Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

ΤΟΥΡΤΑ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΠΙΣΤΑΣ



Η τούρτα γενεθλίων έμοιαζε με χιονοδρομική πίστα, ανοίγοντας το ψυγείο είδε την άσπρη επιφάνεια με τα χρωματιστά γράμματα καρφωμένα σα σημαιάκια σε κάθε γωνιά, πρέπει να την είχε φτιάξει τη νύχτα γιατί προτού κοιμηθεί είχε ανοίξει το ψυγείο και δεν υπήρχε, έριξε μια μάτια προς το δωμάτιο της, ήξερε ότι ηρεμούσε όταν εκείνος βρισκόταν στο σπίτι κι ούτε κλείδωνε την εξώπορτα, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν μισάνοιχτη και μπορούσε να τη δει, κοιμόταν ξαπλωμένη στο πλάι με το ένα χέρι να προεξέχει απ’ το κρεβάτι σα να έδειχνε κάπου.

Καθώς είχε πέσει ξερός από νωρίς ξύπνησε την ώρα που τα πρώτα αστικά έβγαιναν στο δρόμο, τα φρένα τους ακούγονταν να στριγκλίζουν σε κάθε στάση , στην κουζίνα τα πιάτα ήταν τέλεια ταχτοποιημένα και μες το φούρνο υπήρχε ένα ταψί με φαγητό, όπως την ήξερε έκανε όλες τι δουλειές της το βράδυ και το πρωί κοιμόνταν μέχρι αργά, αυτό λειτουργούσε ανάποδα. Του είχε λείψει, την αγαπούσε όμως ποτέ δε μπορούσες να είσαι σίγουρος μαζί της, είχαν χωρίσει εδώ και χρόνια αλλά κρατούσαν επαφή , τον άφηνε να κοιμάται στο σπίτι της όμως δεν περίμενε τέτοια έκπληξη, αποβραδίς είχαν καθίσει και μιλούσαν ώρα πολύ περιμένοντας το παιδί που ήρθε κατά τις έντεκα πολύ κουρασμένο κι αμέσως πήγε στο δωμάτιο του, αυτοί καθίσανε μέχρι τα μεσάνυχτα κι ύστερα του έδειξε το σαλόνι όπου έπεσε ξερός, με το που σηκώθηκε το πρωί κι άνοιξε το ψυγείο του ήρθε να γελάσει δυνατά , ώστε λοιπόν δεν τον είχε ξεχάσει , είχε ελπίδες, πάντα πίστευε ότι θα μπορούσαν να τα ξαναβρούν και να ζουν όλοι μαζί.

Θα μπορούσαν να τα ξαναβρούν σίγουρα, δεν είχε καταλάβει ποτέ του γιατί χωρίσανε, τη συναντούσε μια φορά το μήνα για να δει και την κόρη του διανύοντας καμιά πεντακοσαριά χιλιόμετρα, πολλές φορές την έβρισκε εκεί που εργάζονταν, δούλευε στη πρέσα, στο σιδερωτήριο, ο ατμός απ’ τα μηχανήματα ήταν ανυπόφορος το καλοκαίρι, σ’ έπνιγε κι ούτε μπορούσες να χρησιμοποιήσεις κλιματιστικό, τα παράθυρα έπρεπε να είναι οπωσδήποτε ανοιχτά όμως έτσι έμπαινε μέσα όλη η ζέστη κι έσκαγες κανονικά, το πιο σωστό θα ήταν να ξεκινά πολύ πρωί τότε που είχε ακόμα δροσιά και να σχολά νωρίς το μεσημέρι προτού πάρουν φωτιά τα ντουβάρια αλλά ούτε κι αυτό ήταν δυνατό. Κάθε βράδυ κοιμόταν αργά περιμένοντας το παιδί να γυρίσει απ’ έξω αλλιώς δεν την έπιανε ο ύπνος, ένα και μοναδικό το είχε και σ’ αυτή την ηλικία όλο βλακείες κάνουν, δε φοβούνται τίποτα, δεν μπορείς να τα εμπιστευτείς, πρέπει να έχεις το νου σου συνέχεια, αφού μια φορά που είχε κοιμηθεί σε μια φίλη της είχαν στρώσει στο μπαλκόνι του ισογείου, ένα μέτρο πάνω απ’ το δρόμο, οποιοσδήποτε θα μπορούσε ν’ ανέβει στο περβάζι και να κάνει ότι μπορείς να φανταστείς, τα παιδιά ήταν εντελώς παλαβά !

Την άκουγε να ροχαλίζει ελαφρά όπως ακριβώς τη θυμόταν από τότε που ήταν νιόπαντροι, θα πρέπει να ήταν κομμάτια, αυτός ένιωθε καλά και μπορούσε να πιει τον καφέ του στο μπαλκόνι χαλαρώνοντας , την τούρτα θα την τρώγανε όλοι μαζί, αυτό ήταν το σωστό. Καπνίζοντας αγνάντευε τα καράβια κάτω στο λιμάνι, του είχε λείψει κι η πόλη, είχε ζήσει πολλά χρόνια εκεί πέρα, με το που είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα μπήκε σε κάτι στενά για ν’ αφήσει το αμάξι του, κείνη την ώρα χάραζε κι οι είσοδοι των πολυκατοικιών έχασκαν άδειες κι έρημες, στα μοναχικά γκαράζ σκύλοι περίμεναν πίσω από πλέγματα κάποιον να τους ταΐσει, οι στοές κλειστές, στα μπαλκόνια γλάστρες με μολόχες κι ορτανσίες. Κοπέλες άνοιγαν τα σούπερ μάρκετ, άλλες ξεκλείδωναν τ’ αμάξια τους να πάνε για δουλειά, κι άλλες που φορούσαν μπλούζες καθαρές και φούστες σιδερωμένες κουβαλούσαν πρόσφορα και κεριά για την εκκλησία, κάποια γιορτή θα ήτανε.

Ήξερε ότι εκείνη τη μέρα είχε λαϊκή και κόσμος πολύς, άνδρες και γυναίκες θα μαζεύονταν σ ένα μαγαζί που πουλούσε μπουγάτσες και τυρόπιτες να τα πουν μέσα στη δροσιά πίνοντας καφέ προτού γυρίσουν με τα ψώνια στο σπίτι τους. Μπήκε με το αυτοκίνητο σ’ ένα παρκινγκ υπόγειο που κάποτε ήταν σταθμός λεωφορείων , οι τοίχοι αψηλοί όπως τους θυμόταν και το μέρος δροσερό καθώς ο ήλιος δεν έμπαινε από πουθενά. Άφησε το αμάξι εκεί πέρα και πήρε το ασανσέρ αλλά εκείνο αντί να σταματήσει ανέβαινε όλη την ώρα ενώ κανένα φωτάκι, καμιά ένδειξη δεν έδειχνε να λειτουργεί, τι στο διάβολο γινόταν που τον πήγαινε ‘’Μα τι ηλίθιο μηχάνημα!’’ φώναξε κι εκείνη τη στιγμή μια ξανθιά κοπέλα που περίμενε να μπει τον κοίταξε περίεργα. Επιτέλους το ασανσέρ τον κατέβασε και βγήκε έξω να περπατήσει λίγο, όλα γύρω του θύμιζαν κάτι αν κι έμοιαζαν αλλιώτικα, πολλά μαγαζιά κλειστά, πάρκα βρώμικα , σκουπίδια παντού, ένα προποτζίδικο μόνο ήταν όπως το θυμόταν με τις οθόνες και τις τζαμαρίες του, εκεί σύχναζε εκείνος ο χοντρός ο τζογαδόρος κι ο άλλος ο σπαστικός που λέγανε ότι έπαιρνε κόκα, τι να γίνονταν άραγε εκείνα τα μπουμπούκια …

Πίνοντας τον καφέ του στο μπαλκόνι σκεφτόταν όλους εκείνους τους τύπους , δεν τους πήγαινε και πολύ αλλά ήταν φυσιογνωμίες που ξεχώριζες. Θα του άρεσε να γυρίσει σ’ εκείνη τη πόλη, είχε βαρεθεί να κάνει αυτό το ατελείωτο ταξίδι κάθε φορά κι εκεί που είχε εγκατασταθεί δεν ήταν όπως τα περίμενε, ήθελε να γυρίσει όμως πρώτα έπρεπε να ξεκαθαρίσει αν θα μπορούσε να ζήσει μαζί της. Απ’ ότι είχε μάθει δεν είχε βρει κάποιον όμως δεν μπορούσε να την καταλάβει, κάθε φορά τον άφηνε να κοιμάται στο σπίτι της κρατώντας τον σε απόσταση όμως την ήξερε κι ήταν σίγουρος ότι τον σκεφτόταν, ότι τον ήθελε όμως δεν το έδειχνε, τι μπορεί να περίμενε, τι μπορεί να σκεφτόταν, πως θα γινόταν να μπει στο μυαλό της ; Δε μπορούσε ν’ αποφασίσει, χρειαζόταν χρόνο, το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα έπρεπε να περιμένει, να μην κάνει βιαστικές κινήσεις, να μη την πιέσει κι ύστερα ήταν και το παιδί, ήξερε ότι την είχε κουράσει, περνούσε εκείνη τη δύσκολη φάση της εφηβείας όπου τα παιδιά είναι απρόβλεπτα κι είναι αλλιώς όταν υπάρχει πατέρας στο σπίτι, μπορείς να τα κουμαντάρεις πιο εύκολα, φοβούνται, κάθονται σούζα, είναι αλλιώς όπως και να το δεις …

‘’Ωραία τούρτα, μοιάζει μ’ εκείνη την πίστα στη Φλώρινα όπου είχαμε πάει προτού παντρευτούμε θυμάσαι ;’’ της είπε όταν μαζεύτηκαν όλοι μαζί να γιορτάσουν τα γενέθλια του. ‘’Ωραία είναι η ελευθερία αλλά η οικογένεια είναι μες το γονίδιο του ανθρώπου’’ έκανε τη σκέψη καθώς κοιτούσε τη γυναίκα και το παιδί, γελούσαν κι αστειεύονταν όλη την ώρα κι αυτός δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε καταφέρει να τις χάσει . Το απόγευμα είχε κάτι δουλειές , κάτι επαφές με γνωστούς για μια θέση σε μια επιχείρηση που φαινόταν καλή περίπτωση, αργά το βράδυ που γύρισε στο σπίτι όλοι κοιμόταν, το πρωί που έφυγε εκείνη για τη δουλειά τον φίλησε απαλά, περίμενε όλη τη μέρα και το απόγευμα πήγε να την πάρει απ’ τη βιοτεχνία. Φαινόταν εξουθενωμένη όμως η άτιμη όσο πιο πολύ κουρασμένη ήταν τόσο πιο όμορφη έδειχνε, πως διάβολο το έκανε αναρωτιόταν πάντα, έτσι και τώρα με το που βγήκε από κείνο το κτίριο με τους ατμούς έλαμπε, τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους νοτισμένα, τα μάτια της γυάλιζαν, την αγαπούσε ακόμα, ’’ Να σε κεράσω έναν καφέ;’’ της είπε και πήγαν σ’ ένα μαγαζί με μπουγάτσες που βρισκόταν δίπλα στο μεγάλο δρόμο, εκεί ήταν ωραία, τα φύλα των δέντρων ανέμιζαν στο αεράκι που φυσούσε, αμάξια περνούσαν όλη την ώρα, η κοπέλα πίσω απ τον πάγκο ανεβοκατέβαζε τους λεβιέδες φτιάχνοντας ένα φρέντο με κανέλα κι αφρόγαλα όπως τον έπινε εκείνη, αυτός δεν ήθελε καφέ, πήρε κάτι να φάει, κάθισαν εκεί κοιτάζοντας κατά την παραλία κι ήταν όπως παλιά ‘’Θε μου γιατί να μη μπορούμε να είμαστε μαζί!’’ έκανε τη σκέψη όπως την κοιτούσε να παίζει το καλαμάκι ανάμεσα στα δάχτυλα , πως θα γινόταν να την κάνει να τον θέλει πάλι, γιατί δε του μιλούσε καθαρά κι ύστερα γιατί να του φτιάξει τούρτα, τι σήμαινε, και δεν ήταν μια τυχαία τούρτα ήταν ένα γλύκισμα υπέροχο με απίστευτη κρέμα και σαντιγί που το είχε κάνει ξενυχτώντας γιατί ήξερε ότι ήταν κουρασμένη άρα κάτι ένιωθε όμως πάλι τίποτα δεν ήταν σίγουρο, μ’ εκείνη δεν μπορούσες να βρεις άκρη…

‘’Θυμάσαι εκείνο τον σπαστικό που λέγανε ότι παίρνει ναρκωτικά !’’ είπε η γυναίκα ‘’Σύχναζε σ’ εκείνο στο προποτζίδικο που πήγα μια φορά να παίξω ένα τζόκερ, μου ρίχτηκε άσχημα κι εσύ τον πήρες παραμάζωμα, τον είχες στήσει στο τοίχο ήταν πολύ ωραία κίνηση, έτσι γνωριστήκαμε ’’ –‘’Ναι καλά λες !’’ έκανε αυτός που το είχε ξεχάσει εντελώς, εκείνος ο κοκάκιας πάντα που την έδινε στα νεύρα και ποτέ δεν τον φοβήθηκε, ήταν δειλός στην πραγματικότητα και νταής, μπορούσε να σε κάνει να φοβηθείς όμως δεν μπορούσε να του επιτρέψει να ορμά έτσι σε μια γυναίκα ‘’Να σου πω την αλήθεια …’’ της είπε ‘’… τόκανα αυτόματα χωρίς να το σκεφτώ, κι όταν τον έπιασα απ’ τους ώμους δεν περίμενα να ήταν τόσο ελαφρύς, μπορεί επειδή μου την είχε δώσει άσχημα να τον σήκωσα πολύ εύκολα κι κείνος δεν είπε τίποτα σα να είχε παραδοθεί…’’- ‘’ Ωραίος ήσουν τότε, πιο μικρός και λιγότερο πονηρός, αμέσως σε είχα σταμπάρει, τώρα έχεις αλλάξει…’’- ‘’ Τι εννοείς;’’ είπε εκείνος όλο αγωνία ‘’Να τότε μιλούσες πιο πολύ, δεν ήσουν τόσο κλειστός, κάπου σ’ έχασα, τόχω σκεφτεί πολλές φορές να τα αναβρούμε αλλά έχω μάθει μόνη και δε ξέρω αν θα ήθελα ξανά άντρα μες το σπίτι μου , αν κάποιος έμπαινε βέβαια αυτός θα ήσουν εσύ…’’- ‘’ Ε τότε γιατί δε το κάνουμε;’’ είπε αυτός γεμάτος έξαψη ‘’Δε ξέρω, θα δούμε, πάμε τώρα να τελειώσουμε την τούρτα γιατί έχω λυσσάξει για γλυκό όλη μέρα !’’ έκλεισε αυτή αδειάζοντας το κυπελλάκι της.

‘’Είναι η πρώτη φορά που μου μιλά έτσι’’ σκεφτόταν στο αμάξι καθώς την έφερνε πίσω στο σπίτι ‘’’Ώστε με θυμάται λοιπόν κι εκείνο το βράδυ στο προποτζίδικο το είχα ξεχάσει εντελώς, άκου τώρα ρε φίλε τι θυμούνται οι γυναίκες, τι μυστήρια πλάσματα που είναι’’ αναφώνησε μέσα του στρίβοντας σ’ ένα καφενείο για να βγει κατά την ανηφόρα πάνω απ’ τη πόλη, εκεί στο καφενείο σε μια γωνιά καθόταν ένα τύπος μόνος καπνίζοντας ένα τσιγάρο ηλεκτρονικό, γύρισε απότομα το κεφάλι του να τον δει πιο καλά, ε βέβαια, αυτός ήταν ρε φίλε ο κοκάκιας !


ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...