Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κοίταξε στον καθρέφτη   του λεωφορείου αλλά  δεν είδε κάτι ύποπτο , ο οδηγός   έδειχνε σίγουρος και σταθερός , όπως και να είχε όμως μέσα του σφίχτηκε,  ήταν λίγο τρομαχτικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο  καθώς βρίσκονταν σε εθνική οδό κι από δίπλα τους τα αμάξια έφευγαν σα σφαίρες .

Η γυναίκα από δίπλα του ήταν πολύ μυστήρια,  είχε ανέβει με δυο μελαχρινές φίλες της και μιλούσαν,  εκτός από ελληνικά, μια γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει, έσπαγε το  κεφάλι του,  από πού να κατάγονταν,  δε μιλούσαν  τουρκικά, ούτε αραβικά που θα πήγαιναν με τη σκούρα  εμφάνιση τους,  ήταν μια άλλη γλώσσα παράξενη. Είχαν πιάσει τρεις θέσεις μπροστά κι όταν εκείνος πήγε να καθίσει στην τέταρτη αυτές  άρχισαν να φωνάζουν  «όχι δεν είναι σωστό,  εμείς έχουμε κλείσει» -«μα πόσες θέσεις έχετε πιάσει;»  τις ρώτησε,  «όχι δεν είναι σωστό» έλεγαν και  τελικά τον άφησαν να διαλέξει  την  καλύτερη μεριά,  εκείνη που έβλεπε κατά τη θάλασσα, ύστερα τον χάζευαν που όλη την ώρα ήταν καρφωμένος στα κύματα και στον ορίζοντα, «δεν πάτε να πνιγείτε !»έλεγε αυτός  μέσα του . Πέρα μακριά, στο βάθος,  μπορούσε να δει τα νησιά μέχρι τη Σαμοθράκη,  ήταν τόσο καθαρή η ατμόσφαιρα, και βέβαια το Άγιο  Όρος  και την κορυφή του Άθωνα, τα τούβλα,  εκείνες οι ξένες,  δεν είχαν ιδέα τι ήταν όλα εκείνα, κι ούτε που είχε όρεξη να τις εξηγήσει , μόνο  ύστερα  από λίγο άρχισαν να κοιτούν περίεργα  κι αυτές  βγάζοντας  όλη την ώρα φωτογραφίες με τα κινητά τους.

Όποτε ταξίδευε με το ΚΤΕΛ  καθόταν σχεδόν πάντα στην πρώτη θέση του λεωφορείου,  από κει είχε την αίσθηση ότι συμμετέχει σε  κάθε κίνηση του οχήματος, ήταν σα να οδηγούσε ο ίδιος.  Αυτές οι θέσεις ήταν   διαθέσιμες για όσους είχαν  πρόβλημα υποτίθεται και ζαλίζονταν  όμως συνήθως κανείς δεν τις ζητούσε,  έτσι εκείνος περίμενε ν’  ανέβουν όλοι και μετά  πήγαινε και καθόταν.  Το καλύτερο σημείο  ήταν όχι πίσω από τον οδηγό αλλά στην άλλη σειρά των καθισμάτων,  από κει είχες μπροστά σου το δρόμο κι όλη τη θέα του τοπίου .  Όταν  έβρεχε έβλεπες τις στάλες να χάνονται κάτω από το όχημα,  τα σύννεφα να κατεβαίνουν από τα βουνά,  τη θάλασσα ν’  αλλάζει χρώματα όλη την ώρα,  ήταν υπέροχο ! Πόσα ταξίδια δεν είχε κάνει με το λεωφορείο,  ήταν ο καλύτερος τρόπος να καθαρίσει το  μυαλό , να βρει λύσεις στα προβλήματα του, να ξεχαστεί .  Η  εναλλαγή των τοπίων και η διαδρομή δίχως στάσεις βοηθούσε τη σκέψη  να ταξιδέψει και να αναλύσει κάθε  δύσκολο θέμα,  να ζυγίσει τις καταστάσεις , να πάρει μια ζόρικη απόφαση. Στον πηγαιμό μπορούσε να δει μέχρι ψηλά στα σύνορα κι ακόμα πιο πέρα,  κατά κει που φαινόταν ένα χιονοδρομικό κέντρο σκεπασμένο με χιόνια. Στις οροσειρές ψηλά είχαν εγκαταστήσει ανεμογεννήτριες κι ήταν μια ενδιαφέρουσα αλλαγή που δεν τον ενοχλούσε καθόλου.  Κάποιοι φίλοι του έλεγαν ότι χαλούσαν το τοπίο  όμως εκείνος  χάζευε τις τεράστιες  ρόδες που γύριζαν αργά στον αέρα σαν τα χέρια κάποιου γίγαντα.  Εκεί έξω στην ύπαιθρο ένιωθες την αλλαγή των εποχών,  καταλάβαινες ότι δεν ήταν αλήθεια αυτό που λένε στο μικρόκοσμο της πόλης, ότι δηλαδή από χειμώνα πάμε κατευθείαν στο καλοκαίρι,  η φύση δε βιαζόταν,  οι αλλαγές ερχόταν σιγά -σιγά κι εκεί που έβλεπες γυμνά τα χωράφια και τα βουνά  τη μια φορά, την επόμενη άρχιζαν να φυλλώνουν και να πρασινίζουν  καθώς όλη η πλάση γύρω αναγεννιούνταν με  την άνοιξη. Έβλεπε εκεί τα χωράφια με τα αμπέλια που τα είχαν σκεπασμένα με κάτι δίχτυα για  το χαλάζι, τις ελιές που είχαν γεμίσει τον τόπο καθώς το κλίμα άλλαζε και πλέον  δεν έκανε  κρύα όπως παλιά , ούτε έριχνε χιόνια  που ‘’έκαιγαν’’ τα   δέντρα κι ότι άλλο φύτρωνε. Δίπλα στο δρόμο έβλεπες  πράσινο άφθονο  και κάτι θάμνους αγκαθωτούς,  γεμάτους από κίτρινα λουλούδια,  πανέμορφα που σου έφτιαχναν τη διάθεση, στο νου του ερχόταν οι βιβλικοί στίχοι « άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει», ά ήταν ωραίο αν ταξιδεύεις την άνοιξη !

 Η γυναίκα από  δίπλα του  συνέχισε να  παρατηρεί τον οδηγό και να μιλά ασταμάτητα  με τις φιλενάδες της στη γλώσσα τους.   Ήταν νέα και  καλοντυμένη όμως όταν έσκυψε και του μίλησε το πρόσωπο της του φάνηκε πολύ αντιπαθητικό,  πρέπει να είχε κάνει κάποιο μπότοξ κι είχε πρηστεί κάπως άσχημα . Κοίταξε μια φορά ακόμα τον οδηγό στον καθρέφτη,  τώρα έψαχνε κάτι στο κινητό του  κρατώντας το τιμόνι με τους αγκώνες,   ήταν  λίγο επικίνδυνο αλλά στην Ελλάδα είσαι, όχι στην Ιαπωνία, αυτό είναι κάτι συνηθισμένο. Είχε  ακούσει βέβαια ιστορίες για  οδηγούς που κοιμήθηκαν στο τιμόνι ,  ιδίως στη διάρκεια της νύχτας ,  ένας φίλος του που είχε φορτηγό  έλεγε ότι το καλύτερο είναι  να πηγαίνεις δίπλα στη λευκή γραμμή  που βρίσκεται στη μέση του δρόμου για να μη χάνεσαι,  όταν είσαι στο τιμόνι  για πολλές ώρες από μια στιγμή και μετά δεν έχεις την αίσθηση που βρίσκεσαι, μπορεί ξαφνικά να δεις τις μπάρες δίπλα σου χωρίς να το καταλάβεις. Θυμόταν μια ιστορία ενός ταξιτζή που τους έπαιρνε κάποτε από το στρατόπεδο κάπου ψηλά στον Έβρο,  κάποιοι φαντάροι τότε πλήρωναν όσο - όσο  για να τους πάει  μέχρι την Αλεξανδρούπολη κυνηγώντας το τρένο που  είχαν χάσει,  ο ταξιτζής εκείνος έλεγε ότι όταν κουραζόταν ήθελε πέντε λεπτά   να κοιμηθεί για να του φύγει η νύστα,  μετά ήταν εντάξει και μπορούσε να οδηγήσει για ώρες ...

Καθώς περνούσαν τα χρόνια ήθελε να ταξιδεύει όλο και περισσότερο. Ήθελε να φεύγει όλο και πιο συχνά από την πόλη όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμος να ζήσει στην επαρχία  που την ήξερε καλά αν και φαίνεται ότι κι εκεί πέρα τα πράγματα είχαν αλλάξει.  Οι χωρικοί είχαν αποκτήσει τηλεοράσεις, κινητά,  αυτοκίνητα,  δε χρειαζόταν πλέον το γείτονα όπως κάποτε  κι είχαν κλειστεί  στο καβούκι τους.  Μια φορά που περπάτησε στο χωριό του μετά από χρόνια  κανείς δε βγήκε να του πει «καλημέρα, ποιος είσαι εσύ , που πας;» μόνο τον κοιτούσαν κάπως απόμακρα ,  αυτό του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση .  Σ’ ένα φούρνο που πήγε ν’ αγοράσει ψωμί μια νεαρή του μίλησε λίγο απότομα ενώ   το μάτι της γυάλιζε καθώς κοίταζε τα λεφτά του, κι εδώ  οι άνθρωποι δεν ήταν άγιοι  λοιπόν,  αυτό το ήξερε από πάντα βέβαια. ‘Όπως κι αν είχε όμως κάποια πράγματα είχαν μείνει όπως  τα θυμόταν, εκεί έβλεπες τα γεγονότα  από μια απόσταση,  ούτε γκρίνιες στις ειδήσεις,  ούτε λιμοί,  σεισμοί και καταποντισμοί που σε τρελαίνουν, στην πόλη δημιουργείται  μια κατάσταση που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και μπορεί να σε κάνει να πιστέψεις ότι πλησιάζει  η δευτέρα παρουσία,  οι ποταμοί θα στερέψουν όπου να ναι ,  η ζέστη θα μας κάψει, ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε ήδη.  Δεν έμενε πολύ στο χωριό, ένα βράδυ  του ήταν αρκετό,  μερικές φορές πετύχαινε τους ίδιους οδηγούς λεωφορείων αποβραδίς και το πρωί,   τον κοιτούσαν απορημένοι «φεύγεις κιόλας ; « τον ρωτούσαν,   εκείνος  όμως είχε κάνει τη δουλειά του, δε χρειαζόταν κάτι περισσότερο, πάντα βολεύονταν με λίγα, αυτό τον είχε σώσει. Ταξίδευε όλο το χρόνο παρατηρώντας τις αλλαγές της φύσης και των εποχών, το καλοκαίρι  ήταν το πιο ζόρικο,  οι μπροστινές θέσεις που προτιμούσε πάντα ήταν λίγο άβολες,  ο ήλιος σε χτυπούσε κατευθείαν στα μάτια και σε τύφλωνε, όλοι είχαν νεύρα,  η ζέστη ήταν κουραστική παρά τον κλιματισμό που δεν  ήταν πάντα κι ο καλύτερος, έτσι προτιμούσε να κάθεται στις πίσω θέσεις που ήταν πιο δροσερές.

Έγειρε πίσω το κεφάλι κι αποκοιμήθηκε για λίγο, όταν ξύπνησε  είχε  πιάσει μια από κείνες τις βροχές τις ανοιξιάτικες που ξεκινούν απ’  το πουθενά και πλημυρίζουν το σύμπαν,  οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν μπροστά στο τζάμι  συνεχώς ενώ  ο οδηγός είχε ανοίξει το παράθυρο φέρνοντας  αέρα και σταγόνες ακριβώς στο πρόσωπο του, ένιωσε μια δυσφορία  κι άρχισε να βήχει.  Οι ξένες  γυναίκες από δίπλα του είχαν υψώσει πάλι τη φωνή τους κι ούτε που έδιναν σημασία στη βροχή , δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί  διάβολο μάλωναν πάλι , δεν είχαν σταματήσει,  ήταν ανυπόφορες.   Χωρίς να το σκεφτεί σηκώθηκε και   πήρε τη τσάντα του να πάει πίσω   όμως τότε  το λεωφορείο έκανε έναν ελιγμό   και παραλίγο να χτυπήσει την ξένη  με το λίφτινγκ που καθόταν δίπλα του,  «πρόσεχε άνθρωπε μου !» του φώναξε,  «δεν πας στο διάβολο!» ήθελε να της πει, όμως από το στόμα του βγήκε μόνο ένα «συγγνώμη»  και τσακίστηκε να φύγει από κει πέρα. Βρήκε ένα άδειο διπλό κάθισμα κάπου στο βάθος και κουλουριάστηκε,  εκεί πίσω δεν ήταν το ίδιο  ωραία αλλά η θερμοκρασία ήταν κάπως καλύτερη, ένιωθε ήσυχος και πιο ασφαλής.  

 Είχαν φτάσει πια σ’ ένα σημείο με μια λίμνη πελώρια που κάποτε λέει ήταν ενωμένη με τη θάλασσα κι από κάτω της υπήρχε ένα  τεκτονικό ρήγμα, τρομαχτικό, που προκαλούσε σεισμούς  φοβερούς   σε μια απόσταση τεράστια γύρω του, έκλεισε τα μάτια και  γρήγορα τον  πήρε ο ύπνος. Δεν είχε κοιμηθεί ούτε πέντε λεπτά  όταν αισθάνθηκε μια παρουσία σα σκιά δίπλα του να  λέει,  «ξύπνα !». Πετάχτηκε τρομαγμένος καθώς το λεωφορείο φρενάριζε απότομα.  Σήκωσε το κεφάλι πάνω από τα καθίσματα και είδε  την γυναίκα που καθόταν στην πρώτη θέση, εκείνη την αντιπαθητική με το μπότοξ , να απογειώνεται και να κολλά στο  μεγάλο παρμπρίζ  σα χαλκομανία κόκκινη  ενώ ο οδηγός έκανε κινήσεις πανικόβλητες.  Το λεωφορείο ντεραπάρισε για κάμποσα μέτρα και σύρθηκε  πάνω στις μπάρες για κάποια απόσταση, έπειτα  γρατζούνισε το στηθαίο στην άκρη του δρόμου  κι ένιωσε δίπλα του την πέτρα κάποιου βράχου.  Αισθάνθηκε παγιδευμένος εκεί  πέρα και δοκίμασε να βγει κλωτσώντας  το  γυαλί που έγινε χιλιάδες κομματάκια.  Πέρασε το σώμα του έξω από το τζάμι και σηκώνοντας τα μάτια είδε τον  ουρανό απ’  όπου έπεφταν εκατομμύρια σταγόνες χοντρές.  Δεν πονούσε πουθενά κι αυτό ήταν το πιο παράξενο.   Φωνές και  ουρλιαχτά ακούγονταν μέσα από το όχημα,   «πρέπει να τηλεφωνήσω στην αστυνομία»  σκέφτηκε όμως πρώτα ήθελε να σκεπάσει το κεφάλι του με κάτι για να προστατευτεί από τη βροχή,  πάντα μισούσε να βρέχεται.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ


Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα πεσμένο μπρούμυτα,  ήταν ο γέρος  που έμενε στο ρετιρέ, ένας  ψηλός με γκρίζα μαλλιά. Το πρόσωπο του ήταν στραμμένο σε μια μεριά και μπορούσες να δεις  τα μάτια του που έμοιαζαν να ψάχνουν  κάτι. Τον ήξερε το γέρο,  είχαν μιλήσει πολλές φορές και του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που τον τελευταίο καιρό είχε αδυνατίσει τόσο πολύ,  πρέπει να είχε χάσει πάνω από τριάντα κιλά  και το πρόσωπο του είχε τραβηχτεί. Πήρε στα χέρια του τη γάτα που κοιτούσε απορημένη τον πεσμένο σα να έλεγε «κρίμα τον άνθρωπο». Καθώς έλειπαν οι δικοί του έτρεξε αμέσως  να φωνάξει τον παππού του,  εκείνος  κατέβηκε γρήγορα, έσκυψε προσεκτικά, έβαλε το δάχτυλο στο λαιμό του πεσμένου κι έκανε μια κίνηση  σα να έλεγε «πάει αυτός».   Κάλεσαν την αστυνομία και σε λίγο ήρθαν  κάτι τύποι με στολές  και γάντια,  πήραν το σώμα του ανθρώπου και το απέθεσαν σ’ ένα  ασθενοφόρο που περίμενε έξω.  Ο παππούς του έπρεπε  να φύγει κι εκείνος  απόμεινε μόνος του  με  το γατί  να σκεφτεί αυτό που είχε συμβεί, η όψη του νεκρού  τον είχε αναστατώσει, πήγε στο διαμέρισμα του κι έπιασε το κινητό. Οι δικοί του έλειπαν διακοπές,  τους είχε πει  ότι δεν θα ερχόταν μαζί τους,  προτιμούσε να μείνει μόνος στο σπίτι παρέα με τη γάτα του που της είχε μεγάλη αδυναμία,  ήταν  μια πολύ όμορφη,  κόκκινη και μαύρη  μ’ ένα τρίχωμα χνουδωτό που ξάπλωνε ανάσκελα όλη την ώρα στη μέση του δωματίου. Τις μέρες εκείνες είχε έρθει απ’  το εξωτερικό κι ο παππούς του που αγαπούσε κι όλο ήθελε να  του λέει ιστορίες , θα έμενε στο διαμέρισμα από πάνω τους μαζί με το θείο του. Ά εκείνες οι μέρες ήταν ό,τι καλύτερο, είχε όλο το σπίτι δικό του, μαγείρευε τα καλύτερα φαγητά, κυρίως κρέας και ψάρι, πάντα ήταν σαρκοφάγος, περνούσε καλά μοναχός του μέχρι που είδε εκείνον τον πεθαμένο κι αναστατώθηκε. 

Κατά το μεσημεράκι τηλεφώνησε ο πατέρας του αλλά  δεν του είπε τίποτα.  Στο μυαλό του γύριζε όλη την ώρα η σκηνή στο ασανσέρ,  είχε δει τόσα σίριαλ με τέτοιες ιστορίες όμως είναι διαφορετικό  να το βλέπεις στην πραγματικότητα, πολύ πιο ωμό, πολύ πιο άγριο .  Εδώ και καιρό άκουγε   φασαρίες από τον πάνω  όροφο,  τα παιδιά του γέρου μάλωναν  για κάτι κληρονομικά κι όταν τσακώνονταν  οι φωνές τους αντηχούσαν σε όλο το τετράγωνο,  αυτοί θα ήξεραν σίγουρα  περισσότερα.  Το βράδυ που έπεσε για ύπνο μετά τα μεσάνυχτα,  άκουγε κάτι τριξίματα από τον πάνω όροφο σαν κάποιος  να άνοιγε ντουλάπια ή συρτάρια ψάχνοντας,   άκουσε βήματα στις σκάλες κι έτρεξε στο ματάκι της πόρτας που είχε διπλοκλειδώσει βάζοντας από  πίσω και μια καρέκλα, η  γάτα που κοιμόταν στον καναπέ έτρεξε μαζί του πηδώντας με τα μαλακά ποδαράκια της, δεν μπορούσε να δει τίποτα στο διάδρομο ούτε στις σκάλες . Ευτυχώς είχε τον παππού του και δεν ανησυχούσε, αν χρειαζόταν θα πήγαινε να κοιμηθεί μαζί του,  τον θαύμαζε πάντα κι η πιο ωραία εμπειρία της ζωής του ήταν όταν πήγαν να τον συναντήσουν  σε μια χώρα του βορρά όπου  ζούσε μαζί με τ’  άλογα του που κάλπαζαν όλη την ώρα στην ανοιχτή στέπα και το βράδυ έρχονταν μόνα τους να κοιμηθούν στο στάβλο .  Είχαν ταξιδέψει με αυτοκίνητο και  πέρασαν από ένα σωρό μέρη, σταματούσαν  σε χωριά και πολιτείες για να φάνε κάτι κι ένα βράδυ κοιμήθηκαν σ’ ένα ξενοδοχείο δίπλα στο δρόμο. Όλη η διαδρομή του είχε φανεί απίθανη,  δε χόρταινε να βλέπει έξω το τοπίο, τα βουνά και τις λίμνες , ήταν ό,τι καλύτερο είχε δει στη ζωή του. Κάποια στιγμή είχαν φτάσει σε μια οροσειρά τόσο ψηλή  που έπρεπε να σηκώσει το κεφάλι του για να δει την κορυφή της,  από δω του είχε ο πατέρας του ξεκινούσε κάποτε ο δρόμος του μεταξιού που έφτανε μέχρι την Κίνα, αυτή η φράση του είχε μείνει. Όταν συνάντησαν τον παππού του εκείνος του μίλησε για  έναν φαντάρο που υπηρετούσε μαζί του στο  στρατό και  κατάγονταν από τα παράλια του Ειρηνικού,  άκου τώρα,  τον είχαν φέρει από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά να υπηρετήσει,  από το χωριό εκείνου του στρατιώτη  η Ιαπωνία δεν απείχε πολύ. Όταν επέστρεψαν από το ταξίδι κάθισε κι έψαξε οτιδήποτε υπήρχε για τις παραλίες του Ειρηνικού και για την Ιαπωνία, έψαξε οτιδήποτε υπήρχε  για κείνη τη μακρινή χώρα,  πιο πολύ διάβασε  γιαπωνέζικα κόμικς ,  στο ιντερνέτ υπήρχαν ένα σωρό τέτοια ...

Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος, συχνά ξυπνούσε κι έτρεχε να δει στο ματάκι  αν κάποιος βρισκόταν έξω από την πόρτα του,  έπειτα ξάπλωνε ξανά και στη διάρκεια  της  νύχτας  είδε  δυο εφιάλτες στη σειρά.   Τη μια φορά δίπλα στο κρεβάτι του υπήρχε ένα μαύρος τύπος που τον κοιτούσε τυλιγμένος σε μια κουβέρτα, ξύπνησε ιδρωμένος και πήγε στην κουζίνα να πιεί λίγο νερό.  Στο δεύτερο όνειρο  κάποιος  του έχωνε ένα μαχαίρι στην πλάτη κι αυτό ήταν το πιο τρομακτικό , μοναχά κατά το πρωί είδε ότι βρισκόταν σ’  ένα μέρος σαν τσουλήθρα όπου έτρεχε νερό διάφανο  κι έπεφτε σε μια λίμνη γεμάτη φυτά υδρόβια, καταπράσινα, γυαλιστερά,  το νερό ήταν βαθύ αλλά δε φοβόταν  καθόλου, ένιωθε  πολύ ωραία. Το πρωί που ξύπνησε  ρώτησε στο τηλέφωνο τη μητέρα του για το όνειρο,  δεν της είπε τίποτα για το νεκρό κι εκείνη τον ρώτησε πως ήταν τα νερά που είδε «Αν ήταν καθαρά  είναι καλό το όνειρο…» του είπε « …αύριο γυρνάμε να προσέχεις!»,  ο νους της ήταν σ’ εκείνον,   ανησυχούσε για το παιδί της  επειδή  δεν είχε πολλούς φίλους κι ήταν λίγο μονοκόμματο.  

«Δεν πρέπει να κοιτάς ποτέ τον νεκρό στα μάτια» του είπε ο παππούς του όταν πέρασε κάποια στιγμή να τον δει, «ο πατέρας μου που είχε πολεμήσει τους γερμανούς   έλεγε ότι άμα δεις κατά πρόσωπο αυτόν που σκοτώνεις το φάντασμα του μπορεί να σε στοιχειώσει». Θυμήθηκε το μαύρο που είδε στο όνειρο του,  το βλέμμα του ήταν  ολόιδιο με αυτό του πεθαμένου που είχε δει στο ασανσέρ γι αυτό και είχε τρομάξει . Ο παππούς του δεν είχε πολεμήσει ποτέ του όμως είχε δει στη ζωή του απίστευτα πράγματα,  πολλές φορές του μιλούσε για τα άλογα του και  για τη θητεία του στις εσχατιές του κόσμου όπου κοιμόταν σ’  ένα φυλάκιο μέσα στο δάσος,  έκανε τόσο κρύο  εκεί πέρα που άκουγες κρότους κάθε βράδυ,  ήταν  τα δέντρα που έσπαγαν από την παγωνιά . Ο παππούς του   έλεγε ιστορίες από τον πατέρα του, τον προπάππο του  δηλαδή, που είχε πολεμήσει  στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέσα σε λασπωμένα χαρακώματα,  νηστικός για μέρες ενώ οι γερμανοί  πλησίαζαν στο αμπρί  του κάθε βράδυ,  εκείνη η εποχή του φαίνονταν  εντελώς  μυθική. Από τις ιστορίες του παππού του είχε αποκτήσει κι εκείνος ενδιαφέρον για τον πόλεμο και   διάβαζε οτιδήποτε σχετικό.  Μια φορά στο δρόμο τα ΜΑΤ έτρεχαν να προλάβουν κάτι μαλλιαρούς  πριν τα σπάσουν όλα,  καθόταν  στο πεζοδρόμιο και παρατηρούσε τους ψηλούς   αστυνομικούς με τις πανοπλίες τους  να παρατάσσονται τρέχοντας, κρατούσαν γκλομπς  αντί για σπαθιά και προφύλασσαν το στήθος τους με  κάτι   ασπίδες διάφανες.  «Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι αρχαίοι ρωμαίοι πολεμιστές στη μάχη» σκεφτόταν καθώς τους έβλεπαν να προχωρούν γρήγορα  χωρίς να χαλούν το σχηματισμό τους ενώ ο επικεφαλής  έδινε συνθήματα κοφτά για το που να πάνε και που να σταθούν.  Συχνά  κλείνονταν  στο δωμάτιο του κι έπαιζε με τις ώρες κάτι παιχνίδια ηλεκτρονικά  ανάμεσα σε στρατούς, είχε γίνει πολύ καλός και  είχε κερδίσει χιλιάδες πόντους, έπαιζε πια και με παιδιά  από άλλες χώρες. Τελείωνε  το σχολείο κι ετοιμάζονταν να πάει φαντάρος  για να δει  πώς ήταν ο πραγματικός  στρατός,   στους φίλους του έλεγε «ο πατέρας μου κι ο παππούς μου δεν είχαν κανένα πρόβλημα όταν υπηρέτησαν,   εγώ γιατί να έχω; »Προσπαθούσε  να φανταστεί πως  ήταν  εκείνος ο πόλεμος,  γιατί  πολεμούσαν  τότε οι άνθρωποι,  πως ένιωθαν , ήξερε ένα κάρο λεπτομέρειες για τα άρματα και τα αεροπλάνα  που χρησιμοποιούσαν, είχε ψάξει όλες τις λεπτομέρειες , πάντα έτσι   μονοκόμματος ήτανε,  αν ξεκινούσε  κάτι έπρεπε να το πάει μέχρι το τέρμα, να το μάθει καλά, τέλεια ,αλλιώς δεν το παρατούσε με  τίποτα…

«Τι θέλεις Κιάρα;» ρώτησε τη γάτα  που δεν σταματούσε να νιαουρίζει,  πρώτη φορά την έβλεπε  έτσι.  Της είχε  γεμίσει το μπολ με τροφή,  της είχε αλλάξει το νερό,  είχε παίξει μαζί της τόση ώρα κι όμως εκείνη δε σταματούσε να γκρινιάζει κοιτάζοντας κατά την πόρτα.  Δεν μπορούσε να καταλάβει  αλλά ήθελε να πάει στο φίλο του για να δουν μια καινούρια πολεμική ταινία στο σινεμά.  Η γάτα τυλίγονταν στα πόδια του νιαουρίζοντας μέχρι που κλείδωσε την πόρτα, δεν πήρε το ασανσέρ μόνο κατέβηκε από τις σκάλες,  το τηλέφωνο του χτύπησε και πήγε να το σηκώσει  όταν διέκρινε  με την άκρη του ματιού του  μια σκιά να κινείται  στο βάθος  της εισόδου,  γύρισε κατά κει και είδε έναν  άντρα να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη που υπήρχε κρεμασμένος, τα δάχτυλα του λύθηκαν και  το κινητό του έπεσε από τα χέρια,  ήταν ο πεθαμένος γέρος που τον κοίταζε μέσα από τον καθρέφτη.  Μια ανατριχίλα διαπέρασε  όλο το σώμα του,  πως γινόταν να βρίσκεται εκεί αφού  την προηγούμενη τον είχε δει ξαπλωμένο νεκρό, «δεν μπορεί να είναι αλήθεια»  ψιθύρισε όμως ο γέρος ήταν εκεί και τον κοιτούσε επίμονα, «μη βλέπεις τα μάτια του!»  σκέφτηκε, «μη βλέπεις τα μάτια του!» . 

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι αν ήταν από τα άγραφα,  θυμόταν  ότι κάποτε του είχε πει  πως είχαν   ψητοπωλείο αλλά δεν  περίμενε  ποτέ ότι θα ήταν εκείνο που δούλευε,  αυτά δεν γίνονται.  Ήταν  στα χρόνια της κρίσης, τότε που έκλειναν όλα τα μαγαζιά, είδε  ότι άρχιζε  να  χάνει τη μπάλα, οι πελάτες του εξαφανίζονταν,  και το γύρισε,  άφησε  τη δουλειά που έκανε και μπήκε στο σαντουιτσάδικο, το φαγητό πουλά σ’ όλες τις εποχές, σ’  όλες τις καταστάσεις, ήταν σιγουράκι. Εκεί λοιπόν τον πέτυχε  τον παλιόφιλο, πολύ χάρηκε  που τον είδε, ήταν λίγο περίεργο το σκηνικό αλλά ο Κώστας   πάντα τον  καταλάβαινε. Μίλησαν   λιγάκι,  θυμήθηκαν την ταβέρνα  όπου συναντιούνταν κι άκουγαν το «ένα λάθος η ζωή μου, και σα λάθος θα τελειώσει, μα το ξέρω κατά βάθος, ένα λάθος  θα με σώσει»,  ή  τη φάση  τότε που είχαν   πάει να δουν   μια ταινία του Άλαν Πάρκερ, στο Φαργκάνη πρέπει να ήτανε, πολύ  τους είχε αρέσει.

Τον αγαπούσε  πολύ τον Κώστα,  τον είχε μες την καρδιά του, ήταν καλλιτεχνική φυσιογνωμία,  ένα παιδί ευγενικό, γλυκό, που έπαιζε μουσική απίστευτη, ήταν   σίγουρος ότι θα γίνονταν κάτι σπουδαίο. Ο Κώστας   άκουγε τα πάντα,  από κλασική μουσική  μέχρι συγκροτήματα του δρόμου, κι  έπαιζε πιάνο, ακορντεόν, κιθάρα,  φυσαρμόνικα, τύμπανα, μπάσο  και τα μαλλιοκέφαλα του. Αν πήγαιναν καμιά φορά βόλτα με το αμάξι άκουγε ηχογραφήσεις που έκανε κλεισμένος για ώρες  στο γκαράζ  του σπιτιού του,  «πως γίνεται να μη βαριέσαι;»  τον είχε ρωτήσει κάποτε.  Και τραγουδούσε βέβαια με μια φωνή ζεστή, δυνατή, τελείως ιδιαίτερη. Μια φορά  είχαν βρεθεί  σ’ ένα υπόγειο όπου ο Άγγελος   έκανε πρόβες με μια σκηνοθέτη θεάτρου- είχαν  μανία με το θέατρο τότε-  εντελώς  βλαμμένη. Η σκηνοθέτης είχε μαλώσει με τον Άγγελο, τον   θεωρούσε μαλακό και εύπλαστο, πάντα αυτή την εντύπωση έδινε.  Μια φορά που του μίλησε άσχημα όμως εκείνη η βλαμμένη, την είχε πάρει παραμάζωμα, ούτε κατάλαβε από πού της ήρθε, τον  κοιτούσε σα χαμένη,  δεν το περίμενε, έτσι γινόταν πάντα με  όσους δεν τον ήξεραν. Είχε  ξεκινήσει τότε να μελετά  το  πως βάζεις τον  άλλον στη θέση του, οι φίλοι  του  δούλευαν, έβγαζαν λεφτά, ετοίμαζαν οικογένειες  κι αυτός  ψαχνόταν   με συμπεριφορές και θέατρα,  καθένας έχει τις προτεραιότητες του σε τούτη τη ζωή.  Είχε διαβάσει και βιβλία του Πιντέρη  για το  πως υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα σου, τον  ενδιέφερε  πολύ, μπορούσες να πεις ότι είχε  κάνει το μεταπτυχιακό του  πάνω σ’  αυτό. Κάποια στιγμή  στο Φωκά, εκεί  στην Τσιμισκή,  περίμενε  στο ταμείο για ν’  αγοράσει ένα πουκάμισο,  μια κοπέλα μπροστά του μάλωνε με την ταμία, επέμενε ότι της είχε δώσει ένα πεντάευρο όμως η ταμίας  ήταν σίγουρη   ότι δεν είχε πάρει τίποτα.  Κι ενώ  διαπληκτίζονταν η ουρά πίσω μεγάλωνε, είχε φτάσει μέχρι την είσοδο «τι θα γίνει κοπελιά;»  φώναξε,  «να περιμένεις τη σειρά σου!» - « να σου δώσουμε ένα πεντάευρο να τελειώνουμε!» -«σιγά ρε πλούσιε !» φώναξε εκείνη θιγμένη,  πολύ του είχε αρέσει η σκηνή. Εκεί στο Φωκά που ήταν μεγάλος και τρανός τότε, έβλεπε κάτι συμπεριφορές απίστευτες, ερχόταν όλοι οι νεόπλουτοι και μιλούσαν πολύ άσχημα στις πωλήτριες, κάτι κοπέλες ψηλές, πανέμορφες.  Τις μεταχειρίζονταν σα σκουπίδια, τις έβριζαν,  τις μάλωναν, μια συμπεριφορά ανήκουστη, του την είχε δώσει άγρια, δεν πίστευε  στα μάτια του. Υποτίθεται ότι εκείνοι οι άνθρωποι είχαν τα μέσα και τους πόρους  για να ταξιδέψουν, να καλλιεργηθούν, να μορφωθούν κι όμως  συμπεριφέρονταν σα ζώα, δεν μπορούσε   να το καταλάβει...  

Σ’ εκείνο λοιπόν το υπόγειο με τη σκηνοθέτη την κακότροπη  είχε έρθει ο Κώστας, κάθισε στο  πιάνο που είχανε εκεί πέρα κι έπαιξε το Struggle for Pleasure του Vim Mertens. Αμέσως όλοι  σταμάτησαν ό,τι έκαναν και τον κοιτούσαν σα χαζοί, «ποιος είναι ο φίλος σου;» ρώτησε  η σκηνοθέτης τον Άγγελο ενώ Ο Κώστας  αυτοσχεδίαζε χαϊδεύοντας τα πλήκτρα, αυτός ήταν ο φίλος του, ένας μικρός μάγος,  ένας μικρός θεός της μουσικής.  Πολλές φορές πήγαινε   στο σπίτι του  για να του πει ποια κασέτα ή ποιο c d να αγοράσει, από κείνον είχε μάθει τον Μάλαμα, τότε που δεν τον ήξερε κανένας,  και τους Pink Floyd, τον Rene Aubry  κι ένα σωρό άλλους.  Έκαναν  μαζί   πρόβες πάνω στο Τάβλι του Δημήτρη Κεχαΐδη, ένα πολύ ωραίο θεατρικό με δράση πολύ γρήγορη,  δεν νομίζω να υπάρχει αντίστοιχο θεατρικό κείμενο στα ελληνικά. Ο Κώστας  έκανε τότε παρέα μ έναν τύπο μεγάλο σε ηλικία  τον Πατρίκιο,  άκου όνομα τώρα. Ο Πατρίκιος ήταν ένας μεσήλικας  με μούσια άσπρα  που είχαν κιτρινίσει απ’  το τσιγάρο, καλά εκείνον τον τύπο   δεν τον είχε  πάρει ποτέ στα σοβαρά . Ο Πατρίκιος  θεωρούσε τον εαυτό του κάποιου είδους καλλιτέχνη κι  ασχολούνταν με τη φωτογραφία,  επειδή του την είχε δώσει του  του είχε  πετάξει κάποτε  «βγάζεις και φωτογραφίες για ταυτότητες;»  ο Πατρίκιος  είχε παρεξηγηθεί τότε. Ο Κώστας   θεωρούσε το  φίλο του λίγο καβαλημένο καλάμι επειδή ήταν πάντα   πολύ σίγουρος για τον εαυτό του κι όταν είχε κοπεί στις εξετάσεις του Κρατικού Θεάτρου βρήκε την ευκαιρία να του  πει « αυτό ίσως σε συνετίσει λίγο».

Ό,τι και  να έλεγε  όμως Ο Κώστας  ήταν ταλέντο  και παιδί χρυσό, τον πίστευε πολύ, μιλούσαν  για όλα, περίμενε  πολλά από κείνον,  κι έπειτα έτσι στο άσχετο   παράτησε ο χαζός  τη μουσική και το έριξε στο θέατρο όπου ήταν απλά μέτριος, αυτό δεν μπόρεσε  να το καταλάβει ποτέ του. Από τότε είχαν χαθεί,  ο  φίλος του   άλλαξε πορεία, κατέβηκε στην Αθήνα, μπήκε σε κάτι σχήματα, είχε γίνει  αρκετά γνωστός όπως είδε στα social όπου τον έψαξε μετά  από χρόνια, είχε χιλιάδες φίλους, ήταν διάσημος. Τον είδε  και σε κάτι βιντεάκια στο You tube όπου διάβαζε κάτι κουλτουριάρικα κείμενα μ’ εκείνη την ωραία φωνή του, αργότερα είχε δει και μια τεράστια διαφήμιση στην Καθημερινή για κάποια παραγωγή που ετοίμαζε. Ό Άγγελος τελικά αποφάσισε  να γίνει συγγραφέας κι όταν  έβγαλε το πρώτο του βιβλίο μπήκε κι εκείνος  στο παιχνίδι με το Facebook.  Κάποια στιγμή τον  βρήκε το φιλαράκι του ο Κώστας  και του είπε μάλιστα ότι έγραφε πολύ καλά,  κάποιοι γνωστοί του στην Αθήνα τον  είχαν διαβάσει  και τους άρεσε, αυτό ήταν  πολύ ωραίο. Μίλησαν   λίγο και του είπε ότι θα ερχόταν στη Θεσσαλονίκη για μια παράσταση .  Πήγε να τον βρει  και να δει  την παράσταση, μίλησαν  λίγο στα καμαρίνια,  του έχει δώσει και  μια πρόσκληση μ’  εκείνο το ευγενικό του ύφος, ήταν μια ωραία στιγμή. Κάθισε   πίσω στις τελευταίες σειρές , πάντα έτσι έκανε για να μπορεί  να την κοπανήσει  αν  δεν του άρεσε το θέαμα.  Το έργο ήταν  παλιό,  από την κρητική λογοτεχνία,  η Ερωφίλη του Χορτάτζη μάλλον, 15ος αιώνας δηλαδή, κι αν έχεις το θεό  σου ο Λ χρησιμοποιούσε την αρχαία γλώσσα,  δεν καταλάβαινες γρυ, όλα λάθος ήταν σ’  εκείνη ήταν παράσταση, «Ρε φίλε!»  ήθελε να του φωνάξει  «τι κάνεις  εδώ πέρα, ποιος θα σε καταλάβει, για ποιον παίζεις, τι νόημα έχει όλο αυτό;» αλλά  δεν είπε  τίποτα,  απλά κάθισε στα σκοτεινά  όσο μπορούσε ν’  αντέξει  και μετά έφυγε κατρακυλώντας τις σκάλες του παλιού θεάτρου.   Στο βιβλίο  του  μιλούσε για τον φίλο του σε κάποιο κείμενο , έλεγε μερικά πράγματα για κείνον, για το ταλέντο του,  για τις λάθος επιλογές του, για τις βλακείες του. Κι εκεί στην ΙΚΕΑ, στο εστιατόριο, συναντά μια μέρα   τους δικούς του και τους δίνει  το βιβλίο του, ούτε που το σκέφτηκε, μετά συνειδητοποίησε  ότι  έθαβε  το παιδί τους, ντράπηκε απίστευτα . Ευτυχώς τον λύτρωσε ο αδερφός  του Κώστα, ο Τάκης,  ένα παιδί πολύ ήσυχο που ζούσε κάπως στη σκιά του  αλλά είχε αποδειχτεί κρυφό ταλέντο, είχε κάνει καριέρα στο εξωτερικό, στην Ελβετία. Του έδωσε λοιπόν κι εκείνου το βιβλίο και του είχε πει τη φάση με τον αδερφό του, «δεν ήθελα να τον θίξω» του είπε,  «θα το δω και θα σου πω»  είπε ο Τάκης. Έλαβε  λοιπόν μετά από λίγο καιρό ένα μήνυμα του μικρού  που  του έλεγε «το διάβασα και δεν βρήκα κάτι κακό» αναστέναξε, ένα βάρος έφυγε από μέσα του.

Κι έπειτα τον συνάντησε στο γυράδικο κι έμαθε ότι άλλαζε καριέρα, επιτέλους! Άκουσε κι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο κι έμαθε ότι ήταν του Κώστα , ήταν φοβερό, σαν εκείνα τα παλιά τα ωραία  του εξήντα και του εβδομήντα, με μουσική δυνατή και λόγια που έδεναν γερά, πόσο καιρό είχε ν’ ακούσει κάτι τόσο ωραίο; Είδε και το βίντεο μια μέρα στην τηλεόραση με τον Κώστα  να κάνει κάτι δεύτερες φωνές ασύλληπτες, η ενορχήστρωση, η αίσθηση του ανέμου που έδιναν οι στίχοι, της ροής  μέσα στο άπειρο, έξω από την πόλη και  τα κτίρια στο άπλετο φως της μέρας,  κι ο φίλος του  εκεί στη σκηνή να παίζει κιθάρα σα μικρός θεός,  να δίνει το ρυθμό,  να ξεσηκώνει τον κόσμο να τα δίνει όλα. Ήθελε να πανηγυρίσει, επιτέλους, τόσα χρόνια το περίμενε φώναζε μόνος του στο δωμάτιο του «ναι ρε φίλε, αυτό είναι, γιατί δε με άκουγες,  μα πόσο βλάκας ήσουνα!» - «τι κάνεις εδώ τρελάθηκες;» τον ρώτησε η γυναίκα του που τον άκουσε , άντε να εξηγήσεις.

 

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΔΙΠΛΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

« Πότε θα κάνεις μια δουλειά κανονική;» του είπε μια θεία του ογδόντα  χρόνων, οι συγγενείς  του έκαναν επίθεση, άντε να τους εξηγήσεις,  είχε απηυδήσει, ένας άλλος , φίλος υποτίθεται από τα παλιά, τον είδε μια μέρα στο δρόμο και η πρώτη του κουβέντα ήταν «πως το ξεκίνησες αυτό,  έχεις πιστοποίηση, να ξέρεις  η εφορία τα κυνηγά τέτοια».  Άλλοι γνωστοί  έλεγαν στη γυναίκα του « δεν κάνει καλά, έχει παιδιά, οικογένεια,  τι προσπαθεί  να πετύχει ;»  όλοι είχαν σκάσει.  Είχε συγχυστεί, δεν μπορούσε να εξηγήσει στον κάθε ηλίθιο,  η γυναίκα του ευτυχώς  τον καταλάβαινε,  έβλεπε ότι έβγαζε λεφτά από την υπόθεση και το σπίτι τους κρατιόταν καλά, έλεγε λοιπόν  στις φίλες της «μη μιλάτε έτσι, δεν ξέρετε, ο άντρας μου δεν είναι τεμπέλης» όμως αυτουνού του την είχε δώσει, πόσο ανόητοι  ήταν όλοι,  και πίσω απ’  το υποτιθέμενο ενδιαφέρον υπήρχε ασφαλώς φθόνος,  δεν θα άφηναν  κάποιον  να ξεχωρίσει έτσι εύκολα, να κάνει κάτι ασυνήθιστο, να ξεφύγει από τα τετριμμένα, που ακούστηκε, γιατί δεν δοκίμαζε να μπει στο δημόσιο, να γίνει υπάλληλος,  γιατί δεν έκανε ότι και όλοι οι άλλοι,  τι συνέβαινε με τούτον επιτέλους ;

 Ο λόγος ήταν ότι είχε βρει μια άκρη κι έκανε μαθήματα σε κινέζους που ήθελαν να έρθουν στην Ευρώπη.  Είχε μπει σε μια πλατφόρμα  που χρησιμοποιούσαν  χιλιάδες άνθρωποι  για να μάθουν αγγλικά, τι τους είχε πιάσει δεν μπορούσε να τα καταλάβει,  όμως είχε ψωμί η δουλειά. Στην αρχή δυσκολεύονταν  να τους καταλάβει αλλά μετά δεν είχε θέμα,  δούλευε ώρες πολλές, ξεκινούσε το μεσημέρι και τέλειωνε το βράδυ αργά. Όταν έκλεινε τον υπολογιστή ,  το κεφάλι του ήταν σαν κόσκινο γεμάτο τρύπες, ήθελε κάνα  δυο ώρες να συνέλθει, κάπνιζε στα σκοτεινά και σκεφτόταν όλα όσα άκουγε στη διάρκεια της ημέρας. Έβλεπε λίγο τις ειδήσεις στα διεθνή κανάλια και προσπαθούσε να καταλάβει κατά που πήγαινε ο κόσμος . Τι  παιζόταν εκεί πέρα κι όλες οι ορδές των κινέζων ήθελαν  να  μετακομίσουν στη δύση,  τους κοίταζε στην οθόνη και σκεφτόταν πως άλλαζε ο κόσμος έτσι μπροστά στα μάτια του,  πως θα γινόταν όλα σε καμιά δεκαετία  άραγε ; Αφού ηρεμούσε κάπως έπεφτε κατάκοπος για ύπνο,  «δόξα τω θεώ»  έλεγε μέσα του, δουλειά υπήρχε  μπόλική,  όπως παγκοσμιοποιούνταν το σύστημα όλοι ήθελαν να επικοινωνήσουν με  όλους και το μέσον ήταν φυσικά η γλώσσα,  έτσι γινόταν πάντοτε κι ο ίδιος   ήταν ο συνδετικός κρίκος στην όλη διαδικασία,  τούτος ο ρόλος του άρεσε κι ούτε που νοιάζονταν για τα σχόλια συγγενών και φίλων,  «άστους να λένε» έλεγε μέσα του .  

Δεν το περίμενε ποτέ ότι θα έκανε τούτη τη δουλειά, του άρεσε πάντα να επικοινωνεί με ξένους και να διαβάζει κείμενα από  άγνωστες  γλώσσες όμως δεν ήταν τόσο καλός με τη γραμματική και το συντακτικό. Με τον καιρό βέβαια τα έμαθε κι αυτά, είχε καλή επαφή με τους ανθρώπους όλων των ηλικιών,  καταλάβαινε το ποιόν τους,   τι χρειαζόταν,  ήξερε πώς να τους τονώνει ψυχολογικά,  αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Είχε αρχίσει  να εξοικειώνεται μαζί τους, μάθαινε  τα φαγητά , την κουλτούρα τους, τον τρόπο που μιλούσαν, την γραμματική της γλώσσας τους,  τα επιφωνήματα που χρησιμοποιούσαν,  όλες τις ιδιοτροπίες τους , αρχαίος πολιτισμός ήταν κι ο δικός τους άλλωστε.  Είχε βρει κάτι κόλπα εκεί πέρα να τους βάζει να κάνουν  ασκήσεις ενώ  εκείνος σηκώνονταν κι ετοίμαζε κάτι να φάει, κάπνιζε κανένα τσιγάρο, έκανε διάλλειμα. Το καλό ήταν ότι του  έδειχναν  σεβασμό, του άρεσε αυτό,  βέβαια γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήταν και τόσο αγαθοί, όταν είχε ξεκινήσει την πλατφόρμα είχε γνωρίσει ένα ζευγάρι που ήταν ό,τι χειρότερο, η γυναίκα ειδικά του έκανε υποδείξεις όλη την ώρα, «δεν γίνεται έτσι το μάθημα» επέμενε με την τσιριχτή φωνή της, «έχω κάνει και με άλλους καθηγητές δεν έχεις σύστημα».  Ας της κάνω το χατίρι σκέφτηκε και πήγε με τα νερά της,  εκείνη φάνηκε να ικανοποιείται, άλλαξε πρόσωπο. Το ζευγάρι των κινέζων   του πρότεινε μάλιστα  να έρθουν να τον βρουν και να συνεργαστούν σε κάτι εισαγωγές ιατρικών ειδών, του έστειλαν κι ένα βίντεο από το εργοστάσιο τους που έβγαζε σαν παλαβό κατά χιλιάδες μάσκες και γάντια νοσοκομειακά, η εταιρεία τους είχε έναν   τίτλο εξωτικό, Double ring. Για μια στιγμή το σκέφτηκε, δεν ήταν άσχημη ιδέα,  αλλά μετά άλλαξε γνώμη δεν ήθελε να μπλέξει,  δεν του άρεσαν οι φάτσες τους.  Όταν τους είπε ότι δε γίνεται εκείνοι υποτίθεται ότι το δέχτηκαν «όπως θέλεις»  του είπε ο κινέζος ενώ τα λοξά  του μάτια γυάλιζαν.  Και ξαφνικά εξαφανίστηκαν αφήνοντας τον  απλήρωτο, τους τηλεφωνούσε και δεν απαντούσαν  κι ύστερα  τα τηλέφωνα τους έκλεισαν εξαερώθηκαν  κι άντε να τους βρεις στα βάθη της Ασίας,   έχασε ένα  σωρό λεφτά εκεί πέρα,  από τότε ήταν πιο προσεκτικός και ζητούσε τα χρήματα προκαταβολικά αλλιώς δεν ξεκινούσε τίποτα…   

 Ένα βράδυ Σαββάτου που είχε πλαγιάσει από νωρίς  άκουσε το τηλέφωνο του, κάποιος τον καλούσε, ο κανόνας του ήταν να απαντά  οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας,  έτσι είχε βρει τους πιο απίθανους πελάτες όμως εκείνη τη στιγμή βαριόταν αφόρητα,  «ποιος μπορεί να είναι τέτοια ώρα;» είπε  φωναχτά. Κοίταξε  το νούμερο,  δεν του έλεγε τίποτα και δεν απάντησε όμως σε λίγη ώρα το τηλέφωνο  χτύπησε  ξανά κι η γυναίκα του  εμφανίστηκε εκνευρισμένη για να το σηκώσει,  κανείς  δεν ακούγονταν  μονάχα μια ανάσα πολύ βαριά σαν ο τύπος  από την άλλη μεριά της γραμμής  να έπασχε από βρογχοπνευμονία,  ήταν πολύ τρομαχτικό και η γυναίκα του το έκλεισε γρήγορα ταραγμένη.  Είχε κοιμηθεί κάνα δίωρο  όταν  το τηλέφωνο κουδούνισε  πάλι, το σήκωσε κι άκουσε μια φωνή να του λέει σε σπαστά αγγλικά , «ξέρουμε τι κάνεις, σε παρακολουθούμε, πρόσεχε, όλο αυτό δεν θα έχει καλό  τέλος »κάπου  την είχε ακούσει αυτή τη φωνή όμως  όπως ήταν ζαλισμένος δεν ασχολήθηκε και συνέχισε τον ύπνο του.  Αυτό συνεχίστηκε για μερικά βράδια,   το τηλέφωνο καλούσε   κι όταν το σήκωνε κανείς δε μιλούσε ή ακουγόταν μόνο «ξέρουμε τι κάνεις».   Τι διάβολο συνέβαινε σκεφτόταν όμως ήταν τόσο  κουρασμένος  που έπεφτε ξερός και δεν χαμπάριαζε τίποτα,  απλά  έβαζε τη συσκευή  στη  σίγαση  και ήταν ήσυχος.  Καμιά φορά όμως την ξεχνούσε κι εκείνη χτυπούσε, κοίταζε την οθόνη που φωτίζονταν  κι  έβλεπε κάτι νούμερα από χώρες  παράξενες κάπου στα βάθη της ανατολής , έψαχνε στον υπολογιστή κι έβρισκε ότι αντιστοιχούσαν σε κάτι έδρες  αλλόκοτες. Όπως συζητούσαν με τη γυναίκα του άρχισε να ανησυχεί πιο πολύ, περισσότερο  τον τρόμαζε εκείνη η κουβέντα ότι θα έχει άσχημο τέλος.

 «Μα τι βλάκας που είμαι!»  φώναξε ένα πρωί  και παραλίγο να πνιγεί από τον καφέ του, «ο κινέζος με τις μάσκες είναι κι έλεγα τι μου θυμίζει η φωνή του !»  αυτός ο μαφιόζος είναι  σίγουρα,  αν καλέσουν πάλι θα πάω στην αστυνομία!» Κι ενώ ήταν έτοιμος να τους καταγγείλει   τα τηλέφωνα σταμάτησαν σα να τους είχε ενημερώσει κάποιοι για τις προθέσεις του  όμως εκείνος είχε αναστατωθεί. Σκεφτόταν όσα του  χαν πει συγγενείς  και φίλοι,  ήταν σίγουρος ότι τον είχαν γρουσουζέψει οι άτιμοι .  Στη διάρκεια ενός  μαθήματος   όπως εξηγούσε μια άσκηση μια ανάμνηση αναδύθηκε ασυναίσθητα  στην επιφάνεια  του μυαλού του,  ήταν ένα περιστατικό  που είχε θαμμένο στον πάτο της μνήμης  του. Πριν από τριάντα τόσα χρόνια    δούλευε σεκιουριτάς σ’ ένα βενζινάδικο κάπου έξω από την πόλη. Η  γυναίκα  που είχε το μαγαζί δεχόταν τηλεφωνήματα  περίεργα, αυτό γινόταν για καιρό.  Κανείς δεν την πίστευε μέχρι που ένα βράδυ, όταν πήγε να της δώσει τα κλειδιά, τη βρήκε μαχαιρωμένη πίσω από τον πάγκο,  στην ταμειακή  μηχανή  υπήρχαν αίματα,  παντού γύρω  όλα είχαν ανακατευτεί, η σκηνή που αντίκρισε τον είχε στοιχειώσει γι αυτό και την είχε θαμμένη όσο πιο βαθιά γινόταν, μονάχα καμιά φορά την έβλεπε  στον ύπνο του. Αμέσως είχε πάει να καλέσει την αστυνομία όμως πριν σηκώσει το ακουστικό το τηλέφωνο χτύπησε και μια  φωνή που έμοιαζε με του κινέζου  είχε ακουστεί να λέει  σε σπαστά ελληνικά  « η συμφωνία δεν ισχύει»  μόνο αυτό.  Όταν έκανε τον συνειρμό ανατρίχιασε, μήπως ήταν ο ίδιος άνθρωπος και στις δυο περιπτώσεις αλλά αυτό δεν γινόταν, είχαν περάσει τόσα χρόνια. «Είστε καλά;»  τον ρώτησε  ο μαθητής στην οθόνη  που κατάλαβε ότι υπήρχε πρόβλημα ,  «θα διακόψουμε για σήμερα,  συγγνώμη»  είπε αυτός  προσπαθώντας  να κρύψει την αναστάτωση του.  Όταν έμεινε μόνος θυμήθηκε όλο το σκηνικό,  είχε ακουστεί τότε ότι η γυναίκα που είχε το βενζινάδικο  έμπλεξε με κάτι λαθρέμπορους,  δεν τα βρήκαν στη μοιρασιά γι αυτό την είχαν σκοτώσει,  αυτό το περιστατικό τον είχε σημαδέψει τότε για μήνες,  δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα,  οι γιατροί είχαν πει ότι η εμπειρία ήταν τραυματική,  έκανε καιρό να το ξεπεράσει και να τώρα άκουγε πάλι εκείνη τη φωνή.  Σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε κάνει λάθος ,  ότι το μυαλό του έπαιζε παιχνίδια,  πως μπορείς να είσαι σίγουρος για κάτι που συνέβη πριν από τρεις δεκαετίες,  καμιά φορά η μνήμη σε προδίνει,   νιώθεις σίγουρος για κάτι και αποδεικνύεται ότι έσφαλες,  ορκίζεσαι ότι ήταν έτσι και μετά βλέπεις  ότι λάθεψες  καθώς όλα μπερδεύονται και τίποτα δε μένει σταθερό,  δεν μπορείς να πιστέψεις ούτε τον εαυτό σου,  ειδικά αυτόν.

Για να τα ξεχάσει όλα αυτά πήγε κάποιο σαββατοκύριακο  σ’ ένα χιονοδρομικό κι εκεί ατενίζοντας ώρες ατέλειωτες το άσπρο χιόνι σα να καθάρισε η σκέψη του, σα να έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, σα να πήρε την ανάσα που χρειαζόταν.  Ό,τι κι αν ήταν  αυτό που τον απειλούσε θα το αντιμετώπιζε έλεγε μέσα του κι εκείνο ακριβώς το βράδυ το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Κι  ενώ τις άλλες  φορές καθόταν κι άκουγε τον καταραμένο τον κινέζο, άρχισε εκεί πέρα να του φωνάζει,  οι λέξεις έβγαιναν  από το στόμα του χωρίς  να μπορεί να τις ελέγξει, τον  έβρισε πολύ άσχημα,  τον έστειλε στο διάβολο  δεν μπορούσε να καταλάβει που τις είχε βρει τόσες αγγλικές κατάρες  εκεί πέρα ο  άλλος  πήγε κάτι να ψελλίσει όμως του έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα,  ήταν πολύ ευχαριστημένος μετά απ’  αυτό.  Το πρωί είδε κάτι  μηνύματα απειλητικά, ούτε που ασχολήθηκε, τους διέγραψε από όλους  τους λογαριασμούς,  δεν τον ξαναενόχλησαν. Όπως  παρακολουθούσε τα διεθνή δελτία μια νύχτα  είδε το ζευγάρι των κινέζων με χειροπέδες,  είχαν συλληφθεί λέει για διακίνηση  λαθραίων ειδών  και θα εκτελούνταν, οι κινέζοι δεν χαμπαριάζουν,  «ο κόσμος εκεί έξω είναι πολύ  άγριος» έκανε τη σκέψη.  

 

  

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...