Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

ΡΟΖ ΠΑΛ ΝΤΑΛΙΕΣ


ΡΟΖ ΠΑΛ ΝΤΑΛΙΕΣ

Όλα τα γραφεία τελετών τον ήξεραν, έδινε παντού λουλούδια, απ’ τα πενήντα γραφεία που υπήρχαν στη πόλη δούλευε τουλάχιστον με τα μισά, τους έδινε στεφάνια για τις κηδείες, υπήρχε πολύ χρήμα σ’ αυτή τη δουλειά τότε τόσο που οι νεκροθάφτες είχαν φτάσει να παίζουν μπαρμπούτι μες τα φέρετρα, κάποιος απ αυτούς, ένας με τατουάζ στα χέρια, λίγο χαζός, λίγο τρελός αναλάμβανε πάντα ν αλλάζει πεθαμένους, δε φοβόταν, δε καταλάβαινε τίποτα, βασικά του άρεσε το όλο σκηνικό, το διασκέδαζε κι ένας άλλος υπήρχε, ένας γίγαντας που μπορούσε να σηκώσει μονάχος του μια κάσα, άλλος παλαβός, μια φορά του 'χαν δώσει ένα φέρετρο να κουβαλήσει κάπου σένα χωριό με τη νεκροφόρα κι αυτός το πήρε μαζί του σ ένα ντράιβ ιν όπου σύχναζε, οι συγγενείς ζητούσαν το σώμα του πεθαμένου να το κηδέψουν, το γραφείο τον έψαχνε παντού, όλοι είχαν γίνει άνω κάτω, τελικά ο γίγαντας εμφανίστηκε με το φέρετρο τα ξημερώματα κι όλοι ησύχασαν…

Κάθε βράδυ έβγαινε στα μπουζούκια μ έναν εργολάβο κηδειών που όλο έλεγε ότι θα τον ξεπλήρωνε κι όλο τον είχε γραμμένο, όμως κάποτε ήρθε η ώρα του. Μια κηδεία ενός μικρού κοριτσιού που είχε πεθάνει από μια αρρώστια σπάνια είχαν αναλάβει, οι γονείς ήθελαν μια κηδεία μεγαλοπρεπή για το άτυχο κοριτσάκι τους, είχαν ζητήσει τα στεφάνια να γίνουν όλα με ντάλιες ροζ παλ, μόνο ο ανθοπώλης μας είχε τέτοιο χρώμα ντάλιες , πουθενά αλλού δεν το έβρισκες, τις έπαιρνε αεροπορικά από έναν προμηθευτή κάτω στη Κρήτη. Ο εργολάβος του παρήγγειλε καμιά σαράντα πενήντα στεφάνια σ αυτό το χρώμα, ο άλλος του λέει ''Οκ!'', τα παραγγέλνει κι έρχονται στην ώρα τους, ετοιμάζει το φορτηγό που θα τα κουβαλούσε κάπου στο Πανόραμα, όλα είναι εντάξει αλλά λίγο πριν τη κηδεία λέει στον οδηγό ‘’Περίμενε!’’ κι όλα σταματούν. Ο εργολάβος είχε σκάσει, οι γονείς ψαχνόντουσα, όλοι έλεγαν ότι κάτι λείπει, η κηδεία πήγαινε για ναυάγιο, ψιθυρίζονταν ότι κάτι στραβό συνέβαινε, ακούγονταν διάφορες φήμες, ο εργολάβος χτυπιόταν, είχε πάρει μπροστάντζα δυο εκατομμύρια δραχμές και δεν είχε τα στεφάνια με τις ροζ παλ ντάλιες, τηλεφώνησε έξαλλος στον ανθοπώλη’’ Ρε που είναι τα στεφάνια;’’ - ‘’ Στάξε το ένα εκατομμύριο συν τα λεφτά γι αυτή τη κηδεία αλλιώς δεν έρχεται τίποτα!’’ ο άλλος τρελάθηκε, πλήρωσε επί τόπου βρίζοντας κι αναθεματίζοντας, ο ανθοπώλης ήταν ευχαριστημένος…

Εκτός από κηδείες έδινε λουλούδια και σε κέντρα νυχτερινά, κάθε βράδυ ήταν στο μαγαζί ενός ελληνοαμερικανού κάπου στη λεωφόρο του αεροδρομίου, όλοι τον ήξεραν, η πιο συχνή παρέα του ήταν ο εργολάβος κηδειών που του χρωστούσε κάποτε το εκατομμύριο αλλά δεν έδινε σημασία μόνο σκορπούσε λεφτά κάθε νύχτα στις τραγουδίστριες, γαρύφαλλα με τα πανέρια πετούσε άφθονα, γαρύφαλλα που έφερνε ο ανθοπώλης απ τη Κρήτη, εκεί κάτω τα βγάζανε, ήταν πιο φτηνά απ' τα εισαγόμενα. Μια φορά είχε πάει να δει τα θερμοκήπια κάπου έξω απ’ το Ηράκλειο, ένα ξερότοπος όλο πέτρα ήτανε ‘’Καλά ρε εδώ θα φυτρώσουν γαρίφαλα;’’ ρώτησε τον παραγωγό ‘’Θα φυτρώσουν...’’ είχε απαντήσει ο άλλος ‘’...περίμενε και θα δεις!’’ και πράγματι μετά από λίγο καιρό που ξαναπήγε είχαν φυτρώσει, όχι τίποτα σπουδαία, κάτι χρώματα χλωμά, ξέθωρα είχαν αλλά έκαναν τη δουλειά τους, ποιος πρόσεχε λεπτομέρειες μες τη νύχτα και στο χαμό απ τα τσιγάρα...

Με τον εργολάβο είχε κάνει και κάποιες κηδείες Εβραίων, λέγανε γι αυτούς ότι χρησιμοποιούσαν το ίδιο φέρετρο για όλη την οικογένεια, δεν το άλλαζαν ποτέ απλά το είχαν για να μεταφέρουν το σώμα μέχρι το μνήμα, είχαν πάει και στα εβραϊκά νεκροταφείο να δουν πως κηδεύονται. Κάποιο καλοκαίρι πάλι είχαν πάει μαζί διακοπές κάπου στους πρόποδες του Όλυμπου, δε χώνευαν τη Χαλκιδική με τα μποτιλιαρίσματα της τα ατελείωτα, ο τόπος έκαιγε, οι παραλίες της Κατερίνης έβραζαν, ανέβηκαν στο βουνό , στα Πριόνια ψηλά να πάρουν μια ανάσα, μια γούρνα υπήρχε εκεί, ο ανθοπώλης είχε τόσο ζεσταθεί που είπε μέσα του ‘’ Θα πέσω σ αυτή τη γούρνα να δροσιστώ επιτέλους!’’ όταν όμως έπεσε μες στο νερό ήταν τόσο παγωμένο, τόσο κρύο που μούδιασε ολόκληρος, του κόπηκε η αναπνοή, έτρεμε μισή ώρα μέχρι να συνέρθει, ο εργολάβος του έκανε εντριβές…

Ήταν καλές εποχές τότε , έβγαζε λεφτά, κάθε μέρα ήταν στην ώρα του πριν από τους υπαλλήλους στο μαγαζί, του άρεσε η δουλειά πολύ, ένα πρωινό όπως πήγαινε ν’ ανοίξει είδε ένα πρεζόνι πελιδνό με όψη πεθαμένου να χτυπά με δύναμη τα τζάμια, του είχαν γυαλίσει κάτι ορχιδέες φανταχτερές με χρώματα τρελά, και συνδυασμούς, εξωτικούς, εξωπραγματικούς που υπήρχαν στη βιτρίνα, προσπαθούσε να σπάσει το τζάμι κοπανώντας το μ όλο του το σώμα η βιτρίνα όμως είχε τριπλή επένδυση και δε καταλάβαινε τίποτα, το πρεζόνι επέμενε, ο ανθοπώλης τσατίστηκε, τι ήταν κι αυτό πάλι, ένα πιστόλι μαζί του κουβαλούσε, έριξε μια φορά στον αέρα, το πρεζόνι κατατρόμαξε …

Χρόνο με το χρόνο έβγαζε λεφτά όλο και πιο πολλά, ήταν καλές εποχές κι αφού του περίσσευαν άρχισε να παίζει όλο και περισσότερο στο καζίνο, ξόδευε πολύ χρήμα εκεί πέρα, είχε αρχίσει με μικρά ποσά αλλά μετά έχασε τη μπάλα, κάθε βράδυ εκεί τον έβρισκες χωμένο μέχρι τα μπούνια στη ρουλέτα και στα μηχανήματα. Μια φορά όπως έβγαινε θολωμένος έπεσε πάνω σ εκείνο το τέρας που όλοι φοβόντουσαν, έναν χοντρό που κυκλοφορούσε πάντα με δυο πιστόλια πάνω του και τι δε λέγανε γι αυτόν, ήταν το πιο μεγάλο μούτρο στη πόλη, είχε ακουστεί κιόλας ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα και την είχε θαμμένη στην αυλή του σπιτιού του, κυκλοφορούσε πάντα με δεκαπέντε μπράβους τριγύρω του, κανείς δεν τον πλησίαζε κι εκείνο ακριβώς το πρωινό έπεσε πάνω του!


Ο χοντρός ήρθε κοντά του και του ζήτησε ένα αστρονομικό ποσό δανεικό, σιγά μη του έδινε, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναδεί πίσω τα φράγκα του, του μίλησε απότομα του χοντρού, τόσο απότομα που κι ο ίδιος φοβήθηκε, για κάποιο λόγο τον έπιασαν τόσα νεύρα, τέτοια τσαντίλα ώστε γύρισε πίσω όπως ήτανε κι έπαιξε όσα λεφτά είχε πάνω του σα να ήθελε να τα ξεφορτωθεί, σα να ήταν ένα βάρος αφόρητο που ήθελε να διώξει από πάνω του, πόνταρε σ όλα τα σημεία που είδε μπροστά του, δε κέρδισε τίποτα, ούτε τόσο δα, δε του έφεξε ούτε μια στιγμή, όλα τα λεφτά πήγαν στη γκόμενα τη ντίλερ που έκανε παιχνίδι , μια ξανθιά τύπισσα που χαμογελούσε σα διάβολος....

Ο καιρός περνούσε, οι εποχές άλλαζαν, άρχισε να παίρνει τη κάτω βόλτα, δε μιλούσε για τα παλιά, όποτε τον ρωτούσε κάποιος απαντούσε ''Πω ρε φίλε, γίνεσαι κουραστικός!’’ ήταν δύσκολος και με το φαΐ, μπορούσε να γυρίσει δέκα φορές το πιάτο που του έφτιαχναν μέχρι να του το φέρουν όπως ακριβώς το ήθελε! Σαν πέθανε η μάνα του δεν ήξερε σε ποιο γραφείο να δώσει τη κηδεία, τελικά την έδωσε στο καλύτερο παιδί που είχε το γραφείο του κάπου κοντά στο τουρκικό προξενείο, μονάχα αυτόν πήγαινε.

Μετά από κείνο τον θάνατο τον πήρε από κάτω, πολύ του είχε στοιχίσει ο θάνατος της μητέρας του, δεν ήταν το ίδιο με το μπαμπά του του που δε τον πολυπήγαινε κι είχε φύγει πρωτύτερα,άρχισε να σκέφτεται το δικό του τέλος, κάτι ράγισε μέσα του, δεν είχε όρεξη για τίποτα, κι ήταν κι εκείνο το ινδιάνικο καλοκαίρι που τραβούσε σε μάκρος τόσο που έλεγες ότι ο καιρός δε θ’ άλλαζε ποτέ κι έτσι μαλακός θα πήγαινε μέχρι τα Χριστούγεννα. Στα πολυκαταστήματα υπήρχε ατμόσφαιρα γιορτινή, οι πωλήτριες στα μαγαζιά με τα στολίδια χαμογελούσαν, ο κόσμος αγόραζε χριστουγεννιάτικα πράγματα να στολίσει το σπίτι, Αι Βασίληδες κινέζικους, κούκλες με γριές χωριατοπούλες τρομακτικές στην όψη, ταράνδους κι ελάφια. Οι εποχές είχαν αλλάξει, τώρα πια συνεργεία κυκλοφορούσαν παντού κόβοντας παροχές ύδατος κι ηλεκτρικού, λογαριασμοί απλήρωτοι στοιβάζονταν κάτω απ τις εισόδους των μαγαζιών, ασφάλειες κατέβαιναν, υδρόμετρα σταματούσαν να στροφάρουν, στις υπηρεσίες ουρές για διακανονισμούς, εξοφλήσεις, δόσεις διακοπές παροχών, σπρωξίματα, γκρίνια, άγχος, πανικός, έμοιαζε σαν όλα να είχαν παγώσει κι όλοι έψαχναν μια αρχή, ένα ξεκίνημα καινούριο, μια αλλαγή, μια δύναμη να τους σπρώξει μπροστά να ξεκολλήσουν απ το τέλμα με κάποιο τρόπο!

Τώρα πια είχε κλείσει πια το μαγαζί κι έβγαινε πάλι με τον άλλον που αναλάμβανε κηδείες κάποτε, ταίριαζαν κι έτσι ξέχασαν ότι είχε γίνει, συζητούσαν για τα παλιά και για τα γραφεία τελετών που είχαν κατακλύσει πια την πόλη. Πήγαιναν και στο καζίνο στα Σκόπια κι έπαιζαν κάτι μικροποσά , μια μέρα όπως επέστρεφαν ομίχλη πυκνή είχαν συναντήσει στη κοιλάδα του Αξιού , δε μπορούσες να δεις ούτε στο ένα μέτρο σα να είχε πέσει ξαφνικά το πιο πυκνό σκοτάδι , είχαν αναμμένα τα φανάρια, τους προβολείς, τα φώτα ομίχλης ότι υπήρχε και πάλι όμως δε μπορούσαν να δουν καθαρά κι εκεί μες το πουθενά μια γυναίκα βγήκε μπροστά τους. Είχε καβαλήσει το διαχωριστικό τσιμεντένιο τοίχο ανάμεσα στις δυο λωρίδες της εθνικής οδού σέρνοντας ένα μικρό παιδί μ ένα σακίδιο στη πλάτη, ποιος ξέρει από που στο δαίμονα έρχονταν και τι θέλανε εκεί στην ερημιά, τα αμάξια που έρχονταν κορνάριζαν, άναβαν φώτα, έκαναν ελιγμούς τρελούς, αυτοί φρενάρισαν τη τελευταία στιγμή, δε μπορούσαν να το πιστέψουν, είχαν γίενι μούσκεμα από την τρομάρα, σταμάτησαν λίγο στην άκρη να συνέλθουν. ''Τι διάβολο ήταν αυτό !'' φώναξε ο ανθοπώλης, άναψε τσιγάρο και βγήκε λίγο έξω να πάρει αέρα. Ο άλλος έμεινε στο αμάξι, '' Τι καταραμένη ομίχλη!'' είπε ο λουλουδάς, καθώς ρουφούσε τον καπνό να στανιάρει, να ηρεμήσει, ένα χωράφι φαίνονταν λίγο πιο πέρα να αχνίζει σα να είχαν ανάψει κάποιον λέβητα από κάτω του, ''Τι κ...λοομίχλη!'' φωναξε και στρέφοντας πίσω είδε σε κλάσματα δευτερολέπτου μια νταλίκα θεόρατη που έρχονταν με φόρα να παίρνει παραμάζωμα για πολλά μέτρα το αμάξι του φίλου του, οι λαμαρίνες στρίγγλιζαν και ούρλιαζαν κλαψιάρικα όπως γδέρνονταν στην άσφαλτο, το μυαλό του είχε σταματήσει ΄΄Θα χρειαστούν καμιά τριανταριά στεφάνια!'' ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ....




Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ΦΡΕΝΑ ΠΑΝΙΚΟΥ

 Ολόκληρη η Μητροπόλεως είχε μπλοκάρει, το  πελώριο φαράγγι που σχηματίζονταν ανάμεσα στις δυο σειρές πολυκατοικιών έμοιαζε ν’ αντιβοά  πέρα ως  πέρα απ’ τους θορύβους και τα μαρσαρίσματα, ο δρόμος είχε κλείσει, αμάξια κορνάριζαν, όλοι αναρωτιόντουσαν τι συνέβαινε.

Σε μια διασταύρωση  ένα αυτοκίνητο στέκονταν στη μέση του δρόμου σε μια στάση αφύσικη σα να το είχε πετάξει όπως να ναι κάποιο  χέρι τεράστιο,  μια γυναίκα ήταν ακόμα μέσα του, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί σε μια μεριά του πεζοδρομίου όπου μια μηχανή είχε μπει  ολόκληρη  σε μια βιτρίνα,  όλοι αναρωτιόντουσαν πως το είχε κάνει αυτό ο  αναβάτης,  κάποιοι λέγανε ότι  ένα πρεζόνι είχε πεταχτεί μπροστά του κι αυτός  μες το πανικό του φρενάρισε απότομα μπλοκάροντας τους τροχούς   για να καρφωθεί με το κεφάλι  μες τα τζάμια,η γυναίκα με το αμάξι έρχονταν από πίσω και ντεραπάρισε  κι αυτή κάνοντας σβούρες στο δρόμο,  ο μοτοσικλετιστής κείτονταν  μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο,  μια λίμνη αίματος είχε σχηματιστεί  γύρω του μπροστά απ  τη βιτρίνα που είχε γίνει χίλια κομμάτια, φορούσε ακόμα το κράνος του...

Σάββατο απόγευμα ήτανε λίγο προτού κλείσουν  τα μαγαζιά , τότε που  όλοι είναι χαλαροί γιατί υπάρχει το μαξιλαράκι της Κυριακής οπότε μπορούν να είναι ήσυχοι, δίχως άγχος για μια μέρα τουλάχιστον, η πόλη έμοιαζε πνιγμένη στην ομίχλη, στους πάγκους στο Καπάνι οι πωλητές είχαν απλώσει κομμάτια από κασέρι και τυρί και τρώγανε, ένας ζητιάνος κοιμόταν σε μια άκρη κουκουλωμένος με κουβέρτες μέχρι το κεφάλι, στα κοτοπουλάδικα καψάλιζαν κρέατα με φλογοβόλα κι άλλοι έκοβαν φιλέτα και τα τοποθετούσαν στα ψυγεία,  φρούτα χειμωνιάτικα παντού, σταφίδες απ το Αίγιο, μήλα απ το Πάικο, καρότα απ το Μενίδι, μανταρίνια και σταφύλια απ'  την Κόρινθο…

Γύρω ο τόπος θύμιζε κόλαση, ένας αστυνομικός με στολή εφαρμοστή και γκέτες μέχρι το γόνατο  υποτίθεται ότι ρύθμιζε τη κυκλοφορία αλλά στην πραγματικότητα κοιμόταν όρθιος,  κάποιοι φώναζαν, άλλοι γελούσαν κάνοντας χαβαλέ, άλλοι χάζευαν, η γυναίκα που ήταν στο αυτοκίνητο με την αφύσικη τοποθέτηση,  μια μελαχρινή σαραντάρα με κότσο, φώναζε ότι δεν  θα έφευγε με τίποτα από κει, ότι  η μηχανή  ήρθε και καρφώθηκε πάνω της απ το πουθενά, δεν έδινε δυάρα αν ο άλλος ζούσε ή πέθαινε, ζητούσε την αστυνομία, την ασφάλεια της, δικηγόρους, εισαγγελείς, τον κρατικό μηχανισμό να κινητοποιηθεί ολόκληρος, έμοιαζε απτόητη, ήταν αποφασισμένη να σταματήσει τη κυκλοφορία φέρνοντας το χάος! Δε θα μετακινούνταν  από κει ούτε με γερανό, μιλούσε στο κινητό ενώ ο κόσμος χτυπούσε το τζάμι της απειλητικά, απειλούσε θεούς και δαίμονες,   ήταν εκτός έλεγχου, δεν έδινε δυάρα για ότι γίνονταν τριγύρω, ένας άνθρωπος μόνος του άμα έχει θράσος μπορεί να τινάξει τη πόλη ολόκληρη στον αέρα καθώς όλοι μοιάζουν να κοιμούνται σ ένα τόπο όπου βασιλεύει η αταξία και κανένας δε σέβεται τίποτα , ήταν σα να είχε σταματήσει ο χρόνος, σα να είχαν  ακινητοποιηθεί τα πάντα, σα να πάγωσαν όλα κι ο δρόμος να έμενε κλειστός εις τον αιώνα …

Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει, στη παραλιακή μια γραμμή από φανάρια έμοιαζε να κινείται αέναα, η Τσιμισκή γεμάτη φαστφουντάδικα και καφέ, πάνε τα εμπορικά, κλείσανε, παρακμή έχει ενσκήψει, ξηρούς καρπούς ήθελε από νωρίς ο Γιάννης που ήταν μαζί μου, σ' ένα μαγαζί όπου οι άνθρωποι ψώνιζαν στραγάλια και δαμάσκηνα ξερά πήρε μισό κιλό φιστίκι Αιγίνης, παρήγγειλε και ψίχα από φουντούκια ελληνικά...

Περπατούσαμε κι ο Γιάννης κατά καιρούς έχωνε το  χέρι σε μια χαρτοσακούλα τραβώντας φιστίκια που τα έσπαγε με τα δόντια του για να βγάλει το μαλακό καρπό, παπούτσια κοιτούσαμε στις βιτρίνες εκεί όπου ανεβοκατεβαίνουν σκάλες ηλεκτρικές, μια καφετερία στον πρώτο όροφο απέναντι στη θάλασσα όπου είχε ησυχία είχαμε διαλέξει να καθίσουμε.

‘’ Το ξέρεις ότι έχω να έρθω εδώ πέρα πάνω από τριάντα χρόνια;'' ‘’μου είπε  ‘’Εδώ είχα χωρίσει με την X που την αγαπούσα σα παλαβός,  <<Θέλω να χωρίσουμε!>>  μου είχε πει έτσι στο άσχετο κι εγώ καταλαβαίνω ότι τρέχουν δάκρυα απ τα μάτια μου συνέχεια, ένα πράγμα ανεξέλεγκτο, δεν μπορούσα να σταματήσω, απ τα γύρω τραπέζια κοίταζαν περίεργα , αυτή δεν έδωσε σημασία καθόλου, σηκώθηκε κι έφυγε κι εγώ έμεινα να κοιτάω απ το δεύτερο όροφο, εδώ που είμαστε τώρα, τα κάγκελα, το άνοιγμα που υπήρχε στις σκάλες, το μωσαϊκό με τα σχέδια στο πάτωμα, τα παιδιά πίσω απ το μπαρ, τα ποτήρια τα κολονάτα που γυάλιζαν. Την έχασα, έμαθα μόνο ότι σε δυο μήνες από τότε παντρεύτηκε, δεν έχασε χρόνο και την είδα πότε νομίζεις , προχθές ρε φίλε, το πιστεύεις προχθές, είχε σπάσει, το πρόσωπο της, είχε γεμίσει ρυτίδες, το μόνο που της είχε απομείνει ήταν εκείνο το υφάκι το αλαζονικό, δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχε γίνει, δε βλέπονταν,  πολύ χάλια, γι αυτήν τη γυναίκα είχα χάσει την εξεταστική μου, αυτό ήταν που με είχε πειράξει πιο πολύ απ’ όλα, έχασα όλα τα μαθήματα που είχα διαβάσει !

Γκαρσόν που φορούσαν παπιγιόν πηγαινοέρχονταν στη καφετέρια της παραλίας, κάτι καράβια τουριστικά αρμένιζαν βαριεστημένα στη θάλασσα, το κεφάλι μου είχε βαρύνει , το μυαλό μου έμοιαζε σα να το έσφιγγε όλο και περισσότερο μια αόρατη μέγγενη, μια νύστα ανεξήγητη μ’ είχε πιάσει και κουτουλούσα δεξιά κι αριστερά, ένα περπάτημα χρειαζόμουν επειγόντως, μια μεγάλη απόσταση έπρεπε να διανύσω για να ξελαμπικάρω…

Κι έτσι βγήκαμε στη Μητροπόλεως όπου εκείνη η γυναίκα είχε μπλοκάρει το σύμπαν, κανονικά δεν έπρεπε ν’ ανακατευτώ όπως έκανα άλλες φορές αλλά η σκηνή με τραβούσε, ήθελα να δω τι γίνεται, μπορεί να έψαχνα κάποια εκτόνωση, το παθαίνω κάποιες φορές, πλησίασα και πως μου ήρθε άρχιζα να φωνάζω κι εγώ στη γυναίκα που είχε προκαλέσει το χάος οπότε απ'  το πουθενά εμφανίστηκε ένας τύπος με γυαλιά και λίγη καράφλα και τα ‘βαλε μαζί μου σπρώχνοντας με ‘’Τι θέλετε, αφήστε την ήσυχη, φύγετε από δω πέρα!!!’’ ήταν ο άντρας της, και τότε τα πήρα, δε μπορούσα να το πιστέψω, ήταν παλαβό, ανήκουστο, δε γίνεται ρε φίλε, δεν υπάρχει, ‘’ Είσαι τρελός;’’ του είπα ‘' μπορεί να  σκοτώσατε έναν  άνθρωπο, έχετε μπλοκάρει όλη τη πόλη, μα έχετε πολύ θράσος!!!’’ φώναζα εκεί πέρα τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα μου πεταχτούν οι φλέβες στο λαιμό, ήταν σίγουρο ότι θα έκλεινε η φωνή μου όπως πήγαινα, θα φράκαρε ο φάρυγγας μου δεν υπήρχε περίπτωση, περίμενα να με υποστηρίξουν οι άλλοι αλλά κανείς δε μιλούσε, το Γιάννη τον είχα χάσει, αν είχα μαζί μου δυο τρεις θα τους παίρναμε παραμάζωμα αυτόν και την ηλίθια γυναίκα του που δεν καταλάβαιναν τίποτα όμως τουλάχιστον συνέχιζαν να τους γιουχάρουν και στο τέλος το ξεροκέφαλο ηλίθιο ζευγάρι φάνηκε να κλονίζεται, η γυναίκα έκανε όπισθεν  επιτέλους απελευθερώνοντας το δρόμο  κι όλοι μαζί αρχίσαμε να χειροκροτούμε ειρωνικά.

‘’Πάμε να φύγουμε από δω!’’ είπε ο Γιάννης που είχε το μυαλό του στον τραυματισμένο μοτοσικλετιστή  τον οποίο μαζεύανε οι τραυματιοφορείς εκείνη την ώρα  δίχως  ν αφαιρέσουν το κράνος του. Φύγαμε κι αρχίσαμε να τριγυρνάμε άσκοπα, τα πρακτορεία ταξιδίων είχαν αρχίσει τις προσφορές για ταξίδια μέσα στις γιορτές, Πράγα και  Ζαγοροχώρια, Λονδίνο και Ντουμπρόβνικ,  Νέα Υόρκη και  Μετέωρα, μερικά μαγαζιά είχαν αρχίσει να στολίζουν για τα Χριστούγεννα, ‘’ Ξέρεις με τι τα  χω συνδυάσει τα Χριστούγεννα ;’’ είπε o Γιάννης όπως περνούσαμε μπροστά από ένα ζαχαροπλαστείο, ‘’ Με τα σιροπιαστά, πάντα θέλω ν αγοράζω μερικά τις γιορτές, ή μάνα μου μας έφτιαχνε πάντοτε τέτοια, δούλευε στα καπνομάγαζα τότε,  πέθαινε απ τη κούραση κάθε μέρα, ερχόταν λοιπόν παραμονή Χριστουγέννων τόσο κουρασμένη που σέρνονταν όμως καθόταν μέχρι τα μεσάνυχτα και μας έφτιαχνε μπακλαβά για να έχουμε να φάμε όταν ξυπνήσουμε, σηκωνόμασταν το πρωί και τα βρίσκαμε έτοιμα, λαχταριστά, πέφταμε με τα μούτρα, θε μου ήταν τέλεια, δε θα το ξεχάσω ποτέ ! ’’

Τη μάνα του τη λάτρευε ο Γιάννης, το πατέρα του τον μισούσε, αναφέρονταν σ'  εκείνον με τα χειρότερα λόγια, τον έλεγε φασίστα, ίσως γιατί δε φέρονταν καλά στη μάνα του που ήταν απ'  τις πιο μορφωμένες γυναίκες που υπήρχαν, διάβαζε το Παρί Ματς που της έρχονταν κάθε βδομάδα , ήξερε άψογα γαλλικά, κι αυτήν τη γυναίκα ο πατέρας του την ανάγκαζε να τρέχει στα καπνομάγαζα και να ξενοδουλεύει μες τα χαμαιτυπεία, ο Γιάννης τρελαίνονταν,  δεν το άντεχε μια φορά είχε πιαστεί στα χέρια με τον μπαμπά του...

Ο πατέρας του ήταν γυμναστής στο σχολείο του Γιάννη, μια μέρα του την είχε βγει άσχημα μπροστά σ όλα τα παιδιά, του είχε μίλησε χοντρά, τον είχε βρίσει έτσι χωρίς λόγο,  ο Γιάννης δεν άντεξε,  είχε τόσα νεύρα που τον έπιασε απ το γιακά και τον πέταξε σα σακί σε κάτι σύρματα προστατευτικά  στην άκρη του γηπέδου, τα παιδιά είχαν πάθει πλάκα, τους είχαν πεταχτεί τα μάτια μ'  αυτά που έβλεπαν, φώναξαν τον λυκειάρχη ένα ψηλό ηλικιωμένο τύπο  ο οποίος δε καταλάβαινε τίποτα, τους πήρε και τους δυο στο γραφείο του, τους κοίταξε βαθιά μες τα μάτια  και μετά είπε στο Γιάννη '' Παιδί μου, δώσε το χέρι στον πατέρα σου  σε παρακαλώ!’’ ο Γιάννης το 'δωσε, δεν υπήρχε λόγος να το συνεχίσει, τον παραδέχτηκε το γέρο  λυκειάρχη πάντως, αυτός ήταν διευθυντής σχολείου, από τότε τον σέβονταν απεριόριστα...

Ξαναπεράσαμε απ τη Μητροπόλεως να δούμε τι είχε απογίνει, μπροστά απ την διαλυμένη βιτρίνα είχαν κατεβάσει τα στόρια, η  λιμνούλα απ τα αίμα τα του μοτοσικλετιστή δεν υπήρχε,  κάποιος την είχε ξεπλύνει, '' Με τόσο αίμα που έχασε δύσκολο  να ζήσει...'' μουρμούρισε ο φίλος  μου, όλα έμοιαζαν ήσυχα  πάλι μονάχα το αμάξι εκείνης της γυναίκας που τα είχε βάλει με όλους είχε  μετακινηθεί στην άκρη,  στέκονταν μετέωρο κάτω από μια κολόνα με τον σπασμένο καθρέφτη του  να κρέμεται...

Φύγαμε από κει, πήραμε την ανηφόρα της Αγίας Σοφίας, τραβήξαμε κατά τα κάστρα, κοπάδια από κοράκια πετούσαν πάνω απ τη πόλη φτιάχνοντας σχήματα περίεργα στο σκοτεινό ουρανό που φωτίζονταν απ τις ριπές των προβολέων, το σμήνος των μαύρων πουλιών κυλούσε ρευστό αλλάζοντας σχήματα,  ο αέρας που άρχισε να φυσά παρέσυρε ένα τενεκεδένιο κουτί αναψυκτικού που κύλησε κάτω απ τους τροχούς των παρκαρισμένων  αυτοκινήτων, από ψηλά φαίνονταν η πόλη και τα ποτάμια των φωτεινών φαναριών να  κινούνται αέναα, μια γάτα σκαρφάλωνε με άλματα στον κορμό ενός δέντρου, μετά  τινάχτηκε μέχρι το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και χώθηκε ανάμεσα στα κάγκελα, σ’ ένα χάσμα των γκρεμισμένων τειχών  ένα κοπάδι παρδαλό από μαλλιαρά σκυλιά έτρεχε με φόρα πηδώντας πάνω απ ΄ πέτρες σα  κοπάδι λύκων που εισβάλει με μανία στην ανυπεράσπιστη πόλη...


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...