Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ

 

«Έχετε πολύ ιδιαίτερο χέρι…» του είπε εκείνη η γυναίκα μια μέρα που έκαναν χειραψία σε κάποιο σούπερ μάρκετ της Αυστραλίας, «…γιατί δεν ασχολείστε με την μυοπαθητική, έχουμε ένα σεμινάριο το σαββατοκύριακο, θα θέλατε να πάρετε μέρος;» Από κει είχαν ξεκινήσει όλα, ούτε που είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι τέτοιο , αυτός είχε μπει στο πανεπιστήμιο επειδή τον ενδιέφερε η ψυχολογία, νόμιζε ότι αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του όμως μετά από κείνο το σεμινάριο όλα άλλαξαν. Το έψαξε λίγο, μίλησε με κάποιους ειδικούς και διαπίστωσε ότι το είχε, το χέρι του ήταν πράγματι πολύ δυνατό, το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του που έκανε τις πιο βαριές δουλειές όταν είχε έρθει μετανάστης εκεί κάτω και τον είχαν ξεζουμίσει. Όμως δεν ήταν μονάχα η δύναμη, είχε και το χάρισμα να νιώθει τους παλμούς των μυών, μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε κάτω από το δέρμα πιέζοντας εκεί που έπρεπε όσο έπρεπε, θέλει καλό ένστικτο για να το πετύχεις κι ύστερα πρέπει να προσέχεις τη σπονδυλική στήλη που είναι το πιο επικίνδυνο σημείο, ένας καθηγητής που τον είχε αναλάβει του είπε ότι αυτό ήταν πολύ σπάνιο, ήταν μια ικανότητα που είχαν οι παλιοί θεραπευτές οι οποίοι γιάτρευαν τους ανθρώπους της φυλής όταν είχαν κάποιο πρόβλημα και τους θεωρούσουν μάγους και προφήτες, αυτό του είχε αρέσει πολύ.


Αφού τέλειωσε τις σπουδές του άρχισε να δουλεύει με μεγάλη επιτυχία ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε να μελετά την μυοπαθητική και είχε ξεκινήσει το μεταπτυχιακό του που είχε σχέση με την πνευματική διάσταση της λειτουργίας των μυών, τον ενδιέφερε πολύ αυτή η σύνδεση. Ένα καλοκαίρι ήρθε στην Ελλάδα και κάποιους φίλος του είπε για το Άγιο Όρος, πάντα είχε αναζητήσεις μεταφυσικές κι ασχολούταν με τη θρησκεία έτσι αποφάσισε να πάει μια επίσκεψη μοναχός του. Δεν ήξερε κανέναν εκεί πέρα κι όπως τριγυρνούσε στα βουνά ο δρόμος τον έβγαλε σε κάποιο μοναστήρι. Ο καλόγερος εκεί πέρα του είπε «κάθισε λίγο εδώ και μετά συνεχίζεις παρακάτω» «τι εννοείτε;» «ε να, μένεις εδώ λίγο κι έπειτα συνεχίζεις, πας αλλού, πιο κάτω» του τη βάρεσε εκείνη η κουβέντα αλλά είπε να μη μιλήσει. Ένα παπαδάκι του έδειξε ένα δωμάτιο και τον ρώτησε τι δουλειά κάνει, του είπε ότι είναι φυσιοθεραπευτής, κι όπως έκαναν όλοι οι επισκέπτες εκεί πέρα κρέμασε ένα ταμπελάκι έξω από την πόρτα με την ιδιότητα του μήπως τον χρειαστεί κάποιος. Σε λίγο ήρθε ένας μοναχός και του είπε ότι έχει έναν πόνο στο λαιμό που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί όλη νύχτα, ούτε να στραφεί προς τα πίσω σα να ήταν λύκος, «Πως είναι το όνομα σου:» τον ρώτησε «Λουκάς» απάντησε ο καλόγερος «Ά, Λουκάς όπως ο Άγιος εδώ» είπε αυτός και του έδειξε μια εικονίτσα με τον Άγιο Λουκά τον Ιατρό, τον ρώσο επίσκοπο που ήταν και χειρουργός, ο καλόγερος έπεσε στα πόδια του κι άρχισε να κλαίει «πόσα βράδια δεν προσευχήθηκα στον Άγιο Λουκά να μου στείλει κάποιον για να μ’ απαλλάξει από τους πόνους που με βασανίζουν κι εκείνος το κανε το θαύμα, έστειλε εσένα να με γλυτώσεις » -«Σήκω πάνω του είπε, έλα να σε δω λίγο».

Του έκανε αλλεπάλληλες εντριβές γιατί ήταν πολύ πιασμένος, μπορούσε να νιώσει τη φλεγμονή στο σβέρκο του που κοκκίνιζε σ’ ένα σημείο πίσω απ το αυτί καθώς πίεζε μαλακά, χρειαζόταν προσοχή όμως μετά από λίγο, ο μοναχός ένιωθε πολύ καλά, μπορούσε επιτέλους να γυρίσει το κεφάλι του, ήταν τόσο χαρούμενος που το διέδωσε παντού, έγινε σούσουρο και τη μέρα που ήταν να φύγει δεν τον άφηναν με τίποτα, «Θα μείνεις εδώ!» του είπαν «δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε» κι εκείνος δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Όλοι εκεί πέρα είχαν κάποιο πρόβλημα από τις υγρασίες και τη δύσκολη ζωή, άλλος το πόδι, άλλος το χέρι, άλλος τη μέση, άλλος τα πλευρά του, όλοι υπέφεραν από κάτι και ήθελαν μια φροντίδα, έναν άνθρωπο να σκύψει πάνω τους και να νοιαστεί λίγο γι αυτούς. Έστησε ένα πρόχειρο τραπέζι φυσιοθεραπευτή σ’ ένα κελί με θέα κατά τη θάλασσα κι από νωρίς έπιανε να τους κάνει εντριβές και μασάζ, τελείωνε αργά το απόγευμα, τα χέρια του είχαν πιαστεί κι έπρεπε να κάνει κάτι ασκήσεις που είχε μάθει κάτω στην Αυστραλία για να χαλαρώνει. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για προφυλάξεις το σώμα σου κι ήταν κάτι που αγνοούσαν οι άνθρωποι της υπαίθρου οι οποίοι έκαναν βαριές χειρωνακτικές δουλειές κι εμφάνιζαν παραμορφώσεις στο σώμα τους μετά από χρόνια. Όπως είχε μάθει βέβαια στη σχολή από έναν γέρο καθηγητή, κι εκείνοι είχαν βρει τα δικά τους σοφίσματα για να χαλαρώνουν τους ταλαιπωρημένους μύες, έτριβαν ο ένας τον άλλον, χρησιμοποιούσαν οινόπνευμα ή πετρέλαιο για τις μαλάξεις, τα κρυολογήματα και τις ασθένειες, γνώριζαν βότανα και φίλτρα που βοηθούσαν το σώμα να επανέλθει, ήξεραν να παίρνουν βεντούζες, μια τεχνική που βοηθούσε πολύ τα κουρασμένα κορμιά. Όλα αυτά βοηθούσαν τον οργανισμό να επανέλθει μετά από μια κοπιαστική μέρα όμως είχαν χαθεί με τα χρόνια καθώς είχαν βγει τα χάπια και τα μηχανήματα, οι φαρμακοποιοί στα χωριά μπούκωναν τον κόσμο με συνταγές κι είχαν γίνει εκατομμυριούχοι ενώ ο κόσμος ζητούσε αξονικές τομογραφίες, εξετάσεις περίεργες κι άλλα τέτοια περίπλοκα όμως τι να σου κάνει το μηχάνημα αν ο γιατρός είναι άσχετος και δεν νιώθει, μη ξεχνάς ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν γιατροί περίφημοι, ο Ασκληπιός, ο Γαληνός, που είχαν ελάχιστα στη διάθεση τους κι όμως έκαναν θαύματα, πως τα κατάφερναν, ασφαλώς είχαν την πείρα και τη φύση για οδηγό όμως όλη εκείνη η σοφία είχε χαθεί καθώς οι γέροι που ήξεραν τα μυστικά πέθαιναν κι οι νέοι δε νοιάζονταν για όλα τούτα…

Αφού έκανε τις μυοχαλαρωτικές του ασκήσεις πλέκοντας τα δάχτυλα πίσω από την πλάτη καθώς τέντωνε το σώμα κι έπαιρνε βαθιές αναπνοές, κοιμόταν κάνα δύο ώρες στο καλύτερο δωμάτιο του μοναστηριού που του είχαν παραχωρήσει και μετά έπιανε το διάβασμα. Είχε βρει τη χαρά του, εκεί τέλειωσε το μεταπτυχιακό του καθώς του είχαν παραχωρήσει και τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού κι είχε ησυχία άφθονη. Σκαλίζοντας τους παλιούς τόμους έβρισκε ένα σωρό ενδιαφέροντα βιβλία, ανακάλυπτε χωρία που μιλούσαν για την σχέση του σώματος με την ψυχή, ένα θέμα που τον απασχολούσε από καιρό. Αυτή η σχέση βασάνιζε το μυαλό του για καιρό, έψαχνε εκείνη την εσωτερική δύναμη που χρειάζεται ο άνθρωπος για να ξεπεράσει την αρρώστια και τους πόνους όμως τούτη η εσωτερική ενέργεια είχε χαθεί μέσα στο χάος των τεχνολογικών εξελίξεων και του υλιστικού τρόπου ζωής που σε κάνει να χάνεις την μπάλα, να μη ξέρεις τι θέλεις και να βολοδέρνεις μέσα σε ανούσια πράγματα. Αυτή η πλευρά η υπερβατική, η μεταφυσική, του άρεσε πάντα, στην Αυστραλία είχε μελετήσει το βουδισμό με τις μετεμψυχώσεις του τις αλλεπάλληλες και του φάνηκε κατώτερη θρησκεία, ήταν σαν να βασίζονταν σ’ ένα πνεύμα υπέρτατο που μετακυλίονταν από τον έναν στον άλλον, αυτό του φάνηκε ότι έκανε το θεό κάτι τετριμμένο, εδώ στο Όρος οι καλόγεροι ήταν πιο προσιτοί, η πίστη και η παράδοση τους βρίσκονταν   πιο κοντά στον τρόπο που σκέφτονταν, ένιωθε ότι ανακάλυπτε ένα μονοπάτι.

Ένα βράδυ όπως σκάλιζε τα βιβλία στα σκονισμένα ράφια, έπεσε πάνω σ’ ένα μικρό τόμο που δεν είχε ξαναδεί, παρόλο που φαίνονταν πολύ παλιός τα γράμματα ξεχώριζαν καθαρά, στην αρχή δεν έβγαζε άκρη όμως ύστερα σα να συνέβη κάτι παράξενο, άρχισε να τα καταλαβαίνει όλα, ήταν σα να φωτίστηκε. Το βιβλίο μιλούσε για κάποιον γιατρό που είχε βρεθεί σ’ ένα μέρος, σε μια πόλη όπου ο κόσμος πέθαινε από μια αρρώστια ανεξήγητη κι όλοι έπεφταν πάνω του να τους σώσει. Ο γιατρός είχε καταγράψει όλα όσα έβλεπε πολύ αναλυτικά, πολύ προσεκτικά, σαν να κρατούσε κάποιο αρχείο με τα συμπτώματα που εμφάνιζαν οι άνθρωποι, για τις αλλαγές των εποχών που επηρέαζαν την πορεία της αρρώστιας τους και για την εξέλιξη της που τις περισσότερες φορές οδηγούσε στο θάνατο. Ποιος ήταν εκείνος ο αρχαίος γιατρός και πως δεν του είχαν πει τίποτα στη σχολή τόσα χρόνια, είχε ακούσει βέβαια το όνομα του αλλά δεν ήξερε ότι είχε γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, ήταν πολύ παράξενο, καθόταν εκεί διαβάζοντας πολύ ώρα κι έμοιαζε σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει, σαν να είχε μεταφερθεί και να ζούσε σε μια άλλη εποχή, μακρινή, όταν οι άνθρωποι βρίσκονταν στο έλεος της φύσης κι έβλεπαν πίσω από τα δεινά τους τα κακά πνεύματα και τις μοχθηρές θεότητες που τους καταδίωκαν.

Κάποιες φράσεις του έκαναν μεγάλη εντύπωση κι ήθελε να τις αντιγράψει, έλεγαν περίπου τα εξής : «Το άτομο στο οποίο με οδήγησε ο Κυνίσκος έμενε κοντά στο σπίτι του σιτοφύλακα- έχει πόδια ζεστά και ρίγη- είτε γίνει διαπύηση είτε όχι θα πεθάνει- πέθανε μετά είκοσι μέρες κατά την ανατολή του Αρκτούρου ». Τι σήμαιναν εκείνες οι φράσεις, ποιος ήταν ο Κυνίσκος, ποια ήταν εκείνη η πόλη που είχε πάει ο γιατρός, ποιος τον είχε καλέσει, ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που ασθενούσαν, ποια περίοδο σηματοδοτούσε η ανατολή του Αρκτούρου; Ενα σωρό ερωτήματα στροβιλίζονταν στο μυαλό του, καθώς ξεφύλλιζε το αρχαίο βιβλίο κι όταν έφτασε στην τελευταία σελίδα είδε ότι κάποιος είχε σημειώσει στο περιθώριο με μολύβι : «…ακατανόητο κείμενο, αδύνατο να εξηγηθεί» Να λοιπόν που κι άλλος είχε τις ίδιες απορίες «ποιος να ήταν άραγε;» σκέφτηκε φωναχτά κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα που φωτίζονταν από λάμψεις ξαφνικές, έξω φυσούσε δυνατά κι ακούγονταν κεραυνοί που έκαναν τα τζάμια να τρίζουν.


Χωρίς να το καταλάβει έγειρε το κεφάλι πάνω στο τραπέζι κι αποκοιμήθηκε για λίγα λεπτά, σ’ ένα όνειρο που είδε αμέσως μόλις έκλεισε τα μάτια κάποιος άνθρωπος με άσπρη στολή που φαινόταν ακμαίος παρά τη λευκή γενειάδα του, εμφανίστηκε μπροστά του τυλιγμένος στους ατμούς σα να έβγαινε από κάποιο λουτρό, και του είπε : «γιατρέ σήκω, ξεκινά ο όρθρος, όλοι κάτω στην εκκλησία σε περιμένουν !»







 

 



ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...