Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ

Το πρωί στην εκκλησία που πήγα ένα φέρετρο στη μέση του ναού υπήρχε, μια γνωστή φυσιογνωμία μέσα στη κάσα διακρίνονταν, μου είπαν ότι ήταν ο παπά- Δημήτρης, πέθανε παραμονές Χριστουγέννων από ανακοπή έτσι ξαφνικά, πήγε να πάρει ένα βιβλίο απ το γραφείο του κι έμεινε εκεί στο τόπο, τον είχα δει τη προηγούμενη μέρα, καλά φαίνονταν.

Έξω απ’ το εξομολογητήριο κόσμος στέκονταν σα να περίμενε να μπει στη μικρή φωτισμένη κάμαρα, ήταν ένα είδος φόρου τιμής στον παπά που τους εξομολογούσε τόσα χρόνια, σε μια γωνιά μια φιγούρα σκοτεινή προσεύχονταν σκυμμένη, ο Άρης έψελνε ‘’Λύτρωσιν απέστειλεν ο Κύριος τω λαώ αυτού!’’, εμείς κρατούσαμε το ίσο στα μπάσα, χαμηλά, κάτω, έναν ήχο πλάγιο τέταρτο χρωματικό πιάσαμε, κάποιος ακούγονταν παράφωνα στο αυτί μου, στην είσοδο της εκκλησίας σταυρούς και βιβλιαράκια πουλούσαν, σχολεία έρχονταν να κοινωνήσουν, πιτσιρικάδες κουρεμένοι, ξυρισμένοι, αναμαλλιασμένοι περίμεναν στη σειρά...

Στο ύψος της Εγνατίας ένας ήλιος τεράστιος έριχνε τις ακτίνες του στην άσφαλτο, , τύποι  ξενυχτισμένοι σχολούσαν απ' τα ίντερνετ καφέ κι απ τα μπαρ πηγαίνοντας να ξεραθούν, στο Καπάνι φρούτα και καρπούς ξηρούς πουλούσαν, κρέατα ξεφόρτωναν και λαχανικά απ τους μπαξέδες γύρω απ τη πόλη. Στις λαϊκές στα Διαβατά και στη Νεάπολη αλεξανδρινά με φύλλα κόκκινα, στις ανηφόρες τ'  αμάξια υποχωρούσαν λίγο καθώς άλλαζαν ταχύτητες στα φανάρια προτού φύγουν μπροστά με φόρα, στα πλευρά των πολυκατοικιών ανεμιστήρες από κλιματιστικά σφηνωμένα στο τσιμέντο στριφογυρνούσαν, κρύο έκανε,  η ατμόσφαιρα καθάριζε αφήνοντας τις οσμές τους ήχους να κυκλοφορούν πιο γρήγορα, άλλες φόρες πάλι μια υγρασία σάπια επικρατούσε κι έβλεπες την πάχνη να πέφτει τα πρωινά στο χορτάρι των πάρκων, σουσουράδας με κοιλιές πρασινοκίτρινες κουνούσαν νευρικά τα φτεράκια τους, στη παραλία γλάροι αραδιασμένοι πάνω σε γερανούς,  ένα κοπάδι ψάρια με ράχες σκούρες κινούνταν κάτω απ την επιφάνεια,  ένα μεγάλο σαν αρπακτικό σέρνονταν ανάμεσα τους σπάζοντας τη μέση του ....

Στη δουλειά μου φώναζαν όλη την ώρα, ΄΄ Ξύπνα, κοιμάσαι , πιο γρήγορα!’’, η κυρία Δήμητρα πέρασε να μου ευχηθεί χρόνια πολλά, ‘‘Που είναι ο Αποστόλης;’’ ρωτούσε , μπάντες με τρομπέτες, κλαρίνα, νταούλια ερχόταν συνέχεια απ’ όλες τις μεριές και χαλούσαν το κόσμο, γυναίκες λίκνιζαν τα σώματα τους μπροστά στα τραπέζια, κάποιος τραγουδούσε φάλτσα, τα έδινε όλα,‘’’ …φίλησε με κι ας καούμε, και ας ανατιναχτούμε!’’, όλοι έμοιαζαν εθισμένοι στη φασαρία και στο θόρυβο, όπως πήγαιναν δεν υπήρχε περίπτωση να μη κουφαθούν!

 Στο κέντρο επικρατούσε πανικός, Ο Γ όπως πάντα πάλευε σαν τρελός να τους εξυπηρετήσει όλους μονάχος πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει , είχαν πέσει πάνω του να τον φάνε, μου φαίνονταν λίγο ελεεινός, μα πόσο βλάκας ρε φίλε, όπως έβαζε χρήματα στις τσέπες ένα χαρτονόμισμα έπεσε αργά στο πάτωμα, μόνο εγώ το είδα, και το μάζεψα γρήγορα, είπα να του το δώσω, μετά σκέφτηκα ''Γιατί να το κάνω;'' τόσες φόρες μου χε σπάσει τα νεύρα, έκανε τον έξυπνο, γελούσε πονηρά, όλο χαζά κι αηδίες, ‘’Δε πα να πνιγεί!’’ σκέφτηκα, το κράτησα. Μια παραγγελία μ έστειλε να φέρω, εκεί που πήγα μια ουρά μέχρι το δρόμο, τι στο δαίμονα έβρισκαν σ εκείνο το μαγαζί δε καταλάβαινα, ένας με κοντά μαλλιά έκοβε τιμολόγια, περίμενα τη σειρά μου, αυτός με τα τιμολόγια μιλούσε όπου να ναι, δεξιά αριστερά, πληκτρολογούσε, φλυαρούσε, τ ανακάτευε όλα, μου την έδωσε ''Που είναι η παραγγελία μου;’’ Φώναξα τσατισμένος, ένας με γυαλιά, σοβαρός, σηκώθηκε'' Ήσυχα'' μου είπε, ''Παρακαλώ!'' απάντησα, μ' εξυπηρέτησε, του έκανε εντύπωση που ύψωσα τη φωνή μου, δεν το 'χαν συνηθίσει εκεί μέσα όπου όλα έμοιαζαν να δουλεύουν ρολόι…

Στα προποτζίδικα όλοι έπαιζαν τυχερά παιχνίδια, εκείνος με τη κοιλιά και τη γενειάδα μου είπε να παίξουμε κάτι ομάδες πολωνικές κι εγγλέζικες, ήξερε υποτίθεται, έπαιζε και στον ιππόδρομο αυτός στοιχήματα. Σ' ένα ξενοδοχείο δούλευε, στη ρεσεψιόν, ζευγαράκια έρχονταν όλη την ώρα να περάσουν μερικές ώρες μαζί, το προηγούμενο βράδυ ένας τύπος λίγο μεγάλος είχε έρθει κουβαλώντας δυο τύπισσες, ήθελε γούστα, μετά από λίγο αυτές κατέβηκαν αυτές συνάμενες κουνάμενες, ακολούθησε ο τύπος αλαφιασμένος μαζεύοντας τα παντελόνια, του είχαν φάει τα λεφτά και την κοπάνησαν, τι περίμενε, ο δικός μου με την κοιλιά και τη γενειάδα τον βοήθησε να μαζέψει τα πράγματα του. Έπαιζε στοίχημα ο δικός μου, διάβαζε τα δελτία με τους αγώνες όλους, φαίνονταν σίγουρος ότι το είχε, του έδωσα μερικά ψιλά να παίξει, όταν του είπα ότι διδάσκω αγγλικά ενδιαφέρθηκε, είχε σκοπό να μπαρκάρει γιατί είχε στεγνώσει από λεφτά και χρειάζονταν ένα πτυχίο, κανονίσαμε να τον συναντήσω στο σπίτι του κάπου δυτικά το απόγευμα, πήρε τα ψιλά κι έτρεξε στο πρακτορείο, μου έφερε το απόκομμα, ο Γιάννης που τον ήξερε καλύτερα μου είπε: ''Είναι σα να πέταξες τα λεφτά σου στο δρόμο!''

 
Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά ν' αραιώνει, να ξεθυμαίνει, μα πόσο κρέας είχε καταναλωθεί, τι πείνα είχε πέσει, πόσα φαγητά πεταμένα, γύρω σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδια ατελείωτα παντού πεταμένα, καθαρίσαμε το μέρος μαζεύοντας ότι σαβούρα υπήρχε και μετά ήθελα να φύγω , όταν ο Γ. πήγε να με πληρώσει και μου κανε τους συνήθεις προλόγους γελούσα μέσα μου,’’ Καλά βλάκα!’’.

Έπρεπε να πάω σπίτι, μια γυναίκα ζητούσε να της το δείξω, με το που είδε τα δωμάτια και το μπαλκόνι ήξερα ότι θα το αγόραζε, φαίνονταν καθαρά στο πρόσωπο της, πιο πολύ της είχε αρέσει το φως που έμπαινε απ' τα δυτικά, '' Πολύ ταχτοποιημένο το έχεις!'' μου είπε. Μια στενοχώρια ακαθόριστη απλώθηκε μέσα μου, τι δεν είχα περάσει εκεί μέσα, έπρεπε να τ' αφήσω όλα πίσω μου και γρήγορα μάλιστα, ένα τραγούδι στριφογυρνούσε στο μυαλό μου, ''Μείνε κοντά μου, μόνο μια βραδιά!'' που το θυμήθηκα, που κολλούσε. Θολά άδειχναν  όλα καθώς ο  χρόνος έτρεχε  προς το τέρμα του με ρυθμό φρενιασμένο κι όλα έμπαιναν  σε δοκιμασία, τη νύχτα στο κρεβάτι δύσκολες ερωτήσεις, δεν ήξερες  τι ν’ απαντήσεις,  ο κ. Γιώργος έπαθε εγκεφαλικό, δεν ήταν  σίγουρος αν θυμόταν  τίποτα απ το παρελθόν, ελαφρύ ήταν είπαν οι γιατροί αλλά ποτέ δε ξέρεις τι κουσούρι θα σ' αφήσει...

Είχα να συναντήσω και τον τζογαδόρο για το μάθημα, πρόλαβα το αστικό τη τελευταία στιγμή, απ το Βαρδάρη και πέρα περίπτερα καμένα, λεηλατημένα, εγκαταλειμμένα σκουπίδια, στα μαγαζιά με τους καφέδες αστυνομικοί με πιστόλια και κλομπς ζωσμένοι έμπαιναν κι άλλοι στέκονταν στις γωνιές καπνίζοντος τσιγάρα πάνω απ τις ασπίδες και τους εκτοξευτήρες των δακρυγόνων, άνθρωποι μπροστά σε μηχανήματα ανάληψης περίμεναν, φοιτητές κουβαλούσαν βαλίτσες, αμάξια έφευγαν για την επαρχία, λεωφορεία διασταυρώνονταν ακολουθώντας πορείες κάθετες κι οριζόντιες, ασθενοφόρα μάζευαν ετοιμοθάνατους και γέρους τελειωμένους  την ώρα που ο ήλιος έδυε στο Θερμαϊκό ρίχνοντας μια κόκκινη κολόνα στο νερό προτού γκρεμιστεί πίσω απ τον Όλυμπο βάφοντας κόκκινες τις κορφές των δέντρων. Ένα κοπάδι κοράκια μαζεύονταν πάνω στις λεύκες κρώζοντας όπως έπεφτε το σούρουπο, το αστικό σα φίδι σέρνονταν ανάμεσα στις κατηφόρες των στενών , στην πλατεία Τερψιθέας καπνομάγαζα παλιά χτισμένα με τούβλα κόκκινα, μια ρεματιά μπαζωμένη, ένας σκύλος έπαιζε με τ αφεντικό του πίσω από κάτι νάιλον.

Κρύωνα, το σώμα ζητούσε λίγη ζέστη, στο σπίτι που πήγα μια τηλεόραση ποδόσφαιρο έδειχνε, μια πίτα Αγράφων με κολοκύθι μου έδωσαν να δοκιμάσω, ο τύπος με τη γενειάδα που τελικά δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο φαίνονταν ζούσε με τη μάνα του, μου είπε ότι είχε δουλέψει σε ποταμόπλοια στο Ρήνο περνώντας μέσα από φιόρδ και κάστρα, λίμνες και στριφογυρίσματα του ποταμού μέχρι τις τρομακτικές εκβολές όπου έβλεπες ένα χάος από νερά κι ομίχλες και διακλαδώσεις υδάτινες καθώς όλη εκείνη η τεράστια ποσότητα νερού χύνονταν στη Βόρεια Θάλασσα. Άκουγε εκεί πέρα τους ντόπιους να μιλούν για μύθους ότι δηλαδή παλιά υπήρχε ο χρυσός στο Ρήνο από ορυχεία αρχαία κι από τα λάφυρα που μάζευαν οι πολεμιστές και τα είχαν θάψει στα νερά του, τη νύχτα λέγανε ότι σε κάποια σημεία έβλεπες μια λάμψη κι εκεί πέρα κάποιοι έσκαβαν με μανία και βουτούσαν στο ποτάμι ψάχνοντας για χρυσά δαχτυλίδια, βραχιόλια και πανοπλίες φτιαγμένες από κρίκους ασημένιους . Μετά τα ποταμόπλοια είχε δουλέψει στα πετρελαιοφόρα ''Άμα βουλιάξει στη μέση του ωκεανού το καράβι είναι τελειωμένο μιλάμε βέβαια για πετρελαιοφόρο τέρας που δε καταλαβαίνει τίποτα αλλά υπάρχουν κύματα μέχρι τον ουρανό που μπορούν να σε στείλουν στο πάτο σε μια στιγμή , μέχρι να σηκωθούν τα ελικόπτερα από καμιά βάση για να σε ψάξουν όλα έχουν τελειώσει! ‘’ Στο πρώτο του ταξίδι δεν υπήρχε σήμα τηλεφωνικό, δε μπορούσε να μιλήσει με κανένα, το Skype είχε νεκρώσει, τα δορυφορικά τηλέφωνα βουβά, όταν είχαν σήμα οι μονάδες έτρεχαν σα παλαβές, οι κάρτες άδειαζαν με ταχύτητα διαβολική, στο Χονγκ Κονγκ πολυκατοικίες και χλίδα, στο Ρίο άγρια τα πράγματα, ταξιδέψε μέχρι τη Σιγκαπούρη μέσω Ντουμπάι, εννιά ώρες στο αεροπλάνο σιχαίνεσαι το σύμπαν στην ασιατική πόλη, ζέστη, υγρασία, οι παλάμες σου ιδρώνουν όλη την ώρα...

Αργά το βράδυ πέρασα απ το κέντρο μια τελευταία φορά, τα συνεργεία του δήμου βγήκαν με τις αντλίες και καθάριζαν τους βρώμικους δρόμους ρίχνοντας νερό άφθονο, εκείνος με τη κοιλιά και την γενειάδα που είχε ταξιδέψει στο Ρήνο βλέποντας λάμψεις  στα νερά τη νύχτα,  ήρθε να μου πει ότι χάσαμε το στοίχημα για λίγο, μια ομάδα είχε σκοράρει στη  παράταση και μας έκαψε . Όπως πάντα είχε κέφια, ήταν ζωηρός, έλεγε για έναν Ρώσο με τον οποίο έκανε παρέα κάποτε και  μερικές φορές τον κοίμιζε τζάμπα στο ξενοδοχείο που δούλευε. Μια χρονιά, παραμονές Χριστουγέννων, χιόνι πολύ είχε σκεπάσει την καλύβα του Ρώσου κάπου στο Φίλυρο, το πρωί δε μπορούσαν ν' ανοίξουν τη πόρτα του απ τον άσπρο σωρό που είχε μαζευτεί, του φώναζε κι αυτός δεν άκουγε τίποτα σκεπασμένος κάτω απ' τις κουβέρτες και τις βελέντζες του, τελικά με τα πολλά τον είχε ξυπνήσει. Όπως κατέβαιναν προς την πόλη με το αυτοκίνητο μια ομίχλη είχε πέσει, ο δρόμος γλιστρούσε, δεν έβλεπαν τίποτα, κατέβηκαν απ τ αμάξι να δουν τι γίνεται, έναν φορτηγατζή σταματημένο στην άκρη του δρόμου συνάντησαν , ''Τι γίνεται ρε φίλε¨''- ''Προχωρήστε !’’ του είπε αυτός ''Λίγο παρακάτω η ομίχλη καθαρίζει!'' και πράγματι, λίγο πιο κάτω το νοτισμένο σύννεφο εξαφανίζονταν, ένα απέραντο, απαλό, άσπρο σεντόνι απλώνονταν μπροστά, τους φάνηκε πολύ όμορφο, ο Ρώσος που ήταν κάπως μελαχρινός, βλέποντας το τοπίο θυμήθηκε τη πατρίδα του, ''Άμα μιλάς τουρκικά...''' είπε ''... μπορείς να συνεννοηθείς με όλους σ ένα κάρο χώρες πέρα απ τον Καύκασο, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιστάν, μέχρι βαθιά στην Ασία...’’


Δεν είχα όρεξη να φύγω, νύσταζα, όπως μισόκλεινα τα μάτια έβλεπα σπίτια με κεραμίδια σκεπασμένα από χιόνι και ποτάμια να  χύνουν τ'  αφρισμένα τους  νερά  στη θάλασσα, κοντά στα μεσάνυχτα εμφανίστηκε ο νυχτοφύλακας που κλειδώνει τις στοές στο Μοδιάνο, ένας κρότος ακούστηκε και πυροτεχνήματα άναψαν στον ουρανό της πόλης που στολίζονταν από βροχή φώτων , ο τύπος με τη γενειάδα σήκωσε το κεφάλι κοιτώντας τις χρυσές λάμψεις που έσκαγαν ψηλά, μια απ αυτές σα φλόγα τεράστια,  υψώθηκε πάνω απ τι άλλες μέχρι ψηλά πολύ και μετά έσκασε με πάταγο σαν ήλιος που εκρήγνυται μέσα σε κρότους εκκωφαντικούς μιας έκρηξης υπερκόσμιας...


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

ΚΥΑΝΟΥΝ ΤΟΥ ΑΙΘΥΛΕΝΙΟΥ

Το λεωφορείο κατέβαινε με φόρα απ τη Νεάπολη, έτρεξα να το προλάβω, μέσα κανείς άλλος δεν υπήρχε εκτός απ τον οδηγό, ομίχλη παντού στο δρόμο, ταξιτζήδες ξενυχτισμένοι στις πιάτσες τους, σ ένα παγκάκι ένας τύπος με σκούφο κοιμόταν δίπλα σ ένα ποτήρι, μια γυναίκα αλκοολική μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι παραπατούσε, σε μια στροφή ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στη μέση του οδοστρώματος σε μια στάση λοξή, ο οδηγός έστριψε να τον αποφύγει, γυρίζοντας πίσω είδα το κεφάλι του να κουνιέται ...

Ο Μανώλης με περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας του,βάλαμε τις ζώνες και ξεκινήσαμε, σ' ένα μνημόσυνο κάπου έξω απ την πόλη πηγαίναμε, ο πεθαμένος ήταν συγγενής του φίλου μου που ήθελε παρέα στο ταξίδι, πομπές αυτοκινήτων έρχονταν απ' την αντίθετη κατεύθυνση, στο μουσείο τα παράθυρα φωτισμένα, μέσα τ' αγάλματα κοιμούνταν ήρεμα. Στη Τσιμισκή τα φανάρια όλα πράσινα, φεύγαμε σφαίρα, φαγάδικα πουλούσαν τυρόπιτες και γλυκά φτηνά, στα Λαδάδικα πιτσιρικάδες ελεεινοί σχημάτιζαν ουρές έξω απ το ''DOGS'', μπαλκόνια στολισμένα, μια πυλωτή φωτισμένη σα τούνελ βαθύ, επιγραφές χρωματιστές, ο Μανώλης άναψε το καλοριφέρ, έβαλε ράδιο, κάτι τραγούδια που είχα χρόνια να ακούσω ‘’Είμαι στ' αλήθεια δυστυχής που σ' αγαπάω….. θα με προδώσεις και βαθιά θα πληγωθώ!’’ και το άλλο το θανατηφόρο''... έρχεσαι ν' ανάψεις τη φωτιά, άσε με να σε ξεχάσω πια!'' .

Ένα μαγαζί που πουλούσε σάντουιτς είχε ο Μανώλης, τον βοηθούσα κάπου κάπου κρατώντας το μαγαζί, ο αέρας εκεί μέσα μύριζε αιθανόλη και κάρβουνο, τύποι μυστήριοι μαζεύονταν, κάτι αλκοολικοί καμένοι, κάτι μισότρελοι, κάτι καλόγεροι νηστικοί, ήσυχοι, κάτι τύποι παρακμιακοί, κάτι άλλοι τζαμπατζήδες που ήθελαν να τρων και να πίνουν δίχως να δίνουν δυάρα γιατί ο Μανώλης δε μπορούσε να πει όχι, δάνειζε κιόλας στον κάθε μπαταξή κι άντε να τα πάρεις ύστερα. Όταν καθόμουν εγώ στο μαγαζί δε σήκωνα τέτοια, δε το καταλάβαινα αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να σε φάνε ζωντανό άμα τους άφηνες. Ο μόνος που πήγαινα πραγματικά κι ήταν μια όαση λογικής εκεί μέσα ήταν ένας αλκοολικός που είχε ένα σημάδι από αίμα στο κεφάλι, μια βραδιά είχε στουκάρει σ' ένα αμάξι όπως περνούσε το δρόμο. Μερικές φορές έρχονταν ένας μαυριδερός με ξυρισμένο κεφάλι που είχε μπαξέδες κάπου στην Αριδαία, έφερνε λωτούς και μήλα, τά 'βαζε στο τραπέζι να πάρουμε, φορούσε σαγιονάρες χειμώνα καλοκαίρι απλά όταν είχε κρύο φορούσε και κάλτσες, στο στόμα είχε μόνο ένα δόντι, του έβαζα κρέατα σκληρά και δεν παραπονούνταν, το πάλευε ενώ εγώ μαζί με τον αλκοολικό γελούσαμε τόσο πολύ που στο τέλος γονατίζαμε στο πάτωμα....

Βγήκαμε στην εθνική οδό, ησυχία, πίσω μας άρχιζε να χαράζει, ο ουρανός έπαιρνε ένα χρώμα βαθύ, γλυκό πορτοκαλί , σα να έπιανε φωτιά η ανατολή, άσπρες γραμμές από αεροπλάνα διερχόμενα από και προς όλες τις κατευθύνσεις έσκιζαν τον ουρανό που είχε ένα χρώμα κοντά στο κυανούν του αιθυλενίου, κοπάδια από πουλιά πετούσαν, στον κάμπο μπαμπακοχώραφα οργωμένα, ριζοχώραφα καμένα, ένα κοκκινωπό χρώμα απ' τις κορφές των κλαδεμένων δέντρων σκέπαζε τα χωράφια με τις ροδακινιές, κάποιο ποτάμι κυλούσε δίπλα μας φτιάχνοντας λίμνες και φαράγγια, συστάδες από λεύκες με φύλλα κίτρινα σείονταν στον άνεμο, ψηλά στα βουνά στρώματα φτέρης ξαπλωμένα στις πλαγιές…

Σ ένα πρατήριο σταματήσαμε, ο φίλος έλεγε ότι είχε το καλύτερο φυσικό αέριο και το πιο φτηνό, γεμίσαμε το ντεπόζιτο και φύγαμε, στον Όλυμπο χιόνι είχε πέσει, κρύο έκανε, ο ήλιος μπαίνει πια στον Αιγόκερο κι αρχίζουν οι χειμερινές τροπές κι οι ανατροπές του, η νύχτα μεγαλώνει πολύ κι όλα μοιάζουν να εισέρχονται σε κάποιου είδους λήθαργο, το καλοκαίρι όλο και πιο απόμακρο φαίνεται, ο καιρός έχει γίνει χριστουγεννιάτικος επιτέλους, μια διάθεση γιορταστική απλώνεται, εικόνες από τραπέζια φρούτα, φαγητά, χιόνια, κέδρους, πουρνάρια καψαλισμένα, έλατα στολισμένα...

Τα Χριστούγεννα μοιάζουν κοντά πια, μπροστά στην Έκθεση φωτάκια σχηματίζουν τις πύλες απ το παλάτι του Αλαντίν με χιλιάδες αραβουργήματα, στα TIGER στολίδια για δέντρα και κάρτες χρωματιστές ταχτοποιούν οι κοπέλες, ποτήρια με σχέδια βάζουν στα ράφια τοποθετώντας τιμές απάνω τους. Τα σαββατόβραδα στη πόλη καρτ ποστάλ βλέπεις παντού τριγύρω, κάποιος σκύβει πάνω από ένα τραπέζι να φάει το φαΐ του, μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά και μέτωπο πλατύ περνά κι εσύ κάθεσαι και τη χαζεύεις, στα πάρκα με τα λουλούδια σκύλοι σκάβουν λαγούμια και ξαπλώνουν εκεί μέσα. Οι ζητιάνοι έχουν αποθρασυνθεί κι είναι έτοιμοι να σου αρπάξουν τα λεφτά απ τα χέρια, κόσμος πολύς στα ίντερνετ καφέ, τύποι βαρεμένοι παίζουν όλη νύχτα παιχνίδια με σκοτωμούς κι εκτελέσεις, πότε δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι, πως ζουν, ποιος τους ταΐζει, τι κάνουν στη ζωή τους; Μουσικές σπαστικές παίζουν οι πιτσιρικάδες που δουλεύουν εκεί μέσα κι ο αλγόριθμος του facebook αλλάζει συνέχεια βάζοντας τα πρόσωπα που θέλει μπροστά σου χωρίς να σε ρωτήσει...

Σ’ ένα χωριό φτάσαμε, μια εκκλησία σκεπασμένη με σχιστόλιθους, παλιά ήταν μοναστήρι, ο χώρος μέσα τεράστιος, καθόλου ζέστη, καθίσαμε στις καρέκλες ενός αναλογίου και περιμέναμε, καντήλια ασημένια και πολυέλαιοι έχασκαν από πάνω μας, στο πάτωμα χαλιά κόκκινα και βυσσινιά γεμάτα σχέδια, χρώματα, λουλούδια κλαδιά μικρούτσικα, πολύ πολύ μικρά, ένα παπάς με άμφια πορφυρά βγήκε στην ωραία πύλη, συμβολίζουν λέει το πένθος αυτά τα άμφια. Φυλλάδες με βίους αγίων διάβαζα κάποιος τους είχε αφήσει εκεί, ένα συναξάρι ατέλειωτο, ποιος ήταν ο άγιος εκείνος για τον οποίο είχαν γράψει τόσα πολλά, τι στο καλό είχε κάνει, στην έρημο όπου είχε αποτραβηχτεί μιλούσε λέει με τα λιοντάρια και τ άλλα άγρια θηρία...

Διαβάζοντας ξεχάστηκα, στο μνημόσυνο μια γυναικά έκλαιγε, εγώ σκεφτόμουν αυτά που είχαν γίνει μες τη βδομάδα, Ο Ηρακλής πήγε στα σύνορα με την ομάδα του να βοηθήσουν τους μετανάστες, τον βάλανε να φυλάξει μια ομάδα εξαθλιωμένων, φοβόταν, όλοι είχαν αποτρελαθεί,το μάτι τους γυάλιζε, θέλανε να λιντσάρουν ένα μεθυσμένο που βρέθηκε ανάμεσα τους, άρχισαν να τον πετροβολούν με λιθάρια που βρήκαν εκεί πέρα, πλάκωσε η αστυνομία και τα ΜΑΤ, τον πήρανε μαζί τους, θα τον σκότωναν σίγουρα...

Γιορτές έρχονται, όλα διαφορετικά δείχνουν, ο κόσμος γυρίζει σα να είναι σε συνεχή περιδίνηση,η Χρύσα πάλι πήγε στο Λος Άντζελες, σ ένα πάρκο στο Χόλιγουντ γεμάτο εφέ και κόλπα περίεργα, κουφά, διαδρομές με το τρενάκι όπου έβλεπες ψηφιακούς δεινόσαυρος να παλεύουν μπροστά στα μάτια σου σα να ήσουν στην προϊστορία, αεροπλάνα αληθινά καρφώνονταν σε μια λίμνη τεράστια ανάμεσα σ' εκρήξεις και λάμψεις και φωτοβολίδες, πρέπει να ήταν εντυπωσιακό ...

Σιγά σιγά πέφτει η αυλαία κι αυτού του χρόνου, αυτή τη χρονιά όλα ήταν αλλιώτικα, άλλες δουλειές, άλλοι φίλοι, οι παλιοί σε χάνουν, τους χάνεις, άλλα πρόσωπα, άλλα σπίτια, άλλοι χώροι, άλλα μέρη, άλλες σκέψεις, δε προλαβαίνεις να συνηθίσεις, δεν έχεις χρόνο, όλο καινούρια πράγματα νιώθεις να έρχονται, πρέπει να τ' αφομοιώσεις, να τα αναλύσεις, να τα ερμηνεύσεις, να τα διαβάσεις σωστά, να είσαι προετοιμασμένος για όλα, να μην αιφνιδιαστείς, να μη σε ξαφνιάσουν πάλι, να προλάβεις την επόμενη κίνηση, εκείνη πάντως η γυναίκα με διέψευσε, δεν έπρεπε να βιαστώ να τη καταδικάσω, αποδείχτηκε ότι έχω γίνει καχύποπτος…

Ένα διάλειμμα χρειαζόμουν, μια παύση, είχα κρυώσει κιόλας, έβηχα, ο λαιμός γδαρμένος, τ αυτιά μου βούιζαν μέχρι τα μηλίγγια σαν ν' αντιλαλούσε μέσα τους μια θάλασσα, το κεφάλι μου πονούσε. Την είχα αρπάξει πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη, είχε πιάσει μια βροχή φοβερή κι η Εθνικής Αμύνης κατέβαζε ποτάμια νερού, όπως πήγα να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο πάτησα στο αυλάκι που κυλούσε, βράχηκα μέχρι τον αστράγαλο, μούλιασα δεν είχα καμιά δουλειά να γυρίζω με τέτοιο καιρό όμως ήθελα ένα βιβλίο εκείνη τη στιγμή, το χρειαζόμουν οπωσδήποτε, δε μπορώ να σου το εξηγήσω, απλά το νιώθεις μέσα σου βαθιά σαν μια ανάγκη ζωτική, ήθελα εκείνη τη πληροφορία οπωσδήποτε να τη ψάξω, να δω τι στο δαίμονα παίζονταν μ εκείνη την ιστορία που αφηγούνταν το βιβλίο. Ψάχνοντας στα ράφια έβλεπα απ το γυάλινο τοίχο τα περιστέρια στο γείσο μιας στέγης να βηματίζουν νευρικά ατενίζοντας το κενό από κάτω τους έτσι που σ έκαναν να ζαλίζεσαι, η βροχή είχε σταματήσει πια, μια ομάδα πουλιών απογειώθηκε για να ενωθεί με κάποιο σμήνος που στροβιλίζονταν ψηλά πάνω απ' τα κτίρια, ένιωθα τα πόδια μου βρεγμένα, έπρεπε ν αλλάξω γρήγορα, εκεί κρύωσα...

Ήταν μια δύσκολη βδομάδα, χρειαζόμουν ένα διάλειμμα, ζαλισμένος ένιωθα το κεφάλι μου να βουίζει, όπως πηγαίναμε να χαιρετίσουμε τους συγγενείς του νεκρού σκόνταψα σ ένα χαλί και χτύπησα σε μια κώλωνα, μα που στο δαίμονα είχε βρεθεί εκεί πέρα καλά που δε με βλέπανε! Μετά την εκκλησία στην αίθουσα τελετών η γυναίκα εκείνη συνέχιζε να κλαίει, οι υπόλοιποι φαίνονταν αδιάφοροι, μας δώσανε ραβανί, κάτι κομμάτια τετράγωνα,πήγαμε να δούμε τους συγγενείς του Μανόλη σ ένα σπίτι χαμηλό με γρασίδι στην αυλή ένα πηγάδι παλιό και μια κληματαριά με σταφύλια χειμωνιάτικα που τα τσαμπιά τους κρέμονταν στη κρεβατίνα ψηλά, βαριόμουνα, ήθελα να φύγω, τελικά αφήσαμε το χωριό κατά το απομεσήμερο την ώρα που έδυε ο ήλιος...

Το απόγευμα μου ζήτησε να κρατήσω για λίγο το μαγαζί του, πήγα από κει και σε λίγο σε κείνο το στενό μέρος μαζεύτηκε η σάρα κι η μάρα πλάκωσε κόσμος και δε μπορούσες να σκεφτείς τίποτα απλά προσπαθούσες να μη βλέπεις μπροστά σου όλους εκείνους τους πειναλέους, τους έδινες κάτι και φεύγανε, μερικοί ήταν βολικοί, άλλοι απαιτητικοί, δύστροποι, μια μελαχρινή γύφτισσα μου είπε ότι μου είχε δώσει ένα εικοσάευρο, δε θυμόμουν τι μου είχε δώσει οπότε πετιέται ο αλκοολικός με το κόκκινο σημάδι στο κεφάλι που δεν έλειπε ποτέ από το μαγαζί ''Δε ντρέπεσαι μωρή, δίευρο του έδωσες του παιδιού!'' η γύφτισσα άρχισε να φωνάζει ότι την εξαπάτησαν, καλούσε το κόσμο να την υποστηρίξει, χειρονομούσε θεατρικά δείχνοντας το άδειο πορτοφόλι της, δεν ήξερα τι να κάνω. Ένας κουστουμαρισμένος με γραβάτα εμφανίστηκε και ζήτησε μια μερίδα ενισχυμένη, με πλήρωσε, αλλά σε λίγο εμφανίστηκε και είπε ότι του έδωσα καμένα κρέατα, ναι αλλά τα είχε φάει, ζήτησε να του ξαναγεμίσω το πιάτο, το γέμισα έτσι τζάμπα να μη στενοχωρήσω το Μανώλη όμως μετά ο τύπος ζητούσε κι άλλα, και συμπλήρωμα, και σαλάτα, και ψωμί, ρε φίλε τι ήθελε ο άνθρωπος, τι ζώο ήτανε! Η γύφτισσα φώναζε, κάτι παιδιά με μούσια και κάτι κοπέλες που είχαν έρθει και περίμεναν τη σειρά τους κοίταζαν περίεργα, τους φαίνονταν παράξενο όλο αυτό το σκηνικό, δεν ήξερα τι να κάνω, ο Μανώλης δε φαίνονταν πουθενά στον ορίζοντα να με σώσει, ήθελα να εξαφανιστώ αλλά δε μπορούσα, δε γίνονταν!

Σαν όνειρο θυμάμαι ύστερα το φίλο μου τον αλκοολικό να χυμά στον άλλον τον αχόρταγο, μετά κάτι φωνές, κάποιος μ ένα κόκκινο σημάδι στο κεφάλι κρατιόταν από έναν στύλο που έβγαζε μια φλόγα στο κυανό χρώμα του αιθυλενίου και κλοτσούσε στο στήθος κάποιον άλλον με κουστούμι, κάποιος ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο, ανάσαινε βαριά, μετά δεν ακούγονταν τίποτα σαν κάποιος να κατέβασε τη φωνή στη τηλεόραση...

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

ΡΟΖ ΠΑΛ ΝΤΑΛΙΕΣ


ΡΟΖ ΠΑΛ ΝΤΑΛΙΕΣ

Όλα τα γραφεία τελετών τον ήξεραν, έδινε παντού λουλούδια, απ’ τα πενήντα γραφεία που υπήρχαν στη πόλη δούλευε τουλάχιστον με τα μισά, τους έδινε στεφάνια για τις κηδείες, υπήρχε πολύ χρήμα σ’ αυτή τη δουλειά τότε τόσο που οι νεκροθάφτες είχαν φτάσει να παίζουν μπαρμπούτι μες τα φέρετρα, κάποιος απ αυτούς, ένας με τατουάζ στα χέρια, λίγο χαζός, λίγο τρελός αναλάμβανε πάντα ν αλλάζει πεθαμένους, δε φοβόταν, δε καταλάβαινε τίποτα, βασικά του άρεσε το όλο σκηνικό, το διασκέδαζε κι ένας άλλος υπήρχε, ένας γίγαντας που μπορούσε να σηκώσει μονάχος του μια κάσα, άλλος παλαβός, μια φορά του 'χαν δώσει ένα φέρετρο να κουβαλήσει κάπου σένα χωριό με τη νεκροφόρα κι αυτός το πήρε μαζί του σ ένα ντράιβ ιν όπου σύχναζε, οι συγγενείς ζητούσαν το σώμα του πεθαμένου να το κηδέψουν, το γραφείο τον έψαχνε παντού, όλοι είχαν γίνει άνω κάτω, τελικά ο γίγαντας εμφανίστηκε με το φέρετρο τα ξημερώματα κι όλοι ησύχασαν…

Κάθε βράδυ έβγαινε στα μπουζούκια μ έναν εργολάβο κηδειών που όλο έλεγε ότι θα τον ξεπλήρωνε κι όλο τον είχε γραμμένο, όμως κάποτε ήρθε η ώρα του. Μια κηδεία ενός μικρού κοριτσιού που είχε πεθάνει από μια αρρώστια σπάνια είχαν αναλάβει, οι γονείς ήθελαν μια κηδεία μεγαλοπρεπή για το άτυχο κοριτσάκι τους, είχαν ζητήσει τα στεφάνια να γίνουν όλα με ντάλιες ροζ παλ, μόνο ο ανθοπώλης μας είχε τέτοιο χρώμα ντάλιες , πουθενά αλλού δεν το έβρισκες, τις έπαιρνε αεροπορικά από έναν προμηθευτή κάτω στη Κρήτη. Ο εργολάβος του παρήγγειλε καμιά σαράντα πενήντα στεφάνια σ αυτό το χρώμα, ο άλλος του λέει ''Οκ!'', τα παραγγέλνει κι έρχονται στην ώρα τους, ετοιμάζει το φορτηγό που θα τα κουβαλούσε κάπου στο Πανόραμα, όλα είναι εντάξει αλλά λίγο πριν τη κηδεία λέει στον οδηγό ‘’Περίμενε!’’ κι όλα σταματούν. Ο εργολάβος είχε σκάσει, οι γονείς ψαχνόντουσα, όλοι έλεγαν ότι κάτι λείπει, η κηδεία πήγαινε για ναυάγιο, ψιθυρίζονταν ότι κάτι στραβό συνέβαινε, ακούγονταν διάφορες φήμες, ο εργολάβος χτυπιόταν, είχε πάρει μπροστάντζα δυο εκατομμύρια δραχμές και δεν είχε τα στεφάνια με τις ροζ παλ ντάλιες, τηλεφώνησε έξαλλος στον ανθοπώλη’’ Ρε που είναι τα στεφάνια;’’ - ‘’ Στάξε το ένα εκατομμύριο συν τα λεφτά γι αυτή τη κηδεία αλλιώς δεν έρχεται τίποτα!’’ ο άλλος τρελάθηκε, πλήρωσε επί τόπου βρίζοντας κι αναθεματίζοντας, ο ανθοπώλης ήταν ευχαριστημένος…

Εκτός από κηδείες έδινε λουλούδια και σε κέντρα νυχτερινά, κάθε βράδυ ήταν στο μαγαζί ενός ελληνοαμερικανού κάπου στη λεωφόρο του αεροδρομίου, όλοι τον ήξεραν, η πιο συχνή παρέα του ήταν ο εργολάβος κηδειών που του χρωστούσε κάποτε το εκατομμύριο αλλά δεν έδινε σημασία μόνο σκορπούσε λεφτά κάθε νύχτα στις τραγουδίστριες, γαρύφαλλα με τα πανέρια πετούσε άφθονα, γαρύφαλλα που έφερνε ο ανθοπώλης απ τη Κρήτη, εκεί κάτω τα βγάζανε, ήταν πιο φτηνά απ' τα εισαγόμενα. Μια φορά είχε πάει να δει τα θερμοκήπια κάπου έξω απ’ το Ηράκλειο, ένα ξερότοπος όλο πέτρα ήτανε ‘’Καλά ρε εδώ θα φυτρώσουν γαρίφαλα;’’ ρώτησε τον παραγωγό ‘’Θα φυτρώσουν...’’ είχε απαντήσει ο άλλος ‘’...περίμενε και θα δεις!’’ και πράγματι μετά από λίγο καιρό που ξαναπήγε είχαν φυτρώσει, όχι τίποτα σπουδαία, κάτι χρώματα χλωμά, ξέθωρα είχαν αλλά έκαναν τη δουλειά τους, ποιος πρόσεχε λεπτομέρειες μες τη νύχτα και στο χαμό απ τα τσιγάρα...

Με τον εργολάβο είχε κάνει και κάποιες κηδείες Εβραίων, λέγανε γι αυτούς ότι χρησιμοποιούσαν το ίδιο φέρετρο για όλη την οικογένεια, δεν το άλλαζαν ποτέ απλά το είχαν για να μεταφέρουν το σώμα μέχρι το μνήμα, είχαν πάει και στα εβραϊκά νεκροταφείο να δουν πως κηδεύονται. Κάποιο καλοκαίρι πάλι είχαν πάει μαζί διακοπές κάπου στους πρόποδες του Όλυμπου, δε χώνευαν τη Χαλκιδική με τα μποτιλιαρίσματα της τα ατελείωτα, ο τόπος έκαιγε, οι παραλίες της Κατερίνης έβραζαν, ανέβηκαν στο βουνό , στα Πριόνια ψηλά να πάρουν μια ανάσα, μια γούρνα υπήρχε εκεί, ο ανθοπώλης είχε τόσο ζεσταθεί που είπε μέσα του ‘’ Θα πέσω σ αυτή τη γούρνα να δροσιστώ επιτέλους!’’ όταν όμως έπεσε μες στο νερό ήταν τόσο παγωμένο, τόσο κρύο που μούδιασε ολόκληρος, του κόπηκε η αναπνοή, έτρεμε μισή ώρα μέχρι να συνέρθει, ο εργολάβος του έκανε εντριβές…

Ήταν καλές εποχές τότε , έβγαζε λεφτά, κάθε μέρα ήταν στην ώρα του πριν από τους υπαλλήλους στο μαγαζί, του άρεσε η δουλειά πολύ, ένα πρωινό όπως πήγαινε ν’ ανοίξει είδε ένα πρεζόνι πελιδνό με όψη πεθαμένου να χτυπά με δύναμη τα τζάμια, του είχαν γυαλίσει κάτι ορχιδέες φανταχτερές με χρώματα τρελά, και συνδυασμούς, εξωτικούς, εξωπραγματικούς που υπήρχαν στη βιτρίνα, προσπαθούσε να σπάσει το τζάμι κοπανώντας το μ όλο του το σώμα η βιτρίνα όμως είχε τριπλή επένδυση και δε καταλάβαινε τίποτα, το πρεζόνι επέμενε, ο ανθοπώλης τσατίστηκε, τι ήταν κι αυτό πάλι, ένα πιστόλι μαζί του κουβαλούσε, έριξε μια φορά στον αέρα, το πρεζόνι κατατρόμαξε …

Χρόνο με το χρόνο έβγαζε λεφτά όλο και πιο πολλά, ήταν καλές εποχές κι αφού του περίσσευαν άρχισε να παίζει όλο και περισσότερο στο καζίνο, ξόδευε πολύ χρήμα εκεί πέρα, είχε αρχίσει με μικρά ποσά αλλά μετά έχασε τη μπάλα, κάθε βράδυ εκεί τον έβρισκες χωμένο μέχρι τα μπούνια στη ρουλέτα και στα μηχανήματα. Μια φορά όπως έβγαινε θολωμένος έπεσε πάνω σ εκείνο το τέρας που όλοι φοβόντουσαν, έναν χοντρό που κυκλοφορούσε πάντα με δυο πιστόλια πάνω του και τι δε λέγανε γι αυτόν, ήταν το πιο μεγάλο μούτρο στη πόλη, είχε ακουστεί κιόλας ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα και την είχε θαμμένη στην αυλή του σπιτιού του, κυκλοφορούσε πάντα με δεκαπέντε μπράβους τριγύρω του, κανείς δεν τον πλησίαζε κι εκείνο ακριβώς το πρωινό έπεσε πάνω του!


Ο χοντρός ήρθε κοντά του και του ζήτησε ένα αστρονομικό ποσό δανεικό, σιγά μη του έδινε, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναδεί πίσω τα φράγκα του, του μίλησε απότομα του χοντρού, τόσο απότομα που κι ο ίδιος φοβήθηκε, για κάποιο λόγο τον έπιασαν τόσα νεύρα, τέτοια τσαντίλα ώστε γύρισε πίσω όπως ήτανε κι έπαιξε όσα λεφτά είχε πάνω του σα να ήθελε να τα ξεφορτωθεί, σα να ήταν ένα βάρος αφόρητο που ήθελε να διώξει από πάνω του, πόνταρε σ όλα τα σημεία που είδε μπροστά του, δε κέρδισε τίποτα, ούτε τόσο δα, δε του έφεξε ούτε μια στιγμή, όλα τα λεφτά πήγαν στη γκόμενα τη ντίλερ που έκανε παιχνίδι , μια ξανθιά τύπισσα που χαμογελούσε σα διάβολος....

Ο καιρός περνούσε, οι εποχές άλλαζαν, άρχισε να παίρνει τη κάτω βόλτα, δε μιλούσε για τα παλιά, όποτε τον ρωτούσε κάποιος απαντούσε ''Πω ρε φίλε, γίνεσαι κουραστικός!’’ ήταν δύσκολος και με το φαΐ, μπορούσε να γυρίσει δέκα φορές το πιάτο που του έφτιαχναν μέχρι να του το φέρουν όπως ακριβώς το ήθελε! Σαν πέθανε η μάνα του δεν ήξερε σε ποιο γραφείο να δώσει τη κηδεία, τελικά την έδωσε στο καλύτερο παιδί που είχε το γραφείο του κάπου κοντά στο τουρκικό προξενείο, μονάχα αυτόν πήγαινε.

Μετά από κείνο τον θάνατο τον πήρε από κάτω, πολύ του είχε στοιχίσει ο θάνατος της μητέρας του, δεν ήταν το ίδιο με το μπαμπά του του που δε τον πολυπήγαινε κι είχε φύγει πρωτύτερα,άρχισε να σκέφτεται το δικό του τέλος, κάτι ράγισε μέσα του, δεν είχε όρεξη για τίποτα, κι ήταν κι εκείνο το ινδιάνικο καλοκαίρι που τραβούσε σε μάκρος τόσο που έλεγες ότι ο καιρός δε θ’ άλλαζε ποτέ κι έτσι μαλακός θα πήγαινε μέχρι τα Χριστούγεννα. Στα πολυκαταστήματα υπήρχε ατμόσφαιρα γιορτινή, οι πωλήτριες στα μαγαζιά με τα στολίδια χαμογελούσαν, ο κόσμος αγόραζε χριστουγεννιάτικα πράγματα να στολίσει το σπίτι, Αι Βασίληδες κινέζικους, κούκλες με γριές χωριατοπούλες τρομακτικές στην όψη, ταράνδους κι ελάφια. Οι εποχές είχαν αλλάξει, τώρα πια συνεργεία κυκλοφορούσαν παντού κόβοντας παροχές ύδατος κι ηλεκτρικού, λογαριασμοί απλήρωτοι στοιβάζονταν κάτω απ τις εισόδους των μαγαζιών, ασφάλειες κατέβαιναν, υδρόμετρα σταματούσαν να στροφάρουν, στις υπηρεσίες ουρές για διακανονισμούς, εξοφλήσεις, δόσεις διακοπές παροχών, σπρωξίματα, γκρίνια, άγχος, πανικός, έμοιαζε σαν όλα να είχαν παγώσει κι όλοι έψαχναν μια αρχή, ένα ξεκίνημα καινούριο, μια αλλαγή, μια δύναμη να τους σπρώξει μπροστά να ξεκολλήσουν απ το τέλμα με κάποιο τρόπο!

Τώρα πια είχε κλείσει πια το μαγαζί κι έβγαινε πάλι με τον άλλον που αναλάμβανε κηδείες κάποτε, ταίριαζαν κι έτσι ξέχασαν ότι είχε γίνει, συζητούσαν για τα παλιά και για τα γραφεία τελετών που είχαν κατακλύσει πια την πόλη. Πήγαιναν και στο καζίνο στα Σκόπια κι έπαιζαν κάτι μικροποσά , μια μέρα όπως επέστρεφαν ομίχλη πυκνή είχαν συναντήσει στη κοιλάδα του Αξιού , δε μπορούσες να δεις ούτε στο ένα μέτρο σα να είχε πέσει ξαφνικά το πιο πυκνό σκοτάδι , είχαν αναμμένα τα φανάρια, τους προβολείς, τα φώτα ομίχλης ότι υπήρχε και πάλι όμως δε μπορούσαν να δουν καθαρά κι εκεί μες το πουθενά μια γυναίκα βγήκε μπροστά τους. Είχε καβαλήσει το διαχωριστικό τσιμεντένιο τοίχο ανάμεσα στις δυο λωρίδες της εθνικής οδού σέρνοντας ένα μικρό παιδί μ ένα σακίδιο στη πλάτη, ποιος ξέρει από που στο δαίμονα έρχονταν και τι θέλανε εκεί στην ερημιά, τα αμάξια που έρχονταν κορνάριζαν, άναβαν φώτα, έκαναν ελιγμούς τρελούς, αυτοί φρενάρισαν τη τελευταία στιγμή, δε μπορούσαν να το πιστέψουν, είχαν γίενι μούσκεμα από την τρομάρα, σταμάτησαν λίγο στην άκρη να συνέλθουν. ''Τι διάβολο ήταν αυτό !'' φώναξε ο ανθοπώλης, άναψε τσιγάρο και βγήκε λίγο έξω να πάρει αέρα. Ο άλλος έμεινε στο αμάξι, '' Τι καταραμένη ομίχλη!'' είπε ο λουλουδάς, καθώς ρουφούσε τον καπνό να στανιάρει, να ηρεμήσει, ένα χωράφι φαίνονταν λίγο πιο πέρα να αχνίζει σα να είχαν ανάψει κάποιον λέβητα από κάτω του, ''Τι κ...λοομίχλη!'' φωναξε και στρέφοντας πίσω είδε σε κλάσματα δευτερολέπτου μια νταλίκα θεόρατη που έρχονταν με φόρα να παίρνει παραμάζωμα για πολλά μέτρα το αμάξι του φίλου του, οι λαμαρίνες στρίγγλιζαν και ούρλιαζαν κλαψιάρικα όπως γδέρνονταν στην άσφαλτο, το μυαλό του είχε σταματήσει ΄΄Θα χρειαστούν καμιά τριανταριά στεφάνια!'' ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ....




Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ΦΡΕΝΑ ΠΑΝΙΚΟΥ

 Ολόκληρη η Μητροπόλεως είχε μπλοκάρει, το  πελώριο φαράγγι που σχηματίζονταν ανάμεσα στις δυο σειρές πολυκατοικιών έμοιαζε ν’ αντιβοά  πέρα ως  πέρα απ’ τους θορύβους και τα μαρσαρίσματα, ο δρόμος είχε κλείσει, αμάξια κορνάριζαν, όλοι αναρωτιόντουσαν τι συνέβαινε.

Σε μια διασταύρωση  ένα αυτοκίνητο στέκονταν στη μέση του δρόμου σε μια στάση αφύσικη σα να το είχε πετάξει όπως να ναι κάποιο  χέρι τεράστιο,  μια γυναίκα ήταν ακόμα μέσα του, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί σε μια μεριά του πεζοδρομίου όπου μια μηχανή είχε μπει  ολόκληρη  σε μια βιτρίνα,  όλοι αναρωτιόντουσαν πως το είχε κάνει αυτό ο  αναβάτης,  κάποιοι λέγανε ότι  ένα πρεζόνι είχε πεταχτεί μπροστά του κι αυτός  μες το πανικό του φρενάρισε απότομα μπλοκάροντας τους τροχούς   για να καρφωθεί με το κεφάλι  μες τα τζάμια,η γυναίκα με το αμάξι έρχονταν από πίσω και ντεραπάρισε  κι αυτή κάνοντας σβούρες στο δρόμο,  ο μοτοσικλετιστής κείτονταν  μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο,  μια λίμνη αίματος είχε σχηματιστεί  γύρω του μπροστά απ  τη βιτρίνα που είχε γίνει χίλια κομμάτια, φορούσε ακόμα το κράνος του...

Σάββατο απόγευμα ήτανε λίγο προτού κλείσουν  τα μαγαζιά , τότε που  όλοι είναι χαλαροί γιατί υπάρχει το μαξιλαράκι της Κυριακής οπότε μπορούν να είναι ήσυχοι, δίχως άγχος για μια μέρα τουλάχιστον, η πόλη έμοιαζε πνιγμένη στην ομίχλη, στους πάγκους στο Καπάνι οι πωλητές είχαν απλώσει κομμάτια από κασέρι και τυρί και τρώγανε, ένας ζητιάνος κοιμόταν σε μια άκρη κουκουλωμένος με κουβέρτες μέχρι το κεφάλι, στα κοτοπουλάδικα καψάλιζαν κρέατα με φλογοβόλα κι άλλοι έκοβαν φιλέτα και τα τοποθετούσαν στα ψυγεία,  φρούτα χειμωνιάτικα παντού, σταφίδες απ το Αίγιο, μήλα απ το Πάικο, καρότα απ το Μενίδι, μανταρίνια και σταφύλια απ'  την Κόρινθο…

Γύρω ο τόπος θύμιζε κόλαση, ένας αστυνομικός με στολή εφαρμοστή και γκέτες μέχρι το γόνατο  υποτίθεται ότι ρύθμιζε τη κυκλοφορία αλλά στην πραγματικότητα κοιμόταν όρθιος,  κάποιοι φώναζαν, άλλοι γελούσαν κάνοντας χαβαλέ, άλλοι χάζευαν, η γυναίκα που ήταν στο αυτοκίνητο με την αφύσικη τοποθέτηση,  μια μελαχρινή σαραντάρα με κότσο, φώναζε ότι δεν  θα έφευγε με τίποτα από κει, ότι  η μηχανή  ήρθε και καρφώθηκε πάνω της απ το πουθενά, δεν έδινε δυάρα αν ο άλλος ζούσε ή πέθαινε, ζητούσε την αστυνομία, την ασφάλεια της, δικηγόρους, εισαγγελείς, τον κρατικό μηχανισμό να κινητοποιηθεί ολόκληρος, έμοιαζε απτόητη, ήταν αποφασισμένη να σταματήσει τη κυκλοφορία φέρνοντας το χάος! Δε θα μετακινούνταν  από κει ούτε με γερανό, μιλούσε στο κινητό ενώ ο κόσμος χτυπούσε το τζάμι της απειλητικά, απειλούσε θεούς και δαίμονες,   ήταν εκτός έλεγχου, δεν έδινε δυάρα για ότι γίνονταν τριγύρω, ένας άνθρωπος μόνος του άμα έχει θράσος μπορεί να τινάξει τη πόλη ολόκληρη στον αέρα καθώς όλοι μοιάζουν να κοιμούνται σ ένα τόπο όπου βασιλεύει η αταξία και κανένας δε σέβεται τίποτα , ήταν σα να είχε σταματήσει ο χρόνος, σα να είχαν  ακινητοποιηθεί τα πάντα, σα να πάγωσαν όλα κι ο δρόμος να έμενε κλειστός εις τον αιώνα …

Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει, στη παραλιακή μια γραμμή από φανάρια έμοιαζε να κινείται αέναα, η Τσιμισκή γεμάτη φαστφουντάδικα και καφέ, πάνε τα εμπορικά, κλείσανε, παρακμή έχει ενσκήψει, ξηρούς καρπούς ήθελε από νωρίς ο Γιάννης που ήταν μαζί μου, σ' ένα μαγαζί όπου οι άνθρωποι ψώνιζαν στραγάλια και δαμάσκηνα ξερά πήρε μισό κιλό φιστίκι Αιγίνης, παρήγγειλε και ψίχα από φουντούκια ελληνικά...

Περπατούσαμε κι ο Γιάννης κατά καιρούς έχωνε το  χέρι σε μια χαρτοσακούλα τραβώντας φιστίκια που τα έσπαγε με τα δόντια του για να βγάλει το μαλακό καρπό, παπούτσια κοιτούσαμε στις βιτρίνες εκεί όπου ανεβοκατεβαίνουν σκάλες ηλεκτρικές, μια καφετερία στον πρώτο όροφο απέναντι στη θάλασσα όπου είχε ησυχία είχαμε διαλέξει να καθίσουμε.

‘’ Το ξέρεις ότι έχω να έρθω εδώ πέρα πάνω από τριάντα χρόνια;'' ‘’μου είπε  ‘’Εδώ είχα χωρίσει με την X που την αγαπούσα σα παλαβός,  <<Θέλω να χωρίσουμε!>>  μου είχε πει έτσι στο άσχετο κι εγώ καταλαβαίνω ότι τρέχουν δάκρυα απ τα μάτια μου συνέχεια, ένα πράγμα ανεξέλεγκτο, δεν μπορούσα να σταματήσω, απ τα γύρω τραπέζια κοίταζαν περίεργα , αυτή δεν έδωσε σημασία καθόλου, σηκώθηκε κι έφυγε κι εγώ έμεινα να κοιτάω απ το δεύτερο όροφο, εδώ που είμαστε τώρα, τα κάγκελα, το άνοιγμα που υπήρχε στις σκάλες, το μωσαϊκό με τα σχέδια στο πάτωμα, τα παιδιά πίσω απ το μπαρ, τα ποτήρια τα κολονάτα που γυάλιζαν. Την έχασα, έμαθα μόνο ότι σε δυο μήνες από τότε παντρεύτηκε, δεν έχασε χρόνο και την είδα πότε νομίζεις , προχθές ρε φίλε, το πιστεύεις προχθές, είχε σπάσει, το πρόσωπο της, είχε γεμίσει ρυτίδες, το μόνο που της είχε απομείνει ήταν εκείνο το υφάκι το αλαζονικό, δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχε γίνει, δε βλέπονταν,  πολύ χάλια, γι αυτήν τη γυναίκα είχα χάσει την εξεταστική μου, αυτό ήταν που με είχε πειράξει πιο πολύ απ’ όλα, έχασα όλα τα μαθήματα που είχα διαβάσει !

Γκαρσόν που φορούσαν παπιγιόν πηγαινοέρχονταν στη καφετέρια της παραλίας, κάτι καράβια τουριστικά αρμένιζαν βαριεστημένα στη θάλασσα, το κεφάλι μου είχε βαρύνει , το μυαλό μου έμοιαζε σα να το έσφιγγε όλο και περισσότερο μια αόρατη μέγγενη, μια νύστα ανεξήγητη μ’ είχε πιάσει και κουτουλούσα δεξιά κι αριστερά, ένα περπάτημα χρειαζόμουν επειγόντως, μια μεγάλη απόσταση έπρεπε να διανύσω για να ξελαμπικάρω…

Κι έτσι βγήκαμε στη Μητροπόλεως όπου εκείνη η γυναίκα είχε μπλοκάρει το σύμπαν, κανονικά δεν έπρεπε ν’ ανακατευτώ όπως έκανα άλλες φορές αλλά η σκηνή με τραβούσε, ήθελα να δω τι γίνεται, μπορεί να έψαχνα κάποια εκτόνωση, το παθαίνω κάποιες φορές, πλησίασα και πως μου ήρθε άρχιζα να φωνάζω κι εγώ στη γυναίκα που είχε προκαλέσει το χάος οπότε απ'  το πουθενά εμφανίστηκε ένας τύπος με γυαλιά και λίγη καράφλα και τα ‘βαλε μαζί μου σπρώχνοντας με ‘’Τι θέλετε, αφήστε την ήσυχη, φύγετε από δω πέρα!!!’’ ήταν ο άντρας της, και τότε τα πήρα, δε μπορούσα να το πιστέψω, ήταν παλαβό, ανήκουστο, δε γίνεται ρε φίλε, δεν υπάρχει, ‘’ Είσαι τρελός;’’ του είπα ‘' μπορεί να  σκοτώσατε έναν  άνθρωπο, έχετε μπλοκάρει όλη τη πόλη, μα έχετε πολύ θράσος!!!’’ φώναζα εκεί πέρα τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα μου πεταχτούν οι φλέβες στο λαιμό, ήταν σίγουρο ότι θα έκλεινε η φωνή μου όπως πήγαινα, θα φράκαρε ο φάρυγγας μου δεν υπήρχε περίπτωση, περίμενα να με υποστηρίξουν οι άλλοι αλλά κανείς δε μιλούσε, το Γιάννη τον είχα χάσει, αν είχα μαζί μου δυο τρεις θα τους παίρναμε παραμάζωμα αυτόν και την ηλίθια γυναίκα του που δεν καταλάβαιναν τίποτα όμως τουλάχιστον συνέχιζαν να τους γιουχάρουν και στο τέλος το ξεροκέφαλο ηλίθιο ζευγάρι φάνηκε να κλονίζεται, η γυναίκα έκανε όπισθεν  επιτέλους απελευθερώνοντας το δρόμο  κι όλοι μαζί αρχίσαμε να χειροκροτούμε ειρωνικά.

‘’Πάμε να φύγουμε από δω!’’ είπε ο Γιάννης που είχε το μυαλό του στον τραυματισμένο μοτοσικλετιστή  τον οποίο μαζεύανε οι τραυματιοφορείς εκείνη την ώρα  δίχως  ν αφαιρέσουν το κράνος του. Φύγαμε κι αρχίσαμε να τριγυρνάμε άσκοπα, τα πρακτορεία ταξιδίων είχαν αρχίσει τις προσφορές για ταξίδια μέσα στις γιορτές, Πράγα και  Ζαγοροχώρια, Λονδίνο και Ντουμπρόβνικ,  Νέα Υόρκη και  Μετέωρα, μερικά μαγαζιά είχαν αρχίσει να στολίζουν για τα Χριστούγεννα, ‘’ Ξέρεις με τι τα  χω συνδυάσει τα Χριστούγεννα ;’’ είπε o Γιάννης όπως περνούσαμε μπροστά από ένα ζαχαροπλαστείο, ‘’ Με τα σιροπιαστά, πάντα θέλω ν αγοράζω μερικά τις γιορτές, ή μάνα μου μας έφτιαχνε πάντοτε τέτοια, δούλευε στα καπνομάγαζα τότε,  πέθαινε απ τη κούραση κάθε μέρα, ερχόταν λοιπόν παραμονή Χριστουγέννων τόσο κουρασμένη που σέρνονταν όμως καθόταν μέχρι τα μεσάνυχτα και μας έφτιαχνε μπακλαβά για να έχουμε να φάμε όταν ξυπνήσουμε, σηκωνόμασταν το πρωί και τα βρίσκαμε έτοιμα, λαχταριστά, πέφταμε με τα μούτρα, θε μου ήταν τέλεια, δε θα το ξεχάσω ποτέ ! ’’

Τη μάνα του τη λάτρευε ο Γιάννης, το πατέρα του τον μισούσε, αναφέρονταν σ'  εκείνον με τα χειρότερα λόγια, τον έλεγε φασίστα, ίσως γιατί δε φέρονταν καλά στη μάνα του που ήταν απ'  τις πιο μορφωμένες γυναίκες που υπήρχαν, διάβαζε το Παρί Ματς που της έρχονταν κάθε βδομάδα , ήξερε άψογα γαλλικά, κι αυτήν τη γυναίκα ο πατέρας του την ανάγκαζε να τρέχει στα καπνομάγαζα και να ξενοδουλεύει μες τα χαμαιτυπεία, ο Γιάννης τρελαίνονταν,  δεν το άντεχε μια φορά είχε πιαστεί στα χέρια με τον μπαμπά του...

Ο πατέρας του ήταν γυμναστής στο σχολείο του Γιάννη, μια μέρα του την είχε βγει άσχημα μπροστά σ όλα τα παιδιά, του είχε μίλησε χοντρά, τον είχε βρίσει έτσι χωρίς λόγο,  ο Γιάννης δεν άντεξε,  είχε τόσα νεύρα που τον έπιασε απ το γιακά και τον πέταξε σα σακί σε κάτι σύρματα προστατευτικά  στην άκρη του γηπέδου, τα παιδιά είχαν πάθει πλάκα, τους είχαν πεταχτεί τα μάτια μ'  αυτά που έβλεπαν, φώναξαν τον λυκειάρχη ένα ψηλό ηλικιωμένο τύπο  ο οποίος δε καταλάβαινε τίποτα, τους πήρε και τους δυο στο γραφείο του, τους κοίταξε βαθιά μες τα μάτια  και μετά είπε στο Γιάννη '' Παιδί μου, δώσε το χέρι στον πατέρα σου  σε παρακαλώ!’’ ο Γιάννης το 'δωσε, δεν υπήρχε λόγος να το συνεχίσει, τον παραδέχτηκε το γέρο  λυκειάρχη πάντως, αυτός ήταν διευθυντής σχολείου, από τότε τον σέβονταν απεριόριστα...

Ξαναπεράσαμε απ τη Μητροπόλεως να δούμε τι είχε απογίνει, μπροστά απ την διαλυμένη βιτρίνα είχαν κατεβάσει τα στόρια, η  λιμνούλα απ τα αίμα τα του μοτοσικλετιστή δεν υπήρχε,  κάποιος την είχε ξεπλύνει, '' Με τόσο αίμα που έχασε δύσκολο  να ζήσει...'' μουρμούρισε ο φίλος  μου, όλα έμοιαζαν ήσυχα  πάλι μονάχα το αμάξι εκείνης της γυναίκας που τα είχε βάλει με όλους είχε  μετακινηθεί στην άκρη,  στέκονταν μετέωρο κάτω από μια κολόνα με τον σπασμένο καθρέφτη του  να κρέμεται...

Φύγαμε από κει, πήραμε την ανηφόρα της Αγίας Σοφίας, τραβήξαμε κατά τα κάστρα, κοπάδια από κοράκια πετούσαν πάνω απ τη πόλη φτιάχνοντας σχήματα περίεργα στο σκοτεινό ουρανό που φωτίζονταν απ τις ριπές των προβολέων, το σμήνος των μαύρων πουλιών κυλούσε ρευστό αλλάζοντας σχήματα,  ο αέρας που άρχισε να φυσά παρέσυρε ένα τενεκεδένιο κουτί αναψυκτικού που κύλησε κάτω απ τους τροχούς των παρκαρισμένων  αυτοκινήτων, από ψηλά φαίνονταν η πόλη και τα ποτάμια των φωτεινών φαναριών να  κινούνται αέναα, μια γάτα σκαρφάλωνε με άλματα στον κορμό ενός δέντρου, μετά  τινάχτηκε μέχρι το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και χώθηκε ανάμεσα στα κάγκελα, σ’ ένα χάσμα των γκρεμισμένων τειχών  ένα κοπάδι παρδαλό από μαλλιαρά σκυλιά έτρεχε με φόρα πηδώντας πάνω απ ΄ πέτρες σα  κοπάδι λύκων που εισβάλει με μανία στην ανυπεράσπιστη πόλη...


Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

SONIC BOOMS

Είχα ξεχάσει να πληρώσω, ούτε που το σκέφτηκα, όμως αυτής της φάνηκε φοβερό, έπρεπε να είμαι προσεκτικός, οι γυναίκες δίνουν μεγάλη σημασία σε κάτι τέτοια αλλά ρε φίλε ορκίζομαι ούτε που πέρασε απ το μυαλό μου, κι απ αυτή τη βλακεία σκοτωθήκαμε!

Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί εξαγριώνονταν έτσι, τι στο δαίμονα ήθελε, είχε κάτι ξεσπάσματα άστα να πάνε, ο θεός να σε φυλάει, κάποια στιγμή είχα βρει το κουμπί της, δε την ερέθιζα, υποχωρούσα, το έπνιγα, το κατάπινα, μερικές φορές όμως μου την έδινε κι αρπαζόμουν, δε μπορούσα να το δεχτώ, ήταν πολύ σκληρή μαζί μου, βέβαια η γυναίκα φυλάγονταν προτού παραδοθεί κι έπαιρνε τα μέτρα της όμως κι εγώ τι έπρεπε να κάνω ρε φίλε, είχα βρει το μπελά μου, γινόμουν επιθετικός, τη στρίμωχνα, δεν ήξερε τι να πει μονάχα στράβωνε τα χείλη σ ένα χαμόγελο που δε μ έπειθε...

Δε με κοιτάς καθόλου, δεν είμαι όμορφη σήμερα;'' μου είχε πει  πρωτύτερα, όμως εγώ κάτι είχα, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ με τίποτα μιλάμε, χάζευα τ' αμάξια περνούσαν ρολάροντας πάνω στην βρεμένη άσφαλτο μπροστά απ τα τζάμια του μαγαζιού όπου καθόμασταν, έναν αγώνα έβλεπα αντίκρυ σε μια τηλεόραση, γήπεδο πράσινο, φανέλες κίτρινες, δε μπορούσα να εστιάσω πουθενά ! Κάτι παπούτσια με μια ρίγα πορτοκαλιά κοντά στον πάτο τους είχαμε πάει να δούμε στις βιτρίνες, της είχαν αρέσει, '' Τι λες;'' με ρωτούσε'' Πάρτα όπως είναι!'' της είχα πει, εγώ θα τα είχα πάρει ήδη και θα τα φορούσα κιόλας, δε μπορώ να το καθυστερώ, άμα είναι να το κάνεις καν το, τελείωνε, μη μας ζαλίζεις, δε το μπορώ, αυτή όμως ήξερε καλύτερα, δούλευε παλιά σ ένα μαγαζί με παπούτσια και μπορούσε να καταλάβει με μια ματιά ποιο ήταν καλό...

Ένας λεκές εμφανίστηκε στο πουκάμισο μου, που βρέθηκε δε μπορούσα να καταλάβω, μου είχε δώσει κάτι χαρτομάντιλα υγρά, έβγαλα το πακετάκι, δε μπορούσα να τ ανοίξω, μου είχε εξηγήσει πως γίνονταν όμως δε μπορούσα να καταλάβω πως άνοιγε, το στριφογυρνούσα, το έψαχνα, δεν έβρισκα άκρη, θε μου γιατί τα κάνουν τόσο περίπλοκα, τελικά το σκισα να τελειώνω, ''Μα πόσο άγαρμπος είσαι!'' μου είπε...

Κάτι είχα πάθει όλο χαζά έκανα, όλο χάζευα, στα φαστφουντάδικα σέρβιραν καφέδες, χυμούς, ροφήματα διάφορα, μουσικές ακούγονταν. Κάτι σκάλες κατέβαινα, φώτα άναβαν μόνα τους καθώς πλησίαζα τους αισθητήρες, στα ίντερνετ καφέ πιτσιρικάδες έπαιζαν ηλεκτρονικά παιχνίδια βρίζοντας όλη την ώρα...Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ όλη μέρα, κρύο είχε βγάλει, κάπου θα χιόνισε, τα σπουργίτια καμουφλαρισμένα στο χώμα των πάρκων με δυσκολία διακρίνονταν όπως φούσκωναν τις μικρές τους φτερούγες, στα φρουτάδικα μήλα και πορτοκάλια κάτω απ το φως των προβολέων, στα κομμωτήρια οι γυναίκες έφτιαχναν τα μαλλιά και τα νύχια τους, στα προποτζίδικα τύποι όρθιοι περίμεναν κληρώσεις, αποτελέσματα, νούμερα, σ ένα βενζινάδικο δυο τύποι έπαιζαν τάβλι κάτω από έναν πλάτανο, στα καφενεία και στις ταβέρνες άνθρωποι έπιναν ούζο έχοντας πιάτα πορσελάνινα μπροστά τους απλωμένα. .

Ένα σοκ χρειαζόμουν να ξυπνήσω, παρακαλούσα στη δουλειά να γίνει πανικός κι όντως ρε φίλε ήταν κόλαση αλλά ούτε που μ' ένοιαζε, τελικά δεν ήταν τόσο δύσκολο αντέξεις αν περνούσες το πρώτο στάδιο, ήμουν άνετος μέχρι που ένας ηλίθιος γκριζομάλλης με κόκκινο μπουφάν χτύπησε με δύναμη το χέρι στο τραπέζι, εκεί δεν ήξερα τι θα έκανα, ήθελα να ξεσπάσω με κάποιο τρόπο απάνω του, ευτυχώς ο Χρήστος βγήκε έξω και καθάρισε...

Ήταν κι ο Γιάννης που πέρασε από κει και μ έφτιαξε, ένα κοστούμι γκρι φορούσε κι από κάτω πουκάμισο άσπρο με μανίκια ξεκούμπωτα, πολύ ωραίο, πάντα πρόσεχε το ντύσιμο του ο άτιμος ο πατέρας του ράφτης γαρ, το μαγαζί του ήταν σε μια στοά κάπου στην παλιά αγορά, όλο εκεί μέσα τον πετύχαινα, καθόταν μέχρι αργά το μεσημέρι μασουλώντας κάνα κομμάτι ψωμί, είχε μανία με τα βουνά και τα χόρτα που φύτρωναν εκεί πάνω, όλο στα ορεινά ταξίδευε με το πατέρα του παρέα, μου εξηγούσε πως γίνεται το σπαθόλαδο και γι άλλα χόρτα μου έλεγε, τα ήξερα αυτά, μου τα έδειχνε στο μαγαζί του, τα είχα ξαναδεί στο χωριό μου αλλά δεν ήξερα ότι ήταν θεραπευτικά....

Το καλοκαίρι που πέρασε πήγε στο Βέρμιο κάπου κοντά στη Παναγία Σουμελά, σ ένα χωράφι γεμάτο από κάτι χόρτα περίεργα που τα γύρευε χρόνια, μετά είχε πάει στη Σαντορίνη να βρει βότανα που έβγαιναν μονάχα εκεί, δε του είχε αρέσει το νησί, πολύ μαυρίλα απ τη τέφρα, πολύ ψυχοπλακωτικό, του την έδινε που όλοι οι τουρίστες μαζεύονταν να δουν τη δύση στη Καλντέρα κάθε απόγευμα, αυτός ξυπνούσε το πρωί να δει την ανατολή που ήταν πολύ πιο όμορφη, τα βράδια καθώς τα κρουαζιερόπλοια έμπαιναν στο λιμάνι ξεφορτώνοντας βλαμμένους Αμερικάνους τουρίστες έβγαινε καμιά βόλτα, όλα, μα όλα τα κέντρα στη σειρά έπαιζαν το ίδιο τραγούδι, μα τι είχαν πάθει όλοι...

Η μέρα της παρέλασης ήτανε, πλήθη κατέβαιναν κατά τη παραλία να δουν τα άρματα και τους στρατιώτες, αεροπλάνα από πάνω ταρακουνούσαν το στερέωμα του ουρανού δημιουργώντας ηχητικές εκρήξεις απ τα κρουστικά κύματα που δημιουργούνταν καθώς το σκάφος κομμάτιαζε ανελέητα τις αόρατες μπαριέρες του ήχου. Σηκώναμε τα κεφάλια να βρούμε τα αεροπλάνο που περνούσαν ψηλά όταν την είδα να έρχεται, ''Γιατί κρύβεσαι; '' μου φώναξε'' Ντρέπεσαι που μας βλέπουν μαζί;'' ήταν απρόβλεπτη εντελώς, δεν ήξερες από που θα εμφανιστεί, με φιλούσε εκεί μπροστά , την πήρα λίγο παράμερα στο δρόμο, ''Γιατί στέκεσαι μπροστά στις βιτρίνες, δε μπορείς να σταματήσεις μπροστά σε καμιά κολόνα σαν άνθρωπος;'

Στο σπίτι το βράδυ μου έδειχνε τις ελιές που έφερε απ' το κτήμα της, κάτι μεγάλες πράσινες, τσακιστές θα τις έκανε, και κάτι ρόδια είχε φέρει τεράστια, κατακόκκινα εγώ κάτι ποιηματάκια ήθελα να μεταφράσω, της τα χα δείξει, μονάχα ένα της είχε αρέσει, ''Πως γράφεις έτσι, τι απαίσια γράμματα, μονάχα το άλφα το κεφαλαίο κάνεις ωραίο!'', μιλούσε κι εγώ δεν άκουγα μόνο τη κοίταζα, είχε μια επιδερμίδα απαλή, ένα πρόσωπο μαλακό, ένα χαμόγελο γλυκό όμως εγώ ήξερα ότι μπορούσε να δαγκώσει. Δεν ήξερα τι θα έκανα, δεν είχαμε δέσει ακόμα καλά, ένα στοίχημα ήτανε, μπορεί να έπιανε μπορεί και όχι, είχα ξεκόψει απ τους φίλους μου, είχα ρισκάρει, μπορεί να μη μου έβγαινε, μια υποψία υπάρχει πάντα, δε ξερες τι θα σου βγει ο άλλος έτσι όπως έχει γίνει ο κόσμος, αυτή δεν είχε πρόβλημα όμως εγώ ήμουν ανοιχτός,ευάλωτος, έπρεπε να κλείσω πάλι γρήγορα, αυτή θα βυθίζονταν στη κατάθλιψη, δεν είχε πρόβλημα ή και μπορεί να είχε όμως εμένα θα μου ήταν αφόρητο, τις πρώτες μέρες τουλάχιστον..

Σαν ηρεμούσε ερχόταν να πλαγιάσει δίπλα μου, ζητούσε να της χαϊδέψω τη πλάτη, της άρεσε που τη σκέπαζα κάθε φορά που έρχονταν να κοιμηθεί κοντά μου, της άρεσε που έβλεπα αν κρυώνει, που ήθελα να την αγγίζω, που τη φρόντιζα, τελικά αυτό θέλουν οι γυναίκες φαίνεται, όμως ακριβώς το ίδιο έκανε μ' εμένα κι ο παππούς μου και της το είπα, το είχα ξεχάσει εντελώς, τότε που κοιμόμουν σπίτι του έρχονταν τη νύχτα και με σκέπαζε, τον άκουγα αλλά έκανα πως δεν καταλάβαινα, κάθε βράδυ μιλάμε γίνονταν το ίδιο πράγμα και να τώρα που τό κανα κι εγώ ...

Όλο για τότε που ήμασταν παιδιά λέγαμε, στο χωριό όπου είχε γεννηθεί ο σιδηρόδρομος περνούσε δίπλα απ το σπίτι τους , κοντά στις ράγες φύτρωναν συκιές άγριες, έναν άνθρωπο είχε δει να περπατά πάνω στ' άσπρα χαλίκια που είχανε στρώσει δίπλα στις σιδηροτροχιές, τον κοιτούσε μέχρι που χάθηκε μακριά. Πίσω απ το σπίτι τους ένα βουνό υπήρχε, το φθινόπωρο στις πλάγιες του οι φτέρες έπαιρναν χρώματα καφετιά και κόκκινα, τη νύχτα τ άστρα φαίνονταν πολύ καθαρά ιδίως δυο απ αυτά που έμοιαζαν με ζευγαράκι, έλαμπαν τόσο δυνατά που νόμιζες ότι αν άπλωνες το χέρι μπορούσες να τα πιάσεις, μια φορά είχε δει κι ένα τεράστιο φεγγάρι να χάνεται πίσω απ την οροσειρά βάφοντας το φρύδι του βουνού χρυσαφένιο...

Για ένα σπίτι δίπλα στο δικό της μου έλεγε όπου φύτρωναν ζουμπούλια και τριανταφυλλιές ροζ, μύριζαν υπέροχα, στη μέση του κήπου μια μανόλια ολάνθιστη με φύλλα γυαλιστερά και λουλούδια τεράστια που έμοιαζαν με άσπρες μπάλες χριστουγεννιάτικες, ένας φούρνος πλινθόκτιστος υπήρχε στην αυλή όπου έψηναν τα τσουρέκια τους που γίνονταν τέλεια, σα μαστίχα ήταν η ζύμη τους. Πήγαιναν εκεί με τη μάνα της και διάβαζαν κάτω απ τα δέντρα τα μαθήματα του σχολείου, η γειτόνισσα τους κερνούσε σακολατάκια δίχως περιτύλιγμα, η μάνα της δε την άφηνε όμως αυτή έπαιρνε πάντα πιο πολλά ''Πάρτε όσα θέλετε!'' τους έλεγε η γειτόνισσα κι εκείνη γέμιζε τη χούφτα της με μαργαρίτες σοκολατένιες, το πρωί τις έπαιρνε στο σχολείο τυλιγμένες σ αλουμινόχαρτο, τις άφηνε να λιώσουν στη τσέπη κι έπειτα τις έτρωγε έτσι λιωμένες...

Άλλοτε πάλι πήγαιναν και καθάριζαν εκείνο το σπίτι της γειτόνισσας, αυτή βοηθούσε τη μάνα της στο ξεσκόνισμα, παντού έβρισκε λεφτά πεταμένα, κέρματα, χαρτονομίσματα, ότι ήθελες, ο άντρας εκείνης της γυναίκας με τον κήπο τον υπέροχο δεν τα έδινε καθόλου σημασία, ήθελε να βάλει μερικά στη τσέπη της αλλά η μάνα της δε την άφηνε...

Μου έλεγε και για κάτι που το είχα ξεχάσει εντελώς, πως πατούσε τον πατέρα της που ήταν πιασμένος και ξάπλωνε στο πάτωμα, αυτή περπατούσε πάνω στη πλάτη του του ρε φίλε ακριβώς όπως έκανα εγώ με τη μάνα μου που πονούσε δουλεύοντας όλη μέρα στα χωράφια, κρατιόμουν απ το κάγκελο του κρεβατιού και την πατούσα ακούγοντας όλα τα κόκαλα της μέσης της να τρίζουν, κρακ - κρακ ....

Μετά γελούσαμε, ένα γέλιο πολύ δυνατό  είχε, ύστερα κάναμε έρωτα και κοιμόμασταν λίγο, όλο όνειρα αγχωτικά έβλεπα δε ξέρω γιατί, όλο εξετάσεις πολύ δύσκολες έπρεπε να δώσω κι όλο για κάποιο λόγο δε μπορούσα να περάσω, όλο κοβόμουνα, τα έδινα όλα ρε φίλε, όλα σου λέω όμως δε με περνούσαν με τίποτα, μα τι γκαντεμιά! ''Τι είδες πάλι;'' με ρωτούσε αυτή που πήγαινε κοντά στη πόρτα του μπαλκονιού να καπνίσει, με φώναζε και πήγαινα κοντά , ένα χρυσάνθεμο τεράστιο βυσσινί που είχαμε βάλει στο μπαλκόνι πάνω σ ένα τραπέζι, καθόμασταν και το κοιτάζαμε...



Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΚΟΒΑΛΤΙΟΥ


Στο σπίτι μου είχε έρθει και της άρεσε, της άρεσε, δε το πίστευα, έτρεμα για το τι θα μου σούρει, η Πόπη μου ' χε πει όταν την είχα φέρει να το δει ''Καθυστέρησε την όσο μπορείς, μη βιαστείς !'', όμως αυτή είχε άλλη ιδέα, ''Τι συμμαζεμένο που το 'χεις!'' είπε, πιο πολύ η κουζίνα της άρεσε με τα παλιά τα ντουλάπια που βαριόμουν να τ' αλλάξω, τον εξαεριστήρα που τον είχα ξεχάσει εντελώς ότι υπήρχε, και με τις παλιές ηλεκτρικές συσκευές που δε δούλευαν, έπρεπε να τις φτιάξω κι όλο το ανέβαλα, '' Καλά τι άντρας είσαι συ!'' μου είπε ''Πως τ' αφήνεις έτσι!'' . Αλλά της άρεσε ρε φίλε ''Δείχνει τη προσωπικότητα σου, τη ταυτότητα σου, τόσο πολλά βιβλία!'' ναι είχα κάμποσα, κοίτα να δεις, δε το χα προσέξει, ούτε που το είχα καταλάβει πως είχαν μαζευτεί τόσα πολλά, μετά τη πήγα στο μπαλκόνι, κοίταζε τις μπιγκόνιες τις πλατύφυλλες που είχα αραδιάσει , '' Τι είναι αυτά;'' ρώτησε, της άρεσε και το κυκλάμινο που είχα πάρει γι αυτήν, έβγαλα και μια σαρκώδη αλόη από μια γλάστρα και τα πήγα στο σπίτι της, τα φυτέψαμε, το φουξ το κυκλάμινο το έβαλα στα κάγκελα, καθόταν και το χάζευε πίσω απ' το τζάμι '' Τι όμορφο που είναι!'' έλεγε..

Μιλούσαμε μέχρι αργά, μου λεγε για τότε που ανέβηκε στο εβολούσιον, στο λούνα παρκ, γίνονταν χαμός, όλοι οι πιτσιρικάδες εκεί πέρα τρέχανε, το μηχάνημα ανέβαινε ψηλά, στριφογύριζε ανάποδα και τα κεφάλια όλων κρέμονταν στο κενό, μετά στροβιλίζονταν όλο και πιο γρήγορα σα δαιμονισμένο. Αυτή με το που ανέβηκε γούσταρε τρελά, δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ, όπως γύριζε ανάποδα και το κεφάλι της βρίσκονταν στον αέρα ένιωσε ότι η ζώνη της δεν ήταν καλά πιασμένη και κρατήθηκε ενστικτωδώς απ αυτόν που ήταν δίπλα της, σκέφτηκε ότι αυτό ήτανε, τέρμα τα ψέμματα, το μόνο που φοβήθηκε ήταν μη πάρει μαζί της και τον άλλον όπως θα πέφτανε και τότε με το που έγειρε μπροστά το βάρος της η ζώνη σφράγισε κι έκλεισε ερμητικά οπότε χαλάρωσε κι άρχισε να στριγκλίζει σα μανιακή βγάζοντας όλη της την ένταση....

Καλά ήταν περίπτωση, διαφωνούσαμε όλη την ώρα, κάτι σίριαλ ήθελε να δει που δε τ άντεχα με τίποτα, δοκιμάσαμε να βλέπουμε χώρια τηλεόραση, είχα βάλει τ ακουστικά, άκουγα ράδιο και την έβλεπα που είχε σκάσει γιατί δεν κάναμε κάτι μαζί, τι άτομο ρε φίλε, και μετά για να μη μου τη σπάει είχα πάει στο άλλο δωμάτιο, κι εκεί που είχα ξαπλώσει μου έστελνε μηνύματα, ποιος είναι πάλι σκεφτόμουν, ''Είσαι βλαμμένο!'' μου έγραφε, όλο τέτοια μου έκανε, μετά είχαμε καθίσει να δούμε μια ταινία, μου έλεγε ότι της αρέσουν οι ηθοποιοί όχι οι πολύ όμορφοι με τα άψογα χαρακτηριστικά αλλά αυτοί με τα έντονα ζυγωματικά, τους έκαναν πιο σκληρούς, πιο κοντά στο φυσικό...

Ένα κέντημα της μάνας της σ ένα έπιπλο κάτω από ποτήρια και φλυτζάνια υπήρχε, μου εξηγούσε πως γίνονταν, πως τραβάς τη κλωστή και κάνεις ένα πλαίσιο που κάθεσαι και το κεντάς ύστερα με ψιλό βελονάκι, καλά αυτό ρε φίλε ήταν μεγάλο μαρτύριο, απίστευτη υπομονή χρειάζονταν για μένα δουλειά, θα έκοβα φλέβες στα πρώτα πέντε λεπτά, μετά διάβαζα το σημειωματάριο της, ένα σωρό συνταγές είχε γράψει, πορτοκαλόπιτα που τη ρίχνουμε στο λαδωμένο ταψί, brownies, γλυκό φιρίκι που το αφήνεις το βράδυ στο νερό να πάρει χρώμα, ρολά από φύλλα, μοσχοκάρυδα, σουσαμόπιτες , κέικ βρώμης, κέικ καρότου...

'Ρε, μπορώ να σου τηλεφωνώ όταν δε νιώθω καλά; '' τη ρώτησα, ''Καλά είσαι βλαμμένο, εννοείται !'' φώναξε και μου 'ρθε να βάλω τα κλάματα, με δυσκολία κρατήθηκα, ήταν η μόνη γυναίκα που το κατάφερνε αυτό, χρειαζόμουν κάποιον να με στηρίζει και να μ αγαπά όταν τα 'βρισκα σκούρα θε μου, κι όλο και πιο συχνά συνέβαινε. Κι ύστερα τσακωθήκαμε πάλι ούτε θυμάμαι για ποιο λόγο, μα πως μου την είχε δώσει όμως, όλο βλακείες έλεγε, δε μπορούσα να την αφήσω έτσι, της μίλησα πολύ άσχημα αλλά το χρειάζονταν ρε φίλε, είχε ξεφύγει, δε καταλάβαινε διαφορετικά, ήταν σα να το ζητούσε! Είχαμε σκοτωθεί κι είχα κοιμηθεί πάλι μόνος σπίτι μου, όλο έτσι γίνονταν, δεν ήξερα πόσο θα πήγαινε αλλά ήθελα να το ζήσω λίγο ακόμα, όλο έτσι γίνονταν, δε θ αντέχαμε για πολύ, το καταλαβαίναμε, δεν ήξερα αν θα τη ξανάβλεπα, κανείς απ τους φίλους δε πίστευε ότι θα στεριώναμε, μια φίλη μου είπε ότι κι αυτή όλο καυγάδες ήτανε με το δικό της, ''Χίλιες φορές καλύτερα ήμουν πρώτα μονάχη!', τη καταλάβαινα


'Ένα όνειρο είχα δει τη νύχτα που κοιμήθηκα μόνος μου, σ ένα μέρος έρημο ήμουνα, μαι κοιλάδα γκρίζα, ένα οροπέδιο, μια τεράστια ζώνη όπου δε φύτρωνε τίποτα μέχρι πέρα μακριά, ως εκεί που έβλεπε το μάτι σα να είχε πλημμυρίσει ο τόπος ολόκληρος από ακτινοβολία κοβαλτίου. Ήθελα να τη ρωτήσω τι σήμαινε, δε τα πίστευα και πολύ αυτά όμως ήταν μια αφορμή να τη δω, αυτή πάλι πίστευε πολύ σε κάτι τέτοια, όλο τον ονειροκρίτη έψαχνε, πρόσφατα είχε δει τον πατέρα της όμορφο, νέο, μ ένα άσπρο πουκάμισο να την περιμένει στη βάση μιας σκάλας κι όλο της έλεγε ''Μη το κάνεις αυτό το ταξίδι τ' ακούς, μη πας εκεί, δεν είναι για καλό!'' κι ύστερα είχε δει ένα πηγάδι στρογγυλό φραγμένο με πέτρες, πολύ βαθύ με νερό διάφανο, στέκονταν από πάνω του έτοιμη να βουτήξει και σκέφτονταν ''Αν πέσω εκεί μέσα θα μπορέσω να βγω άραγε ;''


Ήθελα να τη δω , δεν ήξερα αν θ' άντεχα αυτές τις συνεχείς δοκιμασίες όλη την ώρα, όμως όλο το πράγμα μ' ενεργοποιούσε, μου 'δινε ρεύμα, με ξυπνούσε, με κρατούσε ζωντανό, τη χρειαζόμουν πραγματικά, στα πάρκα φύτευαν χρυσάνθεμα άσπρα, καφετιά και κίτρινα, ήταν η εποχή που βγαίνουν τα ρόδια, τα κυδώνια και τα κάστανα με τους πράσινους αχινούς που τσιμπάνε, ένας μαραθώνιος νυχτερινός γίνονταν στην πόλη, μια νεροποντή είχε πιάσει που έριχνε αρκούδες και λύκους με το τσουβάλι, καλά ποιος είχε σκεφτεί να κλείσει τη πόλη και να τρέχουν οι παλαβοί τέτοια βραδιά! Δεν είχα ομπρέλα, έκλεψα αυτήν του Λάκη που χτυπιόταν, ''Θα στη φέρω!'' του φώναξα, περπατούσα βλέποντας τα νερά να τρέχουν απ τις σχάρες στις υπόγειες υδρορροές, η πλάτη μου είχε γίνει μούσκεμα, μποτιλιάρισμα επικρατούσε παντού, αμάξια περνούσαν δίπλα από τείχους αρχαίους γλείφοντας τα ντουβάρια...

Στη δουλειά μας είχαν πατήσει ρε φίλε, είχαν περάσει από πάνω μας, είχαμε ισοπεδωθεί μας είχαν λιώσει, δε ξέρω τι τους είχε πιάσει κι όλοι σε μας έρχονταν σα να μην υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω, τα είχαμε δει όλα, σκεφτόμασταν ''Τι θέλουν όλοι αυτοί από μας!''. Είχαμε απηυδήσει και το βράδυ ήρθε σα κερασάκι στη τούρτα κι εκείνος ο άλλος ο τρελός, ο μεθυσμένος και δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε, χειρονομούσε, φώναζε, χαλούσε το κόσμο, ήταν εκτός ελέγχου, απ τα γειτονικά μαγαζιά έβγαιναν να δουν, ο Λάκης τα είχε παίξει. Δεν άντεχα, όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για μένα, ήθελα να τη δω, τη ρώτησα με μήνυμα αν ισχύει εκείνο που μου είχε υποσχεθεί ότι θα μπορούσα να της τηλεφωνώ αν δεν ήμουν καλά κι αν μπορούσε να μου πει κάτι για κείνο το περίεργο όνειρο με την ζώνη τη γεμάτη ραδιενέργεια όμως δεν απαντούσε, ξαναπροσπάθησα, έκανα και μια τρίτη απόπειρα, τίποτα...

Ο Κυριάκος που θα μπορούσε να με παρηγορήσει έλειπε, είχε πάει στη μονή Δοχειαρίου όπου γιόρταζαν τη Παναγιά την Γοργοεπήκοο, η εικόνα είναι λέει ζωγραφισμένη σ έναν τοίχο που ήταν κάποτε μαγειρείο, ο μάγειρας όπως έφτιαχνε το φαΐ στη φωτιά την είχε καπνίσει, τότε η Παναγία απ το θυμό της τον τύφλωσε για τρία χρόνια, αυτός την παρακαλούσε να του δώσει πίσω το φως του και τελικά του το δωσε. Έψαχνα τον Κυριάκο, ήθελα να τον ρωτήσω για τα καζάνια στο Κιλκίς όπου θα έβραζε τα τσίπουρα που είχε αγοράσει, είχε πάρει και κρέατα για να ψήσει εκεί πέρα, μας είχε καλέσει να πάμε, όπως του τηλεφωνούσα στο Όρος άκουγα τις καμπάνες να χτυπούν...

Βράδυ ήτανε, έφευγα απ τη δουλειά, περπατούσα σα χαμένος οπότε με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει '' Σε βλέπω μέσα απ το λεωφορείο, μείνε εκεί που είσαι έρχομαι να σε βρω!'' καλά αυτά δε γίνονται, πάντα ανταμώναμε στο τυχαίο, άμα σε θέλει συνωμοτούν όλα, ήρθε εκεί μες τη βροχή και μ' αγκάλιασε σφιχτά, τα ξεχάσαμε όλα...


Κρύωνε, έβγαλε ένα σάλι με σχέδια απ τη τσάντα της και το ριξε στους ώμους της, μ αγκάλιασε και τα ξεχάσαμε όλα σε μια στιγμή, έβλεπα το πράσινο γρασίδι και τον ουρανό από πάνω που έριχνε ριπές υγρές ασταμάτητα , μου μιλούσε, δε πρόσεχα τι έλεγε μονάχα αυτήν κοιτούσα κι ήταν όμορφα, μου 'δωσε κάτι υγρά χαρτομάντιλα απ' τα Χόντος Σέντερ, ''Πάρτα να σκουπίζεις τα χέρια σου, δες πως θα τ' ανοίγεις και πως θα τα κλείνεις, σου έλειψα καθόλου;'' - ''Τις πρώτες δυο μέρες ήταν το πιο δύσκολο το ανυπόφορο!'' απάντησα,''- ''Ώστε δυο μέρες χρειάζεσαι μόνο να με ξεπεράσεις, κι εγώ που νόμιζα ότι μ αγαπάς πραγματικά, τόσο λίγη είναι λοιπόν η αγάπη σου, ε λοιπόν εγώ περίμενα κάτι περισσότερο από σένα!''

''Ωχ, πάλι βλακεία έκανα!''σκεφτόμουν μέσα μου, αλλά που να ξέρεις κάθε φορά ποια είναι η σωστή απάντηση, την έχανα κι αυτή, ήταν βέβαιο ότι το είχα χάσει το παιχνίδι, με κοίταζε εξεταστικά, προσεχτικά, βαθιά, και τότε ρε φίλε έβγαλε τα κλειδιά του σπιτιού της απ την τσέπη και μου είπε ''Έλα, παρ τα, εγώ θα βγω και θα γυρίσω κάποια στιγμή!'' όλο τέτοια καψόνια μου έκανε, άλλη μια βόλτα απ την κόλαση στο παράδεισο ...

Ένιωθα ότι με ήθελε πάλι, τη φιλούσα μέσα σ όλον το κόσμο κι ούτε που μ ένοιαζε, ''Όταν είδα το μήνυμα σου που με ρωτούσες αν μπορούσες να μου τηλεφωνήσεις ήμουν κοντά '' συνέχισε ''...ήμουν στη γωνία, εδώ πιο κάτω, μου ήρθε να κλάψω άλλα είπα δεν απαντώ, πήγα και στάθηκα λίγο πιο κάτω από κει που δουλεύεις, περίμενα να εμφανιστείς''

Ήμουν χαρούμενος, η καρδιά μου φτερούγιζε, ένα βάρος είχε φύγει από πάνω μου, στη πόλη συνέχιζε να βρέχει χωρίς σταμάτημα, τα φώτα των αυτοκίνητων έκοβαν σε λωρίδες το σκοτάδι, νερά τρέχανε μέσα από σχάρες στις υπόγειες υδρορροές, απ τις γειτονιές τις ανηφορικές ποτάμια μικρά σχηματίζονταν που κυλούσαν κατά τη θάλασσα, έβγαλε μια ομπρέλα και την άνοιξε πάνω απ το κεφάλι μου, '' Καλά εσύ είσαι ικανός να περπατάς σα βλαμμένο μες τη βροχή και ν'  αρρωστήσεις, δεν έχω καμιά όρεξη να σε νταντεύω, έλα τώρα  να σου εξηγήσω το όνειρο που είδες!''





Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ



Ο Σάμας σύναξε ανέμους δυνατούς
Ενάντια στον Χάμπαμπμα,
Τον Νότιο Άνεμο, τον Βόρειο Άνεμο, τον Άνεμο απ την ανατολή,
Αυτόν που θύελλες σπέρνει
και τον Κακό,
Τον άνεμο του Σιμούρου
Τον Δαιμονισμένο Άνεμο ...



Το έπος του Γκίλγκαμες


Ήρθε στα ΚΤΕΛ και με περίμενε, το είχε κανονίσει, γι αυτό μου είχε τηλεφωνήσει δήθεν αδιάφορα ρωτώντας τι ώρα έφευγα, δε το πίστευα ότι το είχε κάνει για μένα αυτό, θε μου ήταν πολύ ωραίο, τη φίλησα, ΄΄ Πρώτη φορά με φιλάς μπροστά σε κόσμο! ΄΄ είπε, της έπιασα τη γυμνή πλάτη κάτω απ το μπλουζάκι, όπως έφευγε το πούλμαν κοίταζα πίσω ψάχνοντας να τη βρω…

Όταν γύρισα πήγα στο σπίτι της, μιλούσαμε για ώρες , τι ήταν κι αυτό ρε φίλε, όλο ανακαλύπταμε ένα σωρό πράγματα που άρεσαν και στους δυο, της έλεγα τα όνειρα μου, είχα δει ξηρούς καρπούς στον ύπνο μου, μπανάνες τηγανητές κι ανανάδες αποξηραμένους ΄΄Ά αυτό είναι καλό όνειρο !΄΄ μου λεγε ξεφυλλίζοντας τον ονειροκρίτη και μου διηγούνταν τα δικά της, μια εποχή που δεν ήταν καλά για πολύ καιρό και κάτι τη βάραινε καταλάβαινε όλους τους κραδασμούς, τους σεισμούς και τις καταστροφές προτού συμβούν, η φίλη της είχε τρελαθεί, την έλεγε μάγισσα, μια νύχτα είχε δει έναν άνεμο καταστροφικό να φυσά μανιασμένα λυσσασμένα όπως κατέβαινε από ένα βουνό ψηλό ισοπεδώνοντας στο διάβα του χωριά και πόλεις, κάτι κακό είχε καταλάβει ότι θα συνέβαινε, όταν πέθανε κάποιος αγαπημένος της ήταν σχεδόν προετοιμασμένη...

΄΄ Κανείς δε μ έχει χαϊδέψει εδώ και χρόνια όποτε πονούσα! ΄΄ μου είπε ρίχνοντας το κεφάλι στα χέρια μου ενώ εγώ της χάιδευα τα μαλλιά, μια λωρίδα ασημιού ήταν τυλιγμένη το δάχτυλο της, Όποτε την έπιαναν πονοκέφαλοι ένιωθε ημικρανίες τρομερές σα να βυθίζονταν σπαθιά στα μηλίγγια της, είχε δοκιμάσει ένα κάρο χάπια, απ' τα πιο ήπια μέχρι τα πιο δυνατά σε δόσεις διπλές, φοβόταν ότι στο τέλος θα τα συνήθιζε κι αυτά, η λύση που είχε βρει ήταν να κάθεται στη μέση του κρεβατιού σε μια στάση γιόγκα κινούμενη μπρος πίσω σαν εκκρεμές μουρμουρίζοντας ασυνάρτητα, ήταν ο μόνος τρόπος ν ανακουφιστεί, όταν έφευγε ο πόνος σιγά σιγά ένιωθε τέτοια λύτρωση σα να ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη!

Όταν πλαγιάσαμε μια μουσική ακούγονταν απ τα ηχεία του στερεοφωνικού που ήταν τοποθετημένα κάπου ψηλά, ήμουν χαμένος ανάμεσα σε μουσικές και τον ήχο του ψυγείου που βούιζε στα σκοτεινά, πάντα εγώ κοιμόμουν πρώτος, αυτή έμενε μέχρι αργά στο μπαλκόνι καπνίζοντας, μετά ερχόταν και μ άκουγε να ροχαλίζω και ν αναστενάζω, ποιος ξέρει τι έβλεπα, μου τά λεγε την άλλη μέρα ή μου άφηνε μηνύματα που τα ανακάλυπτα στο λεωφορείο όταν άνοιγα το κινητό...

Κι ύστερα έρχονταν τα σπασίματα, μ άφηνε μόνο στο σπίτι γιατί ήθελε να βγει με τις φίλες της, της άρεσε να μ αφήνει μόνο και να ξέρει ότι τη ζητώ, εγώ σκεφτόμουν ΄΄Δε πας όπου να ναι να χουμε το κεφάλι μας ήσυχο, άμα αυτό θες θα περιμένω, δε θα πάθω και τίποτα!’’ έμενα εκεί να περπατώ στις άδειες κάμαρες, είχα υποσχεθεί να μη πειράξω τίποτα όμως αργούσε κι όσο περνούσε η ώρα βαριόμουνα, δεν ήξερα τι να κάνω και μετά, όπως η ώρα ήταν περασμένη, σκέφτηκα ΄΄ Συγνώμη κούκλα, έπρεπε να ρθεις πιο νωρίς !΄΄ κι άρχισα να ψάχνω συρτάρια και ντουλάπες, όλο κούτες με παπούτσια υπήρχανε εκεί μέσα στοιβαγμένες, φορέματα συσκευασμένα σε σελοφάν κι ένα σωρό τσάντες, μα πόσες είχε, άκου να δεις τι κάνουν οι γυναίκες και που ξοδεύουν τα λεφτά τους, ήμουν σίγουρος ότι ποτέ δε τα είχε χρησιμοποιήσει όλα αυτά, είδα λίγο και τα βιβλία της όταν χτύπησε το κουδούνι, έκλεισα το ντουλάπι, μπήκε γρήγορα - γρήγορα μέσα και πήγε κατευθείαν στη βιβλιοθήκη, ΄΄Τι έψαχνες στα βιβλία μου!΄΄ με κάρφωσε, ΄΄ Γιατί άνοιξες τις ντουλάπες!΄΄ σιγά μη της ξέφευγε με τέτοιο μάτι μπάτσου που είχε αμέσως όμως το γύρισε στη πλάκα, δε την πείραζε, το ήξερα, ήμουν σίγουρος ΄΄ Πως σου φάνηκαν τα ρούχα μου, είδες πόσα έχω μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια, καλά δε τα είδες όλα !΄΄

Κατόπι είχαμε κατήχηση, έπρεπε να μάθω ολόκληρο τελετουργικό για το πώς πλενόμαστε χωρίς να πιτσιλάμε το πάτωμα, πως βγάζουμε τα παπούτσια μας, πως χρησιμοποιούμε δυο σακούλες για τα σκουπίδια, μια κανονική και μια για την ανακύκλωση, αυτό κι αν με μπέρδευε, δεν ήξερα που να πετάξω τα τσαλακωμένα χαρτιά μου, όλο σε λάθος σακούλα τα πετούσα, είχα ζαλιστεί, δεν ήξερα τι μου γίνονταν! Άρχισα να καταλαβαίνω πως δουλεύει το γυναικείο μυαλό, με δυισμό, αλλιώς φέρονται στη δουλειά κι αλλιώς στη σχέση, όλα τα κάνουν περίπλοκα, κινούνται τεθλασμένα ποτέ σε γραμμή ευθεία, ποτέ με τρόπο πιο απλό ! Έπρεπε να μας σπάσει τα νεύρα, να θυμώνει, να στενοχωριέται, ν απελπίζεται, κι ύστερα σιγά σιγά ν' ανεβαίνει ξανά και να χαίρεται - δώσε συναίσθημα στις γυναίκες και πάρε τους τη ψυχή! Σκαρφίζονταν ένα σωρό κόλπα, ένα σωρό εντάσεις τεχνητές για να το πετύχει, την εξιτάριζε αυτό το παιχνίδι, να νιώθει ότι με χάνει, ν απογοητεύεται και μετά να με ξαναβρίσκει απ την αρχή ξανά. Έπρεπε να χεις όλη την ώρα το νου σου, αν την άφηνες ανεξέλεγκτη θα το τραβούσε μέχρι όσο πήγαινε, μ αυτό τον τρόπο ένιωθε ότι δεν έρχονταν η ρουτίνα, ότι η σχέση διατηρούνταν ζωντανή, τώρα αν εσύ ταξίδευες όλη την ώρα απ το παράδεισο στη κόλαση δικό σου πρόβλημα!

Οι μέρες περνούσαν, το Φθινοπωρο προχωρούσε, νεροποντές ξέσπαγαν στην ανατολική μεριά της πόλης, οι καταρράκτες τ' ουρανού είχαν ανοίξει, οι δρόμοι μπλόκαραν, τ' αμάξια που πήγαιναν να περάσουν από μια στοά υπόγεια βυθίζονταν μες τα νερά σαν υποβρύχια, γύρω βροντούσε κι άστραφτε, η θάλασσα φαίνονταν πράσινη στο βάθος, με το που έβρισκε μια χαραμάδα ανοιχτή ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του σα χαλί χρυσαφένιο...

Στη δουλειά γίνονταν χαμός, κόσμος έρχονταν κι έρχονταν κι έρχονταν συνέχεια, με τρέχανε, πολύ ταλαιπωρία μιλάμε, δεν ευκαιρούσα να δω τον εαυτό μου, να χαρώ λιγάκι, να γράψω ένα κομμάτι όπου θα τη στόλιζα καλά, όλες τις βλακείες που είχε κάνει θα τις έγραφα, όλα θα τα βγαζα στη φόρα, θα τη τιμωρούσα με το τρόπο μου για όσα μου είχε κάνει όμως όλο μου μενε ατελείωτο εκείνο το κομμάτι! Καθυστερούσε, όπως ήμουν μες τα νεύρα σε μια πολυκατοικία με στείλανε κάτι χαρτιά ν αφήσω σ ένα δικηγόρο, το ασανσέρ δε δούλευε, πήρα τις σκάλες, κάποιος με κράνος μοτοσικλετιστή στη μασχάλη κατέβαινε απ τους πάνω ορόφους, δεν υπήρχαν φώτα στο διάδρομο κι άνοιξα το κινητό σα φακό, βρήκα το γραφείο, χτύπησα όμως κανείς δεν άνοιξε, κατέβηκα κάτω στον ημιώροφο, κάτι ήχοι ακούγονταν απ το βάθος, ένα κυλικείο υπήρχε εκεί, ένας γέρος άκουγε μουσική από ένα ραδιόφωνο ΄΄Τι ψάχνεις;΄΄ με ρώτησε..

Βγαίνοντας προς την εξώπορτα έσβηνα μηνύματα σπαστικά που μου είχε στείλλει κατά καιρούς, δεν ήθελα να κουβαλώ οτιδήποτε αρνητικό πάνω μου, όπως έσβηνα τα παλιά ένα καινούριο εμφανίστηκε και τότε -ορκίζομαι ότι έτσι έγινε - είδα γραμμένα στο κινητό αυτά που σκεφτόμουν, αυτά που ήθελα, να γράψω, όλες τις κατηγορίες που ετοιμαζόμουν να σημειώσω, όλα υπήρχαν εκεί πέρα ! Δε μπορούσα να το δεχτώ, που το χε βρει, δε μπορούσα να καταλάβω πως έμπαινε στο μυαλό μου, πως το είχε κάνει, τι διάβολο συνέβαινε, τι είδους παιχνίδι ήταν αυτό, τι μαγικά έκανε, αφού δεν το είχα δημοσιεύσει και κανείς δεν το είχε δει, μου γύρισαν τα μυαλά, καλά ήταν πολύ τρελό!

Ύστερα συνήλθα κάπως, θα έπρεπε να υπήρχε μια εξήγηση λογική, με είχε κάνει άνω κάτω, μου την είχε δώσει, έβρεχε, περπατούσα και βρεχόμουν αλλά ούτε που μ ένοιαζε, πίστευα ότι δε θα την ξανάβλεπα, πόσες φορές δε μου το είχε κάνει αλλά δεκάρα δεν έδινε, μ έκανε να νιώθω και τύψεις στο τέλος, υποτίθεται ότι αντέχω γενικά αλλά οι γυναίκες πάντα με ζόριζαν, δε ξέρω πως το κάνουν και τι παθαίνω, βέβαια αν δε μπορείς να το υποφέρεις κάθεσαι σπίτι σου!

Όπως ήμουν χάλια τηλεφώνησα στη φίλη μου, πάντα την έψαχνα στα δύσκολα να πάρω λίγη ενέργεια θετική, κανονίσαμε να βρεθούμε, είχα λίγο πυρετό, ένιωθα πρησμένο το λαιμό μου οπότε με παίρνει τηλέφωνο η δικιά μου και τι μου λέει ΄΄Δε πιστεύω να είσαι μες τη βροχή, εσύ είσαι ικανός να μου κρυώσεις, ν' αρπάξεις κάνα πυρετό και να σ' έχω στη μπανιέρα κάτω απ το παγωμένο νερό να σε στρώσω !’’ καλά μου ρθε να βάλω τα κλάματα, πάλι μου κανε το ίδιο πράγμα και πάλι έπιανε, δε μπορούσα να το ξεπεράσω΄΄ Γιατί μου το κάνεις αυτό ρε;΄΄ - ''Εντάξει, όπως θέλεις !΄΄ μου είπε και μου το κλεισε αλλά βέβαια ο στόχος της είχε επιτευχθεί, ήξερε ότι είχε περάσει πια στο πετσί μου, κυλούσε κάτω απ το δέρμα μου οπότε παίρνω τη φίλη μου ν ακυρώσω το ραντεβού ΄΄Σε πειράζει ρε…΄΄ της λέω ΄΄Με πήρε η δικιά μου και πρέπει να τη δω !’’ φυσικά και με πειράζει!'' μου είπε η φίλη μου, ΄΄Θα δω τι θα κάνω!’’ είπα και παίρνω τη δικιά μου ΄΄Ρε θα βρεθούμε;’’ τη ρωτάω ΄΄Και βέβαια θα βρεθούμε, επειδή εσύ είσαι βλάκας και κάνεις χαζομάρας δε σημαίνει ότι δε θα βλεπόμαστε!’’

Τελικά πήγα να δω τη φίλη, δε μπορούσα να τη στήσω πάλι αλλά εμένα το μυαλό μου ήταν αλλού, η φίλη έδειξε κατανόηση, ΄΄ Πήγαινε, δε τρέχει τίποτα !΄΄ μου είπε κι εγώ σκεφτόμουν ότι θα χρειαζόμουν δυο ζωές να της ξεπληρώσω όλα όσα είχε κάνει για μένα, έξω απ την πολυκατοικία πάλι ο ίδιος φόβος που με πιάνει έξω απ τα σπίτια των γυναικών, μου ανοίγει και πέφτω στην αγκαλιά της, με κοίταζε μες τα μάτια κι εγώ δεν έλεγα να ξεκολλήσω από πάνω της ΄΄Τό σωσες, ήμουν έτοιμη να σε σουτάρω αλλά τα μάτια σου ήταν έτοιμα να βουρκώσουν, η καρδιά σου χτυπούσε στην αγκαλιά μου, η πλάτη σου ήταν ιδρωμένη!''

Είχα ηρεμήσει, έβγαλε να φάμε, δεν είχα όρεξη, δοκίμασα μια πιρουνιά, η τηλεόραση έπαιζε, κάτι χαρτιά τσαλακωμένα υπήρχαν πεταμένα στο τραπέζι , ''Τι είναι αυτά;'' ρώτησα ''Τα είχες πετάξει στην ανακύκλωση, για μια φορά τα πέταξες στη σωστή σακούλα, τα είχες πάνω πάνω!''

Και τότε κατάλαβα ρε φίλε, δε γίνονται αυτά, είχε ψάξει στα σκουπίδια κι είχε διαβάσει όλες τις σημειώσεις που κρατούσα, το είχα ξεχάσει, έτσι λοιπόν εξηγούνταν, έτσι με είχε κάνει άνω κάτω, ήθελα να τη φάω, να τη βαρέσω, να της κάνω κάτι κακό όμως σκέφτηκα ''Άστην, όταν θα είναι κατάλληλη η στιγμή θα τα πούμε!''

Η ώρα είχε περάσει, πλαγιάσαμε, όπως μ αγκάλιαζε η μουσική έπαιζε απ' τα ηχεία ψηλά που βούιζαν υπόκωφα, δε θα της έκανα τη χάρη, δεν είχα όρεξη για φιλιά, ήθελα να της πω πρώτα ένα εκατομμύριο πράγματα όμως δε μπορούσα, δεν άντεχα, το σώμα μου με πρόδινε, τα μάτια έκλειναν μόνα τους, μισοξύπνιος - μισοκοιμισμένος έβλεπα ήδη έναν αέρα να φυσά κατεβαίνοντας με μανία απ τα βουνά, σαρώνοντας στο διάβα του ότι έβρισκε, δέντρα λύγιζαν, στέγες ξεκολλούσαν, σπίτια κατέρρεαν, άνθρωποι έτρεχαν να κρυφτούν, ο αέρας συνέχιζε να λυσσομανά...




Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΑΣΟΣ

''Αυτό είναι το πολωνέζικο αεροπλάνο που καρφώθηκε στο κτίριο της ΠΑΣΕΓΕΣ!'' είπε ο Θωμάς, ''Ο πιλότος πρέπει να κοιμόταν, νόμιζε ότι η λεωφόρος του αεροδρομίου με τα φανάρια απ τις κολόνες ήταν ο διάδρομος προσγείωσης και το κατέβασε κατά κει, πρέπει να ήταν φοβερό θέαμα ένα αεροπλάνο τεράστιο να σέρνεται στον αυτοκινητόδρομο στριγγλίζοντς κι εξαπολύοντας σπινθήρες προς όλες τις κατευθύνσεις, τη τελευταία στιγμή πριν στουκάρει στα τσιμέντα πήγε να το γυρίσει αλλά ήταν αργά, τα γκρέμισε όλα εκεί πέρα σα τέρας μανιασμένο, όταν πήγαν να το δουν ανακάλυψαν ότι ήταν γεμάτο όπλα και πυρομαχικά για την αραπιά κάτω για κάποιον πόλεμο, είχε πάθει μια βλάβη κι έπρεπε αναγκαστικά να προσγειωθεί, κανείς δε μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν είχαν εκραγεί τα πυρομαχικά ν' ανατινάξουν το σύμπαν!

Το αεροπλάνο ήταν σαραβαλιασμένο, ένα σωρός από λαμαρίνες σκουριασμένες, μετά από κείνο το ατύχημα είχαν βάλει στον αεροδιάδρομο καινούριες λάμπες πιο δυνατές για τις νυχτερινές πτήσεις , περπατούσαμε κάτω απ τον πύργο έλεγχου και τις βλέπαμε, ο Θωμάς μου δειχνε κάτι σκληρά καλύμματα πλαστικά που σκέπαζαν τις λάμπες, τα είχαν φέρει απ την Ισπανία, απ το Μπιλμπάο, πολύ γερά, άντεχαν τόνους πίεσης καθώς δέχονταν τ αερόπλανα όταν κατέβαζαν τη μπροστινή ρόδα κεντράροντας στη μεσαία λωρίδα ενώ τα πτερύγια ευθυγραμμίζονταν με τις ακριανές φωτεινές γραμμές, ''Θα σου βγάλω άδεια απ τον πύργο έλεγχου να περνάς, τι νομίζεις ότι είναι παίξε γέλασε, δε περνά όποιος να ναι, το νου σου, ο προηγούμενος είχε κάνει τη βλακεία να σταματήσει στη μέση του διαδρόμου βγάζοντας φωτογραφίες, τον είδε από ψηλά ο πιλότος ενός αεροπλάνου που κατέβαινε κι ενημέρωσε, μας ήρθε μια κλίση που μας πετάχτηκαν τα μάτια, τη κόλλησα στα μούτρα του βλάκα, τον σούταρα όπως ήτανε!

''Θα δουλέψεις εδώ πέρα!'' μου είπε ''Θα σε βάλω αποθηκάριο στο εργοτάξιο, θα βλέπεις τι μπαίνει, τι βγαίνει, πρόσεχε χαμένε, να χεις το νου σου, υπάρχουν λαμόγια που δε ξέρεις από που θα στη φέρουν, θα σε κλέψουν μπροστά στα μάτια σου , δέκα φορές θα τσεκάρεις τα τιμολόγια'' -- ''Ωχ!'' σκέφτηκα, καλά δεν υπήρχε περίπτωση να μη με κοροϊδέψουν όταν θα βαριόμουν και δε θα καταλάβαινα τη τύφλα μου από χαρτιά και τιμολόγια, απ την άλλη τη χρειαζόμουν οπωσδήποτε εκείνη τη δουλειά και του χα εμπιστοσύνη του Θωμά, ήταν έξυπνος κι εργολάβος πρώτης τάξης, πάντα το λεγα ότι με τους έξυπνους μπορείς να συνεννοηθείς, ότι και να γίνει, και να μη ξέρεις τα στραβά σου θα βρεις την άκρη, με τους βλάκες θα καείς ότι και να κάνεις !

Σίγουρα θα κανα καμιά χαζομάρα όσο και να πρόσεχα, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, εκείνη έφταιγε σίγουρα, μου απορροφούσε ένα κάρο ενέργεια, με στράγγιζε, κάθε μέρα άλλαζε, δεν ήξερα από που να τη πιάσω, όλο μπροστά μου νόμιζα ότι την έβλεπα,στις στάσεις είχα την εντύπωση ότι με περίμενε φορώντας τα μαύρα γυαλιά τα ψαρωτικά που ήξερε ότι με κομπλάριζαν...

Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, το πρωί το λεωφορείο εμφανίζονταν στη κατηφόρα της Καλλιθέας ανάμεσα στα σφενδάμια, ο ήλιος με τύφλωνε, ένα σάντουιτς έβλεπα τον οδηγό να μασάει, μια γυναίκα με χείλη σαρκώδη σα φρούτο έτοιμο να δαγκωθεί, ένα σημάδι σκούρο στο άσπρο μπράτσο της, πως μελανιάζουν έτσι εύκολα τα σώματα των γυναικών, κάτι είχα πάθει, όλο τις γυναίκες πρόσεχα, τα σώματα τους, τα πόδια τους, ήταν σα να τις ήθελα περισσότερο από πριν, όχι πλατωνικά πλέον σα να είχε ξυπνήσει κάτι μέσα μου... ...

Στη ΔΕΗ πήγα να πληρώσω έναν λογαριασμό ληγμένο, ένα χαρτονόμισμα μου έπεσε στο μάρμαρο, κάποιος φώναξε ''Κάτι σας έπεσε!'', στο διάδρομο ενός σούπερ μάρκετ ούτε που ήξερα τι ζητούσα, κόσμος έσπρωχνε καροτσάκια ανάμεσα σε ντάνες απορρυπαντικών και τροφίμων, μια μουσική από κάπου έπαιζε, στο λιμάνι καράβια πελώρια έμπαιναν, περιστέρια απλώνονταν στα γρασίδια της Αριστοτέλους, στη παραλία της Καλαμαριάς μια κόκα κόλα έπινα, παγάκια λευκά κολυμπούσαν μέσα της, μπροστά στα μάτια όλα ανακατεύονταν, βάρκες, βράχια, κύματα, φιγούρες ανθρώπινες διαλύονταν στο φως...

Το φθινόπωρο είχε μπει για καλά, τη νύχτα άστραφτε και βροντούσε πολύ δυνατά μετά τις ξερες και τους καύσωνες τους Σεπτεμβριανούς, από δω και πέρα είναι η αγαπημένη μου εποχή, η μέρα μίκρυνε κι η νύχτα πέφτει νωρίτερα επιτέλους, με το που πήγαινα σπίτι έπεφτα ξερός σα να λιποθυμούσα, δεν ανέπνεα έτσι μου έλεγε αυτή τουλάχιστον, όταν ξυπνούσα τα χαράματα το πτερύγιο από ένα σκουλαρίκι ασημένιο γυάλιζε στα σκοτεινά πάνω στο κομοδίνο...

''Έχετε άγχος;'' με ρώτησε η γυναίκα με την άσπρη ποδιά, ''Πάρτε μια βαθιά ανάσα!'' είπε χαμηλόφωνα και μου έχωσε τη βελόνα στο σφιγμένο μπράτσο, ''Έχετε ιστορικό'' - ''Όχι!'' είδατε πρόσφατα κάποιον γιατρό, παίρνετε χάπια, κάνετε σεξ συχνά;'' - ''Ναι πολύ συχνά, έχω χάσει το μπούσουλα!'', χαμογέλασε. Δεν είχα καμιά όρεξη να τη κάνω την εξέταση, εκείνη μου το χε ζητήσει κι άντε να πεις όχι στις γυναίκες όταν θέλουν κάτι, θα σε πρήξουν, θα σε κυνηγήσουν, α είναι πολύ επίμονες , είχα αρχίσει ν' αγχώνομαι πραγματικά, κι αν τ' αποτελέσματα ήταν αρνητικά, αν μου βρίσκανε κάτι τι θα έκανα, αν είχα καμιά αρρώστια, καμιά ένδειξη κακή, ένα σωρό τρελές ιδέες περνούσαν απ το μυαλό, οι μέρες μου ήταν μετρημένες, καλύτερα να μη ρωτάς φίλε, μη το ψάχνεις με τους γιατρούς, κάτι θα σου βρουν ότι και να γίνει, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεις το μπελά σου, κάτσε καλύτερα στ' αυγά σου, άμα είναι να ρθει θα το καταλάβεις!

Έπρεπε να σκεφτώ τη πρόταση του Θωμά, τουλάχιστον έπρεπε να το δω, με πήγαινε άλλωστε, ήταν λίγο μυστήριος δε μπορούσες να τον ψυχολογήσεις, καλός μεν όμως διαισθανόσουν ότι είχε μια πλευρά λίγο θαμπή, λίγο τρομαχτική, μια φορά είχα πάει σ ένα απ τα σπίτια που είχε , όταν το μαθαν οι γνωστοί απόρησαν, δεν το χα καταλάβει τότε '' Σ έβαλε σπίτι του, δε βάζει ποτέ κανέναν εκεί μέσα, κανείς δεν έχει μπει εδώ και καιρό, πρέπει να αισθάνεσαι τυχερός!''

Κάπου ανατολικά ήτανε, κοντά στο αεροδρόμιο, τον βόλευε, ταξίδευε συχνά κατά το βορρά όπου είχε τις περισσότερες δουλειές του, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία, Σερβία, του άρεσαν κι οι γυναίκες εκεί πέρα, σουγιάδες τις έλεγε, λεπτές, ελαστικές, αθλητικές, ακούραστες, μια Κροάτισσα φοβερή με πόδια πολύ μακριά είχε γνωρίσει τελευταία και του χε φάει ένα σωρό λεφτά, έκανε τέλειο έρωτα, δεν τις αγαπούσε πραγματικά τις γυναίκες, δεν τις ήθελε ν ανακατεύονται στα πόδια του, δε τις εμπιστεύονταν, τους φέρονταν σκληρά, τις έκανε να κλαίνε κι ούτε που τον ένοιαζε.

Τον ρωτούσα συνέχεια για τις δουλειές και τα ταξίδια του, σ ένα ορυχείο κάπου στην Ευρώπη είχε δουλέψει στερεώνοντας χαλύβδινες κολόνες και υποστηρίγματα, οι ντόπιοι λέγανε ότι ένας δαίμονας κατοικούσε μες τις στοές και σκότωνε τους εργάτες, ο πραγματικός λόγος ήταν βέβαια οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις που έβγαιναν από κει μέσα, πιο πέρα υπήρχε μια παραλία κι οι εργάτες τα σαββατοκύριακα έψαχναν για κομμάτια κίτρινου κεχριμπαριού που ξέβραζε η θάλασσα, κάποτε λέει εκεί πέρα υπήρχαν δάση απέραντα και το ρετσίνι των δέντρων τους είχε αποκρυσταλλωθεί φτιάχνοντας υπέροχα γυαλιστερά πετράδια, μια φορά είχε βρει κι ο Θωμάς ένα, το είχα δει, κάπως καφετί λαμπερό ήτανε...
Σκοτεινό μου είχε φανεί το διαμέρισμα του, στη κουζίνα είχαμε καθίσει, ένα πάρκο υπήρχε απέναντι, ένα κοπάδι πουλιών με τραχηλιές γεμάτες στίγματα μαζεύονταν στη κορφή κάποιου δέντρου κράζοντας, ένα χυμό με κέρασε ο εργολάβος, έφτιαχνε σχέδια για ένα κτίριο πολυμορφικό, μου τα δειξε, δε καταλάβαινα, γραμμές κάθετες κι οριζόντιες, σκιάσεις, τον είχε ζορίσει, του είχε πάρει ώρες να τα τελειώσει, πρώτα έπρεπε να σκιτσάρει και κατόπι να δουλέψει στο πρόγραμμα του υπολογιστή, τον ζόριζε πολύ, ίδρωνε, το μέτωπο του ήταν νοτισμένο, στο τέλος βρήκε τη λύση.

Μου έδειχνε τα δωμάτια, σε μια καμαρούλα στο πάτωμα, είχε στη γωνιά κάτι σαν εικονοστάσι, μια καντήλα μεγάλη έκαιγε, με το που μπήκαμε πήρε από ένα μπουκάλι λάδι και το άδειασε στη καντήλα, δίπλα στις εικόνες μια φωτογραφία, ο πατέρας του, ένας γκριζομάλλης όμορφος με μουστάκι κομμένο στις άκρες κι ένα σαγόνι κάπως ορθογώνιο, πιο δίπλα μια φωτογραφία τον έδειχνε νεαρό, γραβατωμένο, μαζί μ ένα άλλο παιδί καστανόξανθο, ''Μπορώ να δω τη φωτογραφία;'' - '' Όχι, είναι κολλημένη εκεί πέρα!''

''Ποιος είναι ;'' ρώτησα '' O Αναστάσης! Το καλύτερο παιδί που βγήκε ποτέ, πολύ καλύτερος από μένα, το καταλαβαίνεις, το καλύτερο παιδί, όλα τα προλάβαινε τη πρώτη δουλειά τη δεύτερη δουλειά τη γυναίκα του τους φίλους κι όλη νύχτα ήμασταν έξω, όταν σηκώνονταν να χορέψει ζεϊμπέκικο έμοιαζε με θεό, έστελνε φιλιά στη κοπέλα του που τον κοίταζε μαγεμένη κι όλοι έκαναν στη μπάντα, τέτοιο παλικάρι ήταν ο κολλητός μου, κάθε βράδυ γυρνούσαμε στα μαγαζιά μαζί με τη κοπέλα του που την υπεραγαπούσε, πέθαινε για κείνη κι αυτή ένιωθε το ίδιο, δεν υπήρχε τέτοιο ζευγάρι σου λέω!''

''Κι ύστερα ξέρεις τι έγινε'' συνέχισε ο εργολάβος σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ το μέτωπο του, ''Άρχισα να τον ζηλεύω που ήταν ευτυχισμένος με κείνη τη γυναίκα, εγώ δε το χα ζήσει ποτέ, δε το πίστευα ότι θα έφτανα να τον ζηλέψω, ήταν ανεξέλεγκτο, με τυραννούσε, τα βράδια δε κοιμόμουνα, έσπαζα το κεφάλι μου να βρω μια λύση, να ξεφύγω, ήταν ο κολλητός μου ρε φίλε, ο αδερφός μου κι εγώ τον φθονούσα, μια φορά είχαμε πάει σ ένα ξενυχτάδικο εδώ γύρω, βγαίνοντας τα ξημερώματα άρχισα να κοροϊδεύω άσχημα τη κοπέλα του που είχε βουρκώσει, το κανα συχνά, ο Τάσσος μου είπε ''Αν το ξανακάνεις αυτό μαλάκα δε θέλω να σε ξαναδώ!'' ήταν απίστευτο, πιο δυνατό από μένα, τον έβλεπα που βασανίζονταν και υπέφερε ένιωθε και κάτι πόνους σα μαχαιριές πίσω στη πλάτη στο αριστερό μα δε μπορούσα αν σταματήσω και μια μέρα ένας φίλος μου είπε ότι πέθανε από καρδιακή ανακοπή όλος ο κόσμος μου γκρεμίστηκε δε το χωρούσε το μυαλό μου ο Τάσσος να πεθάνει έτσι δεν το ξεπέρασα ποτέ θα με κυνηγάει για πάντα!''

Τον κοιτούσα κι έμοιαζε παραιτημένος, τον λυπόμουν, υποτίθεται ότι ήταν σκληρός αλλά σε τι του χρησίμευσε τελικά, αν ήταν πιο ευαίσθητος ίσως να μην κατέληγε έτσι το πράγμα, τι ιστορία κι αυτή σκεφτόμουν, έξω ψιλόβρεχε, μετά τη Περαία ο αεροδιάδρομος ξεχώριζε καθαρά φωτισμένος, ένα ιπτάμενο θηρίο με σβηστές τις μηχανές κατέβαινε μουγκρίζοντας μες τη βροχή, μπορούσα να δω την άσπρη κοιλιά του και τα σχέδια στα πλευρά του καθώς ευθυγραμμίζονταν, τα φανάρια του του ήταν αναμμένα, κι εκείνο το παιδί που χόρευε σα θεός τι κρίμα να πάει έτσι, γιατί όμως ο Θωμάς να το πει σε μένα, και πως γίνεται ένας άνθρωπος να είναι τόσο καλός σε κάτι και τόσο άθλιος σε κάτι άλλο, και γιατί δε μπορούμε να κάνουμε το σωστό όσο είναι καιρός, ποιος τα φτιαξε έτσι όλα τόσο μπερδεμένα, ποιον μπορείς να εμπιστευτείς και ποιος είναι ο αληθινός φίλος τελικά αναρωτιόμουν όπως το αεροπλάνο κατέβαινε όλο και περισσότερο δείχνοντας την άσπρη κοιλιά του , θυμήθηκα το άλλο το πολωνικό με τα πυρομαχικά που δεν ανατινάχτηκαν όταν καρφώθηκε στο κτίριο της ΠΑΣΕΓΕΣ, θα μπορούσε κι αυτό να γείρει πάνω στη λεωφόρο και να σύρει τη κοιλιά του πάνω στο οδόστρωμα όπως στις ταινίες κουτρουβαλώντας, γυρίζοντας δεξιά αριστερά, παρασέρνοντας ότι υπήρχε μπροστά του με την τρομακτική δύναμη που κουβαλούσε απ την ταχύτητα του μέχρι να ξεθυμάνει σε κάνα χωράφι ή σε κάνα υπόστεγο ή στην είσοδο κάποιου απ τα νυχτερινά μαγαζιά του αεροδρομίου .. ....


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...