Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΨΑΛΙΔΙΑ

Στην Αριστοτέλουςκάτι περιστέρια τσαλαβουτούν μέσα σε μια λακούβα με νερό της βροχής. Καθόμαστε και τα κοιτάμε κι ένας γέρος μας λέει ότι κι αυτός είχε κάποτε περιστέρια πολλά κάπου στην Τούμπα. Λέει ότι το κρέας τους είναι τρυφερό σαν αυτό των τρυγονιών κι άμα είναι μεγαλύτερα σε ηλικία μπορείς να τα βράσεις στη χύτρα όπου και τα πιο σκληρά τραγιά μαλακώνουν. Καθώς μιλάμε άλλα περιστέρια ορμούν σαν καταδιωκτικά από την οροφή του ''Ολύμπιον'' μόλις δουν κάποιον να πετά σπόρους ή ψίχουλα .
Στην πολυκατοικία μου τα βλέπω που φωλιάζουν δίπλα στον καυστήρα της γειτόνισσας όλο το Χειμώνα για να αντέξουν τις παγωμένες νύχτες-έτσι εξηγούνται τα καμένα τους πόδια.
Και μεις είχαμε περιστέρια που εφορμούσαν στοκοτέτσι μας από τη στέγη του σπιτιού του γείτονα σαν ρίχναμε καλαμπόκι στα κοτόπουλά μας. Είχαμε πιάσει με παγίδα κάμποσα απ'αυτά  τότε, τους είχαμε βγάλει τα φτερά και τα είχαμε στο στάβλο κάμποσες μέρες για να τα ψήσουμε σ' ένα μαντρί που είχαμε , κρυφά μη μας πάρει χαμπάρι ο γείτονας,ένα μεσημέρι. 'Ομως το κρέας τους 'ηταν σκληρό κάτι είχαμε κάνει λάθος και μονάχα ο μεγάλος μου αδερφός το πάλευε μασουλώντας τα καημένα τα πουλάκια.
Σ' εκείνο το μαντρί είχαμε τις αγελάδες που αναστέναζαν τη νύχτα γιατί είχαν φάει του σκασμού. Ο πατέρας μου δεν δίσταζε να τις βάζει στα ξένα χωράφια με το βαθυπράσινο τριφύλλι. Όποτε γύριζα από τη βοσκή κοίταζε το προφίλ από τις κοιλιές τους για να δει αν είχαν χορτάσει καλά. Κι αν δεν συνέβαινε αυτό έφερνε τριφύλλι που είχε κλέψει από τα χωράφια  όπου πήγαινε να θερίσει με το χορτοκοπτικό του.  Στα χωράφια ξάπλωνε τα ψαλίδια στο έδαφος  και καθάριζε γύρω- γύρω όλη την έκταση ώσπου να φτάσει στο κέντρο απ' όπου πετάγονταν φίδια αλεπούδες και λαγοί τρομαγμένοι ξεφεύγοντας από τα θανατηφόρα ψαλίδια και τα μαχαίρια στο φτερό. Μια φορά με είχε πάρει και μένα μαζί του σ' ένα μέρος με κάτι τοίχους εγκαταλειμένους όπου έχασκαν θάμνοι και πουρνάρια άγρια, εκεί όπου πηγαίναμε να κόψουμε κισσούς για τα στεφάνια της Εικοστής Πέμπτης Μαρτίου και τα άλλα παιδια φορούσαν για προστασία απο τη βροχή ένα τσουβάλι πλαστικό από λίπασμα, σκισμένο στη μέση που γίνονταν τέλειο αδιάβροχο. Εκεί όπου κάποτε διάβαζα σε αναγνωστικά πεταγμένα παλιότερων ετών κάτι ποιημτάκια ''Που πας καραβάκι με τέτοιον καιρό''κι αργότερα διαβαζα την ιστορία του Πλασκοβίτη θαρρώ για τον Μπεναρδή Χαρίτο που κυνηγούσε παπιά και είχε κολήσει μια νύχτα σ΄ ένα βάλτο αναλογιζόμενος την μέχρι τότε ζωή του. Σ' εκείνο το μέρος που είχε αμπέλια και δέντρα και ρόδια που μοιάζουν με κόκκινες χειροβομβίδες και πουλιά πετούσαν νευρικά ανάμεσα στα φυλλώματα.
 Τα συζητάμε όλα αυτά στο μαγαζί  ενός πατριώ τη μου   κάπου στη Δελφών βλέποντας τα μαυροπούλια να κατακλύζουν τα  πάρκα  τώρα τη Άνοιξη. Μου λέει και για τον τυφλό πατέρα του που πήγαινε να δει νιόπαντρη τότε η μάννα μου   σ' ένα σπίτ με μπαλκόνια πάνω από ένα ρέμα όπου κάποτε γκρεμίστηκε ένα μωρό που ξέφυγε της προσοχής των γονιών του.
Έχει φέρει κι ένα κρέας μαλακό,  μοσχαράκι μου λέει που έβρασε σε μισή ώρα τόσο τρυφερό ήτανε. Όπως τρωμε σκέφτομαι και τα μοσχαράκια που είχαμε εμείς κάποτε αυτά που περιμέναμε όλο το βράδυ να γεννηθούν από τα  ζώα που κοιλοπονούσαν . Θυμάμαι μάλιστα κι ένα βράδυ ατέλειωτο όταν για κάποιο λόγο το μοσχαράκι δεν έβγαινε κι αναγκαστήκαμε να το δέσουμε στο τρακτέρ για να το τραβήξουμε μα σαν βγήκε κουνήθηκε λίγο , πήρε λίγες ανάσες με αγωνία κι ύστερα ξεψύχησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...