Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

Ο ΒΟΡΙΝΟΣ ΠΕΡΠΑΤΗΤΗΣ

Σαν την ουρά κάποιου τεράστιου  κατακόκκινου δράκοντα έμοιαζε η γραμμή που άφηνε πίσω του το αεροπλάνο  καθώς υψώνονταν όλο και πιο ψηλά στο στερέωμα,  θύμιζε τέρας από  παραμύθι κινέζικο που ίπταται,  αναδιπλώνεται κι ορμά με βία  στον αντίπαλο για  να τον καταπιεί μες το  πελώριο στόμα του. Το ανάπηρο παιδί  είχε μείνει αποσβωλομένο,  στη ζωή του δεν πρέπει να είχε ξαναδεί τέτοιο  θέαμα, η εικόνα ήταν φαντασμαγορική, δυο  άλλα αεροπλάνα  πετούσαν  οριζόντια γράφοντας μακριές πορτοκαλιές γραμμές στον  ορίζοντα ενώ  στο βάθος ο ήλιος κουρασμένος και ταλαιπωρημένος από το ολοήμερο ταξίδι του έγερνε κατά τη δύση βάφοντας τις οροσειρές και τη θάλασσα μ’ ένα χρώμα μενεξελί. Ο αέρας μύριζε χόρτο καμένο από τις  καλαμιές που  είχαν βάλει φωτιά οι χωρικοί  πέρα μακριά κι απ’  την ανατολή  εμφανίστηκε  ένα σμήνος από μαυροπούλια που στροβιλίζονταν  αλλάζοντας  σχήμα σα να ήταν ένα κύμα ρευστό από μια ουσία μαγική.

 Ένιωσε μια αγαλλίαση να γεμίζει την ψυχή του επειδή είχε κάνει  χαρούμενο το παιδί με τα κομμένα χέρια.  Το είχε φέρει εκεί πέρα να δει το ηλιοβασίλεμα,  κανείς  δε νοιάζονταν γι’  αυτό και νόμιζε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να διασκεδάσει  ο μικρός. Εδώ και καιρό τον είχαν στη δουλειά,  κοιμόταν στην αποθήκη,  σ’ ένα πατάρι κι έκανε το φύλακα.  Όταν ήταν  μωρό κάπου στη Ρουμανία η μητέρα του   το  είχε δώσει σ’ ένα ίδρυμα  σαν το είδε έτσι ανάπηρο και κατάλαβε ότι θα της ήτανε βάρος μια ζωή.  Κανείς δεν ήξερε πως είχε βρεθεί κατά κει πάντως  δε φαινόταν καλά τις τελευταίες μέρες, μια θλίψη είχε απλωθεί στο πρόσωπο του, το είδε έτσι, το λυπήθηκε και το πήρε μια βόλτα με το αμάξι, δε μπορούσε να καταλάβει πόσο βλαμμένη ήταν  η μάνα του που το παράτησε,  βέβαια οι χώρες εκεί πάνω στα βαλκάνια είναι  μυστήριες και καθυστερημένες, είχε ακούσει άλλωστε  ότι μερικές γυναίκες τις πιάνει ένα αίσθημα αποστροφής όταν γεννούν το δεύτερο ή το τρίτο παιδί τους και δεν θέλουν να το βλέπουν μπροστά τους…

 Από τότε που το είχε δει λυπημένο σκεφτόταν  τι θα μπορούσε να κάνει γι’  αυτό,  ήταν κι οι γιορτές που κάνουν πιο ευάλωτους τους ανθρώπους οπότε μπορούσε να νιώσει πως  αισθάνονταν ο μικρός .  Αυτός  πάλι δεν ένιωθε τίποτα, τα συναισθηματικά κι  αυτά του ήταν άγνωστα, κανείς δεν τον είχε δει ποτέ να κλαίει,  ήταν σα να είχε ένα επίστρωμα σκληρό πάνω από τα αισθήματα του που δεν το διαπερνούσε ούτε μελαγχολία,  ούτε στεναχώρια, ούτε θλίψη, ούτε τίποτα.  Βέβαια λυπόταν το ανάπηρο παιδί αλλά  από την άλλη με την τετράγωνη λογική του δεν μπορούσε να καταλάβει τις γυναίκες,  τι της έπιανε ρε φίλε κι έδιωχναν έτσι τα παιδιά τους, είναι λέει κάτι κόλπα ψυχοσωματικά που έχουν να κάνουν με τις ορμόνες τους  όμως υποτίθεται ότι από τη  φύση τους  πρέπει να είναι στοργικές.  να αγαπούν τα παιδιά τους,  να θυσιάζονταν για αυτά. Ο Βασίλης -έτσι τον λέγανε - πάντως φαίνεται ότι είχε ατυχήσει, η μάνα του δεν πρέπει να ήταν και η καλύτερη στον κόσμο γι’ αυτό και είχε αναλάβει κατά κάποιο  τρόπο να το προστατέψει, του  έδινε συμβουλές μερικές φορές  να μη στενοχωριέται,  τον πότιζε και λίγο κρασί καμιά φορά για να ξεχνάει και το παιδί άρχιζε να γελά,  ένιωθε ότι έκανε κάποιο ψυχικό όποτε συνέβαινε  αυτό…

 Εκείνο το πρωινό καθώς είχε ξενυχτήσει  πήγε κάπως αργά στην αποθήκη,  το περασμένο  βράδυ  είχε βγει μια βόλτα με την γυναίκα του  στο κέντρο καθώς οι γιορτές δεν είχαν τελειώσει ακόμα, είχαν μείνει μέχρι αργά κι έφριξε όταν συνειδητοποίησε πόσο είχε αλλάξει η κατάσταση,  παντού τριγύρω  υπήρχαν ξένοι που χόρευαν κάτι χορούς αλλόκοτους ακούγοντας μουσική από ένα ανοιχτό αυτοκίνητο, τι είχε συμβεί ρε φίλε,  από πού είχαν μαζευτεί όλοι αυτοί που κατέκλυζαν  τη μεγάλη πλατεία, έμοιαζε σα να είχε μεταφερθεί εκεί πέρα ολόκληρη κάποια αραβική πρωτεύουσα.

 Με το που ξύπνησε νωρίς το πρωί άνοιξε τη μπαλκονόπορτα να δει τι καιρό κάνει, έξω  επικρατούσε μια αποπνικτική μυρουδιά, είχε ακούσει ότι στην άκρη της πόλης, κάπου κοντά στο δάσος, ένας ρωσοπόντιος έκαιγε όλη τη νύχτα  λάστιχα  σ’ ένα βαρέλι για να ζεσταθεί, μια  βαριά  οσμή  είχε απλωθεί παντού,  έκλεισε βιαστικά την πόρτα και τη σφράγισε καλά. Πήγε στο μπάνιο και φόρεσε τις βαριές μπότες του, αυτές που  είχε βρει μια μέρα να κείτονται  δίπλα σ ένα κάδο. Τις είχε  δοκιμάσει στα πόδια του  και του φάνηκαν πολύ γερές έτσι  αποφάσισε να τις κρατήσει,  αργότερα του είπανε ότι τέτοιες  φορούν τα ΜΑΤ,  ήταν πολύ ενισχυμένες,  πολύ χοντρές,  μιλάμε δεν τις  περνούσε  τίποτα,  ούτε νερό, ούτε υγρασία  ούτε κρύο.  Ήταν λίγο παλιές  βέβαια αλλά έκαναν τη δουλειά τους, ήταν πολύ ευχαριστημένος μ’  αυτές ειδικά όποτε έβρεχε πλατσούριζε επίτηδες  μες τα νερά όλη την ώρα  για να τις δοκιμάσει ενώ  αναρωτιόταν  ποιος άραγε  τις είχε αφήσει δίπλα στον κάδο,  κανένας αστυνομικός σίγουρα…

 Βγαίνοντας έξω ένιωσε τον αέρα δροσερό στα πνευμόνια του, μάλλον θα είχε φυσήξει καθαρίζοντας την ατμόσφαιρα. Ο καιρός  έμοιαζε παγωμένος  βέβαια  ούτε που συγκρίνονταν με το κρύο που έκανε παλιά όπως είχε ακούσει απ’ τον  πατέρα  του,  ‘’Τέτοια εποχή γύρω στα Φώτα παντού υπήρχαν πάγοι και χιόνια όλο το διάστημα !’’ έλεγε συχνά  ο γέρος του ‘’Περπατούσαμε το πρωί κι ακούγαμε τα κρυσταλλάκια να σπάνε κάτω απ’ τα πόδια μας,  έριχνε και χιόνια πολλά τότε, ένα,  μέχρι και δυο μέτρα, τα σκέπαζε όλα!’ ’Όπως καβαλούσε το μηχανάκι του για να βγει στο δρόμο   είδε ένα νόμισμα κολλημένο βαθιά στην άσφαλτο που γυάλιζε κάτω απ’  το φως της κολώνας, εκείνη την ώρα πέρασε μια γυναίκα  που περπατούσε στα σκοτεινά με   τα τακούνια της να χτυπούν ρυθμικά στην άσφαλτο,  ασυναίσθητα γύρισε να δει κατά  το μέρος της  αλλά η γυναίκα  απομακρύνονταν βιαστικά σα να είχε καθυστερήσει, πρόλαβε να δει ότι κρατούσε στα χέρια της μια πιατέλα σκεπασμένη μ’ ασημόχαρτο,  όπως κοιτούσε την ράχη της διέκρινε  μια ρίγα από σίδερο που  κύκλωνε σα σπιρούνι  το  τακούνι απ’  τα μποτάκια της.

 Την είχε ξαναδεί εκείνη τη γυναίκα και προσπαθούσε να μαντέψει που πήγαινε τέτοια ώρα κάθε πρωί, κατηφορίζοντας με τη μηχανή του συλλογίζονταν μια τη γυναίκα,  μια τις παραγγελίες που είχε να δώσει. Κάθε μέρα επαναλάμβανε την ίδια ρουτίνα, έπαιρνε από την αποθήκη αναλώσιμα όπως αλουμινόχαρτα,  λαδόκολλες,  χαρτιά κουζίνας, ξυλαράκια  για σουβλάκια, ποτήρια πλαστικά κι αλλά τέτοια και τα μοίραζε στα φαγάδικα όλης σχεδόν της πόλης. Χειμώνα καλοκαίρι, με βροχές και καύσωνες  επαναλάμβανε την ίδια ρουτίνα  που για άλλους θα ήταν  απίστευτα βαρετή αλλά αυτουνού του άρεσε. Ήξερε όλη την  πιάτσα,  όλους τους ανθρώπους της αγοράς, όλα τα καλά  και τα κακά υποκείμενα   και δεν καταλάβαινε τίποτα γιατί  ήταν  δυνατός  πολύ,  είχε ένα χέρι τόσο  βαρύ που αν σε χτυπούσε στην πλάτη έτσι για πλάκα μπορούσε  να σε  σακατέψει! Στο στρατό δεν υπήρχε κανείς να τον νικήσει στο μπραντ ντε φερ,  μόνο ένας τύπος με μπράτσα γίγαντα τον κοντράριζε αλλά κι αυτός φοβόταν να βάλει χέρι μαζί του,  μερικές φορές παρέα  με κάτι άλλους παλαβούς  συναγωνίζονταν ποιος θα τρυπήσει με τη γροθιά του την γυψοσανίδα από κάτι παλιά ΤΟΛ,  τα είχαν διαλύσει τα καημένα τα σπιτάκια με τις γροθιές τους. Ένα φεγγάρι τον είχαν στείλει και σ’ ένα φυλάκιο κάπου στα βόρεια σύνορα,  σε μια κορυφογραμμή χιονισμένη που κοίταζε προς μια ξένη χώρα,  εκεί πάνω  είχε αφήσει φαβορίτες μακριές σα Βαυαρός καθώς ποτέ δεν ανέβαινε κανείς εκεί πέρα  να  τον  ελέγξει, πολύ του άρεσε εκεί πάνω παρέα με τα ζαρκάδια και τ’ αγριογούρουνα,  όταν κατέβηκε ξυρισμένος στο στρατόπεδο όλοι τον φωνάζανε  ‘’Ο Βορινός Περπατητής’’ κι αυτό το προσωνύμιο του είχε μείνει έκτοτε…

Σήκωσε τα στόρια και χαιρέτησε το Βασίλη, έστειλε το ανάπηρο παιδί  να του φέρει καφέ που τον κουβαλούσε σφηνώνοντας μια σακούλα ανάμεσα στο κεφάλι και στον ώμο του, παρήγγειλε καφέ  και για  το αφεντικό του, έναν τύπο φαλακρό εντελώς που φορούσε κάτι δαχτυλίδια με πέτρες χρωματιστές,  κόκκινες και πρασινωπές. Η ώρα είχε περάσει, κόσμος άρχισε να πηγαινοέρχεται στην αγορά, έπρεπε να βιαστεί, κατέβηκε αμέσως  στο υπόγειο με το μικρό ασανσέρ που είχαν στην πίσω  πλευρά του μαγαζιού,  να ετοιμάσει τις πρωινές παραγγελίες. Το συρματόσκοινο του ανελκυστήρα  έτριζε και πάντα το φοβόταν, όταν  κατέβαινε δε είχε θέμα αλλά όταν ανέβαινε τον έπιανε ένας μικρός πανικός κάθε φορά που το μηχάνημα  μπλοκάριζε και κατέβαινε απότομα  κάμποσα εκατοστά  μέχρι να τεντωθεί το σύρμα που είχε λασκάρει.

 Γυρίζοντας από την αποθήκη είδε ότι το αφεντικό του  με τα χρωματιστά δαχτυλίδια είχε έρθει και είχε και παρέα,  έναν  χοντρό,  εύσωμο τύπο  γκριζομάλλη που δεν τον είχε ξαναδεί,  οι δυο τους μιλούσαν καπνίζοντας ενώ μπροστά τους βρισκόταν ένα μπουκάλι ουίσκι σε χρώμα καφετί και δυο ποτήρια.  Σε μια φάση φώναξαν  τον ανάπηρο να πιει  μαζί τους κι άρχισαν να τον δουλεύουν έτσι για να διασκεδάσουν,  τους είχε φανεί  αστείο το θέαμα του παιδιού που προσπαθούσε να πιει σκύβοντας πάνω απ’  το ποτήρι και πιάνοντας το με το στόμα ενώ το ποτό ξεχείλιζε  δίπλα απ’  τα χείλη του λερώνοντας τα ρούχα του. Ο χοντρός που φαινόταν κάπως γλοιώδης, πέταξε και μια βρισιά για τη μάνα του,  το παιδί κατάλαβε κάτι αλλά δε μίλησε όμως ο χοντρός είχε πάρει φόρα,  είχε ανοίξει το στόμα του και πετούσε ότι νάναι ενώ ο άλλος με τα χρωματιστά δαχτυλίδια χαχάνιζε και το παιδί που είχε ζαλιστεί κι αυτό από το δυνατό  πιοτό χαμογελούσε αμήχανα,  ‘’Μη του βάζετε να πιει,  δεν το αντέχει!’’ τους φώναξε αλλά αυτοί απάντησαν κάτι σαν: ‘’Άσε μας από δω ρε χαμένε!’’ κι ο χοντρός πέταξε και κάτι του στυλ:’’ Τι σε νοιάζει εσένα  ρε φίλε,  κοίτα τη δουλειά σου!’’ Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του, ασυναίσθητα πλησίασε τον χοντρό που τον κοιτούσε ειρωνικά και προκλητικά,  τον έπιασε απ’  το γιακά  και τον ταρακούνησε τόσο δυνατά που ο άλλος άρχισε να βήχει σπαστικά σα να του κόπηκε η ανάσα,  παρόλο που πρέπει να ζύγιζε πάνω από εκατό κιλά  τον σήκωσε απ’  την καρέκλα με βία και τον έριξε στον τοίχο σα να ήταν πούπουλο ‘’Μη ξαναπειράξεις το μικρό!’’ του είπε μες τα μούτρα .

 Με το που σχόλασε πήρε το παιδί με το αυτοκίνητο και το πήγε κατά τη θάλασσα, σ’ ένα μέρος κοντά στις εκβολές κάποιου ποταμού όπου μαζεύονταν οι ψαράδες να πιάσουν καβούρια  και γοφάρια που  αφθονούσαν εκεί πέρα. Αεροπλάνα εμφανίζονταν απ’  όλες τις κατευθύνσεις και χαμήλωναν κατά το κοντινό αεροδρόμιο να προσγειωθούν,  μπορούσες να δεις τα γράμματα και τα σήματα που ήταν ζωγραφισμένα στο σώμα τους,  το ανάπηρο παιδί δε χόρταινε το θέαμα. Οι ψαράδες έβγαζαν μες τους κουβάδες τους κάτι καβούρια μεγάλα με ράχες πράσινες και κοιλιές άσπρες,  πιο κει σε μια λιμνοθάλασσα που σχηματίζονταν,  ερωδιοί και φλαμίνγο με τις ροζ φτερούγες τους έχωναν τους μακριούς λαιμούς τους στην άμμο σκαλίζοντας το βυθό,  το παιδί χάζευε μια τα πουλιά που τσαλαβουτούσαν, μια τους ψαράδες, μια το σμήνος που άλλαζε σχήματα,  μια τα αεροπλάνα που κατέβαιναν,  πιο πολύ  όμως καρφώνονταν σ’  εκείνες τις ουρές του δράκοντα πίσω απ’ τα αεροπλάνα που σκαρφάλωναν στον ουρανό σα να ήθελαν να φτάσουν μέχρι το θεό ψηλά,  να βγουν σε κόσμους άγνωστους πέρα από τα γήινα,  να χαθούν μακριά …  

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...