Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΟ ΖΕΝΙΘ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ

Ένα πρωί όπως ξύπνησε πρόσεξε ότι στην κουζίνα τα πράγματα δεν βρίσκονταν εκεί που τα είχε αφήσει, τα ποτήρια αντί για πάνω στο τραπέζι ήταν στον πάγκο, από το ψυγείο έλειπαν τρόφιμα, ένα ντουλάπι ήταν ανοιχτό ενώ ήταν σίγουρος ότι το είχε κλείσει.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε, στην αρχή δεν έδωσε σημασία, είχε τόσο πολλά στο μυαλό του που δεν προλάβαινε να σκεφτεί τίποτα, κοιμόταν βαριά, σαν κούτσουρο όμως τώρα άρχισε να βάζει πράγματα στο μυαλό του. Κάτι γίνονταν, όλα εκείνα τα αντικείμενα δεν μετακινούνταν από μόνα τους, κάποιος ή κάτι έμπαινε στο σπίτι του τα βράδια, όταν το συνειδητοποίησε του κόπηκαν τα πόδια, μόνο στη σκέψη ότι δεν το είχε πάρει είδηση τόσον καιρό ανατρίχιαζε, ήθελε να σηκωθεί και να φύγει την ίδια στιγμή από κείνο το σπίτι.

Πρώτη φορά ένιωθε αυτό το αίσθημα, να μπαίνει κάποιος στον προσωπικό σου χώρο απρόσκλητος και να σκαλίζει τα πράγματα σου και μάλιστα την ώρα που κοιμάσαι, αυτό κι αν ήταν το πιο τρομακτικό. Αν ήταν κανένας κοινός διαρρήκτης τότε γιατί δεν έψαχνε για χρήματα η κάτι πολύτιμο, κι αν είχε συμβεί πάνω από μια φορά τι έπρεπε να κάνει τώρα; Η πρώτη σκέψη ήταν να εξαφανιστεί αμέσως από κείνο το καταραμένο μέρος, ύστερα αφού ηρέμησε λίγο άλλες λύσεις πιθανές γυρόφερνε στο μυαλό, θα μπορούσε να βάλει συναγερμό ή καμιά κάμερα, ένας φίλος του είχε μαγαζί με τέτοια μαραφέτια, ίσως ένας σκύλος, σκέφτηκε να πάει στην αστυνομία αλλά τι θα τους έλεγε, ότι εισέβαλαν στο σπίτι του για να πιουν τους χυμούς και να φάνε το σαλάμι του; Aπό την άλλη δεν είναι και το πιο συνηθισμένο να έχεις τα βράδια κάποιον στο σπίτι σου απρόσκλητο που κάποια στιγμή μπορεί να ήθελε να ψάξει και τ’ άλλα δωμάτια…

Το συζήτησε με κάτι φίλες του που έδειξαν ενθουσιασμένες , ήταν σίγουρες ότι το σπίτι του ήταν στοιχειωμένο, τον ρώτησαν αν ήξερε ποιοι ήταν οι προηγούμενοι ένοικοι, μήπως ήταν καμιά γιαγιά που είχε πεθάνει ή κανένα παιδί που είχε εξαφανιστεί, ιδέα δεν είχε, έπρεπε να ρωτήσει τον ιδιοκτήτη, έναν γέρο ξερακιανό που τον είχε δει μια φορά όλο κι όλο. Οι φίλες του άρχισαν να αραδιάζουν ιστορίες με φαντάσματα που μπαίνουν σε σπίτια και τα κάνουν όλα άνω κάτω, λέγανε ότι πολλά απ’ αυτά τα είχαν δει ακόμα και σε κάμερες σαν σκιές να σουλατσάρουν στα σκοτεινά χωρίς να μπορεί να τις αντιληφτεί κανένας τρομάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, μια απ’ τις φίλες του μάλιστα που τρελαίνονταν για κάτι τέτοια προσφέρθηκε να κοιμηθεί ένα βράδυ στο σπίτι του για να δει το περίεργο φαινόμενο.

Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι επρόκειτο για κάτι εξωπραγματικό, θα έπρεπε να εξηγούνται λογικά όλα αυτά, αν υπήρχε κάποιος εισβολέας αληθινός το πιο πιθανό ήταν να είναι ένοικος της πολυκατοικίας, κάποιος που έμενε κοντά του, το διαμέρισμα του ήταν στον πρώτο όροφο, καθώς ήταν καλοκαίρι ένας τρόπος θα ήταν να μπει κάποιος από το παράθυρο που έβλεπε προς την πρασιά, εδώ και καιρό η ασφάλεια της μπαλκονόπορτας ήταν χαλασμένη και βαριόταν να τη διορθώσει οπότε από εκεί μπορούσαν να μπουν όσο αυτός κοιμόταν στο απέναντι δωμάτιο.

Άρχισε να αραδιάζει νοερά τους ενοίκους, ο πρώτος ύποπτος ήταν εκείνη η κοπελίτσα που είχε νοικιάσει στο διπλανό διαμέρισμα, πολύ εύκολα θα μπορούσε να περάσει τη νύχτα στο δικό του το μπαλκόνι ιδίως τώρα το καλοκαίρι που έλειπαν όλοι και η πρασιά στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας έμοιαζε έρημη. Εκτός αυτού υπήρχε κι εκείνο το πανύψηλο το δέντρο που απλώνονταν μέχρι την ταράτσα σύριζα στο κτίριο και κάποιος θα μπορούσε να σκαρφαλώσει και από κει.

Τώρα που το σκέφτονταν πράγματι εκείνο το κορίτσι που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα δεν έμοιαζε και πολύ νορμάλ, από το δωμάτιο της ακούγονταν ομιλίες και γέλια τρανταχτά αλλά ποτέ δεν είχε δει κάποιον να φεύγει, μια φορά το είχε δει στην είσοδο να στέκεται στα σκοτεινά με τα φώτα σβηστά, κάπνιζε κι ακούγονταν να τραγουδά σιγανά, όταν πλησίασε ανάβοντας τη λάμπα το κορίτσι δεν είπε τίποτα σα να έκανε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου μονάχα χαμογέλασε παράξενα. Μια άλλη φορά το είχε δει στο ασανσέρ, αυτός έρχονταν από το βάθος του διαδρόμου και το είδε να μπαινοβγαίνει στο θάλαμο του ανελκυστήρα σα να έπαιζε, σα να μιλούσε σε κάποιον αόρατο που μόνο εκείνο έβλεπε, είχε πλησιάσει τότε να δει τι κάνει και το είδε να παίζει με τα κουμπιά, να τα ζαλίζει, να πληκτρολογεί πάνω κάτω νευρωτικά. Εκείνη τη μέρα φυσικά το ασανσέρ χάλασε και φώναξαν ειδικό τεχνικό, η διαχειρίστρια που τα είχε μάθει όλα της είχε βάλει μια κατσάδα γερή, το κοριτσάκι έκλαιγε με αναφιλητά, όταν το είδε ήταν σε κακό χάλι, το παρηγόρησε, ‘’Μη κλαις, δε πειράζει!’’

Εκείνη η φίλη του που ήθελε να κοιμηθεί στο διαμέρισμα για να δει τι γίνεται ήταν σίγουρη όταν της το είπε ότι κάτι έτρεχε μ εκείνο το κορίτσι, έπρεπε να ψάξουν να δουν τι ρόλο βαρούσε, από πού έρχονταν, τι έκανε, έμοιαζε πολύ ύποπτο, όλη αυτή η συμπεριφορά του δεν ήταν τυχαία, τι ήθελε εκεί πέρα;

Ο καιρός περνούσε, το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, έβρεχε, στα πάρκα που είχαν πρασινίσει παιδιά μικρά κυνηγούσαν περιστέρια που κάθονταν στο χορτάρι , η θάλασσα γίνονταν όλο και πιο όμορφη. Επειδή είχε χαλάσει το αμάξι του πήγαινε με τα πόδια στη δουλειά, τόσα χρόνια με το αυτοκίνητο δεν είχε προσέξει ποτέ τη διαδρομή, όταν περπατάς είναι άλλο πράγμα, έχεις χρόνο να σκεφτείς. Του έκανε εντύπωση ότι κοντά στο σπίτι του υπήρχαν νεκροταφεία, πως δεν τα είχε προσέξει, ένας τοίχος ψηλός υψώνονταν γύρω τους και πάνω του είχαν χτιστεί ένα σωρό σπιτάκια μικρά, αυθαίρετα σίγουρα, o τοίχος πρέπει να ήταν παλιός κι εκείνα τα σπιτάκια ήταν περίεργα, μερικά πολύ όμορφα με λουλούδια κι αυλές κι άλλα εγκαταλειμμένα, σαραβαλιασμένα εντελώς, όσοι έμεναν εκεί έμοιαζαν κάπως μελαχρινοί, κάπως μαυριδεροί , όπως ήταν πρωί μερικοί άνοιγαν τις πόρτες και μπορούσες να δεις μέσα το εσωτερικό τους, ένα δωμάτιο όλο κι όλο είχανε, κάτι παιδιά μικρά ξυπνούσαν εκείνη την ώρα με τα μαλλιά τους ανακατεμένα. Για να κόψει δρόμο διάλεξε μια ανηφόρα, όταν έφτασε στην κορυφή του υψώματος αντίκρισε από κάτω μια θέα μαγευτική, καράβια φαίνονταν κάτω μακριά στη θάλασσα, σπίτια γκρίζα απλώνονταν σ’ όλο το μήκος της πόλης, οι κεραίες στις στέγες σχημάτιζαν ένα απέραντο δάσος μεταλλικό, αυτοκίνητα έμοιαζαν να γλιστρούν στους βρεγμένους δρόμους, του άρεσε τόσο πολύ εκείνη η διαδρομή που αποφάσισε να την κάνει οπωσδήποτε κάθε μέρα.

Σε μια από κείνες τις διαδρομές καθώς περνούσε έξω απ’ τα νεκροταφεία αποφάσισε να παραφυλάξει το βράδυ για να ανακαλύψει τι στο διάβολο γίνονταν τη νύχτα, ετοίμασε έναν καφέ δυνατό, ξάπλωσε πίσω από έναν καναπέ και περίμενε, οι ώρες περνούσαν, κείτονταν στο πάτωμα άβολα στριφογυρίζοντας αδιάκοπα πάνω σ’ ένα παλιό στρώμα. Κατά το ξημέρωμα άκουσε ένα θόρυβο πολύ ελαφρύ, μες το σκοτάδι διέκρινε την φιγούρα ενός κοριτσιού να σέρνει με προσοχή την συρταρωτή πόρτα του μπαλκονιού, η φιγούρα κοντοστάθηκε μια στιγμή κι έπειτα μπήκε στην κουζίνα και κάθισε σε μια καρέκλα, μετά άνοιξε το ψυγείο, ήπιε από ένα κουτί, έριξε μια ματιά γύρω, ύστερα πήγε πίσω στην καρέκλα κι έμεινε καθισμένο εκεί για πολύ ώρα.

Όλο το σκηνικό ήταν πολύ περίεργο, έμοιαζε σαν όνειρο, σαν οπτασία φευγαλέα. Στο λιγοστό φως προσπάθησε να δει την νεαρή κοπέλα λίγο καλύτερα, κάτι πιτζάμες ανοιχτόχρωμες, φαρδιές, φορούσε, αθλητικά άσπρα, την παρακολουθούσε να ανοίγει αθόρυβα ένα μπουκάλι κόκα κόλα, ένα τέτοιο θέαμα δεν το βλέπεις κάθε μέρα, είναι κάπως αλλόκοτο για κάποιον λόγο όμως δεν φοβόταν. Η κοπέλα πρέπει να είχε πολύ θράσος αλλά και ταλέντο για να κάνει κάτι τέτοιο, προφανώς της άρεσε να μπαίνει σε ξένο χώρο κρυφά χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς προκαλώντας αναστάτωση και κάποιον φόβο, την εξιτάριζε, πρέπει να ήταν και λίγο παλαβή, διασκέδαζε να κάνει κάτι παράνομο, κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικά περίεργοι, δεν ξέρεις τι θα τους μπει στο μυαλό και τι θα κάνουν.

Όπως ήταν ξαπλωμένος σκεφτόταν τι να κάνει, να την πιάσει όπως ήτανε και να την ταρακουνήσει άσχημα που τον είχε κατατρομάξει, να καλέσει την αστυνομία, να της μιλήσει, όπως και αν είχε δεν υπήρχε περίπτωση να του προβάλει αντίσταση εγκλωβισμένη εκεί μέσα, σκέφτονταν ένα σωρό πράγματα, δεν μπορούσε να αποφασίσει, σε λίγο θα ξημέρωνε, ξαφνικά το κορίτσι σηκώθηκε προσεχτικά κι άρχισε να κινείται αδιόρατα όπως ήρθε, σαν οπτασία, σαν αερικό. Πραγματικά οι κινήσεις της ήταν αιθέριες καθώς δρασκέλιζε το χώρο και τραβούσε μαλακά την συρόμενη πόρτα, περίμενε λίγο και μετά πήγε προς το μπαλκόνι, την είδε να σκαρφαλώνει στο δέντρο κι από κει να περνά στο μπαλκόνι της και να χάνεται...

Όταν έμεινε μόνος του ένιωθε παράξενα, το φεγγάρι ψηλά φαίνονταν να διαγράφει την αέναη κυκλική τροχιά του σκορπώντας μια λάμψη στον ουρανό, ήταν εκείνη η ώρα που το λυκόφως βρισκόταν στο απώτατο σημείο του καθώς άρχιζε η μυστήρια διαδικασία μετασχηματισμού του σκοταδιού σε φως, στο βάθος μακριά οι γραμμές από μια κορυφή άρχισαν να βάφονται κόκκινες σε μια λωρίδα πολύ στενή που απλώνονταν ως πέρα μακριά χρωματίζοντας τον ορίζοντα.

Σκεφτόταν αυτό που είχε συμβεί, το ασυνήθιστο του πράγματος τον είχε γεμίσει μ’ ένα συναίσθημα βαθύ, θα έλεγε κανείς ότι του άρεσε όλο αυτό. Γύρισε στην κουζίνα κι άγγιξε την καρέκλα όπου κάθονταν το κορίτσι, έφερε στο νου του όλο το περιστατικό και πιο πολύ τον τρόπο που είχε φύγει η κοπέλα σα να γλιστρούσε στο χώρο, σκέφτονταν ότι ευχαρίστως θα το ξαναζούσε, ένα σωρό σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό του, μια πνευματικότητα και μια ηρεμία τον είχε κατακλύσει. Ήταν ώρα να κοιμηθεί πια, καθώς περπατούσε προς το δωμάτιο του άκουσε όπως κι άλλες φορές ομιλίες και γέλια πίσω πίσω από τον τοίχο, ασυναίσθητα ακούμπησε τις παλάμες του στα τοιχώματα και τότε τα γέλια κι οι φωνές με κόπηκαν απότομα ενώ με μιας όλες οι λάμπες του διαμερίσματος άρχισαν ν’ αναβοσβήνουν σαν παλαβές , αυτό πρέπει να κράτησε για κάμποσα δευτερόλεπτα.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΖΟΠΕΤΡΑΣ

‘’Βλέπεις εκείνη την καρυδιά εκεί απέναντι στο δάσος !’’ μου είπε ο τυφλός δείχνοντας ένα δέντρο με παχύ πράσινο φύλλωμα ‘’Από κάτω της έγινε ένα φονικό κάποτε, κάποιος σκότωσε μια κοπέλα, τότε τα ζευγαράκια έρχονταν κατά δω, ήταν έρημα, ήσυχα, δεν υπήρχε ούτε αυτός ο δρόμος που βλέπεις ούτε τίποτα, ερημιά, κάτι συνέβηκε μ εκείνο το ζευγάρι, έπειτα από καιρό έπιασαν έναν στρατιώτη, είπαν ότι εκείνος τη σκότωσε, άλλη όμως ήταν η αλήθεια...’’

Κάπου τα είχα ξανακούσει αυτά, κάπου την είχα διαβάσει την ιστορία που διηγούνταν εκείνος ο τυφλός σ ένα περιβόλι στην άκρη της πόλης, είχαμε πάει να μαζέψουμε σταφύλια από το κτήμα του, δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου όσο περνούσαν τα χρόνια, είχε αρχίσει να τυφλώνεται εντελώς, μόνο το φως του ήλιου όταν τον χτυπούσε στα μάτια ένιωθε. Χρειαζόταν κάποιον να του δείχνει το μονοπάτι που έβγαζε στο χωράφι του, τα σταφύλια είχαν ωριμάσει, είχαν γίνει γλυκά παίρνοντας ένα χρώμα βαθύ κόκκινο, μπροστά στην είσοδο του κτήματος υπήρχε μια τεράστια σανσιβιέρια με πλοκάμια πελώρια που απλώνονταν σα χταπόδι, ροδιές με καρπούς που κρέμονταν είχε φυτέψει ο τυφλός στις γωνιές τότε που μπορούσε να δει, το μέρος πρέπει να ήταν πολύ όμορφο κάποτε…

Πολύ μου άρεσε εκείνο το μέρος, ένα κοφίνι σταφύλια μαζέψαμε με τον τυφλό , τα κουβάλησα σπίτι του, φεύγοντας σκεφτόμουν εκείνη την ιστορία με τον στρατιώτη που σκότωσε το κορίτσι, μου είχε κάνει εντύπωση, κάπου την είχα ξανακούσει, κάτι είχα διαβάσει, κάτι μου θύμιζε, έπρεπε να ψάξω. Το βράδυ σκαλίζοντας τη βιβλιοθήκη μου το βρήκα, είχα ένα βιβλίο γι αυτήν την υπόθεση, το είχα αγοράσει απ’ τα παλιατζίδικα όταν ήμουν φοιτητής, ήταν το μόνο που είχα κρατήσει από τότε, όλα τ’ άλλα τα πέταξα, δεν κράτησα κανένα, για κάποιο λόγο αυτό είχε ξεμείνει.

Ένας δημοσιογράφος παλιός το είχε γράψει, έλεγε για τον στρατιώτη ότι είχε σχέσεις με το κορίτσι που βρήκαν στο δάσος όμως δεν ήταν αυτός ο φονιάς, του τα φόρτωσαν όλα, το έγκλημα το είχε κάνει κάποιος άλλος, ο γιος ενός πλούσιου βιομήχανου που ήταν παντρεμένος και είχε σχέση με την κοπέλα, είχε κάνει κι ένα παιδί μαζί της, τον εκβίαζε ότι θα τα καρφώσει όλα στη γυναίκα του, ο βιομήχανος με το γιο του είχαν κλέψει το εξώγαμο και το έκρυβαν κάπου, υπήρχε μια φήμη ότι κρατούσαν για μέρες το παιδί σ ένα υπόγειο, ακούγονταν πολλά για απαγωγές παιδιών τότε, λέγανε ότι μια ομάδα που είχε και μια γρια πολύ πονηρή ανάμεσα τους τα άρπαζε και τα εξαφάνιζε, αφού είχαν πάρει το μωρό μετά με κάποιο τρόπο η κοπέλα βρέθηκε νεκρή στο δάσος κάτω απ’ την καρυδιά όπου ο στρατιώτης τη συναντούσε, εκεί τη βρήκαν οι αστυνομικοί...

Η ιστορία ήταν πολύ γνωστή, ολόκληρη η πόλη είχε αναστατωθεί έναν καιρό με όσα είχαν συμβεί, ήταν και το γεγονός ότι είχα δει και το μέρος όπου βρήκαν το σώμα κι ήταν σα να ζωντανεύανε όλα, στο βιβλίο περιγράφονταν κι άλλα ανατριχιαστικά, λεπτομέρειες που δε μπορούσες να πιστέψεις.

Είχα καιρό να διαβάσω μια τόσο καλή ιστορία, με είχε επηρεάσει βαθιά, έπαιρνα το βιβλίο παντού, στον καφέ, στο λεωφορείο, στο πάρκο που πήγαινα καμιά φορά, γύρω το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, τις νύχτες έβρεχε δυνατά, η γη χόρτασε νερό, πόσο καιρό είχε να βρέξει, στέγνωσε ο τόπος, οι θάμνοι στα πάρκα μαράθηκαν, τα φύλα πάνω στα δέντρα ξερά, στην τηλεόραση έδειχνε πλημμύρες, καταστροφές, υδατοστρόβιλους να βγαίνουν απ’ την θάλασσα σαν στήλες μαύρες που κατέβαιναν απ’ τον ουρανό. Η πόλη είχε γεμίσει αυτοκίνητα ξανά, τα φύλλα στα δέντρα έγινα γυαλιστερά σα να ξανάνιωσαν, στις γειτονιές γάμοι γινόντουσαν, μπαλκόνια στολισμένα με τούλια άσπρα, τα βράδια στις πλατείες κόκκινα και γαλάζια σιντριβάνια έβλεπες, ιβίσκοι λευκοί άνθιζαν στα πεζοδρόμια. Πότε τελείωσε το καλοκαίρι, σαν χτες ήταν που την είδα μες το πλήθος να κατεβαίνει απ’ το αστικό, έψαχνε τα μάτια μου να δει πως είμαι, θε μου πως ήμουν εκείνη τη μέρα, τι ζέστη έκανε, πόσο την ήθελα! Σαν χτες ήταν που είχαμε πάει , σ ένα χωριό ορεινό, δροσερό, με νερά και τον άνεμο να φυσά στο πρόσωπο, σαν χτες ήταν που την έβλεπα να γυρίζει απ’ τη θάλασσα μ ένα τουρκουάζ μπλουζάκι, τα σγουρά μαλλιά να κυματίζουν καθώς είχαν στεγνώσει απ’ τον αέρα, το πρόσωπο κόκκινο απ’ τον ήλιο, μια μυρουδιά αρμύρας στο σώμα...

Στη δουλειά επικρατούσε πανικός, έπρεπε να κάνουμε ανακαίνιση στο μαγαζί οπωσδήποτε, τόσον καιρό το καθυστερούσαμε, δεν πήγαινε άλλο, είχαμε βγάλει έξω ένα βουνό σαβούρες και σκουπίδια απ’ το υπόγειο, οι γείτονες διαμαρτύρονταν, μας έλεγαν να φωνάξουμε τον δήμο, τελικά τα μοιράσαμε σ’ όλους τους κάδους που υπήρχαν στο τετράγωνο, εγώ όποτε μπορούσα έριχνα μια ματιά στο βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου, κάποια στιγμή το είχα αφήσει πάνω σ ένα τραπέζι , o πατέρας του αφεντικού, ένας δύστροπος γέρος με μεγάλα φρύδια που τον φοβόμασταν όλοι όποτε έρχονταν, πέρασε από κει, το πρόσεξε ‘’Ποιανού είναι αυτό;’’ ρώτησε, το ξεφύλισσε λίγο, δεν είπε τίποτα…

Φοβόμουν ότι θα τά κουγα όμως επικρατούσε χάος, κανείς δεν έμοιαζε να ασχολείται μαζί μου, φοβόμασταν ότι εκείνοι που είχαν έρθει να μας επιθεωρήσουν θα έκλειναν το μαγαζί και μετά τι θα γίνονταν, το αφεντικό ήταν πεθαμένο, αγχωμένο, τσακισμένο, πολλές φορές κοιμόταν στην καρέκλα, καθόταν εκεί πέρα και τον έπαιρνε ο ύπνος, πως το έκανε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, όποτε ξυπνούσε ερχόταν πανικόβλητος με τα μάτια πρησμένα, έριχνε λίγο νερό στο πρόσωπο να συνέλθει και μετά έπαιρνε μπρος , σε κάποια στιγμή ένιωσε ότι πεινούσε, εμείς είχαμε παραγγείλει μια μακαρονάδα με φέτα, με το που την είδε έπεσε με τα μούτρα, την καταβρόχθισε όλη, δε μας άφησε τίποτα, είχε λυσσάξει, πάνε τα μακαρονάκια μας, μετά ζήτησε ένα τσιγάρο κι έναν καφέ να στανιάρει, εγώ έτρεχα να του τα βρω, ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές.

Όταν ανακαλύφθηκαν στο υπόγειο ένα σωρό μπουκάλια μπύρας άδεια έπρεπε να γυρίσω όλα τα σούπερ μάρκετ της γειτονιά για να τα επιστρέψω, γυρνώντας πίσω άκουσα φωνές, στο υπόγειο του μαγαζιού ο πατέρας του αφεντικού, εκείνος ο γέρος με τα σμιχτά φρύδια που φοβόμασταν, πάλευε μες τις παλιατζούρες να ξεχωρίσει αν άξιζε τίποτα για να μας το στείλει απάνω, εμάς κάτι μας είχε πιάσει και γελούσαμε συνέχεια, στεκόμασταν στην κορυφή του ανοικτού ασανσέρ και βλέπαμε από κάτω το γέρο που καθάριζε στα σκοτεινά, έβριζε όλη την ώρα και καταριόταν, προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τις παλιές πόρτες που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά του υπογείου, λέγανε ότι έβγαζαν σ’ άλλα μαγαζιά, γειτονικά, έλεγαν μάλιστα ότι κάποια πόρτα θα μπορούσε να βγάζει στο υπόγειο μιας τράπεζας που ήταν λίγο πιο κάτω στη γωνία, άμα ήθελε κάποιος να κλέψει θα μπορούσε να κινηθεί από κει κάτω σκάβοντας όπως στις ταινίες…

Όπως στεκόμασταν από ψηλά και γελούσαμε κοιτάζοντας κάτω με φώναξε, ‘’Έλα εδώ λίγο εσύ, σε θέλω!’’ δεν είχα πάει ποτέ στο υπόγειο, κατέβηκα αργά αργά, το ασανσέρ έτριζε, ήταν σκοτεινά, μια λάμπα μόνο που κρέμονταν από μια κολώνα έριχνε λίγο φως, ‘’Έλα κάτι να σου δείξω!’’ μου είπε. Προχώρησε στο βάθος ανάμεσα σε έπιπλα που μύριζαν μούχλα, τον ακολούθησα, έβγαλε ένα κλειδί απ’ την τσέπη, το δοκίμασε σε μια πόρτα μεταλλική, ‘’ Ξέρεις που οδηγεί από δω κάτω; Μπορείς να βγεις μέχρι τη θάλασσα, όταν νοίκιασα το μαγαζί ο παλιός ιδιοκτήτης μου έδειξε αυτό το πέρασμα, αυτό που βλέπεις φτάνει μέχρι το εργοστάσιο εκείνου του πλούσιου βιομήχανου, αυτουνού που λέγανε ότι ο γιος είχε κλέψει το παιδί στο βιβλίο που διαβάζεις, πολλές νύχτες άκουγαν ένα κλάμα κι αναρωτιούνταν από που προέρχονταν, ο παλιός ιδιοκτήτης είχε δοκιμάσει μια φορά να δει τι υπήρχε, πέρασε όλο το τούνελ και βγήκε σε μια αποθήκη αχανή, κι εκεί, το λέω κι ανατριχιάζω τώρα…’’ έκανε ο γέρος ΄΄….εκεί είδε το παιδί καθισμένο στα σκοτεινά, καθόταν εκεί τρομαγμένο με τα ματάκια του να χάσκουν σα χάντρες, τρελάθηκε, έβαλε τις φωνές φώναξε τη γυναίκα του, πήγαν αμέσως στην ασφάλεια, όμως όταν ήρθαν οι αστυνόμοι δεν βρήκαν τίποτα...

Καλά τώρα ήταν που εκείνη η καταραμένη υπόθεση έμπαινε μέσα μου εντελώς, πήγα στο σπίτι και διάβασα όλες τις λεπτομέρειες, είχε αρχίσει να μου τη δίνει εκείνη η ιστορία, τη νύχτα δε κοιμήθηκα καλά, στα όνειρα μου έβλεπα μωρά, υπόγεια, δέντρα, δάση, πεθαμένους, δε μπορούσα να καταλάβω πως είναι δυνατόν να θέλεις να κάνεις κακό σ’ ένα παιδί μικρό που δεν έχει ιδέα τι γίνεται γύρω του, κι έπειτα πως μπορείς να προστατέψεις αυτά τα πλασματάκια από τον κάθε μοχθηρό τύπο που παραμονεύει για να βρει ευκαιρία να σου τ’ αρπάξει μέσα απ’ τα χέρια, κι εκείνη η γριά η διαβολική τι τέρας ήτανε ρε φίλε, άμα έχεις παιδί μ’ όλους αυτούς τριγύρω δεν πρέπει να κοιμάσαι ποτέ !

Την Κυριακή είχα ιδιαίτερα μ’ ένα κοριτσάκι , θε μου τόσο μικρό που ήτανε, όλο μου έδειχνε το δωμάτιο του που ήταν βαμμένο ροζ, η μάνα του μου είπε ότι πρόσφατα το είχαν φτιάξει για το μικρό της το χαϊδεμένο, μέχρι τότε κοιμόταν με τα αδερφάκια του, μπορούσε να ζωγραφίσει ένα σωρό πράγματα, ένα λουλούδι, ένα δέντρο, ένα σπίτι, ένα λιοντάρι - αυτό το έκανε λίγο σαν πρόβατο. Είχα ξεχάσει πως κάνουν μάθημα σε τόσο μικρά, έπρεπε να της πω την άλφα βήτα αλλά δεν θυμόμουν τη σειρά των γραμμάτων, ποτέ δεν την έμαθα, ευτυχώς το μικρό δεν το κατάλαβε, ‘’’Κοιτάξτε την κασετίνα μου! ‘’ είπε ‘’Έχει τρία δωμάτια!’’ ανοιγόκλεισε τα φερμουάρ ‘’Το πρώτο το σαλόνι, το δεύτερο η κουζίνα, το τρίτο η κρεβατοκάμαρα!’’

Όπως τό βλεπα τόσο μικρό σκεφτόμουν εκείνο το παιδί που το είχαν κλεισμένο στο υπόγειο , το κοριτσάκι συνέχιζε απτόητο σα να ήθελε κάποιον να μιλήσει και να του πει ένα σωρό πράγματα που είχε στο μυαλουδάκι του, ‘’Θέλετε να σας διαβάσω μια ιστορία λέγεται ‘’Ο κύριος της γαλαζόπετρας’’ λέει για κάποιον που είχε ένα φυλαχτό από γαλάζιο πετράδι και μ αυτό έβρισκε όλους τος θησαυρούς που ήταν κρυμμένοι κάτω απ το χώμα, ήταν πολύ θαυματουργή η πέτρα, όλοι την φοβόντουσαν, ακόμα κι οι γριές μάγισσες που ήθελαν να του κάνουν κακό, μια απ αυτές την πιο κακιά, την είχε θάψει μέσα σ ένα βράχο που τον άνοιξέ με κείνη τη μαγική γαλαζόπετρα, την έκλεισε μέσα για πάντα, άμα περάσεις από κείνο το μέρος ο βράχος βουίζει, μπορείς να τον ακούσεις ...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...