Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΤΙΜΟΥΡ Ο ΧΩΛΟΣ


Σίγουρα ήταν το πιο κρύο μαγαζί σ' ολόκληρη τη πόλη κι εμείς όλοι είχαμε μαζευτεί εκεί πέρα, ο Γιώργος ερχότανε απ΄ τα ορεινά της Χαλκιδικής, κάπου στην Αρναία είχε χαθεί, στα τρία μέτρα μπροστά μονάχα έβλεπε, προσπαθούσε ν αποφύγει τα δέντρα, σ ένα χωριό βγήκε, τον γύρισαν πίσω, ανάποδα πήγαινε.  Κάποιος έλεγε ότι στη Χαλκιδική  δε κινούνταν τίποτα, χιόνι είχε πέσει έξω απ την Καρδία, το πάγωσε, η αστυνομία γύρισε πίσω όλα τ' αμάξια, ένας με σκούφο μιλούσε για τη Καστοριά, η λίμνη δεν είχε παγώσει στους μείον εφτά, τρεις βαθμούς πιο χαμηλά έπρεπε να πέσει, ένα παιδί απ τη Φλώρινα έτριβε τα χέρια του, γούσταρε το κρύο, ο Χρήστος είχε κάνει ένα  παγωμένο  ντους προτού έρθει κι ανατρίχιαζε όλη την ώρα, τα κομάντο όλης της Μακεδονίας έμοιαζαν να έχουν συγκέντρωση !

Καθένας που ερχόταν εκεί μας έλεγε κι από ένα νέο, ένας Ρώσος μαυριδερός που τελικά δεν ήταν Ρώσος αλλά Καζάκος από τα βάθη της Ασίας, από κει που ξεκίνησαν κάποτε οι καβαλάρηδες Μογγόλοι για να πάρουν σβάρνα την Ευρώπη, μας είπε λοιπόν ο Ρώσος που κούτσαινε στο δεξί του πόδι και τον έλεγαν Τιμούρ, ότι στον περιφερειακό την αυγή όλα μπλοκαρισμένα,  νταλίκες αναποδογυρισμένες έξω απ τα τούνελ,  αυτοκίνητα φεύγανε με τις μπάντες πάνω στα διαχωριστικά, όλα τα οχήματα στέλνονταν στο κέντρο όπου επικρατούσε μποτιλιάρισμα...

Ο Ρώσος που τελικά ήταν απ το Καζακστάν, μας έλεγε ότι άμα ξέρεις ρώσικα μπορείς να ταξιδέψεις παντού στη πρώην σοβιετική ένωση κι άμα ξέρεις τουρκικά μπορείς να συνεννοηθείς με ανθρώπους απ το Τουρκμενιστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν, τη Μογγολία, μέχρι τη Κίνα και τη Κορέα ! Εμείς σιγά μη τον πιστεύαμε ο Βασίλης όμως που είχε σπουδάσει στη Γαλλία ένα φεγγάρι κι είχε την Αρβελέρ για καθηγήτρια,  είπε ότι είχε δίκιο ο Καζάκος. '' Το ξέρεις ότι το όνομα σου προέρχεται από τον Τιμούρ Λενκ, τον Τιμούρ τον Χωλό που είχε ρημάξει μια εποχή όλη την Ευρώπη και την Ασία ξεκινώντας απ τη Σαμαρκάνδη, διασχίζοντας τη Κασπία και τη Μαύρη Θάλασσα με τις ΄΄χρυσές ορδές΄΄ του όπως λέγονταν,  τη μια επετίθετο εναντίον των Ρώσων,  την άλλη εναντίον των Ινδών, ύστερα έβαλε στο μάτι τους Τούρκους, κατόπι τους Κινέζους ! Το ξέρεις ότι χάρη στον Τιμούρ το Κουτσό σώθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία άλλα πενήντα χρόνια καθώς ο Μογγόλος κατατρόπωσε τον Βαγιαζήτ,  τον λεγόμενο ''κεραυνό'' στην περίφημη μάχη της Άγκυρας όπου κέρδισε γιατί οι Τάταροι που ήταν με τους Τούρκους άφησαν τον  Βαγιαζήτ και πήγαν με τον συνονόματο σου, τα ξέρεις αυτά ρε!

Ο Καζάκος κάτι είχε ακούσει, δεν ήταν άσχετος, του άρεσε που είχε το όνομα κάποιου τόσο μεγάλου άνδρα κι ας ήταν και χασάπης που έσφαζε εκείνος ο Μογγόλος βασιλιάς.  Ζήτησε ένα ούζο και ήρθε κουτσαίνοντας δίπλα μου ζητώντας να πάρω απ τη καρέκλα μια τσάντα γεμάτη τιμολόγια απ τη δουλειά  της Β που είχα μαζί μου. Τα είχα χάσει τα τιμολόγια, μόλις τα είχα ξαναβρεί, αν δεν τα ξανάβρισκα  ήταν σίγουρο ότι η Β θα με σκότωνε, δεν υπήρχε περίπτωση να τη γλιτώσω! Μου χε πει να τα προσέχω, είχε φάει τόση ώρα  να τα φτιάξει, τα είχε απλώσει στο πάτωμα, είχε φορέσει τα γυαλιά και τα έπιανε ένα ένα με αποστροφή, έπρεπε να πλύνει δέκα φόρες τα χέρια της μετά! ΄Ήθελε να τα κάνει τέλεια, είχε μανία με τη τάξη, τα ήθελε όλα άψογα, τα είχε κατατάξει κατά προμηθευτή και τα ζήτα απ την  ταμειακή κατά αύξοντα αριθμό, μου είχε πει ''Πρόσεχε, πάλι καμιά μ...... θα κάνεις πάλι !''

Κι εγώ τα ξέχασα ρε φίλε, τι να κάνω, έπρεπε να τα παω στο Μπάμπη το λογιστή αλλά τα ξέχασα. Όταν το θυμήθηκα μ' έπιασε πανικός, ποιος την άκουγε, θα μ' έδιωχνε σίγουρα, θα με σουτάριζε, πίσω πάλι μάγκα στο σπιτάκι σου, στο κρύο κρεβάτι και στη σκοτεινή κουζίνα, ξέχνα τις χλίδες! Γιατί άντε ξανά να τα βρει όλα εκείνα, άντε να βρει άκρη με τους λογιστές, δε τη γλίτωνα, πήγα στο λεωφορείο που είχα πάρει τελευταία, εκεί τα είχα αφήσει σίγουρα, ο οδηγός μου δωσε ένα τηλέφωνο, έπρεπε να πάω στο τέρμα, στην αφετηρία των αστικών, έπρεπε να διασχίσω όλη τη πόλη, να βγω στα προάστια. Κόσμος πολύς μες το αστικό, δεν άδειαζε με τίποτα απ όσες στάσεις κι αν περνούσαμε, όλο και πιο μακριά πηγαίναμε, αερογέφυρες κι αμάξια από κάτω μας έχασκαν, τσιμέντο παντού, εργοστάσια, μονοκατοικίες εγκαταλειμμένες με σκάλες διαλυμένες, χαρτιά, πλαστικά, σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδια άφθονα. Φτάσαμε στο τέρμα, παντού λεωφορεία αραγμένα, μια αλάνα τεράστια, μου είπαν που είναι ο σταθμάρχης, μπήκα μέσα στη μικρή καμπίνα, είδα τη τσάντα μου σ ένα τραπέζι πάνω, κάποιος μιλούσε στο τηλέφωνο, πήρα τη τσάντα, ούτε που γύρισε ...

Τα είχα μαζί μου τα καταραμένα και μπορούσα να καθίσω λιγο ήρεμος  σ εκείνο το παγωμένο μέρος, ένας με μούσι και δόντια άσπρα που έμενε στην Εξοχή, κοντά στο Παπανικολάου το νοσοκομείο, έλεγε τώρα  ότι εκεί πάνω είχε δέκα πόντους χιόνι, στο πατρικό του όπου έμενε είχε κάψει ότι ξύλα βρήκε, ένας κοκκινολαίμης είχε έρθει στο σπίτι του μες το χιόνι. Κάθε χρόνο το πουλάκι έρχονταν και το βαζε μέσα σε μια άκρη,  στο σαλόνι, κάθονταν εκεί ήσυχο μέχρι ν' ανέβει η θερμοκρασία, το τάιζε, το πότιζε, μόλις καταλάβαινε ότι ζέσταινε το πουλί έφευγε, πήγαινε να βρει τα κοπάδια των κοκκινολαίμηδων που συνωστίζονταν στο φράχτη με τα αναρριχώμενα κατά χιλιάδες μαζί με τα κοτσύφια και τα μαυροπούλια και τις τσίχλες και τ άλλα αγριοπούλια που τιτίβιζαν και ξεφώνιζαν αδιάκοπα ....

''Τι δουλειά κάνεις;'' ρώτησα τον ασπροδόντη '' - ''Εσύ;'' αντέτεινε λίγο άγρια, ''Εγώ ρωτάω φίλε!', χαμογέλασε, ''Εφτά κέντρα είχα, έκλεισαν όλα, τα χασα όλα, μένω όπου να ναι, με φάγανε οι τζαμπατζήδες, οι φίλοι, οι κολλητοί, τα φτωχαδάκια, οι ρουφήχτρες, το υγειονομικό, το ΙΚΑ, η αστυνομία κι όλα τα συμπραρομαρτούντα !

Ένας εφοριακός μου χε σπάσει τα νεύρα, φορούσε γυαλιά, κάπως άτονος, γλοιώδης, σιχαμερός, με μουστάκι, χλωμός, μα πως μου την έδινε κάθε φορά που έρχονταν, μα τι απαίσιο μούτρο, ήθελα να του χώσω μπουνιά στο πρόσωπο, όλο ουίσκι, το πιο ακριβό, παράγγελνε, όταν πήγαινε να πληρώσει το χέρι του κολλούσε στη τσέπη, δεν έβγαινε με τίποτα ! Είχα ένα θέμα στην εφορία, βρήκα μια άκρη, έναν γνωστό, το τακτοποίησα, ήρθε ο άλλος να γλεντήσει κούτρα πάλι, ήταν η γιορτή της γυναίκας του, είχε κουβαλήσει όλη τη παρέα της μαζί, όλες με τις γούνες τους, τα χρυσαφικά, τα συμπράγκαλα τους, ο εφοριακός δω στου να παραγγέλνει τ' άντερα του, να πίνει, να μεθά, να σκορπά λουλούδια, ν' ανεβαίνει στα τραπέζια, να σπάει ποτήρια, είχε ξεσαλώσει! Τον περίμενα, τον άφηνα, κατά το ξημέρωμα ήρθε στο ταμείο με το χέρι κολλημένο στη τσέπη όπως πάντα, περίμενε να του πω όπως πάντα ''Κερασμένα όλα!'' όμως εγώ άρχισα να χτυπώ στη μηχανή τα ουίσκι, τα λουλούδια, τα ποτά, τα γαρύφαλλα, τα φαγητά, τους ξηρούς καρπούς, τα φρούτα, τα γλυκά, όλα ρε φίλε, όλα, του κοπάνισα ένα λογαριασμό ξεγυρισμένο που του πετάχτηκαν τα μάτια, δε το περίμενε, έβηξε, ξαναέβηξε, κατάπιε το λαιμό του, δε γίνονταν να μη πληρώσει, θα ρεζιλεύονταν μπροστά στις γκόμενες, έβγαλε το πορτοφόλι, πλήρωσε, με κοίταξε κάπως, έφυγε, δε πάτησε ξανά στο μαγαζί, ξεμπέρδεψα μ εκείνον τον ηλίθιο!!!''

Καθόμασταν παγωμένοι και τον ακούγαμε, ο Τιμούρ ο χωλός ήπιε ακόμα ένα ποτήρι μονοκόμματα, σιγά μη μασούσε αυτός που είχε μάθει  να κατεβάζει τις βότκες στους μείον είκοσι εκεί κοντά στη παγωμένη Σιβηρία! Ο ασπροδόντης κέρασε ένα ποτό στο Βασίλη που αντί να γίνει ιστορικός είχε ανοίξει ανθοπωλείο στο Ναβαρίνο, κοντά στο Ανατόλια τον κινηματογράφο. Ο Βασίλης σήκωσε το ποτήρι, ευχήθηκε εις υγείαν του ασπροδόντη κι άρχισε ξανά τα δικά του, έλεγε ότι το αγαπημένο του λουλούδι ήταν το τριαντάφυλλο, υπήρχε μια ποικιλία μαβιά που μύριζε κιόλας, την είχε παραγγείλει απ την Ολλανδία, είχε ταξιδέψει μέχρι εκεί να βρει τον μεγαλύτερο έμπορο λουλουδιών, έναν Εβραίο που τελικά χρεοκόπησε, κάτι εκτάσεις με θερμοκήπια αχανείς, στους δρόμους δίπλα κάτι πρόβατα μεγάλα σα γελάδια, είχε επισκεφτεί ένα μέρος που ήταν το παγκόσμιο κέντρο όλων των λουλουδιών ανά την υφήλιο, δε του άρεσε, όλα τραβηγμένα, πολύ υπερβολικά...

Κατά το βραδάκι τους άφησα, δεν είχαν σκοπό να το διαλύσουν, θα κάθονταν μέχρι αργά σίγουρα, μαζί μου κίνησε να φύγει κι ο κουτσός Καζάκος. Ένας αέρας παγωμένος άρχισε να φυσά προς τη δύση, τα σύννεφα βάφτηκαν πορτοκαλιά σημάδι ότι έρχονταν άλλη μια κρύα μέρα. Στη πόλη τα πρόσωπα των ζητιάνων είχαν αγριέψει απ το κρύο που έφαγαν όλες τις μέρες, οι σκύλοι που είχαν αγριέψει κι αυτοί γάβγιζαν το κόσμο που περνούσε, νερά έτρεχαν από διαρροές των αγωγών του νερού που έσπασαν, ντεπόζιτα πετρελαίου γέμιζαν, άνθρωποι μετρούσαν το ύψος των καυσίμων στις δεξαμενές, στα στενά βυτία άδειαζαν από σωλήνες χοντρούς πετρέλαιο κοκκινωπό που μύριζε βαριά. Στα ταξιδιωτικά γραφεία οι κοπέλες ξεκολλούσαν τις προσφορές των γιορτών απ τις βιτρίνες τους, γυναίκες κουβαλούσαν στις τσάντες τους τουλίπες χρωματιστές τυλιγμένες σε ζελατίνα, σταυροί πράσινοι αναβόσβηναν στη Τσιμισκή. Στα TIGER τζαζ μουσική έπαιζε, στα καταστήματα με τα ζωάκια τα ψάρια έκαναν βόλτες στα γυάλινα σκοτεινά κλουβιά γλιστρώντας νωχελικά ανάμεσα σε χαλίκια, κοράλλια και φυσαλίδες, στην Άνω Πόλη χαρτιά πράσινα κολλημένα σε πόρτες χτισμένες στα τείχη σημείωναν τις διακοπές ρεύματος, στις πολεμίστρες ψηλά πέτρες κολλημένες σα πουλιά που κούρνιασαν, αγριόχορτα είχαν φυτρώσει μέσα σε σαρκοφάγους ενσωματωμένες στα κάστρα, πουλιά πετούσαν ψηλά σε σχήμα V τραβώντας ανατολικά κατά τις λίμνες της Βόλβης, ένα κοπάδι από κοράκια πετούσε πάνω απ το Θεαγένειο διαγράφοντας κύκλους σα να κατόπτευε την περιοχή κι άλλα έρχονταν συνέχεια να προστεθούν ''Μα πόσοι κόρακες ζουν σ' αυτήν τη πόλη!'' σκέφτηκα.



Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016


Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

Στα νεκροταφεία ένα καντήλι ανάβαμε με τη Β στο μνήμα της μάνας της, κάποιος παπάς διάβαζε τρισάγια, στο τέλος άπλωνε με τρόπο  τη χούφτα να πάρει τα λεφτά που του δίνανε, στους μαρμάρινους τάφους γυναίκες όμορφες σε φωτογραφίες ασπρόμαυρες, στο  υπόγειο όπου έβαζαν τα κουτιά με τα κόκαλα φωτάκια αναβόσβηναν όπως στα χριστουγεννιάτικα δέντρα, ένα κοπάδι καρακάξες έψαχνε  κάτι  μέσα στα βάζα για τα πλαστικά λουλούδια, στην αρχή δε καταλάβαινα τι τσιμπολογούσαν με τόση μανία,  μετά τις παρατήρησα, προσπαθούσαν να σπάσουν με το ράμφος τους το πάγο μέσα στα δοχεία για να πιουν, δε μπορούσαν βρουν αλλού νερό, όλα είχαν παγώσει...

Πήγαμε στη βρύση λίγο νερό να πάρουμε να ξεπλύνουμε τα μάρμαρα αλλά είχε παγώσει, κρύο έκανε εκείνες τις μέρες, ούτε που το είχα καταλάβει όπως δούλευα στο μαγαζί, το αντιλήφθηκα το βράδυ όταν με στείλανε κάτι να φέρω, στην Αγίας Σοφίας ένα ψιλό αεράκι τρυπούσε μέχρι τα κόκαλα, στη Βασιλέως Ηρακλείου όλα μπλοκαρισμένα, σουβλάκια ψήνανε, ενισχυτές στο φουλ ταρακουνούσαν συθέμελα το τόπο γύρω παντού, στο σούπερ μάρκετ κόσμος περίμενε στην ουρά, το βράδυ μαζί με τον Α έπρεπε να μαζέψουμε το νάιλον που είχαμε βάλει για να κόβει το κρύο , τα χέρια παγωμένα, τα δάχτυλα ξύλα, το δέσαμε σφιχτά με κάτι κομμάτια από καλώδιο, μπήκαμε μέσα στο μαγαζί να στανιάρουμε, κάτι σοκολατάκια μας είχε φέρει η Β, έφαγα μερικά , ο άλλος τα σνομπάριζε, ''Αυτά είναι για λουγκρες!''

Ένα τσιγάρο ήθελε να κάνε η Β, σ' ένα παγκάκι καθίσαμε, έναν πονοκέφαλο είχε όλες τις μέρες, την έπιανε ξαφνικά κι απότομα, δεν μπορούσε να το εξηγήσει, όταν την έπιανε εκείνος ο πόνος ήταν αφόρητος, τρομερός, σα να διαλύονταν το κρανίο της σε χιλιάδες, εκατομμύρια κομματάκια μικρούτσικα, μια φορά όπως ήταν στο αστικό είδε το τζάμι να ραγίζει από πάνω μέχρι κάτω,  το χειρότερο ήτανε όταν την έπιανε μες τον ύπνο, ξυπνούσε βαστώντας το κεφάλι με τα δυο χέρια, κάποιος γιατρός τελικά της είπε το κόλπο, τον περίμενε, έπαιρνε ένα ή και δύο ποστάν μόλις ένιωθε ότι έρχονταν κι ήταν εντάξει…

Εκείνη τη μέρα καλύτερα ήτανε, είχαμε βγει από νωρίς , στην είσοδο  του ‘’ Ηλέκτρα Παλλάς’’,  τύποι με γκρίζα κουστούμια ατσαλάκωτα, καθρέφτες αστραφτεροί, έπιπλα παλιά, βαριά, ακριβά πολύ, ασανσέρ, φυτά διακοσμητικά, στο πάτωμα  μάρμαρα χρωματιστά , γυαλιστερά ,  ψηλά στη ταράτσα στην καφετέρια   μια πισίνα με ψηφίδες από τετραγωνάκια γαλάζια κι άσπρα, η θέα τέλεια,  έβλεπες τις κόκκινες στέγες των σπιτιών με τα κεραμίδια, τις κεραίες που φύτεψαν στις ταράτσες,  η θάλασσα έμοιαζε ήσυχη, μια σειρά από αμάξια περνούσε στον παραλιακό δρόμο σα να έκανε παρέλαση, αεροπλάνα σηκωνόταν από τη γη αψηφώντας το νόμο της βαρύτητας...

Κρύο έκανε κι ύστερα  σε μια μέρα μπορεί δέκα καιροί να άλλαζαν,  το πρωί λιακάδα, το μεσημέρι νοτιάς,  το βράδυ παγωνιά,  παρ όλα αυτά όταν μαλάκωνε λίγο  η μέρα μπορούσες να αισθανθείς την άνοιξη να έρχεται λίγο λίγο, η  μέρα είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει, βολβοί αναδύονταν μέσα απ το χώμα των πάρκων,  το καλοκαίρι ακόμα μακριά πολύ έμοιαζε… Έξω απ' τις εκκλησιές που έδιναν συσσίτιο  ουρές σχηματίζονταν, οι δρόμοι στολισμένοι, στα μπαλκόνια λαμπάκια αναβόσβηναν,  το πρωί στις στάσεις κόσμος περίμενε το αστικό, φορτηγά ξεφόρτωναν παλέτες έξω απ τα σούπερ μάρκετ με τους έρημους διαδρόμους, απορριμματοφόρα άδειαζαν κάδους, συνεργεία καθαρισμού γυάλιζαν πατώματα,  μια αθυμία μ είχε πιάσει, δεν είχα όρεξη για τίποτα, σερνόμουν, άντε πάλι να βγεις απ' το γιορταστικό και να μπεις στο καθημερινό πρόγραμμα, να μάθεις να ξυπνάς πρωί, ν αλλάξεις ένα κάρο συνήθειες γρήγορα, μα τι σπαστικό!

Νεύρα είχα, δε μπορούσα να τα συμμαζέψω, κάπου ήθελα  να  ξεσπάσω,   με όλους είχα μαλώσει, με τον Αργύρη σκοτωθήκαμε για τα πολιτικά, μα τι ξεροκέφαλος  ήθελα να τον αρπάξω απ το γιακά και να τον βαρέσω,  κι ήταν κι εκείνη η άλλη που μου είπε ότι η προστακτική δε παίρνει προσαύξηση, με διόρθωνε όλη την ώρα σ ότι έλεγα ,  μ’  είχε βάλει στο μάτι, της είχα μπει στο μάτι κι ήθελε να μου τη βγαίνει με κάθε τρόπο , δε με χώνευε  ήταν φανερό !

''Τι κάνεις εσύ εδώ;'' ακούστηκε μια φωνή και γύρισα να δω ποιος με φώναζε,  ήταν ο υδραυλικός, ένας ψηλός γεροδεμένος τύπος με μια γενειάδα στο χρώμα  των φτερών  του κόρακα,  τον  είχα γνωρίσει σε μια παρέα, λίγο μυστήριος λίγο μισάνθρωπος  , η γυναίκα του τον είχε παρατήσει παίρνοντας τα παιδιά, έμενε σ ένα σπίτι κοντά σε μια παλιά εκκλησία σ ένα σπίτι τεράστιο όπου δε πλήρωνε νοίκι, είχε κάνει όλα τα υδραυλικά στη πολυκατοικία που ανήκε σε κάποιον πολύ πλούσιο , κούτσαινε, είχε σπάσει το πόδι του όπως κατέβαινε κάτι σκαλοπάτια για κάποιο λόγο όλοι τον πήγαιναν,  όλες οι παρέες τον κερνούσαν,  ‘’  Εσύ ποιον έχεις εδώ;’’  ρώτησα κι εγώ , ‘’Τον   πατέρα  μου ,  πέθανε πριν ένα χρόνο !''

Ήρθε κοντά στον τάφο που στεκόμασταν, είχε κέφια σα να του έδινε έμπνευση το μέρος, μας έλεγε γι αυτούς που δούλευαν κουβαλητές στα φέρετρα, είχαν και σωματείο, άκου να δεις, δε δέχονταν όποιον να ναι, είχαν κριτήρια, συντεχνία κανονική, απ το Φοίνικα ήταν οι πιο πολλοί, μαυριδεροί, σκουρόχρωμοι, ξέρεις τώρα, το σωματείο τους προμήθευε κουστούμια ωραία, γραβάτες,  όλοι ήταν στη τρίχα,  σε μια κηδεία κάποιος απ αυτούς είχε πιει, όπως κατέβαιναν τα σκαλιά της εκκλησίας μετά τη τελετή, παραπάτησε κι οι  αλλού  κουβαλητές έχασαν την ισορροπία τους ,  το φέρετρο έφυγε με φόρα κατευθείαν στο χορτάρι της αυλής, ο πεθαμένος βρέθηκε έξω ελεύθερος πάλι στον καθαρό αέρα, ο γυναίκες άρχισαν να ξεφωνίζουν, οι κουβαλητές έτρεχαν να βάλουν μέσα πάλι μέσα το πτώμα όπως όπως, , ο παπάς σταυροκοπιούνταν, πανικός !

Ένα ακόμα  τσιγάρο έκανε η Β που λοξοκοιτούσε τον υδραυλικό,  ήταν φανερό ότι δεν τον γούσταρε, αυτός  όμως δεν έδινε δεκάρα πάντα έτσι ήτανε! Όσοι τον  ξέρανε από πιο παλιά λέγανε ότι ήταν σπουδαίος τεχνίτης αλλά έκοβε  και το μυαλό του,  μπορούσε να  σπουδάσει στο πανεπιστήμιο αλλά  το είχε παρατήσει παρόλο που τον παρακαλούσαν οι καθηγητές του,  από μικρός  είχε μανία  με τα μέταλλα,  τις ιδιότητες  και τις ενώσεις τους,  τον ενθουσίαζαν όροι  όπως ''διοξείδιο του τιτανίου'',   ''όλκιμος'', βολταϊκά τόξα,  ''η τετάρτη κατάσταση της ύλης!'' . Τον εξιτάριζαν όλα αυτά,  όλο με τέτοια  ήθελε να καταπιάνεται,  είχε κάνει στο εξωτερικό,  στη Γερμανία,  στο  βορρά,  στο Αμβούργο,  ήταν απ τους  καλύτερους  συγκολλητές προτού ασχοληθεί με τα υδραυλικά, το χέρι του έπιανε πολύ,  ήξερε να δουλεύει  την ηλεκτροκόληση άριστα!   

Όμως ήταν κάπως μουντός, δε σήκωνε τίποτα, είχε τρομάξει κόσμο, κάποτε ένας εργολάβος Γερμανός  του χρωστούσε ένα ποσό, μιλάμε για πολλά λεφτά,  και δεν του τα δινε με τίποτα, ο υδραυλικός δεν έχασε τα  λόγια του, όταν τον είχε πρήξει  ο άλλος έβγαλε το πιστόλι,  είχε δύο, ένα σαρανταπεντάρι κι ένα άλλο πιο μικρό,  του ζήτησε λοιπόν μια ακόμα  φορά τα χρήματα κι όταν ο άλλος  άρχισε ξανά  τις αηδίες έβγαλε και του έριξε τρεις φορές στα πόδια, ο άλλος δε το πίστευε ότι του συνέβαινε, δε το περίμενε  με τίποτα!  Την άλλη μέρα δυο τύπο είχαν έρθει  στο  μαγαζί του υδραυλικού και τον  πήγαν  στην ασφάλεια, ευτυχώς του  Γερμανού  δεν του είχε κάνει καμιά  μεγάλη ζημιά,  φυλακή δε πήγε πάντως,  ο εργολάβος  δεν έκανε μήνυση,  είχε λερωμένη τη φωλιά του … 

Μετά απ αυτό ίσως επειδή φοβότανε πήγε στο όρος,  δούλευε εκεί  επισκευάζοντας  τα κελιά των μοναχών, έφτιαχνε τα πάντα, υδραυλικά, χτισίματα, στέγες, κεραμίδια, όλα, έμπαινε κι έβγαινε απ ΄ την Ιερισσό, απ' τη στεριά, οι τελωνειακοί τον ήξεραν, τον άφηναν,  περπατούσε ώρα πολύ μέχρι να φτάσει στα μοναστήρια, είχε κάνει  κοντά  και στον Παϊσιο, δυο χρόνια. Μόνο αυτόν δέχονταν ο καλόγερος, όλους τους άλλους που έρχονταν να τον δουν σαν αξιοθέατο τους έστελνε στον αγύριστο, τον έβαζε να κοιμηθεί πάνω σε μια προβιά πολύ βαριά, ο μοναχός κοιμόταν στο πάτωμα πάντοτε, είχε κράση ασθενική, έβηχε όλη την ώρα, ανάσαινε ασθματικά, δε δέχονταν φάρμακα, μονάχα έναν γιατρό άφηνε να τον εξετάζει, μόνο αυτόν εμπιστεύονταν. Του άρεσε του υδραυλικού εκεί πέρα, έβλεπε τον καλόγερο που σφύριζε κι εμφανίζονταν πουλιά και φίδια μέσα απ τα δέντρα, δεν τον άφηνε να καθαρίσει τα χόρτα στην αυλή της σκήτης ''Άστα όπως είναι, ο θεός  τα έδωσε έτσι!'', έλεγε, όλο για φιλοσοφίες μιλούσε, ο υδραυλικός δε  τις καταλάβαινε αλλά του άρεσαν, του είχε πει τι θα του συμβεί κι όλα είχαν βγει όπως τα είπε, ''Θα χωρίσεις, θα σε παρατήσει η γυναίκα και τα παιδιά σου, θα μείνεις μόνος στο τέλος !''

Βέβαια αυτή η προφητεία δεν ήταν δύσκολη, τέτοιος στρυφνός και παράξενος που ήταν ο υδραυλικός, κανείς δεν τον ήθελε μόνιμα  κοντά του, μια καλημέρα δε σου  έλεγε, άμα σου έδινε μια ευχή έπρεπε να φυλάγεσαι, μια φορά σε κάποιον που τον είχε θυμώσει είχε πει ''Που να σε κάψει η φωτιά!'' κι εκείνο το διάστημα του άλλου του κάηκε το σπίτι, δεν το πίστευε, δε μπορούσε να  το χωνέψει, μας το έλεγε και δάκρυα έτρεχαν απ τα μάτια του, δεν ήταν να παίζεις με τον υδραυλικό!

Μια ματιά θανατερή μου έριξε η Β σα να μου έλεγε ‘’Τι θες μ αυτόν τον τρελάρα!’’, ένα σούσουρο  ακούστηκε,  σ' έναν τάφο από δίπλα μια γριά που δεν είχε σταματήσει να κλαίει απ' την ώρα που είχαμε έρθει έγειρε και γκρεμίστηκε στο χώμα, απ' τα γύρω μνήματα όλοι τρέξαμε να δούμε τι έχει, μια γυναίκα που είπε ότι είναι φαρμακοποιός έπιασε το σφυγμό στο λαιμό, κάποιος είπε να την ξαπλώσουμε και να της σηκώσουμε τα πόδια για να ανέβει το αίμα στο κεφάλι, φυσικά εμένα βάλανε γι αυτήν τη δουλειά, η γριά ανέπνεε με την ανάσα της να θυμίζει ρόγχο βαθύ, παραμιλούσε ασυνάρτητα, καλέσαμε ασθενοφόρο, η γριά σα να  συνέρχονταν, άνοιξε τα μάτια της και με  κοίταξε σα  χαμένη   ''Ποιος  είσαι συ;’’

Οι καρακάξες  με τις στιλπνές ουρές  είχαν μαζευτεί  τώρα όλες  γύρω απ΄ το  μνήμα κάποιου μικρού παιδιού, εκεί είχε το πιο πολύ νερό παγωμένο κι είχαν βαλθεί να τσακίσουν το στρώμα του πάγου, ο υδραυλικός είχε εξαφανιστεί  δίχως αν χαιρετίσει κατ α πως το συνήθιζε   όπως φύγαμε τις ακούγαμε τα ασπρόμαυρα πουλιά  να κρώζουν διώχνοντας το ένα τα άλλο  απ τα μαρμάρινα βάζα.  ''Πως μπόρεσε ο Παϊσιος  να τον αντέξει; ‘’ είπε η Β,  ‘’ Μπορεί   κι εκείνος να ήταν παράξενος σα τον υδραυλικό !'' είπα ''  -  ''Αυτό είναι βλασφημία!'' 

Όλο  το βράδυ στο  σκεφτόμουν τον Παϊσιο και τον υδραυλικό που ήταν παλιά συγκολλητής ,  δε νύσταζα καθόλου, έξω  πρέπει να έβρεχε,  ο αέρας φυσούσε στον εξαεριστήρα του  μπάνιου κάνοντας έναν ήχο που σε  τρόμαζε, υγρασία έπεφτε στο πάτωμα με τα πλακάκια.  Με τη   Β, πιάσαμε κουβέντα στα σκοτεινά προτού κοιμηθούμε, εκείνη την ώρα είχε  μια  διαύγεια που τη φοβόμουν ’’ Που τους βρίσκεις όλους αυτούς και τους κάνεις παρέα,  για  ποιο λόγο μιλάς μαζί τους,   σ έχω βαρεθεί,  αφού ξέρεις  ότι είναι ρεμάλια, μαχαιροβγάλτες, τελειωμένοι,  και ποιος είσαι συ που θα κρίνεις τον  Παϊσιο έναν  άγιο άνθρωπο,  ούτε το δαχτυλάκι του δε φτάνεις, δε μπορείς να το βουλώνεις και να  μη λες φωναχτά ότι σκέφτεσαι!’’   δεν είχα να πω τίποτα, τραβήχτηκα κι ακούμπησα για λίγο  στον  τοίχο,  απ τον εξαεριστήρα του μπάνιου κάτι σαν βουητό απότομο διαπέρασε τον σωλήνα που έβγαινε  στη ταράτσα  κι έπειτα  ένα ουρλιαχτό άγριο,  σαν  κάποιο σκυλί να πέθαινε, ανατρίχιασα,  ''Καλά να πάθεις ! ΄΄ μου είπε η Β που το ένιωσε.



   
   

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...