Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

ΑΣΤΡΑ ΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ ΠΑΝΩ ΑΠ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μια πρωτοχρονιά εκεί στη Γέφυρα των Στεναγμών, κοντά στην Παναγία Φανερωμένη είχαν σκοτώσει έναν άντρα, ο πατέρας του είχε πει την ιστορία, ήταν τον καιρό της κατοχής , τον είχε δει o πατέρας του να ξεψυχά μες το κρύο όπως πήγαινε ν’ αγοράσει μες την παγωνιά και τον αέρα κάρβουνα για να ζεσταθούν λιγάκι, είχε δει έναν ψηλό με μαύρο παλτό να πυροβολεί κάποιον και κατόπι να τρέχει, έμαθε πιο ύστερα ότι αυτός που σκοτώθηκε ήταν μαυραγορίτης, είχε πλουτίσει χοντρά πουλώντας τρόφιμα και λάστιχα που τα έκλεβαν από μια γερμανική αποθήκη, νύχτα γινόταν η δουλειά και τσουλώντας τα έκρυβαν σ’ ένα σπίτι εγκαταλειμμένο, ύστερα τα πουλούσαν στους φορτηγατζήδες που έψαχναν απεγνωσμένα για ελαστικά, ήταν περιζήτητα και τα ζητούσαν για λίρες πολλές , άλλοι πέθαιναν τότε κι ο μαυραγορίτης αγόραζε διαμερίσματα και κτήρια ολόκληρα απ’ τους Εβραίους που τους εξολόθρευαν οι ναζί , τον παρακολουθούσαν από καιρό και του την είχαν στημένη, στο κόλπο ήταν και μια γυναίκα που τον είχε παρασύρει στη παγίδα, κανένας δε βγήκε να τον βοηθήσει, όλοι φοβόταν αλλά ο πατέρας του είχε πάει να δει, τον είχε βρει μες τα αίματα, κάτι προσπαθούσε να πει όμως απ’ το στόμα του δεν έβγαιναν λέξεις , ύστερα από λίγο ξεψύχησε γέρνοντας στο πλάι, για μέρες τον έβλεπε στον ύπνο του .

Τα χρόνια της κατοχής έκανε κρύο διαβολεμένο, η ατμόσφαιρα είχε αγριέψει, δεν ήταν μόνο ο καιρός, κι οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει, κάθε μέρα δολοφονούσαν κι από κάποιον έτσι, δίχως λόγο, όποιο κάθαρμα βρίσκονταν με όπλο στο χέρι νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει ότι θέλει. Πάνω απ’ την Αγίου Δημητρίου ήταν οι κομουνιστές, ήταν η ζώνη τους, δε μπορούσες να πλησιάσεις, είχαν τα μαγαζιά τους, τα καφενεία, στέκια τους, από κει και κάτω, προς το κέντρο και την παραλία, ήταν αυτοί που υποστηρίζονταν από το κράτος, από την κυβέρνηση, όπου πήγαινες έπρεπε να χεις το νου σου γιατί δεν ήξερες ποιος μπορεί να σ’ ακολουθεί, παντού κυκλοφορούσαν μούτρα ύποπτα κι άμα σε πιάνανε την είχες βαμμένη, σε τραβούσαν στην ασφάλεια κι άντε να βρεις άκρη, ούτε δικαστήρια ούτε νόμοι ίσχυαν, δε γλύτωνες με τίποτα. Οι καιροί ήταν ζόρικοι σα να είχε εγκαταλείψει ο θεός τους ανθρώπους, αέρας φυσούσε αλύπητα στα στενά , δεν υπήρχαν πολυκατοικίες ψηλές να τον κόβουν, έκανε κρύο πολύ, έριχνε χιόνι μέχρι κι ένα μέτρο μες τη πόλη, κόσμος πολύς πέθαινε από τις παγωνιές, τα σπίτια ήταν εκτεθειμένα, ακόμα και μερικές εκκλησίες δεν είχαν σκεπή κι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή στις άκρες των τοίχων, οι πιο αδύνατοι κι οι πιο άρρωστοι δε μπορούσαν ν’ αντέξουν.

Όποτε φυσούσε θυμόταν εκείνη την ιστορία, το κλίμα είχε αλλάξει πλέον, τα χιόνια και τα κρύα λιγόστεψαν η πόλη όμως εξακολουθούσε να είναι αφιλόξενη το χειμώνα, φυσούσε ακόμα εκείνος ο καταραμένος αέρας κι άμα βρισκόσουν σε κανένα μέρος που τα κτίρια δεν τον έκοβαν ένιωθες ότι θα σ’ έπαιρνε σβάρνα, θα σε σήκωνε να σε πετάξει όπου να ναι. Μαθημένος ο κόσμος στις τεχνητές συνθήκες , στα καλοριφέρ, στα ηλεκτρικά σώματα και στα κλιματιστικά είχε ξεχάσει πως είναι να είσαι εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης, είχε συνηθίσει στην ασφάλεια του διαμερίσματος και του αυτοκινήτου όμως η φύση κι ο κακός καιρός βρίσκονται πάντα εκεί έξω έτοιμοι να κάνουν τη ζημιά κι αυτό το καταλάβαιναν κακομοίρηδες σαν τους ζητιάνους που έπρεπε να βγάλουν τη νύχτα ξαπλωμένοι στο τσιμέντο πάνω σε τίποτα χαρτόκουτα, προσπαθώντας να σκεπαστούν με ότι έβρισκαν για να βγάλουν τη νύχτα μέχρι να ξημερώσει και να ζεστάνει λίγο.

Η πόλη παρέμενε ζόρικος τόπος για πολλούς το χειμώνα και κει στη Γέφυρα των Στεναγμών όπου είχε γεννηθεί κι αυτός μάζευε πολύ κρύο σα να υπήρχε ένα τούνελ απ’ όπου περνούσε το ρεύμα κι έσκαγε με μανία πάνω στις πολυκατοικίες. Κάθε πρωί έστηνε αυτί στον εξαερισμό του μπάνιου και καταλάβαινε ότι δεν είχε κοπάσει ακόμα, συνήθως κρατούσε δυο μέρες η μανία του, ντυνόταν καλά και μόλις έβγαινε το πρωί απ’ τη πόρτα έβλεπε ένα γατάκι κουλουριασμένο να κοιμάται στην είσοδο ακριβώς μπροστά στο τζάμι, εκεί έβγαινε λίγη ζέστη απ’ το εσωτερικό, προσπαθούσε να μη το ενοχλήσει κι άνοιγε προσεχτικά όμως εκείνο πετάγονταν αμέσως τρομαγμένο και πήγαινε κάτω από τ’ αμάξια, τον περίμενε να φύγει για να γυρίσει στο σημείο που είχε κάνει κρεβάτι του. Περπατώντας περνούσε από τη Γέφυρα των Στεναγμών και θυμόταν πάντα την ιστορία του πατέρα του μ’ εκείνον τον μαυραγορίτη που είχαν φάει ανήμερα της πρωτοχρονιάς, το μέρος είχε αλλάξει εντελώς βέβαια, στο σημείο είχε φτιαχτεί ένα πάρκο όπου έβγαζαν βόλτα τους σκύλους τους διάφοροι περίεργοι κι όποτε φυσούσε δυνατά μαζεύονταν εκεί βουνά από φύλλα ξερά, όταν ήταν μικρός του άρεσε να κλωτσάει τους σωρούς και να τους σκορπίζει, ήταν το αγαπημένο του άθλημα.

Αέρας δυνατός φυσούσε κι αυτή την πρωτοχρονιά. Σκέφτηκε ότι μια βόλτα θα ήταν ότι καλύτερο για να χωνέψει τα κρέατα των γιορτών,η πόλη ήταν άδεια, στις εισόδους ρόδια σπασμένα για τύχη καλή, ούτε ψυχή δε κυκλοφορούσε μονάχα κάτι ζητιάνοι ξενυχτισμένοι έσερναν τα πόδια τους στην άσφαλτο βαστώντας πλαστικά κύπελλα καφέ, ακόμα και τα προποτζίδικα είχαν κατεβάσει τα στόρια, όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, μόνο κάνα δυο καφενεία ήτανε ανοιχτά κι έβλεπες μερικούς αστυνομικούς με στολές δερμάτινες που καθόταν και συζητούσαν ή κανέναν άσχετο που είχε βρεθεί εκεί πέρα γιατί δεν είχε κανένα και πουθενά για να πάει. Τάχυνε το βήμα του να ζεσταθεί λιγάκι, αν ήταν εκεί ο πατέρας θα του λεγε να φορά ζεστά παπούτσια, παλιά έβαζαν εφημερίδες για μα μη κρυώνουν τα πόδια, ένα σωρό κόλπα ήξερε ο γέρος του που είχε περάσει πια τα ενενήντα κι είχε φάει τους χειμώνες με το κουτάλι, όλο του έλεγε να ρθει να μείνει μαζί του, ήθελε να τον ρωτήσει ένα εκατομμύριο πράγματα για τα παλιά τώρα που οι γιατροί δεν του δίνανε και πολύ ζωή αλλά ο γέρος αρνούνταν, ήτανε κεφάλι αγύριστο.

Το μόνο μαγαζί που δεν ήταν κλειστό στο κέντρο ήταν ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο, μπήκε να ψωνίσει κανένα γλυκό για τους φίλους, παρόλο που έξω επικρατούσε ησυχία απόλυτη εκεί μέσα γινόταν καυγάς, ένας τύπος με άσπρα μαλλιά και κοτσίδα σκοτώνονταν με τον ιδιοκτήτη, φώναζε κι απειλούσε βρίζοντας άσχημα, έδειχνε γύρω τις βιτρίνες και τους πάγκους σα να του ανήκαν τα πάντα, ύστερα άρπαξε με το έτσι θέλω ένα πακέτο τεράστιο τυλιγμένο με χρυσαφί χαρτί και βγήκε έξω σα να μην έτρεχε τίποτα, οι πωλήτριες κοιτούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα. Τον ήξερε τον κοτσιδάκια, ήταν ένας τύπος βίος και πολιτεία που είχε φάει άπειρα λεφτά στο εξωτερικό σπουδάζοντας υποτίθεται αλλά στην πραγματικότητα ζώντας σούπερ με ταξίδια, αυτοκίνητα, γυναίκες, είχε ξεκοκαλίσει όλη την πατρική περιουσία του ζαχαροπλαστείου συμπεριλαμβανόμενου, μιλάμε δεν είχε αφήσει τίποτα και είχε καταλήξει στο δρόμο γι αυτό τώρα τσακώνονταν με τον καινούριο ιδιοκτήτη που είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά με λεφτά πολλά, κανένας δεν ήξερε από πού προέρχονταν, καθώς όλοι παρακαλούσαν για αγοραστές κι οι τιμές ήταν σκοτωμένες έβαζε χέρι στα καλύτερα φιλέτα, ο άλλος που είχε μάθει στα γούστα δεν το άντεχε…

Ο καυγάς του είχε κάνει εντύπωση, εκείνος με την κοτσίδα ήταν σίγουρα πολύ θρασύς, έτσι είναι όμως αυτοί που τα βρήκαν όλα έτοιμα, κάπου είχε ακούσει ότι ο παππούς του κοτσίδα είχε αρπάξει μετά τον πόλεμο το ζαχαροπλαστείο με βρώμικο τρόπο, είχε την εντύπωση ότι ο πρώτος ιδιοκτήτης ήταν ο μαυραγορίτης που φάγανε εκεί στη Γέφυρα των Στεναγμών, ξαφνικά τον έπιασε μια μανία να ψάξει την υπόθεση, τι είχε συμβεί με τις περιουσίες που άλλαξαν χέρια ύστερα απ’ την κατοχή, τι έγινε με τον δολοφόνο, ποια ήταν εκείνη η μυστήρια γυναίκα που τον είχε παρασύρει στην παγίδα; Τα τζάκια που κυβερνούσαν την πόλη είχαν φτιαχτεί εκείνη την εποχή κι έλεγχαν τα πάντα, είχαν κληρονομήσει στα παιδιά και στα εγγόνια τις περιουσίες τους αλλά τώρα οι εποχές είχαν γυρίσει ξανά, οι απόγονοι είχαν γίνει μαμμόθρεφτοι κακομαθημένοι, δεν άντεχαν την πολλή δουλειά, το είχαν ρίξει στα γούστα, τα υπάρχοντα τους εξαφανίζονταν κι άλλαζαν για μια ακόμα φορά χέρια περνώντας σε κάτι άλλους τύπους παράξενους, κι αν γι αυτά που συνέβαιναν τώρα μπορούσες να βρεις άκρη με κάποιον τρόπο τα παλιά ήταν πολύ μπερδεμένα, πως δεν είχε ρωτήσει τον πατέρα του για όλα τούτα τόσον καιρό ;

Το απόγευμα πήγε στο χωριό κι έφερε στο σπίτι τον γέρο του, τον πότισε ούζο κι εκείνος άνοιξε το στόμα του και τα κελάηδησε όλα σα να καταλάβαινε ότι το τέλος πλησίαζε, ‘’Εγώ τον είδα τον άλλον που τον σκότωσε !’’ είπε ‘’Τον γνώρισα γιατί από κείνον αγοράζαμε κάρβουνα, έριξε μια πιστολιά και μετά έφυγε τρέχοντας, την άλλη μέρα με βρήκε και μου είπε να μη τον καρφώσω και κείνος θα με πλήρωνε καλά, με πήρε και πήγαμε στα νεκροταφεία τα εβραϊκά, κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, ήταν νύχτα, ‘’Κάτσε δω και φύλαγε !’’ με διέταξε, ερχόταν εκεί πέρα κάθε βράδυ μια γριά Εβραία κι έκλαιγε δίπλα σένα μνήμα, δεν ήθελε να τον δει, καθόμουν εγώ εκεί πέρα μες το κρύο και περίμενα, τον έβλεπα από μακριά να μετρά κάτι και προσπαθούσα να υπολογίσω που θα σταματήσει, σημείωσα στο μυαλό μου δέκα βήματα κατά τη θάλασσα και μετά άλλα δέκα προς τα δεξιά, μου έδωσε δυο λίρες και μου είπε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, δυο λίρες μόνο, με είχε κοροϊδέψει ! Το επόμενο βράδυ πήγα μοναχός μου κι έφαγα όλη τη νύχτα, σήκωσα καμιά εκατοστή πλάκες και τελικά τα βρήκα, ένα πουγκί πάνινο πρέπει να είχε καμιά πεντακοσαριά νομίσματα, πήρα μια χούφτα όχι όλα, ήταν επικίνδυνο, ύστερα έπιασαν να χαλούν εκείνα τα μνήματα, σήκωσαν όλε τις πλάκες και τις έκαναν πεζοδρόμια, ποιος ξέρει τι απέγιναν οι λίρες , εγώ με κείνα που είχα πάρει αγόρασα ένα φορτηγό κι έκανα μεταφορές μια μέρα πάω στο ζαχαροπλαστείο στο κέντρο και τον βλέπω να με καρφώνει σα να του είχα σκοτώσει τη μάνα, φοβήθηκα όμως δεν έκανε τίποτα, φοβόταν κι εκείνος επειδή τον είχα δει …’’

Ώστε έτσι λοιπόν είχαν τα γίνει τα πράγματα, άκουγε το γέρο του και δεν το πίστευε, μια ζωή ολόκληρη δεν του είχε πει τίποτα και τώρα του τα ξεφούρνιζε όλα, ευτυχώς είχε προλάβει, αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη ιστορία,  έξω είχε σκοτεινιάσει πια,  βγήκε στο μπαλκόνι που έβλεπε κατά  τη θάλασσα και δοκίμασε ν'  ανάψει  τσιγάρο αλλά ο αέρας που χαλούσε τον τόπο  δεν τον άφηνε, συνέχιζε να φυσά κοκκινίζοντας τη δύση και σκορπίζοντας τα  άστρα πάνω στην επιφάνεια του νερού  , ήταν ο πιο παλιός επισκέπτης της πόλης που ερχότανε κάθε χειμώνα για αιώνες,  χιλιετίες , ‘’Αυτός είναι ο μόνος που δεν αλλάζει ποτέ !’’ μουρμούρισε σιγανά .

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

Είχε κάνει το μαγαζί του δωμάτιο, ένα υπόγειο ήτανε λίγο κάτω απ το δρόμο ακριβώς δίπλα σε μια διασταύρωση, εκεί έμενε, είχε βάλει έπιπλα, έναν καναπέ, μια ντουλάπα, το είχε φτιάξει, όταν στεκόταν όρθιος έβλεπε τις ρόδες των αυτοκινήτων που τσουλούσαν στο δρόμο και τα φανάρια που αυλάκωναν την άσφαλτο. Άμα περνούσες από κει έβλεπες το φως της τηλεόρασης που έπαιζε το βράδυ, δεν ήταν άσχημα όμως ο χασάπης της γωνίας που τον ήξερε αναρωτιόταν πως είχε καταλήξει εκεί πέρα; Παλιά ήταν ωραία, είχε τη γυναίκα και τα παιδιά, τη δουλειά, τα λεφτά του όμως τώρα τα είχε χάσει όλα, ήρθαν τα πάνω κάτω και βρέθηκε στον άσσο, όλοι είχαν φύγει και τον είχαν αφήσει μοναχό. Κάποτε, όταν πλησίαζαν οι γιορτές, τους έπαιρνε όλους και πήγαιναν σ’ ένα μαγαζί αμερικάνικο που σέρβιρε μερίδες τεράστιες κι είχε κάτι καναπέδες πολύ αναπαυτικούς, τα παιδιά δε χόρταιναν να τρώνε κι η γυναίκα του γελούσε χαρούμενη, για μια δεκαετία όλα πήγαιναν ρολόι, μετά πήρε την κάτω βόλτα χωρίς να το καταλάβει, οι δουλειές έπαψαν, η πιάτσα νέκρωσε, χρωστούσε δεξιά κι αριστερά, η γυναίκα γκρίνιαζε, τελικά χωρίσανε, φύγανε και τα παιδιά, είχε μείνει μόνος.

Πως τα είχε καταφέρει, πως είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, τι λάθος είχε κάνει, δε μπορούσε να καταλάβει κι όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα τον έπιανε μια στενοχώρια και δε μπορούσε να σταθεί πουθενά. Παραμονές γιορτών βγήκε μια βόλτα στην πόλη, έξω από κάτι σχολές πιτσιρικάδες με κουκούλες στο κεφάλι έκαναν διάλειμμα δαγκώνοντας τυρόπιτες και σάντουιτς, ένας τρωγλοδύτης έβγαζε ένα αντικείμενο απόν κάποιο κάδο, στάθηκε μπροστά σ’ έναν πάγκο κι αγόρασε ένα αμαξάκι για το μικρό του γιο, ο γέρος που το πουλούσε πήρε το χαρτονόμισμα στο χέρι και του είπε ζωηρά ‘’Καλές γιορτές φίλε !’’. Με το αμαξάκι στο χέρι περπατούσε στα φωτισμένα στενά, η πόλη ήταν στολισμένη, η ατμόσφαιρα άλλαζε τέτοιες μέρες κι ήταν όσο να πεις όμορφο να περπατάς στους δρόμους με τις βιτρίνες γεμάτες φωτάκια, ακόμα πιο όμορφα ήταν τη νύχτα καθώς τούτη τη χρόνια ο δήμος είχε στολίσει πιο καλά κι είχε βάλει κάτι κατασκευές εντυπωσιακές, όλοι καθόταν και τις χάζευαν.

Πάντα του άρεσαν οι γιορτές, μικρός όταν ήταν καθόταν μέχρι αργά και περίμενε να φανεί στο παράθυρο το έλκηθρο του Άι Βασίλη όπως του έλεγε ο πατέρας του, καρτερούσε εκεί πέρα το βράδυ της πρωτοχρονιάς ώσπου κουραζόταν και τον έπαιρνε ο ύπνος. Την άλλη μέρα ξάπλωνε σε μια κόκκινη φλοκάτη παρακολουθώντας τα κάρβουνα που έκαιγαν στη μεγάλη σόμπα, α, τότε ένιωθε ευτυχισμένος πραγματικά ! Τέτοιες μέρες ερχόταν πάντα κι ο παππούς του που άρχιζε να λέει ιστορίες για τα παλιά, τότε που γινόταν πόλεμος και τους έπαιρναν μέσα στη νύχτα για να τους πάνε κάπου μακριά στην ερημιά όπου θα τους εκτελούσαν, γυναικόπαιδα τραβολογούνταν μέσα στα μονοπάτια τα κακοτράχαλα και γίνονταν ένας χαμός, αυτή την ιστορία πάντα την έλεγε ο πάππους του, ήταν η αγαπημένη του, είχε γλυτώσει κρυμμένος στο σωρό επειδή έκανε τον πεθαμένο. Και μια άλλη ιστορία έλεγε συχνά, για τότε που δούλευε σ’ ένα υπόγειο με δάπεδο χωμάτινο κι είχε ένα άλογο να γυρνά εκεί πέρα συνέχεια για να δουλέψει ένα μηχάνημα, εκείνο το ζώο δεν έβλεπε το φως του ήλιου, αυτές τις ιστορίες τις είχε ακούσει τόσες φορές από τον παππού του και τούχαν μείνει στο μυαλό…

Αυτά είχαν περάσει πια, οι καιροί είχαν αλλάξει κι όλοι γύρω είχαν γίνει σκληροί, ψυχροί, ξένοι εκείνος όμως δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται το παρελθόν κι είχε βάλει σε μια γωνιά του υπογείου μια μικρή φάτνη με φωτάκια έτσι για να νιώσει λίγο την ατμόσφαιρα όπως παλιά, τότε που ο παππούς του τον έπαιρνε στο άλλο χωριό, το διπλανό, γιατί το δικό τους ήταν πολύ μικρό και δεν είχε τίποτα. Καθόταν δίπλα του βλέποντας τους μεγάλους να παίζουν χαρτιά στο καφενείο και να χτυπούν με δύναμη τα φύλλα πάνω στο τραπέζι, ύστερα έφευγαν μαζί και περπατούσαν μέχρι το σπίτι τους που απείχε κάνα - δυο χιλιόμετρα, περνώντας από ένα μαγαζί σκοτεινό όπου είχε κάτι παλιά ποδοσφαιράκια ξύλινα, με κείνα τα στριφογυριστά σίδερα που κοπανούσαν δυνατά το σκληρό, άσπρο μπαλάκι. Εκεί καθόταν λίγο να χαζέψουν τα παιδιά που φώναζαν και ίδρωναν παίζοντας με τις ώρες κι ύστερα συνέχιζαν μέχρι το χωριό, στη μέση της διαδρομής υπήρχε ένα σπίτι εγκαταλειμμένο κι ο παππούς του έλεγε ότι εκεί πέρα είχε γίνει κάποτε ένας φόνος γι αυτό το είχαν παρατήσει, το σπίτι εκείνο το έβλεπε πολλές φορές στον ύπνο σ’ όλη τη ζωή του …

Η παρέα του ήταν μαζεμένη σε μια καφετέρια και κάθισε εκεί πέρα να πιει κάνα ποτό, κοιτάζοντας έξω απ’ το τζάμι είδε κάτι πιτσιρικάδες Πακιστανούς που πουλούσαν χαρτομάντιλα και θυμήθηκε ότι κι αυτός στην ηλικία τους παραμονές Χριστουγέννων δούλευε, τον είχε βάλει ο συγχωρεμένος ο πατέρας του σ’ ένα μανάβικο να κουβαλά τελάρα και μια φορά είχε αφήσει εκεί πέρα ο γιατρός του χωριού, ένας ηλίθιος τύπος που όμως όλοι τον σέβονταν, είχε αφήσει λοιπόν ο γιατρός το καταραμένο το αμάξι του κι εκείνος χωρίς να θέλει το είχε γρατζουνίσει όπως κουβαλούσε τις κάσες, το τι άκουσε από τον γιατρό που ήταν κάθαρμα μεγάλο δε λέγεται, από τότε είχε μισήσει τους γιατρούς, δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει…

Γυρνώντας ένιωθε ζαλισμένος από το ποτό και κρύωνε, ο καιρός είχε σφίξει, ξεκλείδωσε την πόρτα κι ετοιμάζονταν να κατέβει τα λιγοστά σκαλιά όταν αισθάνθηκε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε, στράφηκε απότομα πίσω και είδε ένα κοριτσάκι δυο τριών χρονών να στέκεται μόνο και να τον κοιτά, φορούσε ένα παλτουδάκι με κουκούλα στο κεφάλι σα να ετοιμάζονταν για πεζοπορία στο χιόνι, που στο δαίμονα είχε βρεθεί εκεί πέρα, που ήταν η μάνα του, τι έκανε μοναχό του; Κοίταξε γύρω, δε φαινόταν κανένας, το παιδί στεκόταν εκεί και χαμογελούσε, έδειχνε ήσυχο, τι έπρεπε να κάνει, τέτοια ώρα άντε να βρεις άκρη κι όπως ήταν ζαλισμένος δεν είχε όρεξη να τρέχει στις αστυνομίες, αποφάσισε να το κρατήσει για τη νύχτα, δε μπορούσε να το αφήσει στο κρύο, το πρωί θα έβλεπε. Το έπιασε απ’ το χεράκι και το οδήγησε στο υπόγειο , εκείνο ακολουθούσε υπάκουα, δεν έδειχνε να φοβάται, ήταν εντελώς ήρεμο, σίγουρα θα ήταν το μικρό κανενός μετανάστη, είχε γεμίσει ο τόπος από δαύτα, τα έβλεπε στα λεωφορεία, στις πλατείες, παντού. Άναψε ένα ηλεκτρικό σώμα που είχε και το έφερε κοντά να ζεσταθεί προσέχοντας μην απλώσει κάνα χέρι και καεί γιατί το μικρό έδειχνε ζωηρό και περίεργο, έψαξε τις τσέπες απ’ το παλτουδάκι και βρήκε μονάχα ένα χαρτάκι τσαλακωμένο που το ξετύλιξε για να διαβάσει τα λόγια ‘’ ...και καλείται το όνομα αυτού, Μεγάλης βουλής Άγγελος !’’’ τι σήμαιναν εκείνα τα λόγια, σίγουρα σε καμιά εκκλησιά τα είχαν γράψει αλλά πως είχαν βρεθεί στο ρούχο του παιδιού ; Κάθισε εκεί πέρα και το κοίταζε που έψαχνε γύρω το χώρο, βγήκε πάλι έξω να δει μήπως είχε εμφανιστεί κανείς όμως επικρατούσε μια παγωνιά και μια ερημιά σα να είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας κι όλοι είχαν κρυφτεί στα σπίτια τους, τα δελτία λέγανε από μέρες για καταιγίδες και χιόνια, από νωρίς είχε δει κάτι αμάξια που κατέβαιναν από τα βόρεια προάστια γεμάτα χιόνια στα παρμπρίζ τους.

Το παιδί είχε πάρει φόρα και γυρνούσε γύρω -γύρω συνέχεια σα να είχε κοιμηθεί είκοσι ώρες και τώρα ήταν ντούρασελ, ψηλαφούσε και δοκίμαζε στο χέρι του όλα τα αντικείμενα πιο πολύ όμως στεκόταν στη μικρή φάτνη με τα ζώα και το μωρό, στεκόταν εκεί με το στόμα ανοιχτό και κοιτούσε μια τη φάτνη μια εκείνον σα να έλεγε ‘’Τι ωραίο !’’ Τον έπιασαν τα γέλια , το μικρό είχε πλάκα, είχαν περάσει χρόνια από τότε που τα δικά του παιδιά ήταν μωρά και χαμένος όλη την ώρα στις δουλειές του δεν είχε χρόνο ν’ ασχοληθεί μαζί τους, δεν έμαθε ποτέ πως είναι να νταντεύεις, σίγουρα το παιδί θα πεινούσε, έβγαλε κάτι μπισκότα που έχε στο ντουλάπι και του έδωσε ένα, το κοριτσάκι το έπιασε κι άρχισε να μασουλά, ύστερα πήρε φόρα κι άρχισε να λέει κάτι ασυναρτησίες που δεν έβγαζες άκρη, τι γλώσσα μιλούσε, τι ήθελε να πει, από πού προέρχονταν, πως είχε γίνει ο κόσμος έτσι, πως είχαν μπερδευτεί όλα, κι από την άλλη πάλι όλοι άνθρωποι ήταν κι εκείνο το μικρό τι χρωστούσε, όλα τα παιδιά λίγο πολύ ήταν ίδια, ήθελαν τα ίδια πράγματα, δε θέλει πολύ μυαλό να το καταλάβεις.

Αφού πέρασαν κάνα δυο ώρες το μικρό άρχισε να κουράζεται και κείνος επιτέλους μπορούσε να χαλαρώσει γιατί όλη την ώρα είχε το νου του μη πάθει τίποτα το παιδί, αν χτυπούσε, αν έπεφτε θα έβρισκε το μπελά του, πως θα το παρέδιδε, τι θα το έκανε; Το έβαλε να πλαγιάσει στον καναπέ όπως ήταν με τα ρούχα του και το σκέπασε με δυο κουβέρτες, ξάπλωσε κι αυτός όμως ο ύπνος δε τον έπιανε με τίποτα, όλη εκείνη την ώρα που είχε περάσει με το παιδί είχε χαλαρώσει σα να είχε αδειάσει το κεφάλι του από άσχημες σκέψεις αλλά τον είχε πιάσει μια υπερένταση και στριφογύριζε νευρικά ώσπου τα μάτια του έκλεισαν επιτέλους .

Θα πρέπει να κοιμήθηκε καμιά ώρα, σηκώθηκε να δει πως ήταν το κοριτσάκι και το είδε ν’ αναπνέει ήσυχα και να γουργουρίζει καθώς κοιμόταν αμέριμνα, έξω απ το γκαράζ σκιές περνούσαν σαν κάποιος να παρακολουθούσε, αγριεύτηκε λίγο, πήγε μέχρι τη πόρτα και δοκίμασε το πόμολο αν είχε κλειδώσει, άνοιξε και κοίταξε, έξω έριχνε χιονόνερο,σήκωσε τα μάτια ψηλά στο ουρανό και οι ψιχάλες έπεσαν κατευθείαν στο πρόσωπο του, ένα μηχανάκι πέρασε φωτίζοντας με τον προβολέα του έναν κάδο που κάποιος τον είχε αφήσει στη μέση του δρόμου, με τη βροχή που έπεφτε το σημείο γίνονταν επικίνδυνο γιατί σ’ εκείνο το σημείο η άσφαλτος είχε καμπυλωθεί από τις ζέστες του καλοκαιριού κι αν πήγαινες ν’ αποφύγεις τον κάδο μπορούσε να σε πετάξει με τις μπάντες. Παίρνοντας μια ομπρέλα πήγε να τραβήξει τον κάδο που όμως ήταν πολύ βαρύς, τι στο διάβολο είχαν βάλει μέσα και είχε γίνει ασήκωτος, πάλευε εκεί πέρα κάνα δυο λεπτά όταν αισθάνθηκε να του τραβούν το σακάκι, γύρισε και είδε το μικρό, πως είχε βρεθεί εκεί πέρα πάλι, πως είχε βγει έξω, πως πέρασε το δρόμο, είχε βρει το μπελά του σίγουρα, το σήκωσε στον αέρα και το βαλε να καθίσει στην είσοδο του χασάπικου που φωτίζονταν από μια λάμπα, γύρισε πίσω να τραβήξει τον κάδο όταν ένα αμάξι ήρθε απ’ το πουθενά με τρομερή ταχύτητα περνώντας ακριβώς μπροστά του και καρφώθηκε με απίστευτη βιαιότητα στον κάδο που τον πέταξε είκοσι μέτρα μακρυά, γύρισε να δει το παιδί που είχε τρομάξει και είχε ανοίξει τα μάτια του διάπλατα σα να έλεγε ‘’Τι ήταν αυτό ;’’, ύστερα από τον κρότο της σύγκρουσης απλώθηκε μια ησυχία απόλυτη, ψηλά από κάποιο μπαλκόνι κάποιος βγήκε να δει τι έγινε, η βροχή όσο πήγαινε και γίνονταν πιο δυνατή.



Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

ΦΑΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ



Μια γυναίκα σκόνταψε κι έπεσε στο πάτωμα, κανείς δε πήγε να τη βοηθήσει μόνο κοιτούσαν σα χαζοί, γύρω παντού σκόρπισαν φαγητά και νερά που κρατούσε σ’ ένα δίσκο, η κοπέλα μπορεί να είχε σπάσει κάποιο πόδι όμως κανείς δεν έδινε δεκάρα, μερικοί γελούσαν κιόλας, πλησίασε και είδε το χέρι της που έτρεμε, ‘’Είστε καλά;’’ τη ρώτησε, αυτή σήκωσε το κεφάλι της και κάτι μουρμούρισε, φαινόταν σα χαμένη, μαζί μ’ ένα παιδί που είχε έρθει να βοηθήσει την έπιασε απ’ τη μέση και την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα, φαινόταν καλά, ήταν όμορφη, κοιτάζοντας το πρόσωπο της ήταν σίγουρος ότι την ήξερε, πιο πολύ του ήταν οικεία τα δάχτυλα της, μακριά και λεπτά γεμάτα φλέβες μικρές, έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί αλλά δε μπορούσε, και κείνη τον γνώρισε και τον κοιτούσε μες τα μάτια περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε σα να ήθελε να του πει κάτι, ποια ήτανε;


Πήρε τον καφέ του και βγήκε έξω να ξεμουδιάσει, το μαγαζί που βρισκόταν στην άκρη της εθνικής οδού είχε πλημμυρίσει από φαντάρους κουρεμένους, επέστρεφαν από τις άδειες τους, όλοι μασουλούσαν κάτι, έμοιαζαν ξέγνοιαστοι, γύρω παντού υπήρχαν σκουπίδια άπειρα και κανείς δεν ενδιαφέρονταν να τα μαζέψει, αν δεν τον έβλεπαν θα τα καθάριζε, δε μπορούσε να σταθεί σ’ ένα χώρο τόσο βρώμικο, θε μου πως άντεχαν! Τα μεγάφωνα του εστιατορίου ανήγγειλαν αναχωρήσεις κι οι φαντάροι σηκώθηκαν σιγά- σιγά αφήνοντας πίσω τους άπειρα σκουπίδια, έπειτα ανέβηκαν στα λεωφορεία που ξεκίνησαν για τα σύνορα, μαζί τους κι η γυναίκα που είχε βοηθήσει, έφυγε κι εκείνη κοιτάζοντας τον μέχρι την τελευταία στιγμή, ήθελε να της μιλήσει όμως έμοιαζε ταραγμένη και την άφησε χωρίς να την ρωτήσει, ποια ήταν, που πήγαινε, που την ήξερε;


Απ’ το παράθυρο παρατηρούσε τα ξεχασμένα χωριά που είχαν έρθει στην επιφάνεια μετά την χάραξη του μεγάλου δρόμου ενώ πάλευε να θυμηθεί που την ήξερε εκείνη τη γυναίκα. Είχε κάμποσα χρόνια να γυρίσει στην πατρίδα κι όλα γύρω του φαινόταν περίεργα, συνηθισμένος πια σ’ αλλά τοπία, σ’ άλλες γλώσσες, σ’ άλλους ανθρώπους , σε γραφεία και διαδρόμους κλειστούς σε κλίματα μουντά, ένιωθε ανακουφισμένος που αντίκριζε ξανά παραστάσεις γνώριμες. Στα πίσω καθίσματα δυο γυναίκες ηλικιωμένες μιλούσαν όλη την ώρα για τους πεθαμένους άντρες τους ‘’Δε με άφηνε να πάω πουθενά μόνη μου!’’ έλεγε η μία ‘’’ ‘’Ήθελε πάντα κρέας να του μαγειρεύω οτιδήποτε κι αν έφτιαχνα, όταν έκανα φακές έπρεπε να φτιάξω και συκωτάκια, α ήταν πολύ δύσκολος με το φαί, κατά τ’ άλλα δε μου έκανε έλεγχο, με το ταμείο, ήμουν ελεύθερη να ψωνίζω ότι ήθελα ‘’ - ‘’Εμένα μ’ έβαλε στο μαγαζί ’’ έλεγε η άλλη ‘’ Ήμουν τριανταπέντε κι ένιωθα δεκαεφτά, μέσα σε μια δεκαετία γέρασα, να τρέχω απ’ τα χαράματα στο μαγαζί και ν’ αφήνω τα παιδιά άρρωστα με πυρετό, στο σπίτι ήταν σατράπης, ενέδωσα στην αρχή κι από τότε πήρε αέρα και δε σήκωνε τίποτα!’’ Οι γυναίκες συνέχιζαν να μιλούν χαμηλόφωνα και σε λίγο τον πήρε ο ύπνος, στα πέντε λεπτά που έκλεισε τα μάτια είδε ξανά μπροστά του τη γυναίκα που είχε βοηθήσει, σα να άστραψε μια στιγμή κάτι μες το μυαλό του και τη θυμήθηκε, αυτή ήτανε διάβολε, γιατί δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα, όμως είχε αλλάξει, δεν ήταν όπως τη θυμόταν, είχαν περάσει βέβαια και αρκετά χρόνια.


Μα βέβαια ρε φίλε, εκείνη ήταν, είχε χαλάσει το κόσμο να τη βρει, την είχε γνωρίσει σ’ ένα πάρτι σε κάποια ταβέρνα που λέγονταν ‘’Φανάρια του Ινδικού’’, ο ιδιοκτήτης της ένας παλιός ναυτικός, την είχε βγάλει έτσι για να θυμάται τα ταξίδια του στους ωκεανούς της γης. Πάντα είχε άγχος όποτε γνώριζε μια ωραία γυναίκα όμως εκείνη τη φορά ήταν χαλαρός, δεν του είχε γυαλίσει αυτή όμως τον είχε προσέξει και τον πλησίασε, γνωρίστηκαν κι όπως συμβαίνει σ’ αυτές τι περιπτώσεις εκεί που δεν τον ένοιαζε μόλις ένιωσε ότι η άλλη ενδιαφέρονταν άλλαξε με μιας και την ερωτεύτηκε την ίδια νύχτα. Είχαν περάσει απίστευτα εκείνη τη βραδιά χορεύοντας και μιλώντας μέχρι τα ξημερώματα, του είχε πει ότι χώρισε πρόσφατα, είχε κι ένα παιδί, του έδωσε το τηλέφωνο της όμως εκείνος έπρεπε να φύγει επειγόντως για το εξωτερικό και μες την παραζάλη το χασε. Είχε φάει όλο τον κόσμο να το βρει, ρώτησε γνωστούς και φίλους, έβαλε λυτούς και δεμένους ψάχνοντας τη όμως εκείνη είχε χαθεί και μαζί όλοι οι γνωστοί της, είχε σκάσει απ το κακό του, μα τι ηλίθιος που ήτανε να μη της μιλήσει εκεί στο σταθμό με τους φαντάρους, την είχε δει μια μόνο βράδια και τώρα που είχε αλλάξει δεν μπορούσε να την καταλάβει με τη μία, και να σκεφτείς ότι είχε περάσει άπειρα βράδια στις ανήλιαγες χώρες του βορρά έχοντας στο μυαλό την εικόνα της , γι αυτό τον κοιτούσε επίμονα λοιπόν, και γιατί δεν του μίλησε, τι μπορούσε να έχει συμβεί, άραγε τον σκεφτόταν κι εκείνη καθόλου, ένα κάρο ερωτηματικά τον πλημμύριζαν, πως είχε χάσει ξανά τέτοια ευκαιρία, είχε τόσα νεύρα που αν βρισκόταν έξω θα βαρούσε ότι βρισκόταν μπροστά του, για να μη σκέφτεται πίεσε τον εαυτό του να κοιμηθεί κλείνοντας σφιχτά τα μάτια, ξύπνησε όταν είχαν φτάσει πια στο πρακτορείο.


Στην πόλη δε χόρταινε να παρατηρεί γύρω, είχε την αίσθηση ότι ερχόταν πάλι σ’ ένα καινούριο μέρος, σα να μην είχε ζήσει εκεί πέρα, σα να μην ήξερε τα κατατόπια, αυτή ήταν μια αίσθηση πολύ ωραία . Για κάποιο λόγο του ερχόταν στη μνήμη μονάχα οι καλές στιγμές του παρελθόντος, τα βράδια του Σαββάτου στα υπόγεια καφενεία με τα πράσινα τραπέζια όπου κάποιοι έβλεπαν ποδόσφαιρο πίνοντας μπύρες, άλλοι έψηναν σουβλάκια απέξω κι όταν έμπαινε γκολ φώναζαν όλοι τόσο δυνατά που ακούγονταν σ’ ολόκληρο το τετράγωνο. Περπατώντας για το σπίτι του βρέθηκε σ’ ένα δρόμο που ήταν σίγουρα ο πιο όμορφος σ’ ολόκληρη την πολιτεία, δεξιά κι αριστερά υπήρχαν δέντρα πανύψηλα που έφταναν πάνω απ τις στέγες των κτηρίων, οι αυλές των μαγαζιών ήταν ασβεστωμένες, κάτασπρες. Όλα τα κτήρια του δρόμου πρέπει να είχαν χτιστεί τον ίδιο καιρό, ήταν από κείνα τα παλιά με τα ζωγραφιστά πλακάκια στην είσοδο και τις σκάλες του μωσαϊκού που ανεβαίνουν στριφογυρίζοντας. Τα μεσημέρια κάθε Κυριακή καθόταν στις ταβέρνες ο κόσμος μπροστά στα τραπέζια με τα πιάτα και τα ποτήρια καθώς τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν κι ακουγόταν ένα βουητό, τα αστικά περνούσαν αέναα μπροστά από τις στάσεις, θα ήταν ωραίο να έβρισκε ένα διαμέρισμα εκεί πέρα .


Είχε ένα μήνα άδεια και μπορούσε να πάει παντού με την ησυχία του, όπου κι αν γυρνούσε στο τέλος κατέληγε σ’ εκείνο το δρόμο με τα ψηλά δέντρα και τα ασβεστωμένα πεζοδρόμια, στο τέλος, εκεί όπου σχηματίζονταν μια διαγώνιος, υπήρχε ένα σπίτι τριώροφο που κατέληγε σε γωνία ώστε να εναρμονίζεται με την διαγώνιο. Ακριβώς μπροστά στη μύτη του τριώροφου υψώνονταν ένα κυπαρίσσι που έδινε στο κτίσμα μια άλλη διάσταση , το έκανε να μοιάζει με μικρό μοναστήρι , όποιος το σχεδίασε είχε σίγουρα φλέβα καλλιτεχνική. Μια μέρα είδε στην είσοδο ένα ενοικιαστήριο για κάποιο διαμέρισμα και μπήκε για να ρωτήσει, δίπλα στα γραμματοκιβώτια στεκόταν ένας τύπος και του είπε καλημέρα όμως ο άλλος τον αγνόησε μένοντας καρφωμένος σε μια κατεύθυνση σα να έβλεπε κάτι που οι άλλοι δε μπορούσαν να δουν, το χέρι του ήταν απλωμένο σα να είχε σκαρφαλώσει και περπατούσε πάνω του κάποιο παράξενο πλάσμα, όταν πέρασε από μπροστά του ούτε που γύρισε να τον δει, παρέμεινε καρφωμένος σ’ αυτό που νόμιζε ότι έβλεπε να κινείται στο απλωμένο χέρι του. Ξαφνικά εμφανίστηκαν δυο τύποι χοντροί που προσπαθούσαν ν’ ανεβάσουν έναν καναπέ σε κάποιον όροφο, το έπιπλο πρέπει να ήταν ασήκωτο γιατί αγκομαχούσαν, το διαμέρισμα που νοικιάζονταν ήταν στον δεύτερο όροφο και καθώς δεν υπήρχε ασανσέρ τους ακολούθησε. Στην πόρτα που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τις σκάλες περίμενε μια γυναίκα της οποία ς το πρόσωπο δε φαίνονταν , οι χοντροί σήκωσαν το τεράστιο έπιπλο, το στριφογύρισαν για να το φέρουν όπως ήθελαν, με πολύ κόπο το έμπασαν μέσα και το απόθεσαν κάτω ξεφυσώντας.


Καθώς κανείς δεν τον πρόσεχε μπήκε στο διαμέρισμα, δεξιά στον τοίχο υπήρχε ένα πίνακας περίεργος, έδειχνε ένα τοπίο γεμάτο ομίχλη και μια καμπάνα δεμένη με σκοινί να αιωρείται πολύ ψηλά μέσα στο χάος, του έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνος ο πίνακας, τι να σήμαινε άραγε η καμπάνα που χτυπούσε, κι αν κόβονταν το σκοινί που θα εκτοξεύονταν, τι ζημιά θα προκαλούσε, ποιος το είχε σκεφτεί εκείνο το θέμα; Ρίχνοντας μια μάτια στο δωμάτιο που βρισκόταν είδε φωτογραφίες στους τοίχους με μια γυναίκα που έδειχνε πολύ νέα και μια άλλη κοπέλα ντυμένη νύφη που του φαίνονταν πολύ οικεία φυσιογνωμία. Δε μπορούσε να δει καθαρά, φόρεσε τα γυαλιά του κι αμέσως η καρδιά κλώτσησε στο στήθος του, ήταν εκείνη, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες έπεφτε πάνω της, χρόνια τώρα την αναζητούσε και τη σκεφτόταν και να τώρα που έρχονταν μπροστά του σα να ήθελε η ζωή να παίξει μαζί του. ‘’Ποιος είστε;’’ άκουσε μια φωνή και παραλίγο να τιναχτεί μέχρι το ταβάνι, ‘’Γεια σας ήθελα να ρωτήσω για το σπίτι που νοικιάζετε’’ - ‘’Α δεν είναι δικό μου, ανήκει στην κόρη μου, αυτή που βλέπετε στη φωτογραφία, θέλετε να σας δώσω τα τηλέφωνο της, δε μένει εδώ αλλά απόψε το βράδυ έρχεται για κάτι δουλειές’’.


Πήρε ένα χαρτάκι κι έγραψε το νούμερο που του είπε η γυναίκα, περπατούσε στο δρόμο και σκεφτόταν την ειρωνεία, έναν καιρό θα πέθαινε για να βρει αυτό το τηλέφωνο και τώρα του δίνονταν σαν το απλούστερο πράγμα που υπήρχε όμως δεν ήξερε τι να το κάνει, είχαν περάσει τόσα χρόνια, πως έπρεπε να το χειριστεί, τι νόημα είχε να ξεθάψει ιστορίες παλιές, από την άλλη αν υπήρχε κάτι ακόμα κι έχανε την ευκαιρία δεν θα του το συγχωρούσε, ταλαντεύτηκε πολύ και τελικά αποφάσισε να τηλεφωνήσει, ‘’ Γεια είσαι η …;’’ – ‘’ Ναι’’’– ‘’ Με θυμάσαι, γιατί δε μου μίλησες εκεί στο σταθμό, είμαι εδώ, μη με ρωτάς πως βρήκα το τηλέφωνο σου, έχω πολλά να σου πω, αν έρθεις το βράδυ μπορούμε να μιλήσουμε…’’


Βρέθηκαν και συζήτησαν ώρα περπατώντας κάτω στο λιμάνι, στους δρόμους είχε ομίχλη, δεν ήταν σίγουρος τι θα έκανε, είχε τόσα να τη ρωτήσει, είχαν περάσει τα χρόνια, εκείνη είχε σπάσει λίγο όμως είχε μια ακόμα μια λάμψη εσωτερική, μπορούσε άραγε ν’ αλλάξει τη ζωή του, ν’ αρχίσει ξανά απ την αρχή, όπως και να είχε μαζί της ήταν καλά, ένιωθε τη καρδιά του ζεστή, αυτή κοιτούσε κατά την προκυμαία, σ’ ένα καράβι πελώριο επιβιβάζονταν στρατιώτες για κάποιο νησί, ένα αμάξι έτρεχε ν’ ανέβει την τελευταία στιγμή πριν κλείσει το τεράστιο καπάκι, φανάρια γυάλιζαν μες το νερό πνιγμένα στη νύχτα και την υγρασία…

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Ο ΕΠΟΠΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΦΡΑΓΙΔΟΦΥΛΑΚΑ

Κάποτε αυτή η πόλη έμοιαζε γεμάτη υποσχέσεις, μέσα της ένιωθε άνετος, ασφαλής, όταν είχε έρθει πρώτη φορά και την είδε από ψηλά όλα του φάνηκαν μαγικά, οι γερανοί, τα καράβια, τα αμάξια, τα λεωφορεία, τα αναψυκτήρια, τα κτίρια, τα φώτα, η θάλασσα. Τα κορίτσια εκεί είχαν έναν αέρα που τον ψάρωνε, του φαίνονταν όλα πολύ όμορφα σα να είχαν κάτι ιδιαίτερο, δεν είχε δει ποτέ του τόσα πολλά μαζεμένα, αργότερα βέβαια όταν τα πετύχαινε στο δρόμο έμοιαζαν πολύ σπασμένα, είχαν χάσει τον αέρα της σιγουριάς, εκείνα πάλι απορούσαν γιατί τα πρόσεχε τόσο πολύ κάποιος άγνωστος. Είχε προλάβει την πόλη στην ακμή της όταν κυκλοφορούσε ακόμα χρήμα κι οι άνθρωποι γελούσαν, όλα του φαίνονταν αλλιώτικα, τα φαγητά, τα φώτα, τα μαγαζιά, μέσα της ένιωθε σίγουρος, ότι κι αν συνέβαινε εκεί θα έβρισκε τρόπο να το αντιμετωπίσει, θα έβρισκε καταφύγιο, τροφή, μέθοδο να επιβιώσει σε κάθε κατάσταση , ήταν ο τόπος του, δε μπορούσε να ξεκολλήσει από κει πέρα, σπάνια έφευγε ακόμα και τα καλοκαίρια, σκεφτόταν ότι σ’ αυτήν τη πόλη θα περνούσε όλη τη ζωή του.

Πως άλλαξε ούτε που το κατάλαβε με τον καιρό όμως όλα αυτά φθάρηκαν κι από μέσα του βγήκε μια επιθυμία πολύ δυνατή να φύγει, νόμιζε ότι είχε γίνει αστός κι άνθρωπος της πόλης όμως επειδή είχε γεννηθεί κοντά στη φύση πάντα την έψαχνε και τώρα ξαφνικά η επιθυμία είχε γίνει ανάγκη επιτακτική. Πως είχε αδειάσει έτσι απότομα η πόλη του και πλέον δε μπορούσε να του δώσει ενέργεια, περνούσε απ’ τις παλιές του γειτονιές κι ούτε γυρνούσε να κοιτάξει, δεν του έλεγαν τίποτε τα μέρη όπου είχε ζήσει για δεκαετίες, το κέντρο ειδικά δεν το άντεχε, ούτε ήθελε να το βλέπει, προσπαθούσε να αλλάξει δρόμο για να μη δει τα ίδια και τα ίδια κι ούτε είχε όρεξη να τον χαιρετούν κάποιοι παλιοί γνωστοί και να τον ρωτούν ‘’Που είσαι; Τι κάνεις; Πως περνάς;’’ βαριόταν να δίνει απαντήσεις στον κάθε περίεργο, ήθελε την ησυχία του, να μη τον ενοχλεί κανένας, μόνο σε λίγους ανοίγονταν και μιλούσε, αυτούς που εκτιμούσε πραγματικά . Είχε βαρεθεί την πόλη, ότι είχε να δώσει του το έδωσε, έπρεπε ν’ αλλάξει τόπο, ούτε ήξερε που ήθελε να πάει το μόνο που αισθάνονταν ήταν μια βαθιά ανάγκη να φύγει από το τσιμέντο κι από κείνους τους αγχωτικούς ρυθμούς που έκαναν όλους να τρέχουν σαν ηλίθιοι. Χωρίς να το καταλάβει όλα γύρω είχαν αλλάξει, ο τόπος είχε γεμίσει πρεζόνια, ζητιάνους, ξένους από κάθε μεριά της γης, παντού υπήρχε παρακμή, ένιωθε σα να βρισκόταν σε μια φυλακή κι έπρεπε ν’ αποδράσει με κάποιον τρόπο, να φύγει οπωσδήποτε, ήταν θέμα χρόνου να το κάνει μόλις έβρισκε μια καλή ευκαιρία. Το πρόβλημα ήταν βέβαια η δουλειά, δεν είχε σκοπό να φύγει γιατί δεν είχε βρει κάτι καλύτερο κάπου αλλού, έπρεπε να το σκεφτεί, είχε ένα σωρό υποχρεώσεις, δε μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να κάτσει εκεί ακόμα λίγο, όσο χρειαζόταν, έπρεπε να κάνει υπομονή λίγο ακόμα, δε γινόταν αλλιώς.


Έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρει πάλι τη φρεσκάδα που είχε κάποτε, να ξεκινήσει από την αρχή, τούτη η σκέψη τριγύριζε συνέχεια στο μυαλό του. Η μόνη ώρα που ένιωθε καλά ήταν το πρωί, πάντα ήταν πρωινός τύπος, του άρεσε αυτή η ώρα όταν όλοι κοιμούνταν και μπορούσες να παρακολουθήσεις τα πράγματα γύρω με την ησυχία σου. Του άρεσε να ξυπνά πρωί κι όσο περνούσε ο καιρός σηκώνονταν όλο και νωρίτερα, το καλοκαίρι είναι καλά βέβαια γιατί έχει χαράξει αλλά το χειμώνα είναι μαύρα μεσάνυχτα, περιμένεις πόση ώρα μέχρι να φύγει το σκοτάδι όμως κι αυτό είναι ωραίο, έχεις διαύγεια όλα τα προβλήματα που σε βασανίζουν το βράδυ λύνονται σε ελάχιστο χρόνο. Κατεβαίνοντας για τη δουλειά προτιμούσε να περπατά μέσα από κάτι στενά με σπίτια ξεχαρβαλωμένα, εγκαταλειμμένα, ένα απ’ αυτά είχε πάρει φωτιά κι οι τοίχοι του έχασκαν γυμνοί, σ’ άλλα είχαν βρει καταφύγιο κάτι σκουρόχρωμοι, έβλεπες στην αυλή ένα σωρό παλιατζούρες που είχαν μαζέψει απ’ τα σκουπίδια. Καθώς περνούσε μπροστά από μια εκκλησία άκουγε την καμπάνα που χτυπούσε κι έκανε το σταυρό του, πιο κάτω σ’ ένα δρομάκι πάντα πετύχαινε τους εργάτες του δήμου να κουβαλούν τους κάδους επειδή το φορτηγό δεν χωρούσε να μπει εκεί μέσα , από κάποιο σπίτι καλοδιατηρημένο έβγαινε φως, ο κήπος του φαίνονταν βρεγμένος και σκουπισμένος, ένας γέρος έβλεπε τηλεόραση, οι ηλικιωμένοι ξυπνούν νωρίς πάντα, δεν τους πιάνει ύπνος. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα του, οι αισθήσεις όλες βρίσκονταν σε εγρήγορση και πρόσεχε τα πάντα, τα πουλιά σ’ ένα δέντρο τεράστιο που είχε φυτρώσει σ’ ένα ρέμα χαλούσαν τον κόσμο με το χάραμα, , οι κοπέλες που άνοιγαν τα μαγαζιά χασμουριόταν αγουροξυπνημένες, ήταν μια ώρα που η πόλη εξακολουθούσε να είναι όμορφη.

Μια μέρα καθώς περπατούσε όπως πάντα πολύ πρωί ένας μοτοσικλετιστής φώναξε το όνομά του, ήταν εκείνος ο τύπος με τα τεράστια μουστάκια, που τον συμπαθούσε , ‘’Ανέβα στο μηχανάκι!’’ του φώναξε ‘’Θα σε πάω εγώ!’’ καβάλησε τη σέλα ενώ ο άλλος που έμενε εκεί κοντά φώναζε μέσα στην πρωινή ησυχία,‘’Μια φιλική συμβουλή θα σου δώσω, άλλαξε δουλειά, φύγε από δω πέρα, δεν είναι για σένα αυτό το μέρος!’’ Κατάλαβε τι εννοούσε, τον είχε πετύχει κάποιες φορές όταν τον ταπείνωνε το αφεντικό του κι αυτός το ανέχονταν, ήταν σα να του έλεγε ‘’Τι άντρας είσαι που κάθεσαι εκεί πέρα να σε βρίζει ένα χαμένο κορμί ;’’ Τα είχε ξανακούσει αυτά όμως τώρα του έκαναν μεγάλη εντύπωση, ο άλλος δεν είχε κανένα λόγο να του μιλήσει έτσι, το έκανε επειδή τον εκτιμούσε. Πολύ καιρό τώρα ήθελε να φύγει όμως δεν το αποφάσιζε, πληρώνονταν καλά, είχε μάθει τα κόλπα στην πιάτσα, πολλές φορές εγκλωβίζεσαι κάπου κι είναι δύσκολο να ξεκολλήσεις όμως κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι τα λεφτά δεν είναι το πιο σημαντικό. Τον μουστάκια όλοι τον σέβονταν στην αγορά και δε μπορούσες να μη τον πάρεις σοβαρά, ήταν θηρίο, πολύ δυνατός με κάτι χέρια σα σίδερα, δούλευε σ’ ένα μαρμαράδικο και σήκωνε κάτι κομμάτια που ζύγιζαν διακόσια κιλά, όταν άλλαξε δουλειά τον έβαλαν να κουβαλά κάτι χαρτικά και ο προϊστάμενος του είπε : ‘’Είναι λίγο ζόρικα εδώ πέρα!’’ εκείνος γελούσε, σε σχέση με τα μάρμαρα που ζύγιζαν έναν τόνο τα χαρτικά του φαινόταν παιχνίδι, σιγά τώρα ρε φίλε το πράγμα !


Στ’ αυτιά του βούιζαν τα λόγια του μοτοσικλετιστή όταν άκουσε το αφεντικό του να ξεφωνίζει : ‘’Πάλι άργησες, μα τι βλάκας είσαι, τσακίσου στο υπόγειο !’’ ο τύπος ήταν ένα τομάρι της κακιάς ώρας κι άμα άνοιγε το στόμα δεν ήξερε τι έλεγε, αυτός δεν έδινε σημασία, ήταν χοντρόπετσος όμως εκείνη τη μέρα απάντησε ‘’Δε θα μου ξαναμιλήσεις έτσι κατάλαβες !’’ ο άλλος γέλασε, ΄΄’Έλα κουνήσου ‘’ – ‘’Ακούς τι σου λέω!’’ του επανέλαβε ‘’Δε θα μου ξαναμιλήσεις έτσι !’’- ‘’Κοίτα να δεις’’ είπε το αφεντικό ‘’Σ’ εμένα δε θα πουλάς τρελίτσα, μια χαρά έχεις βολευτεί εδώ, αν δε σ’ αρέσει σήκω φύγε και μη μας ζαλίζεις!’’ – ‘’ Εντάξει!’’ είπε αυτός κι έκανε μεταβολή επί τόπου ‘’Που πας ;’’ φώναξε το αφεντικό όμως αυτός  ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει σα να είχε σπάσει κάτι μέσα του οριστικά, ένιωσε ξαφνικά μια ανακούφιση σα να είχε φύγει από πάνω του ένα βαρίδι οχτακοσίων κιλών . Γύρισε σπίτι και κάθισε στη τηλεόραση ώρες πολλές χωρίς να προσέχει, εικόνες αδιόρατες περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του, τι θα έκανε τώρα, είχε μάθει τόσο καιρό τη ρουτίνα, είχε συνηθίσει σ’ έναν τρόπο ζωής και δεν περνούσε άσχημα όμως τώρα ένιωθε τη γη να φεύγει κάτω απ τα πόδια του κι ούτε είχε προετοιμαστεί για μια τέτοια εξέλιξη, ξαφνικά΄ όλα είχαν γίνει πολύ ρευστά, έψαχνε μια λύση, μια βάση σταθερή απ’ όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει πάλι, ότι και να γινόταν δε θα γύριζε πίσω, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Το μεσημέρι του τηλεφώνησε το αφεντικό ‘’Τσακίσου κι έλα, έχουμε δουλειά μη σε πάρει ο διάβολος!’’- ‘’ Δε μπορώ , δε θα έρθω’’ είπε απλά ενώ το αφεντικό του έβριζε σα διάβολος , του έκλεισε το τηλέφωνο.


Την άλλη μέρα πέρασε απ’ τη δουλειά να πάρει την απόλυση, είχε κλείσει εκεί πέρα δέκα χρόνια, το αφεντικό χαμογέλασε με τα πονηρά μάτια του που γυάλιζαν όποτε έβλεπε λεφτά, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι τον έχανε ‘’Ρε είσαι καλά ; ‘’του είπε ‘’Δε θα βρεις πουθενά τα χρήματα που σου δίνω, άσε τις βλακείες !’’τον καλόπιασε, ήταν σίγουρος ότι θα γύριζε, δεν μπορούσε να το δεχτεί όμως είχε λάθος, δεν τον ήξερε καλά, μπορούσε να ταλαντεύεται για καιρό όμως άμα έπαιρνε μια απόφαση δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξει, ο κύβος είχε ριφθεί, είχε ήδη γυρίσει σελίδα, ‘’Δε γίνεται !’’του είπε ξερά και πήγε στο λογιστή να συμπληρώσει τα χαρτιά του.


Την άλλη μέρα σηκώθηκε πολύ πρωί όπως είχε συνηθίσει και βγήκε να περπατήσει στα στενά, έξω απ’ τη πόρτα του κάποιο συνεργείο σφουγγάριζε τα μάρμαρα της εισόδου, περνώντας δίπλα από ένα αυτοκίνητο άκουσε θόρυβο, κάποιος είχε ξεχάσει ανοιχτό το ραδιόφωνο κι έπαιζε μια μουσική πολύ περίεργη ενώ τα λαμπάκια στο ταμπλό του αμαξιού αναβόσβηναν σα να έτρεχαν πάνω στην πλαστική επιφάνεια. Τα φανάρια κι αυτά έφεγγαν, κάποιος μεθυσμένος θα ήταν που έφυγε όπως- όπως για να κοιμηθεί, άλλωστε το αμάξι ήταν στραβά παρκαρισμένο, αν έμενε έτσι θα άδειαζε η μπαταρία του κάποια στιγμή. Δοκίμασε το πόμολο κι είδε ότι άνοιγε, έβαλε μέσα το κεφάλι κι έβγαλε ένα cd από το ταμπλό δίπλα στο τιμόνι, το έβαλε σε μια χάρτινη θήκη που υπήρχε πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού διαβάζοντας τον τίτλο ‘’Ο ΕΠΟΠΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΦΡΑΓΙΔΟΦΥΛΑΚΑ ’’ – ‘’Ποιος στον κόρακα είναι αυτός ο επόπτης !’’ σκέφτηκε φωναχτά όταν μια χερούκλα τον άρπαξε και τον έσφιξε σα μέγγενη, μόνο ένας μπορούσε να έχει τόσο δυνατό κράτημα ‘’Τι κάνεις ρε !’’του φώναξε ο μουστάκας ‘’Ρε χαζέ τα έχεις αφήσει όλα ανοιχτά!’’-- ‘’ Άστο το ρημάδι λίγο να κοιμηθώ, μετά δεν έχω πρόβλημα, τι κάνεις εσύ ;’’---’’Έφυγα απ το βλάκα!’’--’’ Επιτέλους!’’ φώναξε ο μουστάκας αφήνοντας το χέρι του που είχε αρχίσει να μελανιάζει. Έτριψε τον καρπό στο σημείο που τον είχε γραπώσει ο παλαβός και πήρε μια βαθιά ανάσα , στο απέναντι γυράδικο μια γυναίκα πίσω απ το τζάμι καθάριζε λίπη από τις σχάρες, ένα αστικό φρενάρισε στριγκλίζοντας τα φρένα του για ν’ αποφύγει μια γάτα με μάτια που γυάλιζαν και ταυτόχρονα οι λάμπες στις κολώνες ψηλά έσβησαν όλες μαζί, ξημέρωνε.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

ΑΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΕΣΤΕΡΕΣ

Το φθινόπωρο είχε μπει πια για τα καλά κι η φύση γέμιζε με κείνα τα υπέροχα χρώματα, κίτρινο, κόκκινο, καφέ, πράσινο, ο καιρός ήταν γλυκός, πολλά πρωινά έβγαζε μια ομίχλη που τα σκέπαζε όλα κι η υγρασία ήταν ευχάριστη ύστερα απ’ τις κάψες του καλοκαιριού, πέρα μακριά μπορούσες να δεις τη θάλασσα κι υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που κολυμπούσαν, μάλιστα λέγανε ότι τέτοια εποχή τα νερά είχαν την καλύτερη θερμοκρασία, δεν υπήρχε πλήθος να σε ζαλίζει ούτε ζέστη που σου σπάει τα νεύρα, ήταν η καλύτερη σεζόν για μπάνιο. Πολλές φορές σταματούσαν στη διαδρομή και κατέβαιναν να μαζέψουν κούμαρα, αυτηνής της άρεσαν πολύ κι ήξερε πώς να τα διαλέγει, προτιμούσε εκείνα που είχαν χρώμα κατακόκκινο κι ήταν μαλακά, είχε ακούσει ότι αποτελούσαν την αγαπημένη τροφή των αγριογούρουνων και των πουλιών, λέγανε ότι οι ντόπιοι εκεί πέρα τα βάζανε και στο ούζο γιατί έδινε μια γεύση ιδιαίτερη.

Ο οδηγός δε βιαζόταν καθόλου να φτάσει στα αμπέλια όπου άφηνε τις γυναίκες να μαζέψουν σταφύλια, έκανε μια στάση κι αυτή με μια φίλη της έβγαιναν σε μια πλαγιά να γεμίσουν τα σακουλάκια τους με κούμαρα. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά σχεδόν τελείωνε, μερικά χωράφια μονάχα είχαν μείνει σε κάτι σημεία ημιορεινά κι έπειτα θα σταματούσαν, ήταν ευτύχημα που κάθε χρόνο δούλευε εκεί πέρα για να κολλήσει τα λίγα ένσημα που χρειαζόταν καθώς πλησίαζε την ηλικία της σύνταξης, είχε κι ένα θέμα με το χέρι της που πάθαινε τενοντίτιδα και δεν έπρεπε να το ζορίζει οπότε πρόσεχε τις κινήσεις της κι άλλες φορές το έδενε μ’ ένα μαντήλι, λίγο ακόμα υπομονή έπρεπε να κάνει, τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει κι είχαν αρχίσει να βγάζουν δικά τους λεφτά, μάλιστα ήταν περήφανα γι αυτό κι όσο κι αν καταλάβαινε ότι στο τέλος θα έμενε μόνη από την άλλη ανυπομονούσε περιμένοντας αυτή τη στιγμή μετά από μια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις.

Το μεγάλο πρόβλημα ήταν η μάνα της που είχε εγχειριστεί και πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο, καθηλωμένη στο κρεβάτι ήθελε άνθρωπο δίπλα της όλο το εικοσιτετράωρο, δε μπορούσε να την αφήσει μόνη όπως παλιά, την εγκατέστησε στο σπίτι κι από τότε άρχισαν τα βάσανα της. Οι γέροι γίνονται εγωιστές σαν πλησιάσουν στο τέλος, σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και κανέναν άλλο, νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου, όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτούς, όσο καλοί κι αν υπήρξαν δείχνουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα καθώς η λογική υποχωρεί και λειτουργούν αυτόματα, σπάνια να δεις γέρο καλοσυνάτο. Καθόταν εκεί δίπλα της με τις ώρες να της βάζει μαξιλάρια και να της φέρνει ότι ζητούσε ενώ εκείνη γκρίνιαζε συνέχεια ζητώντας να την αλλάξει, να τη φροντίσει, να την ταΐσει, όλα της φταίγανε. Τις νύχτες η μάνα της μονολογούσε, είχε αρχίσει να τα χάνει κι αράδιαζε όλα τα σόγια, όλους τους συγγενείς κι όλους τους γείτονες που θυμόταν απ’ το χωριό όπου είχε γεννηθεί, ο τάδε ήταν παντρεμένος με την τάδε κι είχαν τόσα παιδιά ή μήπως όχι, κι ο δείνα ζούσε ή είχε πεθάνει; Η γριά θυμόταν ένα κάρο ανθρώπους ενώ ξεχνούσε αν είχε πάρει το χάπι της πριν από λίγο, παραμιλούσε αδιάκοπα καθώς όλα είχαν μπερδευτεί σαν ένα κουβάρι στο μυαλό της και τις νύχτες προσπαθούσε να το ξεμπερδέψει, αυτή καθόταν εκεί κι άκουγε τα ατελείωτα ονόματα χωρίς να βγάζει άκρη, πολλούς απ’ αυτούς τους ήξερε γι’ άλλους δεν είχε ιδέα, έτσι την έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ καθώς η γριά συνέχιζε τις ασυναρτησίες.

Μια άλλη φορά πάλι η γριά μιλούσε σα να είχε κάποιον απέναντι της, έλεγε μια ιστορία για τότε που είχε πάει να μαζέψει φλαμούρι από ένα δέντρο μέσα σε μια λαγκαδιά, είχε γεμίσει λέει ένα τσουβάλι με άνθη που μοσχοβολούσαν κι ετοιμάζονταν να φύγει όμως στο μεταξύ είχε περάσει η ώρα κι έπεσε το βράδυ, μέχρι να βγει από τη λαγκαδιά είδε κι έπαθε, με το που είχε πέσει ο ήλιος άκουγε από ψηλά απ’ το βουνό ουρλιαχτά σκύλων ή λύκων .περπατώντας στα τυφλά κατ κει που υπολόγιζε ότι βρίσκονταν μονοπάτι βρέθηκε σε κάτι πηγές με ζεστό νερό που άχνιζαν κι όλο το μέρος γύρω ήταν τυλιγμένο στους ατμούς, ‘’Θέ μου που βρέθηκα;’’ είπε η γριά και σταυροκοπήθηκε καθώς θυμόταν ξανά το μέρος . Τέτοιες ιστορίες θυμόταν όλη την ώρα η μάνα της κι αυτή καθόταν μόνη κι άκουγε θέλοντας και μη, έτσι περνούσε τα βράδια της, άκουγε παραμιλητά, κοιτούσε τις φωτογραφίες στους τοίχους και σκεφτόταν πως είχε περάσει ο καιρός, πως είχαν αλλάξει όλα, τα παιδιά είχαν φύγει για τις σχολές και τις δουλειές τους κι όσο για τον σύζυγο, όσο μακρύτερα βρίσκονταν τόσο το καλύτερο, είχαν χωρίσει πια από χρόνια και δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναβρούν.

Το περίμενε βέβαια ότι κάποτε θα ερχόταν η στιγμή να κοιτάξει τους γονείς της κι είχε αγοράσει ένα σπίτι με χώρο στον κάτω όροφο όπου θα τους έβαζε να έχουν την άνεση τους, είχε διαλέξει μια μονοκατοικία έξω απ την πόλη, κοντά σε μια ρεματιά απ’ όπου φυσούσε όλο το καλοκαίρι και δρόσιζε, όλα έδειχναν να πηγαίνουν όπως τα είχε προγραμματίσει όμως ύστερα έχασε τη μπάλα, πρώτα πέθανε ο πατέρας της έτσι ξαφνικά, ύστερα χώρισε, μετά η κόρης της έφυγε έξω, κατόπι ήρθε η μάνα της σαν κερασάκι στην τούρτα. Κάποιοι της πρότειναν να τη βάλει σε ίδρυμα, αυτή λέγανε θα ήταν η καλύτερη λύση όμως η γριά όποτε άκουγε κάτι τέτοιο έβαζε τις φωνές, ‘’Καλύτερα να με ρίξτε στη θάλασσα !’’ και τότε την πλάκωναν οι τύψεις, δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει, να την πετάξει στον καιάδα, ένιωθε ότι ήταν ο μόνος δεσμός που είχε με το παρελθόν, ήθελε να την κρατήσει ακόμα λίγο. Έψαξε για γυναίκα που θα μπορούσε να τη φροντίζει στο σπίτι όμως καμιά δεν αναλάμβανε να έρθει εκεί πέρα έξω απ’ την πόλη, όλες θέλανε να είναι κοντά στους δικούς τους και δεν το κουνούσαν από το κέντρο, δεν στάθηκε δυνατό να βρει ούτε μία πρόθυμη κι έτσι αναγκάζονταν να τη φροντίζει η ίδια για να μη νιώθει ενοχές. Το πάλεψε για ένα διάστημα όμως ύστερα τάπαιξε, δεν άντεχε, πνίγονταν, έπρεπε να ξεκολλήσει, να πάει μπροστά τη ζωή της, ήταν ακόμα νέα και δεν ήθελε να θαφτεί στο σπίτι παρέα με τη μάνα της, αν είχε κοντά τη μεγάλη της κόρη δε θα φοβόταν τίποτα αλλά εκείνη είχε φύγει μακριά πολύ στο εξωτερικό να βρει την τύχη της, αν είχε εκείνη όλα θα ήταν διαφορετικά, μπορούσε να την εμπιστευτεί, πως στο δαίμονα είχαν έρθει έτσι όλα;

Αυτό που την έσωσε ήταν μια φίλη της, συμφώνησε να προσέχει τη γιαγιά για το διάστημα που θα είχε δουλειά στα χωράφια, αμέσως πήρε πάνω της, με το που έβγαινε στην ύπαιθρο και πατούσε χώμα της έκανε καλό, από τη ρεματιά του σπιτιού της δε μπορούσες να δεις και πολλά πράγματα εδώ όμως το μάτι άνοιγε, η φύση απλώνονταν μπροστά σου, ψηλά τα αεροπλάνα πετούσαν διαγράφοντας πορείες σταυρωτές στον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα, ήταν ένα διάλειμμα που ξεκούραζε το μυαλό. Εκεί που τελείωναν τα χωράφια με τα κλήματα είχε τις εγκαταστάσεις του ένα οινοποιείο τεράστιο που είχε ανοίξει πρόσφατα, μια μέρα τους πήγαν να το δουν, είχαν πάθει πλάκα με όλα εκείνα τα βαρέλια, τα καζάνια και τα πελώρια μεταλλικά δοχεία για την αλκοολική ζύμωση, οι τύποι όποιοι κι αν ήταν, είχαν κάνει φοβερή δουλειά ,το είχαν φτιάξει πολύ όμορφο σαν αυτά που βλέπεις στην τηλεόραση.

Στο οινοποιείο τους είχαν κάνει και μια ξενάγηση όπου εξηγούσαν την ιστορία του κρασιού σ’ εκείνα τα μέρη, στην περιοχή υπήρχαν λέει κάτι χώματα περίεργα κι ένα μικροκλίμα που επηρεάζονταν από υπόγεια θερμά νερά, εκεί κοντά άλλωστε βρισκόταν και κάτι λουτρά όπου ο κόσμος έκανε τα θεραπευτικά μπάνια του, εκεί κάπου πρέπει να είχε βρεθεί κι η μάνα της τότε που χάθηκε στο λαγκάδι με τις φλαμουριές κι αργότερα έπαιρνε τον συγχωρεμένο τον πατέρα της και πήγαιναν για υδροθεραπείες. Η ξενάγηση ήταν πολύ ωραία, μια γυναίκα που ήξερε ένα κάρο πράγματα έλεγε ότι στα κρασιά μπορείς να βρεις μέχρι και τετρακόσια διαφορετικά αρώματα ανάλογα με τις ζύμες που χρησιμοποιούνται, τις αρωματικές εστέρες , το ξύλο του βαρελιού, το μπουκάλι της φιάλης . Πολλά από κείνα που άκουγε δεν τα τα καταλάβαινε όμως ακούγονταν πολύ όμορφα, τι ωραία θα ήταν να είχε σπουδάσει κάτι σχετικό, πάντα της άρεσε λίγο κρασί στο τραπέζι και μπορούσε να διακρίνει τα καλά από τα εντελώς άχρηστα, είχε σχεδόν ξεχαστεί εκεί πέρα και το βράδυ που γύρισε στο σπίτι ήταν σχεδόν χαρούμενη.

Ένιωθε πιο ανάλαφρη παρόλο που ήταν κουρασμένη, τις μέρες που είχε ρεπό η φίλη της ξεκουράζονταν κι εκείνη πρόσεχε τη μάνα της . Την είδε να ροχαλίζει ήρεμα κι έπεσε στο κρεβάτι ξερή. Κοντά στα μεσάνυχτα ξύπνησε από έναν θόρυβο σα γδούπο, έτρεξε στο δωμάτιο της μάνας της ενώ η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά, τη βρήκε στο πάτωμα ν’ αγκομαχά, φαίνεται ότι προσπαθώντας να σηκωθεί είχε πέσει με το πρόσωπο, η όψη της ολόκληρη είχε μελανιάσει. Τρόμαξε όταν την είδε έτσι παραμορφωμένη, σκιάχτηκε, της ήρθε να βάλει τα κλάματα, πήρε τηλέφωνο για ασθενοφόρο και προσπάθησε να τη σηκώσει όμως ήταν αδύνατο, η γιαγιά ήταν πολύ βαριά και μπορούσε να σακατέψει τη μέση της, την τράβηξε στον τοίχο, της έπλυνε το πρόσωπο και την έβαλε να πιει λίγο νερό, η γριά ανάσαινε βαριά, ύστερα άρχισε να παραμιλά όπως έκανε τα βράδια που δεν είχε ησυχία ‘’Αχ! πότε θα πάω στα λουτρά για τη μέση μου, το ζεστό νερό θα πάρει τους πόνους μου!’’ ύστερα φώναζε τον άντρα της ‘’Γιώργο μη μπαίνεις στη δεξαμενή τη βαθιά, θυμάσαι τότε που πνίγηκε ένα παιδί, κράτα το χέρι μου, εγώ ξέρω καλό κολύμπι!’’ Οι νοσοκόμοι κατάλαβαν τι συνέβαινε κι ούτε που τη ρώτησαν γιατί έκλαιγε, η γιαγιά συνέχιζε να παραμιλά μέχρι που την έβαλαν στο όχημα.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΙΝ

Πήρε τον πυροσβεστήρα και τον άδειασε στις φλόγες που εξαφανίστηκαν για μια στιγμή ,ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιήσει τέτοιο πράγμα μόνο στις ταινίες είχε δει πως γίνεται όμως τελικά ήταν εύκολο, αμέσως όμως βγήκαν καινούριες φλόγες δαιμονισμένες απ’ τον απορροφητήρα σαν κάτι που υπήρχε εκεί μέσα να τις τροφοδοτούσε, βγήκε έξω να ανασάνει, κάποιος του έδωσε ακόμα έναν πυροσβεστήρα, τράβηξε την περόνη και τον άδειασε κι αυτόν πάλι όμως έγινε το ίδιο, για λίγο το κακό έσβησε αλλά ξανά πάλι πετάχτηκε ανεβαίνοντας συνέχεια προς τα πάνω, έτσι λειτουργεί η φωτιά, δεν το ήξερε μέχρι που το είδε με τα μάτια του, ψάχνοντας οξυγόνο απεγνωσμένα οι φλόγες έσπασαν τα τζάμια που έγιναν θρύψαλα και σκόρπισαν στο δρόμο, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι συνέβαινε σ’ αυτόν, ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για όλη εκείνη τη φασαρία, κόσμος είχε μαζευτεί έξω και κοίταζε, είχε γίνει κανονικό θέαμα, με κάποιο τρόπο βρέθηκε στα χέρια του και τρίτος πυροσβεστήρας, τον άδειασε και κείνον ενώ τα ρουθούνια του έτσουζαν από μια μυρουδιά ξινή που έκαιγε τα πνευμόνια του, εκείνη τη στιγμή ήρθαν οι πυροσβέστες, κάτι θηρία με τις μάνικες κι άρχισαν να σβήνουν την καταραμένη φλόγα μέσα στην εστία μέχρι ψηλά, αυτός ήταν μέσα όλη την ώρα όταν κάποιος του φώναξε ‘’ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ ΤΩΡΑ!!!!’’

Ήταν σαν να γινόταν εκεί πέρα μια μάχη κι έπρεπε να τσακιστεί να υπακούσει στις διαταγές που του έδινε αυτός που ήξερε και βέβαια είχε δίκιο, το μέρος πια είχε γεμίσει μονοξείδιο που μπορεί να σε δηλητηριάσει γι αυτό άλλωστε κι ο πυροσβέστης που του είχε βάλει τις φωνές φορούσε την προστατευτική μάσκα του, ύστερα από λίγο κι αφού είχαν αδειάσει κάμποσο νερό, η φωτιά έσβησε επιτέλους ενώ αυτός το μόνο που σκέφτονταν ήταν πότε θα έφευγαν όλοι εκείνοι οι ηλίθιοι που παρακολουθούσαν την καταστροφή σα να ήταν ένα θέαμα στη τηλεόραση. Ένας κρανοφόρος θηριώδης με βλέμμα άγριο και τόνο αποφασιστικό που μάλλον ήταν επικεφαλής εκεί πέρα, ζήτησε να τους πει πως είχε γίνει το πράγμα ενώ κάποιος άλλος έγραφε σ’ ένα μπλοκάκι, έδωσε τα στοιχεία του, είπε και λεπτομέρειες που του ζητήσανε όταν είδε τον εαυτό του σε μια βιτρίνα, πως είχε γίνει έτσι, το πρόσωπο του είχε βαφτεί μαύρο και σταχτί απ’ τους καπνούς, έμοιαζε με πεθαμένο, η γυναίκα του όταν τον είδε αργότερα τρόμαξε, ‘’Ήταν σα να είχες γεράσει’’ του είπε. Η φωτιά εκείνη ήταν ότι πιο σοκαριστικό του είχε ποτέ συμβεί κι όπως είχε πέσει με τα μούτρα να τη σβήσει προτού πάρει διαστάσεις δεν κατάλαβε πόσο είχε κινδυνέψει όμως ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ το μυαλό του ότι δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ήταν μια στιγμή κρίσιμη και ήξερε ότι μπορούσε να περιορίσει τις συνέπειες όσο γινόταν, αν μη τι άλλο έπρεπε να το παλέψει όσο μπορούσε, να μη το αφήσει έτσι να εξελιχτεί έξω από κάθε έλεγχο χωρίς καμιά παρέμβαση.

Αυτός που είχε φωνάξει να εξαφανιστεί, ένα νεαρό παιδί με μαλλιά ιδρωμένα από το κράνος και τη μάσκα, του είπε ότι έπρεπε να ελέγξουν τον πάνω όροφο μήπως είχε ξεμείνει καμιά εστία που σιγόκαιγε, του έφερε μια σκάλα γιατί αλλιώς θα τρυπούσε το ταβάνι μ’ ένα κοντάρι μεταλλικό, από το πατάρι στη πίσω μεριά σκαρφάλωσε και έλεγξε το μέρος ‘’Όλα εντάξει !’’είπε καθώς κατέβαινε, ευχαρίστησε το παιδί , ‘’Συγγνώμη για την ταλαιπωρία !’’ του είπε κι εκείνο χαμογέλασε, του έκανε εντύπωση η αποφασιστικότητα των πυροσβεστών που φαινόταν να ξέρουν τη δουλειά τους και δεν έμοιαζαν να φοβούνται, το αντίθετο μάλιστα, ήταν σα στρατιώτες στη μάχη και στους καπνούς μαχόμενοι κυριολεκτικά, εκεί δεν έχει αστεία, εκεί κινδυνεύει η ζωή σου κι άμα είσαι λιγόψυχος καλύτερα να φεύγεις μετάνιωσε για όλα όσα είχε πει κατά καιρούς για ταβλαδόρους κι αργόσχολους. ‘’Πόσο υπολογίζεις τη ζημιά;’’ ρώτησε ο επικεφαλής το παιδί με τα ιδρωμένα μαλλιά κι εκείνο είπε ένα ποσό που ακούστηκε καλά κι αυτός το συγκράτησε, ΄΄Δε φταις εσύ’’ του είπανε ‘’Έπρεπε να είχε καθαριστεί η καμινάδα από καιρό, θα σου τηλεφωνήσουμε να δώσεις κατάθεση’’’ του είπαν κι αυτό ήταν μια μεγάλη ανακούφιση. Οι κρανοφόροι φόρτωσαν τις μάνικες στο κόκκινο όχημα κι άρχισαν ν’ αποχωρούν, με το που έφυγαν πήραν ν αραιώνουν επιτέλους κι όλοι εκείνοι οι περίεργοι, τώρα πια μονάχα μερικοί έχωναν το κεφάλι στην είσοδο ρωτώντας τι είχε συμβεί, άλλοι από ενδιαφέρον κι άλλοι από περιέργεια νοσηρή. Έριξε μια ματιά γύρω του τώρα που είχε ηρεμήσει κάπως, ότι υπήρχε πάνω απ’ τα δυο μέτρα είχε καψαλιστεί, το κλιματιστικό στον τοίχο είχε γίνει λιώμα με τα πλαστικά του κομμάτια να κρέμονται σαν γλυπτό τρελό, η τσάντα του που την είχε στο πάνω ράφι της ντουλάπας είχε καεί, κάτι χάρτινες συσκευασίες έβγαζαν καπνούς και τις έσβησε γρήγορα βάζοντας τες κάτω απ το νεροχύτη μαζί με και άλλα χαρτιά κι αποδείξεις. Το θηρίο έμοιαζε να έχει πια ησυχάσει και τώρα θα ήθελε με κάποιο τρόπο να φέρει τα πράγματα εκεί που ήτανε, βάλθηκε να καθαρίζει και να πετά ότι κατεστραμμένο υπήρχε προσπαθώντας να βάλει μια τάξη εκεί μέσα γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει τίποτα, ήταν εξουθενωμένος ψυχολογικά και σωματικά κι εκτός αυτού απ’ το δεύτερο όροφο έτρεχαν νερά όλη την ώρα κι ήταν αδύνατο να κάνεις οτιδήποτε, έκλεισε τα γενικό του νερού, ντύθηκε κι έσπευσε να εξαφανιστεί από κει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

‘’Πρέπει να πας αμέσως στο νοσοκομείο !’’ του είπε επιτακτικά η γυναίκα του μόλις τον είδε, τα πνευμόνια του έτσουζαν ακόμα όμως αυτός πάντα μισούσε τα νοσοκομεία και δεν είχε νοσηλευτεί ποτέ του, δεν είχε καμιά όρεξη να τρέχει στους γιατρούς , έκανε ένα ντους κι ένιωσε λίγο καλύτερα. Το βράδυ που πλάγιασε ήταν αδύνατο να ηρεμήσει απ’ την υπερένταση, όλη την ώρα πετάγονταν λέγοντας ‘’Πως έγινε σ’ εμένα αυτό, πως το άφησα, που ήμουν;’’, όταν έκλεινε τα μάτια έβλεπε φλόγες και καπνούς ενώ εκείνη η μυρουδιά δεν έφευγε με τίποτα από τη μύτη του, σηκώθηκε και πήγε στο πατάρι, η τσάντα του είχε καεί και τα παπούτσια του έφταιγαν, τα είχε πετάξει εκεί το που μπήκε στο σπίτι κι η μυρουδιά τους δεν έφευγε με τίποτα, τα έβγαλε αμέσως στο μπαλκόνι . Ξάπλωσε πάλι και το μόνο που σκεφτόταν ήταν τι θα έκανε, όλα είχαν πάει στράφι, θα τον έδιωχναν φυσικά από κείνη τη δουλειά αλλά ήξερε καλά ότι η βασική ευθύνη δεν ήταν δική του, σιγά μη πλήρωνε κι από πάνω όπως του είχε πει το αφεντικό στο τηλέφωνο, εδώ είχε κινδυνέψει να καεί ζωντανός κι ο άλλος του ζητούσε τα ρέστα ! Βέβαια κανείς δεν γεννήθηκε αλάνθαστος, την είχε πατήσει όπως χιλιάδες άλλοι που άφησαν τη φωτιά και πήγαν μια βόλτα, πόσες ιστορίες δεν είχε ακούσει, η πολλή σιγουριά δεν είναι καλή πάντα, έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός, υπάρχουν στιγμές που πρέπει να καταπιείς τον εγωισμό σου αλλιώς είσαι ηλίθιος και δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται. Απ’ την άλλη φυσικά δεν είχε νόημα να το σκέφτεται, το κακό είχε γίνει κι έπρεπε να κοιτάξει μπροστά όσο πιο γρήγορα γίνονταν, στο κάτω- κάτω είχε βγει ζωντανός κι ούτε είχε τραυματιστεί πουθενά, έπειτα δεν είχε γίνει καμιά ζημιά σοβαρή που δεν διορθώνονταν, δε θα καθόταν λοιπόν εκεί πέρα να αυτομαστιγώνεται, ότι ήταν να γίνει είχε γίνει. Προς το ξημέρωμα ένιωσε έναν πόνο στο αυτί και πήγε στον καθρέφτη, είδε ότι το πτερύγιο είχε καεί και δεν είχε πάρει χαμπάρι μες τον πανικό, λένε βέβαια ότι στα πτερύγια δεν πονάς γι αυτό και τα τρυπούν περνώντας σκουλαρίκια και χαλκάδες διάφορους, όπως και αν ήταν δε φαινόταν κάτι σοβαρό…

Τις επόμενες μέρες τον σταματούσαν στο δρόμο και τον ρωτούσαν για τη φωτιά, έπρεπε να εξηγεί στον καθένα τα γεγονότα κι αυτό ήταν ένα σημείο δύσκολο γιατί κάθε φορά τα θυμόταν πάλι. Για καμιά βδομάδα τα χαρτιά του μύριζαν καπνό θυμίζοντας του το σκηνικό, εκείνο το πράγμα δεν έφευγε με τίποτα, δεν μπορούσε να συνέλθει και τα βράδια πετάγονταν τρομαγμένος καθώς έφερνε στη μνήμη του το συμβάν όπου ήταν σα ζώο φυλακισμένο κι ο κόσμος τον κοίταζε σα να ήταν κλεισμένος σε κάποιο κλουβί. Ένιωσε ότι δεν άντεχε τη πόλη με τα τσιμέντα, το σαββατοκύριακο έφυγε για το εξοχικό ενός φίλου του να ησυχάσει λίγο, η γυναίκα του τον ξεπροβόδισε γνωρίζοντας ότι άμα αποφάσιζε κάτι δεν άλλαζε γνώμη. Κι εκεί βέβαια σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί, τι θα έκανε από δω και πέρα, βρισκόταν όμως μακριά κι αυτό τον ηρεμούσε, όσο κι αν αντιπαθούσε κάποτε την επαρχία αυτή τον χαλάρωνε πάντα κι ένιωθε ότι βαθιά μέσα του την είχε ανάγκη όλο και περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια. Το εξοχικό του φίλου του έμοιαζε να βρίσκεται έξω απ’ το χρόνο, μακριά από το καταραμένο κυνήγι της καθημερινότητες που σε τρώει λίγο λίγο κάθε μέρα, πολλές φορές ξεχνάς από που ξεκίνησες και τι ήθελες πραγματικά, τα γεγονότα σε παρασύρουν όπου θέλουν αυτά και στο τέλος βγαίνεις εντελώς από την πορεία σου. Καθώς ο καιρός είχε αρχίσει ν’ αλλάζει ο ουρανός γέμισε σύννεφα κι άρχισε να βρέχει , επιτέλους είχε φύγει το καλοκαίρι κι είχε γυρίσει κατά το φθινόπωρο . Στο άδειο σπίτι ένα γραφείο και πάνω στο τραπέζι ένα βιβλίο χοντρό και κάτι σημειώσεις με τον τίτλο ‘’Η ανεμόσκαλα του Βιτγκενστάιν’’ , άνοιξε το βιβλίο και δεν κατάλαβε ούτε μια γραμμή καλά ο φίλος του είχε θέμα !

Μπορεί να μην καταλάβαινε το βιβλίο όμως είχε αρχίσει να φιλοσοφεί όλο και βαθύτερα, έκανε κάτι σκέψεις περίεργες και σιγά σιγά ένιωσε σα να του ήρθε μια επιφοίτηση, αισθάνονταν ότι όλο αυτό μπορεί να ήταν ένα είδος καλέσματος, καταλάβαινε ότι βρισκόταν σ’ ένα σταυροδρόμι, στο ξεκίνημα μιας κατάστασης καινούριας που δεν ήξερε που θα τον βγάλει, το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι έπρεπε ν’ αλλάξει, είχε βαλτώσει για χρόνια στις ίδιες καταστάσεις και τώρα υπήρχε μια αφορμή να ξεκολλήσει, λένε ότι κάθε πέντε δέκα χρόνια ο άνθρωπος πρέπει να κάνει ένα ξεκίνημα καινούριο, ίσως ήταν η ώρα να το κάνει κι αυτός….

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ

Μια φορά είδε στον ύπνο του ότι πέθαινε και βρισκόταν σ’ ένα λιβάδι με χορτάρια που ανέμιζαν λουσμένα στο φως κι ένας τύπος με μακριά μαλλιά γεμάτα κόμπους περνούσε πάνω σε μια καμήλα, ήταν ένα όνειρο πολύ περίεργο, όταν ξύπνησε αισθάνονταν μια ευδαιμονία εσωτερική. Μια άλλη φορά πάλι είχε δει ότι οδηγούσε σ’ ένα δρόμο περνώντας μέσα από κάποιο τούνελ τεράστιο και μπροστά στο παρμπρίζ έβλεπε κάτι φωτάκια κόκκινα, γαλάζια, πορτοκαλιά, κίτρινα σα μικρές μπάλες πολύ όμορφες που χόρευαν όλη την ώρα, αυτός τ’ ακολουθούσε για να βγει σε μια γέφυρα που υψώνονταν πάνω απ τη θάλασσα κι από κει κατέληγε σ’ ένα χώρο κενό, του φαινόταν ότι βρίσκονταν έξω απ το χρόνο εκεί όπου δεν αλλάζει τίποτα κι όλα μένουν ακίνητα . Τα όνειρα εκείνα ήταν πολύ χαλαρωτικά, πολύ ηρεμιστικά κι όταν ξυπνούσε είχε διάθεση πολύ ανεβασμένη, ένιωθε σα να είχε βγει απ το σώμα του κι είχε επανέλθει, κάπου είχε ακούσει ότι ο καλύτερος θάνατος γίνεται όταν κοιμάσαι, όλοι έτσι θέλουν να τελειώνουν την ύπαρξη τους χωρίς να πονέσουν χωρίς να υποφέρουν, περνάς από τη μια διάσταση στην άλλη που δεν έχει και μεγάλη διαφορά γι αυτό άλλωστε οι αρχαίοι τους θεωρούσαν αδέρφια.

Από τότε που είχε κάνει τις εξετάσεις στην κλινική άρχισε να βλέπει τέτοια όνειρα, μέχρι να τελειώσουν ήταν μες την αγωνία, ποτέ του δε χώνεψε τα νοσοκομεία και τους γιατρούς που σκαλίζουν το σώμα και ψάχνουν όλα τα όργανα, τη καρδιά, το μυαλό, το συκώτι, χώνοντας τη μύτη τους όπου να ναι, μα τι ηλίθιο ! Εκεί είχε γνωρίσει μια γυναίκα μ’ ένα κάρο προβλήματα κι αρρώστιες που φαινόταν ευδιάθετη, γελούσε κιόλας, την είχε ρωτήσει πως γίνεται να μη σε παίρνει από κάτω, δε μπορούσε να καταλάβει, αυτός φοβόταν τη σκέψη και μόνο ότι κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά , μέχρι να πάρει τα αποτελέσματα τα πόδια του ήταν κομμένα, είναι κάποια ενδεχόμενα που δε θες να τα σκέφτεσαι καθόλου. Τέτοιες στιγμές θυμόταν τη μάνα του που ήταν της εκκλησίας και παλιά , τότε που είχε αντοχές, πήγαινε κι άλλαζε όποιον πέθαινε στο χωριό, το θεωρούσε κάποιας μορφής ευλογία να φροντίζεις τον πεθαμένο, να τον ευπρεπίζεις σα να τον ετοιμάζεις για κάποιο ταξίδι. Κάποτε τον είχε πάρει μαζί της να δουν ένα θείο του ετοιμοθάνατο, δεν τον πήγαινε με τίποτα εκείνον το θείο που ήταν όλο ειρωνείες αλλά αυτή τη φορά τον είχαν βρει πολύ ήσυχο, έμοιαζε να τόχει πάρει απόφαση, ξάπλωνε σ’ ένα κρεβάτι με άσπρα σεντόνια κι είχε διάφορα φαγητά και πιοτά μπροστά του ‘’Πάρε ότι θες ! του είχε πει κι εκείνος δοκίμασε ένα γλυκό για να μη του χαλάσει το χατίρι, του είχε κάνει εντύπωση που τον είχε βρει έτσι σα να είχε μαλακώσει σα να είχε γίνει ξαφνικά καλός . Η μάνα του μιλούσε όλη την ώρα κι ο θειος την κοίταζε με τα μάτια ανοιχτά, πάντα κατάφερνε να βρει κάτι παρήγορο σε τέτοιες περιπτώσεις, στις κηδείες όπου όλοι έκλαιγαν εκείνη φαινόταν ψύχραιμη, βέβαια όταν πέθανε ο πατέρας του εκείνη δεν άντεξε, έσπασε, φαίνεται ότι εκεί δε λειτούργησε το μεταφυσικό της, το είχε προσέξει αυτό.

Άμα ζούσε η μάνα του θα του εξηγούσε τι σήμαιναν εκείνα τα όνειρα με τα λιβάδια, τις καμήλες και τα φωτάκια όμως τώρα έπρεπε να το βρει μόνος του την άκρη . Και δεν ήταν μονάχα τα όνειρα , τελευταία κάτι είχε πάθει και κατακλύζονταν από αναμνήσεις παλιές, τι στο διάβολο συνέβαινε, ήταν τόσο πολλές σα να έτρεχε ένας καταρράχτης ασταμάτητος, του την έδινε καμιά φορά όμως δε μπορούσε να το ελέγξει, συνέχιζαν να κατρακυλούν σα χιονοστιβάδα πλημμυρίζοντας τον μέρα και νύχτα. Αυτό που επανέρχονταν πιο συχνά στη μνήμη του ήταν ένας γάμος που τον είχε ξεχάσει και τώρα έβγαινε ξανά στην επιφάνεια, ήταν πολύ πιτσιρικάς τότε αλλά θυμόταν ένα μπαλκόνι, κόσμο με παπούτσια γυαλιστερά, πουκάμισα, φώτα, κάτι μουσικές, γυναίκες με φουστάνια, ήταν σ’ ένα σπίτι κάπου στην άκρη του χωριού κοντά σ’ ένα οικόπεδο όπου φύτρωναν σπαθόχορτα με λουλούδια κίτρινα που γυάλιζαν στον ήλιο. Μια άλλη ανάμνηση που του ερχόταν συνέχεια ήταν το δωμάτιο στο παλιό τους σπίτι, στεκόταν εκεί με τις κουρτίνες τραβηγμένες μπροστά σε μια τηλεόραση ασπρόμαυρη που δεν έπαιζε τίποτα, μονάχα χιόνια έδειχνε κι έβγαζε έναν ήχο σα βούισμα όλη την ώρα, το δωμάτιο ήταν άδειο εντελώς, δεν υπήρχε κανένας εκεί μέσα, μονάχα αυτός κι η συσκευή.

Το καλοκαίρι ήταν η αιτία για όλ’ αυτά βέβαια, το καλοκαίρι με τις ατέλειωτες μέρες του και το φως που διαλύει το σύμπαν ολόκληρο. Ευτυχώς τελείωνε, το φθινόπωρο βρισκόταν προ των πυλών, κανονικά θάπρεπε να πέσει η θερμοκρασία, όμως σα να είχε κεκτημένη ταχύτητα εκείνο συνέχιζε ακάθεκτο σαρώνοντας τα πάντα η πιο ζόρικη εποχή του χρόνου τερμάτιζε αφήνοντας πίσω της τα πάντα διαλυμένα. Καθισμένος στο μπαλκόνι περίμενες ένα θρόισμα να κουνήσει κάνα φυλλαράκι όμως τίποτα, οι νύχτες πάλι βουβές παρέα με τον ρόγχο του κλιματιστικού, όλοι είχαν εξαντληθεί, πρεζόνια κι ελεεινοί άστεγοι είχαν λιώσει στα παγκάκια, τα σκυλιά που ξενυχτούσαν κάθε βράδυ από τις φασαρίες των σειρήνων και των αυτοκινήτων κυλιόντουσαν στα τσιμέντα ψάχνοντας κάποιον ίσκιο, τα κοράκια έσερναν τις κοιλιές τους στο χορτάρι να δροσιστούν, κορίτσια επέστρεφαν από παραλίες με μαυρισμένα σώματα και γραμμούλες άσπρες στη πλάτη, η γη ήθελε λίγο νερό να ξεδιψάσει, μια βροχή χρειαζόταν να ξεπλύνει την άσφαλτο. Από τα γκαράζ των πολυκατοικιών, ψηλά πάνω απ’ την πόλη, έβλεπες κάτω τη γκρίζα θάλασσα, οι ειδήσεις μιλούσαν για φονικά και φωτιές παντού στο κόσμο, τα λεωφορεία κατέβαιναν στις κατηφόρες όλη την ώρα και δε σ’ άφηναν να κοιμηθείς, τα λεφτά τελείωναν, τα ταμεία άδειαζαν, οι διακοπές δε μπορούσαν να πάρουν άλλη παράταση, τα κεφάλια έπρεπε να σκύψουν πάλι πίσω στις δουλειές κι όποιος αντέξει μέχρι το χειμώνα, μη σου πω ότι υπήρχαν πολλοί που δεν είχαν πάει πουθενά όλο το διάστημα κι αναρωτιόσουν πως θα την έβγαζαν, καλά αυτοί ήτανε καμένοι.

Ένα βράδυ που καθόταν με τη μικρή κόρη του κι έβλεπαν τηλεόραση τον ρώτησε έτσι στο αδιάφορο σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, ‘’Μπαμπά πως είναι όταν πεθαίνεις;’’ παραλίγο να τιναχτεί απ’ τον καναπέ αλλά συγκρατήθηκε, είχε μείνει κάγκελο και δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι η μικρή διάβαζε το μυαλό του, δεν ήξερε τι να της απαντήσει, είπε εκεί πέρα κάτι κοινοτοπίες αμήχανες κι ύστερα την έστειλε για ύπνο. Το μικρό ώρες – ώρες μιλούσε σα να ήταν εκατό χρονών άνθρωπος, και σ’ έκανε να ψάχνεις από πού σου ήρθε όμως ήταν το αγαπημένο τους. Όλη την ώρα έτρεχε πίσω απ’ τη μάνα του, δεν την άφηνε να κάνει τίποτα, μόλις ερχόταν απ’ το σχολείο έπλενε όλα τα πιάτα σκαρφαλωμένο σε μια καρέκλα , και τα ντάνιαζε εκεί πέρα με τάξη, τα πιρούνια, τα πιάτα, τα ποτήρια, τις πετσέτες φτιάχνοντας έναν πύργο που καθόσουν και τον χάζευες, τόσο όμορφα τα έβαζε ! Άλλοτε πάλι έπιανε ν’ απλώσει τη μπουγάδα, ‘’Όχι μαμά, εγώ θα το κάνω!’’ φώναζε κι έπιανε εκεί μια ώρα τις κάλτσες μια- μια, τα φανελάκια, τα εσώρουχα, όλα στη σειρά γραμμένα, σα σχέδιο

Το παιδί ήταν χάρμα όποτε ήταν στις μαύρες του το κοιτούσε κι έπαιρνε απάνω του, συχνά σημείωνε στο τετράδιο της ιστορίες που τις διάβαζαν κι έπειτα τις κολλούσαν στο ψυγείο, σε κάποια απ’ αυτές μιλούσε για τη γιαγιά της που τη θυμόταν να φορά μια νυχτικιά ωραία με τριαντάφυλλα, έγραφε εκεί πόσο την αγαπούσε και για ένα μαξιλάρι που της είχε χαρίσει, ένα γεμάτο ρίγες γαλάζιες και κόκκινες, ήταν το αγαπημένο της, μόνο μ’ εκείνο κοιμότανε! Το κοριτσάκι είχε ένα δέσιμο ιδιαίτερο με τη γιαγιά του όσο εκείνη ζούσε, είχε κι εκείνο μια έφεση προς τα θρησκευτικά και τα πνευματικά κι όλη την ώρα μιλούσαν για τέτοια. Στα μάτια του έβλεπε τη μάνα του, εκείνη πίστευε κι αυτό την είχε βοηθήσει σ’ όλη τη ζωή της, πάντα είχε έναν προσανατολισμό, έναν ηθικό κώδικα, οι θρησκείες ήταν ανέκαθεν χρήσιμες γι αυτό κι άντεξαν χιλιάδες χρόνια, έδιναν μια ελπίδα, μια διέξοδο, αν δεν τα καταφέρεις εδώ φίλε υπάρχει άλλη μια ευκαιρία εκεί ψηλά , οι μουσουλμάνοι για παράδειγμα πήγαιναν λέει χαρούμενοι στον άλλο κόσμο κι οι Βίκινγκς, οι πολεμιστές, θα απολάμβαναν όλα τα καλά αν σκοτώνονταν στον πόλεμο. Καθένας έχει μια δική του πίστη για την άλλη ζωή, βέβαια υπάρχουν ένα σωρό προβλήματα σε τούτη τη ζωή άμα όμως έλυνες αυτό και δε φοβόσουν να πεθάνεις υποτίθεται ότι όλα τ’ άλλα λύνονταν με κάποιο τρόπο, αποκλείεται να ήταν δυσκολότερα, έτσι δεν είναι ;

Άμα ζούσε η μάνα του θα έβρισκε μια καλή απάντηση στο μικρό όποτε ρωτούσε τέτοια περίεργα αλλά αυτός δεν ήξερε, ένιωθε εντελώς βλάκας μ’ αυτά, δε μπορούσε να βρει κάτι καλό να πει, ακόμα κι αν το ήξερε δεν του έβγαινε, δε μπορούσε να το εκφράσει με λόγια. Για ανθρώπους σα τη μάνα του τα πράγματα ήταν άπλα, δε χρειαζόταν να σκεφτούν, είχαν θαρρείς έτοιμη τη λύση, πήραν ένα δρόμο και τον ακολούθησαν μέχρι το τέλος τώρα όμως ο κόσμος είχε γίνει πολύ μπερδεμένος.

Όπως σκεφτόταν ένα σωρό πράγματα τον είχε πιάσει μια αγωνία και μια ανησυχία, ένα άγχος έτσι στα καλά καθούμενα που έμοιαζε ότι θα τραβούσε για καιρό ώσπου ένα βράδυ είδε το πιο περίεργο όνειρο κι ήταν σα να λύθηκαν τα μάγια ξαφνικά και το μυαλό του καθάρισε. Είδε ότι βρισκόταν σε μια έρημο τεράστια στρωμένη από αλάτι τόσο λευκό που έμοιαζε με καθρέφτη απέραντο, μπορούσες να δεις το είδωλο σου εκεί μέσα ολοκάθαρα. Στη μέση της ερήμου που ήταν σαν λίμνη, υπήρχε ένα ύψωμα σα νησί κι εκεί φύτρωναν κάκτοι πολύ ψηλοί, μέχρι τρία τέσσερα μέτρα. Περπατούσε ανάμεσα τους αγγίζοντας κάτι βράχια που κάποτε ήταν κοράλλια στον βυθό μιας θάλασσας που λες κι είχε τραβηχτεί ακολουθώντας μια πελώρια παλίρροια . Καθισμένος σ’ ένα βράχο κοραλλένιο εκεί στο ύψωμα έβλεπε μακριά ένα φως πορτοκαλί σε ριπές όπως όταν βγαίνει από χαραμάδες και πίσω του είδε να έρχονται σα σκιές η μάνα κι η κόρη του, κάτι του λέγανε όμως δεν το καταλάβαινε αλλά του έκανε καλό, τον καθησύχαζε, από τότε του έφυγε το άγχος, ησύχασε για καιρό …

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

ΚΡΑΣΙ ΠΙΚΡΑΛΙΔΑΣ

Με το που διέρρηξε την πόρτα άκουσε έναν ήχο που του έκοψε τα πόδια, μες το σπίτι υπήρχε κάποιος , είχε στηθεί πάνω από δέκα λεπτά έξω περιμένοντας, είχε χτυπήσει το κουδούνι όμως κανείς δεν απάντησε,  ήταν  σίγουρος ότι το διαμέρισμα ήταν άδειο όμως την είχε πατήσει, ήθελε  αμέσως να φύγει μετά όμως σκέφτηκε, ‘’Ας δω τι γίνεται’’, έτσι κι αλλιώς  επικρατούσε τέτοια νέκρα σ’  ολόκληρη την πολυκατοικία σα να βρισκόταν σ’ ένα κτίριο φάντασμα που το είχαν εγκαταλείψει όλοι. Έψαξε τον διακόπτη κι  άναψε το φως, στο δωμάτιο υπήρχε ένα κρεβάτι και δίπλα του το πεσμένο σώμα  μιας γυναίκας, πως είχε βρεθεί στο πάτωμα, τι έκανε μόνη  της;  Πρώτη φορά συναντούσε  κάτι τέτοιο, το πιο περίεργο που του είχε συμβεί ήταν τότε που είχε μπει σ’  ένα σπίτι και καθώς ετοιμάζονταν να φύγει ένιωσε δυο μάτια να τον κοιτάζουν στα σκοτεινά, η καρδιά του είχε αναπηδήσει δέκα φορές  αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν  μια γάτα ανεβασμένη σ’ ένα πάγκο, καθόταν πάνω στο μαξιλαράκι της και τον κοίταζε χωρίς  να βγάζει άχνα μόνο κουνούσε νευρικά την ουρά της, εκεί  είχε νιώσει πολύ περίεργα.

Το μέρος μύριζε φρούτα, ροδάκινα μάλλον, κάπου θα υπήρχε μια φρουτιέρα, η γυναίκα φαινόταν να αναπνέει κανονικά  αλλά  για κάποιο λόγο είχε ακινητοποιηθεί, πόση ώρα βρισκόταν πεσμένη, ποιος την πρόσεχε άραγε πάντως φαινόταν καθαρή και ταχτοποιημένη. Δε μπορούσε να την αφήσει έτσι, πλησίασε και την σήκωσε   μέχρι την άκρη του κρεβατιού και την έβαλε να ξαπλώσει, ήταν πολύ ελαφριά, αυτή τον κοιτούσε σα χαμένη,  ‘’ Με συγχωρείς που σε αναστάτωσα’’  της είπε ενώ όλη την ώρα είχε   το νου του  στη πόρτα μη μπει κανένας  και τον πιάσει στα πράσα, έπειτα  πήγε στην άλλη  μεριά του διαμερίσματος, βγήκε στο μπαλκόνι και είδε ότι δεν ήταν ψηλά, μπορούσε να πηδήξει από κει σ’ ένα στενάκι αν στριμώχνονταν, υπήρχε  οδός διαφυγής σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά . Έκλεισε  την εξώπορτα κι έριξε μια ματιά  στο χώρο όπου βρισκόταν, σε κάθε διάρρηξη του άρεσε  να παρατηρεί  τα άγνωστα σπίτια, πρόσεχε τη διακόσμηση, τα ακριβά αντικείμενα, το στόλισμα του σπιτιού, τις τηλεοράσεις, τους πίνακες,  έψαχνε τις πιο σκοτεινές γωνίες, τις πιο παράξενες κρυψώνες  και συνήθως έβρισκε τα μέρη όπου έβαζαν τα λεφτά οι ένοικοι,  σπάνια του ξέφευγαν, αν υπήρχε κάτι  που άξιζε έπρεπε  να το βρει. 

 Ποτέ δεν πείραζε κανέναν, αυτή  ήταν αρχή του,  να μη χρησιμοποιεί βία, δεν υπήρχε λόγος, αυτόν τον ενδιέφερε να γεμίζει την τσάντα του με κάθε λογής  πολύτιμα πραγματάκια και μετά να χάνεται αθόρυβα,  να γίνεται αόρατος, όλο αυτό τον εξιτάριζε, στο σπίτι του άδειαζε τη τσάντα  να  χαζέψει ότι είχε φέρει μαζί του, καθόταν εκεί πολύ ώρα ήσυχος και τα κοίταζε,  μετά είχε τον άνθρωπο του στη πιάτσα που   τα προωθούσε,  δε τον ένοιαζε  από κει και κάτω, ήξερε ότι ο άλλος ήταν πολύ προσεχτικός στη δουλειά του. Είχε  κάνει καλό κομπόδεμα και σκεφτόταν να τα παρατήσει,  ήξερε ότι δεν θα τον συνόδευε πάντα η καλή του  τύχη κι ότι  έπρεπε  να προσέχει, κάποια στιγμή θα την πατούσε, όσο έξυπνος κι αν είσαι πάντα υπάρχει εξυπνότερος, στην πρώτη ευκαιρία είχε ορκιστεί να σταματήσει και να κόψει τις κακές συνήθειες.

 Άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια φορώντας τα γάντια του που δεν τα  έβγαζε ποτέ, δεν αισθάνονταν ότι κινδύνευε,  η γυναίκα  φαινόταν ανίκανη για οτιδήποτε, πρέπει να ήταν ανάπηρη ή κάτι τέτοιο οπότε δεν υπήρχε λόγος να φοβάται. Φαίνεται ότι την είχαν αφήσει  μόνη για κάποιο λόγο, κανονικά έναν τέτοιο άνθρωπο δεν τον  παρατάς  ποτέ όμως ποιος ξέρει τι συνέβαινε εκεί πέρα,  ποιος ξέρει πόσες ώρες έμενε εκεί  μόνη  μες το κατακαλόκαιρο υποφέροντας βουβά ωσότου έρθει κάποιος να  της ανοίξει την πόρτα και να δει τι κάνει και τι χρειάζεται, όπως και να είχε ήταν κάτι ασυνήθιστο. Πλησίασε ξανά τη γυναίκα που τον κοίταζε θολά, την έπιασε με προσοχή και την  έβαλε να καθίσει πιο άνετα, δεν ήταν  πολύ μεγάλη, γύρω στα εξήντα- εβδομήντα με κοντά μαλλιά κι εκφραστικά μάτια που τον κοιτούσαν γεμάτα  απορία, τα χείλη της κινούνταν όμως δε μπορούσαν ν’  αρθρώσουν λέξη,  περίμενε ότι θα του έλεγε κάτι, ‘’Ποιος είσαι, τι θέλεις, πως μπήκες  εδώ μέσα;’’  αλλά τελικά σταματούσε και κατέβαζε το κεφάλι.

 Έριξε μια ματιά γύρω του προσπαθώντας να καταλάβει τι σόι άνθρωποι μπορεί να ζούσαν εκεί πέρα, που να βρίσκονταν τώρα άραγε, με το που είχε μπει σ’ αυτό το σπίτι  κατάλαβε ότι το κατοικούσαν   πλούσιοι,  σίγουρα θα είχε εκεί μέσα πολύ καλά πραγματάκια , υπήρχαν  κάτι έπιπλα πολύ μοντέρνα κι αστραφτερά, κάτι συσκευές εντειχισμένες, το ψυγείο υψώνονταν   σχεδόν μέχρι το ταβάνι, ήταν τεράστιο, άνοιξε την τεράστια  πόρτα κι έβγαλε ένα μπουκάλι να πιει λίγο νερό,  το άδειασε μονορούφι, όλη η έξαψη τον είχε αφυδατώσει, γύρισε κατά τη γριά που τον κοιτούσε εξεταστικά σα να έλεγε ‘’Εσύ τώρα τι κάνεις εδώ πέρα ;’’,   της έγνεψε αν ήθελε να πιει κι εκείνη κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της,  πήρε ένα ποτήρι απ’  το ντουλάπι και το έφερε στο στόμα της γυναίκας που ήπιε  αχόρταγα, ποιος ξέρει πόσες ώρες είχε μείνει δίχως νερό.

Άνοιξε τις ντουλάπες κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους τόμους  της βιβλιοθήκης, αυτή ήταν πάντα μια καλή κρυψώνα, πολλές φορές του είχε τύχει να βρει λεφτά σκορπισμένα σε πολλά βιβλία, πως τα έβαζαν  εκεί και δεν μπερδεύονταν είχε πάντα την απορία,  μια άλλη κρυψώνα ήταν το πατάρι που είχε εντοπίσει πάνω απ’ το μπάνιο, έπρεπε να ρίξει κι εκεί μια ματιά, εν τω μεταξύ ήξερε πως  έπρεπε να τελειώνει γρήγορα ότι ήταν να κάνει,  δεν ήταν συνετό να κάθεται εκεί πέρα με τις ώρες. Σε μια στιγμή άκουσε έναν θόρυβο από το στενό κι έστησε αυτί,  το δρομάκι  ήταν  εντελώς σκοτεινό,  θα είχε καεί καμιά λάμπα  και κανείς δε νοιάζονταν  να την αλλάξει, έξω  δε κυκλοφορούσε ψυχή, η πόλη είχε αδειάσει,  ήταν η καλύτερη εποχή για ανθρώπους σαν κι αυτόν.

Πραγματικά η πόλη το καλοκαίρι ήταν ο ιδανικός τόπος , όλοι πάθαιναν κάτι κι ήθελαν  να φύγουν, να εξαφανιστούν, μόνο κάτι ζητιάνοι ελεεινοί και  κάτι πρεζόνια που ψήνονταν στη ζέστη έμεναν πίσω σαν  καταδικασμένοι γιατί δεν είχαν τρόπο διαφυγής. Τα πρωινά του καλοκαιριού  ήταν  το καλύτερο του, κείνη την ώρα κορίτσια με φορέματα άσπρα και γαλάζια  έβγαιναν από τα νυχτερινά μαγαζιά ψάχνοντας ταξί να πάνε  σπίτι τους,  οι εργάτες του δήμου  καθάριζαν τα πάρκα, οι σκύλοι  τεντώνονταν μετά απ’  τον ύπνο της δροσερής νύχτας, τα τυροπιτάδικα  έβγαζαν μπουγάτσες στις βιτρίνες τους,  η πόλη φορούσε τα πιο  καλά της. Πολλές φορές κατέβαινε στη παραλία κι  εκεί συνήθως πετύχαινε ένα πρεζόνι που είχε ένα χρυσό κι ένα ασημένιο δαχτυλίδι σε κάθε χέρι,  του έδινε κάτι, κανένα ψιλό, κανένα τσιγάρο, το πρεζόνι πάντα τον  ευχαριστούσε,  ήταν  πολύ ευγενικό, κι αυτός ένιωθε την ικανοποίηση ότι έκανε μια καλή πράξη. Στο κάτω- κάτω δεν έκλεβε  φτωχούς αλλά πλούσιους,  αυτή ήταν μια άλλη αρχή του,  είχε τύχει ν’  ανοίξει σπίτι που δεν του γέμισε το μάτι και το είχε αφήσει άθικτο, πάντα χτυπούσε ακριβές συνοικίες,  καταλάβαινε τι παίζει  από τις πόρτες, απέφευγε όσα είχαν συναγερμό, ήξερε από  τέτοια κόλπα,  είχε δουλέψει   σεκιουριτάς ένα φεγγάρι,  το κάτεχε το αντικείμενο, όποτε έβλεπε  τέτοια συστήματα  έφευγε, περισσότερο έψαχνε κανένα παράθυρο, καμιά πόρτα ανοιχτή, καμιά χαραμάδα, πάντα υπήρχε ένας τρόπος να τρυπώσεις, οι άνθρωποι  είναι γεννημένοι για να ξεχνούν και να κάνουν λάθη, έτσι είναι η φύση τους, εσύ απλά πρέπει να είσαι σ’ επιφυλακή για ν’ αρπάξεις την ευκαιρία. 

Στις ντουλάπες δεν βρήκε τίποτα, ούτε στη βιβλιοθήκη,  σ’ ένα  συρτάρι  μόνο είδε κάτι  κοσμήματα ψεύτικα που δεν άξιζαν τίποτα κι άρχισε να εκνευρίζεται, βλέπεις και σ’ αυτή τη περίπτωση  αποκτάς τη νοοτροπία ότι πρέπει να βγάζεις κάποιο μεροκάματο αλλιώς  ο κόπος κι η αγωνία σου πάνε στο βρόντο.  Σήκωσε τα μάτια  και είδε ένα εικονοστάσι ψηλά σε μια γωνιά, αυτή ήταν πάντα  μια καλή κρυψώνα, για μια στιγμή  δίστασε  όμως αμέσως άλλαξε γνώμη, ανέβηκε σε μια καρέκλα και το πρόσωπο του ήρθε στο ύψος των εικόνων,  δίπλα  υπήρχε  μια φωτογραφία  παλιά που δέσποζε σ’ ολόκληρο τον  τοίχο, ήταν μια  σχολική φωτογραφία απ αυτές που έβγαιναν κάποτε στις αυλές  με τα παιδιά κουρεμένα και τα κορίτσια να φορούν ποδιές, ασυναίσθητα  σκανάρισε τις φάτσες των παιδιών που του φάνηκαν οικείες , η δασκάλα που στέκονταν στη μέση έμοιαζε πολύ σοβαρή, παρατήρησε τις φάτσες   κι εκεί καρφώθηκε σε μια απ’ αυτές  που ξεχώριζε σα τη μύγα μες το γάλα,  ήταν το  πρόσωπο  ενός  παιδιού  αδύνατου που δεν χαμογελούσε όπως τ’ άλλα κι επιπλέον, αν έχεις το θεό σου, φορούσε μαύρα γυαλιά που το έκαναν  να φαίνεται κάπως αλλόκοτο μες στο συνονθύλευμα των ανέμελων προσώπων.  Αυτό τον σοκάρισε, θυμήθηκε ότι  κι αυτός είχε βγει μια τέτοια φωτογραφία τότε που είχε κάποιο  πρόβλημα στα μάτια του κι οι γιατροί φοβούνταν ότι ίσως  έχανε την όραση του, η μάνα   του έκλαιγε  όλη  νύχτα,  αυτή  ήταν μια τραυματική  εμπειρία που την είχε  ξεχάσει εντελώς, έμεινε εκεί αποσβολωμένος  ξεχνώντας γιατί είχε μπει και τι γύρευε  εκεί πέρα.

Η σαστιμάρα του κράτησε δυο τρία λεπτά, ξύπνησε από  ένα ρεύμα αέρα που κούνησε   κάτι  λεπτά μεταλλικά φύλλα σα καμπανούλες κρεμασμένες  στο ταβάνι ,στράφηκε κατά τη γιαγιά που τον κοιτούσε όλη αυτή την ώρα μ’ ένα βλέμμα παράξενο  σα να καταλάβαινε τι έκανε, ‘’ Γιατί  δεν κοιτάς από πίσω;’’ του είπε αινιγματικά,  εκείνος έμεινε κόκαλο, υποτίθεται ότι η γριά δε μιλούσε, σήκωσε μηχανικά το μικρό εικονοστάσι, στον τοίχο  υπήρχε  κρυμμένο ένα μικρό καπάκι   σαν αυτά που είχαν  παλιά για τις σόμπες, το άνοιξε και είδε μέσα του ένα κουτί σα θήκη κοσμημάτων γυάλινο σα μάρμαρο κατάστικτο από κηλίδες μαύρες, εδώ ήταν λοιπόν η κρυψώνα, το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε προσεχτικά,  μέσα  υπήρχαν ένα σωρό παρδαλά αντικείμενα σε κάθε  χρώμα,  ένα απ αυτά,  ένα στιλπνό κιτρινωπό,  γυάλιζε  τρελά  στο ελάχιστο φως που υπήρχε, το ήξερε αυτό το πετράδι, στη πιάτσα το λέγανε ‘’Κρασί πικραλίδας’’ κι ήταν σπάνιο, η αδρεναλίνη έτρεχε στο αίμα του γοργά  όταν άκουσε την πόρτα  να τρίζει,  κάποιος ετοιμάζονταν να μπει , έβρισε τον εαυτό του που τα είχε καταφέρει έτσι, είχε καθυστερήσει πολλή ώρα εκεί μέσα και τώρα θα έμπλεκε σε καμιά ιστορία, έτρεξε  προς το μπαλκόνι κρατώντας την κοσμηματοθήκη σφιχτά, περνώντας μπροστά  από τη γριά την είδε  να χαμογελά περίεργα  κι αυτό του φάνηκε αλλόκοτο, κρεμάστηκε στα κάγκελα και προσγειώθηκε στο  στενό, σύντομα τον κατάπιε το σκοτάδι.   
   

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

ΕΚΡΗΞΙΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ


Ένας τεράστιος βράχος κρέμονταν πάνω απ’  τη παραλία κι άμα πήγαινες να κολυμπήσεις εκεί πέρα φοβόσουν ότι θα ξεκολλούσε κάποια στιγμή  για να  καρφωθεί  με φόρα στην άμμο κι εσύ έπρεπε να τρέξεις σα παλαβός στη θάλασσα μπας και σωθείς. Όμως κι εκεί  μη νομίζεις ότι ήσουν ασφαλής,  κατ’  αρχάς ήταν πολύ βαθιά κι άμα δεν ήξερες καλό  κολύμπι  ήσουν χαμένος,  έπειτα ήταν εκείνα τα καταραμένα βότσαλα που δε σ’ άφηναν να περπατήσεις κανονικά,  ειδικά αν ήσουν ξυπόλυτος βούλιαζες μέσα τους και τα πόδια σου πονούσαν.  Ο καπετάνιος είχε πει να μη στήσουν τις πετσέτες τους στο πίσω μέρος της ακτής, κοντά στο βράχο που κρέμονταν, όμως οι πιο πολλοί πήγαν κατά κει γιατί   όπως βαρούσε ο ήλιος κατακέφαλα όλοι ήθελαν να φυλάξουν   το κεφάλι τους ενώ σκέφτονταν’’ Ρε φίλε τόσους αιώνες δεν έπεσε τώρα θα θυμηθεί ;’’  Όπως και να είχε ένα μπάνιο όλοι το χρειάζονταν και βούτηξαν γρήγορα, το μόνο ενοχλητικό ήταν το άλλο καράβι  που ήρθε κι άραξε στην  παραλία οπότε όλοι έπρεπε ν’ απομακρυνθούν για να μη τους διεμβολίσει, βλέπεις οι κρουαζιέρες εκεί πέρα  οργανώνονταν στα ίδια σημεία, υπήρχε ένας συνωστισμός κι ήταν πολύ σπαστικό .


Πάντως η διαδρομή με το καράβι ήταν πολύ ωραία,  υπήρχε ένα σύμπλεγμα νησιών στην περιοχή και μπορούσες να περάσεις ανάμεσα τους,  να σταματήσεις σε κάποια λιμάνια και κάποιες  ακτές, όποτε σταματούσε κάπου το καράβι οι πιτσιρικάδες κι άλλοι ριψοκίνδυνοι βουτούσαν  από βατήρες κι από  ψηλά απ’  το κατάστρωμα,  απ’ τα  τρία μέτρα,  μερικοί  είχαν ξεσαλώσει, έπεφταν στο νερό και χάνονταν για ν’ αναδυθούν  γρήγορα βγάζοντας  νερό απ’  το στόμα, ύστερα ανέβαιναν στο πλοίο και ξαναβουτούσαν.  Ήταν  ωραίο θέαμα πάντως και πιο πολύ εκεί στο νησάκι εκείνου το  εκατομμυριούχου   που το είχε φτιάξει όταν  ήταν παντοδύναμος, εκεί πέρα λέει ένας φωτογράφος είχε δει γυμνή τη γυναίκα του  να κολυμπά κι η φωτογραφία  που έβγαλε πουλήθηκε για εκατομμύρια, καλά πρέπει να ήταν πολύ φοβερός , δεν πήρε και τόσα πολλά για τις φωτογραφίες,  τριάντα εκατομμύρια  που ήταν  βέβαια τεράστιο ποσό εκείνη την εποχή όμως  τα πιο πολλά τα κονόμησε το περιοδικό που δημοσίευσε τις φωτογραφίες, το σχόλιο του εκατομμυριούχου ήτανε : ‘’Τουλάχιστον βγήκε καλή γιατί είναι κοκαλιάρα!’’

Είχαν σταματήσει σε τρία νησιά και είχε συνέχεια, το μεσημέρι ήταν ζεστό, ευτυχώς  ο αέρας φυσούσε στα πρόσωπα δροσερός, το πιο σπαστικό ήταν οι ξένοι,  κάτι βαλκάνιοι που είχαν πλημμυρίσει το πλοίο  και δε  μπορούσες να βρεις μέρος να σταθείς. Πήγε στην πίσω μεριά του σκάφους,  εκεί που άφριζαν τα νερά κι έπιασε κουβέντα μ’ έναν  Αλβανό που δούλευε   στο καράβι, ’’Από που είσαι;’’ τον ρώτησε ο ξένος, ’’Απ’  τη Θεσσαλονίκη’’-  ‘’Έχω έρθει εκεί, δούλεψα σ’ ένα χωριό, ήμουν δεκαέξι χρονών τότε,  είχα έρθει με τα πόδια απ’ τα βουνά χωρίς  χαρτιά, εκεί έβγαλα άδεια πρώτη φορά’’. Ο Αλβανός ήταν σωματώδης και μαυρισμένος,  από το Πάσχα ως τον Οκτώβριο  δούλευε στο καράβι κι ύστερα πίσω στην οικογένεια,  στους Αγίους Σαράντα, βλέποντας τον  σκέφτηκε αν θα μπορούσε να δουλέψει εκεί πέρα, πολλές ώρες ρε φίλε κι όταν γινόταν  πάρτι το βράδυ εν πλω ξενυχτούσαν περιμένοντας να φύγουν οι σουρωμένοι, πολλή  ταλαιπωρία. Σε κάποια στιγμή ο καπετάνιος ανακοίνωσε ότι   θα έμπαιναν  σε μια σπηλιά όπου άραζαν τα υποβρύχια στον πόλεμο για να κρυφτούν, το καράβι πλεύρισε τα βράχια,  πήρε θέση απέναντι στο άνοιγμα  κι έπειτα σιγά- σιγά μπήκε στο εσωτερικό, τα νερά εκεί μέσα  είχαν  ένα άλλο χρώμα,  περίεργο, πολύ εντυπωσιακό, όλοι μαζεύτηκαν μπροστά κι έβγαλαν τις φωτογραφίες, κάνα δυο βούτηξαν κιόλας …

Περνούσαν ωραία αλλά ήταν πολύ κουραστικά κι όλοι ήταν ψόφιοι, το βράδυ θα κατέλυαν  σε μια κωμόπολη παλιά, στις όχθες μιας μεγάλης   λιμνοθάλασσας. Απέθεσε τις βαλίτσες στο ξενοδοχείο και  βγήκε  μια βόλτα στην παραλία να δει λίγο το μέρος,  περπατώντας στην ακροθαλασσιά   διέκρινε  κάτι να κινείται κάτω απ’ το νερό, έσκυψε λίγο και είδε  μια χελώνα τεράστια που σάλευε κάτω  απ’ την επιφάνεια,  στη αρχή νόμιζε ότι ήταν  πεθαμένη όμως ύστερα πρόσεξε ότι  κουνούσε τα πτερύγια κι ανέβαινε προς τα πάνω,  σε κάποια στιγμή έβγαλε έξω το κεφάλι με το στόμα που είχε κάτι σαν ράμφος στην άκρη,  πήρε  μια ανάσα  ξεφυσώντας σαν άνθρωπος που αναπνέει κανονικά,  πρώτη φορά  έβλεπε τέτοιο πράγμα ,  ήταν πολύ εντυπωσιακό,  ύστερα η χελώνα  βυθίστηκε ξανά στο νερό ψηλαφώντας την προβλήτα  όπου μάλλον  έβρισκε κάποια τροφή κολλημένη  στο τσιμέντο. Πιο πέρα υπήρχαν κι άλλες , οι ντόπιοι δεν τις πρόσεχαν ιδιαίτερα, περνούσαν από κει ρίχνοντας καμιά ματιά κι ύστερα συνέχιζαν ατενίζοντας την ανοιχτή λιμνοθάλασσα που έμοιαζε αχανής και με τη θολούρα της ζέστης  που επικρατούσε δύσκολα μπορούσες να σχηματίσεις μια εικόνα για το μέγεθος της . Στην αντικρινή ακτή   υπήρχε μια στενή λουρίδα γης σα μονοπάτι απ’ όπου μπορούσες να πας μέχρι μακριά, σχεδόν  στο μέσο της λίμνης, καλά με  κανένα  ποδήλατο εκείνη η διαδρομή  πρέπει να ήταν φοβερή, καθόταν εκεί και χάζευε τα κύματα που έσκαγαν στις πέτρες ώσπου  βράδιασε.  

Τη  νύχτα   ξύπνησε από  φωνές έξω απ’ τη πόρτα του, κάποιοι επέστρεφαν από τα μαγαζιά μεθυσμένοι, αμέσως του ήρθε στο μυαλό η εικόνα εκείνης της χελώνας που ανέπνεε σαν άνθρωπος, πως ζούσε άραγε τόσες ώρες κάτω απ’ νερό, τι περίεργο πλάσμα που ήτανε ; Όπως δε τον έπιανε ο ύπνος συνέχιζε να κλωθογυρίζει στο μυαλό του όσα είχε δει σ’ εκείνα τα μέρη, όλη η περιοχή γύρω είχε κάτι  περίεργο,  υπήρχαν παντού ρηχά νερά κι η θάλασσα έμπαινε μέσα στη  στεριά σε πολλές μεριές δημιουργώντας ένα μπέρδεμα,  δε μπορούσες να καταλάβεις τι γινόταν γύρω. Το καράβι τους δεν είχε μπει στη λιμνοθάλασσα αλλά είχαν δει όπως αρμένιζαν τις οχυρώσεις στην είσοδό της παλιάς πόλης  όπου διανυκτέρευαν.  Εκτός από τείχη υπήρχαν εκεί και κάτι κανόνια σκουριασμένα και πύργοι πολύ ψηλοί , οι Βενετσιάνοι λέει  τα είχαν φτιάξει όλα αυτά όταν έδιωξαν  τους  Τούρκους που ήταν εκεί  καμιά διακοσαριά χρόνια, κάπου στ’ ανοιχτά τους είχε πει ο καπετάνιος ότι είχε γίνει και μια ναυμαχία τρομερή με τον στόλο της Κλεοπάτρας και του Αντώνιου που είχαν τσακιστεί απ’ τον Οκταβιανό,  μα πόσο βλαμμένη ήταν εκείνη η γυναίκα !


Μια βδομάδα θα κρατούσε το ταξίδι του όμως από τις πρώτες μέρες κιόλας ένιωθε σα να είχε χαθεί,  σα να είχε αφεθεί να τον παρασύρει ένα ρεύμα σε άγνωστη κατεύθυνση , αυτός άλλωστε ήταν ο σκοπός του όταν είχε κλείσει την εκδρομή, αυτό επιθυμούσε, να ξεχαστεί λίγο, ν’  αφήσει πίσω  όλα όσα βασάνιζαν το μυαλό του, να δει άλλα  πράγματα, να ξεκολλήσει.  Με  τόσα γύρω  το μυαλό του είχε ερεθιστεί κι όλο ήθελε να ρωτά και να μαθαίνει, σε μια εκκλησία  παρατηρούσε το τέμπλο όταν ήρθε ένας τύπος αδύνατος, πρέπει να ήταν επίτροπος εκεί πέρα ή κάτι τέτοιο,  τον σάπισε στις ερωτήσεις κι ο επίτροπος  χαιρόταν  ν’ απαντά, έδειχνε πολύ ορεξάτος,  του εξηγούσε ότι εκεί πέρα οι εκκλησίες ήταν πολύ διαφορετικές, είχαν ένα αναλόγιο για τους  ψάλτες μεγάλο που δεν είχε ξαναδεί με τέσσερις θέσεις κι έναν πάγκο επικλινή μπροστά τους, όλα έμοιαζαν  αλλιώτικα  οι  ζωγραφιές  στους τοίχους,  το ταβάνι δίχως τρούλο,   όμως ήταν ωραίες εκκλησίες με πέτρινα αρχαία πλακάκια στο πάτωμα και μάρμαρα σκαλιστά στη πρόσοψη.

Ο επίτροπος ήξερε πολλά κι είχε όρεξη για κουβέντα, περπατώντας βγήκαν ως την ακροθαλασσιά που   ήταν γεμάτη ιστιοφόρα, κάτι πανύψηλα, υπήρχαν εκατοντάδες απ’  αυτά με τα υψωμένα κατάρτια που θύμιζαν δάσος, πόσος κόσμος είχε τέτοια καράβια ρε φίλε! Άνθρωποι πάνω τους  έβαφαν τα σανίδια, άλλοι έπλεναν  κάποιο  εξάρτημα, μερικοί  ξάπλωναν στο κατάστρωμα, φαίνεται αυτό  ήταν  το σπίτι τους όλο το καλοκαίρι. Προχώρησαν ως την άκρη της παραλίας εκεί που τέλειωνε το δάσος με τα ιστιοφόρα και κάθισαν κάτω από ένα γεφύρι παλιό, φυσούσε ένας αέρας φοβερά δροσερός ‘’Βλέπεις πως φυσά εδώ;’’ του είπε ο επίτροπος,’’ Το μέρος είναι μυστήριο, όλη η πόλη  σκάει  απ’  τη ζέστη κι εδώ έχει πάντα  ρεύμα που δροσίζει,  τα σκαλιά εκεί απέναντι απ το τόξο της γέφυρας   ήταν κάποτε τα σύνορα της χώρας, εκεί γινόταν το λαθρεμπόριο ανάμεσα στους Έλληνες  και τους Τούρκους, πριν από πενήντα  χρόνια  περνούσαν  από πάνω του αυτοκίνητα κι  όλοι φοβόταν  ότι δε  θα άντεχε, μια χρονιά  που είχε πολλές βροχές είχε κινδυνέψει να γκρεμιστεί, τα νερά φαινόταν έτοιμα να το παρασύρουν,  όμως οι βάσεις του  ήταν πολύ γερές ,ακουμπούσαν στον πάτο  του ποταμού  που είναι από πετρώματα εκρηξιγενή, χαλαζία και τέτοια, αυτά τα αυλικά είναι αθάνατα!’’. Σήκωσε το κεφάλι να δει το παλιό κτίσμα με τα μεγάλα τόξα και τις κολώνες που βυθίζονταν στην άμμο και τις πέτρες, από χαμηλά όπως το κοιτούσε  του φάνηκε επιβλητικό, είχε διαβάσει γι αυτό, είχε δει και φωτογραφίες  αλλά  από κοντά φαίνονταν πιο μεγαλόπρεπο και κάπως μυστήριο.

Τη μέρα που θα έφευγαν ένιωθε πολύ καλύτερα, δεν είχε λύσει το πρόβλημα που τον βασάνιζε όμως ένιωθε αισιόδοξος, είχε πάρει μια καλή ανάσα  και μπορούσε να συνεχίσει τώρα με  πιο καλή διάθεση, μπορούσε να αναλύσει καλύτερα στο μυαλό του όλες τις παραμέτρους , να δει πιο καθαρά, αισθάνονταν ότι βρισκόταν κοντά  στην έξοδο από μια περίοδο σκοτεινή,  ήταν αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια αλλά να πέσει με τα μούτρα πάλι σε ότι  έκανε,  όλα θα πήγαιναν καλά. Το πρωί  εκείνο ήταν το τελευταίο της εκδρομής και σηκώθηκε αχάραγα να δει μια τελευταία φορά τη πόλη, την ώρα εκείνη δε κυκλοφορούσε ψυχή στο δρόμο κι ήταν ακόμα δροσερά, στο φως του πρωινού το γεφύρι του φάνηκε ακόμα πιο όμορφο,  ανέβηκε  από τη χαμηλή μεριά  να βγάλει καμιά  φωτογραφία. Καθώς πλησίαζε στο πιο ψηλό σημείο  είδε μια φιγούρα να περπατά αργά και μετά χωρίς καμιά προειδοποίηση να σκαρφαλώνει  στο τοιχάκι και να κοιτάζει  τα νερά κάτω σα να ήθελε να βουτήξει στο κενό.  Έτρεξε δίχως να σκεφτεί και φώναξε  ‘’Τι κάνεις;’’  εκείνη γύρισε τρομαγμένη,  έκλαιγε, τα μάτια της ήταν κόκκινα,   άρχισε να της μιλά συνέχεια χωρίς  διακοπή , ήξερε ότι έπρεπε να κερδίσει χρόνο για να τη σώσει,  η κοπέλα  όλη την ώρα έκλαιγε  χωρίς να λέει τίποτα,  σε μια στιγμή ταλαντεύτηκε εκεί πάνω σα να έχανε την ισορροπία της  κι αυτός της είπε ‘’Σε παρακαλώ κατέβα για μένα !’’ κι όπως ήταν διστακτική  την άρπαξε  από τη μέση και την τράβηξε με δύναμη από κείνο το καταραμένο βάθρο. Η κοπέλα  τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα  σα να είχε φύγει από πάνω της ένα φορτηγό που πήγαινε να την ισοπεδώσει, έπειτα έσιαξε τα μαλλιά της κι άρχισε να περπατά κατά την αντίθετη μεριά, σε λίγο χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, αυτός απόμεινε να κοιτά τα νερά που κυλούσαν αέναα κάτω απ’  τα τόξα πάνω απ τα εκρηξιγενή πετρώματα του χαλαζία  που γυάλιζαν.  

Στην επιστροφή  όλες ο σκηνές που είχε δει περνούσαν από μπροστά του σα κινηματογραφική ταινία,  μάλιστα άκουγε και  τη μουσική,  λίγο θλιμμένη αλλά ωραία,  οι σκηνές εναλλάσσονταν,  μια χελώνα  έβγαζε το κεφάλι πάνω απ'  το νερό, ένα γεφύρι όπου φυσούσε ασταμάτητα, ένας βράχος  που κρέμονταν,  η θάλασσα  γυάλιζε, μια γυναίκα  τον κοιτούσε περίεργα,  ένα δάσος  από ιστιοφόρα, μια μελαγχολία  άρχισε ν'  απλώνεται μέσα του... 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...