοβολημένος απ τον ήλιο  κι εκεί φυτρώνουν λεύκες  που ήταν κάποτε οι αδελφές του και μαράζωσαν και μεταμορφώθηκαν... 

 Εκεί όπου νερά υπόγεια  αναβλύζουν  από περάσματα αόρατα,  γύρω  σπηλιές με  λουλούδια  που  ανθίζουν  όλο το χρόνο,  όλος ο τόπος μοσχοβολά  ως πέρα μακριά   οι  περιπατητές αναπνέουν τη πιο γλυκιά μυρουδιά. Βουνά   παράξενα υψώνονται  και  τα σκυλιά των κυνηγών φοβούνται να πλησιάσουν ένα σωρό μύθοι  ακούγονται γι αυτά,   στις   εκβολές  των ποταμών  έχουν σχηματιστεί νησάκια γεμάτα βλάστηση και πουλιά και ψάρια, μέρη όπου  κάποτε έπλευσαν οι φοίνικες και ξεφόρτωσαν τις πραμάτειες τους για να πληρωθούν σε ασήμι τόσο πολύ που δεν μπορούσε να το σηκώσει το καράβι τους,  σε νησιά όπου οι θάλασσες που έρχονται από κατευθύνσεις  διαφορετικές συγκρούονται τόσο σφοδρά που ο ήχος είναι  απίστευτος και το θέαμα  τρομερό στην όψη  ενώ  το νερό που  ανακατεύεται  παίρνει ότι χρώμα μπορείς   να φανταστείς,   σε μέρη όπου  σηκώνεις  το κεφάλι για ν αντικρίσεις  αγάλματα αστραφτερά,  λαμπρά  που έχουν στηθεί απ τα πολύ παλιά χρόνια,  αχ ας μπορούσαμε κατά κει να βρεθούμε!







Τρίτη 20 Μαΐου 2014

ΣΙΔΗΡΕΣ ΠΥΛΕΣ



'' Δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα εδώ πέρα!'' του είπε εκείνο το τσογλάνι κι   ήθελε να  το πνίξει, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι,   όμως  το μέρος έμοιαζε ιδανικό  για να αποθέσει τον πατέρα του όσο ήταν ακόμα ζωντανός  στην τελευταία του κατοικία σ  αυτόν το κόσμο .

Θα μπορούσες  κάλλιστα  να πας διακοπές  εκεί πέρα, μπορούσες να δεις όλη τη πεδιάδα απλωμένη μπροστά σου στη διάφανη ατμόσφαιρα του τέλους της άνοιξης. Αεροπλάνα κατέβαιναν κι απογειώνονταν στο αεροδρόμιο κάπου δυτικά,  χωριά σφηνωμένα  στα γύρω υψώματα, χορτάρια πρασίνιζαν στο φρύδι ενός λόφου, μια πισίνα υπήρχε στην αυλή όπου πουλιά έπιναν νερό κι έβρεχαν τις φτερούγες τους , το γρασίδι ήταν φρεσκοκομμένο,  τα λουλούδια ανέδυαν ένα άρωμα  υπέροχο, ένας κηπουρός  έκοβε  μ ένα  αλυσοπρίονο  τα κλαδιά  ενός θάμνου δίνοντας του σχήμα στρογγυλό.   Στο μονόκλινο ένα στρώμα τεράστιο, ανατομικό, μαξιλάρια μαλακά, στο σαλόνι  ένας χώρος κυκλικός,  κάτι φυτά εξωτικά κρεμούσαν τα κλαδιά τους απ τον πρώτο όροφο, στη κουζίνα ένα τεράστιο κλουβί μ ένα παπαγαλάκι που ορμούσε καταπάνω σου αν άπλωνες το δάχτυλο στα κάγκελα που τόκλειναν εκεί μέσα. Μια γυναίκα έκοβε σ ένα πάγκο μ ένα μαχαίρι τεράστιο πορτοκάλια και μήλα,   φρουτοσαλάτες με μέλι και ξηρούς καρπούς και γιαούρτι σερβίρανε,  στη σάλα επισκέψεων ένα ενυδρείο ,   φυσαλίδες ανέβαιναν όλη την ώρα από μεριές διάφορες  κι έσκαγαν στην επιφάνεια του γυάλινου κιβωτίου .

Είχε  χαλάσει το κόσμο, είχε ρωτήσει παντού,  είχε παρακαλέσει, δεν ήθελε να τον βγάλει απ το σπίτι. Παλιά τους είχαν τους γέρους μαζί  μέχρι να πεθάνουν κι αυτό ήταν πιο λογικό,  τα μικρά παιδιά  τους γνώριζαν,  είχαν παραστάσεις απ τις περασμένες γενιές, εξασφαλίζονταν μια συνέχεια, δημιουργούνταν ένας ιστός, ένα υπόβαθρο όπου μπορούσες να χτίσεις αν υπήρχε σωστή διαχείριση απ τους υπεύθυνους της οικογένειας, μπορούσες να βασιστείς κάπου, να κανείς πράγματα διάφορα. Υπήρχαν και στραβά, ο καθένας ανακατεύονταν εκεί που δεν έπρεπε,  αυτοί που είχαν την εξουσία μπορούσαν να σε καταδικάσουν με μια απόφαση  τους,  να σε θάψουν, να σε σβήσουν ολοσχερώς κι ολότελα,   όμως  το όλο σύστημα ήταν πιο ανθρώπινο. Τώρα τους παρατούν,  τους ξεχνούν στα ιδρύματα τα εξειδικευμένα,   κανείς δε νοιάζεται, αλλά ο άλλος  έχει  μια ιστορία, έχει προσφέρει,  έχει δουλέψει, έχει αναστήσει παιδιά, πολλά παιδιά, δε μπορείς να τον παρατάς έτσι όπως γίνεται έξω στις άλλες χώρες,  αν γίνεται τώρα αυτό φαντάσου τις επόμενες γενιές,  θα τους αφήνουν στο δρόμο να περάσει κάποιος να τους μαζέψει. Βέβαια    δε μπορείς να κάνεις και πολλά,  δε μπορείς ν αλλάξεις τη πορεία που έχουν πάρει όλα, απλά παλεύεις να σώσεις ότι μπορείς, ότι περνά απ το χέρι σου ...

Στάθηκε μια στιγμή να δει όλα εκείνα τα ψάρια τα παράξενα, μερικά είχαν κάτι βούλες στα πλευρά τους κι άλλα σε χρώμα κατακόκκινο τον κοίταζαν περίεργα, ένα απ αυτά είχε σταθεί σε μια στάση κατακόρυφη σα να αιωρούνταν στο κενό, ένα άλλο με κάτι μάτια σ ένα  σημείο του σώματος του  που δε θα το περίμενες σκάλιζε  με τα πτερύγια του τα χαλίκια στον πάτο της μικρής δεξαμενής.

Δε θα τον έφερνε ποτέ τον πατέρα του εκεί  αλλά δε γίνονταν διαφορετικά, από τότε που  το μυαλό του είχε καταρρεύσει   εντελώς ήταν αδύνατο.  Είχε κάνει πολλές προσπάθειες μα δε μπορούσε, δεν άντεχε, δε γίνονταν διαφορετικά, είχε σκοτωθεί με  τις αδερφές και  με τη γυναίκα του, ήταν στα πρόθυρα να χωρίσει, μα πόσο ηλίθιες ήταν, δε καταλάβαιναν ότι ο γέρος δεν έπρεπε να πάει έτσι. Είναι στιγμές μοναδικές στη ζωή ,όταν έρχεται κάποιος στο κόσμο ή  όταν φεύγει, τότε που είναι ολομόναχος κι απροστάτευτος εντελώς, τότε   που πρέπει  να είσαι παρών, να συνεισφέρεις όπως μπορείς, να βοηθήσεις, να συμμετάσχεις, δε θα τις ξαναβρείς τέτοιες στιγμές, δε μπορείς να τις αφήσεις να περνάνε  από μπροστά σου.  Απ την άλλη    τις ένιωθε τις γυναίκες, έβγαζαν τα κόμπλεξ και τ απωθημένα τόσων χρόνων που ο  γέρος τόπαιζε σκληρός και ζόρικος κι άνετος, ‘’Αφού είσαι  τόσο ζόρικος  βγάλτα πέρα  πάλι’’  όμως δεν είναι έτσι, δε μπορείς να είσαι μικρόψυχος ακόμα και στο θάνατο ,  ότι και να γίνονταν ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει το γέρο να πεθάνει  σα σκυλί, δεν του άξιζε!

Γιατί ο γέρος τον είχε ξελασπώσει άπειρες φορές,  όπως τότε που είχε φύγει στο εξωτερικό να δοκιμάσει τη τύχη του κι όλα του φαίνονταν αλλόκοτα σ εκείνη τη χώρα,  τα φαγητά,  η γλώσσα, οι άνθρωποι, ο καιρός, όλα ξένα, όλα κρύα, όλα απόκοσμα. Δέκα μέρες είχε αντέξει όλες κι όλες αλλά δε μπορούσε εκεί πέρα, ήθελε να φύγει οπωσδήποτε, να μη το βλέπει εκείνο τον τόπο ούτε στο χάρτη! Δεν ήθελε να του φορτωθεί πάλι μα δε γίνονταν,   δεν είχε ούτε λεφτά για τηλέφωνο, πήρε με χρέωση στον πατέρα του από    ένα μέρος με καλώδια και σύρματα και συσκευές, κάτι  επισκευές γίνονταν εκεί πέρα, θόρυβος, φασαρία, σκόνη κι αυτός γύρευε μια φωνή να τον στηρίξει εκεί που είχε μπλέξει 'Μπαμπά  δεν είμαι καλά, θέλω να γυρίσω !''  κι εκείνος δίχως δεύτερη κουβέντα τον δέχτηκε πίσω.

 Όλο λάθη έκανε εκείνο τον καιρό αλλά ο γέρος του είχε δώσει ευκαιρίες, καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό, ευκαιρίες  που τις χρειαζόταν τόσο που δε φαντάζεσαι, ευκαιρίες να δοκιμάσει ξανά και ξανά, να διορθώσει, να φτιάξει, να ξαναδοκιμάσει, να παλέψει, ν αποδείξει, δεν υπάρχει πιο πολύτιμο πράγμα!  Όλα στραβά του  πήγαιναν  μα  τον στήριξε, ήταν λίγο σκληρός ώρες ώρες, τον δοκίμαζε, όμως ο γέρος ήξερε που να σταματήσει, μέχρι  που να το τραβήξει, σα να τον δοκίμαζε κάθε φορά και να του έλεγε ''Δοκίμασε πάλι,  αν αποτύχεις δε τρέχει τίποτα, το θέμα  είναι να μη φοβηθείς    να δοκιμάσεις!'' αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που του είχε δείξει, δε μπορούσε να το ξεχάσει,  ποιος σου δίνει ευκαιρίες σ αυτή τη ζωή, ποιος νοιάζεται για σένα, ποιος δίνει δεκάρα αν  ζεις ή αν πέθανες ;

Είχε ορκιστεί να του το ξεπληρώσει, την άλλη φορά που ήταν στο νοσοκομείο οι δυο τους ήθελε  να τον πλύνει, τόσες μέρες εκεί μέσα θα έπρεπε να είχε σαπίσει το σώμα του.  Ζήτησε να τον βοηθήσει μια αδερφή του μα εκείνη του είπε ότι ήταν αδύνατο, (ναι καλά), ήταν νύχτα,  δεν ήξερε τι να κάνει, δεν του είχε ξανατύχει,  τελικά βρήκε  μια χοντρή νοσοκόμα και τον πλύνανε στο  ντους. Όταν τον είδε γυμνό   τρόμαξε , είχε μαζέψει, είχε συρρικνωθεί, πάει εκείνη η αστείρευτη  ζωτικότητα που πάλλονταν  επάνω του,  οι  μπαταρίες είχαν αδειάσει οριστικά, είχε μείνει από ενέργεια.  Τον έπλυναν πάνω στο καροτσάκι κι αυτός  όταν ένιωσε καθαρός   χαμογέλασε  μ ένα περίεργο τρόπο, ευχαριστημένος μετά από καιρό,  κοίταζε   το ταβάνι μ ένα βλέμμα  απλανές  σα να χαμογελούσε αδιόρατα .

Από το βάθος κάποιου  διαδρόμου ένας τρόφιμος φώναζε σπαστικά όπως  γίνεται  σ αυτούς τους χώρους όπου οι άνθρωποι υποφέρουν, ο πατέρας του κάτι προσπαθούσε να πει μα το μυαλό του σα να μην  υπάκουε,  δοκίμαζε να πάρει βαθιές ανάσες, να οξυγονώσει τον εγκέφαλο μήπως πάρει μπρος  αλλά δε μπορούσε κι όλο χασμουριόταν . Εκείνα τα αναλγητικά χάπια τα καταραμένα  που έδιναν στους καρκινοπαθείς ήταν η αιτία να καταρρεύσει, να ξεχαρβαλωθεί, να μη λειτουργεί  τίποτα στο χώρο της μνήμης και της σκέψης του, μετά από κείνα δεν επανήλθε ποτέ.  Όλα είχαν γίνει σμπαράλια,  ο μηχανισμός είχε αποδιαρθρωθεί, διαλυθεί, γρανάζια και βίδες και παξιμάδια  όλα είχαν γίνει θρύψαλα  αλλά δε γίνονταν, έπρεπε να του τα δώσουν γιατί πονούσε αφάνταστα,  χαλούσε τον κόσμο, αν ήξερε ότι τα χάπια θα είχαν επιταχύνει τη διαδικασία αποσύνθεσης δε θα του τα έδινε με τίποτα . 

Είχαν πάει εκδρομή σ εκείνο το μέρος που το λέγανε ‘’Σιδηρές πύλες’’, ένα φαράγγι περνούσε από κει ακολουθώντας  τον ρου κάποιου ποταμού  ήταν πέρασμα από παλιά για στρατούς και λεγεώνες που κατέβαιναν από τα βόρεια,  απ τα βουνά και τις αχανείς πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης. Υπήρχε εκεί π  ένα σπήλαιο χαοτικό  μ ένα στόμιο πελώριο. Από ψηλά κρέμονταν σταλακτίτες πράσινοι, οι αχτίνες του ήλιου   τρυπούσαν την οροφή,  σταγόνες κυλούσαν στα γυαλιστερά βράχια. Οι αρχαιολόγοι είχαν βρει κομμάτια από εργαλεία  μαζί με  λεπίδες σιδερένιες που είχαν σκουριάσει πια και κάτι βότσαλα άσπρα που πρέπει να ήταν  αναθήματα, οι αρχαίοι πίστευαν ότι εκεί  ήταν μια απ τις πύλες για τον κάτω κόσμο. Ο γέρος ενθουσιάστηκε, ήθελε όλα να τα δει, κατέβηκε προς το βάθος του στομίου κι εκεί γκρεμοτσακίστηκε,  έσπασε το γοφό του,  τον πήρε η κατηφόρα έκτοτε…

Σπουργίτια πετούσαν στην αυλή κουβαλώντας με το ράμφος  χορταράκια στη φωλιά  τους  στα κλωνάρια ενός  χαμέροπα,   χελιδόνια μάζευαν λάσπη από ένα νερόλακκο, μαυροπούλια  με κίτρινα ράμφη τσιμπολογούσαν κάτι μες το πράσινο χορτάρι, κοράκια προσγειώνονταν στα σιντριβάνια να πιουν νερό,  μελισσοφάγοι με  λοφίο που θύμιζε περικεφαλαία  αρχαίου πολεμιστή ξεδίπλωναν  το όλο  χρώματα  φτέρωμα τους, μια γάτα είχε απλωθεί στο γρασίδι κι ούτε που  έδινε σημασία  σ όλα  αυτά.    Ψηλά,  σύννεφα είχαν εμφανιστεί σα καραβάκια  που αρμενίζουν  στη θάλασσα  του ουρανού, κι άλλα που σωρεύονταν τόνα πάνω στ άλλο σα να πάλευαν μεταξύ τους . Κυπαρίσσια ύψωναν τους κορμούς τους, κεράσια γυάλιζαν  ανάμεσα  στα φυλλώματα ενός δέντρου,  ένα ερείπιο κάποιου τείχους πιο εκεί, μάρμαρα λευκά  σφηνωμένα στα τούβλα ανάμεσα,  που το είχαν βρει εκείνο το μέρος οι τύποι '' Ρε μπαμπά καθόλου χάλια δεν είναι εδώ!'' του φώναξε κι ο γέρος γύρισε το κεφάλι  να  τον κοιτάξει μ ένα τρόπο  σα να έλεγε ''Καλά είσαι πολύ μπουμπούνας!'' 

Και κοίτα πως έρχονται τα πράγματα, ο γέρος που έμοιαζε αθάνατος  τώρα τον χρειάζονταν,  ένιωθε  λίγο περήφανος που μπορούσε να του ξεπληρώσει με κάποιο τρόπο ότι όφειλε, δε το περίμενε έτσι να γίνε. Είναι αλλιώς να το φαντάζεσαι κι αλλιώτικο όταν συμβαίνει στη πραγματικότητα. Και το πιο κουφό ήταν ότι όσο περνούσαν τα χρόνια ο εαυτός του θύμιζε το γέρο κι αυτό ήταν τρελό, πολύ τρελό!  Έβρισκε αντιστοιχίες παντού, στο τρόπο που έκρινε και ζύγιζε τα πράγματα, είχε μειώσει  κατά  πολύ και  τα λάθη του, έκανε όλο και πιο λίγα,  είχε αρχίσει να έχει επιτυχίες, ''Δεν είμαστε καλά!'' σκέφτονταν, δε το πίστευε...

 Ένας παπάς    ήρθε  να κοινωνήσει μια γριά  ''Πρέπει να φύγω!''  φώναζε  αυτή, ''Που είναι τα ρούχα μου, γιατί δεν έρχονται να με πάρουν;'' .Ένας  τύπος με άσπρη  μπλούζα  εμφανίστηκε  απ το πουθενά,  σήκωσε σα πούπουλο τη γιαγιά, άνοιξε   μια πόρτα στον τοίχο που δε φαίνονταν ότι υπήρχε  εκεί  και κατόπι χάθηκε. Αυτός  περπάτησε στο διάδρομο και ξαφνικά  έμεινε κόκαλο,    μπροστά του  υπήρχε κάποιος περίεργος που τον κοίταζε κατάματα, χρειάστηκε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι έβλεπε τον  εαυτό του σ ένα μεγάλο καθρέφτη.

Μια νοσοκόμα ήρθε,  μια μικρή αμπούλα πρασινωπή   και μια σύριγγα  βαστούσε στο χέρι της , δε μπορούσε παρά να προσέξει τα βαμμένα  κατακόκκινα μαλλιά,  το άψογα σιδερωμένο μπλουζάκι,   τα τέλεια φτιαγμένα νύχια της,  τις τρεις τρυπούλες στ αυτιά απ όπου περνούσαν κάτι λεπτά σκουλαρίκια,  όλα απάνω της έμοιαζαν τέλεια ταχτοποιημένα. Πάντα   τις θαύμαζε κι απορούσε πως το κάνουν  αυτό οι γυναίκες, πως φτιάχνουν  μεθοδικά, υπομονετικά, σχολαστικά, σπαστικά, (τα  νεύρα μου!), πως τα φτιάχνουν όλα τέλεια  απάνω τους μέχρι και τη πιο μικρή λεπτομέρεια,  σα να είναι  το πιο φυσικό πράγμα   στο κόσμο, πως ξοδεύουν τόσο χρόνο σ αυτά  . Τον κοίταξε κατάματα  περισσότερη ώρα   απ όσο έπρεπε. Ήταν όμορφη, δίχως ίχνος μακιγιάζ στο πρόσωπο,  οι γοφοί της ήταν λίγο παραπάνω φαρδιοί   αλλά του  άρεσε,  είδε ότι έπαιζε με τα χείλια της  που σήμαινε ότι δεν της ήταν αδιάφορος,   σε μια στιγμή γονάτισε  να πάρει κάτι από κάτω και μπόρεσε να δει την κάτασπρη κρουστή  σάρκα  κάτω απ τη φούστα της.

Είχε νυχτώσει πια κι έπρεπε να φύγει,  η γριά που είχε κοινωνήσει καθόταν στο σαλόνι μόνη της  κι έβλεπε κάτι σε μια τηλεόραση, ‘’Έλα  δω!’’ του είπε ‘’…τ ακούς αυτό το βουητό που έρχεται από μακριά , το ξέρεις ότι ένα ποτάμι περνά από κάτω μας,  εγώ είμαι απ το χωριό  δίπλα και το ξέρω, κάθε βράδυ όταν έχει ησυχία τ ακούω να  βουίζει μες τον ύπνο μου….  

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΑ

Εκείνη η συνεδρία δεν έλεγε να λήξει, τράβαγε όλη νύχτα, όταν κάποιος κουράζονταν κοιμόταν πάνω στη καρέκλα όπως ήταν ή πήγαινε μέσα στο σπίτι,  έπεφτε  στον  καναπέ για λίγο κι επέστρεφε αμέσως σα να μην ήθελε να χάσει ότι γίνονταν, σα να ήταν τόσο ενδιαφέρον όλο αυτό  που έπρεπε οπωσδήποτε να το παρακολουθήσει , σα να υπήρχε μια φλόγα που έκαιγε συνέχεια και δεν θέλανε να σβήσει κι έτσι πήγαινε το πράγμα.

Ο οικοδεσπότης όλο κι έφερνε στο τραπέζι κάτι καινούριο, μπριζόλες και πατάτες, σαλάτες με μαρούλι και ντομάτα και ζυμαρικά κι άλλα κόλπα πολλά, μπιφτέκια από ένα ντόπιο χασάπικο και λουκάνικα. Οι κοπέλες γέμιζαν  τα  ποτήρια με ούζο και κρασιά κόκκινα κι άσπρα κι ένα άλλο μ ένα χρώμα μυστήριο που σε μερικούς άρεσε πολύ ενώ άλλοι έλεγαν ότι ήταν σαν να κατάπινες χώμα μαζί με το πιοτό . Αυτός που είχε φέρει αυτό το κρασί το μυστήριο είχε αναλάβει και το ψήσιμο,  είχε ζητήσει  μερικές ελιές, λίγη γραβιέρα, μια ντομάτα κομμένη τριαντάφυλλο κι ένα ποτηράκι ούζο   και  υπερασπίζονταν τη δουλειά του: ''Είναι η έβδομη φορά που το φτιάχνω, όλα μόνος μου τα έκανα, πέρα στο κτήμα, στη Λεπτοκαρυά, από τ αμπέλι μέχρι το πατητήρι''-  ''Φανταστείτε πως ήταν τη πρώτη φορά!'' είπε η γυναίκα του.

Πρέπει να ήταν σπουδαία παρέα εκείνη, όλοι έμοιαζαν καλά παιδιά , ακόμα κι αν κάποιους δεν τους έλεγες ή δε φαίνονταν τέλειοι παρασύρονταν μες το γενικό κλίμα κι έβγαζαν κι αυτοί το καλό τους πρόσωπο, όλοι τσιμπολογούσαν και συνέχιζαν τη συζήτηση, αν τους ρωτούσες ποιο ήταν το θέμα σιγά μη θυμόταν κανείς τους . Όπως γίνεται σ'  αυτές τις παρέες η κουβέντα έπαιρνε μονοπάτια περίεργα κι απρόβλεπτα, προς κατευθύνσεις και διευθύνσεις και πορείες διάφορες,  περίεργες. Οι γυναίκες χάνονταν στη κουζίνα να ετοιμάσουν κάνα πιάτο, να πλύνουν κάνα σκεύος κι έρχονταν πάλι. Ήταν από κείνες τις παρέες όπου δε σκεπάζει κάποιος τον  άλλον, όλοι νιώθουν ότι μπορούν να συμμετέχουν ισότιμα,  υπήρχαν ζευγάρια ήρεμα κι άλλα πιο ζωηρά, κάποιοι φώναζαν και χαλούσαν τον κόσμο  κι άλλοι,  πιο χαμηλών τόνων αυτοί, έκαναν σχόλια  ήσυχα.
 

Όμως ήταν απ τις στιγμές που δε θες να χάσεις, που χρειάζεσαι για ν αντέξεις ακόμα μια βδομάδα, τότε που θες να γεμίσεις όσο γίνεται περισσότερο τα πνευμόνια σου μ ανάσες πολύ γερές προτού βυθιστείς ξανά στο βούρκο της καθημερινότητας. Τραγούδια δροσιστικά ακούγονταν απ το ράδιο διώχνοντας μακριά την αποπνικτική υγρασία της μέρας, μια ροζ μπουκαμβίλια σκαρφάλωνε σ ένα τοίχο, μια κίτρινη τριανταφυλλιά κρέμονταν από πάνω τους, μυγάκια μαζεύονταν γύρω απ τις λάμπες που καίγανε, πέταλα σκόρπια από ένα τριαντάφυλλο βελούδινο στο πλακόστρωτο απλωμένα , ένας γάτος σε μια γωνιά μόνο γκρίνιαζε κουνώντας σα φίδι την ουρά του σα να έλεγε '' ΄Ει είμαι κι εγώ εδώ πέρα, γιατί δεν ασχολείται κανείς μαζί μου!''. Είχε χορτάσει εδώ και ώρα από τ αποφάγια μα σα να είχε κυριευτεί κι αυτός απ την έξαψη που υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Από πάνω του σ ένα κλουβί κρεμασμένο, ένα καναρίνι προσπαθούσε να ησυχάσει. Όλη μέρα το είχαν ελεύθερο και το βράδυ,  λίγο πριν σκοτεινιάσει  ερχότανε  και στέκονταν μπροστά στο πορτάκι του κλουβιού σα να έλεγε ''Εντάξει, τώρα τώρα βάλτε με σπίτι μου!''

Ήταν καλή παρέα σίγουρα, όλοι έμοιαζαν πρόθυμοι να συνεισφέρουν, να κάνουν κάτι για να βοηθήσουν, τα κορίτσια θύμιζαν   κούκλες ψεύτικες,  φορούσαν κάτι ζακέτες μακριές σα μανδύες και κάτι φουστάνια με χιλιάδες λουλούδια μικρούτσικα, έμοιαζαν να είναι από κείνα που ξέρεις ότι θα σε στηρίξουν, θα σου κάνουν καλά παιδιά, θα σε φροντίσουν, θα είναι μαζί σου . Οι άντρες πάλι ήταν απ αυτούς τους τύπους, τους λαϊκούς (ότι κι αν σημαίνει αυτό), τους απλούς, τους ακομπλάριστους, μ εκείνη τη χαρακτηριστική την αυτοπεποίθηση την ήρεμη, που θα νοιαστούν για την οικογένεια, θα σεβαστούν τη γυναίκα τους, θα τη προστατέψουν και δε θα τη πουλήσουν, βέβαια ποτέ μη παίρνεις όρκο όμως έτσι έδειχναν τη στιγμή εκείνη τουλάχιστον.

Ο οικοδεσπότης πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στις καρέκλες πολυάσχολος , ρωτούσε αν χρειάζεται κανείς τίποτα, είχε το ύφος του ανθρώπου που ευχαριστιέται όταν οι άλλοι είναι ικανοποιημένοι, του ανθρώπου που θέλει να δώσει πιο πολλά απ όσα που παίρνει. O ψητάς πάλι  που ήταν λαμαρινάς στο επάγγελμα, ένας τύπος ξανθός, λεπτός με γαλάζια μάτια και μια μπλούζα μπλε,  άφησε μια στιγμή τα κρέατα κι έκατσε μαζί μας ‘’Πρέπει να πλαγιάσω λίγο’’ είπε ’’ … να ξελαμπικάρω,    έχω να οδηγήσω, θα πάω στο κτήμα να δω  πως πάνε τ  άλογα,   δε τη ξαναπατάω όπως τότε που κοιμήθηκα  πάνω στο τιμόνι και πετάχτηκα μέχρι τον ουρανό σαν  άκουσα εκείνο το κρότο,  ήταν σα να είχε πέσει βράχος πάνω στο αυτοκίνητο! Κατέβηκα να δω τι γίνεται, τι στο δαίμονα είχε σπάσει μα δε βρήκα τίποτα! Καταλαβαίνεις τι σου λέω , τίποτα, όλα έμοιαζαν  εντάξει, έψαξα πάνω, κάτω, πίσω, τίποτα, σα να είχε  γίνει επίτηδες εκείνο το πράγμα για  να με ξυπνήσει’’   μουρμούρισε  βγάζοντας ένα λουκάνικο απ τα κάρβουνα και  συνέχισε:

 ‘’…μπήκα στ αμάξι και κοίταξα στο καθρέφτη τη φάτσα μου ,  τρόμαξα,  μα το θεό έδειχνα πολύ χάλια! Όλη νύχτα οδηγούσα, ερχόμουν από ένα μοναστήρι κάτω στη Πελοπόννησο, έχω τάμα κάθε χρόνο να πηγαίνω,  οι καλόγεροι με σακάτεψαν, με πέθαναν οι άχρηστοι,  μ έβαλαν να ξεφορτώσω ένα φορτηγό ολόκληρο  γεμάτο  ξύλα. Κι ύστερα έπρεπε να προλάβω μια μάντρα ανοιχτή κάπου στη Λάρισα,  σταμάτησα κάπου στο καραβόμυλο,  όπως με χτυπούσε ο ήλιος σ όλη τη διαδρομή είχα θολώσει,   στη παραλία ένα κοπαδάκι από ψάρια χοροπηδούσε πάνω απ το νερό σα να πανηγύριζε τη λιακάδα,  παρέες κάθονταν σε καρέκλες ανάμεσα σε θάμνους με  λουλούδια κόκκινα που θύμιζαν χτένια   κι έπιναν καφέ, ένα περίπτερο καμένο,   κάτι γιγαντοαφίσες κρεμασμένες  ένα καζίνο διαφήμιζαν.

Έφτασα   στη μάντρα το απόγευμα, ένα μέρος τεράστιο γεμάτο από βουνά με λαμαρίνες και σίδερα που γυάλιζαν στον ήλιο. Το αφεντικό ένας  χοντρός  μ ένα δαχτυλίδι που έδειχνε μια νεκροκεφαλή, ένας σκύλος από δίπλα του με δυο μάτια διαφορετικά,  ένα γαλάζιο κι ένα σκούρο, κανονικό, έγερνε όλη την ώρα το κεφάλι και με κοίταζε   σα να  έκοβε τι ρόλο βαράω εκεί πέρα.  Ήρθε κι ένας άλλος που φορούσε μαύρο κοστούμι  κι έψαχνε μια εξάτμιση, ο σκύλος σα να δαιμονίστηκε όταν είδε το μαυροφόρο,  του επιτέθηκε, ο χοντρός  με τη νεκροκεφαλή στο δάχτυλο έτρεχε να τον μαζέψει, με πιάσανε τα γέλια. Ζαλίστηκα εκεί μέσα, έψαχνα ώρες, δε μπορούσα να βρω ένα καταραμένο μοντέλο προφυλακτήρα, ένα ιταλικό, έφαγα το τόπο, ο σκύλος από πίσω  να με κόβει,   το αφεντικό του  είχε χαθεί, βράδιασε όταν έφυγα,  μυγάκια έβλεπα μπροστά στα μάτια  μου, έπεσα ξερός στο τιμόνι,  ήταν θαύμα σου λέω που σώθηκα. Το πρωί είχα φτάσει στο κτήμα στη Λεπτοκαρυά,  έχω και κάτι άλογα μαύρα και καφετιά  εκεί πέρα, καθαρόαιμα, μου  τάστειλε ένας ξάδερφος απ τη Γερμανία, έχει εκεί ιπποφορβείο, παίρνει μέρος και σε αγώνες, πρέπει να τα δεις καμιά φορά πως τρέχουν στο χορτάρι ... ’’ 

Ο γάτος στριφογύριζε σα φίδι την ουρά του,  κοίταζε το λαμαρινά  σα να έλεγε, ‘’Σε καταλαβαίνω, το παθαίνω κι εγώ καμιά φορά!’’, ένα κορίτσι είπε σε μια στιγμή  είπε  ''Γιατί τα ζευγάρια σήμερα να μην είναι όπως παλιά που έμεναν μαζί για μια ζωή;''  μια γυναίκα έγειρε στον κόρφο του συντρόφου της, ένα μωρό σ ένα καροτσάκι κοιμόταν αμέριμνο, από τα διπλανά μπαλκόνια μια άλλη παρέα άρχισε να χειροκροτεί για κάποιο λόγο, είχαν κι εκεί μια συνάθροιση όπως γίνεται τα καλοκαίρια παντού στην Ελλάδα, τότε που όλα είναι πιο εξωστρεφή, πιο ανοιχτά, τότε που όλα είναι εκτεθειμένα κι  όλοι προσπαθούν με κάποιο τρόπο να βγάλουν τη ζέστη  απ τα σπίτια τους.

Ένα παιδί πήρε μια κιθάρα κι έπαιξε  ‘’  Μου κέρδισες τη μάχη, μου   πήρες και το πόλεμο, μ αυτό το μαύρο βλέμμα, το καθαρόαιμο!’’  τα κορίτσια με τις ζακέτες που έμοιαζαν με μανδύες και μπέρτες από άλλες εποχές σηκώθηκαν και χόρεψαν κι αυτά σαν καθαρόαιμα αλογάκια,  ήξεραν όλα τα  τραγούδια τα παλιά κι ήταν να απορείς  που  τα μάθανε,  κάποιος  με  προφορά  πολύ βαριά πήγε κάτι να πει μα είχε από ώρα ζαλιστεί και προσπαθούσε να βρει τις παλάμες του για να χειροκροτήσει. 

Οι γυναίκες άρχισαν να κουβαλούν ποτηράκια μικρά με λικέρ, κουτάλια και ποτήρια αστραφτερά κι άλλα πιοτά, κάποιος είπε ''Ας πιούμε στην υγειά του πλεονάσματος!'' κανείς δεν έδειχνε  μίζερος, και να πεις ότι ήταν τακτοποιημένοι, όλοι είχαν απολυθεί πρόσφατα ή περίμεναν να τους σουτάρουν από ώρα σε ώρα, και φυσικά οι πιο πολλοί δούλευαν μαύρα και δίχως ασφάλεια,  τα παιδιά ήταν ασφαλισμένα στις γυναίκες τους , ''Εμείς έτσι κι αλλιώς άμα συμβεί τίποτα σα τα σκυλιά θα πάμε!''

Ο οικοδεσπότης τώρα έφερνε γλυκά, ένα προφιτερόλ σε μια πιατέλα τετράγωνη, τεράστια, μια κρέμα από πάνω είχε και κάτι κομμάτια μπισκότα μαλακά από κάτω, ύστερα έβγαλε κάτι παγωτά χύμα, βανίλια και φράουλα, άνοιξε και μια πορτοκαλόπιτα κι όλοι ξεχύθηκαν να την τσακίσουνε. Ύστερα φέρανε και φρούτα κόκκινα, κίτρινα, πράσινα κι η κουβέντα συνεχίζονταν εκείνο το βράδυ δίχως διακοπή, κάποιες φορές πήγαινε να ησυχάσει κι ύστερα άναβε πάλι, βέβαια όσο περνούσε η ώρα όπως ήτανε φυσικό κάποιοι άρχισαν να κουράζονται, το μωρό ξύπνησε, ένα μπιμπερό του δώσανε να δαγκώνει,   όλοι ένιωθαν αποχαυνωμένοι  χαλαρωμένοι ευχάριστα, πρέπει να είχαν συμπληρώσει κάνα δωδεκάωρο εκεί πέρα μα συνέχιζαν, ο λαμαρινάς είχε πάει για ύπνο, ο γάτος είχε εξαφανιστεί κι αυτός, το παιδί στη κιθάρα έπαιζε ''Να δεις που κάποτε οι πρώτοι κι οι ωραίοι, πεθαίνουν από έρωτα και μένουν τελευταίοι ...

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ



Στον Κοσμά


Έπεσε και κοιμήθηκε όπως ήτανε πάνω στο φέρετρο του παιδιού της. Ύστερα από τόσο ξενύχτι και τόση κούραση και τόσο σακάτεμα κι αφού είχε φροντίσει για όλους τους άλλους ένοιωθε ότι όλα είχαν πάρει κατά κάποιο τρόπο το δρόμο τους και μπορούσε να ησυχάσει μια στιγμή.


Στο στόμα του αγοριού είχε χαραχτεί ένα χαμόγελο αδιόρατο, το πρόσωπο του έδειχνε γαλήνιο, έμοιαζε για πρώτη φορά ύστερα από τόσο καιρό να έχει ηρεμήσει. Το τελευταίο διάστημα είχαν πάρει σβάρνα όλα τα νοσοκομεία, τους είχανε βαρεθεί, προτού πεθάνει το είχανε εξετάσει δεκαεννιά γιατροί, ήταν τόσο σπάνια και δύσκολη αρρώστια που όλοι είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά.


Όταν ξύπνησε μια παράξενη ησυχία υπήρχε στο δωμάτιο , θα πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα και πιο αργά ακόμα, όλοι είχανε φύγει και την άφησαν ν αναπαυθεί εκεί πέρα. Το χέρι της είχε μουδιάσει έτσι όπως είχε αποθέσει το κεφάλι της πάνω του. Κοίταξε μια φορά ακόμα το παιδί της και της φάνηκε όμορφο, μονάχα μια φλεβίτσα σε μια μεριά του προσώπου σα να είχε σπάσει κι εκείνο το σημείο ήταν λίγο μελανιασμένο. Σε μια στιγμή της φάνηκε ότι ανέπνεε απαλά και σκέφτηκε ότι επιτέλους θα μπορούσε να ανασάνει χωρίς εκείνα τα καταραμένα μηχανήματα υποστήριξης που το έκαναν να υποφέρει περισσότερο .


Τόσα χρόνια πάλευε να το φτιάξει από μια σταλιά, να το μετασχηματίσει σε άνθρωπο και τώρα κείτονταν εκεί μπροστά της . Πόσες φορές το είχε γλυτώσει τη τελευταία στιγμή όχι  μόνο τώρα  αλλά και παλιότερα,  όταν είχε πέσει ανάσκελα μια φορά με φόρα απ τα σκαλιά  χωρίς να  βγάλει καρούμπαλο,  έμοιαζε σα να είχε πέσει σε κώμα,  έτρεχε στα νοσοκομεία. Ή τότε που είχαν πάει στο χωριό, στο εξοχικό του θείου της   έξω απ τη Σπάρτη κι    ένα μεσημέρι μια αγελάδα    είχε ξεχυθεί τρελαμένη τρέχοντας  κατά τη  γούρνα που είχαν στην αυλή . Το αγοράκι έπαιζε καθισμένο στα χώματα καθώς  το ζώο ήρθε και σταμάτησε ακριβώς από πάνω του,   τη τελευταία στιγμή  αντιλήφθηκε ότι κάτι ζωντανό υπήρχε μπροστά του κι ήταν σα να φρενάρισε, οι αφροί του  έπεφταν στο πρόσωπο του αγοριού, το  ζώο είχε σταθεί και το κοίταζε με τα μάτια γουρλωμένα καθώς αυτή έτρεχε να το μαζέψει  τσιρίζοντας.


Εδώ και τρία χρόνια  όμως    πάλευε με κάτι πάνω και πέρα απ αυτήν, δεν  θα άντεχε άλλο κι αν δε σκεφτόταν ότι μπορεί η ψυχή του  αγοριού  να  βασανίζονταν και μετά θάνατον  θα είχε πει στους γιατρούς να βγάλουν τα καταραμένα μηχανήματα και να το αφήσουν να πεθάνει σαν άνθρωπος .


 Χιλιάδες σκέψεις περνούσαν απ το μυαλό της εκείνη την ώρα σ εκείνο το δωμάτιο μετά από  τον σύντομο ύπνο καθώς δεν είχε κλείσει μάτι επί τρία μερόνυχτα κι ένιωθε ότι σε λίγο θ’ άρχιζε να βλέπει παραισθήσεις. Για κάποιο λόγο ενώ αισθάνονταν κάπως χαλαρωμένη, μια οργή ανέβαινε από μέσα βαθιά της όπως αναρωτιούνταν πως γίνεται ο θεός να επιτρέπει παιδιά μικρά να πεθαίνουν όταν γέροι τελειωμένοι από καιρό, που ίσως θα θέλανε κι οι ίδιοι να τελειώσουν, δε φεύγουν απ τη ζωή με τίποτα. Τι σόι θεός είναι αυτός που στέκεται εκεί πάνω ατάραχος και τα παρατηρεί όλα καθισμένος αναπαυτικά στο θρόνο του και δε του ξεφεύγει τίποτα, τι σόι κοσμική κι υπερκόσμια δικαιοσύνη είναι αυτή που απονέμει, πού είναι αυτό που λένε η μακροθυμία και η μεγαλοσύνη του, γιατί δεν έφτανε η χάρη του σ αυτήν. Όταν έχεις ένα βάσανο τόσο μεγάλο όταν  αντικρίζεις κατάματα το θάνατο  τότε ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου. Οι φόβοι υποχωρούν, σκέψεις απαγορευμένες σ άλλη περίπτωση ανεβαίνουν στην επιφάνεια και βγαίνουν προς τα έξω, το καπάκι ανοίγει, η σκέψη σε οδηγεί σε μονοπάτια που δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι μπορούσε να σε πάει.


Θάθελε να κάνει μερικά ερωτήματα σε κείνον το παπά που της έλεγε για τη μετά θάνατον ζωή, αυτόν που είχε δει να ξεπετάγεται μες απ το πανάγιο τάφο το άγιο φως σαν δυο μπάλες πύρινες από δυο μεριές και ν ανάβει τις λαμπάδες που κρατούσε ο κόσμος στα χέρια του, το τράβηξε με τη κάμερα κιόλας. Το είχε ανεβάσει στο διαδίκτυο κι έιχε χαλάσει ο κόσμος. Αυτός της έλεγε ότι αυτά είναι πέρα απ τα ανθρώπινα και δεν μπορείς ν αμφιβάλεις, ή το δέχεσαι ή όχι. Όμως αυτήν ήθελε ν αντιδράσει κάπως έστω και με τις σκέψεις της, δεν μπορούσε να το δεχτεί παθητικά όλο αυτό, αν ο θεός είναι τόσο πάνσοφος γιατί να δώσει τη δυνατότητα και το μυαλό στον άνθρωπο να κάνει τέτοιους διαλογισμούς, έτσι δεν είναι, ας τον άφηνε στην ησυχία του όπως τα ζώα που ακολουθούν απλά το ένστικτο τους και δεν αμφιβάλουν για τίποτα, περνούν και φεύγουν απ αυτή τη ζωή και δε τρέχει τίποτα. Και γιατί να κάνει κάποιους ανθρώπους σκληρούς, δυνατούς και προσαρμοστικούς ώστε να μπορούν να ξεπερνούν με σχετική ευκολία προβλήματα που σε άλλους φαίνονται εμπόδια πελώρια και βουνά αξεπέραστα κι αδιάβατα; Γιατί τέλος πάντων κάποιοι να έχουν τις απαντήσεις στο τσεπάκι ανά πάσα στιγμή κι άλλοι να τυραννιούνται ψάχνοντας ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξης τους και  ποιες οι  αίτιες για όλα αυτά ;


Ένα ρεύμα ανέμου σα να φύσηξε από κάπου, ένας ήχος ανεπαίσθητος ακούστηκε όπως αυτός που κάνει το νερό όταν πέφτει από ψηλά αφρίζοντας, μια οσμή εξαίσια σαν ευωδία που δεν είχε ξανανιώσει πλημμύρισε το χώρο.  Αναρωτήθηκε αν προέρχονταν απ τα μωρομάντηλα που είχε για να σκουπίζει το μάγουλο του παιδιού όμως δεν ήταν από κει, ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ αλλιώτικο, κάτι ονειρικό, προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνεται και τότε τον είδε.


Ήταν αδύνατος και χλωμός πολύ, κάθονταν σε μια καρέκλα παίζοντας στο χέρι του ένα κομποσκοίνι και την κοιτούσε ήρεμα, πρόσεξε ότι το μεσαίο του δάχτυλο ήταν κομμένο κι αυτό της φάνηκε περίεργο. Η φωνή του ακούγονταν καθησυχαστική και ήρεμη σα να ψιθύριζε τις λέξεις, έπρεπε να κάνει προσπάθεια για να καταλάβει όλα όσα της έλεγε.


'' Για σένα μονάχα ήρθα, έχεις δίκιο ν αναρωτιέσαι για όλα αυτά....'' της είπε χαμηλόφωνα ''...όμως το μικρό σου είναι πια ένα αγγελούδι εκεί ψηλά και πολλοί θα ήθελαν τη τύχη του. Ο θεός ξέρει τι κάνει κα εμείς κάποιες φορές δεν τον καταλαβαίνουμε, δε μπορούμε να τον καταλάβουμε, μια ιδέα αμυδρή μονάχα μπορούμε να σχηματίσουμε για τα σχέδια της άμετρης σοφίας του, τ άλλα δε χρειάζεται να τα ψάχνουμε πολύ, πρέπει τουλάχιστον ν αφήνουμε λίγο χρόνο να περάσει προτού τον καταδικάσουμε, πρέπει ο άνθρωπος να μην εμπιστεύεται τη λογική του μόνο, δεν μπορεί να είναι αυτή ο αποκλειστικός του οδηγός, υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να προσεγγίζεις τα πράγματα από άλλους δρόμους, ν αφήνεις κάποιες δυνάμεις να σε καθοδηγούν χωρίς να αντιστέκεσαι, μόνο έτσι μπορεί να πας σ άλλες καταστάσεις και διαστάσεις να δεις πιο πέρα απ αυτό που βλέπουν οι άλλοι ''.


''Ναι αλλά άγιε μου άνθρωπε του…΄΄ είπε αυτή΄΄… έλα στη θέση μου, γιατί να υποφέρει τόσο πολύ το παιδί μου κι εγώ μαζί, τι κακό έχουμε κάνει, σε τι έχουμε φταίξει, κοίτα γύρω σου πόσα ρεμάλια και πόσοι εξ όλης και προώλης και πόσα κατακάθια ζουν μια χαρά, διασκεδάζουν, γελούν, γλεντάνε και χαίρονται τι ζωή που τους χάρισε ο ύψιστος, γιατί εμείς να τυραννιόμαστε τόσο, ποιος ο λόγος τι φταίξαμε; ''


''Δε καταλαβαίνεις...'' απάντησε ο καλόγερος ''...o πόνος είναι ο μόνος τρόπος να ανέλθεις πιο ψηλά, ν ανέβεις σ άλλα επίπεδα που οι άλλοι δε μπορούν να τα συνειδητοποιήσουν, πρέπει να υποφέρεις και να βασανιστείς για να εξαγνιστείς στο τέλος για να φτάσει σ άλλες σφαίρες, να καθαγιαστείς. Δεν υπάρχει εύκολος δρόμος γι αυτό, δε πρέπει να βαρυγκωμάς, δε μπορείς να τα βάλεις με το θεό, μπορώ να σου πως κιόλας ότι θα έπρεπε να είσαι κι ευχαριστημένη, το παιδί σου κέρδισε μια θέση εκεί ψηλά και σε περιμένει κάποια στιγμή να το συναντήσεις!''


Ήθελε κι άλλα να ρωτήσει κι άλλα να πει σ εκείνο τον παράξενο καλόγερο που εμφανίστηκε απ το πουθενά αλλά τότε μπήκε στο δωμάτιο η μάνα της και τρόμαξε όπως την είδε να μιλά στο κενό. Πρόσεξε ότι το πρόσωπο της κόρης της ήταν φωτεινό, τα μάτια της έλαμπαν με κάποιο τρόπο που δεν είχε ξαναδεί, έδειχνε διαφορετική απ ότι την είχε συνηθίσει το τελευταίο διάστημα ''Σε ποιον μιλάς;'' τη ρώτησε, κι αυτή πήγε να της δείξει τον παράξενο μοναχό με τον οποίον συνομιλούσε όλη αυτή την ώρα  μα όταν στράφηκε προς τα κει όπου καθόταν αυτός η μορφή είχε εξαφανιστεί απ το δωμάτιο κι  όλα  γινήκανε όπως πριν. ''Συγνώμη'' είπε στη μάνα της, 

''Παραμιλούσα, έχω μέρες να κοιμηθώ και μάλλον τάχω παίξει, μυρίζεις κι εσύ κάτι όμορφο εδώ μέσα;''-  '' Όχι'' Της απάντησε η μάνα της και κοίταξε το παιδί της εξεταστικά, αυτή τη φορά της φάνηκε πολύ χάλια, πολύ χλωμή με τα χαρακτηριστικά της τραβηγμένα υπερβολικά  ''Πως σου ήρθε;''


Σαν έμεινε μόνη της ξανά αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που της είχε συμβεί, πόσο πραγματικό ήταν. Μήπως είχε αρχίσει να τα χάνει, μπορεί να ήταν απλά ένα όνειρο ότι είχε δει, ένας αντικατοπτρισμός, μια παραίσθηση, ένα παιχνίδισμα του νου, μια οφθαλμαπάτη που προέρχονταν απ την υπερένταση  και την αϋπνία.  Και πως θα τόλεγε στους άλλους, ποιος θα τη πίστευε, τι έπρεπε να κάνει ;  Όμως εκείνη η μορφή του ασκητή ήταν τόσο γαλήνια και τα λόγια του τα χρειαζόταν τόσο καθώς έψαχνε ένα τρόπο να δικαιολογήσει, να εξηγήσει, να κατανοήσει ότι είχε συμβεί. Απ  την άλλη δεν ήθελε να πέσει σε καμιά παγίδα, πάντα ήθελε η ορθή σκέψη να  είναι  οδηγός της, ήθελε ν ακολουθεί τους κανόνες της λογικής και της επιστήμης κι όχι φαντασιοπληξίες και δαιμονολογίες και πνευματιστικά τερτίπια αλλιώς δε γίνεται, μπορεί να ξεφύγεις σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες και τσαρλατανισμούς και διάφορα.


Σηκώθηκε μια στιγμή να δει τι γίνεται έξω μια γυναίκα κοιμόταν καθισμένη σ ένα καναπέ με το κεφάλι γερμένο ήταν αυτή με το περιπαιχτικό βλέμμα που δεν την ήθελε καθόλου εκεί πέρα, για κάποιο λόγο της έβγαζε ένα αρνητικό πράγμα κι εκείνη τη στιγμή ήταν το μόνο που δεν ήθελε . Κοίταξε μια άλλη που βοηθούσε τη μάνα της στη κουζίνα και δεν μπόρεσε να μη παρατηρήσει πόσο ωραία ήταν ντυμένη, τα χαμηλά της παπούτσια, τα μικρά μαργαριταρένια σκουλαρίκια της, η μπλούζα της σ ένα χρώμα όμορφο. Το μυαλό της συνέχιζε να κάνει κρίσεις κι αξιολογήσεις σ εκείνη τη κατάσταση αυτοματοποιημένα, από ταχύτητα κεκτημένη, πάντα της άρεσε να προσέχει τέτοιες λεπτομέρειες.  


 Συλλογίζονταν ξανά τι ήταν αυτό που της είχε συμβεί, ότι και να ήταν της είχε κάνει καλό, γι αυτό τουλάχιστον μπορούσε να είναι σίγουρη. Πως θα ήθελε να ξαναδεί εκείνο το μοναχό με τη μακριά γενειάδα και το λιπόσαρκο πρόσωπο, η υπερβατική εμπειρία της είχε αρέσει. Ένιωσε μα δίψα, γέμισε ένα ποτήρι νερό από μια κανάτα που υπήρχε σ ένα τραπέζι . Κάποιος είχε αφήσει   ένα κομμάτι γλυκό σ ένα κουτί, μια κρέμα με φράουλες, πρέπει να ήταν φρεσκότατο, κανονικά τρελαίνονταν για γλυκά αλλά εκείνη τη στιγμή δεν της έκανε καμιά εντύπωση.


Τα ξημερώματα την πήρε πάλι ο ύπνος καθισμένη στο προσκέφαλο του παιδιού,  όλα γύριζαν  στο κεφάλι της,   εικόνες  κι ερωτήματα κι απορίες όλα σ ένα κουβάρι είχαν μπλεχτεί,  γιατί  να είναι φτιαγμένοι κάποιοι  από σίδερο  ή ατσάλι  και ν αντέχουν, κι άλλοι από πέτρα  σκληρή και να μη καταλαβαίνουν τίποτα, κι άλλοι από υλικό μαλακό  που εύκολα πλάθεται και δεν έχει αντοχή.   Οράματα και θάματα  άσχετα ανακατεύονταν  μ αυτές τις ερωτήσεις όπως συμβαίνει συχνά στα όνειρα,   κόσμος κατέβαινε από πλαγιές,  πολεμιστές αγριωποί διέσχιζαν πεδιάδες και βουνά κραδαίνοντας όπλα σιδερένια και χάλκινα,   χτυπούσαν με δύναμη τις ασπίδες τους, ο τόπος ολόκληρος αντιβοούσε απ τους ήχους των μετάλλων που  συγκρούονταν….  






ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...